καὶ τὸ ζῆν ἀκολουθήσει διττῶς λεγόμενον : τὸν μὲν γὰρ ἐγρηγορότα φατέον ζῆν ἀληθῶς καὶ κυρίως , τὸν δὲ καθεύδοντα
ἐπιγίνεσθαι . ὥστε καὶ ἦν ἄν ποτε αἰσθάνεσθαι τὰ φυτὰ ἐγρηγορότα : ἀλλὰ τοῦτο ἀδύνατον : οὐκ ἄρα ὑπνοῖ τὰ
6482150 θεοφρονα
ὁ Ἴαμος : ἢ ὅτι θεῶν βουλαῖς ἐγένετο . τίκτε θεόφρονα κοῦρον : τὸν Ἴαμον , ὅτι μάντις τὴν τέχνην
τῆς βαθείας , ἢ παρὰ τὴν τῶν ἴων χροιάν . θεόφρονα κοῦρον : ἢ θεῖα φρονοῦντα , καθὸ μάντις ὁ
6476846 γελωντα
' αὐτός φησι καὶ Χειρίσοφον τὸν Διονυσίου κόλακα ἰδόντα Διονύσιον γελῶντα μετά τινων γνωρίμων συγγελᾶν . ἐπεὶ δ ' ὁ
τε γὰρ τοῖς ὕπνοισιν ἐοῦσιν , εὐθέως ἐπὴν γένωνται , γελῶντα φαίνεται τὰ παιδία καὶ κλαίοντα : ἐγρηγορότα τε αὐτόματα
6471093 κοιμωμενον
ἦλθεν ὁ λύκος μεθ ' ἡμέρας , ἀλλ ' οἴκοι κοιμώμενον εὗρε τὸν κύνα , καὶ κάτω σταθεὶς πρὸς αὐτὸν
τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν . ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοιμώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον καὶ
6458931 ἐκφρονα
τῇ νάρδῳ , ποιεῖ δὲ ἐπισφαλῶς τῷ βαδίζειν χρῆσθαι , ἔκφρονα πρὸς τούτοις καθίστησιν , ἐν μιᾷ τὸν πιόντα αὐτὸ
αὐτόθι ἱερόν . ταύτας τὰς θεάς , ἡνίκα τὸν Ὀρέστην ἔκφρονα ἔμελλον ποιήσειν , φασὶν αὐτῷ φανῆναι μελαίνας : ὡς
6340955 πεπηρωμενος
φαντασίαν οὐχ οἷός τε ὢν δέξασθαι , τὰ ψυχῆς ὄμματα πεπηρωμένος , οἷς μόνοις αἱ ἀσώματοι καταλαμβάνονται φύσεις , οὐδὲ
„ ” ἆρα , ” ἔφη „ ὦ Δάμι , πεπηρωμένος τὴν χεῖρα ὑπὸ πληγῆς τινος ἢ νόσου ; „
6312645 τελωνην
δέξηι μ [ λαλοῦντα γάρ ϲε θηρίον [ πρὸϲ τὸν τελώνην λιθιν [ ϲπαϲάμενον ] ? ? εὐθὺϲ ημ ?
κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἵππον τελώνην , συκοφάντην ἀετόν , βάτραχον σοφιστήν , ὀψοποιὸν ἐμπίδα
6195117 μυοντα
ἄστρων : τοῖς μὲν πρὸς ἀνατολὰς κειμένοις ὄμμασι βλέποντα , μύοντα δὲ τοῖς πρὸς δύσιν . θέλει γὰρ αὐτὸν οἷς
ὀπισθίων μερῶν , δύο μὲν ἐγρηγορότα , δύο δὲ ἡσυχῆ μύοντα : καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων πτερὰ τέσσαρα , δύο
6186995 προϊδων
δὲ προϊδεῖν ἦν τότε , σοφώτερος ἂν ἦν ἡμῶν ὁ προϊδών ; Τὸ ποῖον δὴ λέγεις ; Εἰς τὸ γεγονὸς
θαλάσσης κατέπηξαν , ὥστε δεινὸν ἦν προσπλεῦσαι , μὴ οὐ προϊδών τις ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν . ἀλλὰ
6171792 ἀμφιτειχη
λάμβανε ἔξωθεν ἀμαθῶς τὸ διά , λέγων , διὰ τὸν ἀμφιτειχῆ λαόν . . ζωπυροῦσι ] ἀνάπτουσι . . ἀμφὶ
μου μέριμναι τὸν ἐμὸν φόβον ἀνάπτουσιν ἐν ἐμοὶ διὰ τὸν ἀμφιτειχῆ λεών . . μέλει ] φροντίς ἐστί μοι ὧν
6166717 ἐκκρεμασθαι
: ἀλλ ' ἐπὴν κατακλίνῃ , δοκέει οἷόν περ λίθος ἐκκρέμασθαι , καὶ ἐξοιδέει , καὶ ἐξερεύθει , καὶ οἱ
ὁ μαθηματικὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ ἀρχηγικώτερος : ἐκ γὰρ τούτου ἐκκρέμασθαι ὑπελάμβανε τὴν τῶν ἄλλων εἰλικρινῆ νόησιν . χαρακτὴρ μὲν
6109685 μεμηνοτα
ἀκρόπλοος καὶ ἀβέβαιος καθέστηκεν . Εἰ γάρ τοι πεισθεὶς ὡς μεμηνότα με ἐπότισας ἐν ἐλλεβόρῳ , ἡ πινυτὴ μανίη ἂν
τὴν ποθητήν , ἥνπερ εἶχον , ἡμέραν ἐχθρὸν βδελυκτὸν ἔβλεπον μεμηνότα . Ὡς τοὺς κακῶς τρωθέντας ἐξοπισθίως φεύγοντες ἐξήλαυνον οἱ
6082954 σκιρτωντα
δὲ καὶ τούτῳ προσγένοιτό τι τῶν παραμυθουμένων πόνους μακρούς , σκιρτῶντα αὐτὸν ὀψόμεθα . σκόπει οὖν ὅπως τὸν πολίτην φαιδρὸν
οὔπω σαφὲς ἐμπλημμυροῦντος αὐτῷ τοῦ γάλακτος , τὰ δὲ ἤδη σκιρτῶντα ἐκφαίνει τι καὶ τραχύτητος , ὑπάρχει δὲ αὐτοῖς χαίτη
6057355 φονευομενον
. ἔπειτα εἴ τις ἐν ὁδῷ κατὰ τὴν χώραν ἰδὼν φονευόμενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλου βίαιόν τι πάσχοντα μὴ ῥύσαιτο
δὲ φησί που Κλεάνθης τὸ διὰ τῶν καρπῶν φερόμενον καὶ φονευόμενον πνεῦμα . . . : ; . , ,
6038307 καταπαλαισαι
