Ὄρθρου δὲ γενομένου λοῦνται καὶ ἀμφότεροι : ἄγγεος γὰρ οὐδενὸς ἅψονται πρὶν ἂν λούσωνται . Ταὐτὰ δὲ ταῦτα καὶ Ἀράβιοι
πρὸς κεφαλῆς καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας , οὐ μή σου ἅψονται κώνωπες . ἀπελάσεις δὲ τοὺς κώνωπας πήγανον βρέχων ,
5686522 ἁπτονται
καὶ τίνα ἀλληλοφάνα , καὶ τίνα οὐδ ' ὅλως ἀλλήλων ἅπτονται . ἐπὶ τοσοῦτον γὰρ εὐψύχως τὰ περὶ τούτων ἐβουλόμην
οὐ μείονα φθόνον : ἤδη καὶ τῶν ὑπερεχόντων μᾶλλον ἰδίως ἅπτονται γὰρ οὗτοι . τοῦτο δὲ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα ,
5527595 καρκινοι
θάλατταν : καὶ οἱ κάραβοι καὶ οἱ ἀστακοὶ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα , ὥστε μὴ μεγάλης ἄγαν
τὴν παχυτάτην ὓλην . ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι , καὶ εἰ δριμύτερόν τι τύχῃ ,
5317030 προσοψημα
καὶ ὀβελίας ἄρτους καὶ ἐλαίας ἢ τυρὸν ἢ λάχανα | προσόψημα , καὶ θέρους μὲν περίζωμα καὶ λεπτὴν ὀθόνην ,
. . . κρόμυον , ποτῷ ὄψον : ὅτι πᾶν προσόψημα ὄψον οἱ ἀρχαῖοι . . . . οὔατα δ
5309272 ἐσθιουσι
τοὺς νεοττούς , ἑαυτὸν αὐτοῖς προτείνει τροφήν : οἳ δὲ ἐσθίουσι τὸν πατέρα . καὶ τὴν παροιμίαν ἐντεῦθέν φασι τὴν
τοῖς δὲ ἄλλοις ἀνθρώποις ἄτιμα ταῦτα νενόμισται . καὶ ἰχθύας ἐσθίουσι πάντες πλὴν Σύρων τῶν τὴν Ἀστάρτην σεβομένων . θηρία
5203437 σεσηποτες
' εἰ ἀπόσιτοι καὶ δίψους μᾶλλον ἥττους ὅσοις ἀηδεῖς καὶ σεσηπότες οὕτω χυμοὶ πρὸς τῇ γαστρί τε καὶ αὐτῆς τῷ
δίψος αὐτοῖς ἀξιόλογον ἕπεται , εἰ δὲ χολώδεις τε καὶ σεσηπότες ἕτεροι διενοχλοῦντες ὦσι χυμοί , ὅσης ἀηδίας ἐμπίπλασθαι τοὺς
5168000 πινουσι
τὰ ὑδρεῖα ἀναβαίνουσι πανοίκιοι μετὰ παιανισμοῦ , ῥιφέντες δὲ πρηνεῖς πίνουσι βοῶν δίκην ἕως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός , εἶτ '
' ὀσμήν : εὐθὺς δὲ τοῦτο καὶ ἥδιστον ὑπάρχει τοῖς πίνουσι καὶ ὀφθῆναι καθαρόν . ὅταν δὲ καὶ ὑποχωρῇ τῶν
5100245 τρεφουσιν
μεγάλαι τε καὶ πολλαὶ οὖσαι : καὶ γὰρ πλέονται καὶ τρέφουσιν ὄψον πολὺ καὶ τῶν πτηνῶν τὰ λιμναῖα : τύφη
σχεδόν τι οἱ κακῶς τὴν χώραν ἐργαζόμενοι οὔτε τοὺς φρουροὺς τρέφουσιν οὔτε τοὺς δασμοὺς δύνανται ἀποδιδόναι . ὅπου δ '
5039222 δρακοντες
πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ
οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων
5031162 ἁπτομενου
καὶ τίνα τρόπον θωπεῦσαι , καὶ προσιόντα μὴ ἀποστραφῆναι καὶ ἁπτομένου μὴ δυσχερᾶναι καὶ φιλοῦντος ὑπομεῖναι , ἑταιρικὰ εὖ μάλα
ὁ Λῖνος ἔτι παῖδα ὄντα κιθαρίζειν ἐπαίδευεν : ἀμουσότερον δὲ ἁπτομένου τοῦ ὀργάνου , ἐχαλέπηνε πρὸς αὐτὸν ὁ Λῖνος .
