ἀναθρώσκουσιν , ἐπειδὰν ὁ Διόνυσος αὐτούς τε καὶ τὴν γῆν σείσῃ , φοιτῶσι καὶ τοῖς Ἰνδοῖς τούτοις ἑστιωμένοις τε καὶ | ||
τούτῳ βοτάνη , αὐλὸς ὀνομαζομένη , ἣν ἐὰν πρὸς ἄνεμον σείσῃ τις , μουσικὴν ἔχει μελῳδίαν , καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος |
καὶ ἐλάτην , σφένδαμνόν τε καὶ ζυγίαν , ἔτι δὲ κυπάρισσον καὶ κέδρον : ἔστι δ ' ἐν αὐτῷ καὶ | ||
. Δημόκριτος δέ φησιν , ὡς ἔνδοθεν τοῦ θριγγοῦ τὴν κυπάρισσον δεῖ φυτεύεσθαι , ἵνα κατ ' ἀμφότερα εἰς τέρψιν |
λόγῳ τοῦ Ῥοίτειον καὶ Σίγειον Δαριειεύς . Δαρσανία , πόλις Ἰνδική , ἐν ᾗ αὐθημερὸν ἱμάτιον ἱστουργοῦσι γυναῖκες , ὡς | ||
Νάρδου ἐστὶ δύο γένη : ἡ μὲν γάρ τις καλεῖται Ἰνδική , ἡ δὲ Συριακή , οὐχ ὅτι ἐν Συρίᾳ |
καθὼς ἱστορεῖ Ἀγαθαρχίδης ἐν τοῖς Φρυγιακοῖς . . . : Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ λίθος παρόμοιος κυλίνδρῳ . Ὃν | ||
ποταμὸν Βρίγουλον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ μετωνομάσθη Ἄραρ . Γεννᾶται δὲ ἐν αὐτῷ μέγας ἰχθὺς , σκολοπίας προσαγορευόμενος ὑπὸ |
Ἄρτεμιν δ ' ἐξιλασάμενος ἀνακτᾶται τὸ φῶς : καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος ἐν γʹ Αἰτωλικῶν . . . . . : | ||
, Ἄρτεμιν δὲ ἐξιλασάμενος ἀνακτᾶται τὸ φῶς , καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος ἐν γʹ Αἰτωλικῶν . Ἀράξης ποταμός ἐστι τῆς Ἀρμενίας |
, ἱεροδούλων κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ : | ||
ὁ φοινικών , μεμιγμένην ἔχων καὶ ἄλλην ὕλην ἥμερον καὶ εὔκαρπον , πλεονάζων δὲ τῷ φοίνικι , ἐπὶ μῆκος σταδίων |
τῆς Ψεφὼ καλουμένης χώρας . καὶ ἐν Κύπρῳ ἥ τε σμάραγδος καὶ ἡ ἴασπις . οἷς δὲ εἰς τὰ λιθοκόλλητα | ||
μὴ ὀπτηθέντος : ἐπεὶ εἰς τὰ χρυσοχοϊκὰ χωνεῖα συλλιπαίνεται ὁ σμάραγδος καὶ ἔρχεται εἰς τὸ χωρῆσαι αὐτὸν ἐκεῖθεν , καὶ |
' ἀγορὰν κινουμένων φιλονεικιῶν , ὀφείλοντα τοῖς ἔργοις προσέχειν τοῖς γεωργικοῖς , ἀφ ' ὧν τρέφεσθαι δυνατόν . . ΑΓΟΡΗΣ | ||
ἔπειτα ἐπιδήσαντες καταχωννύουσι πάλιν . Ὁ δὲ Δίδυμος ἐν τοῖς γεωργικοῖς αὐτοῦ φησι , συνέχειν τὸν καρπὸν καὶ τὸ Ὁμηρικὸν |
τοιῷδε εἰκάζοι τις ἂν τὰ εἰρημένα , ῥόδον μὲν καὶ μυρσίνην Ἀφροδίτης τε ἱερὰ εἶναι καὶ οἰκεῖα τῷ ἐς Ἄδωνιν | ||
ἄλλο . φακοῦ ἀφέψημα μετὰ μέλιτος ἔγχει . ἄλλο . μυρσίνην ἀφηψημένην ἐν οἴνῳ γλυκεῖ ἔνσταζε , ἢ ἐλαίας φύλλα |
