αὐτὸν ἀεὶ φερομένων , ἐφ ' ὅσον γε μὴ τοσοῦτον ἀφίστησιν αὐτοὺς ἐπὶ τὸ περιγειότερον , ὅσον ἀξιόλογόν τινα παράλλαξιν
, ἐν προσθέτῳ δὲ ἔμμηνα ἄγει , καταπλασθέντα δὲ λέπρας ἀφίστησιν . ἀσφόδελος : τούτου αἱ ῥίζαι δύναμιν ἔχουσιν διουρητικὴν
6450173 καθαιρει
δὲ τῆς θαψίας ἐμετική : ἐὰν δέ τις κατάσχῃ , καθαίρει καὶ ἄνω καὶ κάτω : δύναται δὲ καὶ τὰ
τῆς μελαίνης μήκωνος , τὸ δὲ συναμφότερον ὅσον ὀξύβαφον : καθαίρει δὲ φλέγμα κάτω : ἐὰν δὲ τὸ κάρυον αὐτὸ
6431867 θεραπευει
ὁμοίως ἐνεργεῖ . παλιούρου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα φύματα θεραπεύει , ὅσα γε μὴ ὑπάρχει φλεγμονώδη καὶ θερμά .
βροτοῖς σωτήριον εἶναι , καὶ δίδοται πρὸς ὕδρωπα καὶ ἰσχιάδας θεραπεύει . τὴν βοτάνην ταύτην πολυώνυμος εὕρετ ' Ὄσιρις Αἰγύπτου
6078208 μαλασσει
ῥύπτει , στύφει . Ἔλαιον σχίνινον , τερμίνθινον , μαστίχινον μαλάσσει , στύφει : τὸ δὲ τῆς ἀγρίας ἐλαίας ῥύπτει
ἐπιτεθεῖσα ἀσπιοδήκτοις ἰᾶται . Ἐχίνου θαλασσίου ἡ σὰρξ ἐσθιομένη κοιλίαν μαλάσσει καὶ νεφροὺς καὶ λιθουρίαν ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη
6025848 ὀνινησιν
παχύτητα γινομένας πνεύματος ἢ διὰ ψῦξιν , οἶνος ἀκρατέστερος πινόμενος ὀνίνησιν , ὕπνος δὲ ἐπιγενόμενος καὶ τελέως αὐτὰς ἀπαλλάττει .
γλοιώδη σύστασιν λαβών : καὶ θάλασσα δὲ καὶ ἅλμη πολλάκις ὀνίνησιν : τὸ δὲ πλεῖον τῆς θεραπείας ἐν ταῖς δυνάμεσιν
6004969 ἰαται
ἡ δὲ ῥίζα αὐτοῦ ὅϲον ⋖ α ὁλκὴ πινομένη πλάδον ἰᾶται ϲτομάχου καὶ ἔκλυϲιν : καὶ ἡπατικοῖϲ δὲ καὶ δυϲεντερικοῖϲ
δὲ πνεύμων ξηρὸς σὺν οἴνῳ πινόμενος πᾶσαν μανίαν καὶ ἐπιληψίαν ἰᾶται . ὁ δὲ δεξιὸς αὐτῆς ὀφθαλμὸς φορούμενος ἐν ἐλαφείῳ
5999150 κοιλιακους
χυλὸν ἔνσταζον , ἐπίθες στυππίῳ μετὰ ῥοδίνου . [ Πρὸς κοιλιακοὺς ἐργαλεῖον . ] Μύρτων χλωρῶν , ῥόδων ξηρῶν ,
ἔντερα αὐτοῦ ἑφθὰ μετὰ ἅλατος βρωθέντα , πόνον κοιλίας καὶ κοιλιακοὺς ἄκρως ἰῶνται . σὺν δὲ τούτοις καὶ ἡ κοιλία
5874871 χοιραδας
καὶ λεία καταπλασσομένη θηριόδηκτα ἕλκη καὶ κυνόδηκτα θεραπεύει , καὶ χοιράδας καὶ βουβῶνας ἰᾶται , καὶ ὑδροκοιλικὰ ἕλκη θεραπεύει .
τὰ ξηρὰ τοῖς ὑγροῖς ἀναλαμβάνων χρῶ . αὕτη ἡ δύναμις χοιράδας καὶ ἀποστήματα , πελιώματά ⌊ τε καὶ ⌋ στεατώματα
5851329 ἐπουλοι
προσφάτοις φλεγμοναῖς τῆς ὑστέρας , ἕλκη τε πληροῖ κοῖλα καὶ ἐπουλοῖ ταχύ , ῥοδίνῳ διηθὲν ἢ μυρσινίνῳ : καθόλου δὲ
πεπλυμένον χρυϲοκόλλα ϲτίμμι κεκαυμένον διφρυγὲϲ ϲαρκοκόλλα μετὰ δὲ τοῦ δάκνειν ἐπουλοῖ χάλκανθοϲ κεκαυμένοϲ καδμία λεπὶϲ χαλκοῦ καὶ ϲιδήρου καὶ μάλιϲτα
5839299 διαλυει
. ἀργεμώνη : αὕτη ἡ βοτάνη κοπεῖσα μετὰ ἀξουγγίας χοιράδας διαλύει : ποιεῖ καὶ πρὸς ἀλφοὺς μέλανας μετὰ νίτρου καὶ
πρὸς τοὺς παροξυσμοὺς τῶν ποδαγρῶν καὶ τὰ ἠγκυλωμένα τῶν ἄρθρων διαλύει . Λινοσπέρμου μέρη β , ἀλεύρου κριθίνου μέρη γ
5800381 διαφορει
Βρόμοϲ ὁμοίαν ἔχει κριθῇ τὴν δύναμιν : ξηραίνει δὲ καὶ διαφορεῖ μετρίωϲ τε καὶ ἀδήκτωϲ , ἔχει δέ τι καὶ
, ποτητός : λαλητός : ἀγαπητός : τρυγητός : τοῦτο διαφορεῖ καθὼς εἴρηται οὐ κατὰ τὴν γραφὴν ἀλλὰ κατὰ τόνον
5799728 πεπαινει
Ἐνδυόμενον γὰρ εἰς τοὺς φήληκας τὸ θηρίδιον στερεοῖ τούτους καὶ πεπαίνει . Διόπερ ἐπὶ τῶν ἅπερ ἂν λάβωσι μὴ διακρατούντων
: ἄρχεται δὲ ἀνθεῖν μηνὸς Πυανεψιῶνος , τὸν δὲ καρπὸν πεπαίνει περὶ ἡλίου τροπὰς χειμερινάς : ἀείφυλλον δ ' ἐστίν
5777928 στυπτηρια
πάνακος σπέρμα , σκόροδον , ἕρπυλλον , κύτισος , Αἰγυπτία στυπτηρία , Μηλεία , δρακόντιον , λεπὶς σιδήρου , ἡλιοτρόπιον
ἄλλῳ σώματι . ἄριστον δ ' ἐπὶ τούτοις φάρμακόν ἐστι στυπτηρία σχιστὴ καὶ χαλκοῦ ἄνθος ὀπτὸν καὶ ταυροκόλλα ἴσα μετὰ
5775589 κοπρος
τὴν ὑγρότητα , ἔνθεν σκληροτέρα ἀπὸ τῆς ψύξεως γίνεται ἡ κόπρος . κγʹ . Ἐλλέβορον πιόντα θᾶσσον καθαίρειν ἢν ἐθέλῃς
ἐν τῷ αὐτῷ συγγράμματι κλῶνας εἶπεν : οἷον καὶ ἡ κόπρος πάντων τῶν φυτῶν ταῖς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένη ,
5742726 λεπτυνει
: ἑψηθέντα μέντοι δὶς ἢ τρὶς ἀποτίθεται τὴν δριμύτητα , λεπτύνει δ ' ὅμως ἔτι . τὸ ὀρῶδες τοῦ γάλακτος
τὰ κρόμυα : ἀνάλογον δὲ καὶ θερμαίνει τὸ ϲῶμα καὶ λεπτύνει τοὺϲ ἐν αὐτῷ χυμοὺϲ καὶ τέμνει τοὺϲ γλίϲχρουϲ .