5030219 ξανθοι
ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν . πάρκεινται δ ' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη :
καὶ πόλεων κατάρξουσιν , ἂν Ζεὺς προσεπιβλέπῃ : ἄσπροι , ξανθοὶ τὰ πρόσωπα , ὀφθαλμοὶ δὲ ψεκτέοι , πόνοι περὶ
4994656 λεπτοι
, καὶ εἰρεσίης μνώοντο . Ἀπροφάτως δ ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες πείσματα δ ' ἡπλώθη : κραιπνὸν δ
δὲ λεπτοὶ οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν
4983227 ὠνουνται
χερρόνησοι . ἐντεῦθεν δ ' οἱ ἔμποροι παρὰ τῶν ἐγχωρίων ὠνοῦνται καὶ διακομίζουσιν εἰς τὴν Γαλατίαν : τὸ δὲ τελευταῖον
ἡ ἀρχὴ τὸν ἐωνημένον . Ἐπεὶ δὲ καὶ προστασίας τινὲς ὠνοῦνται καὶ πωλοῦσιν ἀπαλλοτριοῦν ἐθέλοντες ὀρθῶς ἔχει καὶ πρὸς ταῦτα
4965072 ἀστακοι
ζῴων μορίων τῶν μαλακοστράκων ὀχεύονται , φησί , κάραβοι , ἀστακοί , καρῖδες καὶ τὰ τοιαῦτα , ὥσπερ καὶ τὰ
τὴν δριμύτητα , καθ ' ἣν ὑπάγει τὴν γαστέρα . ἀστακοί , καρκῖνοι , πάγουροι , καρίδες , κάραβοι ,
4963404 Μυρμηκες
, ἢ ἀσφαλτῷ μετὰ ἐλαίου τετριμμένῃ , ἢ ἑψημένῃ . Μύρμηκες οὐχ ἅπτονται μελιτηροῦ ἀγγείου , κἂν ἀπώμαστον τύχῃ εἶναι
, πλέον τι δυνήσεται τῶν λοι - πῶν ἐξευρεῖν . Μύρμηκες δὲ σίτου μὲν καὶ τῶν λοιπῶν δημητρίων καρπῶν γεγήθασι
4957450 ἀετοι
καὶ ὁπόσων ἐστὲ καλῶν κἀγαθῶν ἄξιαι : εἰς δὲ πτηνὰ ἀετοί , διότι οὐδὲν τῶν ὁμογενῶν οὔτε ἐκβοήσουσιν οὔτε θοινήσονται
γῆς . ὧν εἰκόνες οἱ χρυσοῖ ἀνέκειντο παρὰ τὸν ὀμφαλὸν ἀετοί : ἤρθησαν δὲ ἐν τῷ Φωκικῷ πολέμῳ , ὃν
4954490 ἰχθυες
: διαλέγεται δὲ αὐτῷ καὶ τὰ δένδρα , καὶ οἱ ἰχθύες , ἄλλο ἄλλῳ καὶ ἀνθρώποις ἀναμίξ : καταμέμικται δὲ
τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι , ὅτε γε ὑμεῖς , ὦ
4953149 λυκοι
ὑπάρχοντα καὶ πεισθέντα παρέσχον τοὺς κύνας ἐκδότους . οἱ δὲ λύκοι διεσπάραξαν αὐτούς . μετὰ δὲ χρόνον ὑπεβάλοντο οἱ λύκοι
Μίνω , ἐξέβαλλεν εἰς τὴν ὕλην , καὶ αὐτὸν ἐπιφοιτῶντες λύκοι βουλῇ Ἀπόλλωνος ἐφύλαττον καὶ ὤρεγον παρὰ μέρος γάλα .
4946792 σκορπιοι
δὲ τῷ χαλαζήεντα εἶδος ἀντὶ γένους παρέλαβεν : εἰσὶ γὰρ σκορπίοι χαλαζήεντες διὰ τὸ τοὺς δεδηγμένους ὑπ ' αὐτῶν ἱδροῦν
ἀνθρώπου ῥαινόμενος ἀσθενὴς καὶ ναρκώδης ὁρᾶται . γίνονται δὲ οἱ σκορπίοι οὐ μόνον ἐξ ἀλλήλων , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σεσημμένων
4944277 ὠα
δυσπεπτότερα γίνονται . διὰ τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησιν , ὠὰ συγχωρεῖν ῥοφᾷν . οὐ γὰρ ἁπλῶς ῥοφᾶσθαι δύνανται τὰ
ἔλεγε : „ δίκαια ἔγωγε πέπονθα , εἴγε πάντα περιφερῆ ὠὰ πεπίστευκα . „ διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος , ὅτι
4939264 ταραντινιδιον
πρὸς τὴν χρείαν τὴν παροῦσαν βρόχον ἀποφήνασα . τὸ δὲ ταραντινίδιον λεπτόν τε ὂν καὶ ἀσθενὲς ἐπεὶ μόνον ἐτάθη ,
γε μὴ κληθεὶς ἕωθεν ἔπιέ τε πάντων ὁρώντων καὶ λαβὼν ταραντινίδιον ἐκυμβάλισε καὶ προσωρχήσατο , ἀπολώλει ἂν ὡς οὐχ ἡδόμενος
4929936 ὀνοι
τε τὸν πόρον ἐγχυματιστέον ἔλαιον ᾧ ἐναφήψηται γῆς ἔντερα ἢ ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας ἢ ἀράχναι . ἐγχυματιστέον δ
τῇ κυήσει νοσῆς βρέφος : κιλλαγκτὴρ ὁ ὀνελάτης : κίλλοι ὄνοι τὸ ἑρμὸς ἐκ τοῦ εἵρω γεγονὸς τοῦ τάσσω ἐν
4918637 προσφερουσι
ῥίπτουσιν ἐπὶ τὴν γῆν , οἱ δὲ τοῖς σώμασιν ἀκμάζοντες προσφέρουσι τὰς χεῖρας τοῖς διὰ τὸ μέγεθος δυσκαταγωνίστοις : ἐκπίπτουσι
λιμένα Μιτυλήνης καὶ ἀποβάντες στρατόπεδον τιθέασι πρὸ τῆς πόλεως καὶ προσφέρουσι λόγους τοῖς ἐν τῇ πόλει περὶ ἐνδόσεως ἑαυτῶν τε
4914374 βατραχοι
Σερίφιος : ἐπὶ τῶν ἀφώνων . Οἱ γὰρ ἐν Σερίφῳ βάτραχοι οὐ φθέγγονται . Βάκηλος εἶ : ἐπὶ τῶν ἐκλύτων
