τὰς εἰκάδας πληθυντικῶς λέγουσιν . Θ χωροῦσιν ] προκόπτουσιν . ἅπτε παῖ λύχνον Θ : ταῦτα πάντα παρεγκυκλήματά ἐστιν ,
τάδε διάδρομα ; Βρόμιος ὅδ ' ἀλαλάζεται στέγας ἔσω . ἅπτε κεραύνιον αἴθοπα λαμπάδα , σύμφλεγε σύμφλεγε δώματα Πενθέος .
6988928 κανουν
. Ὁ Ξανθίας τὸν φαλλὸν ὀρθὸν στησάτω . Κατάθου τὸ κανοῦν , ὦ θύγατερ , ἵν ' ἀπαρξώμεθα . Ὦ
διὸ καὶ Ἀθηναῖοι ταύτην ὡς Ἀπολλωνιακὴν τιμῶσι δαφνηφοροῦντες καὶ τὸ κανοῦν ἐπιστέφοντες καὶ ὑμνοῦντες τὸν θεόν . ἔχουσι δὲ αἱ
6973931 δελφακιων
πρὸς βίαν χορτάζουσιν . καὶ ἐν Προτρεπτικῷ δέ : ἀντὶ δελφακίων τρέφεσθαι . δέλφακα δὲ ἀρσενικῶς εἴρηκεν Πλάτων ἐν Ποιητῇ
. , . καὶ ἐν Προτρεπτικῷ δέ : “ ἀντὶ δελφακίων τρέφεσθαι ” . . , . τὸ δὲ καλούμενον
6931326 αἰρε
κομίζει προσπόλων ὅδ ' ἐγγύθεν . Αἶρ ' αὐτόν , αἶρε δεῦρο : ταρβήσει γὰρ οὔ , νεοσφαγῆ που τόνδε
δέδρακεν , ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν . Αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς
6895090 ἰακχον
Τοιάδε κύκνοι , τιοτιοτιοτιοτιοτιγξ , συμμιγῆ βοὴν ὁμοῦ πτεροῖσι κρέκοντες ἴακχον Ἀπόλλω , τιοτιοτιοτιγξ , ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ ' Ἕβρον
ἀκούειν , καί οἱ φαίνεσθαι τὴν φωνὴν εἶναι τὸν μυστικὸν ἴακχον . Εἶναι δ ' ἀδαήμονα τῶν ἱρῶν τῶν ἐν
6894846 κατασπενδειν
ἐπὶ ἀμβροσίας ἔταξεν . ΓΘ ἀρυβάλλῳ ] ἀγγείῳ . Γ κατασπένδειν ] καταχέειν : καὶ τοῦτο οὐ μόνον ἐπὶ ὑγροῦ
' ἔχειν ἐν ἑτοίμῳ πρὸς τὰ ἀβούλητα , καὶ τὸ κατασπένδειν αὑτοὺς οἷς ἂν προσθῶνται , ὥστε ἀποθνήσκειν αὐτοὺς ὑπὲρ
6873198 ἐρεουν
τῶν ἀποδέσμων , οἷς ἐνῆν τιτθίδια . φάριον δὲ τὸν ἐρεοῦν κεκρύφαλον ὠνόμαζον . σύρμα δὲ τραγικόν ἐστι φόρημα ἐπισυρόμενον
” ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ φιλοτιμίαν κτᾶται ” . ἐρεοῦν καὶ λινοῦν περισπᾶται , τὰ πληθυντικὰ τούτων συστέλλουσι ,
6870559 χερνιβα
τράπεζαν . παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς καὶ κωμικοῖς παροξυτόνως εὕρηται χερνίβα : Εὐριπίδης : εἰς χερνίβ ' ὡς βάψειεν Ἀλκμήνης
ἐκθέσει στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ιζʹ . οὕτω “ τὴν χερνίβα ” . μᾶλλον προπαροξυντέον κατὰ τὴν ἀναλογίαν . οἱ
6870084 Ἀφροδιτᾳ
Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν ζαθέῳ με δέξαι χώρῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν .
