πιεῖν , πρὶν ἢ τοῖς ποσὶν ἀναταράξῃ τὴν ἰλὺν καὶ ἀφανίσῃ τὸ κάλλος τοῦ ὕδατος . ἄποτος δὲ ἐὰν μείνῃ | ||
ἴχνη , πῆ μὲν ἐσιὼν πῆ δὲ ἐξιών , ἵνα ἀφανίσῃ τὴν ἐκ τῶν θηρατῶν ἐς αὐτὸν ἐπιβουλήν , σοφίᾳ |
σταυρῷ τὸν ἄνδρα τηρούσης . ἡ γὰρ τριήρης ἡ Χαιρέαν κομίζουσα πλανωμένῳ τῷ κέλητι περιπίπτει καὶ τὸ μὲν πρῶτον ὡς | ||
ἐκροφῆσαι τὸν ἐγκέφαλον : διὸ καὶ ἀπεστράφη ἡ Ἀθηνᾶ τότε κομίζουσα αὐτῷ τὴν ἀθανασίαν . τὸ μὲν οὖν ἀπὸ πατρὸς |
τῶν οἰκοδομημάτων σκέπης ἀπανίστασθαι , πρὸς δὲ τὰ δένδρα τὴν καλιάν , ὥσπερ καὶ αὐτά , καὶ τοὺς τούτων μεταπήγνυσθαι | ||
: καλιὰ ἡ ἐκ κάλων οἰκία : ἢ κατὰ τὴν καλιάν . καλιῇς : φωλεαῖς . Καλιά : κυρίως ἡ |
καλουμένους Ὀλύμπους , ὅπου ὁ Κίος ποταμὸς τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτοῦ ῥεῖθρα ἐπιπέμπει , ἐφ ' οὗτινός ποτε Κίου προχοαῖς ἢ | ||
ποταμούς , ἀπό τε τῶν ἤχων καὶ τῶν κατὰ τὰ ῥεῖθρα καμπῶν , ἃς καλοῦσι κέρατα , δράκοντι δὲ διὰ |
κατέχειν ἔνια τὴν θερμότητα μᾶλλον μὴ ἀνασκαπτομένης τῆς γῆς μηδὲ γυμνουμένων τῶν ῥιζῶν : αὕτη γὰρ ἡ κινοῦσα : καὶ | ||
ἐγχειρήσεις ἐν χειμερίοις μᾶλλον καιροῖς γίνεσθαι , ὅταν τῶν δένδρων γυμνουμένων λανθάνειν εὐκόλως οὐ δύνανται , ἀλλὰ καὶ τῆς χιόνος |
Ἀλέξανδρος ἐν τῷ περὶ Εὐξείνου πόντου μυθολογεῖ . Ἰαπίς , χαράδρα Ἀττικὴ εἰς Μέγαρα ἀπάγουσα , ὡς Καλλίμαχος Ἑκάλῃ . | ||
παρέτρεψαν εἰς τὴν ἑαυτῶν χώραν . Πολλὴ δὲ γενομένη ἡ χαράδρα ἐλυμήνατο αὐτῶν τὰ γεώργια , καὶ τὰς οἰκίας κατέβαλεν |
καὶ εὔστοχον λόγον . ἐκ μαλθακᾶς : ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν μαλθακὴν φρένα , ἐπεὶ παρέβαλε τῷ τόξῳ καὶ τοῖς βέλεσι | ||
πρὸς ὑγίειαν ταῖς πόλεσιν οὐδαμῶς συμφέρει , πρὸς δέ τινα μαλθακὴν ἕξιν ταῖς ψυχαῖς τῶν ἐνοικούντων εἴωθε ποιεῖν , προκαλούμενον |
ὑπερφυεῖς δέκα ἢ δώδεκα , ὕψος ὀργυιᾶς ἔχοντας : κεφαλὴν ὑπερκειμένην ὥσπερ ἐλαίαν , δασυτέραν δ ' ὡς πλατάνου σφαιρία | ||
ἀρκτέον . τὰ μὲν δὴ πρῶτα μέρη τὰ περὶ Σούνιον ὑπερκειμένην ἔχει τὴν Ἀττικὴν σὺν τῇ Μεγαρικῇ μέχρι τοῦ Κρισαίου |
' ἑωυτὰς αἱ χῶραι ὧδε ἔχουσι : τὰ ὑψηλὰ καὶ αὐχμηρὰ καὶ πρὸς μεσημβρίην κείμενα ξηρότερα τῶν πεδίων τῶν ὁμοίως | ||
ἀντιποιοῖτο . ἦν δὲ ἡ μὲν ἐργατικὴ καὶ ἀνδρικὴ καὶ αὐχμηρὰ τὴν κόμην , τὼ χεῖρε τύλων ἀνάπλεως , διεζωσμένη |
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
: ἔχει * ἐειδόμενος : ὁμοιούμενος * ἵνα : ὅπου χηραμά : τὰς καταδύσεις . * χηραμά : ὅπου ποιήσῃ | ||
* ἵνα : ὅπου χηραμά : τὰς καταδύσεις . * χηραμά : ὅπου ποιήσῃ αὑτῷ φωλεούς φωλεούς τὰς καταδύσεις ἢ |
παρῆσαν , ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα | ||
ἀέρα συστῆναι , καὶ ὑποστῆναι τὴν γῆν πηλώδη καὶ παντελῶς ἁπαλὴν , σηπεδονώδεις καὶ πομφολυγώδεις ὑμένας ἐκ ταύτης ἀναδοθῆναι : |
ἀναθρώσκουσιν , ἐπειδὰν ὁ Διόνυσος αὐτούς τε καὶ τὴν γῆν σείσῃ , φοιτῶσι καὶ τοῖς Ἰνδοῖς τούτοις ἑστιωμένοις τε καὶ | ||
τούτῳ βοτάνη , αὐλὸς ὀνομαζομένη , ἣν ἐὰν πρὸς ἄνεμον σείσῃ τις , μουσικὴν ἔχει μελῳδίαν , καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος |
, τὰ δὲ μέλανα φρύξιν τοῦ αἵματος , τὰ δὲ πιτυρώδη καὶ σημαίνει ἰσχυροτέραν τὴν θερμασίαν , ὅσῳ καὶ ἁδρομερέστερά | ||
