καὶ τεκνοῦν ] . μάλιστα δὲ πρὸς παιδοποιίαν ἐπιτήδειος ὁ πελαργὸς διὰ τὴν γινομένην ὑπὸ τῶν ἐκγόνων τοῖς γονεῦσιν ἐπικουρίαν | ||
ἐν ταῖς τῶν πελαργῶν κύρβεσιν : Ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποήσῃ τοὺς πελαργιδέας τρέφων , δεῖ τοὺς |
καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων , ἢ λύκος , ἢ πάρδαλις , ἢ ἄρκος , ἢ πᾶν θηρίον ἐπὶ τὴν | ||
ὑπὸ τοῖς ἵπποις καὶ θηρία ἄνω θέοντα , τῇ μὲν πάρδαλις , κατὰ δὲ τὸν Πολυδεύκην λέαινα . ἀνωτάτω δὲ |
ἔχει πρὸς τὴν ὀσφὺν τοὺς ὄρχεις , καθάπερ τῶν διπόδων ἀλεκτρυών , τῶν δὲ τετραπόδων σαῦρος . τὰ μακροσκελῆ ζῷα | ||
δὲ ζῷα ἀνθρώπων ἠράσθη : Σεκούνδου μέν τινος βασιλικοῦ οἰνοχόου ἀλεκτρυών : ἐκαλεῖτο δὲ ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν Κένταυρος , ὁ |
' πίνοια τῆς ἐγκεντρίδος , ῥᾳδίως ἐγὼ διδάξω “ κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν ” . ἐσμὲν ἡμεῖς , οἷς | ||
σκεύεσιν ὁ αὐτὸς λόγος ; ἀλλὰ κιθάρᾳ χρήσαιτο ἂν ὁ ἄμουσος , ἢ ἐπιχειρῶν οὐκ ἂν εἴη καταγέλαστος , πρὸς |
τίς τε Διὸς γαμψώνυχα φεύγων αἰετὸν ἐν πυκινοῖσι λάθῃ θάμνοισι λαγωός , τῷ ἴκελος μήλοισι μιγεὶς ὀλοοῦ ἀπὸ θηρὸς ἐκρύφθην | ||
νοῦν ἔχων : οὐδὲ γὰρ συνέστηκεν ἐκ τῶν ἰχνῶν ὁ λαγωός : οὕτω καὶ τὰ φαινόμενα ἀρχὴν τῆς εὑρέσεως τῶν |
καὶ εἴσεαι ἅσς ' ἐθέλησθα . καὶ νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη λεπιδωτὸς ἀμύνει . Δοιὼ δ ' Ἠελίου χρυσότριχε λᾶε πέλονται | ||
μὲν ἐγένετο ἱέραξ , Ἑρμῆς δὲ ἶβις , Ἄρης δὲ λεπιδωτὸς ἰχθύς , Ἄρτεμις δὲ αἴλουρος , τράγῳ δὲ εἰκάζεται |
καὶ οὐχ ἕξει σύστασιν : ἡ γὰρ φύσις τὴν φύσιν τέρπεται , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν νικᾷ . Αὐτῇ | ||
ὕσω ὕεσθαι , ὅ ἐστι βρέχεσθαι : ἐπεὶ τοῖς ὕδασι τέρπεται , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ , ὡς σῖτος , |
ἐμπίδες , τὰ δὲ ἄλλα ἔχουσιν , οἷον κύων , ψιττακός , μύρμηξ , χελιδὼν καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . | ||
: προνοοῦνται γὰρ τοῦ ἑαυτῶν βίου . Οἷον κύων , ψιττακός , ἵππος , ὄνος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . |
Αὐτόματοι δ ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἵενται . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιὸν ἱζάνει : ἐπὶ τῶν τοῖς ὁμοίοις προσομιλούντων | ||
τοῦ εὐωχεῖσθαι . εἴρηται ἀπὸ τῶν ἀγροίκως ὀρχουμένων . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιόν : καί : Ἀεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει |
, ἰχθύων οἱ πετραῖοι πάντες , κωβιός , νάρκη , τρυγών . παντὸς γένους τῶν πτηνῶν ὀρνίθων ἡ σὰρξ παραβαλλομένη | ||
ἕνεκεν ληφθέν . ξιφίαι : γράφεται ξιφίου . τρυγόνες : τρυγών . Πρόσθε : πρότερον . ἐπάσαντο : ἔφαγον . |
ἀπὸ Στίλπωνος εἰπεῖν „ ὦ Κράτης , λαβὴ φιλοσόφων ἐστὶν ἐπιδέξιος ἡ διὰ τῶν ὤτων : πείσας οὖν ἕλκε τούτων | ||
. τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ μέσος , εἴτε εὐτράπελος εἴτε ἐπιδέξιος λέγεται . ὁ δὲ βωμολόχος σφόδρα ἐρῶν τοῦ γελοίου |
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε | ||
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον , |
στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει : | ||
κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς |
Ἀβδηριτῶν καταλειφθήσεσθαι . Ἐκλαθόμενος γὰρ ἁπάντων καὶ ἑωυτοῦ πρότερον , ἐγρηγορὼς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρην , γελῶν ἕκαστα μικρὰ καὶ | ||
καθ ' ὕπνον δὲ οἷόν πού τις ἢ καὶ ὕπαρ ἐγρηγορὼς ὠνείρωξεν μαντευόμενος αὐτότὸ δ ' οὖν δόγμα περὶ αὐτοῦ |
περισπᾶται . ] οὗτος αὐτὸς : [ Ἀντὶ τοῦ ὁ ἔποψ ] ἐρεῖ ἡμῖν . καλός γε καὶ φοινικιοῦς : | ||
κεῖσθαι ἄγαλμα Ἕλληνι χαλινὸν καὶ κόσμον ἵππου , ὁ δὲ ἔποψ οὗτος Ἰνδῶν βασιλεῖ ἄθυρμά ἐστι , καὶ διὰ χειρῶν |
πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , πολυσύνετος , | ||
ἀμηχάνῳ τόλμῃ τὸ στρατόπεδον ἐπόρθει . φόνος τε ἦν ἑκατέρων ποικίλος : ὑπὸ δὲ μεγέθους πεδίου τε καὶ κονιορτοῦ τὰ |
, ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός , κορυδαλλός . Ἀγαθαρχίδης δὲ | ||
φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε : ὁ πέρδιξ ἐστὶ μὲν χερσαῖος , σχιδανόπους , ζῇ δὲ ἔτη |
– ] οὐριοστάτης [ ] ! ατ ? ' : εὔκερως δὲ ? βοῦς ? [ ] πρόσθιον γόνυ ? | ||
διὰ τοῦ Ω μεγάλου γράφονται οἷον μονόκερως , ὑψίκερως , εὔκερως : ὁμοίως καὶ τὰ ἐν τῷ μέσῳ ἔχοντα τὸ |
ὄρνεον αὕτη , μισεῖται δὲ παρὰ πάντων ὀρνέων , κἂν ἁλιαίετος αὐτὴν θεάσηται πλανωμένην εὐθὺς ἐπιθέμενος διαφθείρει . Εἷς τῶν | ||
δέδωκεν ἱερεῖον . ] ἁλιαιέτους : Εἶδος ἀετοῦ [ ὁ ἁλιαίετος ] ἐν θαλάσσῃ διαιτώμενος . ἄπελθ ' ἀφ ' |
εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς παχύνει καὶ σμήχει . ὀρφὸς ἢ ὀρφώς , φησί , εὔχυλος , πολύχυλος , | ||
τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη , καὶ τῶν ἰχθύων ἰσικὸς , ὀρφὸς ἢ ἄλλος τις τῶν σκληροσάρκων , καὶ τῶν πεπόνων |
κόπτει αὐτούς , πολλῶν δὲ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξέκοψεν ὁ κόραξ . μάχεται δὲ καὶ ὄρνιθι ἰσχυρῷ , τῷ καλουμένῳ | ||
κατὰ φαυλότητα ἴσας τὰς ψυχὰς ἔχουσι . κόρακος ] ὡς κόραξ ἐσθίων νεκρῶν σῶμα βοᾷ , οὕτω καὶ ὁ δαίμων |
] μακάριος ἀνδράσιν τοῖς φιλοτρόφοις . Ψυχομαχῶ : ὁ γὰρ ἀλέκτωρ [ ] ἠστόχηκέ μου , καὶ θακοθαλπάδος ἐρασθεὶς ἐμὲν | ||
σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν ἐκλακτίζων . πρωκτὸς χάσκει |
καλοῦ καὶ ἐπιθυμητοῦ ἔαρος νεωστὶ ἀρχομένου , ἡνίκα ἡ ἡδύφωνος ἀηδὼν χωρὶς καὶ ἄπωθεν τῶν ἀνθρώπων γεννᾷ ἢ νεοττεύει . | ||
μᾶλλον δὲ διὰ δειλίαν ⋮ Ἔστι δ ' ὅμως ἡ ἀηδὼν φιλόμουσος καὶ φιλόξενος . ἐν γοῦν ταῖς ἐρημίαις ὅταν |