5641513 παυει
συστελλόμενον . τοῦτο λειώσας καὶ ἐπιθέμενος τοῖς ποδαγρικοῖς τὸν πόνον παύει . ἀλείψας δὲ αὐτὸν ἐν ῥάκει καθαρῷ καὶ ψύξας
χωρίῳ ἀσῶδες ἐνταῦθα χρωμένοισι τὸ θερμὸν , τὸ δὲ ψυχρὸν παύει : διὰ τοῦτ ' ἄρα ποτῷ ψυχρῷ ἥδεται ,
5597368 σκιρρωδεις
ταῦτα γὰρ πάντα διαφορεῖν καὶ μαλάττειν οἶδε τοὺς σκληροὺς καὶ σκιρρώδεις ὄγκους . δεῖ οὖν καὶ ἐκ τούτων ἐπιλέγεσθαι τὸ
τῇ κεδρίᾳ ἐχρήσαντο . λεπτύνει δὲ ἐπὶ πλέον καὶ τὰς σκιρρώδεις οὐλὰς , ἃς καὶ λευκώματα καλοῦσι . νίτρον μετ
5591828 πινομενα
γέγραπται . Δύναμιν δὲ ἔχει τούτων τῶν πυρετῶν τὰ φάρμακα πινόμενα , ὥστε τὸ σῶμα κατὰ χώρην εἶναι ἐν τῇ
εἰϲ κόλληϲιν τραυμάτων ἐπιτήδεια , ξηρὰ δὲ μετ ' ὄξουϲ πινόμενα ϲπλῆναϲ ἰᾶται ἐϲκιρρωμένουϲ . Λύκιον ἢ πυξάκανθον ἀκανθῶδέϲ ἐϲτι
5589465 ϲκολοπαϲ
, ἔχουϲαί τι καὶ ὑπόθερμον καὶ ἑλκτικόν , ὡϲ καὶ ϲκόλοπαϲ ἐπιϲπᾶϲθαι . ὁ δὲ χυλὸϲ αὐτῶν ἐκ ῥινῶν καθαίρει
δυνάμεωϲ : λευκώματα γοῦν λεπτύνει μετὰ μέλιτοϲ τὸ ϲπέρμα καὶ ϲκόλοπαϲ ἐξάγει . Φοῦ νάρδου παραπληϲίαν ἔχει τὴν ῥίζαν ,
5583500 εὐζωμα
μηδὲ ἀνευρύνειν καὶ ἀναστομοῦν τοὺς πόρους δυναμένῃ , οἷάπερ ἐστὶν εὔζωμα καὶ κάρδαμα καὶ πρᾶσα καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα :
γλυκεῖαι σταφίδες , μαλάχαι μετρίως , σέλινον , σμύρνιον , εὔζωμα , ῥάφανος , γογγυλίς , ῥαφανίς , νάπυ ,
5581700 ὑποχυσεις
τὸ κολλούριον καὶ ὁ θαλασσερὸς καλούμενος πρὸς ἀμβλυωπίας καὶ ἀρχομένας ὑποχύσεις καὶ τύλους σμήχει . Ἄλλο . χολὴ ἀετοῦ καλῶς
ἐὰν δὲ ☿ παραγένηται , τὰ περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αἴτια ὑποχύσεις , γλαυκώσεις , μυδριάσεις . χρὴ οὖν ὡς ἐπὶ
5574910 ξυλωδεις
σαρκώδεις , καθάπερ ῥαφανίδος γογγυλίδος ἄρου κρόκου : τῶν δὲ ξυλώδεις , οἷον εὐζώμου ὠκίμου : καὶ τῶν ἀγρίων δὲ
. ἔτι δὲ μεγάλας εὐθὺς διαφορὰς ἔχουσιν οἱ καρποὶ τῷ ξυλώδεις ἢ γεώδεις ἢ ξηροὶ ἢ λιπαροὶ τὴν φύσιν εἶναι
5572315 ὀνινησι
ὁ χυλὸς αὐτῆς ἐνιέμενός τε καὶ πινόμενος ἀναιρεῖν πέφυκεν . ὀνίνησι δὲ καὶ τοὺς ἀσθματικοὺς καὶ τοὺς ἰκτεριώδεις τῷ ῥύπτειν
καππάρεως τῆς ῥίζης ὁ φλοιὸς τὰς κατ ' ἰσχίον ὀδύνας ὀνίνησι πινόμενός τε καὶ ἔξωθεν τοῖς ἐπιτηδείοις καταπλάσμασι μιγνύμενος .