ἡ δὲ ψώρα ἐπιπολαιοτέρα τέ ἐϲτι καὶ ποικίλωϲ ἐϲχηματιϲμένη καὶ πιτυρώδη ἀφίηϲι ϲώματα . ἐφ ' ὧν δεῖ φλεβοτομίαν παραλαμβάνειν |
ἀρθῇ , τότε ὑμεῖς μὲν ὑπ ' ἀγνοίας κελεύετε τὴν ὀθόνην στεῖλαι ἢ ἐνδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδὸς ἢ συνεκδραμεῖν τῷ | ||
τὸ ἕσασθαι , ἐσθόναι τινὲς οὖσαι . ὁ δὲ Ἀπίων ὀθόνην τὴν ζώνην ἀποδέδωκεν . οἰήϊα τοὺς οἴακας , τὰ |
' ἐστὶν ἐν τραγῳδίᾳ μηχανή , τοῦτο καλοῦσιν ἐν κωμῳδίᾳ κράδην . δῆλον δ ' ὅτι συκῆς ἐστι μίμησις : | ||
τῶν ἄλλων . φυτεύεται δὲ ἡ συκῆ καὶ ἐάν τις κράδην παχεῖαν ἀποξύνας σφύρᾳ παίῃ , ἄχρι οὗ ἂν ἀπολίπῃ |
συλλαβὰς οὐδὲ συγκόψει τοὺς ἤχους παρατιθεὶς ἀλλήλοις τὰ δυσέκφορα , πραεῖαν δέ τινα ποιήσει τὴν ἁρμονίαν τῶν γραμμάτων καὶ ῥέουσαν | ||
διαληφθέντων διαγινώσκειν . ἐν πᾶσι δὲ ἀμείνω τὰ χλωρὰ ἔτι πραεῖαν ἔχοντα ὑγρότητα . τῷ χρόνῳ γὰρ καὶ ταύτην ἀποβάλλοντα |
καλὴ ψυχὴ ἐν καλῷ σώματι , νέα ἐν νέῳ , ἀνθοῦσα ἐν ἀνθοῦντι , τὴν μὲν ἔχουσα ἀγλαΐαν ἤδη , | ||
ἐπ . . . περιβρίθουσά τε μήκων : ἤτοι περισσῶς ἀνθοῦσα . δύο δὲ γένη εἰσὶ μηκώνων , ὧν ἡ |
ἡ μεγάλη ἐν Αἰγύπτῳ . τρίτη ἐν Αἰθιοπίᾳ τῇ Ἐρυθρᾷ παρακειμένη . τὸ ἐθνικὸν Ἀπολλωνοπολίτης . Ἄπρος , θηλυκόν , | ||
ἔτι τῷ πολέμῳ ” . Ὦφθις , πόλις Λιβύης Αἰγύπτῳ παρακειμένη . ὁ πολίτης Ὠφθίτης , διὰ τὴν εἰς ιτης |
αὐτὴν καὶ διὰ τὸ ἀποκόπτειν τὰς ἀγκύρας τραχὺν ὄντα καὶ πετρώδη τὸν βυθόν . Κἂν κατ ' αὐτὸν δέ τις | ||
τὰ τείχη σαλεῦσαι . τῶν δὲ Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς |
τεκτονικὴ μία οὖσα διὰ τοῦτό ἐστιν ἵνα ποιήσῃ θρόνον ἢ κιβωτὸν ἢ πλοῖον ἀπὸ μιᾶς φύσεως τοῦ ξυλίνου . Οὐκοῦν | ||
ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς βουλομένοις αὐτῷ προσιέναι κιβωτὸν τοῦ σώματος προβαλλόμενος . Οἱ δὲ οὐδὲ κιβωτόν φασιν |
καὶ δολεροῖς δέρμασιν , ὧν ἀπατηλὸν τὸ κάλλος ἐν τῇ βαφῇ . εἰ μὲν γὰρ λευκὸν φοροίης , συγχεῖς τὴν | ||
. ἐν δὲ Ὀλυμπίᾳ παραπέτασμα ἐρεοῦν κεκοσμημένον ὑφάσμασιν Ἀσσυρίοις καὶ βαφῇ πορφύρας τῆς Φοινίκων ἀνέθηκεν Ἀντίοχος , οὗ δὴ καὶ |
οἷον μαζία τινά ἔν τε ἀναθήμασιν κτλ . : . νωτ . διοπ . αι ! ! ἀνέθεσαν ! ! | ||
[ ] ! [ [ ] οδ ! [ ] νωτ ! [ [ ] εους : ὁσοτεσυ ! ! |
. παρὰ Παφίοις τὸ ποτήριον : καὶ ἡ μασθαλὶς δὲ κύλιξ τις . νεστορίς . περὶ τῆς ἰδέας τοῦ Νέστορος | ||
τὰς λαγόνας ἱκανῶς βαθυνομένη ὦτά τε ἔχει βραχέα ὡς ἂν κύλιξ οὖσα . καὶ μήποτε Ἄλεξις ἐν Ἡσιόνῃ θηρικλείῳ ποιεῖ |
καὶ ἐλάτην , σφένδαμνόν τε καὶ ζυγίαν , ἔτι δὲ κυπάρισσον καὶ κέδρον : ἔστι δ ' ἐν αὐτῷ καὶ | ||
. Δημόκριτος δέ φησιν , ὡς ἔνδοθεν τοῦ θριγγοῦ τὴν κυπάρισσον δεῖ φυτεύεσθαι , ἵνα κατ ' ἀμφότερα εἰς τέρψιν |
γὰρ καὶ βαρεῖα λίαν ἡ κακοπάθεια τῆς γυναικὸς , ὅταν τίκτῃ . ἔθηκαν : ἐποίησαν . Ἐξώλισθον ἀπ ' ἀγκίστροιο | ||
διὰ ψυχρότητα τῆς ἐν τῷ σώματι κράσεως . οὐκοῦν ὅταν τίκτῃ , οὔτε αὐτὸς νεοττιὰν ὑποπλέκει , οὔτε τιθηνεῖται τὰ |
τε μάλιστα ὀρνίχων ἐφίληθεν , ὅσοις τέ περ ἐξ ἁλὸς ἄγρα . Ἀγεάνακτι πλόον διζημένῳ ἐς Μιτυλήναν ὤρια πάντα γένοιτο | ||
τινὰ παιδοτριβούντων , ἐν οἷς ἤσκηται . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα : ἐπὶ τῶν παρ ' ἀξίαν εὖ πραττόντων . |