ἀποκεκρυμμένους ἐν πήρᾳ καὶ δίκτυα ἅμα αὐτοῖς ἔφερεν ὡς ἀνὴρ θηρευτής . ἅτε δὲ ὢν ἀγνὼς καὶ Λακεδαιμονίων τοῖς πολλοῖς | ||
. Καὶ δὴ καὶ αὐτὸς ἐγὼ πάνυ ἔχαιρον , ὥσπερ θηρευτής τις , ἔχων ἀγαπητῶς ὃ ἐθηρευόμην . κἄπειτ ' |
δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ | ||
κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος : |
συγκριτικὸν τάσσων , καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ , θάσσων : ὡς παρὰ τὸ παχῦς πάσσων . παρὰ δὲ | ||
: ὡς παρὰ τὸ παχῦς πάσσων . παρὰ δὲ τὸ θάσσων θάττων . Θρησκεύειν . παρὰ τὴν Θρακῶν ἐπιμέλειαν τὴν |
δέλεαρ τοῖς παρανηχομένοις τῶν ἰχθύων . καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τις τῶν ἰχθύων | ||
τῶν ἰχθύων τοῖς παρανηχομένοις : ὁ καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τι τῶν ἰχθύων |
τε καὶ ἄγραπτος ἀληθῶς ἐγγραφὴ ἐστίν . Ἀετοῦ γῆρας , κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς κρείττων ἐστὶ νεάζοντος | ||
Ἀδδηφάγον ἅρμα : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἀετοῦ γῆρας , κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου |
ἀηδών | χελιδών | ἀλκυών | ἔποψ | πελεκάς κύκνοι τριόρχης | πιπώ | ὀρχῖλος | αἴθυια γλαῦξ | βύσσα | ||
ὁ Καλλίμαχος . μήποτε οὖν κίσινδις γραπτέον . ὁ δὲ τριόρχης εἶδος ἱέρακος . ῥύμῃ : Φορᾷ βιαίᾳ . δονεῖται |
μορίων ταχεῖαν λέγων γίνεσθαι τοῖς ἰχθύσι τὴν αὔξησιν , καὶ ὀρφώς , φησίν , ἐκ μικροῦ γίνεται μέγας ταχέως . | ||
' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος ἔσθ ' ὁ |
. πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
τοῦ πολίτου καὶ ἡ πολῖτις τῆς πολίτιδος , καὶ ὁ κυνηγέτης τοῦ κυνηγέτου καὶ ἡ κυνηγέτις τῆς κυνηγέτιδος , οὕτω | ||
Ἰηλυσὸν περὶ τὸν καλούμενον Σχεδίαν . καὶ αὐτοῖς περιτυχὼν Θαμνεὺς κυνηγέτης ἦγεν ὡς ξενίσων εἰς τὸν οἶκον καὶ τὸν οἰκέτην |
ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός | ||
τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ |
ποντία κύων , Σφίγξ , Ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' Ἁρπυιῶν γένη , εἰς ὑπερβολὴν | ||
συνεγειρομένη μέριμνα , συμπλεκομένη ἀσέλγεια , συγκοιμωμένη λέαινα , ἱματισμένη ἔχιδνα , αὐθαίρετος μάχη , συγκοιμωμένη ἀκρασία , καθημερινὴ ζημία |
ἀγέλαστος : ὁ μὴ πρὸς γέλωτα ἐπιτήδειος , καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη . | ||
ἀγέλαστος : ὁ πρὸς γέλωτα οὐκ ἐπιτήδειος . καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη . |
” Λέων ἀγρεύσας μῦν ἔμελλε δειπνήσειν : ὁ δ ' οἰκότριψ κλὼψ ἐγγὺς ὢν μόρου τλήμων : τοιοῖσδε μύθοις ἱκέτευε | ||
. οἶσθα χωρὶς τοῦ σ Ἀττικοί , οἶδας Ἕλληνες . οἰκότριψ Ἀττικοί , οἰκοτραφής Ἕλληνες . ὀξυθύμια Ἀττικοί , καθάρσια |
ἐαθῆναι καὶ πολλὰς πέρδικας προσάξει τῷ κυνηγέτῃ . ὁ δὲ κυνηγός : „ διὰ τοῦτο μᾶλλόν σε ἐγὼ θύσω , | ||