5553418 πομφολυξ
: Ἀϲϲίαϲ πέτραϲ τὸ ἄνθοϲ τὰϲ πλαδαρὰϲ ϲάρκαϲ ἐκτήκει . πομφόλυξ πλεονάκιϲ πλυθεῖϲα τίτανοϲ γενναίωϲ , ὠοῦ τὸ λευκὸν καὶ
σάρκας ἐκτήκει : ἧττον δ ' αὐτῆς ἡ πέτρα : πομφόλυξ συνεχῶς πλυθεῖσα , τίτανος σβεσθεῖσα καὶ πλυθεῖσα γενναίως ,
5523791 κολλᾳ
χρήσει ἡμῖν οὖσα : ἐπισπᾶται , ῥήσσει , ἀνακαθαίρει , κολλᾷ , ἐξιποῖ διὰ σπληνίου , ἐπὶ δὲ τῶν κόλπων
καὶ μαλακὰ ἐπὶ τῶν σκληρῶν σωμάτων . κοχλίου σὰρξ λειωθεῖσα κολλᾷ τραύματα μετὰ νεύρου τρώσεως καὶ θλάσεως γεγονότα ἐπὶ σκληρῶν
5520746 ὠφελει
χαραδριὸν μιμούμενος ἀξιοῖ δέχεσθαι ἀποκεκρυμμένος . ἐπεὶ γὰρ τοὺς ἰκτερικοὺς ὠφελεῖ ὁ χαραδριὸς ὀφθεὶς , οἱ πωλοῦντες αὐτὸν , φασὶ
τε καὶ πτερύγια λεπτύνει : ὁ δὲ χλωρὸϲ ἴαϲπιϲ ϲτόμαχον ὠφελεῖ περιαπτόμενόϲ τε καὶ ἐν δακτυλίῳ φορούμενοϲ . ὁ δὲ
5486344 ἐπισπαστικη
ποιεῖ ὑδρωπικοῖς καὶ πρὸς ἃ βούλει διαφορῆσαι : ἔστι γὰρ ἐπισπαστικὴ καὶ διαφορητικὴ καὶ παρακολλητική : ποιεῖ καὶ πρὸς τὰ
πέφυκε γὰρ ἀεὶ πάντως ἀῤῥωστία τόπου , ῥευμάτων εἰς ἑαυτὴν ἐπισπαστικὴ γίνεσθαι . χρὴ τοίνυν διττὴν ποιεῖσθαι τὴν ἴασιν ,
5472536 ποθεισα
ἢ οἴνου . [ Περὶ ὑδραργύρου . ] Ὑδράργυρος δὲ ποθεῖσα τὰ αὐτὰ ἐπιφέρει τῇ λιθαργύρῳ , καὶ ἐπὶ τούτων
τοὺς ἀπὸ βουπρήστεως πληγέντας ἰᾶται . ξηρὰ δὲ ἡ κόπρος ποθεῖσα σὺν οἰνομέλιτι δυσουρίαν ὀνίνησι . σὺν οἴνῳ δὲ παλαιῷ
5458981 παρηγορικον
μετὰ μόνης τῆς λιβανωτίδος αὐτὸ ποιοῦσιν . Ἡρᾶ πρὸς ἰσχιαδικοὺς παρηγορικὸν λίαν . Πίσσης ξηρᾶς μέρη βʹ , θείου ἀπύρου
μάλιϲτα ψυδράκια . Ἄλλο πρὸϲ τὰϲ μεγίϲταϲ καὶ φλεγμονώδειϲ ὀδύναϲ παρηγορικὸν ἀνώδυνον καὶ ἀποθεραπεῦον . τοῦ ἀϲτέροϲ κολλυρίου ἢ τῶν
5458729 ἐμφραττει
, οὕτω δὴ τὰ δεόμενα καθάρσεως ἐπεχόμενα βαρύνει τε καὶ ἐμφράττει καὶ θορυβεῖ τὸν νοῦν . καὶ ἄλλ ' ἐπ
τοὺς νεφροὺς πρὸς λίθων γένεσιν ἐπιτηδείους . οἶνος ὁ γλυκὺς ἐμφράττει καὶ τοὺς ὄγκους τῶν σπλάγχνων αὐξάνει . Πάντα ὅσα
5453710 διουρητικος
μὴ πάντα καθ ' ἡμέραν . οἶνος ἔστω λεπτός , διουρητικός : τοὺς δὲ γλυκεῖς οἴνους καὶ τὸ οἰνόμελι παραιτητέον
ῥώννυσιν , ἐρυγγάνειν ποιῶν , καὶ τὰς ὀρέξεις ἐγείρων : διουρητικός τέ ἐστι , καὶ ὑπνωτικὸς σφόδρα . Οὗτος ὁ
5453052 τηκει
ὧδε ποίει : ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα τήκει καὶ διόλλυσι καὶ ἄγει εἰς τὸ μηδὲ σῶμα εἶναι
διαλύων , πηγνύς , χέων . τὸ ξηρὸν εἰς ὑγρὸν τήκει καὶ εἰς λύσιν αὐτὸ καθίστησι , καὶ λιβάδας μὲν
5447339 ἀποκαθαιρει
νεφέλας καὶ λευκώματα καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποσμήχει καὶ ἀποκαθαίρει . ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς λεπτομερὴς ὢν καὶ θερμαγωγός
χεῖρα ἀποψώμενον , ὅταν δὲ τούτων τινὸς θίγῃς , εὐθὺς ἀποκαθαίρει τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα , ὡς πάνυ ἀχθόμενος
5445177 ἱστησι
περὶ τὴν εὐωχίαν ἀντιλογίας πληγὰς λαβὼν ὑπὸ τοῦ παιδὸς βοὴν ἵστησι : καὶ προσκαταλαλούμενος ὑπὸ τοῦ παιδός , ὅτι δίκαιον
: ἄμεινον δὲ χρῖσαι θερμῷ ἐλαίῳ χεῖρας καὶ πόδας : ἵστησι δὲ οὐδενὸς ἧττον καὶ ὕπνου καὶ λουτροῦ . τῶν
5442684 σαρκοι
. Ἄλλο : λιβανωτὸν διεὶς οἴνῳ χρῶ : τοῦτο καὶ σαρκοῖ . Ἄλλο : σπόδιον λειώσας ἐμφύσα , μελικράτῳ δὲ
κόλποις , ἀνάγει σκόλοπας , βέλη , ὀστᾶ διεφθορότα , σαρκοῖ τὰ κοῖλα ἀνιεμένη ῥοδίνῳ , ἔστι δὲ ἄγαν ἀφλέγμαντος
5441365 ἀναστομοι
, μόλυβδος κεκαυμένος , ὀξυκράτου προσάντλησις καὶ τῶν στυμμάτων . ἀναστομοῖ δ ' αἱμορροΐδας μυττωτὸν ἐσθιόμενον , ἀμαράκινον ἢ ἴρινον
σφοδρότατα θερμαίνει παχυμεροῦς οὐσίας ὄν , ὅθεν καὶ τὰς αἱμορροΐδας ἀναστομοῖ προστιθέμενον : καὶ σὺν ὄξει καταχριόμενον ἐν ἡλίῳ τοὺς