καὶ μεθ ' ἡμέραν : ἐπὶ τῆς γῆς λίνον τις ἁπλώσας τό θ ' ἱμάτιον ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν ἀνατείνας τὸ | ||
προσενέγκω . „ ] [ Ταὼς εἰς δεῖπνον παρασκευάζεσθαι μέλλων ἁπλώσας τὰς πτέρυγας εἶπεν : ” εἰ μὲν πολλὰ κρέα |
: Δημάγητος δέ , ὅτι ἐκέλευσεν ὁ Πελίας τὴν Ἀργὼ ἀραιοῖς γόμφοις παγῆναι , ἵνα ταχέως ἀπολέσῃ αὐτούς : ὁ | ||
οὕτω γὰρ ἂν πλεῖστον ὕδωρ συνάγοιτο . ἐν δὲ τοῖς ἀραιοῖς καὶ πετρώδεσι τόποις , κᾂν ὁπωσοῦν εὑρεθῶσι πηγαί , |
τῷ περὶ Θεῶν . , : Τὸ ἄχει ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε . Ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος | ||
τῷ περὶ θεῶν . ὡς τάχος ἤχει : ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε , ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος |
τόπον , καὶ εἶθ ' οὕτως καίειν ἢ τέμνειν τὴν σταφυλήν , καὶ χρῆσθαι τοῖς προειρημένοις βοηθήμασι . πλὴν δεῖ | ||
ἐργασίας ἐξ Ὀποῦντος ἥκοντα παρὰ τοὺς Χόας , πέμψαι αὐτῷ σταφυλήν : τὸν δὲ Σοφοκλέα λαβόντα εἰς τὸ στόμα ῥᾶγα |
. ἐν ταύτῃ δ ' ἦν γεγραμμένον ὅτι ἐὰν παραγενόμενος φθάσῃ τοὺς ἐπιβαλλομένους διατηρῆσαι Δαρείῳ τὴν Περσέπολιν , κύριος ἔσται | ||
ἰδίαν ἐρημίαν τῶν βοηθούντων . οἱ δὲ Καρχηδόνιοι φοβούμενοι μὴ φθάσῃ διαβὰς εἰς Λιβύην Γέλων , εὐθὺς ἐξέπεμψαν πρὸς αὐτὸν |
δίεφθα λευκανθεῖσα τυροῦται δέμας . ἐν δὲ Φυσιολόγῳ : μήτρας ὑείας οὐκ ἀφεψηθεὶς τόμος , τὴν δηξίθυμον ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων | ||
. Τὸ Μνασέου . Λιθαργύρου , ἐλαίου παλαιοῦ , πιμελῆς ὑείας παλαιᾶς ἴσα ὁμοῦ ἕψε . τινὲς τῷ ἐλαίῳ καὶ |
μὲν βαθείην τομὴν κατὰ τὸν νεφρόν : κἢν μὲν τύχῃς ταμὼν , παραχρῆμα ὑγιέα ποιήσεις : ἢν δὲ ἁμάρτῃς , | ||
ἥψασθε τραπέζης , ἦ τ ' ἂν ἀπὸ γλώσσας τε ταμὼν καὶ χεῖρε κεάσσας ἀμφοτέρας , οἴοισιν ἀποπροέηκα πόδεσσιν , |
ἀπατηθῇ . ἀναγράφει δὲ αὐτὴν κακῶς Ἀριστοφάνης : Ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον . . . , : Ἔργα νέων | ||
παροιμία ἐπὶ τῶν τὰς ὁδοὺς ἀκριβῶς εἰδότων . Ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον : ὅταν τὸ σωζόμενον ὑπὸ τοῦ σώζοντος |
, εὔπεπτος , εὐανάδοτος , εὐκοίλιος . τούτων δὲ ὁ πρόσφατος ὕποπτος , ἐπειδὴ τοὺς θαλαττίους λαγὼς θηρεύοντες σιτοῦνται : | ||
ὀρνιθείου καὶ χηνείου στέατος . Νάρδου στάχυς καλλίων ἐστὶν ὁ πρόσφατος , κοῦφος , πολύκομος , ξανθὸς τῇ χρόᾳ , |
λίαν διαφέρει . λεία μὲν γὰρ διὰ διφθόγγου σημαίνει τὴν ἀπελασίαν ⌊ ⌋ τῶν τετραπόδων : ληΐδα δ ' ἐκ | ||
νύμφας φησὶν αὐτοῖς γεγενῆσθαι τὴν στάσιν , ἀλλὰ διὰ βοῶν ἀπελασίαν . ψυχορραγοῦντος οὖν τοῦ Κάστορος Πολυδεύκης ὢν ἀθάνατος πρὸς |
δὲ σκώληκας ἔχουσαν θεραπεύσεις , χοιρείαν κόπρον κεχυλισμένην οὔρῳ ἀνθρωπείῳ περιχέων ταῖς ῥίζαις . πάνυ γὰρ χαίρει ἡ μηλέα τῷ | ||
τὰ ἔγκατα ἐξαιρῶν καὶ καρδιουλκῶν καὶ τὸ αἷμα τῷ βωμῷ περιχέων καὶ τί γὰρ οὐκ εὐσεβὲς ἐπιτελῶν ; ἐπὶ πᾶσι |
εἶναι Κύραυιν , μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων , πλάτος δὲ στεινήν , διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου , ἐλαιέων τε μεστὴν | ||
τὰ παρίσθμια ἴσθμια ] τὸν λαιμόν φάρυγος ] τοῦ λάρυγγος στεινήν ] τὴν στενήν ἐμφράσσεται ] ἐμφράττει οἶμον ] ὁδόν |