. Ἀλλ ' οὐχὶ χοῖρος τἀφροδίτῃ θύεται , Οὐ χοῖρος Ἀφροδίτᾳ ; Μόνᾳ γα δαιμόνων . Καὶ γίνεταί γα τᾶνδε
6848801 στελεον
ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν , ὃ καὶ στελειὸν λέγεται ποιητικῶς , καὶ στελεός
ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν , ὃ καὶ στελειὸν λέγεται ποιητικῶς , καὶ στελεός
6845533 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
6842832 ῥιπις
δὲ ἐπὶ ταῖς ἑστιάσεσιν ἕν τι τῶν ἀναγκαίων καὶ ἡ ῥιπίς , εἴρηται μὲν ἐπὶ τῆς ῥιπιζούσης τοὺς ἄνθρακας ἐν
προσωπίδιον , θολία πλέγμα τι θολοειδὲς ἐπὶ σκιᾷ , καὶ ῥιπίς , καὶ σκιάδιον , ὃ καὶ σκιάδα ἂν εἴποις
6835358 κατακρεμανται
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Καὶ Εὔπολις ἐν
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ βασιλεὺς
6819456 λεσχαισι
μεταλαβεῖν . Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι
ἐλθοῦσιν ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ;
6803427 ἡθμον
κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας τρεῖς , ἡθμὸν ἀργυροῦν . κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ
εἰμὶ τοῦ Ἑρμοκράτους τοῦ Προκοννησίου : κἀγὼ κρατῆρα κἀπίστατον καὶ ἡθμὸν ἐς πρυτανεῖον ἔδωκα μνῆμα Σιγειεῦσι : ἐὰν δέ τι
6779004 πρεσβυταισιν
; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ
καλῶς , ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; καὶ Εὔπολις ἐν Εἵλωσι : καὶ
6773363 κνεφαλλα
ἐμβαλεῖν αὐτῷ τόνον . ἑπέσθω δὲ τῇ κλίνῃ τυλεῖα , κνέφαλλα , δάπιδες , τάπητες ἀμφιτάπητες : Δίφιλος γοῦν φησὶν
καρδόπους τε καὶ κρατῆρας ὀκτὼ δὲ χύτρας δύο τρυβλίω , κνέφαλλα δέκα , θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν ,
6767925 ἀμαθοιο
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ
6765731 ἐπικριον
ἔσχατα πείρατα Πόντου . αὐτίκα δ ' ἱστία μὲν καὶ ἐπίκριον ἔνδοθι κοίλης ἱστοδόκης στείλαντες ἐκόσμεον , ἐν δὲ καὶ
τῶν ἱματίων πεποιημένου ἀρμένου : “ τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον . ” σπιλάδες ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι
6760388 χιμαρον
Ἀμειλήτη Ἑκαέργη , ᾧ καθ ' ἕκαστον ἔτος αἱ παρθένοι χίμαρον ἄθορον ἐκρήμνων , ὅτι καὶ ἡ Ἀσπαλὶς παρθένος οὖσα
γὰρ ὑπὸ τοῦ δοκεῖν παρευημερήθη τὸ εἶναι . καὶ τὸν χίμαρον τὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ὁ φιλάρετος ζητεῖ μέν ,
6759290 μαλακοις
δὲ καὶ τοῖς ἱδρῶσι ποδηγεῖν . τὴν μὲν οὖν γαστέρα μαλακοῖς κλύσμασι κινεῖν : τὰ δ ' οὖρα προτρέπειν σελίνου
. κιττοὶ δὲ αὐτὸ περιεῖρπον , καὶ ἐνεπλέκοντο οἱ κιττοὶ μαλακοῖς δένδροις καὶ δι ' αὐτῶν ἀνεῖρπον . κρόκοι τε
6751621 σκαφιδας
: κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ
ταύτην ἐν ταῖς Ὁλκάσιν ἂν λέγοι , συντάξας οὕτω , σκαφίδας μάκτρας . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις εὑρίσκεται σκάφη μακρὰ
6744640 ὑπανιστασθαι
ἵνα τὰ ἀρετῆς ἐγείρηται : πιπτούσης γὰρ ἀφροσύνης ἀνάγκη φρόνησιν ὑπανίστασθαι . διὰ τοῦτ ' ἐν προτρεπτικοῖς Μωυσῆς φησιν :
πρεσβυτέρων σοῦ . . πρεσβυτέροις ] γέρουσι , γηραιοτέροις . ὑπανίστασθαι ] ὑπεξίστασθαι , μετρίως ἀνίστασθαι . τοῖς πρεσβυτέροις :
6735021 ἑδωλια
. Ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών , ἵν ' ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια . Χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός
καὶ ἐπὶ θεάτρου κατὰ κατάχρησιν λέγοις . τὸ μέντοι τὰ ἑδώλια ταῖς πτέρναις κατα - κρούειν πτερνοκοπεῖν ἔλεγον : ἐποίουν
6733827 κρεαγραν
: ζωμήρυσιν φέρ ' , οἶς ' ὀβελίσκους δώδεκα , κρεάγραν , θυίαν , τυροκνῆστιν παιδικήν , στελεόν , σκαφίδας