φυτὸν ἐκπέμψῃ ἔξω . Γῆ κηπεύεσθαι ἀρίστη , ἡ μήτε ἀργιλλώδης , μήτε λίαν τραχεῖα , μήτε τῷ θέρει εἰς | ||
τροφῆς , στερεὰ ὄντα καὶ πυκνὰ καὶ δύστροφα . Καὶ ἀργιλλώδης δὲ γῆ , εἰ μὴ πάνυ εἴη λεπτή , |
ὥστε καὶ τὰς ῥίζας κατασταγῆναι , εἶτα ἔμβαλλε κόπρον γῇ μεμιγμένην . χρὴ μέντοι τὴν τοῦ λίθου εἰς τὸ στέλεχος | ||
κατεσκαμμένων γῆν τε τοῖς ἐκείνων αἵμασι σχεδὸν ἔτι φοινισσομένην καὶ μεμιγμένην καὶ πολλὰ τοιαῦτα , μνημεῖα ἅττα κάλλιστα τῆς ἐκείνων |
τῷ δαμάζοντι Ποσειδῶνι , τῷ πατρί σου , θύων ταῦρον εὐθαλῆ καὶ μέγαν , οὕτως ἐπίδειξον αὐτόν . καὶ δαμαίῳ | ||
' ὁ ἄνεμος οὐκ ἐφῆκεν . ἐθεώμεθα μέντοι τὴν χώραν εὐθαλῆ τε καὶ πίονα καὶ εὔυδρον καὶ πολλῶν ἀγαθῶν μεστήν |
ἀμφιλαφέσι , παραδείσοις ποικίλοις , ὕδασιν ἀπείροις , τοῖς μὲν πηγαίοις , τοῖς δὲ ποταμίοις , οἷς αἱ λόχμαι τοῦ | ||
ἐστι φύσει . ὥστε διὰ ταῦτα δεῖ χρῆσθαί σε τοῖς πηγαίοις καὶ τούτοις διυλισμένοις καὶ πλείω τούτων μεταλαμβάνειν ἢ οἴνου |
Πισιδῶν πόλεις εἶναι Σέλγην Σαγαλασσὸν Πετνηλισσὸν Ἄδαδα Τυμβριάδα Κρῆμναν Πιτυασσὸν Ἄμβλαδα Ἀνάβουρα Σίνδα Ἀαρασσὸν Ταρβασσὸν Τερμησσόν : τούτων δ ' | ||
τοῖς Φρυξὶν ὅμοροι καὶ τῇ Καρίᾳ Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας |
ὑπολοπῶσιν : ἔτι δὲ ὀξύαν καὶ φίλυραν καὶ σφένδαμνον καὶ ζυγίαν τῆς ὀπώρας : δρῦν δέ , ὥσπερ εἴρηται , | ||
. διὰ τοῦτο καὶ θεοῖς γενεθλίοις ἐθύσαμεν , καὶ Ἥραν ζυγίαν ἔγνωμεν , καὶ Διὶ τελείῳ βωμὸν ἐστήσαμεν , ὃς |
μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία παλίουρος ὀξυάκανθος σφένδαμνος , ἣν | ||
τὰ μὲν συναναβλαστάνει τοῖς ἡμέροις , οἷον ἀνδράχλη ἀφάρκη : ἀχρὰς δὲ μικρῷ ὕστερον τῆς ἀπίου . τὰ δὲ καὶ |
ἐπὶ Παζάλαισι καλουμένοισι , καὶ Ἐρρένυσις ἐν Μάθαισιν , ἔθνεϊ Ἰνδικῷ , ξυμβάλλει τῷ Γάγγῃ . Τούτων λέγει Μεγασθένης οὐδένα | ||
καὶ αὐτῷ τῷ κόλπῳ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῷ τε Ἰνδικῷ πελάγει καὶ μέρει τῆς Πρασώδους θαλάσσης , ἥτις ἀπὸ |
καὶ Δαλίδα καὶ Ὠκεανίδα . τὴν δὲ χώραν ὅλην εἶναι καρποφόρον , καὶ μάλιστα οἴνων παντοδαπῶν ἔχειν πλῆθος . εἶναι | ||
ῥώμαις . ἀμφότεραι δ ' αἱ νῆσοι χώραν ἔχουσιν ἀγαθὴν καρποφόρον καὶ πλῆθος τῶν κατοικούντων ὑπὲρ τοὺς τρισμυρίους , τῶν |
[ ἄλλην ] χώραν ἐμπόρια , καὶ πολλὴν ἀσφάλειαν τοῖς καταπλέουσι ξένοις παρείχετο . οἱ μὲν γὰρ πρὸ τούτου δυναστεύσαντες | ||