δὲ δεύτερον ποιῶν προπετὴς γενήσεται , ἀλλότριον πάθος θέλων λόγῳ καταπαλαῖσαι : καθὰ γὰρ τὸν χαίροντα οὐθεὶς δύναται λόγῳ πεῖσαι
τὸ ἁπαλωτέρου σώματος ἡττᾶσθαι . παιδὶ δὲ ἀγαθὸν τὸ ἄνδρα καταπαλαῖσαι : τῶν γὰρ παρὰ προσδοκίαν μεγάλων τεύξεται . ἀλλ
6021319 Ἡκιστα
ὀστέα κατεηγότα ἰητρεύεται , κατάψυχρον δὲ κάρτα μηδὲν προσφέρειν . Ἥκιστα μὲν οὖν τὰ πρῶτα ἄρθρα κινδυνώδεά ἐστι , τὰ
εἰσπεμπόντων , ποιητὴς τῶν λόγων οἷς οἱ ῥήτορες ἀγωνίζονται ; Ἥκιστα νὴ τὸν Δία ῥήτωρ , οὐδὲ οἶμαι πώποτ '
6020518 πυρεττοντα
ἵπποι νοσήσουσιν , ἐὰν ἐλάφου κέρας περιάψῃς αὐτοῖς . Τὸν πυρέττοντα θεραπευτέον θερμῷ λουτρῷ , χειμῶνός τε θαλπτέον , ὡς
μήτε ὁ πυρετὸς εἰσβάλλων εἴη σφοδρός . οἶδα δὲ καὶ πυρέττοντα ὀξέως καθάρας , ἀλλὰ χρῄζει τὰ τοιαῦτα πολλῆς καὶ
5994711 λυπουμενον
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν ,
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ
5990844 Μισω
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι ,
5951966 λιχνον
οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι τούτου καὶ τοῖς ἐμβρίοις διὰ τὸ λιχνὸν ἐπιβουλεύουσι . Χαραδριὸς ἕτερος : ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτομένων .
οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι τούτου καὶ τοῖς ἐμβρίοις διὰ τὸ λιχνὸν ἐπιβουλεύουσι . Χαραδριὸς ἕτερος : ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτομένων .
5947423 ἀναβλεπειν
βλέπησιν . ὑποβλέπειν , παραβλέπειν , ἐμβλέπειν , καταβλέπειν , ἀναβλέπειν , ἀντιβλέπειν , ἀποβλέπειν . Ξενοφῶν δὲ τὰ ἀναβλέμματα
θαλάττης ἐπίκλυσις ἡ στρατιὰ , πάντα δὲ ἄρδην ἀνηρπάζετο , ἀναβλέπειν δὲ οὐκ ἦν , ἀλλ ' οἱ μὲν ἑκόντες
5937602 ἐνεργητικαι
πρακτικῶν αἱ μέν εἰσιν ἐνεργητικαί , αἱ δὲ παθητικαί , ἐνεργητικαὶ μὲν ὅσαι δηλοῦσί τινα ἐνέργειαν , οἷον Διογένης ὁ
διαμέτρους τὰς πρὸς τὸν ὡροσκόπον κατὰ ἀναφοράν . αὗται γὰρ ἐνεργητικαὶ κριθήσονται , καὶ μάλιστα ἐν τοῖς ἰσανατόλοις ἢ ἰσαναφόροις
5937424 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
5933582 τρωθηναι
τε διβολίας καὶ τὰ δόρατα ἐπισείειν , ὡς δέει τοῦ τρωθῆναι γυμνοί τε πρὸς ὡπλισμένους καὶ ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς μὴ
τετρώσῃ αὐτίκα μάλα πρὸς αὐτοῦ . βασιλικὸν γὰρ καὶ τὸ τρωθῆναι περὶ τῆς ἀρχῆς μαχόμενον . Εὖ λέγεις . ἐπιπόλαιον
5932970 ὀψοποιον
ἐὰν Ἰσμηνίᾳ , αὐλητήν : ἀλαζόνα , ἐὰν Ἀλκιβιάδῃ : ὀψοποιόν , ἐὰν Κρωβύλῳ : δεινὸν εἰπεῖν , ἐὰν Δημοσθένει
σώματι εἰδέναι , ὥστ ' εἰ δέοι ἐν παισὶ διαγωνίζεσθαι ὀψοποιόν τε καὶ ἰατρόν , ἢ ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις
5925160 ἀρτεμης
ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμής , καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος . Ἡρωδιανὸς δὲ ἐν τῷ Ὑπομνήματι
. ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμὴς καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος . . , : ἀσκελές :
5915127 ὑγια
' ἂν ἤδη καὶ περὶ παρυφισταμένων ἐρεῖν . Ἐπεὶ τοίνυν ὑγιᾶ καὶ κατὰ φύσιν ἔφαμεν τελεῖν τὴν λευκὴν καὶ λείαν
Δείξας ἐπὶ τῶν γινομένων ἐφ ' ὧν μὲν τὴν ἀκολουθίαν ὑγιᾶ ἐκ τῶν ὑστέρων ἀρχομένην , ἐφ ' ὧν δὲ
5909355 Κυνικον
Ὅτι πᾶν ὑπόληψις . δῆλα μὲν γὰρ τὰ πρὸς τὸν Κυνικὸν Μόνιμον λεγόμενα : δῆλον δὲ καὶ τὸ χρήσιμον τοῦ
χρείας τὸ φασί , τὸ λέγεται , οἷον Διογένην τὸν Κυνικὸν φιλόσοφον ἰδόντα μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτόν φασιν εἰπεῖν , ἢ
5904001 καταναλισκει
, οὐ μέχρι παντὸς ἄπτερός τε μένει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ καταναλίσκει τὸν βίον : ἀλλ ' ἐπειδὰν ἴδῃ τι τῶν
δέ φησι : κόλαξ μὲν οὐδεὶς ἀρκεῖ πρὸς φιλίαν . καταναλίσκει γὰρ ὁ χρόνος τὸ τοῦ προσποιήματος αὐτῶν ψεῦδος .
