καίτοι τὰ μὲν τείχη διὰ τὴν εἰρήνην καὶ τὴν δουλείαν ἐᾶται παρ ' αὐτοῖς , ὧν τὸ μὲν ἅπαντες εὔχονται
μόριον ἀναλαμβάνεται τῷ τε - τρασκελεῖ ἀναδέσμῳ , καὶ οὕτως ἐᾶται ὁ πάσχων ἕως τρίτης , νοτίζει δὲ διὰ τοῦ
5359964 ὑελῳ
ϲκιλλητικοῦ # β μέλιτοϲ καλλίϲτου λι α ἀναλαβὼν ἀπόθου ἐν ὑέλῳ ἀγγείῳ : καὶ ἐπὶ τῆϲ χρείαϲ ἀνέϲαϲ μετὰ ῥοδίνου
τμητικώτατός ἐστιν ὁ σίδηρος : αἱ πολλαὶ δὲ τῶν μαιουμένων ὑέλῳ ἢ καλάμῳ ἢ ὀστράκῳ ἢ τῷ λεπίῳ τοῦ ἄρτου
5300720 μηλωτριδος
τῆς σύριγγος στόμιον , δι ' αὐτοῦ καθιέσθω ὁ τῆς μηλωτρίδος πυρὴν καὶ διωθείσθω εἰς τὸ βάθος , ἐπικόπου τε
δακτυλίῳ , ἔνδοθεν δὲ τοῦ δακτυλίου συντετρημένου , ὁ τῆς μηλωτρίδος πυρὴν εἰς τὸ στόμιον ἐντιθέσθω , καὶ διωθείσθω τὸ
5191910 ἐλασματος
καὶ διωθείσθω εἰς τὸ βάθος , ἐπικόπου τε ὄντος τοῦ ἐλάσματος , ὅλη διαιρείσθω ἡ σύριγξ τῷ ἡμισπαθίῳ . ταῦτα
περὶ τούτων προφερόμενοι . κατασκευάζεται γὰρ σφαῖρα πάχος ἔχουσα τοῦ ἐλάσματος ὥστε μὴ εὔθλαστος εἶναι , χωροῦσα ὅσον κοτύλας ηʹ
5019892 τινω
γὰρ τὸ γίνω τὸ κατασκευάζω : κλίνω : κρίνω : τίνω τὸ ἀποδίδωμι , ὃ καὶ τίω λέγεται , ἐξ
οἷον , σίνω : πίνω : φθίνω : κλίνω : τίνω τὸ ἀποδίδωμι , οὗ παράγωγον τὸ τιννύω : γίνω
4965226 καθιεσθω
τῷ δακτυλίῳ διὰ πάχος καὶ τὴν ἀπήνειαν τῶν σωμάτων , καθιέσθω ἡ μηλωτρὶς εἰς τὸ βάθος ἕως οὗ κενεμβατήσῃ ,
ἀλλ ' ἀνισοπλατῆ . ἐπὶ τῶν ἐν μετεώρῳ κειμένων διαστημάτων καθιέσθω ἀπὸ τοῦ Α σημείου ἐπὶ τὸ ὑποκείμενον ἐπίπεδον κάθετος
4936511 περιωρισμενον
ἀλλήλων κατὰ τὸ ἔσχατον καὶ ἐπιπολῆς εἴδωλον καὶ κατὰ τὸ περιωρισμένον τῆς περιγραφῆς , ἓν εἶδός εἰσι : καθ '
φήσουσιν , ὅτι μικρὸν μέν , οὐ πρὸς ἀκρίβειαν δὲ περιωρισμένον τόπον ἀθρόως κινεῖται τὸ κινούμενον , ἐνέσται ἡμῖν κατὰ
4928536 τοὐκ
γέγονεν , οὐκ ἔσται κηποι δεποτις εἴη , πόθεν γενήσεται τοὐκ ὂν εἰς οὐκ ὄν : εἰς οὐκ ὂν γὰρ
αὐτόθεν ποι γέγονεν , οὔκ ἔσται . πόθεν γὰρ γενήσεται τοὐκ ὄν εἰς οὐκ ὄν : εἰς οὐκ ὂν γὰρ
4918330 ὀψοποιοις
, ἀλλ ' οἱ μὲν κυνηγέται καὶ οἱ ἁλιῆς τοῖς ὀψοποιοῖς παραδιδόασιν , οἱ δ ' αὖ γεωμέτραι καὶ οἱ
δὲ αὐτῆς λουτρὸν ἦν , καὶ γυμνάσιον : τὸ δὲ ὀψοποιοῖς χώρα : τὸ δέ , θάλαμοι παλλακίσιν : τὸ
4899194 πηγμα
μανικῶς κινεῖται . Ὀκνεῖ . εὐλαβῶς ἔχει . Ὀκρίβας . πῆγμα τὸ ἐν τῷ θεάτρῳ τιθέμενον , ἐφ ' οὗ
τῶν προτετελεσμένων ἔργων αἵ τε διαιρέσεις τῶν μοχλῶν καὶ τὸ πῆγμα τῆς σχεδίας ἐτηρεῖτο καὶ τῶν ἐντιθεμένων πετρῶν ἠσφαλίζετο τὸ
4878045 κροκυδι
ἄκρον τῆς διακοπῆς ἀποσφίγγειν ὡς ἐρίῳ ἐστραμμένῳ ἢ μίτῳ ἢ κροκύδι ἤ τινι παραπλησίῳ : τὸ γὰρ λίνον ἐντέμνον τὴν
ἅπαϲα ἡ προειρημένη . λειωθέντα δὲ ϲὺν μέλιτι καὶ ἀναληφθέντα κροκύδι ἐντίθεται τῷ δακτυλίῳ . Περὶ ἀέρων Γαληνοῦ . Ἄριϲτοϲ
4877067 μητρης
παραδέξεται ὁ στόμαχος : προστιθέναι δὲ πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης καὶ ὦσαι ὅκως ἂν περήσῃ ἐς τὸ εἴσω τῆς
ὡς φάρμακον τρίβεται , εἶτα τούτῳ ἐναλείφειν τὸ στόμα τῆς μήτρης . Ἕτερον προσθετὸν μαλθακόν : χηνὸς μυελὸν ὅσον κάρυον
4857261 εὐκρινες
καὶ ἀσφαλές , εἰ καὶ ἄλλως ἡ συντομία ἀφαιρεῖται τὸ εὐκρινές . Ὁ τοίνυν ἐγκέφαλος ἀρχή τις ὢν καὶ πηγὴ
