. ἐπεὶ δὲ ὑπερεπέπληστο ἀνθρώπων ἡ πόλις , ἁπάντων τοὺς ἐγκεφάλους καὶ τὰς καρδίας προεξῃρημένων οὐδὲν ἐοικότων σιτοφάγοις ἀνδράσιν , | ||
μέσην ὕλην , οἷον λάχανα καὶ τοὺς τρυφερωτέρους ἰχθύας καὶ ἐγκεφάλους , εἶτ ' ἄλλαις ἴσαις εἰς τὰ πτηνά , |
καὶ τὰ μὲν ὅλως οὐκ ἐκφέρει καρποὺς τὰ δ ' ὑγροτέρους καὶ χείρους , τὰ δὲ καὶ αὐτὰ ὑδαρέστερα γίνεται | ||
ὑγραινούσαις δὲ διαίταις ἀναληπτέον τοὺς ἐξηραμμένους , ὥσπερ αὖ τοὺς ὑγροτέρους διὰ τῶν ἐναντίων ἀκτέον . Καὶ τῶν μὲν ἐν |
τῶν μικρῶν στρουθίων ὅσα μὴ λιπαρὰ , ἰχθύων δὲ τοὺς πετραίους : ἔστω δὲ καὶ τούτων ὁ ζωμὸς ἀπέριττος ἄνισον | ||
πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας . Καὶ τῶν ἰχθύων τοὺς πετραίους μάλιστα καὶ τῶν ἄλλων , οἷς ἡ οὐσία λευκὴ |
, παρὰ τῷ Ἐρατοσθένει περιπλέγδην κρεμόνεσσι : σημαίνει δὲ τοὺς ἀκρεμόνας . Τὰ εἰς μων ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ὀξύτονα τῷ | ||
γὰρ πλείστους καυλοὺς ἀφιᾶσι τὰ δ ' ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἀκρεμόνας πλείους : ἅπαντα γὰρ ἀποδενδροῦται τῇ ὄψει διακαυλήσαντα , |
ἀγκυλομήτεω . . . . , . ἀγμούς : τοὺς ὀρεινοὺς καὶ κρημνώδεις τόπους . . . . , . | ||
Ἀρμενίας πλησίον Γουρανίων καὶ Μήδων , θηριώδεις ἀνθρώπους καὶ ἀπειθεῖς ὀρεινοὺς περισκυθιστάς τε καὶ ἀποκεφαλιστάς : τοῦτο γὰρ δηλοῦσιν οἱ |
. Ὅταν δὲ ἀποθάνῃ ταῦρος , εἰς ἡμέρας ζʹ ποιεῖ σκώληκας , οἵτινες εἰς καʹ ἡμέρας γίνονται μέλισσαι ποιοῦσαι μέλι | ||
τῇ ἀμπέλῳ . Ἡ δ ' ἐλάα πρὸς τῷ τοὺς σκώληκας ἴσχειν , οἳ δὴ καὶ τὴν συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες |
τῇ μὴ ὑομένῃ τῆς Λιβύης ἄλλα τε πλείω φύεσθαι καὶ φοίνικας μεγάλους καὶ καλούς : οὐ μὴν ἀλλ ' ὅπου | ||
δὲ τὰς προδιαθέσεις , ὅτι ὁ αὐτὸς οἶνος τοῖς μὲν φοίνικας ἢ ἰσχάδας προφαγοῦσιν ὀξώδης φαίνεται , τοῖς δὲ κάρυα |
πολλὴ ἔσται , οὔτε γενομένη ξηρανθήσεται , ὃ μάλιστα τοὺς οἴνους βλάπτει . Τῷ Ἰουνίῳ μηνὶ τὰς ἐγκεντρισθείσας ἀμπέλους δεῖ | ||
ἐπιπολὺ διαμένει . καὶ μονίμους καὶ τρέπεσθαι οὐ ποιεῖ τοὺς οἴνους καὶ τίλις ἡλίῳ φρυγεῖσα , εἰ κοπείη καὶ μιχθῇ |
φοροῦντα καὶ ἐν πᾶσι φιλητόν . ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς πυρέσσοντας ἐὰν εἰς ἔλαιον βληθῇ καὶ συγχρίσῃς τοῦ ἐλαίου πρὸς | ||
δ ' ἀπυρετοῦσι μὲν ἐν κυάθοις τρισὶ γλυκέος Κρητικοῦ , πυρέσσοντας δ ' ὕδατι θερμῷ . ἡ δόσις ⋖ α |
. ἐρινεοῦ γὰρ ἑστώσης Κάλχας τῷ Μόψῳ εἶπε , πόσους ὀλύνθους ἔχει : ὁ δὲ , ὥσπερ τὸ ἀληθὲς εἶχεν | ||
, ἢν ἐκ τόκου ἑλ - κωθέωσιν ἢ φλεγμασίης : ὀλύνθους χειμερινοὺς , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ζέσας , ἀφεῖναι , |
καὶ ἡ διὰ χαμαιμήλων . Πρὸς δὲ τοὺς ἄνευ πυρετῶν ὄγκους καὶ μάλιστα χρονίους καὶ σκιρρώδεις καλῶς ποιεῖ καὶ ἡ | ||
μένει , μετὰ τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν εἰς πυοποίησιν μεταβάλλει τοὺς ὄγκους : εἰ δὲ ἀσθενής ἐστιν ἡ δύναμις καὶ ὁ |
ἤν τε καθαρτικωτέροισιν ἤν τε μαλθακωτέροισι : μετὰ δὲ τοὺς κλυσμοὺς μαλθακτήρια προστιθέναι : ἢν δὲ μὴ εὔλυτον τὸ στόμα | ||
αὐτέοισιν : ἐπὴν δὲ καθαρθῇ τὰ ὑποχωρεῦντα πρὸς τούτους τοὺς κλυσμοὺς , καὶ ἢν γίνηταί τι αἱματῶδες , οἷον ἀφ |
' ἔχει λεπτήν , ἄχρηστον . φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ αὐχμηροῖς τόποις . Χολὴ πᾶσα ἀποτίθεται τρόπῳ τούτῳ : λαβὼν | ||
τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι , τίνας δὲ αὐχμηροῖς καὶ ξηροῖς ξυμμετρίας τε ποτίμων φαρμάκων , ὑφ ' |
ἡ χώρα μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης κρήνην Ἀζαριτίαν , τρέφουσαν κροκοδείλους μικρούς . . . . Ζάρητα : κρήνη ὑπὲρ | ||
τὸν ποταμόν , ἀλλὰ καὶ πολὺ μᾶλλον τοὺς ἐν αὐτῶι κροκοδείλους : διὸ καὶ τοὺς ληιστὰς τούς τε ἀπὸ τῆς |
“ φυσικοῦ τινος ἔργου σημαντικόν : ἢ καὶ τὸ τοὺς στάχυας θερισθῆναι δύσφημον . ” Ὄμφαξ , σταφυλή , σταφίς | ||
δ ' ὅτε λήιον αὖον ἐπιβρίσασα χάλαζα τυτθὰ διατμήξῃ , στάχυας δ ' ἀπὸ πάντας ἀμέρσῃ ῥιπῇ ὑπ ' ἀργαλέῃ |
Ὀυένδων : λυπρὰ δὲ τὰ χωρία , καὶ ζειᾷ καὶ κέγχρῳ τὰ πολλὰ τρεφομένων : ὁ δ ' ὁπλισμὸς Κελτικός | ||
κεχωρίσθαι : οὕτω δ ' ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἐν κέγχρῳ συναχθήσεται . καὶ οὐ δι ' ἀέρος μόνον , |
. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα | ||
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων |
καὶ σπυρίδων λευκοί τε καὶ ἐπιτήδειοι ὦσιν οἱ θαλλοί , χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούς , καὶ ἐν | ||
γινομένας θριδακίνας οἰνομέλιτι ἐπότιζεν ἑσπέρας καὶ ὑπὸ τὴν ἕω λαμβάνων χλωροὺς ἔχειν ἔλεγε πλακοῦντας ὑπὸ τῆς γῆς ἀναπεμπομένους αὐτῷ . |
πιεζομένη , καὶ ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεκαυμένη , ἐνταῦθα δὲ σκληρούς τε καὶ ἰσχνοὺς καὶ διηρθρωμένους καὶ ἐντόνους καὶ δασέας | ||
Σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτ ' ὀρθόν : πρὸς τοὺς ἀκάμπτους καὶ σκληρούς . Σκύτη βλέπει : ἐπὶ τῶν ὑφορωμένων πείσεσθαί τι |
ἐσθιομένη καὶ σὺν τοῖς λαχάνοις ἑψομένη . τοὺς δὲ πολλοὺς ζωμοὺς ἀεὶ φεύγειν , μάλιστα τοὺς λιπαροὺς καὶ ἔχοντας ἢ | ||
πρόβεα χλία καὶ ὀπτά , χοίρεα δὲ ὀπτὰ μικρὰ καὶ ζωμοὺς καρυκευτοὺς διὰ πεπέρεως , στάχους καὶ κιναμώμου , ἀρτύματα |
ἀπόκομμ ' ἀτεράμνου : ἀντὶ τοῦ λίθινε καὶ σκληρότατε : ἀτεράμνους γὰρ τοὺς σκληρούς φασι , τοὺς μὴ τέρενας καὶ | ||
σκληρότητα . καὶ Πλάτων κέχρηται τῇ λέξει , κερασβόλους καὶ ἀτεράμνους λέγων τοὺς σκληροὺς διὰ τούτων : „ μή τις |
ποιοῦντες , κάλαμον ἢ ξύλον ἐπιβάλλουσιν ὀρθὸν εἰς τοὺς κενωθέντας πίθους , ἵν ' οἱ ἐμπίπτοντες κώνωπες ἤ τινα τοιαῦτα | ||
καὶ καλλιοινίαν συμβάλλεται . διὰ τοῦτο μικροὺς χρὴ κατασκευάζειν τοὺς πίθους . εἰ δὲ φθάσαιμεν παλαιοὺς πίθους ἔχειν μεγάλους , |
καὶ φοινίκων ἁπαλὰς καὶ νεαρὰς κόμας καὶ φυτῶν ὅρπηκας καὶ πτόρθους τοὺς ὑγροτέρους . ἐσθίουσι δὲ μικροῦ καὶ ὅσα ἄνθρωπος | ||
? ἀγλαΐα σέβεται [ φοίνικος ] ταναου [ [ ] πτόρθους ἐλαίας [ ] ! ον [ Τάναϊν ] μέλπουσι |
πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν : | ||
Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως πλεῖστα δωροδοκήματα , ὀξύβαφα χρυσᾶ καὶ πινακίσκους ἀργυροῦς . κυάθους ὅσους ἐκλεπτέτην ἑκάστοτε σκευάρια δὴ κλέψας |
χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν . ὁ δ ' ἰπνὸς | ||
λοπάδος εἶδος , παρὰ τὸ εἰς ὀξὺ λήγειν . 〚 ἰχθυηροὺς δὲ πινακίσκους , 〛 τοὺς ἐπιτηδείους ἰχθῦν χωρῆσαι . |
εἰ καίεται , καὶ ἵνα χώρα ᾖ ὑποτιθέναι ἑτέρους χόνδρους ἁδροὺς ἀεὶ πρὸ τοῦ τὸν πρῶτον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι ἕτερον | ||