δ ' αὐτοῖς μάλιστα καὶ ἡ διὰ δαφνῶν ἀντίδοτος καὶ βάτραχοι ζωμευτοὶ ἐσθιόμενοι καὶ ἀρκεία χολὴ κοχλιάριον δι ' ὕδατος
4909943 πιονες
τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ
καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε
4908769 μηκωνες
κοτυλίσκους κεκολλημένους : ἔνεισι δ ' ἐν αὐτοῖς ὅρμινοι , μήκωνες λευκοί , πυροί , κριθαί , πισοί , λάθυροι
αὑτῷ πολλοὺς κοτυλίσκους κεκολλημένους , ἐν οἷς , φησίν , μήκωνες λευκοί , πυροί , κριθαί , πισοί , λάθυροι
4901029 ἠνυον
καὶ συγκλείοντες τὰς οἰκίας διεκαρτέρουν , ὡς δ ' οὐδὲν ἤνυον ἀλλὰ τά τε σκεύη ἐπληροῦντο καὶ μετὰ τῶν ἐδεσμάτων
οἱ δὲ τῆς οὐρᾶς ἀνεγείρειν ἐπειρῶντο : ὡς δὲ οὐδὲν ἤνυον , ἔκειτο δὲ ὥσπερ λίθος ἐν τῇ ὁδῷ ἀπηγορευκώς
4880708 λευκοι
χάλκεοι ἦσαν , ἐν δέ οἱ ὀμφαλοὶ ἦσαν ἐείκοσι κασσιτέροιο λευκοί , ἐν δὲ μέσοισιν ἔην μέλανος κυάνοιο . τῇ
ἐκείνων διάθεσιν μεθιστάμενοι . πεφύκασι δ ' αὐτῶν οἱ μὲν λευκοί , οἱ δὲ μέλανες , τὸν ἐπικρατοῦντα χυμὸν τοῖς
4880418 κιττου
, οἱ δὲ ὡς ἐπὶ τοιοῦτό τι ἥκοντες ἀντὶ τοῦ κιττοῦ σίδηρον εὑρόντες οὐδ ' οὕτως ἐπαινεῖν τολμῶσι τῷ παραδόξῳ
ἔχειν , οὐ μόνον ἐλαίας ἢ δρυός , ἀλλὰ καὶ κιττοῦ καὶ μυρρίνης , πολλάκις τὴν οἰκίαν ἀπέδοτο καὶ τὰ
4879624 ἐντιθεντες
ὅτι μὲν ἐν αὐτοῖς περιττωματικὸν ἐκδαπανῶντες , πέψιν δέ τινα ἐντιθέντες καὶ κατεργασίαν καλλίω τοῖς προσπεφυραμένοις ἀλεύροις . τὰ γὰρ
, θερμὰ μὲν , ἔναιμα δὲ ἔτι , προσφέροντες καὶ ἐντιθέντες . Τὰς δὲ ὀφθαλμίας θεραπεύουσιν αὐτῶν , βόειον γάλα
4864228 παυονται
πλεῖστον διὰ λʹ , ἐνίαις δὲ δὶς τοῦ μηνός : παύονται δὲ τοῦ καθαίρεσθαι οὐ πρότερον τῶν λεʹ ἐτῶν ,
ἔστι , καὶ διαλεγόμενοι περὶ ἡμῶν ἐγᾦδ ' ὅτι οὐδὲν παύονται . ὅταν δ ' ἐξίωσι , τότε δεῖ αὐτοῖς
4857251 ἐσθιουσιν
κεστρέας ἤτοι τὰ γομφάρια τρυπῶντες σχοίνῳ πιπράσκουσι καὶ ὠνοῦνται καὶ ἐσθίουσιν οἱ βουλόμενοι . σχοῖνος δὲ εἶδος φυτοῦ ἤτοι τὰ
τινὲς δὲ καὶ ἀνθρώπων σάρκας , ὡς ἔφην , ἀδιαφόρως ἐσθίουσιν , ὅπερ ἀνίερον παρ ' ἡμῖν εἶναι νενόμι -
4836185 περιερχονται
ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι γένωνται , κομῶσι
ἢ τὴν ἴσην ὑμῖν κτήσαιντο δύναμιν , αἱ δὲ κύκλῳ περιέρχονται ζητοῦσαι τρόπον τινὰ εἰς ὑμᾶς ἀνενεγκεῖν . ἀλλὰ μὴν
4835943 ἐλαυνωσιν
κρούσασθαί φασί τινες λέγεσθαι , ὅταν μετακαθίσαντες οἱ ἐρέται ⌈ ἐλαύνωσιν [ ἐλαύνοιεν ] ⌈ ὀπίσω ἐπὶ τὴν πρύμναν ,
: οἱ δ ' ὥστ ' ἀμητῆρες ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὄγμον ἐλαύνωσιν ἀνδρὸς μάκαρος κατ ' ἄρουραν πυρῶν ἢ κριθῶν :
4835529 χριουσιν
τοὺς τράγους ὅταν ἐθέλωσιν ἐς μίξιν προθυμοτέρους ἐργάσασθαι , μύρῳ χρίουσιν αὐτῶν τὰς ῥῖνας , καὶ τὰ γένεια μέντοι καὶ
φυτοῦ εὐῶδές ἐστι , καὶ τοῦτο τοῖς κύρτοις οἱ ἁλιεῖς χρίουσιν . Μέμνηται τῆς ἱστορίας ὁ Λυκόφρων λέγων : Μύῤῥας
4833058 γυμνοι
πρὸς τὸ ἔθος : οἱ γὰρ εἰσιόντες ἐπὶ τὸ ἐρευνῆσαι γυμνοὶ εἰσίεσαν , ἵνα μή τι ὑπὸ τὰ ἱμάτια κρύψωσιν
πεπορισμένοις ἐξ ἑτοίμου , τοῖς δὲ προτέροις οὐδεμία ἀσφάλεια : γυμνοὶ γὰρ πρὸς ὡπλισμένους τίνες ἂν ἰσοκρατῶς ἀπομάχεσθαι δυνηθεῖεν ,
4814508 ὑφειλοντο
ὑφελόμενον λαθεῖν . τοῦ δὲ Σεραπείου μόνον τὸ ἔδαφος οὐχ ὑφείλοντο διὰ βάρος τῶν λίθων , οὐ γὰρ ἦσαν εὐμετακίνητοι
καὶ λέγοντος , ὅτι βασιλέως εἴη δοῦλος , ἐκεῖνον μὲν ὑφείλοντο οἱ Κροτωνιᾶται , ἐκδύσαντες δὲ τὴν στολὴν τοῦ Πέρσου
4805827 δερματα
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ πῦρ ἁπαλόν : σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας τὰ δέρματα διαιροῦσι , καὶ κατεσθίοντες βεβιασμένως ἀναπληροῦσι τὴν ἔνδειαν .