τούτου τυχόντος πραγματείας ἀλλὰ μὴ κατὰ πάρεργον ἄν τις εἶχεν εὐκρινές τι λαβεῖν . πάντη γὰρ καὶ πάντως ἐστὶ χαλεπώτατον
4846997 Φιλημονι
ἐπιγραφήν . καὶ παροιμία παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἐγένετο ὡς παρὰ Φιλήμονι . λέγεται δὲ καὶ κατὰ ἀποκοπὴν τὸ σαυτὴν ἐπαινεῖς
εἴρηκεν . ὁ δὲ Ἡρόδοτος τριτημορίδα . τὸ δὲ παρὰ Φιλήμονι τριτήμορον τεταρτημόριον καλεῖ ἐνίοτε Πλάτων . ὅτι δὲ οἱ
4810280 στοιχειωτον
, ἐπεὶ καὶ ὡς ὕλη τοῖς ἑαυτοῦ στοιχείοις κέχρηται τὸ στοιχειωτόν , οἷον εἶδος ἐκείνοις ἐπιγιγνόμενον . Εἰ δὴ ταῦτα
δι ' ἣν καὶ ἡ τὶς οὐσία πανταχοῦ τὸ τὶ στοιχειωτόν : τὸ γὰρ πανταχοῦ συνῃρημένον οὐσίαν καλοῦμεν , ὥσπερ
4776262 τοπικον
ἐκ προηγησαμένης τινὸς φλεγμονῆς ἐνίοτε γιγνομένη , ποτὲ δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ὑπερσαρκῶσαν οὕτως ὠνομάσθη ἀπὸ τῆς παρεπομένης δυσκινησίας καὶ
εὐθείας φερομένων . Τῆμος ἐπὶ ζέφυρον ] Τῆμος δύναται καὶ τοπικὸν καὶ χρονικὸν , νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ τοπικοῦ .
4766308 ἐλασμα
, καὶ τῇ δεομένῃ πλευρᾷ ἀναιρέσεως πλατὺ μήλης ἢ μηνιγγοφύλακος ἔλασμα ὑπερειδέσθω ἕδρας χάριν , καὶ ἡ ἀκμὴ τοῦ τρυπάνου
φοινίκων καὶ κυδωνίων καὶ μυρσίνης καταπλάσμασι καὶ κηρωταῖς χρῆσθαι . ἔλασμα δὲ μολύβδου πλατὺ καὶ λεπτὸν ὑποβλητέον τῇ ὀσφύι νυκτός
4721502 ἀναπληρωσις
τὰ πάθη εἰ δή ἐστιν ἡ ἡδονὴ τοῦ κατὰ φύσιν ἀναπλήρωσις , ἐν ᾧ ἡ ἀναπλήρωσις , τοῦτο ἂν καὶ
γενέσεις ἀλλὰ τῷ ἐνεργεῖν τὴν φύσιν , ὅταν γένεσις καὶ ἀναπλήρωσις ᾖ . κατὰ συμβεβηκὸς οὖν σπουδαῖαι αἱ σωματικαὶ ἡδοναί
4721056 Ἀλγιδῳ
ἐλαύνων τὸν ἵππον ἀφικνεῖται περὶ λύχνων ἁφὰς ἐπὶ τὸν πρὸς Ἀλγιδῷ χάρακα , τοιοῦτος οἷος ἐκ τῆς πόλεως ἐξέδραμεν ,
γῆν ἐμβαλόντες ὅμορον οὖσαν σφίσι καὶ πολλὰ δῃώσαντες αὐτῆς ἐν Ἀλγιδῷ πόλει τίθενται τὸν χάρακα . ὡς δ ' ἤκουσαν
4718525 κατασβεννυται
οἷόνπερ χιών , καὶ οὔτε τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ ὕδατος κατασβέννυται οὔτε τὸ ὕδωρ ὑπὸ τοῦ πυρὸς φλέγεται , ἀλλ
περιπεπλασμένῃ τὸ πῶμα πηλῷ ἄχρι ὀπτήσεως τοῦ κεράμου , ἔπειτα κατασβέννυται οἴνῳ καὶ φυραθέντα πάλιν ὁμοίως καίεται , εἶτα πλύνεται
4714355 ἐπιφερομενης
σύμφωνον τῆς προηγουμένης λέξεως , καὶ χωρὶς τὸ φωνῆεν τῆς ἐπιφερομένης , οἷον ὑπὲρ Ἀπολλωνίου , σὺν Ἀπολλωνίῳ , πρὸς
τὸ δηλῶσαι , ὅτι πεπλήρωται ἡ στροφή , ἡ παράγραφος ἐπιφερομένης ἄλλης στροφῆς , ἐπεὶ καὶ ἐφ ' ἑκάστου κώλου
4712916 εὐθηνειται
: * * * . καὶ ἁπλῶς τὰ μὲν πληρουμένης εὐθηνεῖται , τὰ δὲ ληγούσης αὐτῆς , τοῖς μὲν ὠφελίμου
ἀλλὰ δι ' ὃν ὁ ὑμέτερος δῆμος γέγηθέ τε καὶ εὐθηνεῖται . εἰ δὲ οὔπω ὑμῖν δῆλον ὃ λέγω ,
4709739 πρωρα
τοῦ σκάφους ; „ τοῦ δὲ εἰπόντος , „ ἡ πρώρα ” , ἔφη : ” ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι
νεώς , παρὰ τὸ εἰς πέρας καὶ τελευταῖον μέρος μένειν πρώρα δὲ τὸ ἐμπρόσθιον , παρὰ τὸ πρῶτον τοῦ ῥέοντος
4660708 εἰρεται
Μυλήφατος . παρὰ τὸ ὑπὸ μύλης συντετρίφθαι . Μάσταξ . εἴρεται μὲν ἐπὶ τοῦ στόματος . Ὅμηρος : ἀλλ '