: ποδηγός ποδηγῶ , φορτηγός φορτηγῶ , στρατηγός στρατηγῶ , κυνηγός κυνηγῶ . τὸ δὲ ἀρήγω οὐκ ἀπὸ τοῦ ἀρηγός |
. ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν ὁ ἀτενής τῷ ἀτεράμων . τὸ μέντοι ἀτεράμων κυρίως ἐπὶ τῶν δυσεψήτων ὀσπρίων | ||
μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῖν οἷον κερασβόλος , ὃς ἀτεράμων εἰς τοσοῦτον φύσει γίγνοιτ ' ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι |
καὶ σοί ; Ἔμοιγε . Οὐκοῦν ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος , εἴ τις τούτου ἐν τῇ πόλει | ||
] Κυδώνιον : Κρητικόν . μονιὸν δάκος : [ ὗς ἄγριος ὃς ἂν μὴ συναγελάζηται ] ? ? ἑτέροις . |
δύο συμφώνων , κύρια ὄντα ἢ ἐπίθετα , προπαροξύνεται : ἄρταμος ὄρχαμος Πέργαμος ἐμπέραμος . τὸ μέντοι σχινδαλαμός ὀξύνεται προσηγορικὸν | ||
ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς ἄρταμος ἀτιμαγέλης ἀτιμοσύνη αὐλῶπιν ἀυπνίαν αὐτάγγελτος αὐτόπαιδα ἀφαιᾶσαι ἀχανές βαῖται |
καὶ ἡδονῆς , ἃ περίβλεπτα καὶ περιμάχητα ὁ πολὺς καὶ ἀγελαῖος ἀνθρώπων ὄχλος κρίνει δεδεκασμέναις μὲν ἀκοαῖς , δεδεκασμένῳ δὲ | ||
: τῶν χερσαίων δ ' ὑμῖν ἥξει ταυτί : βοῦς ἀγελαῖος , ταῦρος ὑληβάτας , αἲξ οὐρανία , κριὸς τομίας |
αἰῶνος εἴδωλον : τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν : εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων , ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις | ||
ἐπὶ τῶν ὑπὲρ μηδὲν πονούντων . Ὑπὸ παντὸς λίθου σκορπίος εὕδει : ἐπὶ κακοήθων . Ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα πηδᾶν : |
καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος | ||
ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι |
. καὶ ἐν τοῖς Καλλιμάχου γὰρ ἀναγέγραπται κέβλη . εἶτα μύρμηξ Ἑρμίππου τετραμέτροις . καὶ Θεμιστοκλέους τὸν πρωνός τις ὢν | ||
. ἴδρις ⌊ σωρὸν ἀμᾶται ⌋ : νῦν ὁ ἔμπειρος μύρμηξ : σωρὸς δὲ ὁ θησαυρός . * μηνὸς δ |
μ ' εὔφραιν ' ἢ μήτρης καλὰ πρόσωπα ἐκβολάδος , δέλφαξ δ ' ἐν κλιβάνῳ ἡδέα ὄζων . Σώπατρος δ | ||
, ἀνασεισίφαλλος ἀνασυρτόλις βορβορόπη βολβίτου κασιγνήτην . † ὡς Ἐφεσίη δέλφαξ . [ στονόεσσαν ] ἀϋτήν ? ? [ [ |
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι | ||
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς |
δὲ τῇ ἑτέρᾳ ἐθέριζεν . δικάσεις ] κρινεῖς . Γ λείχων ἐπίπαστα ] ἀντὶ τοῦ κρίνων : ἐχρήσατο δὲ τῇ | ||
Τὴν γὰρ αὑτοῦ γλῶτταν αἰσχραῖς ἡδοναῖς λυμαίνεται , ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον , καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ |
γὰρ αὐτοὺς διῆγεν ἐγκαταμιγνὺς Ἰνδικοῖς Ἀττικὰ καὶ πεπλανημένῃ τῇ γλώττῃ βαρβαρίζων . Ἡ δὲ γενομένη πρὸς τὸν Πολέμωνα τῷ Φαβωρίνῳ | ||
Ῥωμαϊκῷ μόνος ξενίζων τῷ τρίβωνι καὶ πονηρῶς τὴν Ῥωμαίων φωνὴν βαρβαρίζων , εἶτα δειπνῶν δεῖπνα θορυβώδη καὶ πολυάνθρωπα συγκλύδων τινῶν |
] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ] ἄδοξος . . σιδηρόφρων τε ] ὁ τῶν Ὠκεανίδων γυναικῶν χορὸς ἰδὼν τὸν | ||
ἤγουν ὑπὸ τοῦ Διός δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ |
δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής . | ||
τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ |
ἀλέτων ὄνος , ποτάμιος ἵππος , τοῖχος , ὁ Σελεύκου τίγρις . ἔχων δὲ καὶ ἄλλα μαρτύρια ἀνατίθεμαι τὰ νῦν | ||
, καὶ θραγμὸν κυάμων ἐρεικομένων τὰ θαλάττια κήτη , καὶ τίγρις ψόφον τυμπάνου . καὶ ἄλλα δὲ πλείω τούτων ἔνεστι |
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα | ||
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει |
δὲ εἴσῃ αὐτίκα μάλα παρ ' αὐτοῦ πόσον μὲν ὁ κώνωψ βιοῖ τὸν χρόνον , ἐφ ' ὁπόσον δὲ βάθος | ||
ζῳϋφίων ἢ ἀχύρου ἢ ψάμμου . ἐὰν εἰϲ τὸν ὀφθαλμὸν κώνωψ ἤ τι ἕτερον ζῳΰφιον ἐμπέϲοι , μύϲαϲ τὸν ἕτερον |
ἃ εἶπεν ὁ ἕτερος ἄλλως ἄρ ' οὕποψ . [ ταῶς δὲ Ἀττικῶς περισπᾶται . ] οὗτος αὐτὸς : [ | ||
ξυγγραφέας ἡδίστους ἐμμέτρων καὶ ἀμέτρων λόγων , τοῦτο δὲ [ ταῶς ποικίλους , τοῦτο δὲ ὡς ] πολλοὺς σοφιστάς , |
δὲ τῶν εἰρημένων ὀνόματα , ἀπὸ μὲν γαστρὸς γαστρίς , γαστρίμαργος , γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ | ||
τρέφειν καὶ ὄρνεις φασιανούς . κωμῳδεῖται γὰρ ὁ Λεωγόρας ὡς γαστρίμαργος ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Περιαλγεῖ . Μνησίμαχος δ ' ἐν |
τὸ δὲ “ πέπων ἢ μὴ πέπων ” ἀντὶ τοῦ ἁπαλός , ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ ἀπὸ τοῦ | ||
τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν : ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός : παρὰ τὸ ἅπτω , ὁ εὐαφής . ἢ |
οὐδὲ ἡ χελώνη . μώνυχα δέ ἐστιν ἵππος καὶ ὄνος ὀρεὺς καὶ εἴ τι ἄλλο : τούτους δὲ συμβέβηκε [ | ||
. βραχέντες οὖν οἱ ἅλες κατετάκησαν , καὶ κοῦφος ὁ ὀρεὺς γενόμενος ἥσθη : καὶ συνιδὼν ὁπόσον τὸ μεταξὺ ἦν |
δὴ κεκορημένοις Γόργως μὴ κίνη χέραδος μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα μνάσασθαί τινά φαιμι † καὶ ἕτερον † ἀμμέων ὀ | ||
, γινόμενος ὁτὲ μὲν λέων ὁτὲ δὲ ὄφις ὁτὲ δὲ μέλισσα , ὑφ ' Ἡρακλέους μετὰ τῶν ἄλλων Νηλέως παίδων |
δέ , ἐπειδὴ τῶν ἄλλων ζῴων ἁπάντων ὀξυωπέστερον ὁρᾷ ἡ γύψ , ἐν μὲν ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου ὄντος , πρὸς | ||
ἀνέκρινόν με πότερον πρὸς ἕω ἢ πρὸς δυσμὰς ἐνεχθείη ὁ γύψ : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπελθὸν ἀπεκρινάμην αὐτοῖς . Ἀπελθὼν |
λεόντων συγκρίσει λύκος γίνῃ . ” Λέων τις ἐβασίλευεν οὐχὶ θυμώδης οὐδ ' ὠμὸς οὐδὲ πάντα τῇ βίῃ χαίρων , | ||
μέν ἐστιν ἀγνώμων , ἄρκτος δὲ νωθής , πάρδαλις δὲ θυμώδης , τίγρις δ ' ἀλαζὼν καὶ τὸ πᾶν ἐρημαίη |
. Γ ἅρπυιαι : ἅρπαγες τῶν ἰχθύων : ἅρπυια γὰρ ἁρπακτικὸν ζῷον . Γ γραοσόβαι Γ : ἀπὸ τῶν ἰχθύων | ||