αὐτό . . ὡς κύματα : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει φὴ κύματα . οὐδέποτε δὲ Ὅμηρος τὸ φή ἀντὶ τοῦ ὡς | ||
εἶναι τοὺς ναύτας τὰ κύματα δέχεσθαι , Κυμὼ διὰ τὰ κύματα , Ἠϊόνη διὰ τοὺς αἰγιαλούς , Ἁλιμήδη διὰ τὸ |
, τὰ ὦτά σου κεκαθαρμένα : καθαρθήσεται δέ , ἐὰν νάμασι σπουδαίων λόγων συνεχῶς ἐπαντλῆται , τὰς ματαίους καὶ πεπατημένας | ||
, . Ν Ναΐδες : πηγαί . νύμφαι παρὰ τοῖς νάμασι διατρίβουσαι . . , . νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις |
βλαβήσεται : ἔσται γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλίς , πολύκοινος , ῥυπαρά . Σελήνης Διδύμοις : ὁ γήμας ἐν τῇ βʹ | ||
καὶ ἀνώμαλα τὰ ἕλκη θεωρεῖται , κατὰ μὲν τὸ πλεῖϲτον ῥυπαρά , ὀχθώδη , λευκανθίζοντα , εἰδεχθεῖϲ ἐπιπάγουϲ ἔχοντα , |
καθάπερ ὧν Πέρσαι τυραννοῦσι τὰ νῦν διαπεφορημένα καὶ συμπεφορημένα κακῶς ἐσπαρμένα κατοικεῖται . ταῦτ ' , ὦ Κλεινία καὶ Μέγιλλε | ||
Ὅτ ' ἂν δὲ κατὰ πλείω μέρη πορεύωνται , ἢ ἐσπαρμένα συντάγματα πορεύσεται ἢ πεπλεγμένα : πεπλεγμένα δέ ἐστιν ὅτ |
ἐπεμβαίνει γύαις : σιτοφόρα : καλλιπόταμος ὕδατος : ἡ καλλιπόταμος νοτὶς τοῦ ὕδατος τῆς Δίρκης . Δίρκη δὲ ποταμὸς Θηβῶν | ||
ἐναπολειφθείσης εἰς διαμονὴν κόλλα γάρ τίς ἐστιν ἡ μεμετρημένη γλυκεῖα νοτὶς τῶν διεστηκότων καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ παντάπασιν ἀφαυανθεῖσαν αὐτὴν |
ἀτρέστου θεράποντι φέρων χάριν Ἡρακλῆος : νῶϊ δὲ ποιήεσσαν ἐς ἀκρώρειαν ἰοῦσι τρηχεῖαν μάλα μῦθοι ἀταρπιτὸν ἐπρήϋναν . Λίθος κρύσταλλος | ||
βασιλῆες ὀνειροπόλον διὰ πύστιν , κνημὸν ἐπὶ ζάθεον καὶ Δίνδυμον ἀκρώρειαν , ὄφρα κε μειλίξαιντ ' εὐοινίστοις ἐπὶ λοιβαῖς Ῥείην |
βαλαύστιόν τε καὶ κύτινοι καὶ κηκῖδες ὀμφακίτιδες καὶ στυπτηρία καὶ ῥοῦς καὶ γλαύκιον καὶ ἀφέψημα μυρσίνης καὶ σχιστῆς : συμπεφθείσης | ||
ὀρῶν ἐπέβη , ἀφ ' ὧντινων ὀρῶν βάσιν ὁ μέγας ῥοῦς τοῦ ἀνατολικοῦ ὠκεανοῦ φέρεται . Ἐκεῖσε δύο στήλας περὶ |
δέ φασι τὸν Ἀμφίονα πρὸς ταῖς Προιτίσι * * : διαβαίνει : καταβόστρυχος : τοῖς βοστρύχοις , τοῖς πλοκάμοις , | ||
ὅτι πλεῖστον καὶ σίδηρον . γενόμενος δ ' ἐν Στρυμόνι διαβαίνει τε τοῦτον καὶ παραμείψας τὴν Βόλβην λίμνην καὶ προσελαύνων |
θεῶν ἐκόμισσεν ἐδωδὴν δεῖπνον ἔχειν , ἵνα μή τι πανημέριοι λοχόωντες τειρόμενοι βαρύθοιεν ἀτερπέι γούνατα λιμῷ . ὣς δ ' | ||
ἐνὶ πόντῳ νηῒ θοῇ πλείοντες ἐμίμνομεν Ἠῶ δῖαν , Τηλέμαχον λοχόωντες , ἵνα φθείσωμεν ἑλόντες αὐτόν : τὸν δ ' |
πετραῖοί εἰσιν : ἀλλὰ καὶ πηλοὶ τίκτουσι καρκίνους , καὶ φυκία καὶ ψάμμος . ἰδέαι τε αὐτῶν καὶ ἐπωνυμίαι πολλαί | ||
χρῶνται : οἱ δὲ ὑπὸ ταῖς τῶν ἰχθύων πλευραῖς , φυκία ἐπιβάλλοντες αὐτοῖς : οἱ δὲ τὰς τῶν ἐλαιῶν κορυφὰς |
Αἰγοκερῆϊ μεσσόθεν ἠερόεις : τὰ δέ οἱ περὶ τέσσαρα κεῖται γλήνεα , παρβολάδην δύο πὰρ δύο πεπτηῶτα . Καὶ τὰ | ||
δ ' ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα κέδρινον ὑψόροφον , ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει : ἐς δ ' ἄλοχον Ἑκάβην ἐκαλέσσατο |
, σκορδύλων [ γʹ : ] πρὸς τὴν λεπτὴν κωβιῶν γρύτην θαλασσίαν , γεναρίδων , δάκων , χοίρων , γαλέας | ||
ὥστε τοὺς ἰχθύας ἑτοίμους ἔρχεσθαι . ιβʹ . πρὸς κύρτων γρύτην ποταμίαν . ιγʹ . πρὸς χοίρους . ιδʹ . |