συνηθείᾳ ἔρφος ] στέρφος , τὸ δέρμα : Ἰωνικῶς δὲ εἴρεται , χωρὶς τοῦ σ ἤν ] καὶ ἐάν ἢν
4644893 βησσα
φωνὴν εἴρηται τῶν τελῶν κατάληψιν σπουδαζόντων . . . . βῆσσα : ὁ βάσιμος τόπος καὶ ὑψηλὸς καὶ κοῖλος :
ῥηματικὸς χαρακτήρ : καὶ ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσα καὶ βῆσσα , ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , πείσω πεῖσα :
4644208 ἐπιφορα
λήμματα τῆς ἀποδείξεώς ἐστιν ἄδηλα , ἄδηλος δὲ καὶ ἡ ἐπιφορά , τὸ δὲ ἐξ ἀδήλων συνεστὼς πάλιν ἄδηλον ,
καὶ ἐπιφορά ἐστιν . καὶ κατὰ τοῦτο ἄρα συνάγεται ἡ ἐπιφορά . Ταῦτα μὲν οἱ δογματικοί : τάξει δὲ ῥητέον
4590761 ἐσχηματισμενη
αὕτη μὲν προσεσταλμένη ἐστὶν καὶ κοσμία , καὶ οὐ σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς ὑπερήφανόν τι διαπραττομένη , ἀλλὰ ταὐτὰ διαπραξαμένη τῇ
. ἐὰν δ ' ἡ μέν τις ὑποφορὰ ἄνω ᾖ ἐσχηματισμένη , ἡ δὲ κάτω , ἄλλη δὲ πλαγία κεχωρισμένη
4587251 πορθμευ
ὡς ἂν εἰδὼς ἅπαντα . Οὐ σχολή μοι , ὦ πορθμεῦ : ἀπέρχομαι γάρ τι διακονησόμενος τῷ ἄνω Διὶ τῶν
μὲν ἐκείνῳ , ἐκεῖνο δὲ ἄλλῳ . Εἰκότως , ὦ πορθμεῦ : εἵμαρται γὰρ ἐκείνῳ μὲν ὑπὸ τούτου φονευθῆναι ,
4585766 κωλυσαν
τοῦ ἀέρος ἑνὸς γινομένου διὰ τὸ ἀγγεῖον τὸ διορίσαν καὶ κωλῦσαν θρυφθῆναι πάλιν ὁ ἀὴρ ἀπωσθῇ , ὥσπερ σφαῖρα .
αἰτίους εἶναι , ἀλλὰ τὸ μέγεθος τοῦ χειμῶνος εἶναι τὸ κωλῦσαν τὴν ἀναίρεσιν . τούτων δὲ μάρτυρας παρείχοντο τοὺς κυβερνήτας
4565425 πεντηκονταδος
ὅλων γενέσεως συσταθείς : . § : ἀπολειφθήσεται ὁ ἁγιώτατος πεντηκοντάδος ἀριθμός , δύναμις ὢν τοῦ ὀρθογωνίου τριγώνου , ὅπερ
τὰ γὰρ προπύλαια τῆς σκηνῆς ὡσανεὶ μέσος ὅρος ἵδρυτο διττῆς πεντηκοντάδος , τῆς μὲν κατ ' ἀνατολάς , ἔνθα αἱ
4560738 ἀνασπογγισας
ὡσαύτως , τρίψας λεῖα ἐν μέλιτι , εἶτα ἐν εἰρίῳ ἀνασπογγίσας , ἐνδήσας τὸ εἴριον ἐς ὀθόνιον λίνῳ , προσθέτω
χυτρίδιον , καὶ ἐᾷν ἕως ἂν κατακαυθῇ πᾶν : ἔπειτα ἀνασπογγίσας τὸ ἕλκος καὶ ἐκκαθήρας , ἐπιδῆσαι ὥσπερ τὸ πρότερον
4558076 μιλιον
: λογιζομένῳ δέ , ὡς μὲν οἱ πολλοί , τὸ μίλιον ὀκταστάδιον τετρακισχίλιοι ἂν εἶεν στάδιοι καὶ ἐπ ' αὐτοῖς
, καὶ τρέχοντας ἐπ ' εὐθείας ὡς ἓν ἢ δεύτερον μίλιον ὑποστρέφειν ἄχρι τοῦ ἡμίσεως διαστήματος καὶ ἐκκλίνοντας ὅτε δεξιά
4525707 χλιαινετ
τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται .
τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται ,
4517434 ἑαφθη
ἐάγη . πῶς οὖν παρὰ τὸ ἕπω καὶ ἥφθη τὸ ἑάφθη δύναται διαιρεῖσθαι ; διὸ ὁ Τυραννίων ἐκδέχεται ἀπὸ τοῦ
ἐκλίνθη δ ' ἑτέρωσε κάρη , ἐπὶ δ ' ἀσπὶς ἑάφθη . . . . Ν : Ἑάφθη : Ἀρίσταρχος
4512290 ἀναξηρανθῃ
: Φανίαν δὲ τὴν τῶν † Πυράκων † λίμνην ὅταν ἀναξηρανθῇ καίεσθαι , καὶ τὴν Ἀσκανίαν πότιμον οὖσαν τὸ προσενεχθὲν
τοιαύτη ὑγρότης , ὑγιαίνει τὸ ζῶιον , ὅταν δὲ ? ἀναξηρανθῇ , ἀναισθητεῖ τε τὸ ζῶιον καὶ ἀποθνήσκει . διὰ
4507254 ἀγγειον
δὲ μὴ ἔχῃ , ἐπιπλέουσιν . Τὴν γύψον ἐμβλητέον εἰς ἀγγεῖον πλατύ , εἶτα καὶ γλεῦκος ἐπιχυτέον , ὥστε ὑπερέχειν
ἀγγείῳ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ὁ Περσεύς : τὸ δὲ ἀγγεῖον ἐκεῖνο ἔσκεπε τὸ μετάφρενον αὐτοῦ . . ΓΟΡΓΟΥΣ .