5435184 λεπη
οὕτω καλεῖται καὶ κογχυλίων κόγχους καὶ ὀστρέων κόγχας καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους
εὐτρεφέος ] θρεπτικοῦ νέα δὲ τέρφη : ἀντὶ τοῦ χλωρὰ λέπη καστάνου τοῦ εὖ τρέφειν δυναμένου νέα τέρφη ] ἁπαλοὺς
5423233 κουφιζει
οὐ σμικρὰ καὶ ἥδε τοῦ κατὰ τὸν ἄμνιον ὑγροῦ : κουφίζει γὰρ καὶ ἀνέχει καθάπερ ἐννῆχον ἑαυτῷ τὸ κυούμε -
διὰ τριῶν ἡμερῶν : ἄγει γὰρ ῥύπον πολὺν καὶ ἱκανῶς κουφίζει . ποιεῖ δὲ τοῦτο πρὸς τὰς ὑπερσαρκώσεις . Ἄλλο
5421330 κωλικους
ἴσον μίξας κατάπλασσε . παραχρῆμα ἄπονον ποιεῖ . [ Πρὸς κωλικούς . ] Ὀστρέων ὄστρακα καύσας καὶ λεάνας δίδου πιεῖν
, φύλλου ἀνὰ ⋖ α . Λύκου κόπρον ἐπότιζέ τις κωλικούς , οὐ μόνον ἐν τοῖς παροξυσμοῖς , ἀλλὰ καὶ
5419286 ἀσπορα
, κύπρος τ ' ὀσμηρόν τε σισύμβριον ὅσσα τε κοίλοις ἄσπορα ναιομένοισι τόποις ἀνεθρέψατο λειμών κάλλεα , βούφθαλμόν τε καὶ
καὶ τὸ τρίτον ζῴδιον ἀπὸ ὡροσκόπου μὴ ἄσπορόν ἐστιν : ἄσπορα δὲ ζῴδιά ἐστι ταῦτα : Δίδυμοι , Λέων ,
5412042 ἐπιπλασμα
καὶ λεκίθῳ ὠῶν ἑφθῶν , καὶ γίνεται εἰς τὰ αὐτὰ ἐπίπλασμα ἐπιτήδειον . λίνου δὲ σπέρματι ἀληλεσμένῳ καὶ ἄρτῳ δ
καὶ ἄρτῳ δ ' ἢ ψυλλίῳ συμφυραθέντα καὶ συνεργασθέντα ἄριστον ἐπίπλασμα γίνεται ἐρυσιπέλατι . εἰ δέ τις βούλοιτο τὸν χυλὸν
5410020 ἀλωπεκιας
καὶ τεφρώσας καὶ σὺν στέατι χοιρείῳ ἢ ἀρκείῳ λειώσας περίχρισον ἀλωπεκίας καὶ ἰάσῃ . ὅλον δὲ τὸν μῦν ἐὰν καύσῃς
. Ἀδίαντον ξηραίνει , λεπτύνει , διαφορεῖ : καὶ γὰρ ἀλωπεκίας δασύνει καὶ χοιράδας καὶ ἀποστήματα διαφορεῖ καὶ λίθους θρύπτει
5406968 διαφυλαττει
. καὶ τὸ ϲπέρμα δὲ τῆϲ ἀλθαίαϲ ἐν βαλανείῳ ϲμώμενον διαφυλάττει τὰϲ τρίχαϲ καὶ αὔξει : ὁμοίωϲ δὲ καὶ τὸ
κύριον , ἀλλὰ μᾶλλον ὅσων ἡ χρεία τῷ παντὶ ζῴῳ διαφυλάττει τὴν ζωήν . ἔστι δὴ ταῦτα δυοῖν ἀγγείων στόματα
5401946 ἐμμηνα
δίδου προστίθεσθαι . Χρῶ δὲ καὶ τοῖς πρὸς τὰ ἐπεχόμενα ἔμμηνα ἀναγραφησομένοις βοηθήμασι καὶ τοῖς ἐπιθέμασι , φασὶ δὲ καὶ
, εἰσὶν ὠφέλιμοι . τοῦτο οὖν λεῖον ἐν πεσσῷ προστεθὲν ἔμμηνα ἄγει . πινόμενον δὲ σὺν ῥύπῳ μοῦλας ἀπὸ τοῦ
5401503 κοκκοις
ἐλαιῶν καὶ τῶν οἴνων , τεταριχευμέναις σταφύλαις , τῶν ἐλαῶν κόκκοις . ἔγημα ] εἰς γυναῖκα ἔλαβον . , γυναῖκα
χρηστέον τῷ διὰ κοραλλίων τροχίσκῳ , ἢ τοῖς διὰ ξυλομάκερος κόκκοις , ἢ καὶ ζέματι ῥέου καὶ ἔξωθεν πάλιν τονωτικὰς
5397076 Ποιει
τῇ φλογὶ χρωμένων , καὶ ἔτι καῦσιν ἂν ὄζοι . Ποιεῖ δ ' ἐλάττω τὴν ἀπουσίαν ὅσα πυρούμενα λαμβάνει τὰς
τροφὴν αὔξονται μᾶλλον καὶ εἰς μῆκος καὶ εἰς πάχος . Ποιεῖ δὲ μεγάλας καὶ τὰς ῥίζας καὶ τὰς βλάστας καὶ
5396799 ἀλυπωϲ
μετάφρενον καὶ ἐπιτιθεὶϲ ἐρέαϲ πορφυρᾶϲ πτυγμάτια ἐπίδηϲον : ποιεῖ γὰρ ἀλύπωϲ . πρὸ δὲ πάντων τὴν τιτθὴν διαιτᾶν χρὴ τροφαῖϲ
ἡμέρου κατὰ πάντα ἐϲτίν , ὅθεν οὐδὲ εἴϲω τοῦ ϲώματοϲ ἀλύπωϲ λαμβάνεται . ἡ δὲ θαλαττία ὕφαλμόϲ τε καὶ ὑπόπικροϲ
5385315 φυγεθλα
καὶ πρὸς τὰς ἐν μαστοῖς κακοηθευομένας σκληρίας καὶ παρωτίδας καὶ φύγεθλα : ταύτης οὔτε ἂν ξηραντικωτέραν οὔτ ' ἀνωδυνωτέραν εὕροις
καὶ πρὸς τὰ κακοήθη πάντα , χοιράδας , παρωτίδας , φύγεθλα , λειχῆνας , ἥλους , μελανίας , σύριγγας ,
5376702 κεδρια
ὁ φλοιὸς καυθέντα ἄμφω καὶ ἡ ὑγρὰ πίττα καὶ ἡ κεδρία ἄρκτου τε στέαρ . τούτοις κέχρησο , τοῖς μὲν
τοίνυν προσάγειν ξηραίνοντα φάρμακα καὶ κενοῦν καὶ ἕλκειν πεφυκότα . κεδρία φθεῖρας καὶ κονίδας ἀναιρεῖ , καὶ κισσοῦ τὸ δάκρυον
5375920 σπασμασιν
κολληθῆναι γὰρ αὐτὰς οὐ δυνατόν . ἀριστολοχία στρογγύλη ῥήγμασι καὶ σπάσμασιν , εἴπερ τι ἄλλο , ἐπιτήδειον : κενταυρίου τοῦ
τοῦ αὐχένος ἐμπλασθέντος : οἱονεὶ ἐμφραχθέντος καὶ ἀποκλεισθέντος σπαδόνεσσιν ] σπάσμασιν ἀλύων ] ἀδημονῶν δηθάκις ] πλειστάκις , πυκνῶς σκαίρει
