, πολλοὶ δὲ διωκόμενοι κατὰ πύργων ἤριπον εἰς Ἀίδαο πανύστατον ἅλμα θορόντες . παῦροι δὲ στεινῆς διὰ κοιλάδος , οἷάτε
πέντε δὲ ἀγωνίσματα , ἃ αὖθις εἰς πένταθλον συνεμίχθη , ἅλμα , δίσκος , ἀκόντιον , δρόμος , πάλη .
7732263 φασγανον
τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς
ἀθˈρόοι , ἐν χερὶ δ ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ ' , ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς . τὸ γὰρ
7446148 λαιλαψ
κυβιστητῆρι δ ' ἐοικὼς ἄλλοτε μὲν βαθὺ κῦμα διατρέχει ἠΰτε λαίλαψ , ἄλλοτε δ ' ἐς νεάτην φέρεται βρύχα ,
βυθὸν , ἤως τὸ πέλαγος . διατρέχει : διαβαίνει . λαίλαψ : ἄνεμος , σφοδρὰ πνοιὴ , ταχὺς ἄνεμος .
7311050 λεπας
κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς
ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ ,
7286289 ὀχος
ἄλοχον ὡς πατρὸς βίαι ; οἰκεῖος αὐτὸν ὤλες ' ἁρμάτων ὄχος ἀραί τε τοῦ σοῦ στόματος , ἃς σὺ σῶι
Ὄχθαι . τὰ χείλη τῶν ποταμῶν τὰ ἐξέχοντα . ἔχω ὄχος ἔξοχος , καὶ θηλυκὸν ὄχη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
7259733 κυανεον
προπομπὴν ποιοῦντες φύλλα συκῆς ἐκρέμων τῇ προπομπῇ καὶ ἔβαινον . κυάνεόν τε χελιδόνιον : ἤτοι κυανοῦν καθ ' ἑαυτό .
ζοφοειδέα χῶρον τηλέπορον , ἀκάμαντα , λιπόπνοον , ἄκριτον Ἅιδην κυάνεόν τ ' Ἀχέρονθ ' , ὃς ἔχει ῥιζώματα γαίης
7231558 ὀφις
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν ,
7218296 κυανεος
λίθου ἀχάτου , λίθος σαρδόνυξ . ἀντὶ Χαλκηδονίου , λίθος κυάνεος . ἀντὶ λίθου ὑακίνθου , λίθος βηρύλλιος . ἀντὶ
, ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ σώματος . γέγραπται δὲ οὐ κυάνεος οὐδὲ θαλάττιος , ἀλλ ' ἠπειρώτης . τῷ τοι
7217353 ἐχις
βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ
, Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος
7216338 μεταρσιον
λέγεται τὸ λευκοπέλιον ἀπὸ τῆς ἀφύης τοῦ ἰχθυδίου ὠνομασμένον . μετάρσιον δὲ κυρίως μὲν τὸ ὑψηλὸν λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ
ἡμῖν ἀνοίξῃ ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ θησαυρὸν „ καὶ τὸν μετάρσιον καὶ ἐγκύμονα θείων φώτων λόγον , ὃν δὴ κέκληκεν
7207140 ῥεος
τὰς οὐλομένας : ἔτεγξα καὶ ἔβρεξα τὴν παρειὰν ἐμοῦ δηλονότι ῥέος καὶ ῥεῦμα δακρυσίστακτον ἀπὸ τῶν ὄσσων καὶ τῶν ὀφθαλμῶν
λεπτόν . : ῥαδινῶν ] Εὐκινήτων , λεπτῶν . : ῥέος : Ῥεῦμα : παρὰ τὸ ῥέω ῥέος , ὡς
7189945 λασιον
αἰχμητάων . : Ρ . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν . ἡ διπλῆ , ὅτι οὗτός
τοῦτον ἀποθέσθω , ὦ Ἑρμῆ , βαρύν τε ὄντα καὶ λάσιον , ὡς ὁρᾷς : πέντε μναῖ τριχῶν εἰσι τοὐλάχιστον
7178911 ἀθηρ
Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . . Υ : ὅτι δὲ ἀθὴρ καὶ ἡ ἐπιδορατὶς λέγεται , ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀσταχύων
βλεφάρου , ἔδυ δὲ ἡ ἀκὶς ἱκανῶς : ὁ δὲ ἀθὴρ προσυπερεῖχεν . Τμηθέντος τοῦ βλεφάρου , ἤρθη πάντα :
7138356 λαμπουρις
διάπυρος . δολία τῇ διανοίᾳ . ἢ αἴθων , παρόσον λαμπουρὶς καλεῖται . οὐδ ' ἐρίβρομοι λέοντες : καὶ τούτοις
λαμπουρίδι ἴσον εἶναι , ἐπειδὴ κύνες εἰσὶν ἀλώπηξιν ὅμοιοι : λαμπουρὶς γὰρ ἡ ἀλώπηξ . ὦ Λάμπουρε κύον : ὄνομα
7125646 κυνεην
. . Υ . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην κυνέην κεφαλῆφιν ἕλοντο : ἡ διπλῆ ὅτι κτιδέην λέγει ῥητῶς
τε στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν
7120399 τρυφαλεια
: παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . . . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω
φωνῆς : ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον ,
7102261 λαας
[ ] εἰρήνης ἀδίδακτον ὁμήλικα λαε [ ] οὐ μὲν λᾶας ἔπαλλεν ἐθήμονας [ ] δήμου ? ? ξεῖνον ἄθυρμα
τὸ μὴ εἶναι μακροκατάληκτον οὐ κλίνεται λᾶας λάαντος , ἀλλὰ λᾶας λᾶα : ὅταν τοίνυν εὕρῃς ὄνομα εἰς ας λῆγον
7100341 ὀρεξαμενος
ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ δ
δὲ γυῖα . Φυλεΐδης δ ' Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος , ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται :
7097452 γυνα
τῶ πατρὸς ἐπισκάψιας ἐνόμιζε χρυσῶ τιμιωτέρας ἦμεν , καὶ ταῦτα γυνά . “ Ἦν καὶ Τηλαύγης υἱὸς αὐτοῖς , ὃς
ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων . οὔθ ' ὁλκὸς ἀπέτρεχεν , οὐ γυνά οὔτ ' ὄρνις ὅλον δέμας οὔτε θήρ : κούρη
7093936 καδος
τῷ δώρῳ τῆς χρυσῆς φιάλης . ἔνθεν καὶ κηδεστής . κᾶδός τε τιμάσας ἑόν : τὸ κῆδος . τὴν συγγένειαν
ὅπως καὶ δόξῃ χαριστικός τις εἶναι παρὰ τοῖς πίνουσιν . κᾶδός τε : τὴν κατ ' ἐπιγαμίαν οἰκειότητα τιμῶν τῷ
7093673 φαρος
φέρεται τὸ πνεῦμα , καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ .
καὶ τὸ α τρέπεται εἰς ω , ὡς ἐμάθομεν , φάρος φαριαμὸς καὶ φωριαμός : καὶ γίνεται λώβη , καὶ
7087810 ἀορ
ἐπ ' οὐδενὸς γένους ἐστὶν εὑρεῖν ὅτι μὴ μόνον τὸ ἄορ καὶ ἦτορ οὐδετέροις : τὰ γὰρ λοιπὰ πάντα διὰ
παρὰ τὸ συνηρμόσθαι . ἐστὶ δὲ ὄαρ , καὶ ὑπέρθεσις ἄορ , συναλοιφὴ ὦρ . Ὤπυεν . ὡμίλει ἐν τῇ
7086622 Ἀραψ
δοκῶ , καὶ μάλιστα ἐξ οὗ μοι τὸν δακτύλιον ὁ Ἄραψ ἔδωκε σιδήρου τοῦ ἐκ τῶν σταυρῶν πεποιημένον καὶ τὴν
διὰ τοῦ β ἢ π ἢ φ ἐκφέρεται , οἷον Ἄραψ Ἄραβος , Κύκλωψ Κύκλωπος , Κίνυψ Κίνυφος : καὶ
7083920 πτυξ
ἄμπυκος ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ
κλίσεως ἔτυχε . καὶ ἕνεκα κλίσεως καὶ συντάξεως τὸ μὲν πτύξ ὄνομά ἐστιν , ἐπεὶ καὶ πτυχός καὶ πτύχες :
7079476 κραιπνον
Βορέαν ἀποκαθαίρεται : διὸ καὶ λέγει ὦρσε δ ' ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην , τὰ δὲ κύματα ἄξεν . καὶ τὴν
Κρηθηιάδαο πρώτιστος Δαναῶν ἑὼ αἰνέτω ἤλασεν ἵππω , Καιρόν τε κραιπνὸν καὶ Ἀρείονα Θελπουσαῖον , τόν ῥά τ ' Ἀπόλλωνος
7065973 ἀηδων
καλοῦ καὶ ἐπιθυμητοῦ ἔαρος νεωστὶ ἀρχομένου , ἡνίκα ἡ ἡδύφωνος ἀηδὼν χωρὶς καὶ ἄπωθεν τῶν ἀνθρώπων γεννᾷ ἢ νεοττεύει .
μᾶλλον δὲ διὰ δειλίαν ⋮ Ἔστι δ ' ὅμως ἡ ἀηδὼν φιλόμουσος καὶ φιλόξενος . ἐν γοῦν ταῖς ἐρημίαις ὅταν
7055908 βουτης
σώτειρα καὶ Δημήτηρ Δημήτειρα , καὶ βότης , ὅπερ καὶ βούτης λέγεται κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ τὸ αὐτὸ δηλοῦν ,
[ ] κλέψε τεὴν σύριγγα κατ ' οὔρεα Δάφνις ὁ βούτης [ ] ἢ † Λυδος ἤτοι † Θύρσις ,
7053633 αἰολον
ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς ἔπος αἰόλον ἀνδρός , εἰς ἔργον δ ' οὐδὲν γινόμενον βλέπετε
καὶ τὸν ποικίλον : Τρῶες δ ' ἐρρίγησαν ὡς ἴδον αἰόλον ὄφιν : καὶ τὸν εὐκίνητον , οἷον : κορυθαίολος
7048300 ὠκεως
Ἀπίων ἀποδίδωσι σῶκος σάοικος σωσίοικος , ἔνιοι δὲ σόωκος ὁ ὠκέως σοούμενος . βέλτιον δὲ τὸ πρότερον . . .
ἡ Κυνίσκα , φησί , πληγεῖσα καὶ τοὺς πέπλους ἀνελκύσασα ὠκέως διὰ τῶν θυρῶν ἀνέδραμεν . τήνῳ τὰ σὰ δάκρυα
7045855 γωρυτος
δηλοῦν τὸ χωρῶ ἢ δέχομαι καὶ λαμβάνω , ὅθεν καὶ γωρυτός , ὁ δεχόμενος τὸ ῥυτόν , τουτέστι τὸ τόξον
: “ ἣ χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα . ” γωρυτός ἡ τοξοθήκη , οἱονεὶ χωρυτός , παρὰ τὸ τὸ
7036274 καρηνου
ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ καρήνου στήθεα γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος
πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ καρήνου χαίτην ἀμφιέλισσαν ἀποθλίψασα κομάων [ ! ! ! !
7035097 ἁλιπορφυρος
κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ ὁ ποιητὴς λέγεται
καὶ πῖλον καλοῦσιν . ὁ δὲ κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων πορφυροῦς , ἔστι δ
7027683 χλαμυς
τασσομένη ἀγαθῆς τε καὶ φαύλης . χλαῖνα καὶ χλανὶς καὶ χλαμὺς καὶ χιτὼν διαφέρει . χλαῖνα μὲν γὰρ λέγεται τὸ
Φουρτουνατιανὸν ἐγγράφων . κωλύσει γὰρ ἴσως οὐδέν , οὔτε ἡ χλαμὺς οὔτε ὁ κείρων . Οὐχ ὅγ ' ἄνευθε θεοῦ
7011695 Ἀδωνι
λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί
, πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο , μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω
7007131 εἰκελος
υἱὸς ἀπὸ Σκύροιο θοῶς ἐς ἀπηνέα δῆριν Ἀργείοις ἐπαρωγὸς ἐλεύσεται εἴκελος ἀλκὴν πατρὶ ἑῷ , πολέσιν δὲ κακὸν δηίοισι πελάσσει
. ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψός ' ἀερθείς εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι
7007032 ἀχω
δισύλλαβα ἔχοντα τὸ Α ἐν τῇ πρὸ τέλους βαρύνεται : ἄχω μάχω ἄρχω πάσχω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ
ὁ μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι
7006914 αἰετου
' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά μιν Κρόνου ? ? ?
γὰρ ζῷον ὁ αἰετός . τὸ δὲ ἀγκυλοχείλης ἐπίθετον τοῦ αἰετοῦ , ὁ ἐπικαμπεῖς τὰς χηλὰς ἔχων . ἐπὶ δὲ
6992929 πελεκυς
ὧν καὶ τὸ τυκίζειν , ὑπαγωγεύς , ᾧ παρέξεον , πέλεκυς , στάθμη , μολύβδαινα , κανών , διαβήτης :
, σφενδόνη Ἀκαρνάνων , ἀκόντιον Αἰτωλικόν , μάχαιρα Κελτική , πέλεκυς Θρᾴκιος . καὶ τὰ ἔμπροσθεν εἰρημένα ὑπὲρ τῆς ἑκάστου
6983491 χορευει
. Λύκος χανών : καὶ , ἡ λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Λύκου πτερὸν ζητεῖς
παροφθεὶς , ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα
6982247 χρυσεον
τις ἐλθὼν μετὰ ἀσφαλείας γεωργῇ ; ποῦ δὲ εὕρῃ τὸ χρύσεον εἰρήνης πρόσωπον ; ποῖον γῆς μέρος ἐραστὰς οὐκ ἔχει
. ὑμνωιδούς τε κόρας ἤλυθεν ἑσπέριόν τ ' ἐς αὐλὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων , δράκοντα πυρσόνωτον
6979969 κιθαρα
. καὶ Ὅμηρος : Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι . καὶ ἡ κιθάρα Ἀσία λέγεται , ἐπεὶ ἐν Λυδίᾳ πρῶτον εὑρέθη .
: Γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῷ Παγγαίῳ ὄρει βοτάνη , κιθάρα καλουμένη διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν . Διασπαράξασαι τὸν Ὀρφέα
6979638 ἐρειδει
πολλᾶς † ὑγιείας ἀκόρεστον τέρμα . νόσος γὰρ γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει , καὶ πότμος εὐθυπορῶν . . . . .
' ἀγκίστροιο τυπεὶς εὐκαμπέος αἰχμῇ ὑψός ' ἀναθρώσκων κεφαλὴν ἀζηχὲς ἐρείδει αὐτῇ ἐν ὁρμιῇ βεβιημένος , ὄφρα οἱ ἕλκος εὐρύτερόν
6978748 κιρκος
στίλβων : στιλβανός : οἰκτίρμων : σκιρτῶ : κιρνῶ : κίρκος : θίῤῥον τὸ τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , ῥύπος :
τάχα μοῦνος ἐναντίον ἰσοφαρίζοι αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύνων γυάλοισιν , ἢ κίρκος ταναῇσι τινασσόμενος πτερύγεσσιν , ἢ δελφὶς πολιοῖσιν ὀλισθαίνων ῥοθίοισι
6976005 ἀμαιμακετον
δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι δεσπόταν λίσσοντο ναῶν , συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετˈρᾶν . δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί , κυλινδέσκοντό
ἀμαιμάκετος , ὁ μακρὸς καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ μαιμάω
6974524 ἑλκε
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς
6963115 θοον
δ ' ἠύτε πόντος ἀπείριτος ἠὲ θύελλα ἢ πυρὸς ἀκαμάτοιο θοὸν μένος , εὖτ ' ἀλίαστον μαίνηται κατ ' ὄρεσφι
λέγεται καὶ ὁ Βοῤῥᾶς ὁ φέρων ζωὴν καὶ ἄνεμος . θοὸν μένος : ἡ ταχεῖα δύναμις . θοόν : ὀξὺ
6962064 ἐκλινθη
δὲ παραὶ λαπάρην διάμησε χιτῶνα ἔγχος : ὃ δ ' ἐκλίνθη καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν . τὼ δ ' ἐκσπασσαμένω
: ἂψ δ ' ὃ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθεὶς ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ
6953490 φασγανῳ
ἀγλαὸς υἱός , πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μεταδρομάδην ἔλας ' ὦμον φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἔξεσε χεῖρα βαρεῖαν :
παχείῃ ἁψάμενος λίσσεσθαι , ὃ δ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε :
6951420 χρυσεαν
: τῶ καὶ ἐγώ , καίπερ ἀχˈνύμενος θυμόν , αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν . ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες μήτ
ὑπαὶ πιτύων ὔμμι , θεαί , ξόανα . Κεῖσαι δὴ χρυσέαν ὑπὸ παστάδα τὰν Ἀφροδίτας , βότρυ , Διωνύσου πληθόμενος
6947749 Διωνυσος
ἀνέηκέ με μελισσοτεύκτων κηρίων ἐμὰ γλυκερώτερος ὀμφά δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι , ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας τί ἔρδων φίλος
. διὸ καὶ Ἡσίοδος ἐν ταῖς Ἠοίαις εἶπεν : οἷα Διώνυσος δῶκ ' ἀνδράσι χάρμα καὶ ἄχθος , ὅστις ἄδην
6945276 ῥηξε
? [ - ] ἀντικρὺ δ ? ! [ ] ῥῆξε ? ! [ ] κδε [ ] ! [
Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος Ἀχαιῶν Τρώων ῥῆξε φάλαγγα , φόως δ ' ἑτάροισιν ἔθηκεν , ἄνδρα