4496198 ἀνευρυσμα
. ἐκ τούτου γὰρ πολλαῖς βρογχοκῆλαι κατεσκευάσθησαν , ὅπερ ἐστὶν ἀνεύρυσμα τοπικόν : ἔστι δὲ ἀνίατος ἡ διάθεσις . Δυστοκίας
ἤτοι ἡμέρου ἤτοι κακοήθους . υιʹ . Πνευμόμφαλόν ἐστι τὸ ἀνεύρυσμα τοῦ ὀμφαλοῦ . υιαʹ . Ἐν κατακαλύψει ἐστὶν ἀπόστημα
4490525 ἀσφαλιζεται
ὑπὲρ τὸ διάπηγμα ἐρίου περιειλημένου , καὶ ὁ μὲν βραχίων ἀσφαλίζεται πρὸς τὸ διάπηγμα [ ἐν ] τῇ τοῦ φοίνικος
διεκβάλλονται χεῖρες , διὰ δὲ τοῦ λοιποῦ τῆς καιρίας χαλάσματος ἀσφαλίζεται τὸ σῶμα . Ἕνεκα τῆς πλοκῆς τῶν ὤτων πλέξαι
4488812 περησῃ
κῦδος , μέσφ ' ὅτε τις στονόεντα πόνον διὰ ποσσὶ περήσῃ . Ὣς φάτο : τὸν δ ' Ἀχιλῆος ἀμείβετο
δὲ πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης καὶ ὦσαι ὅκως ἂν περήσῃ ἐς τὸ εἴσω τῆς μήτρης : ὅταν δὲ ἀποτακῇ
4480198 ἀπηλλαχθω
τοῦ κλίματός ἐστιν . εἰ δ ' οὐ συναποφαίνεται , ἀπηλλάχθω τῆς αἰτίας . οὐ συναποφαίνεται δέ γε , ἀλλὰ
πρὸς μεσημβρίαν : πόῤῥω δὲ ἔστω τῆς ληνοῦ , καὶ ἀπηλλάχθω πάσης δυσωδίας . τοὺς δὲ πίθους ἑδραστέον μὴ ψαύοντας
4477761 σταις
, καὶ τὸ φᾶρ ἀπὸ τοῦ φᾶρος , καὶ κρῖ σταῖς στῆρ οὖς ὦς φῶς πῦρ . τὰ δὲ ἔχοντα
, δίγραμμα διγράμματος , κραταίπεδον . Ἓν εἰς αις τὸ σταῖς ἐπὶ τοῦ ἀλεύρου σταιτός : τὸ δέμας ἄκλιτον :
4468984 διαιρουν
καὶ ποτὰ λάβῃ , τήκει δή , καὶ κατὰ σμικρὰ διαιροῦν , διὰ τῶν ἐξόδων ᾗπερ πορεύεται διάγον , οἷον
ἰσότητα ἢ ἀνισότητα οὐδὲ εὐθεῖά ἐστι δηλονότι , οὐδὲ τὸ διαιροῦν αὐτὰς σημεῖον . φανερὸν δή , . , ]
4449260 βαρειᾳ
Ῥωμαίων οὔτ ' ἐξελάσας τῆς πατρίδος οὔτ ' ἄλλῃ συμφορᾷ βαρείᾳ περιβαλὼν οὐδεμιᾷ . οὗτος ὁ ζῆλος ἀπ ' ἐκείνου
μικρὸν ἀναπνεῦσαι , τῇ τε λύπῃ κατεργασθεὶς ὅλος καὶ νόσῳ βαρείᾳ συσχεθεὶς τελευτᾷ τὸν βίον διαδόχους τῆς ἰδίας ἀρχῆς τήν
4434063 ἐκκρεμαμενου
, προστάσσῃς , προστάττεις , - ττοις . ἐκπεπληγμένου ] ἐκκρεμαμένου , ἐβροντημένου , ἐκμανοῦς . , ἔκπληξιν ⌈ καὶ
: κατάντους γὰρ οὔσης τῆς κοτύλης καὶ μεγάλου βάρους αὐτῆς ἐκκρεμαμένου τοῦ παντὸς σκέλους , ἑτοίμως αὖθις ὁ μηρὸς ἐκστήσεται
4433427 ξυμμετρον
, ὡς Ἀρριανός φησιν , ὅσον τοσῶιδε μήκει ἐς κουφότητα ξύμμετρον . κατὰ δὲ τοῦ τοσούτου ἀνδρὸς νικηφόρος γέγονεν εἰς
ἐκ τῆς εὐρυχωρίας ἐς τὰ στενόπορα , ἵνα σφίσι μὲν ξύμμετρον τὸ χωρίον ἀναπτύξαι τὴν φάλαγγα , τοῖς δὲ ἀχρεῖον
4419750 ἀνεπυνθανοντο
ὅτε προτερήσειαν ἔνιοι τῆς ὥρας , ἀνακάμπτοντες παρὰ τὰς θύρας ἀνεπυνθάνοντο τῶν ἐξιόντων παίδων τί τὸ παρακείμενον εἴη καὶ πῶς
ἦν δὲ αὐτοῖς ἔθος ἀμίδα εἰσφέρειν : συγκαταινέσαντος δὲ πάλιν ἀνεπυνθάνοντο , χαλκῆν ἢ ὀστρακίνην ; ὁ δὲ ὀργισθεὶς ἀπεφήνατο
4417815 βαρυνῃ
Φειδίου . Σχεδόν τι τὰ τρία ἠπιστάμην , καὶ ὅτι βαρύνῃ τῷ μὴ τοὺς φίλους ὁρᾶν καὶ ὅτι σοι πόνος
τε ἀρεσκούσης καὶ Τιτιανὸν τεκούσης , καὶ ὅτι σὺ δυοῖν βαρύνῃ , τῷ τε ἐκείνην κάμνειν καὶ τῷ τῶν ἀγώνων
4393631 διαπνευσθῃ
ἀποθέμενον ἐν ὑέλῳ ἢ ἀργύρῳ τηρεῖν σπουδαίως , ὅπως μὴ διαπνευσθῇ . δίδοναι δ ' ἐξ αὐτοῦ τῷ παρεσκευασμένῳ μύστρου
καὶ ταῦτα κατατίθεσθαι ἐν ἀγγείῳ κεκαλυμμένῳ ἀσφαλῶς , ὡς μὴ διαπνευσθῇ . χρὴ γὰρ τὰ μὲν ἐνθέματα λαμβανόμενα ἔτι μεμυκέναι
4393597 βαδισεως
οὐραγεῖν , ἀλλὰ ἡγεῖσθαι οὖν αὐτὴν δεῖν καὶ ἐκ τῆς βαδίσεως ὁμολογεῖ . † ποθεῖ γοῦν ἐκεῖνα καὶ μέντοι καὶ
δ ' ἀκρασία . ἀμήχανον : ἀδύνατον , τροφῆς καὶ βαδίσεως , ἀσθενῆ , ἄπορον . ἀδρανέοντες : ἀσθενοῦντες :
4392830 θεμα
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας ,