' ἐργαλαῖα κοπίδας καὶ ῥάχετρον καὶ κρεώσταθμον , τάχα καὶ κρεάγραν καὶ κρεωδείραν . ἰχθυοπῶλαι καὶ ἰχθυοπωλεῖν , καὶ ἰχθύες
6733470 προσπεπατταλευμεναι
Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι ἡ κοπὶς
τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ
6723439 κτεσιν
ταῖς δικέλλαις ἀνα - σκάπτειν , τοὺς δὲ τοῖς κηπουρικοῖς κτεσὶν ἀνακαθαίρειν : πρὸς δὲ τὰς ὠρυγμένας τάφρους ἐπιβάθρας ἐπιβάλλειν
ταῖς δικέλλαις ἀνα - σκάπτειν , τοὺς δὲ τοῖς κηπουρικοῖς κτεσὶν ἀνακαθαίρειν : πρὸς δὲ τὰς ὠρυγμένας τάφρους ἐπιβάθρας ἐπιβάλλειν
6717757 καπραινα
τῇ τῶν ἀλεκτρυόνων οὐρᾷ . καμινώ : ἡ πολύλαλος . κάπραινα : γυνὴ ἡ ὀργῶσα πρὸς μείξεις . καπρῶντας :
θυμιάσω τοῦ τέκνου σεσωσμένου . Ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα . Ἐνέβαινε σιγῇ Πείσανδρος μέγας αὐτός ὥσπερ Διονυσίοισιν οὑπὶ
6717307 ἑστηκ
γραῦς τις κακοδαίμων , αὐτόθεν δ ' οὗ νῦν λέγων ἕστηκ ' ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου ἐκεῖ περιφθειρόμενον ἀχράδας
' ἠλέκτρῳ βεβαυῖα . νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν ἕστηκ ' ἐν προθύροις : καὶ εἰ μέν τι δώσεις
6716236 Εὐδωρη
, εὐστέφανός τε Κλέεια , Φαιώ θ ' ἱμερόεσσα καὶ Εὐδώρη τανύπεπλος . ἀλλὰ ταῦτα μὲν τὰ μυθικά . ἀλληγορικῶς
τε κροκόπεπλος Χρυσηίς τ ' Ἀσίη τε καὶ ἱμερόεσσα Καλυψὼ Εὐδώρη τε Τύχη τε καὶ Ἀμφιρὼ Ὠκυρόη τε καὶ Στύξ
6702603 πουλυποδας
, μὴ ψαύῃ δὲ τῆς κεφαλῆς ἡ πνὶξ , ἐσθιέτω πουλύποδας ἑφθοὺς , καὶ οἶνον πινέτω μέλανα εὐώδεα ἄκρητον ὡς
ἰχθὺν παρεισεκύκλησεν οὐδ ' ὁρώμενον , λάχανον , τάριχος , πουλύποδας , χόνδρον , μέλι . ὡς πολὺ δὲ διὰ
6694997 γλαυκαι
[ ] [ βάρβακεϲ ἱέρακεϲ ] ? αἱ ? ? γλαυκαὶ ? ? παρὰ ? [ τοῖϲ Λίβυϲι ] [
λέοντα , καὶ ἡ γλῶσσα ταύταις ὁμοίως ἐκείνῳ τραχεῖα . γλαυκαὶ δὲ αὐταῖς αἱ τῶν ὀφθαλμῶν κόραι , καὶ μεμύκασι
6693154 Ἐπανω
Τάξομεν , κατασκευάσομεν . . στήσομεν . . ἐπὶ : Ἐπάνω . τῆς κεφαλῆς : Τῆς σῆς . φέρε :
ἀφρὸς διὰ τὸ λευκόν . . ἔπεστ ' ἀνωτάτω : Ἐπάνω . Θ . ἐπάνω ὑπάρχει . . ἡ γραῦς
6692695 φλεξον
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις ; πυρί με φλέξον , ἢ χθονὶ κάλυψον , ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς
, μανικὴν καὶ παρακεκομμένην τὸν νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ :
6673517 Δηω
Δηώ : γῆ : σωματοποιεῖ τὴν γῆν ὡς θεάν . Δηὼ ὁ θεὸς παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω , δηὼ
, ἁρπαγείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος , ἡ μήτηρ αὐτῆς ἡ Δηὼ νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν , καὶ δὴ περιερχομένη καὶ
6671753 κοραισι
ἐστι : πάντα τόπον τῇ θέᾳ δίδοτε καὶ σκοπεῖτε : κόραισι δίδοτε : λείπει τὸ ἐπί : τὸ ἐπὶ ταῖς
. λέγει δὲ περὶ τῆς Ἀρείας οὕτω καλουμένης πηγῆς : κόραισι : ταῖς κόραις τῶν ὀφθαλμῶν ταῖς πανταχοῦ περιαγομέναις :
6668388 πετρινα
δυσήλατα , τραχέα , δύσπορα , λιθώδη , πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα ,
ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους . ὦ θήραμα βαρβάρου
6667837 τυροκνηστιν
ζωμήρυσιν φέροις : ὀβελίσκους δώδεκα : κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα :
γὰρ ἐσκαλῶ . Λάβητι μάρτυρας παρεῖναι τρύβλιον , δοίδυκα , τυρόκνηστιν , ἐσχάραν , χύτραν , καὶ τἄλλα τὰ σκεύη
6666487 ἐξονομακληδην
' Ἀσιατογενής , καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια , καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων
εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων
6666270 Δος
, τί ἄρ ' ἔνεστιν αὐτόθι ; Ὦ λόγια . Δός μοι , δὸς τὸ ποτήριον ταχύ . Ἰδού .