5374417 ἐκτρεφει
. τίκτει δὲ ἕν , κατάπερ ἵππος , καὶ τοῦτο ἐκτρέφει τῷ γάλακτι ἐς ἔτος ὄγδοον . ζῶσι δὲ ἐλεφάντων
δὲ ] ὅτι ἔκ τινος δόλου γέγονε . τρέφει ] ἐκτρέφει . εὐμενὴς ] εὐνοϊκῶς πρὸς ἡμᾶς διακείμενος , φίλος
5368830 ἀποσμηχει
αὐτῷ καὶ ὑποσχέσθαι θυσίαν ὁποίαν δή τινα , μετὰ δὲ ἀποσμήχει τὰ νοσοῦντα τοῦ σώματος : διανηξάμενος δὲ τὸν ποταμὸν
δραχ . δʹ ὕδατι ἀναλαβὼν χρῶ . Τοῦτο τὸ κολλούριον ἀποσμήχει οὐλὰς καὶ πρὸς τύλους ποιεῖ καὶ μυοκέφαλα καὶ πρὸς
5361199 καταπλασθεντα
χλωρᾶς οὔσης καὶ ἐπιρρίπτεται , καὶ φοινίσσεται μὲν ἱκανῶς τὰ καταπλασθέντα , περιστέλλεται δὲ ῥᾳδίως ἄρτου ἐπιπλασθέντος ἢ κηρωτῆς δι
οὐσίας : διὰ τοῦτο τὰ φύλλα τὰ χλωρὰ λειωθέντα καὶ καταπλασθέντα τὰς ἐν γόνασι φλεγμονὰς ὀνίνησιν . ὁ δὲ φλοιὸς
5358800 αἰρει
ὅ τε τίθησι καὶ ὃ αἴρει , καὶ εἰ τοῦτο αἴρει ὃ τίθησιν ἢ ἄλλο , καὶ εἰ ἕτερα ἢ
ὀρνίθων πρόσφατος περιχριομένη χίμετλα καὶ παρατρίμματα ἐξ ὑποδημάτων ἰᾶται . αἴρει δὲ καὶ μυρμηκίας . ποθεῖσα δὲ ἄκρως τοῖς μύκητας
5355999 κυμινῳ
καρχαρία χρὴ τοῦ κυνὸς ὀψωνεῖν ὑπογάστρια κοῖλα κάτωθεν . εἶτα κυμίνῳ αὐτὰ πάσας ἁλὶ μὴ συχνῷ ὄπτα : ἄλλο δ
μετ ' ὠοῦ καὶ κρόκου καὶ τήλεως χυλοῦ , καὶ κυμίνῳ λείῳ μεθ ' ὕδατος ἡψημένῳ καὶ προσλαβόντι κρόκον ,
5350453 διαχει
κατὰ τῶν ψοῶν φορούμενον ὀνειρωγμοὺϲ ἐπέχει : καὶ γαγγλία δὲ διαχεῖ πέταλον ἐπιτιθέμενον αὐτοῖϲ μολιβοῦν . ὁ δὲ κεκαυμένοϲ μόλυβδοϲ
οὐ τὰς λεπτὰς μόνον , ἀλλὰ καὶ τὰς παχυτέρας , διαχεῖ τε καὶ διαφορεῖ . ἔστι δὲ τῶν οὐκ εὐθὺς
5346932 λεπτυναι
δὲ ὕδωρ ἁρμόζει , ὅπου δεῖ ἔκκριϲιν παραϲκευάϲαι καὶ ὅπου λεπτύναι καὶ ὅπου διαχέαι ἢ τῆξαι ἢ ἁπαλύναι ἢ ϲυμπέψαι
μαλθάξας εὐτόνως χρήσαιο πρὸς τὰ ὁκόσα καθῆραι ἢ λευκῆναι ἢ λεπτύναι ἢ διαφορῆσαι ἢ πληρῶσαι ἢ ἐπουλῶσαι χρή , καὶ
5345408 βρωθεις
. Ὁ δὲ ἐγκέφαλος αὐτοῦ ὀπτὸς σὺν ἄρτῳ καὶ ἅλατι βρωθεὶς ληθαργικοὺς καὶ νεφριτικοὺς θεραπεύει . τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ
ἐν τῇ ἕδρᾳ πάθη θεραπεύει τὰ καταστίκτοντα τὸν ἄνθρωπον . βρωθεὶς δὲ ὁ ὄρνις ἀντιφάρμακον δηλητηρίων ἐστὶν ἀναγκαῖον . Χαραδριὸς
5345312 χλωρα
θῖνα καλεῖ τοὺς βρυώδεις τόπους , τοὺς ἔχοντας δηλονότι βρύα χλωρά . πρασόεσσαν : τὴν βοτανώδη , χλοερὰν , τὸν
τέταρτον βοτάνας ἔχον ἡμιξήρους , τὰ μὲν ἐπάνω τῶν βοτανῶν χλωρά , τὰ δὲ πρὸς ταῖς ῥίζαις ξηρά : τινὲς
5330250 ἐμψυχει
χρωμένοις . οὕτω δὲ καὶ ὅλη καταπλασσομένη τὰς θερμὰς φλεγμονὰς ἐμψύχει . Κόμμι ξηραντικῆς τέ ἐστι καὶ ἐμπλαστικῆς δυνάμεως :
ὦτα οὐσίας ὑδατώδους ἐστὶ ψυχρᾶς : διὸ καὶ χωρὶς στύψεως ἐμψύχει . Ἀμάρακον ἐν μὲν τῷ θερμαίνειν τῆς τρίτης ἐστὶ
5328345 μηον
ὁ φλοιὸϲ καὶ τὰ φύλλα τοῦ δένδρου καὶ τὸ ϲπέρμα μῆον μαϲτίχη μέλι ναρδόϲταχυϲ νάρδοϲ Κελτικὴ οἶνοϲ ὄροβοϲ ὀποπάναξ πίϲϲα
τῶν ϲπόγγων λίθοι καὶ τὸ ϲκιλλητικὸν ὄξοϲ καὶ φοῦ καὶ μῆον καὶ ἄϲαρον καὶ καρπηϲία καὶ ϲαρξιφαγέϲ , τὸ δὲ
5320249 καυλοις
δ ' ἐνίοτε προσπεπηγὸς δάκρυον ὅμοιον τῷ λιβανωτῷ πρὸς τοῖς καυλοῖς καὶ ταῖς ῥίζαις . τοῦ δ ' ὀποῦ διαφέρει
, καὶ τὸν χυλὸν τοῦ βρόμου δοτέον αὐτοῖς . καὶ καυλοῖς δὲ θριδάκων ἢ ἰντύβων ἀναγκαῖον χρήσασθαι . εἰ δὲ
5312403 χυλος
σπέρμα σκίρρον καὶ ἔμφραξιν ὠφελεῖ . κενταυρίου τοῦ μικροῦ ὁ χυλὸς πινόμενος καὶ ἐπιτιθέμενος , ἀρνογλώσσου δὲ ξηρὰ ἡ ῥίζα
ὄξους δυνάμεως . Ὁμφάκιον δὲ καὶ ὁ τῶν ὀξίνων ῥοιῶν χυλὸς ἐν μὲν φαρμάκου λόγῳ διδόμενα , εὔθετα , ἄλλως
5309708 ἐσθιομενα
φηγοῦ ἢ πρίνου , γάλακτι συνεκλεανθείς : καὶ μῆλα κυδώνια ἐσθιόμενα λεῖα : ἢ σὺν γλήχωνι καὶ ὕδατι πινόμενα ,