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ
4389462 ἀγγει
κλεινῶν Ἀθηνῶν λαβὼν βρέφος νεογνὸν ἐκ κοίλης πέτρας αὐτῶι σὺν ἄγγει σπαργάνοισί θ ' οἷς ἔχει ἔνεγκε Δελφῶν τἀμὰ πρὸς
τε ὃν ἅμα καὶ διαυγέστερον ἑαυτοῦ , κἂν ἐν τῷ ἄγγει ἔτι περ ᾖ , ἐν ᾧ ἂν ὁ βδάλλων
4389271 αἰρεθ
ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' :
ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται . βατάνιον δ '
4388772 καταγμα
, πρῶτον δὲ καταρτιζέσθω τὸ ἐξάρθρημα , καὶ τότε τὸ κάταγμα . πρὸς μὲν οὖν τὸν τοῦ ἐξαρθρήματος καταρτισμὸν τὸ
κἀν ταῖς ἐξαρθρήσεσι διακριτέον τὸ πρὸς τοῖς κορωνοῖς ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα διὰ τοῦ κινεῖσθαι κατὰ τὴν διὰ τῶν δακτύλων παραγωγήν
4382148 ἀφελομενη
ἐς εἴριον ἐνδήσας προστίθεσθαι , ἦμος ἥλιος δύνῃ , εἶτα ἀφελομένη διανιζέσθω οἴνῳ εὐώδει : ποιέειν δὲ ταῦτα , παυομένων
' αὐτοῦ λαβεῖν αὐτόν . ἡ δὲ πιπρασκομένου τὴν καλύπτραν ἀφελομένη τῆς κεφαλῆς ἀντέδωκεν : ὅθεν Ποδάρκης Πρίαμος ἐκλήθη .
4381763 ἀλεη
καὶ τῆς γῆς ἡ ψιλότης , καὶ ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλέη οὐδὲ σκέπη . Αἱ γὰρ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων οὐκ
τουτέοιϲι καὶ τὸ ϲμικρὸν αἷμα δυνατώτατον καὶ [ ἡ ] ἀλέη τῆϲ ζωῆϲ τοῦ ϲκήνεοϲ καὶ τῆϲ τροφῆϲ ἐόν :
4379930 ἰσχιῳ
, εὐσαρκία περιττοτέρα τοῦ λόγου . τὰ δὲ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισπα ἔστω , μήτ ' αὖ περιττά ,
τοῦ κρατήματος , σπάθης ἰπωτρίδος τὸ πλατὺ μέρος ὑποτιθέσθω τῷ ἰσχίῳ , τῷ δὲ μηρῷ κατὰ τὰ ἀπολήγοντα μέρη τὰ
4376520 παφλαζεται
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ
4373768 βυθοισι
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνεται , ἐξαίρεται , παφλάζεται , προσκάεθ '
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται ,
4370211 πεμπτης
, Ἑρμῆς Σελήνη Κρόνος τε περὶ τὴν δωδεκάτην . Τῆς πέμπτης δὲ τὴν ἅπασαν ἡμέραν Ζεὺς πολεύει , οὗτος καὶ
, Β , Γ , Δ , ὡς ἐπὶ τῆς πέμπτης καταγραφῆς , ἡ ΕΖ τῇ ἑτέρᾳ οὐ συμπεσεῖται .
4369808 κατεσχισμενον
Κορωνόπους πρόμηκές ἐστι βοτάνιον , κατὰ τοῦ ἐδάφους ἐστρωμένον , κατεσχισμένον τὰ φύλλα , λαχανευόμενον . Κόστος διαφέρει ὁ Ἀραβικός
δείξας καὶ προειπὼν , καὶ ἐφ ' ἅπασιν ἔδοξα ὡς κατεσχισμένον τε εἴη τὸ πλοῖον καὶ οὐδὲν ἔτι . ἔστι
4363579 ἀπολυτος
ἂν διὰ ταῦτα δικαίως ἢ σῴζοισθε ; εἶτά ἐστιν ὁ ἀπόλυτος μερισμός , οὐδὲν ἄλλ ' ἢ ἐπίκρισις ὤν ,
, διὰ τί οὐ καὶ ἔχει κίνησιν ; Καὶ ἡ ἀπόλυτος κίνησις , οἷον ἡ τοῦ βαδίζειν , ἔχει βάδισιν
4358063 βλεποντι
ἦν τις αὐτῷ καὶ ἐκ τούτων ἡδονὴ πρὸς τὸ πλέον βλέποντι καὶ τῶν ὑμνησόντων τὸ προσγενησόμενον οὐκ ἠπόρει , οἳ
. τῷ γάρ τινι εὔλογον τὸ ἀμίδα παρακρατεῖν αὐτὸ μόνον βλέποντι , ὅτι μὴ παρακρατήσας μὲν πληγὰς λήψεται καὶ τροφὰς
4356250 ἐκτασις
τοῖς τοιούτοις τροπὴ τοῦ ε εἰς ο , καὶ αὖθις ἔκτασις τοῦ ο εἰς ω : νέμω , νωμῶ :
ἐστιν αὕτη καὶ οἷον γένεσίς τις ἀπὸ λόγου σπερματικοῦ καὶ ἔκτασις , τετευχυῖα παρὰ τὸ τοιοῦτον τῆς ὀνομασίας , παρ
4354688 Κορωνης
ἀλλ ' ἔθυσεν ἡ γυνή . τὸ μοσχίον τὸ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν . Διονυσίου δὲ δράματ ' ἐκμαθεῖν δέοι
ἀνωμάλοις κέχρηνται τοῖς ἀπὸ θαλάττης διαστήμασι . Πλησίον δὲ τῆς Κορώνης κατὰ μέσον πως τὸν κόλπον ὁ Παμισὸς ποταμὸς ἐκβάλλει
4354322 ἀγανον
ἀγαθόν βʹ : τὸν σπουδαῖον . καὶ κύριον ὄνομα . ἀγανόν βʹ : τὸ προσηνές . καὶ τὸ ἀβίαστον .