: Ἥκεις εὐνομίην διζήμενος , αὐτὰρ ἐγώ τοι δώσω . Δός , εἴποιμι ἂν ἐγώ : οὐδεμίαν γάρ πω δόσιν
6665981 πορφυρεον
ὑψόσε θύων μορμύρων ἀφρῷ τε καὶ αἵματι καὶ νεκύεσσι . πορφύρεον δ ' ἄρα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο ἵστατ ' ἀειρόμενον
ταῦτ ' ἄρ ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε ,
6664559 καταπεπατημενον
τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε . Ὑπόλοιπόν μοί ἐστιν ἔτι πρὸς ταύτην τὴν
τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις ἀλλὰ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε καὶ πάλιν ἀλλὰ μανδραγόραν πεπωκόσιν ἤ τι φάρμακον
6663198 τρυφερα
, ὁ ἀλαζών καὶ εἶδος βόλου . Ἁβροχίτων , ὁ τρυφερὰ φορῶν : ἁβροείμων ὁ λαμπροφόρος . Ἀγὼν σημαίνει πέντε
τῇ ὀσφύι νυκτός , καὶ τριβακοῖς χρωμέναις περιβλήμασι καὶ μὴ τρυφερὰ ἔστω τὰ ὑποστρώματα . ἐμέτοις δὲ χρηστέον καὶ τοῖς
6654496 χιτωνιον
ἐμὲ δὲ ὁρῶν ἐκ τῆς κακοπαθείας ἔτι πονήρως ἔχοντα ἐνέδυσε χιτώνιον , τῆς θυγατρὸς ἀφελόμενος : ἐκείνη δὲ ἄλλο τι
τοῦ διανοήθητι . σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις . χιτώνιον τὸ τῆς γυναικὸς ἔνδυμα : ἐστὶ δὲ τοῦτο λεπτόν
6653775 σαρον
βούλοιτο μετρικῶς γράψοι ; ὀφελτρεύουσικαλλύνουσι . × ὀφελτρεύσωσι σαρώσωσι . σαρὸν γὰρ καὶ ὄφελλα καὶ ὄφελμος ἡ σκοῦπα λέγεται .
βούλοιτο μετρικῶς γράψοι ; ὀφελτρεύουσικαλλύνουσι . × ὀφελτρεύσωσι σαρώσωσι . σαρὸν γὰρ καὶ ὄφελλα καὶ ὄφελμος ἡ σκοῦπα λέγεται .
6652413 κνισμος
ἐπιβαλλέσθω . ποιητικὰ δ ' ἐγρηγόρσεως καὶ τὰ τοιαῦτα : κνισμὸς βίαιος , τιλμὸς τριχῶν , ὁλκὴ δακτύλων , σπαραγμὸς
μάχην καὶ πληγὰς ἔχουσα , καὶ ἡδύκωμος ἡδίων , καὶ κνισμὸς καὶ ὄκλασμα : οὕτω γὰρ ἐν Θεσμοφοριαζούσαις ὀνομάζεται τὸ
6640521 ἐγγελωσα
τὸν υἱὸν ἡ δύστηνος ὧδ ' ὀλωλότα , ἀλλ ' ἐγγελῶσα φροῦδος ; Ὢ τάλαιν ' ἐγώ : Ὀρέστα φίλταθ
πιόμενοι . Σωσικράτης δὲ ἐπὶ πλοίου : λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν αὔρα , κόρη Σκείρωνος , ἡσύχῳ ποδὶ προσῆγε
6639604 ῥαδινους
βασταζόντων κιόνων , εὐμεγέθεις λέγων : Στησίχορος ἐπὶ τοῦ εὐτόνου ῥαδινοὺς δ ' ἐπέπεμπον ἄκοντας . παραβλήδην : ἀντὶ τοῦ
: τρυφερᾶς . Ἀνακρέων δὲ ἐπὶ τάχους ἔταξε τὸ ῥαδινόν ῥαδινοὺς πώλους : Ἴβυκος δὲ ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων
6630899 θυρωμασι
θαυμασίως : ταῖς τε κατασκευαῖς καὶ ταῖς ὀροφαῖς , καὶ θυρώμασι δὲ πάντα ἦν ταῦτα πεπονημένα . κατὰ δὲ τὴν
τὸ πλέον , δοκοῖς μὲν ταῖς πλευραῖς καὶ ὑπερείσμασι , θυρώμασι δὲ ταῖς σιαγόσιν : οἱ σπόνδυλοι δ ' αὐτοῖς
6630292 γαρος
καθαρὸν ἐκβῇ , καὶ πωμάσας ἀποτίθεσο . Τὸ δὲ κάλλιον γάρος , τὸ καλούμενον αἱμάτιον , οὕτω γίνεται . λαμβάνεται
ἔρια κεκαυμένα , τρίχες κεκαυμέναι , καρκίνων ἡ τέφρα , γάρος , ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων . σφοδρότατα δὲ ξηραίνει
6627549 φυσκαι