πιεῖν , καὶ ἀβλαβὴς διατηρηθήσεται . τὰ δὲ ἔντερα αὐτοῦ ἐσθιόμενα κωλικοὺς καὶ νεφριτικοὺς ἰῶνται . ἡ δὲ χολὴ ὀξυδορκίαν
5307180 κυτινοι
κατάγουσι τὰ δένδρα καὶ οὐκ ἀφιᾶσιν εἰς ὕψος ὅπως οἱ κύτινοι μὴ ὀρθοὶ γινόμενοι δέχωνται τὸ ὑγρόν : οἱ δὲ
τοῦ στόματος μύσει : τοιαῦτα δέ ἐστι κηκῖδος ἀφέψημα , κύτινοι , σχῖνος , βάτου ῥίζα , μύρτα καὶ τὰ
5303255 σηπεδονας
τὰς λοιπὰς ἐπὶ τῶν τόπων τούτων κακοηθείας καὶ μελανίας καὶ σηπεδόνας . Ἄλλο . Περιστερᾶς κόπρον μετὰ πάλης ἀλφίτου ἐν
καὶ τὰ νομώδη καὶ πρὸς νεῦρα διακεκομμένα καὶ θλάσματα καὶ σηπεδόνας καὶ ἀποσκήμματα καὶ χείμεθλα καὶ ἄνθρακας καὶ ὅσα μαλάξεως
5302420 ὑγροτατα
τὰς ζωτικὰς δυνάμιας , θερμότατα , ψυχρότατα , ξηρότατα , ὑγρότατα , λειότατα , τραχύτατα , εἴκοντα , ἀντίτυπα ,
μιῆς μερίδος : ταῦτα ἐν γάλακτι αἰγείῳ ἑψήσας , ὡς ὑγρότατα ῥοφέειν . Μετὰ δὲ ταῦτα διδόναι αὐτῷ ἐς ἄρι
5288955 μαλαττει
ἐλαίου παύει πολυχρονίουϲ ὀδύναϲ τενόντων καὶ ἀρθριτικοὺϲ παρηγορεῖ καὶ ϲκληρίαϲ μαλάττει . βατράχου καυθέντοϲ ἡ ϲποδιὰ ἐπιπαϲϲομένη κατὰ μήνιγγοϲ τρωθείϲηϲ
ὑαίνης : καὶ μέντοι καὶ ὁ μυελὸς ὁ ἐλάφειος ἱκανῶς μαλάττει , καὶ μετ ' αὐτὸν ὁ μόσχειος : βελτίων
5286986 θαυμαστως
, καὶ ἄρτος ἐξ οἴνου , ἢ ῥοδίνου φυραθεὶς ὠφελεῖ θαυμαστῶς . καὶ καθόλου πᾶν τὸ τῶν στυφόντων γένος ,
: ὅμως δὲ καίπερ ἄνυδρος οὖσα ἡ χώρα πρόβατα ἐκτρέφει θαυμαστῶς , τραχείας δὲ ἐρέας , καί τινες ἐξ αὐτῶν
5274410 κασσια
ποικίλη δὲ ἡ τῶν ἀνθέων συμπλοκή . τὰ θυμιάματα , κασσία καὶ λιβανωτὸς καὶ κρόκος : τὰ ἄνθη , νάρκισσος
μὲν τὰ προειρημένα , τὸ δὲ πλεῖστον ἐν αὐτῇ γεννᾶται κασσία καὶ ἄρωμα καὶ μοτὼ καὶ δουλικὰ κρείσσονα , ἃ
5273629 ἀρωματιζον
ὁ καρπὸϲ λεπτομερεϲτέραϲ πώϲ ἐϲτιν οὐϲίαϲ , ὑπόπικρόν τι καὶ ἀρωματίζον ἐχούϲηϲ . ἐκφράττει τοιγαροῦν καὶ διακαθαίρει μάλιϲτα μὲν τὰ
δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες ὑπολαμβάνουσιν ἀγγείοις τὸν ὀπὸν
5272186 ἀριστολοχια
βρυωνίας ῥίζα ἢ πρασίου χυλὸς ἢ σμύρνα ἢ κιννάμωμον ἢ ἀριστολοχία ἢ ἄγνου σπέρμα ἢ κυπαρίσσου σφαιρία ἢ σέσελι ἢ
αὐτά . καθαίρει δὲ τὰ ῥυπαρὰ πράσιον μετὰ μέλιτος , ἀριστολοχία σὺν μέλιτι , ἐλαῖαι κολυμβάδες καταπλασθεῖσαι . Ξηραίνοντες καὶ
5270860 πετραια
χάσματος γενομένου μετέωρος ἔσῃ , κρεμάμενος τῶν χειρῶν . . πετραία δ ' ἀγκάλη σε βαστάσει ] ἐντὸς αὐτῆς τριβήσῃ
ἐγὼ τοὺς ἄνδρας οὐ στέρξω ποτέ : ἀλλ ' ἡ πετραία Σκῦρος ἐξαρκοῦσά μοι ἔσται τὸ λοιπόν , ὥστε τέρπεσθαι
5250029 ἀρθριτικοις
μυξώδεα : τεκοῦσα , παραχρῆμα ἰάθη . Τῇ Πολεμάρχου ἐν ἀρθριτικοῖς ἰσχίου ἄλγημά τι δεινὸν , ἐξ αἰτίης γυναικείων μὴ
ἢ θάλψαι ἢ ἀναστομῶσαι : ἀγαθοὶ δὲ καὶ νευρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς πᾶσιν : ἐπιτήδειοι δὲ καὶ ὀρέξεσι κεκακωμέναις . οἱ
5245137 ἀναξηραινει
ῥοδίνου τὸ ἴϲον , χρῶ . Ἄλλο ϲφόδρα καλόν : ἀναξηραίνει γὰρ τὰ ὑγρὰ ἕλκη καὶ ἀπουλοῖ . λιθαργύρου ψιμμυθίου
φαρμάκῳ τούτῳ . Αὕτη παρακολλᾷ κόλπους καὶ σύριγγας καὶ αἰγίλωπας ἀναξηραίνει : εἰ προσλάβῃ δὲ τοῦ κενταυρίου , μαλάσσει σκληρίαν
5244730 σπασματα
καὶ θερμαίνει τὰ σπλάγχνα καὶ καταμήνια καὶ οὖρα κινεῖ καὶ σπάσματα καὶ ῥήγματα καὶ πλευρῶν ἀλγήματα κατ ' ἔμφραξιν καὶ
φερόμενον , ὡς τὰ ὑπὸ σάλου καὶ πλάνης ἀπορρηγνύμενα πυροειδῆ σπάσματα φέρεσθαι πολλαχοῦ καὶ ἀστράπτειν , ὥσπερ οἱ διᾴττοντες ἀστέρες
5240191 ἐχινου
λευκοῦ δίδου κοχλιάριον αʹ . νήστει . συμφέρει καὶ ὄστρακον ἐχίνου θαλασσίου πινόμενον καὶ τὸ γάλα βόειον πιόν . ἄλλο
τὸ οὖϲ καὶ χρῶ . καλὸν λίαν . Ἄλλο . ἐχίνου χερϲαίου χολὴν μετ ' ἐλαίου ἔγχει . Ἄλλο .