. ἐσμοί : τάξεις , πλήθη . Σκιάουσιν : ἢ κατάσκιον ποιοῦσιν . ἄλυτον : ἀδιάλυτον , οἷον μὴ ἀναλυόμενον | ||
τὸ δὲ δέκατον ὄρος εἶχε δένδρα μέγιστα , καὶ ὅλον κατάσκιον ἦν , καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δένδρων πρόβατα |
στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ τ ⊂ κηκῖδος ⋖ α γιγάρτων σταφίδων φρυκτῶν ⋖ α ἐρείκης καρποῦ ⋖ γ : λειώσας ἅπαντα | ||
λιπαρωτάτην , μελιτωμάτων δὲ κοπτὴν διά τε στροβίλων καὶ ἀμυγδάλων φρυκτῶν καὶ ἀλεύρου κνηκίνου : ἄρτον δὲ κατὰ τὴν δίαιταν |
τῇ πρὸς ἑσπέραν Ἰβηρίᾳ τῆς ὤχρας καιομένης καὶ μεταβαλλούσης εἰς μίλτον . Μίσυ παραληπτέον τὸ Κύπριον , χρυσοφανές , σκληρὸν | ||
χορτοφόρον κρύψας ἑαυτὸν ἀπεκομίσθη εἰς τὴν ἰδίαν χώραν . Ὅτι μίλτον ὕδατι μίσγων τις δύναται πλάνην ποιῆσαι , ὡς ἤδη |
δριμύτητα , λειοῦται σὺν ἀφεψήματι ταριχηροῦ κρέατος παλαιοῦ χοιρείου καὶ μαλαχθεὶς ἐπιμελῶς ἐπιτί - θεται κατὰ τῶν πώρων . Ἔστι | ||
τῶν πολιτῶν καὶ ἁρπάζοντας χαρακτηρίζει . Γ αἰβοῖ : ὡς μαλαχθεὶς ὁ γέρων δυσαρεστεῖται κακόν τι νομίζων αὐτὸ εἶναι διὰ |
δυσανάσχετον , ὁπόταν ταῖς τῶν σκυτοδεψῶν παραδοθῇ χερσίν , σῆψιν ὑπομείνασα πολλὴν καὶ διαμύδησιν , τοιοῦτον οἱ πληγέντες ὑπὸ τοῦ | ||
ἔδειξεν ἣν † ἐπέλθῃ . Ἄλκηστις ἡ Πελίου θυγάτηρ , ὑπομείνασα ὑπὲρ τοῦ ἰδίου ἀνδρὸς τελευτῆσαι , Ἡρακλέους ἐπιδημήσαντος ἐν |
σύνδεσμος συναπτικός . καὶ ἀντὶ τοῦ ὅπως . εἴλει . ἕλη . εἰμί βʹ : ὀξυνόμενον τὸ ὑπάρχω . βαρυνόμενον | ||
σήπεται τὸ ὕδωρ : φθινοπώρου δὲ πληρώσας ὁ Νεῖλος τὰ ἕλη τὸ μὲν ἐξέωσε τὸ παλαιόν , ἄλλο δ ' |
παλαιῷ ἀρκοῦντι , ἵνα μὴ διαρρέῃ εἰϲ τὸ ϲτόμα καὶ μολύνῃ : διαφορεῖ γὰρ γενναίωϲ καὶ τὰϲ ὀδύναϲ παραμυθεῖται . | ||
βάλλε τὸν κηρὸν καὶ τὴν πιτυΐνην καὶ , ἐπὰν μηκέτι μολύνῃ , βαστάσας κατακένωσον εἰς θυΐαν καὶ τῇ σπάθῃ μαλάξας |
δ ' ὅτ ' ἀφ ' ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο κινήσῃ πυκινὴν νεφέλην στεροπηγερέτα Ζεύς , ἔκ τ ' ἔφανεν | ||
ἐπαΐξας πατρὸς Διὸς ἐκ νεφελάων . ὡς δ ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον ἐλθὼν λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ |
προσβολαῖς , ἐν ταῖς ἑνώσεσι . ἐξωθεῖται : ἐκτείνεται . προστέλλειν : ἀντὶ τοῦ σκέπειν καὶ προσάγειν . ἀπὸ μὲν | ||
δὲ τὸ ἠλκωμένον τρέφειν ἢ ἐπουλοῦν : οὔτε τὸ προπεπτωκὸς προστέλλειν καὶ κατακλείειν : οὔτε τὸ ἐπιρρέον ἀποκρούεσθαι : οὔτε |
φέριστον ἔχων καὶ ἀκλινέας αὐγάς , σώματος ὡς ἀνέχοιτο μέγα βρίθοντα χαλινὰ ἐκ καθαρῆς ψυχῆς τε καὶ αἰθερίης πατρὸς αἴγλης | ||
πυλεῶνας στρωφῶντ ' ἔνθα καὶ ἔνθα πέριξ λυκάβαντα φέρουσαι καρποῖσι βρίθοντα , κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος |
ἱστορεῖ Μέρυλλος ἐν πρώτῳ Βοιωτιακῶν . : Μέγιλλος δὲ τὴν ὀρύζαν σπείρεσθαι μὲν πρὸ τῶν ὄμβρων φησὶν , ἀρδείας δὲ | ||
ἱστορεῖ Μέρυλλος ἐν πρώτῳ Βοιωτιακῶν . : Μέγιλλος δὲ τὴν ὀρύζαν σπείρεσθαι μὲν πρὸ τῶν ὄμβρων φησὶν , ἀρδείας δὲ |
ὀνομάζουσιν . Οἶδα οὐκ ἄμορφον , ὦ Ἀλφειέ , τὴν Ἀρέθουσαν , ἀλλὰ διαυγής ἐστι καὶ διὰ καθαροῦ ἀναβλύζει καὶ | ||
ἧς καὶ τὴν πόλιν ὠνομάσθαι . Ἀρτέμων δὲ πρὸς τὴν Ἀρέθουσαν τὸν λόγον εἶναί φησιν : αὕτη δὲ ἐν Συρακούσαις |