ἀνάκειται τῷ Διΐ : κύνα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τὸ ἁρπακτικὸν , ἢ διότι ἀναιδῶς ἔμελλε τῷ Προμηθεῖ ἐπιτίθεσθαι . |
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘ | ||
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην |
ὃ ἐκεῖνος ἔγραφε σὺν πολλῇ σπουδῇ κτησάμενος καὶ αὐτὸς ᾤετο ἔνθεος ἔσεσθαι καὶ κάτοχος ἐκ τοῦ πυξίου : ἀλλ ' | ||
ὁ ἐραστὴς τὰ παιδικά . θειότερον γὰρ ἐραστὴς παιδικῶν : ἔνθεος γάρ ἐστι . διὰ ταῦτα καὶ τὸν Ἀχιλλέα τῆς |
Νεῖκος ᾧ διακρίνεται . φησὶ δ ' οὕτω : Ζεὺς ἀργὴς Ἥρη τε φερέσβιος ἠδ ' Ἀϊδωνεὺς Νῆστίς θ ' | ||
; . τέσσαρα γὰρ πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε : Ζεὺς ἀργὴς Ἥρη τε φερέσβιος ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' |
οὕτως : τοιαῦτ ' ἀυτεῖ Πολυνείκους βία . ἀυτεῖ ] φωνεῖ . ἀυτεῖ ] βοᾷ . γενεθλίους ] τοὺς ἐφόρους | ||
ἀκράτῳ : ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον ὡς ὕδωρ ἵππος Σκυθιστὶ φωνεῖ , οὐδὲ κόππα γινώσκων : κεῖται δ ' ἄναυδος |
ἐκτεινόμενον τὸ ι : φοῖνιξ , βέμβιξ , πέμφιξ , τέττιξ , σκάνδιξ , πέρδιξ , χοῖνιξ . Πτολεμαῖος δὲ | ||
Φαίδραν , φάσκουσαν αὐτὸν φιλεῖν παρὰ πάντας ἀνθρώπους . Ἀκάνθιος τέττιξ : ἐπὶ τῶν ἀφώνων καὶ ἀμούσων : οὐκ ᾄδουσι |
χεῖρον ἀπαλλάττειν ἐν τῷ τόκῳ . Ἔχεται δ ' ὥσπερ πολύπους πέτρας : ἐπὶ τῶν ὀχυροῦ τινος ἐχομένων ἐπὶ σωτηρίᾳ | ||
καὶ τὸ τῆς τροφῆς οὐκ ἄλογον : ἐπεὶ καὶ ὁ πολύπους ἐξιὼν λαμβάνει καὶ ἡ μύραινα καὶ ἄλλοι δὲ ὥς |
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ | ||
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ |
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον : | ||
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν |
, προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος . Κυμάτων ὁδοιπόρος , θαλάσσιος βερεδάριος , ἀνέμων ἰχνευτής , ἀνέμων συνοδευτής , οἰκουμένης | ||
, ὃ καὶ ἀηδὼν καλεῖται ὑπὸ πάντων γινωσκόμενον . Ἐχῖνος θαλάσσιος ὑπὸ πάντων γινωσκόμενος . Εὔανθος λίθος ἐστὶ πάγχρυσος : |
, πιτυοκάμπη , φρύνος , λαγωὸς θαλάσσιος , ἕλειος ἄφωνος βάτραχος , βδέλλαι : σπέρματα δ ' ὑοσκύαμος , κώνειον | ||
, οὕτω κἀγὼ πρὸς αὐτούς . βάτραχος : ὁ μὲν βάτραχος τραχύφωνός ἐστιν , ὅθεν καὶ ὠνόμασται βοάτραχός τις ὤν |
ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος | ||
ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα |
ὁ δ ' ἐναντίος σκαιός , ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , | ||
πᾶσα ξηραντικὴν ἔχει δύναμιν , καὶ ὅταν ἀκριβῶς ᾖ πυρώδους ἄμικτος οὐσίας , ἀδηκτότατα ξηραίνει : συντελεῖ δ ' εἰς |
δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων | ||
μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν |
καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
τρέφουσι πρὸς ἀλλήλους ἡ μύραινα , ὁ πολύπους καὶ ὁ κάραβος , καὶ πῶς ἐν ἀμοιβαίοις φόνοις μετὰ πανουργίας καὶ | ||
: χρύσοφρυς , ὃς κάλλιστος ἐν ἄλλοις ἵσταται ἰχθύς , κάραβος , ἀστακὸς αὖτε λιλαίετο θωρήσεσθαι ἐν μακάρων δείπνοις . |
ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας : ἐπὶ τῶν ὅμοια πασχόντων . Εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ : ἐπὶ τῶν εὐτυχούντων . Ἔνεστι καὶ μύρμηκι | ||
. Μέμνηται δὲ αὐτῆς Ἐπίχαρμος ἐν Τρωσίν . Εὑδόντων ἁλιευτικῶν κύρτος : εἴρηται ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄνευ πόνου κατεργαζομένων |
σκώληκας ἔτι τούτους δ ' ἔμ ' ἔασον καταγαγεῖν . βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ μῆλα καὶ ῥόας λέγεις . | ||
ἐν Ἐκκλησιαζούσαις : ἥτις μεμύρισμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν . : βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Δαιταλεῦσιν |
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , | ||
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , |
δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γύγης γὰρ βουκόλος ὢν γῆς ὑπὸ σεισμοῦ ῥαγεί - σης νεκρὸν εὑρὼν | ||
πρέπον ἂν καὶ ἡμῖν χορεύειν τῷ γάμῳ . ἅπτεται καὶ βουκόλος ἐν νάπαις σύριγγος , ὅταν ἴδῃ μόσχον , ὃν |
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ | ||
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , |
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
ἀγγρίζειν , τὸ ὀδυνᾶν . . . . , . ἀγέρωχος : ῥητορικὴ γερουχεῖν . οὕτως Ὠρίων . . . | ||
ἄλλων ἁπάντων ὁ τῶν ἐμῶν πώλων ἔξαρχος πῶλος ἱερὸς καὶ ἀγέρωχος , οἵους Ἡλίῳ θεῷ Νισαῖοι πώλους πωλεύουσι : τοῦτον |
ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ | ||
ἰσχνότερος καὶ ἐντονώτερος τὸ βλέμμα καὶ λυπηρός , ὕπωχρος , εὐγένειος , πυρσόθριξ , ὠτοκαταξίας . ὁ δ ' ἡγεμὼν |
Σκόμβροι στιβάδα ποιούμενος στομώδη στραβαλοκόμαν Τεγεάς τέως τολύπαι τροπαία Τυφῶ ὕπουλος ὑψαυχεῖν φαικῷ φαρκῖδα φαρμακῶνες Φθιῶτις φίλανδρος χειμάμυνα χλωρανθείς χνοῦς | ||
ἁπλῶς τῷ ὄφει καὶ εὐνοϊκῶς προσεφέρετο , ὁ δὲ ἀεὶ ὕπουλος καὶ πονηρὸς ἦν . τοῦ δὲ καρκίνου συνεχῶς αὐτὸν |
ἐς ἀγρυπνίαν , ὅσπερ οὖν εἵπετό οἱ διώκων , καὶ ὑλακτῶν οὐκ ἀνίει , ᾗπερ οὖν ἔσθενε δυνάμει τὸ πραχθὲν | ||
οἴνου . στέφει δὲ κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις , ἄμους ' ὑλακτῶν : δισσὰ δ ' ἦν μέλη κλύειν : ὁ |
τὸν παρασχηματισμὸν τῶν γενῶν καὶ τὴν κλίσιν : ὡς γὰρ δερμάτινος δερματίνη δερμάτινον , οὕτω καὶ τυπτόμενος τυπτομένη τυπτόμενον : | ||
, περιβόλαιον ἀγροικικὸν , δουλικὸν , παλαιόν : ἢ χιτὼν δερμάτινος . Βορέῃ δὲ λέγουσιν Ἡλίῳ τε τοιαύτην ἔριν γενέσθαι |
. † διηχεῖ . † παρὰ τὸ ἡσιόδειον ἦμος δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ . ὁ δὲ | ||