ἑταίρας . ἣ δὲ ἦν ὑπερήφανος καὶ δεινῶς φορτικὴ καὶ ἁδροὺς ᾔτει μισθούς , καὶ λαβοῦσα πρὸς ὀλίγον ἂν ὡμίλησε |
ἀλεύρου ἐν ὀξυκράτῳ : δριμύτερον δ ' ἐστὶν ἢ ὥστε μαλακοσάρκους φέρειν : τῷ δ ' εἶναι τῶν μορίων τὰ | ||
ἰχθύων λαμβάνειν πάντας τοὺς τρυφεροσάρκους , καὶ πετραίους , καὶ μαλακοσάρκους : ἀπέχεσθαι κεφάλων καὶ πάντων τῶν ἀλέπων . Ἀπὸ |
ψυγῆναι γεγυμνωμένον ἐν τῇ κατὰ μέρος σπαργανώσει , λαμβάνειν τελαμῶνας ἐρεοῦς τρυφερούς , [ τε ] καθαρούς τε καὶ μὴ | ||
ἐσθὴς δ ' αὐτοῖς ἐστι χιτὼν λινοῦς ποδήρης καὶ ἐπενδύτης ἐρεοῦς , ἱμάτιον λευκόν , κόμη μακρά , ὑπόδημα ἐμβάδι |
Ἀρκαδίας φησὶν Ἀριστοτέλης κρήνην τινὰ εἶναι , ἐν ᾗ μῦς χερσαίους γίνεσθαι , καὶ τούτους κολυμβᾶν ἐν ἐκείνῃ τὴν δίαιταν | ||
δὲ . . . , Καρκίνος δ ' ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ |
θαυμάσεις . [ Πρὸς πόνον πλευροῦ . ] Κράμβης χλωρᾶς καυλοὺς σὺν ταῖς ῥίζαις κατακαύσας ἀναλάμβανε στέατι χοιρείῳ καὶ χρῶ | ||
τἆλλα τὸ φυτόν : ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους , τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες |
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς διαδίδοται . ἐντεῦθεν δὲ καὶ εἰς τοὺς μυκτῆρας ἀποφύσεις ἤρτηνται , δι ' ὧν τε ὀσφραινόμεθα καὶ | ||
καστόριον μετ ' ὄξους λεῖον , καὶ διαχρίειν αὐτῷ τοὺς μυκτῆρας , ἢ χαλβάνην ὁμοίως καὶ σαγάπηνον καὶ ὄξος δριμύτατον |
κατὰ Πάχυνον , ὃς λέγεται τιθασσοὺς ἰχθῦς ἔχειν ἀπὸ χειρὸς ἐσθίοντας , ὡς Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικῶν πρώτῃ . : Μυοῦς | ||
. ἐσθιόμενος δὲ πυκνῶς εὐστόμαχός ἐστι καὶ εἰς ἀφροδίσια τοὺς ἐσθίοντας παρορμᾷ . Περὶ βουγλώσσου . Βούγλωσσος θαλάσσιος , τὸ |
συστροφὴν διαφοροῦσιν . Σπονδυλίου ἡ ῥίζα περιξεομένη καὶ ἐντιθεμένη συρίγγων τύλους ἀφαιρεῖ . καὶ ἐλλέβορος μέλας ἐντιθέμενος ἐν δύο καὶ | ||
τὴν σύριγγα , τοσοῦτον περιγράφοντες τῆς κύκλῳ σαρκὸς ὥστε τοὺς τύλους ὅλους ἐκκοπῆναι . εἰ δὲ τοιοῦτον εἴη τὸ βάθος |
προειρημένου ζῴου παραδόξως καὶ παντελῶς ἀπιστουμένῃ μεθόδῳ : τοὺς γὰρ ἰχνεύμονας κυλιομένους ἐν τῷ πηλῷ χασκόντων αὐτῶν καθ ' ὃν | ||
ὄντες κακόν , μέγεθος αὐτῶν ὅσον κατά γε τοὺς Αἰγυπτίων ἰχνεύμονας ὁρᾶσθαι : ἄγριοι δὲ καὶ δεινοὶ καὶ καρτεροὶ τοὺς |
τῇ μνήμῃ πατρίδα καὶ βασιλικὴν ἑστίαν , κατάλογον ἐρωμένων , ὀψοποιούς τε καὶ οἰνοχόους καὶ ἄλλην ἀκόλαστον δίαιταν , ᾗ | ||
δημιουργοὺς ἀγαλμάτων , ἐπὶ εὐφροσύνῃ ὀφθαλμῶν : μυροπώλας δὲ καὶ ὀψοποιούς , χυμῶν καὶ ὀδμῶν δημιουργοὺς γενναίους : καὶ ὅσαι |
λαμβάνειν τὴν διάθεσιν : διδόναι δὲ καὶ κρέα ὀρνίθεια καὶ ἄρνεια , δελφάκεια καὶ ἐρίφεια , λιπαρὰ δὲ ταῦτα καὶ | ||
καὶ πλεῖον τοὺς ἑφθούς : κρέα δ ' ἐρίφεια καὶ ἄρνεια τῶν νέων πάνυ , ὕεια δὲ τῶν ἀκμαζόντων , |
τοῦ Διὸς ἑωρακότες τὸν δράκοντα τὸν σὺν τῇ μητρὶ τοὺς στρουθοὺς φαγόντα ὅρκους ἀλλήλοις δόντες πλεύσουσιν ἐπὶ τὴν Τροίαν . | ||
] τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον |
ὁ κύαμος δεκαδακτύλους τὸ μῆκος πλήρεις μέλιτος , τοὺς δὲ φαγόντας οὐ ῥᾳδίως σώζεσθαι . ἅπαντας δ ' ὑπερβέβληνται περὶ | ||
τῷ περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων βαρύοσμον , ἀφ ' οὗ τοὺς φαγόντας ὑγιαίνοντας μὲν ἐξίστασθαι , τοὺς δ ' ἐπιλήπτους εὐθέως |
. τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τοὺς τὴν πορφύραν τὴν θαλαττίαν βάπτοντας καὶ τοὺς εἰσάγοντας ἀτελεῖς ἐποίησαν . πάνυ οὖν ἐξοκείλαντες | ||
κατασκευάζοντας ὡς διαφθείροντας τοὔλαιον : καὶ τοὺς τὰ ἔρια δὲ βάπτοντας ὡς ἀφανίζοντας τὴν λευκότητα τῶν ἐρίων . Σόλων δὲ |
κύστις ξηρά , λεία , σὺν οἴνῳ ποθεῖσα , τοὺς ἐνουροῦντας παῖδας αὐτομάτως τοῖς στρώμασι καταπαύει . Ἐκ δὲ τοῦ | ||
Ἄλλο : Λαγωοῦ ἐγκέφαλος ξηρὸς πινόμενος ἐν οἴνῳ παύει τοὺς ἐνουροῦντας . Ἄλλο : Ὄρχιν λαγωοῦ ξηρὰν ἐπιξύσας οἴνῳ πότιζε |
θεώρημα , ἐπειδὴ ἀφόρους καὶ δυσφόρους χώρας , καὶ τὰς ἀνύδρους καὶ ψαμμώδεις , ὅπως ἐπαινεῖν χρὴ ὑπέδειξα . ὅτι | ||
τοῖς ἐπικλύστοις ἀπολάμπει τὸ τοῦ χρυσοῦ ψῆγμα : καὶ τοὺς ἀνύδρους δὲ φορητῷ ἐπικλύζοντες ὕδατι στιλπνὸν ποιοῦσι τὸ ψῆγμα , |
μετὰ μέλιτος δίδου πρωῒ καὶ εἰς κοίτην . [ Εἰς βήσσοντας , τετραχωμένους τὴν ἀρτηρίαν , ἀποκεκομμένους τὴν φωνὴν καὶ | ||
πυνθάνεται γὰρ μή τι πλευριτικὴ γέγονε διὰ τὸ τοὺς πλευριτικοὺς βήσσοντας ὑπόχολον ἀνάγειν . ὧν οὐδὲν οἶδεν ὁ γραμματικός . |
ἴσον μίξας κατάπλασσε . παραχρῆμα ἄπονον ποιεῖ . [ Πρὸς κωλικούς . ] Ὀστρέων ὄστρακα καύσας καὶ λεάνας δίδου πιεῖν | ||
, φύλλου ἀνὰ ⋖ α . Λύκου κόπρον ἐπότιζέ τις κωλικούς , οὐ μόνον ἐν τοῖς παροξυσμοῖς , ἀλλὰ καὶ |
ποιεῖ γὰρ πρὸς τὰς ὑπερβαλλούσας φλεγμονὰς αὐθωρὸν ἀπαλλάττουσα ἀπαραβάτως . Ἀσφοδέλου χυλοῦ κυ δʹ , στρύχνου χυλοῦ κυ δʹ , | ||
. [ ιστʹ . Πρὸς ἀλγηδόνας καὶ φλεγμονάς . ] Ἀσφοδέλου ῥίζαν καθάρας βάλλε εἰς ἔλαιον ἐν ἀγγείῳ ὑελίνῳ καὶ |
τῶν ὑδάτων κακίας ἐνοχλοῖτο , ὅταν αὐτῷ τῷ ὕδατι μιγνύῃ χυλοὺς συνήθεις τε καὶ πλείους ἐναντιουμένους τῇ τοῦ ὕδατος κακίᾳ | ||
Ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστὶ κατά γε τοὺς χυλοὺς καὶ τὰς δυνάμεις , ὥσπερ σίκυος ὅ τε ἄγριος |
, ὄξους δριμυτάτου τὸ ἴσον : μίξας ἐπιμελῶς ἐπίχριε τοὺς ἰόνθους τῷ δακτύλῳ καὶ παράτριβε . Ἄλλο : σχιστὴν λεάνας | ||
ἐπ ' αὐτοῦ φαρμάκων μαλαττόντων τε καὶ διαφορούντων . Πρὸς ἰόνθους : μέλιτος Ἀττικοῦ κύαθος εἷς , ὄξους δριμυτάτου τὸ |
, ὧν μνημονεύει Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι διὰ τούτων : τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . εἰσὶ δὲ πολλοὶ περὶ | ||
καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων , ὡς λέγουσιν ἡμῖν . τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας ἀποδοῦναι δ ' ὅσα ἔχομεν |
μία αἴσθησις καταγίνεται ἡ ὄψις : καὶ πάλιν περὶ τοὺς ψόφους ἑτέρα μία αἴσθησις καταγίνεται ἡ ἀκοή , καὶ περὶ | ||
' ἣν τῶν μὴ φωνηέντων ἃ μὲν καθ ' ἑαυτὰ ψόφους ὁποίους δή τινας ἀποτελεῖν πέφυκεν , ῥοῖζον ἢ σιγμὸν |
ἐναντίον ὀπωδεστέρους τούτους ἀλλ ' ἕως ἂν ὦσιν ἁπαλοὶ φαίνεσθαι γλυκυτέρους . ἀλλ ' ἐπὶ τῆς ῥαφάνου τοῦτο ὁμολογούμενον , | ||
γε καὶ τὰ τῶν σικύων σπέρματα γάλακτι βρεχόμενα καὶ μελικράτῳ γλυκυτέρους ποιεῖ . Νομίσειε δ ' ἄν τις ταῦτα καὶ |
πέφυκεν ἡ κνῆσις καὶ οὕτως . πρὸς δὲ τοὺς ψωρώδεις κνησμοὺς θαλάσσῃ θερμῇ ἢ ὄξει θερμῷ λοῦε ἢ σικύου ἀγρίου | ||
, σίτου καὶ κριθῆς φθορὰν ἐν τῇ ὀρεινῇ , καὶ κνησμοὺς καὶ λειχῆνας . ἐν παρθένῳ , βασιλέως ἀπώλειαν , |
λιθοκόλλητος ἄμπελος χρυσῆ ὑπὲρ τῆς κλίνης , ἥν φασιν καὶ βότρυας ἔχειν ἐκ τῶν πολυτελεστάτων ψήφων συντεθειμένους , οὐ μακράν | ||
Καὶ λαβὼν τούτους εἰς ἀγγεῖα κεράμεα τετρημένα κάτωθεν ἐπιτίθει τοὺς βότρυας , καὶ σκέπασον τὸ ἄνωθεν μέρος ἐπιμελῶς , [ |