: ἔλαμπε , Γοργὼν δ ' ὡς : ἡ Γοργὼν ἐπέκειτο τοῖς μετώποις τοῖς ἱππικοῖς προσδεδεμένη μετὰ κωδώνων , ψόφον | ||
διαφερόντων ἐν ὡραιότητι . Μετὰ δὲ τὴν τοῦ μαιάνδρου διάθεσιν ἐπέκειτο σχιστὴ πλοκή , θαυμασίως ἔχουσα , ῥομβωτὴν ἀποτελοῦσα τὴν |
καὶ τερμιόεντα χιτῶνα : στήμονι δ ' ἐν παύρῳ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι : τὴν περιέσσασθαι , ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι | ||
τινι τῶν ἡδέων πομάτων , εἶτα καὶ τῶν ᾠῶν τὰ κρόκα δίυγρα . καὶ τοῖϲ διὰ χόνδρου δὲ ῥοφήμαϲι χρηϲτέον |
ἡ Ἀφροδίτη τιμᾶται . καὶ αὕτη μὲν ἐπὶ τὸν βαθέα συστρέμματα ἔχοντα ποταμὸν ὠκεανὸν ὑψηλὴ προνένευκε , τοῖς ταχινοῖς οἰωνοῖς | ||
εἴκοσι καὶ χιλίων , σύστρεμμα καλεῖται . τὰ δὲ δύο συστρέμματα ἐπιξεναγία ὀνομάζεται , ὀκτὼ καὶ τεσσαράκοντα ἀνδρῶν καὶ δισχιλίων |
, οὐ μὴν ὥστε ἤδη δάκνειν : ἂν δὲ καὶ πλυθῇ , πάνυ μετρία γίνεται παραπλησίως ταῖς προειρημέναις . καὶ | ||
τῶν ξηραινόντων , τῆϲ δὲ δευτέραϲ τῶν ψυχόντων , ἐπειδὰν πλυθῇ : ἡ δὲ ἄπλυτοϲ , τῆϲ πρώτηϲ . οὐκ |
ἔμψυχον ὁ λόγος : ποιητικὸν δέ ἐστι τὸ ἔθος . ἄγκη δὲ τὰ τῶν ὀρῶν κοιλώματα . οἱ δὲ τὰ | ||
: παρὰ τὸ ἄγω ἄγη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἄγκη καὶ μετὰ τῆς ἀνά ἀνάγκη . ἢ παρὰ τὸ |
ἄλλῃ σχίσιν καὶ τέλος εἰς λεπτὰς καὶ ὑμενώδεις ἶνας ὅλα λυθέντα πᾶν οὕτω διαπλέκει τὸ σῶμα τοῦ μυός . οἱ | ||
οἱ νόμοι κελεύουσιν τοῦ λυσαμένου ἐκ τῶν πολεμίων εἶναι τὸν λυθέντα , ἐὰν μὴ ἀποδιδῷ τὰ λύτρα . ἀκούων δὲ |
τὸ ὠχρὸν τέλεον ἀφοίνικτον ἦν , ἠρέμα δὲ τῷ ἐρεύθει βέβαπται , οὔτε τὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἄνθος ἐστὶν ἀμέριμνον , | ||
. οὔτε γὰρ εἰς ἀφροδίτην αὐτοῦ καὶ χάριν τὰ λεγόμενα βέβαπται , οὔτε ἔχει λευκότητά τινα καὶ τῷ καθαρῷ καλλωπίζεται |
, ἕωθεν ἀπηθήσας , τὸ καθαρὸν ἐς χύτρην ἐγχέας , κρίμνα πύρινα ἐμβαλὼν , ὄξος λευκὸν ὅσον κύαθον ἐπιχέας , | ||
” εἶπε “ ζῇς βίον ταλαιπώρου , ἐν πυθμέσιν γῆς κρίμνα λεπτὰ βιβρώσκων . ἐμοὶ δ ' ὑπάρχει πολλὰ καὶ |
στεφάνῳ ἄν τις τὴν χώραν κεκοσμῆσθαι ἐτεκμήρατο : ἅπερ πάντα ῥιζόθεν ἐκκόψας ὁ στρατὸς ἐπὶ τὰ τείχη ἠπείγετο . κεκμηκότι | ||
, , , ὡς θεμελιόθεν , οὐρανόθεν , ἀνθρωπόθεν , ῥιζόθεν , ὀδάξ . , πληκτικῶς , συνεχῶς , ἁρπαγηδόν |
, ἐργαστική . ξαντική ξάντης , κναφευτική , ὑφαντική ὑφάντης ὑφάσματα ὑφή , πλυντική , θεραπευτική , κοσμητική , † | ||
δὲ βούλει καὶ ἄλλα τῶν ἱερῶν σκευῶν , ἔστι μὲν ὑφάσματα , καλεῖται δὲ ἰστριανόν , προτόνιον , ἡμίμιτρον . |
τὰ ἐπιμήνια μὴ γίνηται ἐν τῷ καθεστηκότι χρόνῳ , κράμβης πέταλα καὶ πήγανον τρίψας λεῖα , ἔπειτα ἄχυρα τὰ ἀπὸ | ||
εὐρύνει , ὧν δ ' ἐστὶν ἐγκύμων πάντα ἀποτίκτει , πέταλα καὶ κληματίδας , ἕλικας , οἴναρα , καρπὸν ἐπὶ |
, παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι | ||
Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . |
ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου , καὶ ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε : σύνδικος δ ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος | ||
εἶπε : καὶ ἑτέρωθι : ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνα παρέχει . ὁ δὲ ἀγὼν Διός : καλεῖται |