, ὃν διὰ φαυλότητα ὀνόσαιτό τις . ψεύδεα ῥινός : φύσκαι ἐπὶ τῆς ῥινὸς λεπταὶ αἱ λεγόμεναι ἴονθοι ὡς κατὰ
τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν λιπαρὰν κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ
6625588 φαρη
πρὸς τὸ ἔξω . Βλέφαρα , ὅτι τὸ βλέπειν ἐστὶ φάρη . ἢ παρὰ τὸ αἴρεσθαι αὐτὰ ἐν τῷ βλέπειν
νοῦ κινήματα . Φωριαμός . ἡ κιβωτός . παρὰ τὰ φάρη . ἡ τῶν φαρῶν δεκτική . Φάτνη . παρὰ
6620650 ξανθαισιν
τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥιπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη
ἐξωπλισμένη τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη
6618520 τυχε
προτὶ ἄστυ : γεγήθει δὲ φρένα Νηλεύς , οὕνεκά μοι τύχε πολλὰ νέῳ πόλεμον δὲ κιόντι . κήρυκες δ '
. ἀλλ ' , ὦ τάλας , ἔσελθε καὶ λουτρῶν τύχε ἐσθῆτά τ ' ἐξάλλαξον . οὐκ ἐς ἀμβολὰς εὐεργετήσω
6613122 χαιταν
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω
κάλαθον εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος . μηδ ' ἃ κατεχεύατο χαίταν : μηδ ' ἥτις ἄγαμός ἐστιν . μηδὲ ὅταν
6611993 ἀγγεα
τεθαλυῖα , εἰρήνη τ ' ἀγαθή : ὅσα δ ' ἄγγεα μεστὰ μὲν εἴη , κυρκαίη δ ' αἰεὶ κατὰ
, ὡς παρ ' Ὁμήρῳ : νᾶεν δ ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα . ἡ δὲ σύνταξις κατὰ μετάθεσιν , ὡς
6610489 ὀξυστομῳ
. κεραστὶς δὲ γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ μανικῶς ὥρμων καὶ ἐκινούμην πρός τε τὸν ῥοῦν τῆς
. . : ἦσαν ] Ἐγένοντο . ἀντιχρονισμός . : ὀξυστόμῳ ] Ὀξέως δάκνοντι . μόνον δὲ τὴν ὄψιν μετεβλήθη
6604435 προκομιον
Ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν ,
τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον , τὸ δὲ προκόμιον , τὸ δὲ πηνήκην ἐκάλουν . πιππίζειν καὶ τιτίζειν
6604345 πατανια
. πατάνιον δὲ διὰ τοῦ π Ἀντιφάνης ἐν Γάμῳ : πατάνια , σεῦτλον , σίλφιον , χύτρας , λύχνους ,
οἶδα . Εὔβουλος δ ' ἐν Ἴωνι καὶ βατάνια καὶ πατάνια λέγει ἐν τούτοις : τρυβλία δὲ καὶ βατάνια καὶ
6600277 ταγηνιας
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . γενναῖος ἴσθ ' , ὦ οὗτος , ὀλίγον
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . Πάμφιλος δὲ τὸν ΑΤΤΑΝΙΤΗΝ καλούμενον ἐπίχυτόν φησι καλεῖσθαι
6598146 τερεινα
καὶ πάλιν : εἴ μοι γένοιτο παρθένος καλή τε καὶ τέρεινα . τοῦτο τὸ εἰ γίνεται αἰ τοῦ ε τραπέντος
ἐν ἡμετέρου ἣ νῦν μέγ ' ἱμείρει ? [ καλὴ τέρεινα παρθένος : δοκέω δέ μιν [ εἶδος ἄμωμον ἔχειν
6593338 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
6589019 θρομβον
, τὴν δὲ ϲφίγξιν ἀνιέντεϲ τὸν δεϲμόν , τὸν δὲ θρόμβον ἢ ἐλαίου ἐπιχύϲει ἢ τῇ τῶν δακτύλων ἐπιθάλψει διαλύοντεϲ
ὁμοίωϲ φυράϲαϲ χρῶ . Πρὸϲ ϲπληνικούϲ . Ϲποδὸν κληματίνην καὶ θρόμβον τρυγίαϲ ὄξουϲ φυράϲαϲ τῇ γῇ χρῶ , ἢ ἀφεψήματι
6589016 σακιταν
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις
6588769 σπωντα
θηλὰς ἔρχεται γεννηθέντα παραχρῆμα , καὶ μέντοι καὶ τῶν οὐθάτων σπῶντα ἐμπίπλαται : πολυπραγμονεῖ δὲ τὸ τεκὸν οὐδὲ ἕν ,
ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα , ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς
6587874 ψαλιδα
Νόμοις : θήκην δ ' ὑπὸ γῆς αὐτοῖς εἰργασμένην εἶναι ψαλίδα προμήκη λίθον . ἐκ δὲ τῶν τῆς πόλεως μερῶν
κυλισθεὶς ὥς τις ὄνος ἰσόσπριος Φρύγες στενὴν δ ' ἔδυμεν ψαλίδα κοὐκ ἀβόρβορον θεοὶ γὰρ οὔποτ ' , εἴ τι
6586934 νημα
: κυρίως τὸ γυναικεῖον ἐργαλεῖον , ἐφ ' οὗ τὸ νῆμα περιειλεῖται : καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ βέλους : Σοφοκλῆς
κατὰ τὸν δακτύλιον ἐντιθέναι : δεῖ δ ' ἀποδεσμεῖν ἰσχυρὸν νῆμα τῆς κροκύδος , ἵνα , ὅταν δέῃ , ῥᾳδίως
6585413 κεχαρημενος
ἱκνεῖται φόρτον γενύεσσιν ἀγινῶν . αὐτὰρ ὅ γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος
τραπέζῃ τέρπονται κρητῆρος ἀμοιβαίοις δεπάεσσιν : ὣς ὁ μὲν ἀσπαλιεὺς κεχαρημένος ἐλπωρῇσι μειδιάᾳ , δείπνοις δὲ νέοις ἐπιτέρπεται ἰχθύς .
6585176 κατεχευας
ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί , γˈλεφάρων ἁδὺ κλάϊθˈρον , κατέχευας : ὁ δὲ κˈνώσσων ὑγˈρὸν νῶτον αἰωρεῖ , τεαῖς
ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο ἐξαπίνης , καί κέν μοι ἐλεγχείην κατέχευας . καὶ δέ μοι ἄλλα θεοὶ δόσαν ἄλγεά τε
6584200 θλιβων
δειλὸς ἐς μυχὸν τρώγλης , ἄσημα τρίζων τόν τε πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας
αὐτὸς εἶναι τῷ Πανὶ νενόμισται , διάφορα δὲ σημαίνει : θλίβων μὲν γὰρ καὶ βαρῶν καὶ οὐδὲν ἀποκρινόμενος θλίψεις καὶ
6584192 ἁπαλοις
καὶ τὴν ὀσφὺν τῷ τοιούτῳ ἐλαίῳ καὶ σκέπειν ἐρίοις πλείστοις ἁπαλοῖς ἐλαίῳ θερμῷ βεβρεγμένοις , τροφὰς δὲ ῥοφηματώδεις διδόναι καὶ
διαλελύσθω ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἢ στρογγύλης στυπτηρίας . ἀπομαξάμενος δ ' ἁπαλοῖς ῥάκεσιν ἡσυχαζέτω ἡμιώριον , πιὼν δ ' ὕδωρ χλιαρὸν
6582608 Ἁιδα
δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ '
οὐκέτι μοι ἐλπίδες τοῦ ζήσεσθαι τοὺς παῖδας : θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον : θάνατον , φησὶ , μᾶλλον περιθήσεται ἢ
6580117 Φραζεο
ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος , ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος . Φράζεο δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος
οὔτε πιεῖν , ὀλοὸς δὲ φέρειν ζυγὸν ἔπλετο δοῦλον . Φράζεο καὶ δύο φῦλα δυσάντεα , καρχαρόδοντα , μηλοφόνον τε
6578823 Εὐνοα
ἕρπειν ὥρα κ ' εἴη . ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά . Εὐνόα , αἶρε τὸ νῆμα καὶ ἐς μέσον , αἰνόδρυπτε
ἐθεάσω , ἐκ τούτων διηγήσαιο ἂν τῷ μὴ θεασαμένῳ . Εὐνόα , αἶρε τὸ νᾶμα : ἡ Πραξινόα φησὶ πρὸς
6577536 μιτον
' ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν , καὶ κατὰ μίτον τὰ πράγματ ' ἐκλογίζομαι . νὴ τὸν Δί '