οἰκίαν . καταλαμβάνω οὖν λίθους τέ τινας εἰκῇ ξυγκειμένους καὶ δέρματα ἱερείων κρεμάμενα καὶ ῥόπαλα καὶ βακτηρίας , νομέων τινῶν
4804596 μυκητες
Ἑκάλῃ , . . ὁππότε λύχνου Δαιομένου πυρόεντες ἄδην ἐγένοντο μύκητες : σημαίνει δὲ καὶ τοὺς ἀμανίτας τοὺς περὶ τὰ
οὖν δρῦς τοσαῦτα φέρει παρὰ τὸν καρπόν . οἱ γὰρ μύκητες ἀπὸ τῶν ῥιζῶν καὶ παρὰ τὰς ῥίζας φυόμενοι κοινοὶ
4800813 αἰρουσι
μέν τι ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάπτουσι , τὸ δὲ μετέωρον αἴρουσι , καὶ ἄλλο σφενδονῶσι δαλοὺς διαπύρους ἀκοντίζοντες καὶ δᾷδας
οἱ κρόταφοι συμπεπτωκότες , καὶ τὸ μέτωπον καρφαλέον καὶ βραδέως αἴρουσι τὰ βλέφαρα , καὶ λημμῶσι , φθίνουσι δὲ καὶ
4786090 πολυποδες
ἰχθύων . τὰ δὲ ὀπτώμενα χείρονα . μαλάκεια δὲ οἷον πολύποδες καὶ σηπίαι τὴν σάρκα δύσπεπτον ἔχει . διὸ καὶ
σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων . ἱκανῶς δὲ παχύχυμα
4785671 Γαλλοι
δὲ ἡμέρῃσι τὸ μὲν πλῆθος ἐς τὸ ἱρὸν ἀγείρονται , Γάλλοι δὲ πολλοὶ καὶ τοὺς ἔλεξα , οἱ ἱροὶ ἄνθρωποι
φάρμακα δὲ ἄλλα μυρία τῶν Κελτέων , οἳ νῦν καλέονται Γάλλοι , τὰϲ λιτρώδειϲ τὰϲ ποιητὰϲ ϲφαίραϲ , ᾗϲι ῥύπτουϲι
4780998 προσφατοι
δευτέραν τάξιν , ὥστε ἤδη δῆλον ὅτι καὶ ξηραίνουσι , πρόσφατοι μὲν ὑπάρχοντες ἔτι καὶ ὑγροὶ μετρίως , ξηρανθέντες δὲ
στέατος χηνείου γοδ ἤτοι οὐγ . δ . ἐγκέφαλοι χηνῶν πρόσφατοι δύο : στέατος χηνείου καὶ φασιανοῦ καὶ ὄρνιθος καὶ
4775152 σκοροδα
τῶν λεγόντων ἀσύμφωνα καὶ ἀκατάλληλα . ὁμοία τῇ : Ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω , σὺ δὲ κρόμμυ ' ἀποκρίνῃ .
σφοδρῷ γίνεται τὰ καύματα . ἐγὼ δὲ περιελθὼν τὰ ἀρώματα σκόροδά τε εὗρον ἐν αὐτοῖς πεφυκότα καὶ γηπαττάλους τινὰς ἀνορύξας
4774822 χηνες
τῆς πέτρας προσανέβησαν . τοὺς μὲν οὖν φύλακας ἔλαθον , χῆνες δ ' ἱεροὶ τῆς Ἥρας τρεφόμενοι , καὶ θεωρήσαντες
ἡ γυνή , τὸ τεχθὲν ζήσειν : ἱεροὶ γὰρ οἱ χῆνες οἱ ἐν ναοῖς ἀνατρεφόμενοι : εἰ δὲ μή ,
4760627 μυρμηκες
τῆς ψάμμου τὴν ταχίστην ἐλαύνουσι ὀπίσω : αὐτίκα γὰρ οἱ μύρμηκες ὀδμῇ , ὡς δὴ λέγεται ὑπὸ Περσέων , μαθόντες
ὁ Εὔριπος ταῖς ἑβδόμαις οὐ στρέφεται . καὶ ὅτι οἱ μύρμηκες ταῖς νουμηνίαις ἀναπαύονται . Οἱ Δελφοὶ δὲ λέγουσιν ὅτι
4760439 παγουροι
ὅταν ἤδη τὸ πρότερον ἁλμυρὸν φαίνηται . καὶ ἀστακοὶ καὶ πάγουροι , καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες , ὅσα
δύναμιν τοῦ βλάβους ἤως τῆς νόσου : οὕτως οὗτοι οἱ πάγουροι δεδιότες ἢ μετὰ φόβου ἀνορμῶσιν ἐν τοῖς ὀστράκοις αὐτῶν
4758781 πλησμιοι
. ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις , πλήσμιοι , εὔφθαρτοι , μετὰ δὲ ὀξυμέλιτος λαμβανόμενοι καὶ σελίνου
τῆς ἄλλης ἀρτύσεως τὸ μὲν ὀλισθηρὸν καὶ ὅλκιμον φυλάττουσι , πλήσμιοι δ ' οὖσαι καὶ δύσπεπτοι τὴν κοιλίαν ἀναχαλῶσι μᾶλλον
4756336 σκωληκες
ἵνα τὸν διαμαρτάνοντα ἀπελέγξῃ τὸ χρῶμα . Γ ὥσπερ οἱ σκώληκες ἐν κυττάροις : ⌈ τουτέστιν Γ [ ἤγουν ]
γλεῦκος ἑψοῦσιν , ὥστε ἀπαναλωθῆναι αὐτοῦ τὸ τρίτον . Διαφθαρήσονται σκώληκες οἱ ταῖς ἀμπέλοις ἐνοχλοῦντες , ἢ ἐννοσσεύοντες τοῦ μέρους