, καὶ μῆλα γλυκέα , σύκα λευκά , μέσπιλα , ῥοδάκινα , φοίνικας , ῥοιάς , καὶ μηλοκύδωνα , ταῦτα | ||
τὴν σάρκα καὶ τῶν σικύων τὴν ἐντεριώνην καὶ συκάμινα καὶ ῥοδάκινα καὶ περσικὰ καὶ λουτρὰ γλυκέων ὑδάτων : τὰ γὰρ |
, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας . Ἐπίχαρμος δὲ γαμψωνύχους φησὶ τοὺς ἀστακούς . Διοκλῆς ὁ Καρύστιός φησι : καρῖδες , καρκίνοι | ||
Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίν , ἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούς , ὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται : ἀλλὰ παρεὶς |
ὥρας τοῦ ἔαρος : χειμῶνα δὲ δηλοῖ . Γ ἡ ἀκαλήφη λάχανόν ἐστιν ἄγριον , λέγουσι δὲ εἶναι τὴν κνίδην | ||
τοὺς θηρεύοντας αὐτήν : ὑφ ' ὧν κατὰ παραφθορὰν νῦν ἀκαλήφη ὀνομάζεται : τάχα δὲ ἴσως διὰ ταύτην καὶ ἡ |
εἰς κοινὴν ὁμόνοιαν καὶ συγγενικὴν φιλίαν καταστήσῃ . τοὺς δὲ προειρημένους ναοὺς ἔδει κατασκευασθῆναι ἐν Δήλῳ καὶ Δελφοῖς καὶ Δωδώνῃ | ||
αὐτὸς δὲ οἷος ἦν τὴν φάραγγα διερευνᾶν καὶ μαστεύειν τοὺς προειρημένους . εἶτα ἀκούει φωνῆς , καὶ ἔλεγεν αὕτη τῶν |
, περί τε τὰς ἀπολήψεις κακοπαθεῖν αὐτὸν καὶ περὶ τοὺς ὀνίσκους [ καὶ ] τοὺς τοῦ ἐντονίου πιεζόμενον καὶ θραυόμενον | ||
τὴν μίλτον λειώσας ἕκαστον ἰδίᾳ καὶ ὁμοῦ , ἐπίβαλλε τοὺς ὀνίσκους ζῶντας : καὶ συλλεάνας ἱκανῶς ἕψε τὴν τερεβινθίνην ἐπὶ |
διδόμενον . δεῖ δὲ τοὺς μὲν ἄρτους , καὶ τοὺς ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους , καὶ τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν | ||
χεῦσον φοίνικος ] τοῦ δένδρου φησί ψαφαρόν : αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ] |
, χειλῶν μὴ ἐγκρατέες ἐόντες , ἀνάγκη , λυομένων , ἐμπύους γίνεσθαι , ἢ ὀδύνη ἐν τοῖσι κάτω χωρίοισιν ἰσχυρὴ | ||
τῶν ὑστερέων φαίνηται , μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετῆρι , ᾧ τοὺς ἐμπύους , μοτοῖσι τρισί : τῷ μὲν πρώτῳ λεπτῷ , |
τὴν τετρυπημένην αὐτῷ δείκνυσι ψῆφον . Γ δύο ⌈ γὰρ ἀμφορεῖς ⌈ εἰσιν [ ἦσαν Γ ] , ὧν ὁ | ||
τοῖχοι τῶν κλινῶν διαλαμβανέσθωσαν . ξέσται δὲ τοὺς θεράποντας , ἀμφορεῖς δὲ τοὺς ὑπηρέτας , τραπεζοφόροι δὲ τοὺς οἰκονόμους , |
δήδῳ τῷ κάτω ῥίπτουσιν : οἱ δὲ περιελθόντες τοὺς μὲν ἀθέρας ἀποκόπτουσιν , ἐκλέπουσι δὲ τὰς τὸν πυρὸν στεγούσας καὶ | ||
ἀθερειγενέος , ἐπειδὴ τοῦ κυμίνου ὁ στάχυς καὶ ὁ καρπὸς ἀθέρας ἔχει , καθάπερ ἡ κριθή . * θερειγενέος : |
τὰ κλοπιμαῖα πιπράσκονται καὶ ὠνοῦνται . τοιούτους γὰρ καὶ τοὺς Κέρκωπας παρειλήφαμεν , κλέπτας καὶ πανούργους . Ἄγραι καὶ Ἄγρα | ||
μάλα τῶν ἐπὶ κακίᾳ διαβοήτων ἀκρότατος ἀπετελέσθη , ὑπὲρ τοὺς Κέρκωπας , ὑπὲρ τὸν Εὐρύβατον ἢ Φρυνώνδαν ἢ Ἀριστόδημον ἢ |
σχέσις , καὶ τῆς κάτω διόδου : διὰ τοῦ ἐμέτου τρὺξ μαλθακὴ ἦλθε , καὶ κατέῤῥιψε κάτω . Ἀνδροφανεῖ ἀφωνίη | ||
καλεῖται . τρύγοιπος , ἐν ᾧ διηθοῦσι τὴν τρύγα : τρὺξ δὲ οὐκ ἐπὶ οἴνου μόνον ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἐλαίου |
ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , | ||
ἀπὸ μεταφορᾶς δὲ τοῦτο εἶπε τῶν ἁλιέων τῶν ἀγρευόντων τοὺς θύννους . ΓΘ θυννοσκοπῶν ] ἐπιτηρεῖς ὡς οἱ θυννοσκόποι τοὺς |
φίλων , ἡδέων δέ . μάλιστα μὲν γὰρ ἂν βούλοιντο τελειοτέρους κατ ' ἀρετὴν ἔχειν τοὺς φίλους , καὶ πάντῃ | ||