τοῦτο τραγικώτερον τὸ ὄνομα . , . . , . ἀγανόν : καλόν , ἡδύ . Ἀριστοφάνης Λυσιστράτῃ ἐμοὶ γὰρ
4353250 βελτιστης
. καὶ Ἀντιφάνης δ ' ἐν Παιδεραστῇ : τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
. βύστραν τιν ' ἐκ φύλλων τινῶν . τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
4349480 ἀπροσδεες
. θ παντελές ] πάντως . παντελές ] τέλειε , ἀπροσδεές . πάντως ἡμῖν βοήθησον , ὥστε μὴ ὑπὸ τῶν
πάθῃ : οὐ γὰρ ᾄξει αὐτὸ εἰς κρίσιν τοιαύτην . ἀπροσδεές ἐστιν ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ τὸ ἡγεμονικόν , ἐὰν
4347030 περιτοναιῳ
τρίτοι τούτοις συνάπτοντες οἱ εὐθεῖς , καὶ τέταρτοι οἱ τῷ περιτοναίῳ συμφυεῖς , ἐγκάρσιοι τῇ θέσει . καὶ λανθάνει γε
ἀνατομῶν . ἐν γὰρ τῷ διαιρεῖσθαι τὸ ἐπιγάστριον ἅμα τῷ περιτοναίῳ κατὰ τὸ μεσεντέριον ἀρτηρίας ἰδεῖν ἔστι σαφῶς ἐπὶ μὲν
4345058 ἀπειλητην
ἀρχούσης ἀπειλείτην καὶ τροπῇ τῆς ει διφθόγγου εἰς τὸ η ἀπειλήτην . οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν . τὸ δὲ ἀπειλῶ
ἤχθηρα , ἐὰν ἐχθήρω καὶ ἀπεχθήρω . . . . ἀπειλήτην : ἀπειλῶ ἠπειλησάτην καὶ συγκοπῇ τῆς σα συλλαβῆς ἀπειλήτην
4340707 εἰληλουθα
[ ἤγουν τὴν ἄρχουσαν ] ἰώνισται . τοῦ δὲ τοιούτου εἰλήλουθα πληθυντικὸν εἰληλούθαμεν ἀναλόγῳ προσθέσει τοῦ μεν κατὰ τὸ τέτυφα
δολιχεγχέας : ἥδε δέ μοι νῦν ἠὼς ἑνδεκάτη ὅτε Ἴλιον εἰλήλουθα . αὐτὰρ ἐμοὶ γενεὴ ἐξ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος Ἀξιοῦ
4336141 κορμος
τοξεύσας ἀνεῖλεν αὐτὸν γνωρίσας τὸν Ἀλέξανδρον . φιτρὸς οὖν ὁ κορμός , λέγει δὲ τὸν Ἀλέξανδρον : καὶ ἄνω γὰρ
δίκαια , τῆς κεφαλῆς ἀφαιρεθείην . ἐπίξηνος καλεῖται ὁ μαγειρικὸς κορμός , ἐφ ' οὗ τὰ κρέα συγκόπτουσιν . Γ
4332448 αἱματικης
καὶ ἐπίμονον τῆς ὀδύνης , ἔνδον οὔσης τῶν ἀγγείων τῆς αἱματικῆς ὕλης . καὶ μάλιστα κακίστη ἐστὶν ἡ τοιαύτη κεφαλαλγία
φησίν , ἐστὶ τροφὴ τὸ αἷμα , ὥστε ἐκ τῆς αἱματικῆς τροφῆς τῆς ἐν τῷ συνδυασμῷ πεττομένης καὶ μεταβεβληκυίας τὸ
4326284 πωμασας
ἔμβαλε , ὡς ὑπερέχειν τῶν βοτρύων τὸ ὕδωρ , καὶ πωμάσας ἐπιμελῶς καὶ γυψώσας , ἀπόθου εἰς τόπον ψυχρὸν καὶ
εἰς ἄγγος κεραμεοῦν : καὶ θεὶς ἐπὶ τὸ πῦρ ἕψε πωμάσας τὸ ἄγγος καὶ βλέπε ἐκ διαλειμμάτων τινῶν : ὅταν
4322655 ὑπολειπομενον
λέγεται τῆς ἠπείρου πλοῦν ἡμερῶν τεττάρων , τὸ δ ' ὑπολειπόμενον ἀνήκειν μὲν ἱστοροῦσιν εἰς τὸ πέ - λαγος ,
ἰσχναίνει δὲ διὰ τὴν κένωσιν , ὑγραίνει δὲ διὰ τὸ ὑπολειπόμενον ἐν τῷ σώματι τῆς συντήξιος τῆς ὑπὸ τοῦ πόνου
4321847 ὀφλημα
ἐν γήρᾳ τὰ αὐτὰ πείσεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων , ἀναγκαῖον ὄφλημα ἀντεκτίνουσιν ἐν καιρῷ , λαβόντες αὐτὸ καὶ ἀποδιδόντας :
, ἐάν τις τῶν ὀφειλόντων τῷ δημοσίῳ μὴ ἐκτείσας τὸ ὄφλημα τῇ πόλει ἐξαλειφθῇ , εἶναι κατ ' αὐτοῦ τὰς
4321648 αὐξηθῃ