4754057 ἑλξετ
ὡς ἐν Ἄργει φόνια λουτρά ς ' ἀμμένει . οὐχ ἕλξετ ' αὐτόν , δμῶες , ἐκποδὼν βίαι ; ἀλγεῖς
λέγεις . μᾶλλον σεαυτὸν ἤσκησας σέβειν : Ἀντιόπη : οὐχ ἕλξετ ' αὐτὸν δμῶες : οὐ διώκετε αὐτὸν ἐκ ταύτης
4741247 πλησαντες
καπνῷ , χείμασιν ὄφρ ' ἂν δμῶες ἅλις περιχανδέα χύτρον πλήσαντες ῥοφέωσιν ἀεργέες , † ἔνθα τε μέτρια † ὄσπρια
καπνῷ , χείμασιν ὄφρ ' ἂν δμῶες ἅλις περιχανδέα χύτρον πλήσαντες ῥοφέωσιν . ὅτι τὰ συγκοπτὰ λάχανα κνιστὰ Ἀριστοφάνης φησίν
4737691 ὑες
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
4728160 ὀδμαι
δ ' ἀπὸ τῶν συμπτωμάτων αὖτε ὑπάρχοντα βορβορώδεις τέ εἰσιν ὀδμαὶ καὶ ἑλώδη ὕδατα , τῶν μὲν λίθους γεννώντων ,
φθινοπώρου , ἤμεσε χολὴν μέλαιναν ἡ Εὐμένεος : καὶ αἱ ὀδμαὶ δὲ πρόδηλοι : καὶ οἱ φρικώδεες πυρετοί : καὶ
4724550 εὐτραφεις
συντρέπονται μὲν οἷς ἂν συντύχωσιν , ἰδίᾳ δὲ ὁ Ἥλιος εὐτραφεῖς , εὐρήτους ποιεῖ , ἡ δὲ Σελήνη εὐκράτους καὶ
εἰσι καὶ τετανοὶ τὰς τρίχας τά τε σώματα μεγάλοι καὶ εὐτραφεῖς τοῖς μεγέθεσι καὶ ὑπόψυχροι τὰς φύσεις , ἄγριοι δὲ
4718947 ἐσθιοντες
, κατακρίνει καὶ δημεύει . καὶ ὥσπερ οἱ τὰς ἰσχάδας ἐσθίοντες οὐκ ἂν μεταδοῖεν εὐχερῶς τινι , οὕτως οὐδὲ ὁ
νομεῖς ἔχαιρον πόνων τε ἀπηλλαγμένοι πρὸς ὀλίγον καὶ τροφὰς ἑωθινὰς ἐσθίοντες καὶ καθεύδοντες μακρὸν ὕπνον , ὥστε αὐτοῖς τὸν χειμῶνα
4716121 πληρουσιν
ἐπεὶ καὶ ὁ τῶν Εϝ ἐπὶ ζʹ . καὶ οὐ πληροῦσιν ἄλλοι δύο λόγοι τὸν ἐπὶ Ϛʹ , ὧν ὁ
δὲ ἀνέσεως ὄντα τὸν πεντεκαιδέκατον ἅπαξ ἠχήσαντες τὸν ἴσον ἀριθμὸν πληροῦσιν . Ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν ἑκάστῳ τετραχόρδων πέντε τυγχανόντων
4712569 πυκνοι
ῥοδίνηϲ κηρωτῆϲ ὑγροτάτηϲ μίξαϲ χρῖε : αὔξει τὰϲ τρίχαϲ καὶ πυκνοῖ τὸ δέρμα καὶ οὐ ϲυγχωρεῖ ῥέειν : καὶ τὸ
, θέρους δὲ τεσσαράκοντα ἕξ . Συστέλλει δὲ αὐτὸ καὶ πυκνοῖ μᾶλλον τὸ ψῦχος , διὸ καὶ ἐν τοῖς γνώμοσι
4711963 πεπονα
καὶ οἱονεὶ μαλακισθῇ . . τοῦτο καὶ Ἱπποκράτης φησὶ , πέπονα φαρμακεύειν καὶ κινέειν μὴ ὠμά . . ἐν καιρῷ
τοὐναντίον . Τὰ διαχωρέοντα , ᾗ ῥέπει , ἄναφρα , πέπονα , ὠμὰ , ψυχρὰ , δυσώδεα , ξηρὰ ,
4709477 ἐσθιωσιν
ἐστὶν αὐτῇ καὶ ἡ τῶν ψαρῶν , ὅταν ὄρυζαν μόνην ἐσθίωσιν : ἀπορρύπτουσιν οὖν καὶ ἔφηλιν . Σικύου ἀγρίου τὰς
ἔχει , ὡς καὶ τῶν ψάρων , ὅταν ὄρυζαν μόνην ἐσθίωσιν . ἡ γοῦν τῶν κροκοδείλων κόπρος ὥσπερ τὴν ἔφηλιν
4709439 κατερρεον
δὲ ⌉ τοῦ ? παραδόξου θεάματος πανταχοῦ διέτρεχε καὶ μνηστῆρες κατέρρεον εἰς Συρακούσας , δυνάσται τε καὶ παῖδες τυράννων ,
βοσκῇ ἐβαρύνετο , αὐτόματοι δὲ τοῖς ὕδασι καὶ αἱ λίμναι κατέρρεον , ἀπὸ δὲ τῶν ἑτέρων ἀοικήτων νήσων , ἤγουν
4703484 ἀναλισκουσιν
μὰ Δί ' , ἔφη ὁ Κριτόβουλος . ἴσως γὰρ ἀναλίσκουσιν οὐκ εἰς ἃ δεῖ μόνον , ἀλλὰ καὶ εἰς
διατετελέκασιν , εἰκότως οἶμαι : ἐκ γὰρ τῶν ἀλλοτρίων ῥᾳδίως ἀναλίσκουσιν , ὥστε καὶ τοὺς συνεροῦντας ὑπὲρ αὑτῶν καὶ τοὺς
4702106 τρεφονται
. ὡς τἄλλα τε καὶ φόβος καὶ ὕβρις ἄπεστι καὶ τρέφονται καὶ θεραπεύονται τῶν φρουρίων ἐγγύς , ἃ κατεσκάφασι .
περὶ δὲ τὰς σκηνὰς τὰ βοσκήματα , ἀφ ' ὧν τρέφονται καὶ γάλακτι καὶ τυρῷ καὶ κρέασιν : ἀκολουθοῦσι δὲ
4693745 καραβοι
. Μνησίθεος δ ' ὁ Ἀθηναῖος ἐν τῷ περὶ ἐδεστῶν κάραβοι , φησί , καὶ καρκίνοι καὶ καρῖδες καὶ τὰ
ὅμοια , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ ὅσα τοιαῦτα καὶ τὰ μαλάκια καλούμενα , πολύποδες
4679556 τρεφουσι
: . Πραΰσιοι τοὺς ἀστυγείτονας , ἐὰν λιμῷ πιεσθῶσι , τρέφουσι . Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν : ἵππῳ
εὐεργεσίας ἀμειβομένων : παρόσον οἱ τῶν πελαργῶν νεοττοὶ τοὺς πατέρας τρέφουσι γεγηρακότας . Πεζῇ βαδίζων μὴ φοβοῦ τὰ κύματα :
4679186 καρποι
ζητουμένου κατὰ ποίαν τῆς οἰκουμένης γῆς πρῶτον ἐφάνησαν οἱ προειρημένοι καρποί , εἰκός ἐστιν ἀποδίδοσθαι τὸ πρωτεῖον τῆι κρατίστηι χώραι
ὁ τόπος ἐφ ' οὗ ξηραίνεται ἡ σταφυλὴ καὶ οἱ καρποί . θεῖνα τὸν αἰγιαλόν , ἀπὸ τοῦ θείνεσθαι τοῖς
4677031 πυροι
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . Κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . :
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . καὶ
4675506 κεκαυμενοι
, καὶ ἡ χολὴ ὁμοίως . οἱ δὲ ὄνυχες αὐτοῦ κεκαυμένοι καὶ σὺν οἴνῳ λειωθέντες καὶ πινόμενοι νήστεις κοιλιακοὺς ἰῶνται
ἐρινεῶν μᾶλλον , τεῦτλον χωρὶϲ τοῦ θερμαίνειν χαλβάνη ἅλεϲ οἱ κεκαυμένοι , μᾶλλον ἁλὸϲ ἄνθοϲ νίτρον ἀλκυόνια πάντα γῆ Ϲαμία
4673608 ὀπωραις
ὀπωρῶν πάντων ἀπέχε - σθαι , χρᾶσθαι δὲ ταῖς χλωραῖς ὀπώραις σύκων , σταφυλῶν , ἀπιδίων , δαμασκηνῶν λευκῶν ,
ὥσπερ ἐμφυσῶν ταῖς ἀμπέλοις καὶ ταῖς σταφυλαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις ὀπώραις . Παρὰ τὰς ἀμπέλους ἐν πάνυ σκιερῷ τόπῳ ὀρύξας
4671910 βοτρυες
εἰς α ποιεῖ τὴν αἰτιατικήν , ἔρωτες ἔρωτας . ὦ βότρυες . Ἑνικά . Ὁ βοῦς τοῦ βοός : τὰ
οἰνῶδες , καὶ εὔχρηστον πρὸς ἀπάτην ἀῤῥώστων , καὶ οἱ βότρυες ἀκέραιοι φυλάττονται . Παραινοῦσί τινες οὐκ ἐκ τοῦ ἄνωθεν
4670345 ὀστρακα
ἕξουσι καθαρόν , δυσῶδες δὲ τὸ ὕδωρ . Οἱ δὲ ὄστρακα ἐκπυρώσαντες ἐμβάλλουσιν , ἄλλοι κρίθινον ἄρτον θερμὸν ἐν σπυρίδι
τῇ συνθέσει τῶν πίθων ἕνα διαρραγῆναι , καὶ τούτου τὰ ὄστρακα πλησιάζοντα διαρρῆξαι ἕτερον , καὶ τοῦτον πάλιν τὸν ἐγγύς
4663602 κτενων
ἀφορμῆς δὲ λαβόμενος καὶ ἐμπορευσάμενος βίον ἐκτήσατο . τῶν δὲ κτενῶν ἁπαλώτεροι οἱ λευκοί : ἄβρομοι , εὐκοίλιοι . τῶν
δυομένη καθ ' ὥραν . Ἔχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τῶν κτενῶν ἑκατέρων αʹ , ἐφ ' ἑκατέρου πήχεως ἀκρωτῆρι ὁμοίως
4659728 βλεπουσιν
τοῦ δέοντος μᾶλλον ἐπιτυγχάνειν , καθάπερ τοξόταις εἰς τὸν σκοπὸν βλέπουσιν . Εἰ δὲ τοῦτο οὕτως ἔχει , πειρατέον ὁρίσασθαι
ἐνθουσιᾶν , ὥσπερ ἐξ Ἄρεος μανέντα . γοργὸν μὲν αὐτῷ βλέπουσιν οἱ ὀφθαλμοί , τὰ δὲ ὅπλα ἁρπάσας ἔοικεν ᾗ
4659349 γεννωϲι
δὲ κοῦφοι καὶ ἀραιοὶ καὶ λευκοὶ τὰ ἔνδον , ἧττον γεννῶϲι γλίϲχρον χυμόν . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἡ ϲεμίδαλιϲ καὶ
μικραί , παραυξάνουϲιν , εἰ δ ' οὐκ εἶεν , γεννῶϲι διὰ πάχοϲ ἰϲχόμενοι καὶ ϲφηνούμενοι . καταπλαϲμάτων δὲ καὶ
4654257 ᾠα
μύλλου κρείσσων . τὰ μέντοι τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ταρίχων ᾠὰ πάντα δύσπεπτα , δύσφθαρτα , μᾶλλον δὲ τὰ τῶν
καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων .
4652146 προσηνεγκαν
τὰ δίκτυα καὶ ὠνόμασαν ἐκ τούτου Κρῆτες Δίκτυνναν καὶ ἱερὰ προσήνεγκαν . ἐκφυγοῦσα δὲ Μίνωα ἐξίκετο ἡ Βριτόμαρτις εἰς Αἴγιναν
γὰρ τὰ ἐπικαλύπτοντα πάντα τὴν μὲν γύμνωσιν τῷ θεῷ | προσήνεγκαν , τοὺς δὲ χιτῶνας τοῖς περὶ Μισαδαὶ κατέλιπον :
4644061 ἑψουσι
θύοντες , φησὶ Φιλόχορος , οὐκ ὀπτῶσιν , ἀλλ ' ἕψουσι τὰ κρέα , παραιτούμενοι ταύτας ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα
καὶ οὐ δυσώδει , τὰ δὲ ἔντερα ἐξέλκουσιν αὐτῶν καὶ ἕψουσι , καὶ ἐξ αὐτῶν ποιοῦσι κόλλαν καὶ μάλα γε
4640990 κτενες
, κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάττιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ ἰχθύων εὐχύλων
τῷ ὀστράκῳ ἕλικος . κόγχαι δὲ σωλῆνες , χῆμαι , κτένες ἐν τοῖς ἀμμώδεσι συνίστανται . αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ
4640365 ἐπιτιθεμενοι
Ψηφοπαικτοῦσι τὸ δίκαιον . . Τοῖς ὀψιζομένοις ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐπιτιθέμενοι τὰ ἱμάτια ἀποδύονται . . . . , .
ἐξαναϲτάϲεων , ϲφυγμοὶ ἀνώμαλοι , καὶ οἱ πυρετοὶ μεγεθύνονται ἀτάκτωϲ ἐπιτιθέμενοι μετὰ περιψύξεωϲ τῶν ἄκρων καὶ τρίτον ἔϲθ ' ὅτε
4640287 ἁπτεται
ἔχει , πρὸς ἀνιαροτάτας συμφοράς : ὅσα γὰρ ἀνθρωπίνων σαρκῶν ἅπτεται θηρία , μηδενὸς ἀνείργοντος , ἐπιφοιτᾷ καὶ εὐωχεῖται τῶν
τοῦ κρατῆρος οὐκέτι ; καὶ γὰρ τούτου παραπλησίως ἀεί τι ἅπτεται , ἡ διαφορὰ δὲ ἐν τῷ σχήματι μόνον ἐστί
4637235 ὀσπριοις
μέλανες , στρογγύλοι , ἰσομεγέθεις κέγχροις , οἳ συνεψόμενοι τοῖς ὀσπρίοις οὐ τήκονται . εἴρηνται δ ' οὕτως ἀπὸ τοῦ
δέ τι ἐκαλεῖτο , μηρύματα ἐκ σταιτός , ἃ τοῖς ὀσπρίοις ἐνέβαλλον , ἀφ ' ὧν ἔτι καὶ νῦν ὀνομάζεται
4636342 βροχοις
ῥαιδίως ἄνευ πόνου . οὐδέ σου συνῆψε χεῖρας δεσμίοισιν ἐν βρόχοις ; ταῦτα καὶ καθύβρις ' αὐτόν , ὅτι με
ὑπεμπίμπραται καὶ τῶν ἐθάδων διατριβῶν , ἀμέλει καὶ εἴ ποτε βρόχοις ἁλῷ καὶ εἰς χῶρον ἕτερον ἀπενεχθῇ πρὸς τῶν ἀγρευτῶν
4633187 ὑπομενουσιν
οὐ φεύξονται . ἐπήλυδας ] ξένους . ὥστε ] οὕτως ὑπομένουσιν . φθεῖραι ] ἀφανίσαι . ἰόντων ] τῶν ἀπιόντων
, ὑλακτοῦσι μὲν οἱ κύνες , πλησίον δὲ ἐλθεῖν οὐχ ὑπομένουσιν : αἳ δὲ συστᾶσαι νέμονται ἄτρεπτον καὶ ἀδεᾶ τὴν
4631987 βαλανοι
τοῦτο γὰρ εὐπορίστως ἤνυσε . καὶ λάρδος ὁμοίως ταριχηρὰ ὡς βάλανοι προστιθέμενοι ὡς βʹ ἢ γʹ δεόντως ἐνεργοῦσι . τὴν
ὅσα μέχρι τελέας πήξεως ἑψοῦσιν , φοίνικες , κάστανοι , βάλανοι , βολβοί , γογγύλαι , μύκητες , ἄρου ῥίζα
4631914 μελανες
, κορακῖνοί τε καὶ μύλλοι καὶ ἀντακαῖοι καὶ κυπρῖνοι , μέλανες οὗτοι , καὶ χοῖροί τε καὶ κόσσυφοι ἰδεῖν λευκοί
ἀπὸ συμ - φορᾶς ζῶντας . ὀφθαλμοὶ μικροὶ χαροποὶ ἢ μέλανες τὰ αὐτὰ σημαίνουσιν , παρόσον οἱ μὲν χαροποὶ ἐμπληκτότερον
4628143 ὀζουσι
διὰ τὸ ὀλιγοχρόνιον . τὰ γὰρ νεωστὶ χρισθέντα τῶν ἀγγείων ὄζουσι πίττης . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ πλοῖα καὶ πᾶν
Αἰβοῖ . Τί ἐστιν ; Οὐκ ἀρέσκουσίν μ ' ὅτι ὄζουσι πίττης καὶ παρασκευῆς νεῶν . Σὺ δ ' ἀλλὰ
4621675 καυλοι
ἀρχὰς ὥσπερ ἐλέχθη καὶ ῥίζαι καὶ ἀκρεμόνες καὶ ξύλα καὶ καυλοὶ χωριζόμενοι τῶν φυτῶν , ὥστε κινεῖσθαι μέχρι τοῦ βλαστάνειν
ἢ μυρτίτηϲ προϲλαμβανόμενοϲ καὶ αὐτὰ τὰ μύρτα προεϲθιόμενα , κράμβηϲ καυλοὶ προεϲθιόμενοι : ἐπιπινόμενα δὲ μέθην ϲβέννυϲι κενταυρίου λεπτοῦ ἀφέψημα
4604255 ξηραναντες
βοτανῶν φθαρτική . σκευάζουσι δὲ αὐτὴν ἐν Ἀραβίᾳ οὕτως : ξηράναντες αὐτάρκως , ὕστερον ὕδατι βρέχουσι , καὶ πάλιν ξηραίνουσι
δὲ ὁ φοίνιξ καλούμενος : ἐμβάλλουσι γὰρ τὴν ὀνομαζομένην σπάθην ξηράναντες . Ἀπὸ καρπῶν δὲ τό τε μήλινον καὶ τὸ
4602784 ἐφεκτικα
πρῶτα μὲν ἐϲθιόμενα τῆϲ ἄλληϲ τροφῆϲ ἢ πινόμενα γαϲτρόϲ εἰϲιν ἐφεκτικά , ὅϲοιϲ δὲ δι ' ἀτονίαν ἡ γαϲτὴρ ἐπέχεται
χυμῶν , τὰ δὲ αὐϲτηρὰ ῥωϲτικά τε ϲτομάχου καὶ γαϲτρὸϲ ἐφεκτικά , καὶ τούτων ἔτι μᾶλλον τὰ Κυδώνια . τῶν
4602755 τερσημεναι
: οὐδὲ μίμνει ὥστε εἰς ὥραν τερσήμεναι βολαῖς ἠελίοιο . τερσήμεναι : φρυγῆναι . ὁλκοί : αὔλακες . ἀγοστῷ :
τέρσεσθαι δὲ ἐν ἡλίῳ : ἤματα δ ' ἠελίοιο μέν τερσήμεναι αὐγῇ . . . . ἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς
4599463 κορακες
καὶ ἐκ πολλῶν συνείροντες , ὃν τρόπον καὶ οἱ κεκράκται κόρακες καὶ μάτην φλυαροῦντες , ἀτελῆ καὶ περιττὰ καὶ ἀσύνετα
εἶναι τοῦτον . τῆς γυναικείας μιμήσεως . ὅτι πονηροὶ οἱ κόρακες , καὶ ὅτι μέχρι νῦν οὐκ ἐσπάραξάν σε .
4599107 τεττιγες
οὗτος ᾠδαῖς παραδεδωκὼς τὸν ἑαυτοῦ βίον , ὥσπερ οἱ χρηστοὶ τέττιγες . ὡς δ ' ἂν μὴ δρόσῳ , ἀλλὰ
Τὸ δὲ γέρας τοῦτο : λόγος ἔστιν ὅτι καὶ οἱ τέττιγες οὐ δέονται τροφῆς ἀλλ ' ἀρκοῦνται τῇ δρόσῳ :
4588358 καπηλοι
. πανουργικῶς : ἐπικαλύπτει γὰρ τὸ εἶδος ψιμύθῳ ὡς οἱ κάπηλοι τὸν οἶνον τῷ σαπρῷ . . . τὰ ῥάκη
τοὺς ἄλλους ἅπαντας τοὺς αὐτῷ κεχρημένους . οὐχ οἱ μὲν κάπηλοι οἱ ἐγγὺς οἰκοῦντες , παρ ' ὧν προδόσεις λαμβάνων
4582412 χερσαιοι
δὲ τῆς Ἀρκαδίας κρήνην εἶναί τινά φασιν , ἐν ᾗ χερσαῖοι μύες γίνονται , καὶ κολυμβῶσι , καὶ τὴν δίαιταν
καιρὸν ἤως τὸ θέρος , ὅτε καὶ οἱ κύνες οἱ χερσαῖοι λυσσῶσιν : καὶ ὧδε μὲν τὸν κύνα ἄστρον εἶπεν
4582226 κολοκυνθην
χηνείου ἢ ὀρνιθείου : λαχάνων δὲ σεῦτλον , μαλάχην , κολοκύνθην μετ ' ἐλαίου καὶ γάρου , καὶ τὰ καταπίμελα
καὶ κολιάνδρου χλωροῦ . Ἐκ τῶν λαχάνων ἐσθίειν χρυσολάχανον , κολοκύνθην , θαλασσοκράμβην , καὶ σεῦτλον , μετὰ τῶν εἰρημένων
4581859 θαλασσιων
ψύξας καὶ λεάνας ἀποτίθεσο . Ἄσβεστος γίνεται οὕτως : τῶν θαλασσίων κηρύκων τὰ ὄστρακα ἐγκρύψας ἄνθραξιν ἢ εἰς διάπυρον κρίβανον
ἡ δὲ θαλαττία καρὶς σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ λεία καταπλαττομένη . Κοχλίων θαλασσίων ὁ ζωμὸς καὶ ἀχαρνῶν καὶ φωκίδων καὶ ἀφύων καὶ
4574144 ἐγκαταλειπηται
τῆς ψυχῆς , ἀπὸ δὲ τῶν γυμνασίων , ὅκως μὴ ἐγκαταλείπηται ἐν τῷ σώματι τὸ ἀπο - κριθὲν ἀπὸ τοῦ
αἱμοῤῥαγέουσι ῥῖνες ἢ σμικρὰ αἱμοῤῥαγέουσι , καὶ ἢν μὲν ῥυέντων ἐγκαταλείπηται , ἕτοιμον . ιζʹ . Δίψα ἐγκαταλειφθεῖσα καὶ στόματος
4573471 φυονται
παρὰ τὰ γένη καὶ παρὰ τοὺς τόπους , ἐν οἷς φύονται , καὶ παρὰ τὰς καταστάσεις τῶν ὡρῶν καὶ τῶν
οὕτως ἐν τῷ βίῳ οἱ μὲν ἀνδραποδώδεις , ἔφη , φύονται δόξης καὶ πλεονεξίας θηραταί , οἱ δὲ φιλόσοφοι τῆς
4569588 δρεπανα
καλῴδια ἐποίει . οὐδὲ τὸ μηχάνημά πω προέγνωστο , ὡς δρέπανα δόρασι περιθέσθαι : ἓν δ ' ἐπενόουν ὡς ἐν
. ξίφη μὲν ὡς ὁπότε συμπέσοι θηρίῳ ἔχειν ἀμύνασθαι , δρέπανα δ ' ὅπως , εἰ δέοι τῆς ὕλης κόψαι
4567138 αὐα
τραφερὴν ἀνανίσσεται , ἐκ δὲ βολάων ἠελίου φολίδας περιδαίεται , αὖα δὲ γυῖα ἐς πόντον φορέει , τὴν δ '
ἀλγῇ : καὶ γὰρ τὰ δένδρα , ὅταν κεραυνωθῇ , αὖα γίνεται καὶ τοὺς βλαστοὺς ἀπόλλυσιν . [ ὥσπερ δὲ
4565264 θαλαττιοι
κύρτων καὶ ἀγκίστρων καὶ δικτύων τὸν τρόπον τοῦτον . κόλποι θαλάττιοι πολλοὶ τελευτῶσιν ἐς τενάγη τινά , καὶ ἔστι ταῦτα
γενομένους παλιναιρέτους . τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσὶ γὰρ θαλάττιοι ; γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . καὶ τὴν
4563752 λαμβανωσιν
Κύρῳ συμβουλεύσω τι εἰπεῖν ὑπὲρ ἡμῶν , ὅταν τὰ ὅπλα λαμβάνωσιν οἱ ἡμῖν μέλλοντες συμμάχεσθαι : ἀλλὰ γιγνώσκω γάρ ,
' ἐνοικοῦντες τὴν χώραν καὶ κάμνοντες τὴν γαῖαν διπλὸν μισθὸν λαμβάνωσιν ἡμέρας ἀναλόγως . τοῦτο δὲ καὶ πρὸς δυτικὸν ἡ

Back