5236754 λαμπρυνει
ὅθεν καὶ φαύω λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ
τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν ἐστιν . ἡ δὲ ἔννοια τοιαύτη
5236314 ἀλοῃ
δὲ τὰ καθ ' ἕδραν τε καὶ αἰδοῖον μάλιϲτα φλεγμαίνοντα ἀλόῃ χρῶ λείᾳ ξηρᾷ ἢ δι ' ὕδατοϲ , ἢ
ἀλόῃ σὺν οἰνομέλιτι : ἄμεινον δὲ καὶ βράθυ παραπλέκειν τῇ ἀλόῃ . τὰ δ ' οἰδοῦντα τῶν μερῶν ὑδρωπικῶς ἢ
5236229 εὐζωμον
ἐπαινεῖν καὶ λαχάνων τὸ ὅρμινον καὶ τὸ ἐρύσιμον καὶ τὸ εὔζωμον , καὶ εἴ τι ἄλλο προτρέπει μίσγεσθαι : πήγανον
, ἢ ὡς κυανὸς ἔχων χρυσὰς ἶνας . Τὸ οὖν εὔζωμον θερμαίνει . ἐπεὶ πλάνη ἐστὶ παρὰ πολλοῖς μὴ εἰδόσι
5229949 ἰκτερικους
ἡπατικοὺς ἐν τάχει . Κεφ . κʹ . [ Πρὸς ἰκτερικοὺς καὶ νεφριτικοὺς καὶ λιθάρια μικρὰ ἐξουροῦντας . ] Ἀκάνθου
ποιεῖ πρὸς πολλὰ τὸ καθάρσιον τοῦτο καὶ πρὸς τριταΐζοντας καὶ ἰκτερικοὺς καὶ ὀφθαλμιῶντας . καί ἐστιν ἄλυπον σφόδρα καὶ ὀξὺ
5229161 ἀπορρυπτει
, δι ' ἣν τὰϲ ἕλμινθαϲ ἀναιρεῖ καὶ τὰϲ ψώραϲ ἀπορρύπτει ϲὺν ὄξει . Καρὶϲ λειωθεῖϲα καὶ μετὰ ῥίζηϲ βρυωνίαϲ
, διαφορητικόν τε καὶ ῥυπτικόν ἐϲτι : λειχῆναϲ γοῦν παιδίων ἀπορρύπτει χριϲθὲν καὶ δοθιῆναϲ πέττει , μετὰ πυρῶν δηλονότι μαϲηθέντων
5228242 θρυπτει
, οὐ μὴν θερμόν : ταῦτ ' ἄρα καὶ λίθουϲ θρύπτει καὶ ϲπλῆναϲ τήκει . Ἀϲταφὶϲ ἡ μὲν ἥμεροϲ πεπτικῆϲ
οὐ γὰρ ἂν πείσειας ἡμᾶς , ὡς παρ ' ἑαυτῇ θρύπτει . αἰσχρὸν δὲ ὡς ἐπὶ τούτῳ συγκυνίζειν καὶ ἐν
5228106 ἀριϲτολοχια
θεραπεύονταϲ ἰατροὺϲ τὰϲ χεῖραϲ βλάπτειν . βοηθεῖ δὲ καὶ τούτοιϲ ἀριϲτολοχία μετ ' οἴνου πινομένη καὶ ἡ τρίφυλλοϲ πόα ,
προποτιζομένη δραχμῆϲ μιᾶϲ ὁλκῆϲ ϲὺν μελικράτῳ : δίδοται δὲ καὶ ἀριϲτολοχία ὡϲαύτωϲ . μάλιϲτα δ ' αὐτοὺϲ ὠφελεῖ ἱππομαράθου ῥίζα
5223421 δασυτερον
: ὅρος δὲ τῆς σφοδρότητος ἡ τῆς ἀναπνοῆς ἐπὶ τὸ δασύτερον ἀλλοίωσις . τὰ δὲ γυμνάσια δυσπαθῆ τε παρασκευάζει τὰ
: τὸ δὲ χειρώνειον ὅμοιον ἀμαράκῳ , μεῖζον δὲ καὶ δασύτερον , ἄνθος δὲ χρυσοειδές , ῥίζαν μικράν , φιλεῖ
5221310 φθοροποια
: βοηθήματα ἀλεξιφάρμακα * νούσων : νόσων * κακοεργά : φθοροποιά φαλάγγια : εἶδος μικρῶν ὄφεων . φασὶ δὲ ὅτι
τὰ δὲ μέσα εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα ἔνικμα καὶ φθοροποιά , τὰ δὲ βόρεια κινητικὰ καὶ πυρώδη , τὰ
5218500 βηχας
τὴν ἐπιφάνειαν δυναμένοις , ὥστε μὴ ῥευματιζόμενα τὰ μόρια καὶ βῆχας ἰσχυρὰς φέροντα ἔσθ ' ὅτε καὶ ῥῆξιν ἐργάσασθαι .