πολλοῖσί τ ' ἐπὶ ζυγὰ βουσὶ τίθησιν . Ἦμος δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν |
: ἐκαλεῖτο δὲ τὸ πρότερον Σόλλαξ , ὅπερ μεθερμηνευόμενόν ἐστι κατωφερής : ὠνομάσθη δὲ Τίγρις δι ' αἰτίαν τοιαύτην . | ||
: ἐκαλεῖτο δὲ τὸ πρότερον Σόλλαξ , ὅπερ μεθερμηνευόμενόν ἐστι κατωφερής : ὠνομάσθη δὲ Τίγρις δι ' αἰτίαν τοιαύτην . |
πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους , | ||
κύων . ἐπιβαίνει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας , καθάπερ ὁ λέων : ἔστι γὰρ καὶ οὗτος τῶν ὀπισθουρητικῶν ζῴων . |
. ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται σχέτλιος , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος καὶ ἐν δημοσίαις ἀσχολίαις : | ||
σοφίαν . , . . τετράγωνος σεμνὸς δὲ ἦν καὶ εὐσχήμων τὰ πάντα καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου τεταγμένος , ὡς |
. ἀργὸς ] ὡς τὸ ” κλυτὸς Ἱπποδάμεια “ , ἀμελής . τὸ σπαθᾶν ἀπὸ . . . ἐργάζεσθαι εἴληπται | ||
τύχῃ ληρεῖ , τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἐπιδεικνύμενος ὡς οὐδὲ ὁδῷ βαδίζων ἀμελής ἐστι τῶν Μουσῶν , ἀλλ ' εἰς καλὸν τὴν |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
τὸ γινώσκειν τὰς οὐσίας καὶ τὰ ἀξιώματα : ὁμοίως γὰρ ἐπαΐει καὶ γινώσκει καὶ γεωμετρία καὶ αἱ ἄλλαι ἐπιστῆμαι , | ||
κἂν πιθανωτέρους τούτων λόγους ἀρτικροτήσῃς , ὦ Σώκρατες . οὐκ ἐπαΐει γὰρ ὁ νοῦς ἀποπλανώμενος εἰς εὐεπείας λόγων , οὐδὲ |
θαμνομήκης ῥάβδος ἥ τ ' Αἰγυπτία βόσκει λινουλκὸς χλαῖνα θήραγρος πέδη εἰ δ ' ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος , | ||
εδη δισύλλαβα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , πέδη : Νέδη . Τὰ διὰ τοῦ ιδη δισύλλαβα διὰ |
, κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς κρείττων ᾖ νεάζοντος ὄρνιθος . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὅτι οὐδὲ | ||
κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου νεάζοντος . Ὅμοιον : Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις , Καρκίνον δασύποδι |
οἵγε οὐδὲ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἀρέσκονται . Μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀκοινώνητος μήτε ἀνεξέταστος μήτε ἀνθελκόμενος : μήτε κομψεία τὴν διάνοιάν | ||
τῶν ἰδίων δικῶν κοινωνεῖν κατὰ δύναμιν ἅπαντας : ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως |
πικροῦ . Τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον | ||
, κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . . . τυρὸς χλωρός |
Ἀλεξανδρεινῶν : τοῦ δ ' οἴνου δραχμῆς ὁ μετρητὴς καὶ ἔριφος ὁ μέτριος ὀβολοῦ καὶ λαγώς . τῶν δ ' | ||
καὶ ὁ καιρὸς δίδωσι κατὰ τῶν ἀμεινόνων τὸ θράσος . ἔριφος ἐπί τινος δώματος ἑστὼς ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν , |