δίφθογγον ἐν τῇ πρὸ τέλους : οἷον , ἀχέλης : ἀχέ - ρης : ὑπέρης : ἀμελής : εὐμενής :
δίφθογγον ἐν τῇ πρὸ τέλους : οἷον , ἀχέλης : ἀχέ - ρης : ὑπέρης : ἀμελής : εὐμενής :
6945358 ἀμβροσιαι
. Νύμφαι Ἀνιγριάδες , ποταμοῦ κόραι , αἳ τάδε βένθη ἀμβρόσιαι ῥοδέοις στείβετε ποσσὶν ἀεί , χαίρετε καὶ σῴζοιτε Κλεώνυμον
. Νύμφαι Ἀνιγριάδες , ποταμοῦ κόραι , αἳ τάδε βένθη ἀμβρόσιαι ῥοδέοις στείβετε ποσσὶν ἀεί , χαίρετε , καὶ σῴζοιτε
6940551 ἀμειβομεναι
Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν , αἵτ ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν
τε γαμήλια λέκτρα γυναῖκες κεκριμέναι μεθέπουσι καὶ εὐνάζονται ἅπασαι νύκτας ἀμειβόμεναι : μετὰ δέ σφισι κέντρον ὀπηδεῖ ζήλου ἀνιαροῖο ,
6909481 ἀκηχεμενη
δώματα : τὴν δ ' ἀνιοῦσαν Χαλκιόπη , περὶ παισὶν ἀκηχεμένη , ἐρέεινεν : ἡ δὲ παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος οὔτε τι
μένος καὶ κῦδος ἀρέσθαι . Ἣ δέ που ἐν θαλάμοισιν ἀκηχεμένη περὶ παιδὶ ἐσθλὴ Δηιδάμεια πολύστονα δάκρυα χεῦε , καί
6902814 προσελεξατο
, ἠδὲ καὶ ἶσα [ ] ερον ἄλλο . [ προσελέξατο ] ? [ : ] εἶπε δὲ τοῖα :
, ἐπεὶ μέγα φαίνετο ἔργον . ὀψὲ δ ' ἀμειβόμενος προσελέξατο κερδαλέοισι : “ Αἰήτη , μάλα τοί με δίκῃ
6897893 παρθενικαι
κατατεθνηώτων νύμφαι τ ' ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες , παρθενικαί τ ' ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι : πολλοὶ δ
τε φηγοί ῥιζόθι δινήθησαν ἀνέστησάν τε χορείαν , οἷά τε παρθενικαί . Ἄλλως . Ῥησκύνθιον δὲ ὄρος Θρᾴκης , ἐν
6864354 μελισμα
Ἀρχιλόχοιο ποθεῖ Πάρος , ἀντὶ δὲ Σαπφοῦς εἰσέτι σεῦ τὸ μέλισμα κινύρεται ἁ Μιτυλήνα . . . . . .
φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ . ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα , καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω , κἢν αὐλῷ λαλέω
6862062 μελψαι
νόστον . τόσσον γὰρ περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ '
σέθεν ? [ ] ? παναοίδιμον ? [ ] οὔνομα μέλψαι , ὅττι χάρις καὶ χάρμα καὶ εὐεπίης φίλον ἄνθος
6806552 δρυμοισι
τὸν Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . μηκέτ ' ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς
δολερῷ περ ἐόντι καὶ ἰχθυφόνῳ τελέθοντι . Ἔστι δέ τις δρυμοῖσι παρέστιος ὀξύκερως θήρ , ἀγριόθυμος ὄρυξ , κρυερὸς θήρεσσι
6785634 ἐπαινην
πάντας ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα
ὑπακούουσιν , καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους :
6776770 ἐπικλειουσι
μόσχους πίμπραται ὁππότε θῆρα νομαζόμενοι δατέονται , τούνεκα τὴν βούπρηστιν ἐπικλείουσι νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν νέκταρι
πρωτογόνου , στέργει δὲ περισφαραγεῦσα γάλακτι : τὴν ἤτοι μελίφυλλον ἐπικλείουσι βοτῆρες , οἱ δὲ μελίκταιναν : τῆς γὰρ περὶ
6756683 μαινιδι
ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι , καὶ πολύποδι μύραινα . ἐπὶ μείζονας : κατὰ
τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , μαινίδι δὲ χρύσοφρυς ἀνέλκεται : αὐτὰρ ἀνιγραὶ μύραιναι μετὰ σάρκας
6754945 ξεναι
αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσας . φησὶν οὖν ὅτι οὐ ξέναι καὶ ἀήθεις τοῦ σώματος αὐτοῦ μάστιγες καὶ πληγαὶ ἔσονται
ταύταις συμβεβηκότα ταῖς ἰδέαις : καὶ γὰρ αἱ γλωττηματικαὶ καὶ ξέναι καὶ πεποιημέναι λέξεις ἐν ταύταις μάλιστα ἐπιπολάζουσι , καὶ
6742110 Κλυτε
εἰλαπίνης κορέσαντο , δὴ τότε Νηλέος υἱὸς ἐελδομένοισιν ἔειπε : Κλῦτε , φίλοι , πολέμοιο μακρὴν προφυγόντες ὁμοκλήν , ὄφρα
Τρῶας . Τοῖον δ ' ἔκφατο μῦθον ἐποτρύνων ἑτάροισι : Κλῦτε , φίλοι , καὶ θάρσος ἐνὶ στήθεσσι βάλεσθε ἄτρομον
6735180 προφερεστατη
οἱ Ἄργος τεῦξεν Ἀρεστορίδης κείνης ὑποθημοσύνῃσι : τῶ καὶ πασάων προφερεστάτη ἔπλετο νηῶν ὅσσαι ὑπ ' εἰρεσίῃσιν ἐπειρήσαντο θαλάσσης .
καὶ Ἀμφιρὼ Ὠκυρόη τε καὶ Στύξ , ἣ δή σφεων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων . αὗται ἄρ ' Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος
6720550 πτανοις
, τύφεται Ἴλιον , αἰάζωμεν . μάτηρ δ ' ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν † ὄρνισιν ὅπως ἐξάρξω ' γὼ μολπὰν οὐ
εὐχαίτας . χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς , ῥοδόεσσαν ὃς ἄντυγα πώλων πτανοῖς ὑπ ' ἴχνεσσι διώκεις , χρυσέαισιν ἀγαλλόμενος κόμαις περὶ
6716331 χαιροις
, καὶ σκευασία μὴ μί ' ᾖ τῆς μουσικῆς . χαίροις , Ὑψιπύλη φίλη . τοὺς ἐμοὺς πλέκω κορύμβους .
βροτοβάμων : τῇ σύριγγι , ὦ Πάν , τὴν ψυχὴν χαίροις . βροτοβάμονα δὲ εἴρηκε τὸν Πᾶνα ὡς πετροβάτην ἀπὸ
6711299 ἐφεστριδες
, : Τὰ δὲ στρώματα , ἐπιβλήματα , περιβόλαια , ἐφεστρίδες , χλαῖναι , τάπιδες , ξυστίδες : τάχα δὲ
χιτῶνες οἱ τοῖχοί μοι δοκοῦσιν εἶναι , πάνυ δὲ παχεῖαι ἐφεστρίδες οἱ ὄροφοι , στρωμνήν γε μὴν οὕτως ἀρκοῦσαν ἔχω
6704989 Ὀλυμπιαδες
τοῦ τοὺς θεούς . ἔνθεν καὶ ἀνάκτορα τὰ ἱερά . Ὀλυμπιάδες : Αἱ κατοικοῦσαι ἐν τῷ Ὀλύμπῳ . . εὐφήμησαν
Ἥδε χθὼν κόλποισι Φασηλίτην Θεοδέκτην κρύπτει , ὃν ηὔξησαν Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες . . . ἐν δὲ χορῶν [ τραγικῶν ]
6701960 δηναιον
περιπλεκόμεναι . σπείρῃσιν : πλοκάμοις . Παρθενικαί : παρθένοι . δηναιόν : μετὰ χρόνον , μακροχρόνιον . Ἀπήμονα : ὑγιῆ
περιπλεκόμεναι . σπείρῃσιν : πλοκάμοις . Παρθενικαί : παρθένοι . δηναιόν : μετὰ χρόνον , μακροχρόνιον . Ἀπήμονα : ὑγιῆ
6691621 τιπτε
ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τίπτε Θέτι τανύπεπλε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ αἰδοίη τε φίλη τε
, καί μιν φωνήσας ' ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Ἥρη τίπτε βέβηκας ; ἀτυζομένῃ δὲ ἔοικας : ἦ μάλα δή
6684571 στοναχαι
, πλὴν ὅτι λείπει πόλιν Ἀργείων . καὶ τίνες ἄλλαι στοναχαὶ μείζους ἢ γῆς πατρίας ὅρον ἐκλείπειν ; ἀλλ '
δ ' ἐξέρρεε δάκρυ , καὶ νηοὶ δεύοντο λύθρῳ : στοναχαὶ δ ' ἐφέροντο ἔκποθεν ἀπροφάτοιο : περισσείοντο δὲ μακρὰ
6684418 πολυολβε
τε καὶ Εὐνομίης βαθυκόλπου , Ἀγλαΐη Θαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε , χαρμοσύνης γενέτειραι , ἐράσμιαι , εὔφρονες , ἁγναί
καὶ Ζηνὸς ἄνακτος , Εὐνομίη τε Δίκη τε καὶ Εἰρήνη πολύολβε , εἰαριναί , λειμωνιάδες , πολυάνθεμοι , ἁγναί ,
6682094 Ὑσιαι
ὑποστατός . Οἰνόῃ σύγχορτα ναίω πεδία ταῖς τ ' Ἐλευθεραῖς Ὑσιαί τὸν μὲν κίκλησκε Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ τόκοισιν εὐμάρειαν
ἄλλων δῆλον καὶ ἐκ τοῦ Δημοσθένους κατ ' Ὀλυμπιοδώρου . Ὑσιαί : Ὑπερείδης ἐν τῷ ὑπὲρ Ξενοφίλου . Ὑσιαὶ τῆς
6669816 μυρεται
οἰόθεν : ἀντὶ τοῦ οἴη . πολιήν : γραῦν . μύρεται : κλαίει , θρηνεῖ . ᾗ οὐκ εἰσὶν ἔτ
ἁλμυρῆς , τῆς ἐν τῇ ἁλὶ οὔσης , περὶ ἣν μύρεται , ἤως μορμύρει , Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα
6668925 θηλυτερῃσι
Ἄρης ἐγρεκύδοιμος , πλειότερον κάματον τελέει καὶ ἀεικέα νοῦσον . θηλυτέρῃσι δὲ πάντα κακώτερα φαίνεται ἄστρα , ὅσσα διαστείχῃσιν ἀγαυὴ
δεινὸν γὰρ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἀκοίτεω ἀμφαδὸν εἰσοράασθαι ἐπ ' αἴσχεϊ θηλυτέρῃσι : τῇ Ἑλένη εἰκυῖα δέμας καὶ ἀκήρατον αἰδῶ ἤιε
6667759 ἁλιμυρεος
' ἄλλος ἑὴν ἐνεπλήσατο νηδύν . ἡ μὲν ὑπὲκ πέτρης ἁλιμυρέος ὁρμηθεῖσα φοιταλέη μύραινα διέσσυται οἴδματα πόντου , φορβὴν μαιομένη
. ὑπέκ : ὑποκάτω : κρυφιότητα δηλοῖ ἡ ὑπό . ἁλιμυρέος : διὰ τῆς θαλάσσης ἠχούσης , ἐν τῇ ἁλὶ
6661825 ἐφημοσυνῃσιν
δίκαιον παραβῆναι . γενέθλην : ἔμβρυον . ἐπιφροσύνῃσιν : γράφεται ἐφημοσύνῃσιν . Ὑλλικῷ : ἀπὸ τοῦ Ὕλλου τοῦ ἐκ Μελίτης
μὲν ὑψιλόφοισιν ἐν οὔρεσιν Αἱμονιήων νυμφιδίων Πηλῆος ἀειδομένων ὑμεναίων Ζηνὸς ἐφημοσύνῃσιν ἐῳνοχόει Γανυμήδης : πᾶσα δὲ κυδαίνουσα θεῶν ἔσπευσε γενέθλη
6657386 καλλικομοι
ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ : ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσι εἰαρινοῖσιν : πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον
τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι . Ἀνακρέων : καλλίκομοι κοῦραι Διὸς ὠρχήσαντ ' ἐλαφρῶς . Ἴων : ἐκ
6652713 κινυρομενη
αὐτοί μητέρα δεξιόωντο καὶ ἀμφαγάπαζον ἰδόντες γηθόσυνοι . τοῖον δὲ κινυρομένη φάτο μῦθον : “ Ἔμπης οὐκ ἄρ ' ἐμέλλετ
γόῳ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἀύτει . Εὖτε κύων προπάροιθε κινυρομένη μεγάροιο μακρὸν ὑλαγμὸν ἵησι , νέον σπαργεῦσα γάλακτι ,
6650445 κλαγγα
] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , μολπὰ κλαγγὰ θράττει , [ νεῖται ] πνεῖται . κούραν κασίας
. σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , μολπά , κλαγγὰ θράττει , [ νεῖται ] πνεῖται . κούραν Κασίας
6649784 λυγραις
καὶ πολλὰ κακὰ διὰ γυναῖκας , μιγνύει δὲ καὶ γυναιξὶ λυγραῖς ἢ ἐπιψόγοις ἢ δούλαις , πλὴν ἃς λήψονται γυναῖκας
' ἔκραιν ' Ἀνάγκα , πάντα δὲ Γᾶς εἶκε φραδαῖσι λυγραῖς ἑρπετά , πάνθ ' , ὅς ' ἕρπει δι
6649433 ἠεροφωνων
' ἀφνειοῖο μετήλυδες Ὠκεανοῖο , χείματος ἀμφίπολοι , γεράνων στίχες ἠεροφώνων , κύκλον ἐπογμεύουσιν ἀλήμονος ὀρχηθμοῖο γειοπόνοις ἀρότῃσιν ἀπεχθέα κεκληγυῖαι
ἐξεπλήττοντο . . σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρς ' ἔχον ἠεροφώνων : ὅτι καὶ οἱ δημηγοροῦντες καὶ οἱ δικάζοντες σκῆπτρα
6648729 Εὐρυσθηος
' ἑὸν φίλον υἱὸν ὁρῷτο ἔργον ἀεικὲς ἔχοντα ὑπ ' Εὐρυσθῆος ἀέθλων . ὣς καὶ ἐγών , ὅτε δ '
, ὅ οἱ μάλα πολλάκις υἱὸν τειρόμενον σώεσκον ὑπ ' Εὐρυσθῆος ἀέθλων . ἤτοι ὃ μὲν κλαίεσκε πρὸς οὐρανόν ,
6648637 ἀεισατε
γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . [ νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε , ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες , κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο .
ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ Παιᾶνα κλυτόμητιν ] ἀείσατε [ κοῦροι Λατοΐδαν Ἕκατον ] , ἰὲ Παιάν ,
6637089 διεξ
δὴ τότε πείσματα νηὸς ἐπὶ πνοιῇς ἀνέμοιο λυσάμενοι , προτέρωσε διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο : ἡ δ ' ἔθεεν λαίφεσσι
ἀφρὸς ἦν περὶ στόμα . κύψαντες ὕβριν ἁθρόην ἀπέφλυσαν . διὲξ σωλῆνος εἰς ἄγγος , ! ] ε ? παρθένοι
6636786 κεινοισι
ἔκτοθεν ἄτης εἶναι ἀριστήων , αὐτῇ ὑπὸ νυκτὶ πέδησεν μαρνάμενον κείνοισι . πολεῖς δ ' ἐπαρηγόνες ἄλλοι ἔκταθεν : Ἡρακλέης
ἑκάστῃ οὔνομ ' ἔχει στροφάλιγγι : τὰ δ ' ἂν κείνοισι μέλοιτο ἀνδράσιν , οἳ κατὰ χῶρον ὁμούριον οἶκον ἔχουσι
6634189 τεους
φημὶ συνοίσεσθαι : τοῖος νόος ἀσπαλιήων εἰς ἀπάτην καὶ κῆρα τεοὺς ἔτρεψεν ἔρωτας . πέτρας μὲν κείνας τεκμαίρεται ἐγγύθι γαίης
ἁλμυρὸν ὕδωρ ὀδμή τ ' ἰχθυόεσσα βαρυγδούποιο θαλάσσης . δεῦρο τεοὺς ἱδρῶτας ἐμοῖς ἐνικάτθεο κόλποις . Ὣς ἡ μὲν παρέπεισεν
6633730 κεχολωμενος
ἐλατῆρ ' ἀφίει ἀκαχήμενον ἵππων . τῶν ὃ γέρων ἐπέων κεχολωμένος ἠδὲ καὶ ἔργων ἐξέλετ ' ἄσπετα πολλά : τὰ
φησὶ καὶ εὔχεται οὕνεκ ' Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει κεχολωμένος ἦτορ : κείνου δ ' οὔ τι λίην ποθὴ
6629138 κηληθμῳ
προύχοντο κάρηνα , πάντες ὁμῶς ὀρθοῖσιν ἐπ ' οὔασιν ἠρεμέοντες κηληθμῷ : τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θέλκτρον ἀοιδῆς . οὐδ '
ὑπὸ κηδεμονίαν πεπτωκώς : “ κήδεός ἐστι νέκυς . ” κηληθμῷ τῇ τέρψει , καὶ κηλεῖν τὸ τέρπειν . κῆλα
6622364 κεδνα
θυμῷ . . εἰ μή τις γρῆυς ἔστι παλαιή , κεδνὰ ἰδυῖα , ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσίν ,
στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι μέλπονται , πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ ἀθανάτων κλείουσιν , ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι . αἳ τότ
6618974 Περσεφονειαν
ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα καὶ
, καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους : ὅτι
6616806 ναυτῃσι
ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ ναύτῃσι φέρον πολύδακρυν ὀιζύν : ὣς οἵ γ ' ἐσσεύοντο
. ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἐκ πόντοιο σέλας ναύτῃσι φανήῃ καιομένοιο πυρός , τό τε καίεται ὑψόθ '
6615766 ἐπερρωσαντο
Ὀλμειοῦ ζαθέοιο ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο , καλοὺς ἱμερόεντας , ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν . ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ ἐννύχιαι
Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι : ἀκμάζουσαι ῥωμαλεώτεραι τῇ δυνάμει ἐγένοντο
6605192 τλαμων
εὐδαίμων , πᾶσιν περίφαντος αἰεί . ἐγὼ δ ' ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ ' οὗ χρόνος Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι '
ποτ ' ἦμεν . βέβακ ' ὄλβος , βέβακε Τροία τλάμων . ἐμῶν τ ' εὐγένεια παίδων . φεῦ φεῦ
6605031 παρενηνεον
κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν , σῖτον δὲ δμωαὶ παρενήνεον ἐν κανέοισι . καὶ Σώφρων ἐν γυναικείοις : τάλαινα
ὅτ ' εἴδατα θεῖα φέρουσαι χερσὶν ὑπ ' ἀμβροσίῃσι θοαὶ παρενήνεον Ὧραι χρυσείοις κανέοισι , Θέμις δ ' ἄρα καγχαλόωσα
6592753 ἐσθλ
[ ] σοτς ? ! [ ! ] ! ! ἐσθλ ? [ [ ] ! [ ! ] θειον
[ ] σοτς ? ! [ ! ] ! ! ἐσθλ ? [ [ ] ! [ ! ] θειον
6587391 ὠδε
τὸ συμπέρασμα , εἰ καὶ ἄμφω ψευδῆ εἰσιν , ἢ ὦδε , ἤγουν τὰς προτάσεις μόνον , εἰ τὸ συμπέρασμά
μὴ καλῶς γένοιτο τἠμέρηι κείνηι ἤτις ς ' ἐσήγαγ ' ὦδε . Πυρρίη , κλαύσηι : ὀρῶ σε δήκου πάντα
6580738 ὀλοαι
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους
6579380 Κλειοι
ἀλκὰς Ἀχαιῶν . Ὡσεὶ κυβερνήτας σοφός , ὑμνοάνασς ' εὔθυνε Κλειοῖ νῦν φρένας ἁμετέρας , εἰ δή ποτε καὶ πάρος
ὄρνιθος λαβὼν τὴν εὐκαιρίαν . διαβαδίζουσα γὰρ ἔτυχεν ἅμα τῇ Κλειοῖ καὶ ἐπιστᾶσα τῷ ταῲ καταντίον . ἔτυχε γὰρ τύχῃ
6558583 ἀνεισα
ἄραξε καὶ οὐκ ἐφράσσατο πέτρην : ἤθελεν ὀρφναίων γυάλων κληῖδας ἀνεῖσα , ἐκ χθονίων Τιτῆνας ἀναστήσασα βερέθρων οὐρανὸν ὑψιμέδοντος ἀιστῶσαι
ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης , αὐτίκα μοι σπεύδοντι πολὺν διὰ μῦθον ἀνεῖσα ἔννεπε , Καλλιόπεια , καὶ ἀρχαίην ἔριν ἀνδρῶν κεκριμένου
6558174 ὀνομηνω
τοῦ νοστήσαιμι , ὡς πληθὺν δ ' οὐκ ἂν ἐγὼν ὀνομήνω . περιττεύει δὲ ὁ κέν σύνδεσμος . . .
τῷ πληθὺν δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ ' ὀνομήνω . . . . . τηλόθεν ἐξ ἀπίης :
6557704 πορφυρε
' ἐς δώματα Κίρκης ἤϊα : πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι . ἔστην δ ' εἰνὶ θύρῃσι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο
καὶ γὰρ ἴσον τήναις θηλύνετο , καὶ τόσον ἄνθος χιονέαις πόρφυρε παρηίσι , καὶ τὸ βάδισμα παρθενικῆς ἐβάδιζε , κόμας
6548254 εὐφρονες
. τὸν ἐσόμενον οὖν τοῦ Πηλέως σύγγαμβρον . ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι : ἶλαι αἱ τάξεις καὶ αἱ συστροφαὶ τῶν
! [ – ⚕ – ⚕ – ] μμασιν ? εὔφρονες [ ] [ – × φῶς δεκ˘ ? [
6548150 ὁσσαι
, ὅστε κιούσας παντοίας ἀγέλας τεκμαίρεται , αἵ τε καὶ ὅσσαι , πιφαύσκει δ ' ἑτάροισι : τὰ δ '
ἔτις ' ὡς οὔ τις ἐπὶ χθονὶ τίεται ἄλλη , ὅσσαι νῦν γε γυναῖκες ὑπ ' ἀνδράσιν οἶκον ἔχουσιν .
6544369 Κρινου
ζειᾶϲ ϲταλτικώτεροϲ ἠρέμα τῆϲ κοιλίαϲ καὶ μᾶλλον εἰ φρυχθείη . Κρίνου . Τὸ μὲν ἄνθοϲ τῇ κράϲει μικτόν ἐϲτιν ἐκ
ζειῶν ἀλεύρου , τροφιμώτερον μὲν ἀλφίτου , δυϲπεπτότερον δέ . Κρίνου τὸ μὲν ἄνθοϲ τῇ κράϲει μικτόν ἐϲτιν ἐκ λεπτομεροῦϲ
6543133 ἐσθλαι
: οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκος ' ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ ' οὔδεος ὀχλίσσειαν : τόσσην ἠλίβατον πέτρην
] τῆς ἄνωθεν [ ] , ἵνα [ ] , ἐσθλαὶ πρὸς τὴν ? ? ἀντέρεισιν ? [ - ]
6540899 ἐσιδεσθαι
τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς
Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν
6538779 Νυμφαν
δὲ λοιποί φασι τυφλωθῆναι αὐτὸν καὶ ἀλώμενον κατακρημνισθῆναι . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : Νύμφην τὴν Ξενίαν λέγει . ἄκρηβος δὲ
νύμφα : οὕτω καὶ νεωστὶ παρθένος γαμηθεῖσα λυπηθείη . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : ἱστοροῦσι γὰρ αὐτὸν ὑπό τινος ἀγαπηθῆναι Νύμφης
6538380 εὐαδεν
! ] μάλα ? ? ? ? δ ? ' εὔαδεν ? ? ? ? ἀθανάτοισιν ? [ “ ]
πλήθους ὀλοοὺς ἐνέπουσιν ὀδόντας πλαζόμενοι , νῶϊν δὲ κεράατα μυθήσασθαι εὔαδεν : ὧδε γὰρ ἄμμι φύσις κεράων ἀγορεύει . σήματα
6537321 ναυλοχοι
τοιαύτην οἵαν φησὶν ὁ ποιητής „ λιμένες δ ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι . ” ὁ δὲ Ἀπολλόδωρος μένειν καὶ
οἷά ποτε Θήβᾳ [ ] τε καὶ ἁνίκα [ ] ναύλοχοι [ ] ήλασαν [ ἐννύχιον ] κρυφα [ [
6534882 ἐσχεθον
ἀμύμονος ἀντιθέοιο δῆσαν ἐπισταμένως , ἐπαοιδῇ δ ' αἷμα κελαινὸν ἔσχεθον , αἶψα δ ' ἵκοντο φίλου πρὸς δώματα πατρός
ὤρνυντ ' , ἰθύνειν λελιημένοι . ἀλλ ' ἄρα τούσγε ἔσχεθον , Ἀγκαίῳ δὲ πολεῖς ᾔνησαν ἑταίρων . Ἠῷοι δἤπειτα
6534516 Τρωιαδες
καιρός , ὦ βασίλεια † . ἔκβητ ' ἀπήνης , Τρωιάδες , χειρὸς δ ' ἐμῆς λάβεσθ ' , ἵν
ἀγγεῖον , καὶ ἐξέρχεται γάρος τὸ καλούμενον αἱμάτιον . Νύμφαι Τρωιάδες , ποταμοῦ Ξάνθοιο γενέθλη , αἳ πλοκάμων κρήδεμνα καὶ
6533632 ἐντυνονται
μέλας θολὸς ἀλλ ' ὑπερευθὴς ἐντρέφεται , μῆτιν δὲ πανείκελον ἐντύνονται . Τοίοις μὲν φρονέουσι νοήμασιν : ἀλλὰ καὶ ἔμπης
μέλισσαι χείματος οὐκέτ ' ἐόντος , ὅτ ' ἐς νομὸν ἐντύνονται ἐλθέμεν , οὐδ ' ἄρα τῇσι φίλον πέλει ἔνδοθι
6530599 γᾳ
] κατά . πρῶν ' ] ἐξοχήν . . τᾷδε γᾷ ] τῇ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι
ἀνδρῶν , εἰ θεοὶ θεοί , τούσδ ' ὀλέσειαν ἐν γᾷ . ἕκτον λέγοιμ ' ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον ἀλκήν τ
6530376 δεσποσυνων
τὰ κτήματα , ἐπιδεικνύων ὅτι τοῖς μὲν οἰκέταις μέτεστι τῶν δεσποσύνων χρημάτων τοσοῦτον ὅσον φέρειν ἢ θεραπεύειν ἢ φυλάττειν ,
μὲν οὖν ἑτέροισι μέριμνα πέλει : κόσμον δ ' ὑμεναίων δεσποσύνων ἐμὲ καὶ τὸ δίκαιον ἄγει καὶ ἔρως ὑμνεῖν :
6529362 κομποι
τὸ δ ' Ἄργος ἡμῖν ποῦ ' στιν ; ἢ κόμποι μάτην ; σφαλέντες οἰχόμεσθα : πρὸς σὲ δ '
τὰ δ ' οὐδέν , ἄλλως φροντίδων βουλεύματα γλώσσης τε κόμποι . κεῖνος ὀλβιώτατος ὅτωι κατ ' ἦμαρ τυγχάνει μηδὲν
6528682 ἀθαναται
κάλλεος , οὕνεκα Κύπριν , ὅτ ' εἰς ἔριν ἠέρθησαν ἀθάναται , κόσμησεν ἐν Ἰδαίοισιν ὄρεσσι τῆς σύ γ '
Διὸς αἰγιόχοιο , ὅσσαι δὴ θνητοῖσι παρ ' ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . Δημήτηρ μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο
6522282 παρθενικη
ἴδοι : ἀττικῶς . πάροιθεν : ἐκτός . Γαμήλιος : παρθενική . αἴθεται : ἐκκαίεται , αὔξεται , ἐκπυροῦται ,
: τὴν δ ' ὧδε προσεφώνεεν ἠύκερως βοῦς : θάρσει παρθενική : μὴ δείδιθι πόντιον οἶδμα . αὐτός τοι Ζεύς
6519278 Ἀσπιδι
φασιν εἶναι πήραν : [ Πίνδαρος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν Ἀσπίδι ἐπὶ τοῦ Περσέως : πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρα
Ἰβηρίς τὸ θηλυκόν ” Ἑλληνίς , οὐκ Ἰβηρίς „ Μένανδρος Ἀσπίδι . λέγεται καὶ Ἰβηρικός . [ Διονύσιος ] „
6517669 πορδαλιες
ἀμφὶ δὲ θῶες σμερδαλέοι καὶ λυγρὸν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωσαι πορδάλιες : τῶν δ ' ἄγχι λύκοι ἔσαν ὀβριμόθυμοι καὶ
θήκατο φῦλα . αἱ δὲ θεοῦ βουλῇσιν ἀμειψάμεναι χρόα καλὸν πορδάλιες Πενθῆα παρὰ σκοπέλοισι δάσαντο . τοιάδ ' ἀείδοιμεν ,
6517613 τηλουρος
μοι φόβος τις εἰσελήλυθ ' , ἥντιν ' ἐν δόμοις τηλουρὸς οὖσα δωμάτων κλύω βοήν . τί δ ' ;
τὸ ὄνομα , ἀντὶ τοῦ πραευμενής : πραεῖαν εὐμένειαν : τηλουρὸς οὖσα : μακρὰν , τῆλε τῶν ὁρίων οὖσα τῆς
6516976 βησσαι
αἱ δὲ βαρείῃ φθογγῇ ὕπο βρομέουσιν ἀν ' οὔρεα τηλόθι βῆσσαι , δείματι δ ' ἄγραυλοί τε βόες μέγα πεφρίκασιν
μύροντο βοῶν θοοὶ ἀγροιῶται ἀχνύμενοι κατὰ θυμόν : ἐπεστενάχοντο δὲ βῆσσαι . Καὶ τότε δὴ Πριάμοιο πολυτλήτοιο γυναικὶ δεινὸν Ἀλεξάνδροιο
6514396 χερες
ΑΡΓΑΛΕΟΝ . Ἐκ τοῦ ἔργου τὸ χαλεπὸν καὶ δυσ - χερὲς , ἐργαλέον , καὶ ἀργαλέον , Ἢ παρὰ τὸ
ΑΡΓΑΛΕΟΝ . Ἐκ τοῦ ἔργου τὸ χαλεπὸν καὶ δυσ - χερὲς , ἐργαλέον , καὶ ἀργαλέον , Ἢ παρὰ τὸ
6511331 Λατω
“ τί κάλλιον ἀρχομένοισιν ἢ καταπαυομένοισιν , ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι ” ; ΓΘ ἀρχομένοισι
φοίνικα παρ ' ἁβροκόμαν , ἔνθα λοχεύματα σέμν ' ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε κάποις . οἴμοι , μέγας θησαυρὸς ὡς
6503499 παλαιη
δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν , εἰ μή τις γρηῦς ἐστι παλαιή , κεδνὰ ἰδυῖα , ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα
διαπνέῃ δὲ τοῦ θώρηκοϲ τὴν θέρμην . ἄριϲτον δὲ ὀθόνη παλαιή . πάϲϲειν δὲ αὐχένα καὶ κληῗδαϲ ἀλφίτοιϲι καὶ θώρηκα
6503253 ἀλωαι
ἐγγύθεν ἄλλο πῆμ ' ἀίδηλον ἔην . πέρθοντο γὰρ ἠμὲν ἀλωαί ἠδ ' οἶαι τῆμος δῄῳ ὑπὸ δουρὶ Λύκοιο καὶ
κόνυζαν : δριμὺς γὰρ μάλιστα ὁ ταύτης καπνός . ἠμὲν ἀλωαί : αἱ ἀμπελόφυτοι χῶραι . οἶαι δὲ αἱ κῶμαι
6499550 δαφναι
ἄπιοι , μιμαίκυλα , συκάμινα , ἄμπελοι , μυρσίναι , δάφναι , κισσὸς , ἐλαίαι , κότινοι , ἀμυγδαλαὶ ,
ἄλσος ἀμείβει , δένδρεσιν εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι :
6499327 γλυκερων
– ˘ Ἰβηρίτῃ πλεύσει ἐν αἰγιαλῷ – ˘˘ος ] ! γλυκερῶν οὐκ ἀπελ˘˘ ? [ – – – ˘˘ ]
ὑφ ' ἡμετέροις πε ? [ ] [ ] ασθε γλυκερῶν επ ? [ ] [ ] εως πάϊς οὗτος
6499014 τερπνως
καὶ Γλαυκέτης ἡ ψῆττα , καὶ Λεωγόρας , οἳ ζῆτε τερπνῶς οὐδὲν ἐνθυμούμενοι . ὃς πρῶτα μὲν Κλέωνι πόλεμον ἠράμην
τὸ πρᾶγμα οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ τοῦ γάνυσθαι . τερπνῶς , ἡδέως , φαιδρῶς : τὰ γὰρ ἐκ τῶν
6498995 μηκαδες
οὐδέ σφιν θανάτοιο πέλε στονόεντος ἄλυξις , ἀλλ ' ἅτε μηκάδες αἶγες ὑπὸ βλοσυρῇσι γένυσσι πορδάλιος κτείνοντο . Ποθὴ δ
Χαλκίδι δύο ποταμοί , Κέρων καὶ Νηλεύς , ὧν αἱ μηκάδες ἐὰν περὶ τὸ συλλαμβάνειν οὖσαι πίωσιν , ἐὰν μὲν
6488690 εἰπατ
' ἔρωμαι , τίνες ἐφεστᾶσιν δόμοις . ξέναι γυναῖκες , εἴπατ ' , ἐκ ποίας πάτρας Ἑλληνικοῖσι δώμασιν πελάζετε ;
Τυνδαρείας παιδὸς ἀνόσιον φόνον . καὶ νῦν ὅπου ' στὶν εἴπατ ' , ὦ νεάνιδες , Ἀγαμέμνονος παῖς , ὃς
6487986 ἀοιδῃ
μέγαρόν τε πλεῖον δαιτυμόνων : οἱ δ ' ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ τέρποντ ' : ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ
δ ' ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδῇ ἐξ ἀρχῆς , οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν
6487800 δηιοισιν
ὀτρηροὶ κατ ' ὄρεσφι κύνες λελιημένοι ἄγρης : ὣς Δαναοὶ δηίοισιν ἐπήιον , οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτοὺς υἱὸς Ἀχιλλῆος
πεπότηται τινυμένη σὺν Ζηνὶ κακῶν ἐπιίστορας ἔργων . Ὣς εἰπὼν δηίοισιν ἀνηλέα τεῦχεν ὄλεθρον : μαίνετο γάρ οἱ θυμὸς ὑπὸ
6483583 κρυβδα
. αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν . μῶν οὖν Ὀρέστου κρύβδα δῶρον ἦν τόδε ; μάλιστ ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται
ὡσείτε φθιμένου δνοφερόν ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν , κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις , νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν ,
6481767 ηκα
αθ [ [ ] ! κακ [ [ ] ! ηκα [ . . . [ ] ου ! [
. . . . [ ] ! [ [ ] ηκα ! [ [ ] αρης [ [ ] !
6481439 χθονιᾳ
ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν , ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί , σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν
„ ἀνθυποφέρει γὰρ τῇ μὲν τραχείᾳ λείαν , τῇ δὲ χθονίᾳ τὴν οὐρανίαν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν . Χλιδή .