6943504 αὐχεν
περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν ' ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ ,
ἔτνους χρὴ δεῦρο τρύβλιον φέρειν καὶ τῆς ἀθάρης . τὸν αὐχέν ' ἐκ γῆς ἀνεκὰς εἰς αὐτοὺς βλέπων . ἁλτῆρσι
6939071 μοσχος
εἰς ΧΟΣ δισύλλαβα μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνεται : κόλχος βρόγχος μόσχος κόχλος τρόχος βρόχος . σεσημείωται τὸ μυχός . τὸ
: δίκετε τρομερὰ σώματα : ἔρριψεν : τέλεον : ἡ μόσχος δηλονότι : θηλυκῶς γὰρ εἶπεν : οὗ κατῴκισεν :
6937998 ἱππουριν
. κρατὶ δ ' ἐπ ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν . εἵλετο δ
κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν , ἵππουριν , δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : εἵλετο δ
6930522 ἀλεεινων
) Ὅμηρος λέγει : “ ὃν θυμὸν κατέδων πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων ” . πάτος λέγεται καὶ ἡ τροφή , ὅθε
μὲν ἀλλήλοις ἠχεῖ τὸ Ἀλήιον καὶ τὸ ἀλᾶτο καὶ τὸ ἀλεείνων , ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τόπου ὄνομα , τὸ
6929045 πληκτρον
καί , Οὐδ ' ἂν αἵματι στένων πείσειεν . Αἶρε πλῆκτρον : ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω
, αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω
6927639 περικεφαλαια
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν
6927619 Τιταν
ἔπειθ ' ὑπ ' αὐτοὺς θήκαμεν παρεμβολήν . ἐπεὶ δὲ Τιτὰν ἥλιος δυσμαῖς προσῆν , ἐπέσχομεν , θέλοντες ὄρθριον μάχην
, γαῖά τε καὶ πόντος πολυκύμων ἠδ ' ὑγρὸς ἀήρ Τιτὰν ἠδ ' αἰθὴρ σφίγγων περὶ κύκλον ἅπαντα . .
6921171 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
6920321 κρατι
Φλεγραῖον Ἄρης ὑπὸ χερσὶ Μίμαντα : χρυσείην δ ' ἐπὶ κρατὶ κόρυν θέτο τετραφάληρον λαμπομένην , οἷόν τε περίτροχον ἔπλετο
οἶδ ' ὁποίου πρῶτον ἄρξωμαι τὰ νῦν . γέγηθα , κρατὶ δ ' ὀρθίους ἐθείρας ἀνεπτέρωσα καὶ δάκρυ σταλάσσω ,
6917100 καρη
καὶ ἀμείβετο μειδιόωσα : “ Ἴστω νῦν τόδε σεῖο φίλον κάρη ἠδ ' ἐμὸν αὐτῆς : ἦ μέν τοι δῶρόν
ἄμφω κέρσε τένοντε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην
6910943 συριγξ
νόμον ] ἑσπέρα , φησὶν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ . τὸ
ἀπέθανεν ; Οἷον ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες , ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ : οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι , κἀγὼ κάθημαι
6909129 δακος
δὲ ἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων ἀγήραον καὶ ἄφθαρτον εὐδοξίαν ἀπένειμεν . δάκος ἀδινόν : ἰδίως τὸ δάκος ἀδινὸν εἶπεν , ἀντὶ
τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ
6906624 ἀγαι
ἐλήλυθας κουρήτων στόμα φόνου πτερόν κεῖται δ ' ὁ τλήμων ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία
. . λίνῳ γέροντι βάκτρῳ κεῖται δ ' ὁ τλήμων ἀγαί μαδηγένειος βαρβαρόστομε ? ? ? ? ? βούπρῳρον ἐπιτάξ
6904719 αὐλος
αὐλῶν λυσιῳδῶν , τραγικῶν , κιθαριστηρίων . ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν . ὁ δὲ
, ὥσπερ οἶμαι δεδιώς , μή τινα φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο
6901289 ἀρσενος
ὁ ἄρσην τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι καὶ τὸ ἄρσεν τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι : εἰ δὲ ἐποίησαν ἐπὶ τῶν οὐδετέρων
τάδε Κλυταιμήστραι μολών . λεχώ μ ' ἀπάγγελλ ' οὖσαν ἄρσενος τόκωι . πότερα πάλαι τεκοῦσαν ἢ νεωστὶ δή ;
6898671 ὁλμος
ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν , μωλυτὴς ἐπέων φίλος Ἄσσιος , ὅλμος ἄτολμος . καὶ σκωπτόμενος ὑπὸ τῶν συμμαθητῶν ἠνέσχετο καὶ
. εἶτα ἄροτρον , βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα ,
6897690 ἀω
. οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . .
. Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν
6897556 λιγυ
ὡς Ὅμηρος [ δ ] : ἀλλ ' αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . τὸ φύσει
λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα .
6893069 ἁρπη
μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ
ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή
6883544 Παν
ἀπὸ τῆς μιᾶς τοῦ κόσμου συστάσεως καὶ μονοειδοῦς ὑποδιεκρίθη . Πᾶν γὰρ ἓν πρὸ τοῦ οἰκείου πλήθους ἐστὶ τῇ ἑαυτοῦ
μὴ ἓν μὴ ἔστι τοῦ εἰ ἓν μὴ ἔστιν ; Πᾶν τοὐναντίον . Τί δ ' εἴ τις λέγοι εἰ
6882712 ῥαβδος
ἐνθέῳ κατοκωχῇ τε καὶ μανίᾳ χρώμενον . τοιγαροῦν ” ἡ ῥάβδος ἡ Ἀαρὼν κατέπιε τὰς ἐκείνων ῥάβδους ” , ὡς
. Ἐν ἀέρι δὲ γίνονται σημεῖα κατὰ φάσιν ἴρις καὶ ῥάβδος καὶ ἅλως καὶ σέλας τὸ πυρφλέγον . αἱ μέν
6880934 τοκας
αὐτοῦ ἐπώλει . ὠνητοῦ δὲ προσελθόντος καὶ διερωτῶντος , εἰ τοκὰς ἡ ὗς εἴη , ἐκεῖνος ἔφη μὴ μόνον αὐτὴν
: ἐν . . . μᾶλλον . ἐν γὰρ θερμοτέρωι τοκὰς ἄρρενος ἔπλετο γαστήρ : καὶ μέλανες διὰ τοῦτο καὶ
6873141 παρθενικας
γὰρ παρθένοι , μέλλουσαι πρὸς μίξιν ἔρχεσθαι , ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας τῇ Ἀρτέμιδι . Λυσικράτης ἕτερος : ἐπὶ
. ἔρρετε , μηδ ' ὔμμιν πολεμήια ἔργα μέλοιτο , παρθενικὰς δὲ λιτῇσιν ἀνάλκιδας ἠπεροπεύειν . ” Ὧς ηὔδα μεμαώς
6872390 ἐπισχομενος
τὴν τοῦ Πινδάρου ῥῆσιν , οὕτως : Ὡς ὅγ ' ἐπισχόμενος γλαφυρῆς ὁλκήϊον Ἀργοῦς Ἦγ ' ἅλαδε προτέρωσε . .
. σκύφιον δὲ λαβὼν δέπας ἔμμετρον ὡς τριλάγυνον πί ' ἐπισχόμενος , τό ῥά οἱ παρέθηκε Φόλος κεράσας . σχεδὸν
6871989 γληνη
καλεῖται , ἡ δ ' ἐπιπολῆς ὑπ ' ἐνίων ὠνόμασται γλήνη . ὑποβέβληται δὲ καὶ οἷον ὑπερήρεισται τὰ ὀστᾶ τῇ
μὲν ἐν μέσῳ μέλαν καλεῖται κόρη , ἧς ἡ αὐγὴ γλήνη , καὶ ὁ περιθέων αὐτὴν κύκλος γραμμὴ κυκλοτερὴς καὶ
6870913 πτεροεσσα
δυωδεκάωρος ὁδεύει , Ἠελίου λάμποντος ὁμόδρομος : ἱσταμένη δὲ ἀργυφέη πτερόεσσα χαράσσετο σύνδρομος Ὥραις , καὶ διδύμους γλαγόεντας ἐπισφίγγουσα φυλάσσει
, βεβῶσα , ποτωμένα , νόθον ἴχνος ἀειρομένα δρομάς , πτερόεσσα μὲν ἦν τὰ πρόσω γυνά , τὰ δὲ μέσσα
6866705 μαστιξ
χρυσοῦν ἔφερεν ἀμφὶ τῇ δέρῃ . , . . Στραγγαλωτὴ μάστιξ ὁ δὲ ἐκέλευσεν αὐτὸν μαστιγοῦσθαι τῇ μάστιγι τῇ στραγγαλωτῇ
, δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος
6860896 μεγαρον
' αἰεὶ προτέρην ἐς ἀταρπιτὸν ὄσσε φέροντας ἔρχεσθ ' ἐς μέγαρον μηδὲ προτιμυθήσασθαι , εἴ κέν τις ξύμβληται ὁδίτης ἔστ
γὰρ λέγεται τὸ μαγειρεῖον ἀπὸ τοῦ μελαίνειν τὸν αἰθέρα , μέγαρον δὲ τὸ ὑπερῷον ἢ καὶ ἄλλο τι τῶν εὐγενῶν
6855641 εὐειδης
οὐ μὲν ἔτι ζώοντα καταυτόθι τέτμον ἄνακτα Ὕλλον , ὃν εὐειδὴς Μελίτη τέκεν Ἡρακλῆι δήμῳ Φαιήκων : ὁ γὰρ οἰκία
προσώπῳ . Καθῆστο δὲ ἐπ ' ἄκρας τῆς κορυφῆς παρθένος εὐειδὴς μὲν οὔ , ὡραία δέ , ἀληθινοῦ καὶ ἀρχαίου
6855031 ἁλλεται
. ἢ παρὰ τὸ ἀσπαίρω ἀσπάραγος , καὶ ἀσφάραγος : ἅλλεται γὰρ καὶ κινεῖται ἐν τῷ καταπίνειν . ἢ παρὰ
τὸ δ ' αὖ εἰς ἄνω ἐξαίρουσα , οἷα κίγκλος ἅλλεται . ἀμνοὶ δὲ βληχάζουσιν ὑπ ' ἀγαλαξίας . Οἷα
6853139 πωλος
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς
6852917 Φαληρικη
τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος
δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων
6852260 πτεροεντος
ἐρατεινῆς . ἢν δ ' αὐτοὺς Κρόνος αἰνὸς ἐπὶ ζώου πτερόεντος δέρκητ ' , ἠὲ καὶ αὐτοὶ ἐνὶ πτερόεντι πέλωνται
ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο : πυκνὰ δὲ χαίτην
6849949 ἱεραξ
χεῖρα καὶ πρόσωπον καὶ ἕτερα τοιαῦτα . ὁ μὲν οὖν ἱέραξ αὐτοῖς σημαίνει πάντα τὰ ὀξέως γινόμενα , διὰ τὸ
καὶ αἱ ταύταις παραπλήσιαι : ἀπὸ δὲ ζώων καρκίνος , ἱέραξ , κριὸς , λαγωὸς , χελώνη : ἀπὸ δὲ
6843868 ἀργητα
, ὅς κε φάγῃσι Λυκάονος ἀργέτα δημόν , ἀντὶ τοῦ ἀργῆτα κατὰ μεταβολὴν καὶ συστολήν : καὶ πάλιν : ὥς
: βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ : ἡ αἰτιατικὴ ἀργῆτα : εἶτα ἐν ἑτέρῳ : ἰχθύς , ὅς κε
6840349 θηκη
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ
6839555 εὐσκιον
εἴη τι ἢ Πολυγνώτου τε καὶ Εὐφράνορος , οἳ τὸ εὔσκιον ἠσπάσαντο καὶ τὸ ἔμπνουν καὶ τὸ ἐσέχον τε καὶ
πολιῷ ξίφει σὺν τῇ τοῦ Ἀγαμέμνονος ψυχῇ ἔπεμπε παρὰ τὴν εὔσκιον τοῦ Ἀχέροντος ἀκτήν . μετέπεσε δὲ εἰς τὸν περὶ
6837092 Αἰτωλιος
τὸ ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει καὶ παρθενικῇ εἰκυῖα καὶ τὸ Αἰτωλός Αἰτώλιος , κάπρος κάπριος , ἄπειρος ἀπείρων , καὶ τὸ
πρότερον δὲ Ὑαντὶς ἐκαλεῖτο . τὸ ἐθνικὸν καὶ Αἰτωλίς καὶ Αἰτώλιος . ἔστι καὶ Αἰτωλία πόλις Πελοποννήσου , ἣν συγκαταλέγει
6834669 πορτις
. . : Λακίνιον δὲ ἐκλήθη ἀπὸ Λακινίου Κροτωνιάτου . πόρτις ἡ Θέτις ἀνέθηκε κῆπον τῇ Ἥρᾳ ἐν ΚρότωνιὉπλοσμία δὲ
ἡ Ἥρα κατὰ ζῆλον οἶστρον ἔπεμψε , καὶ ἐλαυνομένη ὥσπερ πόρτις παρῆλθε τοῦτον τὸν τόπον . Στεινότατος ] Ἐκεῖνος δὲ
6833042 δριος
λίνων ἢ σχοίνων . στέψαντες : στεφανώσαντες , περικυκλώσαντες . δρίος : δάσος , ὄρος . Θοά : ταχύτατα .