Ῥοδιακὸν διδασκαλεῖον συνέστησε , παιδεύων τε τοὺς νέους καὶ τοὺς τελειοτέρους . ἀναγινώσκων δὲ τὸν λόγον τὸν κατὰ Κτησιφῶντος , |
ἐπὶ τῆς γῆς ἑστήκασιν ὕδατος χῆραι . οὐκοῦν οἱ ἐπιχώριοι ὅρπηκας αἰγείρων χλωροὺς καὶ κομῶντας ὀξύναντες δίκην σκολόπων καὶ ἐμπήξαντες | ||
ἄγ ' , ὅπως ἀνδρῶν τε πολυκλαύτων τε γυναικῶν ἐννυχίους ὅρπηκας ἀνήγαγε κρινόμενον πῦρ , τῶνδε κλύ ' : οὐ |
ὁ ὕπατος , τῇ δ ' ἑξῆς ἡμέρᾳ στεφανώσας τοὺς ἀριστεύσαντας ἐν ταῖς μάχαις ταῖς ἐκπρεπεστάταις δωρεαῖς , πάντα τὰ | ||
τῷ πεδίῳ , τῇ δ ' ἑξῆς ἡμέρᾳ στεφανώσας τοὺς ἀριστεύσαντας ἐν τῇ μάχῃ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους φυλάττεσθαι διαδοὺς ἔθυε |
παροξυσμοὶ τοῖσι πλείστοισιν , ἐν ἀρτίῃσι , περὶ δὲ τοὺς παροξυσμοὺς λήθη καὶ ἄφεσις καὶ ἀφωνίη : ἄκρεά τε τούτοισιν | ||
δὲ τοὺς μὲν ἔμμονα καὶ χρόνια πάθη ἔχοντας μετὰ τοὺς παροξυσμοὺς τοῖς ἀφιδρωτηρίοις χρῆσθαι , τοὺς δ ' εἰς τὰ |
κωρυκώδη τινὰ κοῖλα , καθάπερ ἡ πτελέα , ἐν οἷς θηρίδια ἐγγίγνεται κωνωποειδῆ : ἐγγίγνεται δέ τι καὶ ῥητινῶδες ἐν | ||
, ὡς ἄσηπτον : ἐγγίνεται δ ' οὖν τὰ τοιαῦτα θηρίδια τοῖς γλυκέσι καὶ μαλακοῖς ξύλοις , δάφνη δὲ καὶ |
γίγνεται , ὁκόταν ἀναξηρανθέντα τὰ φλέβια ἐν θερινῇ ὥρῃ ἐπισπάσηται δριμέας καὶ χολώδεας ἰχῶρας ἐς ἑωυτά : καὶ πυρετὸς πολὺς | ||
τροφάς τε δίδομεν ποικίλας , ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ δριμέας . τὴν ὀσφὺν δὲ καὶ τὸ ἐπιγάστριον δρώπακι καταχρίομεν |
προμαχῶσιν οἰκοδομουμένη . Καὶ πρὸς τοὺς κριοὺς ἀντίκεινται τύλαι καὶ σακκία , γέμοντα ἄχυρα καὶ ψάμμον , πρὸς δὲ τοὺς | ||
Εὐστάθιον διὰ στόματος φέρειν , τὰ δὲ ἐν τοῖς ὁρωμένοις σακκία τε ἁδρὰ καὶ ὑπόμεστα βιβλιδίων , καὶ ταῦτα ὡς |
βοὸς καὶ τὸ τῶν ὑῶν ὁμοίως , μίλτος Σινωπική , σανδαράκη Μηλεία , ὤχρα , τρὺξ ὀξηρὰ καὶ οἰνηρὰ κεκαυμένη | ||
, καὶ ἁπλῶς ὅσα ψύχει μὴ ξηραίνοντα . Ἀρσενικόν , σανδαράκη , χρυσοκόλλα , πιτυοκάμπη , κεδρία , μέλας ἐλλέβορος |
Ἀπόλλωνος : τούτῳ ὀργισθεὶς ὁ θεὸς ἔπεμψεν αὐτοῦ τοῖς ἀγροῖς μύας , οἵτινες τοὺς καρποὺς ἐλυμαίνοντο . Βουληθεὶς δέ ποτε | ||
δὲ ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλάζης πεσούσης ἐπὶ τῆς γῆς ὁρᾶσθαι μύας , ὧν τὸ μὲν πηλός ἐστιν ἔτι , τὸ |
θερμαίνων καὶ προστιθεὶς , καὶ εἰρίοισι μαλθακοῖσι , καὶ ῥάκεσιν ἐρίοισι , καὶ ὀστρακίνοισιν ἀγγείοισιν ὕδωρ ἐπιχέων , καὶ θυλακίοισι | ||
ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν , ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι , μαίνεται . ἐρίοισι τοὺς τοίχους κύκλῳ Μιλησίοις , ἔπειτ ' ἀλείφειν τῷ |
ἀτράφαξυς ἄνευ στύψεως , γίγαρτα , κέγχρος , κριθαί , ὀροβάκχη , πλάτανος , ῥάμνος συμπληρουμένης , σέρις , ἥν | ||
. ἄφορα γὰρ καὶ εὐτελῆ τὰ τοιαῦτα γίνεται . Ἡ ὀροβάκχη φθείρει τοὺς κυάμους καὶ τοὺς ἐρεβίνθους περιπλεκομένη . τὸ |
δὲ ἧσσον καὶ εἰς πένθη παραλαμβάνει τὴν μουσικήν , θρήνων ἐξάρχους τοὺς ἀοιδοὺς ποιῶν , ὡς τῇ λειότητι τῶν μελῶν | ||
ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις ἀρχαγγέλοις , καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον , ἕως |
Τὰ δὲ μηρία δεῖ μὴ σαρκώδη εἶναι , τοὺς δὲ ὄρχεις ἐχέτω μικρούς . τὸ δὲ μεταξὺ τῶν μηριαίων μὴ | ||
τῆς κύστεως τραχήλῳ συνήνωται τὸ αἰδοῖον , ἐκ δὲ τούτου ὄρχεις ἐν ὀσχέῳ κεῖνται . Τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ |
ταῦτα δὲ οὐδὲ ταῖς λέξεσι συνετά . χλευάζει δὲ τοὺς διθυραμβοποιούς . καταπαύσω : Τοῦτο λέγων ὁ Πεισθέταιρος παίει αὐτόν | ||
καὶ τούτους εἶναι τῶν σοφιστῶν βούλεται . λέγει δὲ τοὺς διθυραμβοποιούς : τῶν γὰρ κυκλίων χορῶν ἦσαν οὗτοι διδάσκαλοι . |
. τέλος δὲ τροπὴν αὐτῶν ποιησάμενοι κατεδιώξαμεν ἄχρι πρὸς τοὺς φωλεούς . ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν πολεμίων ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατόν | ||
νόμον , ὥσπερ οἱ ὄφεις διὰ τῶν ὀπῶν εἰσέρχονται τοὺς φωλεούς . Ὀλισθηροῖσι : γλίσχροις , ἐν . διεξέπεσον : |
τροφὴν συντάρρων γινομένων . Ἀλλὰ κουφότατον καὶ ἀσινέστατον πάντων ἐστὶ μηλέα καὶ ῥόα : καὶ γὰρ οὐ πολύρριζα καὶ τροφῆς | ||
βάθος . ἔνια δ ' εὐθὺς σχίζεται , οἷον ἡ μηλέα : τὰ δὲ πολύκλαδα καὶ μείζω τὸν ὄγκον ἔχει |
ἵστησιν . Οὗτος ὁ οἶνός ἐστι διουρητικός , ὑδρωπιῶντας , ἰκτεριῶντας , ἡπατικούς , ἰσχιαδικοὺς ῥώννυσι , καὶ τριταϊκούς , | ||
ἕτερος ] : ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτομένων : ἐπεὶ οὗτος τοὺς ἰκτεριῶντας ὠφελεῖ ὀφθείς : διὰ τοῦτο οἱ πωλοῦντες κρύπτουσι . |
τὰ μέσα : μαλακώτατα δὲ ἴσχειν ζεύγη τὰ πρὸς τοὺς βλαστούς , σκληρότατα δὲ τὰ πρὸς τῇ ῥίζῃ : συμφωνεῖν | ||
τὴν τροφὴν ἅπασαν αὗται λαμβάνουσιν καὶ οὐ διδόασιν εἰς τοὺς βλαστούς : μὴ μεριζομένης δὲ πλείων ἡ αὔξησις . Ὅσα |
τὸ δεύτερον ἀνακομίσαντες τὴν κλίνην τιθέασιν , ἀρώματά τε καὶ θυμιάματα πάντα ὅσα γῆ φέρει , εἴ τέ τινες καρποὶ | ||
θεῷ : Ἰαὴλ αἰώνιε βασιλεῦ , κέλευσον δοθῆναι τῷ Ἀδὰμ θυμιάματα εὐωδίας ἐκ τοῦ παραδείσου . καὶ ἐκέλευσεν ὁ θεὸς |
ἐστί . καὶ ἔστι φυγεῖν αὐτὸ τηνικαῦτα τοὺς λεπτοὺς ἐπιτεῖνον κατάρρους , μιγνύναι δὲ ἑψομένῳ τῷ φαρμάκῳ καὶ γλυκυρρίζης ῥίζαν | ||
ῥευμάτων τε καὶ πνευμάτων ὥσπερ λίμνας ἐμπιμπλαμένους φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας , οὐκ |
τοῦ δένδρου διαμένουσιν ἕως τοῦ ἔαρος , ἐὰν λυγίσῃς τοὺς κλάδους αὐτῶν , τουτέστι περιστρέψῃς ἅπαξ ἢ δίς , ὅταν | ||
πέλεσθαι . . . . βάκχους . . . τοὺς κλάδους , οὓς οἱ μύσται φέρουσι . μέμνηται δὲ Ξ |
βλαστεῖα , καὶ τοὺς τῆς σίδης ἤτοι τῆς ῥοιᾶς πρωτογόνους κυτίνους , τὸν ἀνθήμονα καρπόν , μετὰ οἴνου τρίψας πάρασχε | ||
, φύλλα ὅμοια σμίλακι , σπέρμα μέλαν , καὶ τοὺς κυτίνους σκληροὺς καὶ ἀκανθώδεις : ὁ δέ τις ἄνθη μηλοειδῆ |
ἡ μουσικὴ παρὰ τοῖς Ἕλλησι , τῶν μὲν Ἀθηναίων τοὺς Διονυσιακοὺς χοροὺς καὶ τοὺς κυκλίους προτιμώντων , Συρακοσίων δὲ τοὺς | ||
χολήν , τὴν δὲ Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβήν , τοὺς δὲ Διονυσιακοὺς ἀγῶνας μεγάλα θαύματα μωροῖς ἔλεγε καὶ τοὺς δημαγωγοὺς ὄχλου |
ἐστὶ καὶ τῶν ἡμέρων ὀρνίθων , ἔτι δὲ θαλαττίων ἰχθύων ταρίχου τε ξενικοῦ πλείονα γένη : πολλάκις δέ τινες καὶ | ||
καὶ ψύχει χρήσιμα . ἀπέχειν δὲ μέλιτος καὶ νάπυος καὶ ταρίχου καὶ τῶν δριμέων πάντων καὶ οἴνων τῶν φύσει θερμῶν |
αὐτὸν ἔστεφε περιθέων ἐν κύκλῳὡς κισσὸς ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους | ||
δραχ . βʹ πηγάνου χλωροῦ . . . . . κλῶνας εʹ μέλιτος . . . . . . . |
αὐτός φησι , καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ κακοσίτους εἶναι τοὺς νεοττοὺς πρώτην τροφὴν διδόναι τοῖς βρέφεσι τοὺς γειναμένους ἁλμυρίδα γῆν | ||