ἐξοχαῖς ὡς δοκεῖν κύκλωθεν ἤπειρον εἶναι τοῖς ἀναπλέουσί τε καὶ καταπλέουσι , αὐτοὺς δ ' ἐν τῷ μέσῳ ἀπειλημμένους ὥσπερ |
κατασκευὰς ἐκπρεπεστάτας . συνεχῆ δ ' ἐστὶ καὶ τὰ τῷ Ἀλβανῷ ὄρει ὑποπίπτοντα , τὴν αὐτήν τε ἀρετὴν ἔχοντα καὶ | ||
Ἀλβανῷ . . νθ γιβʹ λζ ∠ ʹγιβʹ Ἡράκλεια πρὸς Ἀλβανῷ . . . νθ ∠ ʹιβʹ λζ ∠ ʹγιβʹ |
θεῶν , γοάει τε καὶ ἣν ὀλοφύρεται ἄτην , δάκρυσι δευομένη λέκτρου χάριν : ἧς ἐνιμίσγων θεῖον ὀπὸν κύρτον μὲν | ||
ἀλεύρου τῷ εὑριϲκομένῳ ἐν τοῖϲ τοίχοιϲ κατὰ τοὺϲ μύλωναϲ καὶ δευομένη ὠοῦ τῷ λευκῷ καὶ ἀναλαμβανομένη θριξὶ λαγῴαιϲ ϲτέλλει τὰϲ |
αὐτοῦ Σίπυλον ὠνομάσθη . Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ λίθος παρόμοιος κυλίνδρῳ , ὃν οἱ εὐσεβεῖς υἱοὶ ὅταν εὕρωσιν , | ||
: Φύεται δὲ καὶ βοτάνη , Καρπύκη καλουμένη , βουγλώσσῳ παρόμοιος : ποιεῖ δ ' ἄριστα πρὸς ἰκτερικοὺς μεθ ' |
Κιλίκιος καὶ Συριακὴ καὶ ἡ ἀπὸ τῶν Κυκλάδων νήσων . Κύπρος δένδρον ἐστὶ φύλλα ἔχον περὶ τὰς ῥάβδους ἐλαίᾳ παραπλήσια | ||
πολὺ γὰρ μεμήκυται . Κύθηρα μέσον Κρήτης καὶ Λακωνικῆς . Κύπρος βύρσῃ τὸ σχῆμα ὁμοία : περίπλους στάδια ͵γυκʹ , |
προσήκει αὐτὴν σφόδρα σιμοτομεῖν ἐν τῇ κλαδείᾳ , ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα ταχέως ἀποκάμνῃ . καὶ ἡ ἄμπελος αὐτὴ σφόδρα | ||
. ἔστι δὲ πᾶσα ἡ χώρα αὕτη πάμφορός τε καὶ πολυφόρος , ἵπποις δὲ καὶ προβάτοις ἀρίστη : ἡ δ |
αὐτὴν καὶ διὰ τὸ ἀποκόπτειν τὰς ἀγκύρας τραχὺν ὄντα καὶ πετρώδη τὸν βυθόν . Κἂν κατ ' αὐτὸν δέ τις | ||
τὰ τείχη σαλεῦσαι . τῶν δὲ Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς |
τῶν κατακλείδων . * αἰόλον : ἐύστροφον * περίστικτον . κατάστικτον τοῖς ἐν τῷ δέρματι λέπεσσιν κατάστικτον πολύστροφον : ἀντὶ | ||
τὴν γῆν . Τῇ καὶ τῇ κυανῇσι ] Τῷ εἰπεῖν κατάστικτον καὶ ποικίλην ἔδειξε πολλὰ χρώματα τῆς γῆς . Διάφορος |
οἱ συνεχεῖς τόποι : ἀριστερά , Προποντίς : πόδες , Γαλατία : κατὰ τὴν κοιλίαν Κελτική : ὤμοις Θρᾴκη : | ||
. ἔστι δὲ ταῦτα καθ ' ὅλα ἔθνη λαμβανόμενα Βρεττανία Γαλατία Γερμανία Βασταρνία Ἰταλία Γαλλία Ἀπουλία Σικελία Τυρρηνία Κελτικὴ Σπανία |
ἐκ γένους θεῶν , ἀλλ ' ἐκ δένδρων μελιῶν : μελία δέ ἐστι δένδρον ἄσηπτον καὶ ἰσχυρόν , ὡς ἰσχυρὸν | ||
ἐπικαλεῖται δὲ ἢ ὁ ἀπόλλων ἢ ὁ νικητὴς ἢ ἡ μελία , ὃ καὶ βέλτιστον : θήλεια γὰρ οὖσα , |
ἡ σὰρξ αὐτοῦ , καθάπερ τὸ λέμμα τῆς στυπτικῆς . Κυκλάμινος ποικίλη τὴν δύναμίν ἐστιν : καὶ γὰρ καὶ ῥύπτει | ||