5884555 ἑστηκοτα
γε ” εἶπεν ” ἐπὶ μηχανῆς τηλικαύτης καὶ θείας οὕτως ἑστηκότα περί τε τοῦ οὐρανοῦ σαφεστέρας ἤδη ἐκφέρειν δόξας περί
τιμῶν τὸν χαλκοῦν μὲν ἐν Ῥώμῃ , χαλκοῦν δὲ Ἀθήνησιν ἑστηκότα . τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐμοί τινα τιμὴν οἴσει
5874701 ἐμφυεσθαι
πίπτειν εἰς ἄλλο σῶμα καὶ ὥσπερ σπειρομένη [ μὴ ] ἐμφύεσθαι , καὶ ἐκ τούτων ἄμοιρος εἶναι τῆς τοῦ θείου
ὥστε ταχὺ πάλιν πίπτειν εἰς ἄλλο σῶμα καὶ ὥσπερ σπειρομένη ἐμφύεσθαι , καὶ ἐκ τούτων ἄμοιρος εἶναι τῆς τοῦ θείου
5871357 ἐννοεισθαι
λείπεται τὴν ἀληθινὴν καὶ πρώτην ὕλην ἐκτὸς τούτων καὶ δυνάμει ἐννοεῖσθαι . ἀλλ ' ὕλη μὲν τοῦτο : τὸ δὲ
Μενελάου Ἀχιλλεὺς ἐστράτευσε , τουτέστι Μενελάῳ χαριζόμενος . ἐννοεῖν καὶ ἐννοεῖσθαι διαφέρει . ἐννοεῖ μὲν γὰρ ἄφνω , μὴ †
5868843 πληγεντα
ὁ Τηλέμαχος : τοῦ δὲ ὑποχωρήσαντος ἔφησαν ὑπὸ ἰδίου παιδὸς πληγέντα τελευτήσειν . ὁ δὲ εὐθὺς ὥρμησεν ἐπὶ τὸν Τηλέμαχον
τὴν σύνταξιν τὴν πρὸς ἄλλο . Καὶ δὴ καὶ οὑτωσὶ πληγέντα οὕτως ἐφθέγξατο τὰ φωνήεντα , τὰ δὲ σιωπῇ πάσχει
5852923 ἐκρυφθη
τὴν ἀποθανοῦσαν θυγατέρα . Αὕτη ὦν ἡ βοῦς γῇ οὐκ ἐκρύφθη , ἀλλ ' ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν φανερή
τοὺς κτενοῦντας παρακαλούντων . Ἀρχέλαος δ ' ἐν ἕλει τινὶ ἐκρύφθη καὶ σκάφους ἐπιτυχὼν ἐς Χαλκίδα διέπλευσε . καὶ εἴ
5846975 κεντει
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν
5841848 νοσησαντα
ἐπισχεθέντων , ὥς φησι καὶ Ἕρμαρχος ἐν ἐπιστολαῖς , ἡμέρας νοσήσαντα τετταρεσκαίδεκα . ὅτε καί φησιν Ἕρμιππος ἐμβάντα αὐτὸν εἰς
Αὐσοριανοὺς μάχῃ εὐημερῆσαι μὲν ἐν τῷ πρὸς ἐκείνους πολέμῳ , νοσήσαντα δὲ τελευτῆσαι τὸν βίον . οὗ δὴ τὴν γαμετὴν
5834191 δοξασειν
Πτολεμαῖον τὸν Φιλοπάτορα . λόγου δέ ποτε γενομένου περὶ τοῦ δοξάσειν τὸν σοφὸν καὶ τοῦ Σφαίρου εἰπόντος ὡς οὐ δοξάσει
φησὶν ἐν Πολιτείᾳ , καὶ παιδοποιήσεσθαι . ἔτι τε μὴ δοξάσειν τὸν σοφόν , τουτέστι ψεύδει μὴ συγκαταθήσεσθαι μηδενί .