καὶ ἀναποθῇ τὸ ἐκχύμωμα τὸ ἐν τῇ φλάσει γενόμενον , αὐξηθῇ δὲ σαρκὶ ὑγιέϊ τὸ χωρίον , ἅψηται δὲ τοῦ
ἐστὶν , ὁκόταν οἱ δέκα μῆνες παρέλθωσι καὶ τὸ ἔμβρυον αὐξηθῇ : ἕλκει γὰρ ἀπὸ τοῦ αἵματος ἐς ἑωυτὸ τὸ
4320934 διαπηγματι
ὑπὸ δὲ τὸ κάτω διάπηγμα σανίς ἐστι πλαγία προσπεπηγυῖα τῷ διαπήγματι καὶ τοῖς σκέλεσι τοῦ ὀργάνου . ταύτην τὴν σανίδα
ἀνεστραμμένου ἐκκοπῇ : κατὰ δὲ τὴν τῆς ἐκκοπῆς τάξιν τῷ διαπήγματι προσήλωται σιδηροῦν πῖ . κοινότερον δὲ τοῦτο τὸ πῖ
4319523 ἀφηψηται
, εἰ δὲ μή , εἰς ὑδρέλαιον , ἐν ᾧ ἀφήψηται γλήχων , δάφνης φύλλα καὶ τὰ ὅμοια , πυρία
, ἐμβροχαὶ δι ' ἐλαίου θερμοῦ καὶ γλυκέος ἐν ᾧ ἀφήψηται πήγανον καὶ ἄνηθον , καὶ εἰ μὴ ἀντιπίπτει ἡ
4301080 Παλλαντιῳ
κληθὲν νόμισμα Αἰγιναῖον . Ὅτι Ῥωμαῖοι ὑπὸ τῷ λόφῳ τῷ Παλλαντίῳ Πυρετοῦ καὶ νεὼν καὶ βωμὸν ἱδρύσαντο . Μοιχὸς ἐν
τὸ ζῷον εἶναι πεπιστευκότες . Ῥωμύλος δὲ ἄρα ἐν τῷ Παλλαντίῳ λόφῳ δώδεκα γυψὶν οἰωνισάμενος , ὡς ἀγαθῆς τῆς μαντείας
4300644 ἑψει
. ὄξους κοτύλης τὸ ἥμισυ , ὕδατος κοτύλην αʹ . ἕψει ἕως εἰς τρίτον κατέλθῃ μέρος καὶ δίδου εὐπέπτῳ ὄντι
τὸ ἐξυμενισθῆναι , καὶ συλλειώσας ἐπιμελῶς , βαλὼν εἰς κακκάβην ἕψει κινῶν σπάθῃ φοινικίνῃ ἀφῃρημένῃ τοῦ φλοιοῦ τοῦ χλωροῦ τοῦ
4298950 ψαυω
φιλονεικοῦντες ἀποδεῖξαι ὡς οὐ γενικῇ μόνον ἀλλὰ καὶ αἰτιατικῇ τὸ ψαύω συντάσσεται , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς φιλονεικεῖν : εὕρηται
καὶ ἱδρὼς ἐν αὐτῷ καταρρεῖ : καὶ ψόη παρὰ τὸ ψαύω . Αἱ πλευραὶ αἱ μέν εἰσι μακραί , αἱ
4296223 ἑκατονταρχος
μανεὶς ἀπεκρίνατο : Ἔχει τὸ στῆθός σου καρκίνους ; Σιδόνιος ἑκατόνταρχος τοῖς στρατιώταις ἔλεγεν : Σήμερον πολλὰ καθίσατε : αὔριον
Γένυς οἱονεὶ κένυς ἡ κενὴ οὖσα ὀστῶν : κεντήριον ὁ ἑκατόνταρχος : κέντε γὰρ παρὰ Ῥωμαίοις τὰ ρʹ . Δειλαίης
4293180 τριτης
εὐπρεπέστεροι . Οἱ δὲ ἱρέες ξυροῦνται πᾶν τὸ σῶμα διὰ τρίτης ἡμέρης , ἵνα μήτε φθεὶρ μήτε ἄλλο μυσαρὸν μηδὲν
περιεχέσθω ὑπὸ ῥητῆς τῆς ΑΒ καὶ τῆς ἐκ δύο ὀνομάτων τρίτης τῆς ΑΔ διῃρημένης εἰς τὰ ὀνόματα κατὰ τὸ Ε
4292073 Ποσειδιον
. . . . . νϚ γʹ λη δʹ τὸ Ποσείδιον . . . . . . . . .
παρήκει τῆς ἠπείρου μηνοειδὴς καὶ ἀκτὴ μετὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπὶ Ποσείδιον , ἐκ θαλάσσης μὲν ἀρχομένη τῆς πρὸς ἀνατολάς ,
4291334 εἰληχυιας
ἡμετέρας , ἀδελφῆς δὲ τοῦ Πύρρου , ὁ κύριος τῆς εἰληχυίας τοῦ κλήρου γυναικὸς ἐτόλμησε διαμαρτυρῆσαι μὴ ἐπίδικον τῇ ἡμετέρᾳ
τοῦ ἐκληρώσατο αἰτιατικῇ . ὡς Ἀριστείδης , τῆς Ἀθηνᾶς τῆς εἰληχυίας τὴν πόλιν τῶν Ἀθηναίων . ἔλαχε δὲ ἀντὶ τοῦ
4291220 δασειας
υ προτακτικὴν συλλαβὴν ἔστιν εὑρέσθαι καὶ ἁπάσας τὰς ἐν φωνήεσιν δασείας κατὰ τὸ κοινὸν ἔθος , ὑποτακτικὰς δὲ τὰς διὰ
παρακείμενος ἦρκα , ὁ παθητικὸς ἦρμαι , ἁρμός , τῆς δασείας διελθούσης , ὡς εἴρω εἱρμός . . . .