ἀρούρας χραίνουσιν : τὰ δὲ πολλὸν ἀναλθέα τραύματα τεύχει σάρκα μελαινομένην , πικρὸς δ ' ὑποβόσκεται Ὕδρης ἰός , σηπόμενον | ||
, ἑκὰς Φλειουντίδος αἴης , ἁρπάξας ὑπ ' ἔρωτι : μελαινομένην δέ μιν ἄνδρες ναυτίλοι ἐκ πόντοιο κελαινῇ πάντοθεν ὕλῃ |
, τὰς δ ' ἀνατεμνομένας φλέβας καθάπερ ἐν ταῖς αἱμορραγίαις κρουνηδὸν αὐλοὺς ἀκοντίζειν αἵματος , μηδεμιᾶς ἐνορωμένης διαυγοῦς λιβάδος . | ||
Χειμῶνος , ὑπερκύπτοντα λοχείης . καὶ πτερόεις ὀχετηγὸς ἀνέβλυσεν Ἀγγελιώτης κρουνηδὸν κατὰ μέτρον ἐπήτριμα χεύματα πέμπων , ὄφρα μὴ ὀμβρήσαντος |
ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου , καὶ ἀνὰ μέσον αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν , οὐκ ἔχουσαν πλάτος , καὶ δι ' | ||
εἰκός ἐστιν ἀποκλίνειν : ἀναβάντων γάρ , φησι , τὴν φάραγγα διαδέχεται ὁ Λίθινος Πύργος , ἀφ ' οὗ εἰς |
τοῦ ἀετοῦ μένει ὁλόκληρα καὶ ἀνεπιβούλευτα , τὰ δὲ ἕτερα κατασήπεται τὴν πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Οἱ μύες | ||
ἐούσης , καὶ χρόνον ἐναυλιζόμενον πουλὺν ἐν τῷ στήθει , κατασήπεται καὶ γίνεται πυοειδές . Ὁκόσοισι δ ' ἂν ἐς |
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ | ||
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ ' |
βάτου τόδε , τεράστιόν τε καὶ βροτοῖς ἀπιστία ; ἄφνω βάτος μὲν καίεται πολλῷ πυρί , αὐτοῦ δὲ χλωρὸν πᾶν | ||
: δένδρῳ τοσούτῳ πῶς , ἄκανθα , συγκρίνῃ ; ” βάτος πρὸς αὐτὴν εἶπεν “ ἢν λάβῃς μνήμην τῶν πελέκεών |
ἀκμῆσιν οὐκ ἐθάρρουν συμπλέκεσθαι . Τοῦτο μὲν δὴ συγκύρημα τοῖς ὑπολοίποις ἐκ τοῦ τέως ἀχρείου χρηστὸν ἐπιγίγνεται : νυκτὸς δὲ | ||
καὶ ὁ στύραξ λειωθῇ , ἐπίβαλε τὰ ξηρὰ σὺν τοῖς ὑπολοίποις ῥόδοις καὶ συνθεὶς καλῶς ποίει τροχίσκους , ὑποθυμιάσας αὐτοῖς |
κνησμονὴ αὐτῷ ἐπιγίνεται , καὶ τὸ σῶμα ἐρυθραίνεται καὶ σμῶδιξ ἐπιτρέχει , ὡς καὶ ἀπὸ τῆς κνίδος τῆς βοτάνης : | ||
γίγνεται , καὶ μώλωπας ἔχει , καὶ ζοφώδης αὖθις αὐτοῖς ἐπιτρέχει χροιά . Ναὶ μὴν ἀλλὰ σὺ τούτῳ μὲν φέρων |
. αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο ξῦον : ταὶ δ ' ἐφόρεον δμῳαί , | ||
ἀφίκετο δῖα γυναικῶν , στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο , ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα : ἀμφίπολος δ |
μέχρι πολυκλύστοιο Παχύνου καὶ Κρήσσης ἄκρηςἥτ ' εἰς ἅλα πουλὺ νένευκε πάρ ' θ ' ἱερὴν Γόρτυνα καὶ ἠπειρώτιδα Φαιστόν | ||
δέ , ὅτι ἀδύνατον αὐτῷ φέρεσθαι διὰ τοῦ κενοῦ : νένευκε γὰρ ἐπὶ τὸ ἑαυτοῦ μέσον καὶ τοῦτο ἔχει κάτω |
καὶ διὰ συνεχῶν βηχῶν μόλις πτυόμενα , ἤτοι πάχος ἢ γλισχρότητα , ἢ πλῆθος ὑγρῶν ἢ ἀπεψίαν ἢ τινα ἀδυναμίαν | ||
εἶναι μήτε γλίσχραν : διὰ γὰρ τὴν ὑγρότητα καὶ τὴν γλισχρότητα οὐχ ὁμοίως ἐργάσεται τὸ θερμὸν , ἀλλὰ χρὴ τοιαύτην |
δυσῶδες καὶ λίαν πλαδαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου | ||
λίαν πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου |
. Ἄνθρωπος ὢν μέμνησο τῆς κοινῆς τύχης . θνητὸς πεφυκὼς τἀπί σοι πειρῶ βλέπειν . Ἀνδρὸς γέροντος οἱ γνάθοι βακτηρία | ||
. Ἄνθρωπος ὢν μέμνησο τῆς κοινῆς τύχης . θνητὸς πεφυκὼς τἀπί σοι πειρῶ βλέπειν . Ἀνδρὸς γέροντος οἱ γνάθοι βακτηρία |