5829623 Ἀλλου
, ὥστε μὴ δύνασθαι κατιεμένην καταπειρητηρίην ἐς βυσσὸν ἰέναι . Ἄλλου δὲ οὐδενὸς οὐδὲν ἐδυνάμην πυθέσθαι , ἀλλὰ τοσόνδε μὲν
δῆλον ὅτι ὁμολογήσουσιν , ὡς περὶ τὸ ἡγεμονοῦν γίγνεται . Ἄλλου δὴ ὄντος τοῦ πονοῦντος μέρους τοῦ πνεύματος τὸ ἡγεμονοῦν
5826694 παραθεοντων
. ἀλλὰ βασιλεὺς οὔτε ἵππον ἔβλεπε , τοσούτων ἱππέων αὐτῷ παραθεόντων , οὔτε θηρίον , τοσούτων διωκομένων , οὔτε κυνὸς
ἀποσχισθῆναι ἀπὸ τοῦ καυλοῦ . καὶ τῶν λαγῶν λέγεται ὅτι παραθεόντων εἴχοντο ἐν ταῖς θριξὶν αἱ ἄκανθαι καὶ ὅτι οὕτως
5825108 σαινειν
; ” , ἵν ' ᾖ τὸ κινεῖν ἀντὶ τοῦ σαίνειν . ὡσεὶ ἔλεγε , τί μου καταπαίζεις καὶ λυπεῖς
ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . αἴτιον γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ σαίνειν τὰ ζῶα τὰς οὐράς . τῶν φίλων . εὐτυχούντων
5821642 εὑρηκας
, ἢ Τυνδάριχος ὁ Σικυώνιος , ἢ Ζωπυρῖνος . αὐτὸς εὕρηκας δὲ τί ; τὰ μέγιστα . ποῖα ταῦτα ;
Χῖος ἢ Τυνδάριχος ὁ Σικυώνιος , ἢ Ζωπυρῖνος . αὐτὸς εὕρηκας δὲ τί ; τὰ μέγιστα . ποῖα ταῦτα ;
5810520 Φυλιος
μὲν οὖν ὄρνιθες ὡς ἐπὶ νεκρὸν ὥρμησαν , ὁ δὲ Φύλιος πιέσας τῶν σφυρῶν δύο καὶ κατασχὼν ἀπήνεγκε πρὸς τὸν
μέχρι πρὸς τὸν βωμὸν τὸν τοῦ Διός . ὁ δὲ Φύλιος ἀμηχανῶν ὅτι χρήσεται πρὸς τὸ ἐπίταγμα ηὔξατο συλλαβέσθαι αὐτῷ
5810100 τροχιν
ἐν χθονὶ μοῖραν ἕλοντο , ὄφρα τις ἢ μερόπων ἱερὸν τρόχιν Ἐννοσιγαίου κείμενον αἰδέσσαιτο χυτῇ τ ' ἐπὶ θινὶ καλύψαι
ἄρξει θεοῖς . ἀλλ ' εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν , τὸν τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονον : πάντως
5804143 παγετωδους
. Ἐ . δὲ κρυσταλλώδη τοῦτον εἶναί φησιν ἐκ τοῦ παγετώδους συλλεγέντα . . Ἐ . δὲ ὑδροπαγῆ τὸν οὐρανόν
δὲ καὶ Ἐρασίστρατός φασιν περὶ τὸν ἐγκέφαλον φλέγματος ψυχροῦ καὶ παγετώδους γίνεσθαι σύστασιν . ὑφ ' οὗ καὶ τὰ ἀπὸ
5802994 θνησκοντα
εἰπόντος πρὸς αὐτὸν ἐν τοῖς Πυθικοῖς μαντείοις σώζειν τὴν πόλιν θνήσκοντα γέννας ἄτερ , ἤγουν χωρὶς παιδοποιΐας , μὴ τεκνοποιήσαντα
αὐτοῦ τὸν αὐχένα καὶ ὀδυνηθεῖσα , ἐξελθοῦσα ἔδακεν αὐτόν . θνήσκοντα οὖν ὑπ ' αὐτῆς τὸν κυβερνήτην θεωρήσασα ἡ Ἑλένη
5798306 νοσουντα
καὶ ἐνδεεῖ . τῇ δὲ δυνάμει : ἐγὼ μὲν τοῦτον νοσοῦντα ἐθεράπευσα , οὗτος δ ' ἐμοὶ μεγίστων κακῶν αἴτιος
ποδοῖν αὐτοῦ , ἀπολογησάμενος τὰ συνήθη ταῦτα , ὡς ἀγνοήσαιμι νοσοῦντα καὶ ὡς ἐπεὶ ἔμαθον δρομαῖος ἔλθοιμι , ἐκαθεζόμην πλησίον
5795501 λιμωττων
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ
5794397 ἀποδυεσθαι
τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν ,
τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν ,
5793328 ἐξωθεισθαι
περιστάσει νεφῶν καὶ διὰ τὸ ἅμα τῷ τὸ πνεῦμα ἐμπίπτειν ἐξωθεῖσθαι τὸν ἀστραπῆς ἀποτελεστικὸν σχηματισμόν , ὕστερον δὲ τὸ πνεῦμα
ἡ δύναμις : ζώνη τὸ ἀξίωμα . ἀναζητουμένης τῆς βασιλίδος ἐξωθεῖσθαι οὐ μόνον ἰδιώτας , ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὸ ζώνην
5789456 ἀκραντα
ἄρα οἷός τε εἶ , Μαθόντες λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον . οὐκ ἐνταῦθα ὁ
πολλὰ εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβˈροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρυέτων Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον : ἔπεχε νῦν σκοπῷ
5788732 ἁμαρτανοντα
αὐτόν τε τὸν ἄρρωϲτον πειθήνιον καὶ μηδὲν ἐν τῇ διαίτῃ ἁμαρτάνοντα περιγένοιτο ἂν τῆϲ νόϲου : ϲυνεργοὺϲ δὲ εἶναι χρὴ
ἐν αὐτῇ καὶ τῆς ποσότητος ἀστοχοῦντα , εἰκότως ἂν ὡς ἁμαρτάνοντα διέβαλλεν . ὃ δὲ τούτων μὲν οὐδέτερον ἔχει δεικνύναι
5784737 ἐπιλανθανομενον
διαφυλάξειν πάλιν ἐρᾶν πατρίδος , πάλιν γονέων ἐπιθυμεῖν , ὥσπερ ἐπιλανθανόμενον τῶν πρὸς τὸν φίλον αὐτῷ περὶ φιλίας συνθηκῶν :
, ἀνεπιτήδειον . ἐπιλήσμονα ] ἀμνήμονα , ἀμαθῆ . , ἐπιλανθανόμενον . σκαλαθυρμάτιά ⌈ τινες νοοῦσι [ φασι ] τὰ
5774672 ἀποθνῃσκοντα
. Κατὰ ταὐτὰ δὲ τοῖσι βουσὶ καὶ τἆλλα κτήνεα θάπτουσι ἀποθνῄσκοντα : καὶ γὰρ περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται :
καὶ τῶν ἄλλων τραγῳδοποιῶν οἱ πλεῖστοι , ὅταν ὑπό τινος ἀποθνῄσκοντα τύραννον εἰσάγωσιν , ἀναβοῶντα ποιοῦσιν φίλων ἔρημος , ὦ
5772455 ἐπιδεικνυμενου
πρὸς τὸν ἀκροατὴν κέχρηται , τοῦ Δημοσθένους μάλιστα ἐν τούτοις ἐπιδεικνυμένου τὴν δεινότητα . οἶμαι δὲ οὐκ ἀγνοίᾳ σχηματισμοῦ τοῦ
γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν ; * * * μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου * * * πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν
5769043 ἡσει
πάϊς ἀμφιγυήεις τεύξει ' ἀσκήσας , ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει , τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων . Τὴν
αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν , δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων , βρυχώμενος ἥσει ῥήματα γομφοπαγῆ , πινακηδὸν ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι . Ἔνθεν
5763757 βασανιζομενον
τῶν φιλοσόφων . οὕς τοὺς ἔξωθεν ἐπεισκεκωμακότας . βασανιζόμενον . βασανιζόμενον οὐ τὸν αἰκιζόμενον καὶ τιμωρούμενον σημαίνει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς
τὸν ἀεὶ ἔν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶ ἐν ἀνδράσι βασανιζόμενον καὶ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα καταστατέον ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ φύλακα
5759907 ἰασομενον
μᾶλλον αἱροῦνται . δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον . εἰπόντος δέ τινος [ οὕτως ] ὡς ἄρα
τὸν ἔλεγχον εὕρατο . λύκῳ περιπείρεται ὀστέον καὶ ἐζήτει τὸν ἰασόμενον . ἑκάστου δὲ τὴν πρὸς αὐτὸν ἴασιν φεύγοντος μόνη
5758812 ἐδοϲαν
, τινὲϲ δὲ καὶ τοῖϲ οὐρητικοῖϲ φαρμάκοιϲ ἐλάχιϲτον αὐτῶν μίξαντεϲ ἔδοϲαν . Καννάβεωϲ ὁ καρπὸϲ ἄφυϲοϲ καὶ ξηραντικόϲ ἐϲτιν ,
τὸ αἷμα τῆϲ αἰγὸϲ μετὰ μέλιτοϲ τοῖϲ ὑδερώδεϲιν ὡϲ φάρμακον ἔδοϲαν , καὶ πρὸϲ ῥεύματα γαϲτρὸϲ ἢ δυϲεντερίαϲ ὀπτήϲαντεϲ ἐχρήϲαντο
5755401 βιουντα
τοιούτῳ τὸ πλεῖον διατρῖψαι ἄν μοι δοκῶ , τὸν ἄμεινον βιοῦντα μᾶλλον ἢ τὸν ἐν τοῖς λόγοις αὐτοῖς προχειρότερον ζητῶν
καὶ οὕτως ἀτελῆ τὴν ἀρετὴν ἔχειν . τὸν δὲ οὕτω βιοῦντα οὐδεὶς ἂν εὐδαιμονίσειεν , εἰ μή που αὐτὸ ὑπόθοιτο
5750701 ἐρυθριωντα
εἶπε „ δοκεῖς μοι ἐρᾶν : „ ὡς δὲ εἶδεν ἐρυθριῶντα ” ἀλλ ' οὐκ ἐλέγξων ” ἔφη „ ταῦτα
μή , καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἐρωτημάτων παρῆκεν , ἐπειδήπερ ἐρυθριῶντα ἑώρα τὸν Ἀρκάδα καὶ κεκοσμημένως φθεγγόμενον , ἤρετο δ
5750454 ἀνεκπληκτος
πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς
δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ
5750223 δακων
Μένανδρος δὲ Ὀργῇ : ὁ λιμὸς ὑμῶν τὸν καλὸν τοῦτον δακὼν Φιλιππίδου λεπτότερον ἀποδείξει νεκρόν : ὅτι δὲ καὶ πεφιλιππιδῶσθαι
πατρὸς ὠμόφρονος : ζῇ γὰρ προπετής : ἀλλ ' ἴσχε δακὼν στόμα σόν . Πῶς φῄς , γέρον ; ἦ
5749662 αἰσθανομενον
καὶ τῇ παρ ' ἑαυτοῦ λύπῃ κολάσαι τὸν πλημμελήσαντα , αἰσθανόμενον ἐξ ὧν εὖ ἔπασχεν οἷον ἠδίκει . οὕτως οὐκ
μέρος , εἰ δὲ τὸ ζῷον , ὥσπερ καὶ τὸ αἰσθανόμενον ἔδοξέ τισι , τίς ὁ τρόπος , καὶ τί
5749544 ἀδαμαντα
τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ
τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα
5745039 Οὐπωποτ
οὐδὲν ἰσχύει νόμος . Ὀργὴ φιλοῦντος μικρὸν ἰσχύει χρόνον . Οὐπώποτ ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν . Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς
γάρἀλλὰ ποῦ θεούς οὕτως δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν ὦ Γέτα ; Οὐπώποτ ' ἠράσθης Γέτα ; οὐ γὰρ ἐνεπλήσθην . Ἀπαμφιεῖ
5744927 τετρωσθαι
ποταμὸν διαβαίνειν ἔμελλε , Πολύκλεια δὲ τὸν πόδα ἐπιδησαμένη φάσκουσα τετρῶσθαι τὸ σφυρὸν παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸν Αἴατον διενεγκεῖν αὐτὴν ὑπὲρ
Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι . περιγενόμενος δὲ αὐτῶν καὶ ἀνελὼν τὸν Θειοδάμαντα ἐδέξατο
5742927 ἐπαινεσῃ
κακίζοντος . Μεταλήψει . τοῦ κατηγόρου αὕτη : ὅταν γὰρ ἐπαινέσῃ ὁ φεύγων τὸ γεγενημένον , ἢ ὡς χρηστὸν ,
εἰπὼν καὶ ἔμπειρον τῶν ἐν Μακεδονίᾳ , οὐχ ἵνα ἐκεῖνον ἐπαινέσῃ , ἀλλ ' ἵνα τοὺς τούτου λογισμοὺς ὡς ἀληθεῖς
5741067 ἐμαστιγου
παρεγίνετο ἀνὰ πᾶσαν νύκτα ἐπὶ τοῦ Θεαγένους τὴν εἰκόνα καὶ ἐμαστίγου τὸν χαλκὸν ἅτε αὐτῷ Θεαγένει λυμαινόμενος : καὶ τὸν
. οὐ μὰ Δί ' ] ἔκλεπτον . ἀλλ ' ἐμαστίγου σέ τις οὐδὲν ἀδικοῦντα ; καὶ πάρεστί γ '
5740286 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
5739162 ζημιουμενον
κοινωνεῖν . καὶ ἄλλα παραδείγματα , νοσοῦντα , κινδυνεύοντα , ζημιούμενον , καὶ οὐδεμία ῥοπὴ ἦν ἐκ τῆς προσθήκης ἡμῶν
πρὸς τοὺς πολεμίους κινδύνους ὑπομένειν : τίς γὰρ ὁρῶν θανάτῳ ζημιούμενον τὸν προδότην , ἐν τοῖς κινδύνοις ἐκλείψει τὴν πατρίδα
5738587 Κολαζε
τὰ τέκνα . Κακοπραγμονεῖν γὰρ οὐ πρέπει τὸν ἐλεύθερον . Κόλαζε κρίνων , ἀλλὰ μὴ θυμούμενος . Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν
ὁμολογοῦντα σωφρονεῖν πλεονάκις ἢ ὀλιγάκις ἁμαρτάνειν λέγοντα πλημμελεῖν πολλάκις . Κόλαζε τὰ πάθη , ἵνα μὴ ὑπ ' αὐτῶν τιμωρῇ
5735356 ᾀδοντα
χρεία διδάσκει , κἂν ἄμουσος ᾖ , σοφὸν Καρχηδόνιον . ᾄδοντα λιτυέρσην ἀπ ' ἀρίστου τέως τὸ καλῶς ἔχον που
' Αἴσωπος ὁ Σαρδιηνὸς εἶπεν : ὅντιν ' οἱ Δελφοὶ ᾄδοντα μῦθον οὐ καλῶς ἐδέξαντο ” ἀντὶ τοῦ λέγοντα :
5732543 ἐζηλωσα
ἐκμέμακται ἐκ τοῦ παραδείγματος . εἰ κέρδους κρείττων ἐγενόμην , ἐζήλωσα τὸν ὁσημέραι πλουτοδοτοῦντα . εἰ τὸν θυμὸν ἐχαλίνουν ,
ἐστι διαπεπραγμένος , ἐπαβελτερώσας τὸν πρότερον ἀβέλτερον . οὐπώποτ ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν : εἰς τὸν ἴσον ὄγκον τῷ σφόδρ
5729265 πρασσοιτο
καταστάς , οὐδὲ γὰρ ἐπαίνου ἀπείχετο , ὁπότε τι ὑγιῶς πράσσοιτο , καταβὰς δὲ ἐς Πειραιᾶ ναῦς μέν τις ὥρμει
Ὡς Αὐγέαν λάτριον ] ὁ νοῦς : ὡς καὶ ὅτι πράσσοιτο ἀντὶ τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν
5723030 κοππατιαν
“ ἐκ τοῦ δανείου ἐκείνου τί ἠγόρασα ; ” τὸν κοππατίαν : κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον
ἔχοντα κ εἰς τὸν μηρόν , τὸν ἵππον τὸν καλούμενον κοππατίαν . τάλας ] ἄθλιος ὑπάρχω , ὁ ἄθλιος .
5721714 εἰσιοι
γάρ , ὅτε ἀρτίως κατεληλύθει ὁ δῆμος , εἴ τις εἰσίοι γραφὴν παρανόμων εἰς δικαστήριον , εἶναι ὅμοιον τὸ ὄνομα
. οἷον εἴ τις ἅμα τοῖς ἱματίοις εἰς τὸ θερμὸν εἰσίοι , νόσον σημαίνει καὶ μεγάλας ἀγωνίας αὐτῷ : οἱ
5717652 δερεσθαι
οὐχὶ Ἀθηναίων μόνον ἢ Λακεδαιμονίων ἢ Νικοπολιτῶν , εἶτα καὶ δέρεσθαι δεῖ τὸν εἰκῇ ἐξελθόντα , πρὸ δὲ τοῦ δαρῆναι
ἐπειδὴ μέσου δευτέρου ἀορίστου ἐστίν . προπαρωξύνθη δὲ ὁμοίως τῷ δέρεσθαι καὶ φέρεσθαι ἐνεστῶτος : οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ λιτέσθαι
5713258 τοξοτην
ζυγὸν δ ' Ἀφροδίτης , σκορπίον δ ' Ἄρεος , τοξότην Διός , αἰγόκερων Κρόνου : ἀπὸ δ ' αἰγόκερω
δὲ λέγουσιν εἶναι ζῴδια διδύμους τε καὶ τὸν διαμετροῦντα τούτους τοξότην , παρθένον τε καὶ ἰχθύας , οὐ δίσωμα δὲ
5712089 ἀκαταβλητον
⌈ μοι [ μου ] καὶ τὰ ἑξῆς . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἄδικον . διανοεῖ ] διανοῇ . τί
: ταῦτα λέγει ὡς συκοφαντούμενος ὑπ ' αὐτοῦ . τὸν ἀκατάβλητον ] τὸν ἀήττητον , τὸν μηδενὶ καταβαλλόμενον : ἤγουν
5711931 ἐτρωσεν
, ὁ μὴ κόρον λαμβάνων τῆς τοῦ πολέμου φωνῆς , ἔτρωσεν ἰσχυρῶς τὸν Ἄρην ἐπελθόντα κατὰ τὸν μηρὸν , γυμνωθέντα
Διομήδης γὰρ Ἀθηνᾶν ἔχων σύμμαχον , τουτέστι τὴν φρόνησιν , ἔτρωσεν Ἀφροδίτην , τὴν ἀφροσύνην , οὐ μὰ Δία οὐ
5711597 ἀλυοντα
βοῦς ἐκ τῆς Δόρκωνος ἀγέλης . Λαμβάνουσι καὶ τὸν Δάφνιν ἀλύοντα περὶ τὴν θάλασσαν : ἡ γὰρ Χλόη βραδύτερον ὡς
χοροὺς ηὔλουν . ” [ Οὐκ ἔστιν ἀπόνως οὐδ ' ἀλύοντα κερδαίνειν . ὅταν καμὼν δὲ τοῦθ ' ἕλῃς ὅπερ
5708675 σφονδυλη
, λύκος ποτ ' ἂν οἶν ὑμεναιοῖ ; Ἕως ἡ σφονδύλη φεύγουσα πονηρότατον βδεῖ , χἠ κώδων ἀκαλανθὶς ἐπειγομένη τυφλὰ
Γ ὡς ἡ σφονδύλη Γ : σίλφη τίς ἐστιν ἡ σφονδύλη βδέλλῃ προσομοία , δυσώδης ὄντως . ἄρχεται δὲ ἀδιανόητα
5706797 διψωντα
κάρδαμα φαγεῖν πεινῶντι , ἡδὺ δὲ ὕδωρ ἀρυσάμενον ἐκ ποταμῶν διψῶντα πιεῖν . Σωκράτης δὲ πολλάκις κατελαμβάνετο διαπεριπατῶν ἑσπέρας βαθείας
, ἀλλ ' ἐκεῖνοι μὲν ὁρῶντες ῥιγῶντα καὶ θυραυλοῦντα καὶ διψῶντα πολλάκις ἡγοῦντο ἀμελεῖν τοῦ ὑγιαίνειν καὶ τοῦ ζῆν :
5696167 ἐκωκυεν
δακὼν τῷ κωνείῳ κατέσπασα τοῦ ποδός , ὥσπερ τὰ βρέφη ἐκώκυεν καὶ τὰ ἑαυτοῦ παιδία ὠδύρετο καὶ παντοῖος ἐγίνετο .
δ ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή στήθεα δρυπτομένη λίγ ' ἐκώκυεν : ἀμφὶ δὲ δειρῆς ἀψαμένη μήρινθα , βρόχῳ ἀπὸ
5693629 νεβρον
παρ ' ὀφρύν , ἥν ποτ ' ἐν πατρὸς δόμοις νεβρὸν διώκων σοῦ μέθ ' ἡιμάχθη πεσών . πῶς φήις
χοῖρον λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης
5691640 μνημονα
ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται , παρὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἐπιδιδόντα
ἀνέρος ἀρράτοιο φόωσδ ' ἀνὰ Κέρβερον ἄξων : καὶ Πλάτων μνήμονα δὴ καὶ ἄρρατον καὶ πάντῃ φιλόπονον ζητητέον , οἷον
5691374 πελαργος
καὶ τεκνοῦν ] . μάλιστα δὲ πρὸς παιδοποιίαν ἐπιτήδειος ὁ πελαργὸς διὰ τὴν γινομένην ὑπὸ τῶν ἐκγόνων τοῖς γονεῦσιν ἐπικουρίαν
ἐν ταῖς τῶν πελαργῶν κύρβεσιν : Ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποήσῃ τοὺς πελαργιδέας τρέφων , δεῖ τοὺς
5690375 Σαυτον
πεπεῖσθαι τῷ πατρὶ σύστειλον εἰς μικρὸν αὐτῷ τὴν ἀπόστασιν . Σαυτὸν ἀνάμνησον τῶν ὑποσχέσεων , ἃς ἐποιοῦ πρὸς ἡμᾶς περὶ
λοιπὸν βίον εὐδαιμονέστατα διατελέσαιμι : ὁ δέ μοι ἀπεκρίνατο , Σαυτὸν γιγνώσκων εὐδαίμων , Κροῖσε , περάσεις . ἐγὼ δ
5686040 τεταραγμενον
θυρῶν ἵεμαι δρόμῳ , καὶ ὁ Σάτυρος ὑποδέχεται τρέμοντα καὶ τεταραγμένον . εἶτα ἐφεύγομεν διὰ τοῦ σκότους καὶ ἐπὶ τὸ
δίμετρος . . . μεμαγμένον ] μεμαλαγμένον . ἐζυμωμένον , τεταραγμένον ἔματτεν ] ἐτάρασσε μιμήσομαι ] μι - πάντας ]
5681590 ταχυνειν
ὄπισθεν ἐχθροῦ : ὥστ ' ἐφ ' ἡμῖν ἔσται καὶ ταχύνειν τὸ ἔργον καὶ ἐπὶ σχολῆς ἐκτρύχειν τοὺς πολεμίους λιμῷ
καταζήτει . καὶ ἐκφόβει . διώκειν γʹ : ἐξωθεῖν . ταχύνειν . καὶ μεταδιώκειν . δμώς βʹ : ὑπηρέτης .