: οὕτω τοι στεγανόν ἐστιν . ἐνταῦθά τοι καὶ τοὺς νεοττοὺς τρέφει κατὰ τῶν κυμάτων ἡ ἁλκυὼν φερομένη , ὥς |
δ ' ἱκαναῖς καὶ εὐτρόφοις . πειρᾶσθαι δὲ τὰς ὁρμὰς καταστέλλειν καὶ μὴ ταῖς προθυμίαις ὑπερθέσθαι τὰς ἑαυτῶν δυνάμεις : | ||
δυοῖν , πάλιν ὡσαύτως ἀνωθεῖν τὸ ἔμβρυον καὶ τὰς χεῖρας καταστέλλειν . εἰ δὲ διαστῆσαν τοὺς πόδας διαφόροις μέρεσι τῆς |
καὶ μυρμηκιῶν . ] Ἀρίθμησον τοὺς ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' | ||
Γάγγης ἢ οἱ ἄλλοι Ἰνδῶν ποταμοὶ φέρουσιν , οὐδὲ τοὺς μύρμηκας τοὺς τὸν χρυσόν σφισιν ἐργαζομένους , οὐδὲ τοὺς γρῦπας |
πεσόντος εὑρίσκεταί τι οἷον βάλανος ἐπιμήκης , ὅπερ ἀνοιχθὲν ἔχει κόκκους ὥσπερ ῥόας μικρούς , ἐρυθρούς : ῥίζας ξυλώδεις καὶ | ||
ἕλκη μετὰ φλεγμονῆς : στροβίλια κ , σικύου ἡμέρου σπέρματος κόκκους μ , ἀμύλου , νάρδου ἀνὰ ⋖ α , |
ψυχὴ τρέφεται . Ἄρεα δὲ γράφοντες καὶ Ἀφροδίτην , δύο ἱέρακας ζωγραφοῦσιν , ὧν τὸν ἄρσενα εἰκάζουσιν Ἄρει , τὴν | ||
οἱ Κοπτὸν οἰκοῦντες ὡς κροκοδείλων πολεμίους λυπεῖν προῃρημένοι πολλάκις ἀνασταυροῦσιν ἱέρακας . εἰκάζουσι δὲ τὸν μὲν κροκόδειλον ἐκεῖνοι ὕδατι , |
. σιτεῖσθαι : Ἐσθίειν . . ἰσχνῶν ῥαφανίδων : Ἀττικοὶ ῥαφανίδα φασὶν ἣν ἡμεῖς ῥάφανον : πάλιν δὲ ῥάφανον , | ||
μὲν γὰρ Ἀττικοὶ λέγουσι τὴν παρ ' ἡμῖν κράμβην , ῥαφανίδα δὲ τὴν παρ ' ἡμῖν ῥάπανον . ῥέφανον καὶ |
αὐτοὺς ὁμοίως προβραχέντας μετὰ νίτρου σπείρουσιν . εἰ δὲ βούλει πρωΐμους αὐτοὺς ποιῆσαι , σπεῖρον αὐτοὺς κατὰ τὸν καιρὸν τῶν | ||
ἣν † ἡλήϊον προσαγορεύουσιν , ὡραῖον , διὰ τὸ τοὺς πρωΐμους καέντων τῶν ἀχύρων ἐπιτηδείους εἶναι εἰς τροφήν . οὕτως |
κάταντα κατὰ στίχας ἦλθ ' ὁ μάγειρος , σείων ὀψοφόρους πίνακας κατὰ δεξιὸν ὦμον . τῷ δ ' ἅμα τεσσαράκοντα | ||
δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα . δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας , καὶ τούτων ὀπτῶν καὶ ὡς ἐπὶ |
ὀργιαζομένων τε καὶ θεραπευομένων θεῶν τὰ σύμβολα καὶ τὰς ἱερὰς ἀμπεχομένους ἐσθῆτας ἀθρόους ἐπὶ τὸν χάρακα τῶν πολεμίων πορεύεσθαι τοὺς | ||
ἐξιλάσκομαί σε , μῆτερ , ἐπιδείξας τοὺς κρείττονας ἐμοῦ τρίβωνας ἀμπεχομένους καὶ πήραν φοροῦντας καὶ παρὰ τῶν χειρόνων ἄλφιτα μεταιτοῦντας |
ἐπέκτισε τοῦ μὴ νομάδας ἔτι εἶναι ἀλλὰ ἀροτῆρας καὶ γῆς ἐργάτας , καὶ ἔχειν ὑπὲρ ὅτων δειμαίνοντες μὴ κακὰ ἀλλήλους | ||
: ἔξω γὰρ εἶναι καὶ τὰ βοσκήματα πάντα καὶ τοὺς ἐργάτας , πολλοὺς δὲ καὶ παῖδας καὶ γεραιτέρους τῶν ἐλευθέρων |
ὁ πρῶτος καρπὸς καλὸς γένηται , τὸν πρῶτον σπόρον καλῶς καρποφορεῖν σημαίνει : ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων . | ||
τοῦ νῦν ἐν πολλοῖς τόποις ἀγρίας ἀμπέλους φύεσθαι , καὶ καρποφορεῖν αὐτὰς παραπλησίως ταῖς ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργουμέναις . |
ἕνεκα τῶν πρὸς αὐτὰς φίλτρων ἀλογοῦντας μὲν τῶν πατρίων , τελουμένους δὲ τὰς μυθικὰς τελετάς , ἕνα τὸν ἔξαρχον καὶ | ||
καὶ καρποὺς τοὺς αὐτοὺς σιτουμένους , καὶ μυστήρια τὰ αὐτὰ τελουμένους : οὓς περιβάλλει τεῖχος ἓν καὶ πόλις μία , |
ὅτι Θάσιοι ἔπεμψαν Ἀγησιλάῳ προσιόντι πρόβατα παντοδαπὰ καὶ βοῦς εὖ τεθραμμένους καὶ πέμματα καὶ τραγήματα . ὁ δ ' Ἀγησίλαος | ||
μυχοῖς ἐντεθραμμένους , φάσκειν δὲ μὴ ζῷα τοὺς ἐν μήτρᾳ τεθραμμένους . ἢ ἐκ μὲν πυρῶν [ οἱ ] πυροὶ |