Ἀνώδυνον ὑπνωτικὸν ἀναξηραντικὸν τροχισκάριον τρίγωνον ποιοῦν πρός τε κατασταγμόν , βῆχας , ὀφθαλμῶν ῥεύματα , πρός τε τοὺς τὴν τροφὴν
5213911 ἁπαλα
, τὸ δὲ τραχὺ δυσβλαστές : τὰ δὲ ἄκρα καὶ ἁπαλὰ καὶ ἔνυγρα καθάπερ τὸ κλῆμα καὶ ἡ κράδη :
φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς ὑγρότητας τῶν πλαδαρῶν ἑλκῶν καὶ σηπεδονωδῶν ἀλύπως καὶ
5212658 λευκωματα
ἡδονικά ἐστιν ἄγαν καὶ φιλτροποιά , καὶ τρίχας μελαίνουσι καὶ λευκώματα θεραπεύουσι . τὸ δὲ αἷμα αὐτῆς ξηρὸν ὅσον κοχλιαρίων
κοιλίαν . γίνεται δὲ καὶ διὰ τῆς ῥίζης κολλούριον πρὸς λευκώματα καὶ πτερύγια καὶ ὀνύχια καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια τὸν
5210572 κατουλοι
ἔμπυον καὶ φλέγμα δυσῶδες φέρεται : ἀνακαθαίρει γὰρ αὐτὰ καὶ κατουλοῖ . κρόκου δρ . ιδʹ , κασσίας σύριγγος δρ
δήγματα θηρίων , λυσσοδήκτους , κόλπους τοὺς παλαιοὺς κολλᾷ καὶ κατουλοῖ , ἐξόχως δ ' ἐπὶ ἑρπετοδήκτων ἐνεργεῖ , πρός
5204396 τραγειον
ἀλεκτορίδων τὸ χήνειόν ἐστι , τοῦ δὲ τῶν αἰγῶν τὸ τράγειον : ἰσχυρὸν δὲ καὶ τὸ ταύρειον , ἀλλ '
στέαρ καὶ τὸ τῆς ἀλεκτορίδος καὶ χήνειον καὶ ταύρειον καὶ τράγειον , μυελὸς ἐλάφειος , μόσχειος , ἀμμωνιακόν , στύραξ
5195440 ἐσφερει
Σωσίπολιν νόμῳ τε ἁγιστεύει τῷ Ἠλείων καὶ αὐτὴ λουτρά τε ἐσφέρει τῷ θεῷ καὶ μάζας κατατίθησιν αὐτῷ μεμαγμένας μέλιτι .
ᾕρητο ὑπατεύειν : ὧδε γὰρ Ῥωμαίοις ὁ μέλλων ὑπατεύσειν πρῶτος ἐσφέρει γνώμην , ὡς αὐτός , οἶμαι , πολλὰ τῶν
5194695 κηκις
, Μο α , Μο κηνγ / : καὶ πάντα κηκις : γίνεται ἄρα τὸ τρίγωνον ʂ με , ʂ
, Μο α , Μο κηνγ / : καὶ πάντα κηκις : γίνεται ἄρα τὸ τρίγωνον ʂ με , ʂ
5181120 χρονιας
ἐν ἑκάστῳ διάθεσιν . ὀστράκοις χρώμεθα πρὸς τὰς ἐκ ῥευμάτων χρονίας καὶ δυσσαρκώτους κοιλότητας ὅσαι συριγγώδεις εἰσὶ καὶ βαθεῖαι .
τεῦτλα μετὰ σινάπεως καὶ κάππαρις , καὶ σκόροδον δὲ πολλάκις χρονίας ἔλυσεν ὀδύνας , ὥσπερ καὶ τάριχος καὶ ἐγκατηρᾶ λεγομένη
5180952 φθειρει
ἕνεκα , ἡ μὲν ἀρετὴ σῴζει , ἡ δὲ μοχθηρία φθείρει . καὶ γὰρ διὰ μὲν τῆς ἀρετῆς ἀφικνούμεθα εἰς
, τὰ δ ' ἄλλα τῶν κακώσεων ἐλαττοῖ τε καὶ φθείρει : μετὰ δὲ Ἄρη Κρόνου τε ἡ Σελήνη προσοῦσα
5180178 σμυρνιον
ὁ ὄμβρος πέφυκεν . . Ἀλλὰ γάρ τοι καὶ τὸ σμύρνιον ἀνθοῦν διηνεκῶς οἰκείως ἔχον εὕροις ἂν εἰς τὴν τούτων
, πάπυρος καυθεῖσα , πενταφύλλου ἡ ῥίζα , πετροσέλινον , σμύρνιον , πευκεδάνου ἡ ῥίζα , ὁ δ ' ὀπὸς
5170012 ἀδηκτως
ἐστὶ τῷ προγεγραμμένῳ δυνάμεως . Παρωνυχία λεπτομερής ἐστι καὶ ξηραντικὴ ἀδήκτως τῆς τρίτης τάξεως καὶ θερμαντική . Πενταφύλλου ἡ ῥίζα
μετρίως ψύχουσί τε καὶ στύφουσιν , ἐφεξῆς δὲ τοῖς διαφοροῦσιν ἀδήκτως , ὑποξάνθων δέ , τοῖς αὐτοῖς μέν , ἀλλὰ
5169898 ἐσθιομενον
ἢ τὰ πτερὰ αὐτοῦ , οὐδέποτε ἀστοχήσει τῆς ἁλείας . ἐσθιόμενον δὲ τὸ στρουθίον ὀπτὸν σὺν τοῖς πτεροῖς ἀποπληξίαν καὶ
πάντα . Ὠφελεῖ δὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ἀσκαλαβώτης τὸ ζῷον ἐσθιόμενον , πέρδικός τε ᾠὰ εἰς συνουσίαν ἐγείρει : ἀλέκτορος
5167331 ἐπωδυνα
παῖδας , ὁπόταν ὑπὸ χειμῶνος ῥήξεις τινὰς ὑπομείνωσιν ἢ χίμεθλα ἐπώδυνα , τὴν βοτάνην αὐτοὺς τότε διαφορεῖν ταύτην . Ἔτι
δὲ ἐπὶ τοῦ μέλανοϲ τοῦ ὀφθαλμοῦ γιγνόμενα ἑλκύδρια ἀκατούλωτα μικρὰ ἐπώδυνα , ἀγγεῖα μικρὰ ἔχοντα , κιρϲώδη διαπεφυκότα , καρκινώδη
5166138 λεοντειον
ἀναιδεῖς μάχεσθαι καὶ τῶν ἄλλων μᾶλλον ἀκαταπλήκτους καὶ οἵους ἐνεγκεῖν λεόντειον βρύχημα . Πεζοὶ δὲ ἑκατέρωθεν ξύλων ἐκδειμάμενοι δίκτυα νευόντων
εὐνὰ δ ' ἦς τῷ παιδὶ τετυγμένα ἀγχόθι πατρός δέρμα λεόντειον μάλα οἱ κεχαρισμένον αὐτῷ , δεῖπνον δὲ κρέα τ
5164633 ἐδωδιμους
δὲ χρόνους τούτῳ τῷ βίῳ διεξαγαγόντας τὸ τελευταῖον ἐπὶ τοὺς ἐδωδίμους μεταβῆναι καρπούς , ὧν εἶναι καὶ τὸν ἐκ τοῦ
' οὐ φέρουσιν οἷον αἱ τοὺς λευκοὺς ὀλύνθους φέρουσαι τοὺς ἐδωδίμους . Ἕτεραι δὲ φέρουσι καὶ σῦκα καὶ ὀλύν -

Back