5680815 κλαιοντα
Αἴσωπος : ” οὐ πάρεστί σοι παιδία οἴκοι ἀτακτοῦντα καὶ κλαίοντα ; τούτοις ἐπίστησόν με παιδαγωγόν , καὶ πάντως αὐτοῖς
, καὶ εὗρον αὐτὴν νεκράν , τὰ δὲ περιεστῶτα ζῷα κλαίοντα ἐπ ' αὐτήν . καὶ οὕτως προκομίσαντες αὐτὴν ἐκήδευσαν
5678649 προσπταιων
μεγάλου κακοῦ : τοὺς δακτύλους [ κατέαξα γὰρ σχεδόν τι προσπταίων ἅπαντας [ ἐλθών ; τί ; πεπαρώινηκε . δεῦρο
δύναται , ἀλλὰ συνταραχθεὶς εἰκῇ φέρεται καὶ οἷον ἐν σκότῳ προσπταίων λοιδορεῖται , οὐδὲν εἰδὼς τῶν ἐν μέσῳ προκειμένων καλῶς
5678316 δολων
κακωθεὶς ἤτοι συνὼν τοῖς κακοποιοῖς ἢ σχηματιζόμενος ὑπ ' αὐτῶν δόλων αἴτιος γίνεται καὶ ἀμφισβητήσεων . ἐὰν δὲ Κρόνος ὡροσκοπῇ
πρὸς ἀνθρώπους , ἀλλ ' ἄμικτος ἀεὶ καὶ ἀπρόσιτος καὶ δόλων οὐδέποτε ἐκτός . Δέδοικέ γε μὴν ὅμως καὶ φεύγει
5676748 μυθολογουμενον
δώδεκα : αἱ δὲ ἄλλαι ζῶσι δεκατέσσαρα . τὸ δὲ μυθολογούμενον περὶ τοῦ τοῦ Ὀδυσσέως κυνός , ὡς εἴκοσιν ἔτη
παραπλησίως δὲ τούτοις καὶ τὴν Μήδειαν ἐν τῷ τεμένει τὸν μυθολογούμενον ἄυπνον δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος τοῖς φαρμάκοις ἀποκτεῖναι ,
5670172 Ἁπανθ
τὰ τῆς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥᾳδίως ἐκφεύγει . Ἅπανθ ' ὅμοια καὶ Ῥοδῶπις ἡ καλή : σημαίνει ὅτι
ἀκούων ὅστις οὐκ ὀργίζεται , πονηρίας πλείστης τεκμήριον φέρει . Ἅπανθ ' ὅς ' ὀργιζόμενος ἄνθρωπος ποιεῖ , ταῦθ '
5664948 ἰδιαϲ
δευτέραν . Ϲκορπίοϲ ὁ μὲν χερϲαῖοϲ ὠμὸϲ ἐπιτεθεὶϲ βοήθημα τῆϲ ἰδίαϲ γίνε - ται πληγῆϲ : ὁμοίωϲ δὲ καὶ ὀπτὸϲ
καὶ αὐτὴ δὲ ἡ δακοῦϲα μυγαλῆ ἀναπτυγεῖϲα καὶ ἐπιτιθεμένη τῆϲ ἰδίαϲ πληγῆϲ ἀντιφάρμακόν ἐϲτι , καὶ πύρεθρον δὲ ἐπιπαϲϲόμενον τῷ
5664783 ἱπταμενος
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει
5663258 θεραποντ
μειράκιον τουτὶ γάρ , ἐλθὼν ὡς ἔχω , καὶ τὸν θεράποντ ' αὐτοῦ : κεκοινωνηκότες ἱερῶν γὰρ εἰς τὰ λοιπὰ
: Πάντα γὰρ οἰωνοὺς καλοῦσι καὶ τὰ μὴ ὄρνεα . θεράποντ ' ὄρνιν : Ἐπεὶ πολλάκις εἰώθαμέν τινας τῶν θεραπόντων
5661726 συστραφεις
ἔρωτός μου ἡ μήτηρ φροντίζει . ὦ Κύκλωψ : ὥσπερ συστραφεὶς καὶ ἀναστρέψας τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ἐκστάσεως πρὸς ἑαυτὸν
κάρου ὀψὲ καὶ μόλις ἀνανήψας τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς ἑαυτὸν συστραφεὶς καὶ συναίσθησιν λαβὼν τῶν οἰκείων κακῶν πανταχόθεν τε ἐμαυτὸν
5661526 λοιδορουμενον
τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον , συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ πάνδημα ἐκεῖνα τοῦ Ἡσιόδου περὶ
ᾖ . Ἥδιον οὐδὲν οὐδὲ μουσικώτερον ἔστ ' ἢ δύνασθαι λοιδορούμενον φέρειν : ὁ λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος
5661433 μεμφομενον
γ ' ἢ ταύτην χύτραις ἱδρυτέον ; Χύτραισιν , ὥσπερ μεμφόμενον Ἑρμῄδιον ; Τί δαὶ δοκεῖ ; Βούλεσθε λαρινῷ βοΐ
εἰκότως παραγραφικὸν ἂν εἴη τὴν ἰσχὺν ἔχον ἀπὸ τοῦ ῥητοῦ μεμφόμενον τὴν κρίσιν οὐ τελείως ἐκβάλλον καθάπερ ἡ παραγραφή .

Back