4288094 Ἐρυθραιας
. τί δεῖ τὰ τούτων πλουσιώτερα κακὰ διεξιέναι ; λίθους Ἐρυθραίας κατὰ τῶν λοβῶν πολυτάλαντον ἠρτημένους βρῖθος ἢ τοὺς περὶ
δὲ Πάχητι καὶ τοῖς Ἀθηναίοις ἦλθε μὲν καὶ ἀπὸ τῆς Ἐρυθραίας ἀγγελία , ἀφικνεῖτο δὲ καὶ πανταχόθεν : ἀτειχίστου γὰρ
4284892 Οἰδημα
φαρμάκων : οἷόν ἐστιν ἡ κωφὴ καὶ τὸ κίτρινον . Οἴδημά ἐστιν ὄγκος ἀνώδυνος , ὅταν πήξῃς ἐν αὐτῷ τὸν
καὶ βάρους καὶ δυσκινησίας τε καὶ δυσαισθησίας . τπστʹ . Οἴδημά ἐστιν ὄγκος χαλαρός τε καὶ μαλθακὸς ὡς ἐν τῷ
4284086 ὑγιανσις
γένεσις ἔχει πρὸς τὸ εἶδος , ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἡ ὑγίανσις , ὅτι ὁδὸς εἰς ὑγείαν , καὶ ὡς θέρμανσις
δὲ ἡ ἐπὶ τὸ μικρόν , καὶ ἐπὶ ἀλλοιώσεως μάθησις ὑγίανσις , καὶ ἐπὶ τῶν κατὰ τόπον , εἰς Ἀθήνας
4281383 εἰω
μᾶλλον διηγέρθησαν εἰς μάχην . , ΗΙΣΑΝ . Κανόνισον : εἴω τὸ πορεύομαι , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ ἀόριστος
ὡς ἐκέλευσεν , σὺν τῷ ι γράφονται : ἔστι γὰρ εἴω διὰ τῆς ει διφθόγγου , ὡς παρὰ Σώφρονι :
4279007 τασεως
μία ἀγκύλη . Ἐπεὶ πολλάκις ἐκ τῶν εὐτόνων σωμάτων σφοδρᾶς τάσεως γινομένης ἀπὸ μέρους αἱ τοῦ βρόχου ῥήγνυνται ἀρχαί ,
τοῦτο πάλιν οὐχ οἷόν τε καλῶς ἐργάσασθαι χωρὶς ἀντι - τάσεως . χρὴ τοίνυν ἢ διὰ τῶν χειρῶν , εἰ
4278726 λειουσθω
τῆς καλουμένης ⋖ ν , ἐλαίου # Ϛ . ὄξει λειούσθω τὰ ξηρὰ ἐν ἡμέραις πολλαῖς , καὶ οὕτως ἐπιχείσθω
δὲ ποιεῖ ὀμ - φάκινον μετὰ κόμμεως : ἕκαστον δὲ λειούσθω ἀφεψήματι ῥόδων ἢ τῷ χυλῷ ἢ τινὶ παραπλησίῳ ,
4277793 κωλη
συνῃρημένον ἐστὶν ὡς συκέα συκῆ , λεοντέα λεοντῆ , κωλέα κωλῆ . Ἀριστοφάνης Πλούτῳ δευτέρῳ : οἴμοι δὲ κωλῆς ,
ᾄδειν Διοπείθει τῷ παραμαινομένῳ . Δίδοται μάλισθ ' ἱερώσυνα , κωλῆ , τὸ πλευρόν , ἡμίκραιρ ' ἀριστερά . Ὀρφοῖσι
4275858 σαλος
ἠρεμήσῃ τὸ σῶμα καὶ ἡ ταραχὴ τοῦ πνεύματος καὶ ὁ σάλος τῶν ὑγρῶν ἀπογαληνωθῇ . προπίνειν δὲ μέχρι πλείονος ὕδωρ
δὲ Τετρισιάδος ἤτοι Ἄκρας εἰς Βιζώνην πολίχνιον , ἐν ᾧ σάλος , στάδιοι ξʹ , μίλια ηʹ . Τοῦτο τὸ
4275118 ἐπιδορατιδος
αἰχμὴν ἀκὴν λέγει . καὶ ὅτι κυρίως ἐνταῦθα ἐπὶ τῆς ἐπιδορατίδος τῆς εὖ ἠκονημένης , ἐκεῖ δὲ παρῆκται τὸ τανυήκεας
καὶ αἰχμὴ ποτὲ μὲν ἡ μάχη , ποτὲ δὲ τῆς ἐπιδορατίδος ἡ ἀκμή , οἷον “ αἰχμὴ δ ' ἐξελύθη
4272835 κακκαβης
συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται
. τὴν δὲ κράμβην ὑπαγαγεῖν βουλόμενοι , πλησίον κειμένης τῆς κακκάβης μετὰ τοῦ ὕδατος , ἐν ᾧπερ ἂν ἡψημένη τύχῃ
4271493 νοσεων
ἀναξηραίνεται καὶ πήγνυται , τόδε μοι τεκμήριον : ὁ γὰρ νοσέων στρέφεσθαι ἢ κινέειν τὰ ἄρθρα οὐ δύναται ὑπὸ τῆς
ἀναξηραίνεται καὶ πήγνυται , τόδε μέγα τεκμήριον : ὁ γὰρ νοσέων ἐνστρέφεσθαι καὶ κινέειν τὰ ἄρθρα οὐ δύναται ὑπὸ τῆς
4269613 Ὀδυνη
δι ' ὀλίγου κνησμώδεα , θερμὰ , ὥσπερ πυρίκαυστα . Ὀδύνη δὲ ἦν περὶ τὰς μασχάλας καὶ τὰ πλευρά :
τὴν αἰθρίαν . σπλάγχνων τε θερμῶν ὧν ἐγὼ κατήσθιον . Ὀδύνη σε περὶ τὰ σπλάγχν ' ἔοικέ τις στρέφειν .
4267981 ὑπολοιπον
ὡς νενικηκότες , καὶ τὴν μίαν ναῦν τῶν Ἀθηναίων τὴν ὑπόλοιπον ἐδίωκε Λευκαδία ναῦς μία πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων .
ἐπὶ τοῦτο φερούσας ἀφορμάς . Ἐξητασμένων δὲ ποσῶς τῶν προτεθέντων ὑπόλοιπον ἂν εἴη καὶ τὸν ἀπὸ τοῦ τέλους διασκέψασθαι λόγον
4266522 καθαρῃς
, ἀλλ ' οὐδὲ Θησεύς , ἵνα τὰ τῆς Ἀττικῆς καθάρῃς : τὰ σαυτοῦ κάθαρον . ἐντεῦθεν ἐκ τῆς διανοίας
εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα . Ἐπειδὰν δὲ καθάρῃς , ἔφη , τὸν σῖτον μέχρι τοῦ ἡμίσεος τῆς
4260872 οὐραγιας
αὐτὸς μὲν μετὰ τῆς φάλαγγος προῆγεν , ἐπὶ δὲ τῆς οὐραγίας ἔταξε Πίθωνα . οἱ μὲν οὖν μετὰ Νεάρχου προαποσταλέντες
ἄλλον στρατὸν ἄγοντος τῷ Λευκίῳ , ὁ Καῖσαρ ἐξήπτετο τῆς οὐραγίας : ἐς δὲ λόφον ἀναδραμόντι τῷ Φουρνίῳ καὶ νυκτὸς

Back