ἀρϲενικὸν ξηρὸν μεθ ' ὕδατοϲ ἐπίβαλλε τὴν ἄϲβεϲτον πλυθεῖϲαν ὥϲπερ καδμίαν καὶ τρίψαϲ ξήραινε καὶ χρῶ . καὶ τῶν τροχίϲκων | ||
σπόγγον ὀξυκράτῳ βεβρεγμένον πάλιν ἐπιτιθέναι : μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην καδμίαν λειοτάτην ἐπιπάσσειν , ἢ σὺν αὐτῇ ῥόδων ἄνθος , |
γένοιτο αὐτὸν καὶ Ὀλύμπια νικῆσαι . εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρείς : εἰ γάρ τις , φησί , | ||
Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς . εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρείς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδˈμάτους ἀρετάς σύν τέ |
οἶκος οὔτε λαΐνοις εὐρεῖα πύργοις ὠχυρωμένη πόλις . οὐ μὴν ἀρότροις ἀγκύλοις ἐτέμνετο μέλαινα καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός , οὐδ | ||
πέντε μῆνας ἀπαντᾶν ἐπὶ τὸν θερισμόν , ἐνίους δὲ κούφοις ἀρότροις ἐπαγαγόντας βραχέως τὴν ἐπιφάνειαν τῆς βεβρεγμένης χώρας σωροὺς ἀναιρεῖσθαι |
ξηρόν τε εἴη καὶ θερμόν . Ὁκόταν δὲ τὸ ἔαρ ἐπιλαμβάνῃ , τότε χρὴ πόμα πλέον πίνειν οἶνον ὑδαρέστερον καὶ | ||
τὴν λῆψιν ἡ δῆξις γίνεται , κἀν μέσου τοῦ ὄφεως ἐπιλαμβάνῃ , δηχθήσῃ , ἐὰν τοῦ τραχήλου , οὐδὲν πείσῃ |
ἀρμένων . πολύνυμφον λέγει δὲ τὴν Ἑλένην . καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν καὶ τὴν πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος | ||
ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς |
ἢ διπλασίαν ἢ ἡμίσειαν λάβωμεν , οἷον εἴ ἐστιν ἡ ἐκκειμένη ῥητὴ ἑξάπους , καὶ ληψόμεθα τὴν δωδεκάποδα , σύμμετρος | ||
δὲ τῷ κόλπῳ τῆς παραλίας τὸ μὲν Ταίναρον ἀκτή ἐστιν ἐκκειμένη τὸ ἱερὸν ἔχουσα τοῦ Ποσειδῶνος ἐν ἄλσει ἱδρυμένον : |
κέπφος , δι ' οὗ καὶ ἁλίσκεται ἐπεγκεράσαιο ] κέρασον ἐπεγκεράσαιο ] ἕνωσον θοοῦ ] τοῦ ταχέος δορπήια ] τροφή | ||
: καί τε καὶ αὐξηρῶν δονάκων ἀπὸ ῥιζέα κόψας οἴνῃ ἐπεγκεράσαιο , τὰ δή ῥ ' ὑποτέτροφε λίμνη οἰκείη τόθι |
ἡμέρας τρεῖς ἢ πέντε ἢ ἑπτά , καὶ οὐδέποτε μύλη πονέσῃ ἢ οὖλος . ἐὰν οὖν τις θέλῃ ἐντέχνως ἐπινοῆσαι | ||
φλέβια πάσχει , ὅσα ἔσω ἀκρόπλοά ἐστιν : ὁκόταν οὖν πονέσῃ , κιρσοειδέα τε γίνεται καὶ μετέωρα ἔνδον : καὶ |
, ἔτι δὲ δηκτικός , οἷόν ἐστιν ὁ ἐκ Φιλαδελφίας κομιζόμενος τῆς ἐν Λυδίᾳ : ὁ δ ' Αἰγύπτιος ἐν | ||
μνησικακοῦσα θεραπεύσειν οὐκ ἔφη . Ἀλέξανδρος μὲν οὖν εἰς Τροίαν κομιζόμενος ἐτελεύτα , Οἰνώνη δὲ μετανοήσασα τὰ πρὸς θεραπείαν φάρμακα |
ἱστοριογράφος κατὰ θέρος φησὶν ἀναχαλᾶσθαι τὴν ὅλην Αἴγυπτον καὶ οἱονεὶ ἐξιδροῦν τὸ πολὺ νᾶμα . συνδίδωσι δ ' αὐτῆι καὶ | ||
ἱστοριογράφος κατὰ θέρος φησὶν ἀναχαλᾶσθαι τὴν ὅλην Αἴγυπτον καὶ οἱονεὶ ἐξιδροῦν τὸ πολὺ νᾶμα : συνδίδωσι δ ' αὐτῇ καὶ |
τοὺς πίθους ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας , καὶ οὕτως ἐπιτίθει τὰ πώματα μὴ πάνυ συναρμόζοντα τοῖς χεί - λεσι τῶν πίθων | ||
κάων , καὶ ἰσχναίνων καὶ πνίγων ἀπορεῖν ποιεῖ , πικρότατα πώματα διδοὺς καὶ πεινῆν καὶ διψῆν ἀναγκάζων , οὐχ ὥσπερ |
καὶ τακέντος αὐτοῦ , ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπίπασσε τὴν βοτάνην σεσησμένην , καὶ ἑνώσας κατάχεε ἐν θυίᾳ ψυχρὸν ὕδωρ | ||
ὕδρας ὁ Ἴφικλος , καὶ ὁ Ἀσλκηπιὸς αὐτόθεν λαβὼν τὴν βοτάνην ἐπαμύνει αὐτῷ βεβλημένῳ , καὶ οὕτως ἰᾶται . . |