τὰ ὀνόματα ταύταις ἐτίθουν . ἐπειδὴ γὰρ κλώθειν λέγεται τὸν μίτον μίτῳ συντιθέναι , διὰ τοῦτο καὶ Κλωθὼ λέγεται ,
6571991 αἰρου
τε κοίτας καὶ πυρὸς φλέξον μένος , κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . Οὔτ ' ἀλφίτοισι χαίρομεν
: οἱ δὲ διῄρουν . Κατάβαλλε τἀκάτια , καὶ κυλίκια αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν
6571645 ἀμφιπολος
ὁ κατὰ πολεμικὴν περίστασιν ἁλοὺς καὶ εἰς δουλείαν ταχθείς . ἀμφίπολος δὲ καὶ ἄρσενος καὶ θηλείας ὄνομα . ἄτμενος δὲ
ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ οἰκεῖν . . χέρνιβα δ ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε . † ) χερόνιπτρα . . Ω
6571501 χαλατε
ἀλλ ' ἀνοίξατε ὅπως τάχιστα , καὶ γυναικείους πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε : καὶ μάλ ' ἡβῶντος δὲ δεῖ οὐχ ὥστ
' ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί ,
6569979 σησαμιδας
δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀντιφάνης Δευκαλίωνι : σησαμίδας ἢ μελίπηκτα ἢ τοιοῦτό τι . μνημονεύει αὐτῶν καὶ
καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα . Εὔπολις : σησαμίδας ὄζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . ἐχῖνος . Ἀττικὸς
6566631 πελανους
ὧν ᾤετο δεῖν ἀγαθῶν τῇ πατρίδι , ἀπό τε καρπῶν πελάνους καὶ ἀπὸ χρημάτων ἀπαρχάς . Μάρκος δέ τις Κούρτιος
προνωπίοις καὶ θυσίας αὐτοῖς ἐνομοθέτησεν ἐπιτελεῖσθαι καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν πελάνους εἰσφερούσης ἑκάστης οἰκίας : τοῖς δὲ τὰ περὶ τῶν
6561207 γερανος
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ
6561090 αἰρετε
ἀναπλαττόντων Πυριφλεγέθοντα καὶ Κωκυτὸν καὶ Ἀχέροντα ποταμοὺς * * : αἴρετέ μου δέμας : ἐφύλαξε τὸ τῶν νοσούντων ἦθος πάντη
τῶν ὑπὸ γαίας , μύθοις δ ' ἄλλως φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα
6560796 πορφυρεα
τὸ βλάστημα φαίνεται , γέγονεν ἡ γυνή . Ἴα τὰ πορφύρεα , καὶ τὰ ἄλλα πάντα , τά τε χρυσίζοντα
μείονος ὕλης πεφυκότα . καὶ τῶν μὲν ἐρυθρῶν χείρω τὰ πορφύρεα : πάντων δὲ χείριστα τὰ μέλανα , τὸ πλέον
6559879 κοπις
δὲ καὶ τὰς καλουμένας κοπίδας : ἐστὶν δ ' ἡ κοπὶς δεῖπνον , μᾶζα , ἄρτος , κρέας , λάχανον
ὁ Ξενοφῶν πάλιν ἐχρήσατο τ῀ λέξει . . σάγαριν ] κοπὶς ἢ πέλεκυς . . ἔς τε ἀντὶ τοῦ ἕως
6558766 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
6558499 κεχηνοτα
. [ ὑπὸ τοῦ δέους : Ἰδὼν γὰρ τὸν δοῦλον κεχηνότα ἐφοβήθη . ] ἀντὶ τοῦ φοβούμενος . . [
τὰ μὲν οὖν σπέρματα αὐτῆς ἐστι μεμυκότα , ἃ δὲ κεχηνότα . Γλαῦκός ἐστι πτηνόν : τοῦτο τῇ Ἀθηνᾷ ἀναγράφεται
6555087 σμινυη
μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον , θρῖναξ , σμινύη , πτύον ἢ πτέον : καὶ λικμητηρὶς δὲ καλεῖται
γῆς ἐντέρωι , τὴν ? [ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ .
6555077 κωλαι
μοι σκόλιόν τι λαβὼν Ἀλκαίου κἈνακρέοντος . καὶ δελφακίων ἁπαλῶν κωλαῖ καὶ χναυμάτια πτερόεντα ἐθέλω βάψας πρὸς ναυτοδίκας ξένον ἐξαίφνης
οἴμοι δὲ κωλῆς : 〚 Τοῦ κώληκος λεγομένου . 〛 κωλαῖ τὰ ἐμπρόσθια μέρη τῶν ἱερείων . ἔστι δὲ ἱερὸς
6554736 μηκαδων
φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον : ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη χλόην καταμπέχοντα σάρκα νεογενῆ . τί λέγεις ;
φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον : ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη , χλόην καταμπέχοντα , σάρκα νεογενῆ . τί
6552305 συβωτης
γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι μέν οἱ δεῦρο συβώτης ἡγεμόνευεν , αὐτὸν δ ' οὐ σάφα οἶδα ,
πρόσοδος . ἰαλτὸς ] ὑπὸ Κλυταιμήστρας πεμφθεῖσα . ἐπεὶ προΐαλλε συβώτης . συνκύπτωι ] ἀντὶ κοπετῶι . συνκύπτωι ] ὅπως
6552291 Φερσεφονη
, τοῦ Διὸς οὕτως ἐξ ἀρχῆς βουληθέντος . ἡ γοῦν Φερσεφόνη περὶ τοὺς τῆς Αἴτνης διατρίβουσα λειμῶνας ἡρπάσθη παρὰ τοῦ
καί μοι βριμαίνω . . . . Βριμώ : ἡ Φερσεφόνη : ἡ δ ' αὐτὴ λέγεται Ἑκάτη , οἷον
6551204 Σατυροις
ἤγουν ἤχων . . . σὺν ταῖς Βάκχαις καὶ τοῖς Σατύροις καὶ τοῖς Σειληνοῖς ἐπόμπευεν , ἢ . . .
ἔστι δέ τις θήλεια Φιλόξενος ἐκ Διομείων . καὶ Φρύνιχος Σατύροις † † . μὰ τὸν κύν ' ὦ Νικόστρατε
6548201 σπυρις
φορμίδος : φορμὶς κυρίως ἡ ψίαθος , νῦν δὲ ἡ σπυρίς . ὡς τῶν ἄλλων ποιητῶν διὰ ψυχρότητα ποιήσεως διὰ
σπυρίχνιον ἢ φερνίον : ἐκαλεῖτο δ ' οὕτως ἡ ἰχθυηρὰ σπυρίς . οἱ δὲ οἰνοχόοι τὰ ἐκπώματα ἐκπλυνόντων τε καὶ
6547403 κολακευτικοις
αἱμύλος , τὸ κτητικὸν αἱμύλιος , καὶ αἱμυλίοις , τουτέστι κολακευτικοῖς , ἐμπείροις καὶ συνετοῖς . καὶ Ἡσίοδος : αἱμύλα
παρέπειθον , ἠπάτων με λείοισι ] μαλακοῖς , θελκτικοῖς , κολακευτικοῖς μύθοις ] λόγοις ὦ ] λέγουσαι δηλονότι μέγ '
6547354 λαζεο
σίδης δ ' ὑσγινόεντας : καὶ γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ
γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ ἐξῆς . ὀλόσχους δέ φησι τοὺς
6546979 εὐγενετας
, κηρόχυτον ὃς μείλιγμ ' ἱεῖς . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθέοις ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . [ ]
τὰν Χάρισιν φίλαν παῖδα καὶ καλάν . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθεοῖς ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . σὲ τὸν
6546758 λοπαδιον
τὸ δ ' ὑπερῷον ἰσχάδων . ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς
σκευῶν ὀνόματα ἐν Ἀξιονίκου Χαλκιδικῷ , τρύβλια , χύτρα , λοπάδιον , ὀξίς , χοῦς , ἁμίς , λεκάνη ,
6545772 Βακχιος
Παρνασοῦ πέτρας ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ ' ἕδραν , ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας λαιψηρὰ πηδᾶι νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις
παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ . μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ
6542346 θυϊα
ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν
σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα
6541134 αἰρ
καὶ Ἱπποκράτης προσάρματα τὰ σιτία φησί . καὶ Ἀριστοφάνης ” αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ” . καὶ ἁρμαλιὰ ἐπὶ τῆς
γὰρ ἰήσαιτο βροτοφθόρα φάρμακα λυγρά . Ἀρτέμιδος βοτάνην δὲ συνώνυμον αἶρ ' ἐπιφώσκειν Ἠελίου μέλλοντος ἐπὶ χθόνα φέγγος ἐρυθρόν ,
6537036 ποτικρανον
. ὅρη δρίφον , Εὐνόα , αὐτᾷ : ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον . ἔχει κάλλιστα . καθίζευ . ὢ τᾶς ἀλεμάτω
, κνέφαλα , προσκεφάλαια ὡς Δημοσθένης καὶ πολλοί . καὶ ποτίκρανον δ ' οἱ κωμικοὶ τὸ προσκεφάλαιον ἢ τὸ ὑπηρέσιον

Back