ἀϋτεῖ : ἡ δὲ μάλ ' ἰάνθη , διά τε δρίος ἰθὺς ὀρούει . ὡς δ ' ὁπότ ' ἰχθυβόλοι
6827401 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
6825357 ἱκανε
ταῦτα ἐνταῦθα . . . . . Ἡφαίστου δ ' ἵκανε δόμον Θέτις ἀργυρόπεζα : ὅτι ἐν Ὀλύμπῳ τὸ χαλκεῖον
ἵκωνται : ὣς ἀπ ' Ἀχιλλῆος κεφαλῆς σέλας αἰθέρ ' ἵκανε : στῆ δ ' ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος
6824987 κρατεροιο
εἰ δέ τις ἐν ψυχρῇσι λίπῃ κονίῃσι λέβητα , παφλάζει κρατεροῖο κυκώμενον ἔνδοθι χαλκοῦ . Ἐσθλοὶ δ ' αὖτ '
φάτο κερδοσύνῃσι καὶ οὐ κάμεν ἄλγεσι θυμόν : ἀνδρὸς γὰρ κρατεροῖο κακὴν ὑποτλῆναι ἀνάγκην . Τῷ δ ' οἳ μὲν
6824067 πρων
, καὶ στόμωμα Πόντου : νᾶσοί θ ' αἳ κατὰ πρῶν ' ἅλιον περίκλυστοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι οἵα Λέσβος ἐλαιόφυτός
δ ' ἐπ ' ἔργοις προπηδήσεταί νιν Παγγαίου γὰρ ἀργυρήλατον πρῶν ' † ες τὸ τῆς ἀστραπῆς † πευκᾶεν σέλας
6823347 βεβληται
νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ἱεμένηἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς παρίστησιν ὅτι βέβληται . . . . ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη
” οὐ γὰρ ἐκ χειρὸς ὁ Μενέλαος τέτρωται , ἀλλὰ βέβληται ὑπὸ Πανδάρου : παρὰ γὰρ τὸ οὐτάσαι ὠτειλή .
6819603 Ἁρπυια
. ὁ πολίτης Ἁρπιναῖος , καὶ Ἁρπίνηθεν ἐκ τόπου . Ἅρπυια , πόλις ἐν Ἰλλυρίᾳ παρ ' Ἐγχελέαις , εἰς
Ἀκταίονος κυνῶν ὀνόματα , κατὰ τὴν Αἰσχύλου δόξαν , Κόραξ Ἅρπυια Χάρων Λυκόττας : οἱ δὲ καὶ Ξενοφῶντι τῷ Γρύλλου
6819417 κυπαρισσος
σ καταλήγουσαν , διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , κυπάρισσος : νάρκισσος : Μέλισσος : Κύρμισσος : Πόλισσος :
γένηται . χαίρει δὲ μᾶλλον καθύγροις καὶ σκεπηνοῖς τόποις . κυπάρισσος δὲ ὁ ἄρρην ἄγονός ἐστιν . Μυρσίνη παῖς ἦν
6818826 ζωμα
οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν . † ) νῦν προφανῶς ζῶμα τὸν χιτῶνά φησιν , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δῆλον
ζωή βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἡ περιουσία . ζῶμα βʹ : τὸ περίζωμα . καὶ ὅλος ὁ θώραξ
6813930 λεντιον
εἰς ἀποχώρησιν . ἐξῆλθεν καὶ ὁ Αἴσωπος καὶ παρεστήκει ἔχων λέντιον καὶ ξέστην ὕδατος . καὶ ὁ Ξάνθος αὐτῷ :
. Λέντιον : παρὰ τὸ λιαίνω τὸ καθαίρω λιέντιον καὶ λέντιον . Λέπας : καὶ Κιθαιρῶνος λέπας . εἴρηται εἰς
6812963 κινω
. . , , , : κνήμη : ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήσω κινήμη καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη .
Ἐρεχθεὺς ὁ Ποσειδῶν ἢ ὁ Ζεὺς παρὰ τὸ ἐρέχθω τὸ κινῶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὴν Λαίτριναν , ἥτις ἐστὶ χωρίον

Back