6481098 ἀιον
. . ἐπεὶ φίλον ἄιον ἦτορ : ἡ διπλῆ ὅτι ἄιον ἀντὶ τοῦ ἐπῃσθόμην , τοῦτο δέ ἐστι , τῆς
ἔχει τέρψιν ἀφ ' αὑτοῦ δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν . ἀχὰν ἄιον πολύστονον γόων , λιγυρὰ δ ' ἄχεα μογερὰ βοᾶι
6473944 ἀμφιπολοι
Μήδεια λιποῦς ' ἄπο πατρίδα γαῖαν . Ἤδη δ ' ἀμφίπολοι μὲν ὀπιπτεύουσαι ἄπωθεν σιγῇ ἀνιάζεσκον , ἐδεύετο δ '
Ναυσικάα , θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , πὰρ δὲ δύ ' ἀμφίπολοι , Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι , σταθμοῖϊν ἑκάτερθε :
6469897 χθονιαι
κεύθεσιν οἰκί ' ἔχουσαι , κρυψίδρομοι , Βάκχοιο τροφοί , χθόνιαι , πολυγηθεῖς , καρποτρόφοι , λειμωνιάδες , σκολιοδρόμοι ,
φωσφόρος παρέρπει Φαέθων μέσην πορείην ὑπὸ κριὸν ἅρμα τείνων , χθόνιαι φλέβες γελῶσιν . Χθονοφοίτορες δὲ Μοῖραι κρυφίας γονὰς ἀρούρης
6469392 τινασσετο
παράμειβον : ὑπὸ πνοιῇ δὲ κάλωες ὅπλα τε νήια πάντα τινάσσετο νισσομένοισιν . ἠῶθεν δ ' , ἀνέμοιο διὰ κνέφας
βλοσυρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσιν , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο Ἕκτορος : αὐτὸς γάρ οἱ ἀπ ' αἰθέρος
6468632 ϲταφιδι
ὀπὸϲ ϲιλφίου μετὰ πηγάνου καὶ ὀλίγου μέλιτοϲ , ὑγρόπιϲϲον ϲὺν ϲταφίδι καὶ ὑείῳ ϲτέατι . Λιθαργύρου λι . α ,
. οὐκ ἀλόγωϲ δὲ βηχὸϲ ἕνεκα χρήϲῃ καὶ ἀποφλεγματιϲμῷ , ϲταφίδι ἀγρίᾳ ϲυμμαϲωμένῃ τῇ ἡμέρῳ ἢ ϲὺν τῇ μαϲτίχῃ .
6465580 τεος
ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας . οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ : τὼ καί μιν λαοὶ μὲν
διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν παγκρατιαστήν . ἤτοι μεταΐξαντα καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει : μήτρως ἢ ὁ τῆς μητρὸς ἀδελφὸς
6463020 ἀντιοωσαν
ἵν ' εὖ ἀραροίατο γόμφοις δούρατα καὶ ῥοθίοιο βίην ἔχοι ἀντιόωσαν . σκάπτον δ ' αἶψα κατ ' εὖρος ὅσον
ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε δὲ τὸ συναντῶ μετὰ δοτικῆς . ἔστι
6460860 φρασαις
' . . . ἀταρπόν καὶ οὔτε . . . φράσαις . . . , εἰ δέ τις ἐπιθυμεῖ καὶ
εἰς ἀδικίαν ἐχρήσατο . ὅτι θανόντων μὲν ἕως ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἐγκρίνει τὴν παλιγγενεσίαν . λέγει οὖν :
6460174 ἀλληκτον
ἀλλά σφιν τότ ' ἀνέβραχε διψάδος αὔτως ἐκ κορυφῆς , ἄλληκτον : Ἰησονίην δ ' ἐνέπουσιν κεῖνο ποτὸν Κρήνην περιναιέται
θάρσος περὶ καρδίαν ἀποφαίνει ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι . τὸ δὲ ἐπιθυμητικὸν ὅπως περὶ
6455488 κλυ
? [ . . . . . . [ ] κλυ [ [ ] τηρι [ [ ] α ?
⌋ δὶς στεφανώσατο Λαρίσας [ ἀναξίππου ] χάριν [ ] κλυ [ ] ! ος ⌊ Ποσειδάνιον ⌋ ὡς ⌊
6454179 εἰναλιοις
εἴδεα νῶϊ φύτευσας , ὅσσα βροτοῖσιν ὄπασσας , ὅς ' εἰναλίοις νεπόδεσσιν . ὃς τόδ ' ἐμήσαο πάγχυ καμήλων αἰόλον
ἐννοσίγαιε , κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης
6453383 εὐειδεα
? ? ἰὴ ἰή . Ἰοδερκέϊ τελλόμεναι Κύπριδι νεοκέλαδον [ εὐειδέα ] χορόν [ ] τοισι βροτῶν [ ] ερχομένοισιν
. [ αὐτὰρ Ἀεθλίοο κρατερὸν ] ? ? μένος ἀντιθέοιο εὐειδέα ? [ Καλύκην θαλερὴν ] ? ποιήσατ ' ἄκοιτιν
6452573 υσα
[ ] [ ] ! ! [ ] [ ] υσα [ ] [ ] [ ] [ ] !
μελαμφαρέος [ Πλούτωνος ] ? οἰκήτωρ ? [ [ ] υσα ? τὸν μ [ [ ] ! ιας οδυ
6451273 προθυροισι
σχέτλιε , κηδεμόνες . Θεσσαλαὶ αἱ βόες αἵδε : παρὰ προθύροισι δ ' Ἀθάνας ἑστᾶσιν καλὸν δῶρον Ἰτωνιάδος , πᾶσαι
πᾶν εἴρητο ἔπος , ὅτε οἱ φίλος υἱὸς ἔστη ἐνὶ προθύροισι . ταφὼν δ ' ἀνόρουσε συβώτης , ἐκ δ

Back