ἔλαιον ἐκ τῆς αὐτῆς ἐστιν ἰδέας : ἀβρότονον κεκαυμένον . Κυκλάμινος , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σκόροδον , κρόμμυον , τῶν |
καὶ συμφύτου ῥίζης ἀφέψημα , καὶ τραγάκανθαν ἐν οἴνῳ μέλανι βεβρεγμένην . Ἵστησι δὲ τὰς ἐκ νεφρῶν αἱμοῤῥαγίας καὶ στρατιώτου | ||
ἐκεῖ οἰκεῖν , ἔνθα ἂν παρθένος αὐτῷ δῷ γῆν ὕδατι βεβρεγμένην . ἐλθὼν δὲ εἰς Μίλητον παρεκέλευσε κεραμέως θυγατέρα δοῦναι |
' ἑωυτὰς αἱ χῶραι ὧδε ἔχουσι : τὰ ὑψηλὰ καὶ αὐχμηρὰ καὶ πρὸς μεσημβρίην κείμενα ξηρότερα τῶν πεδίων τῶν ὁμοίως | ||
ἀντιποιοῖτο . ἦν δὲ ἡ μὲν ἐργατικὴ καὶ ἀνδρικὴ καὶ αὐχμηρὰ τὴν κόμην , τὼ χεῖρε τύλων ἀνάπλεως , διεζωσμένη |
, τῶν ἄλλων Βάρυνον λεγόντων τὸν Τιτίου υἱὸν , ὡς Νύμφις καὶ Καλλίστρατος . . . . : Καλλίστρατος ἐν | ||
δέ : Οἱ εὐεργέται τοῦ βασιλέος ὀροσάγγαι καλέονται Περσιστί : Νύμφις δὲ ὁ Ἡρακλεώτης ἐν δευτέρῳ Περὶ Ἡρακλείας λέγει παρὰ |
καλὴ ψυχὴ ἐν καλῷ σώματι , νέα ἐν νέῳ , ἀνθοῦσα ἐν ἀνθοῦντι , τὴν μὲν ἔχουσα ἀγλαΐαν ἤδη , | ||
ἐπ . . . περιβρίθουσά τε μήκων : ἤτοι περισσῶς ἀνθοῦσα . δύο δὲ γένη εἰσὶ μηκώνων , ὧν ἡ |
τῷ βρέφει , καὶ τῶν δένδρων ἄρρενα μὲν καλοῦσι τὰ καρποφόρα , θήλεα δὲ τὰ μὴ φέροντα τοὺς καρπούς , | ||
ὅπου ἂν οἰκῶσιν ἄνθρωποι ; οἱ δὲ στρουθοὶ περὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων ; οἱ δὲ κύκνοι ὅπου ἔξεστιν αὐτοῖς |
καρύα διοσβάλανος πρῖνος . τὰ δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη | ||
ἐν στρογγυλότητι τὸ σαρκῶδες . καὶ τῶν θαμνωδῶν δὲ ἡ μυρίκη σαρκῶδες τὸ φύλλον ἔχει . ἔνια δὲ καὶ καλαμόφυλλα |
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων | ||
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων |
ἄλλων : πλὴν εἰ ὅλως ἔνια μὴ ἔχει , καθάπερ ὕδνον μύκης πέζις κεραύνιον . τὰ μὲν πολύρριζα καθάπερ πυρὸς | ||
βλάχνον καλοῦσι . Θεόφραστος ἐν Φυτικοῖς : λειόφλοια , καθάπερ ὕδνον , μύκης , πέζις , γεράνειον . ΥΔΝΑ . |
λευκή , ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς | ||
λευκή , ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς |
' ἑταῖρον ὠνόμασεν ὁ ἱερὸς λόγος . καθάπερ γὰρ τοῖς δένδρεσιν ἐπιφύονται βλάσται περισσαί , μεγάλαι τῶν γνησίων λῶβαι , | ||
τὸ ” περιέφυσαν “ ἐν τοῖς ὑποδήμασιν , ὅπερ οἰκεῖον δένδρεσιν . περσικαί ] ὑποδήματα . ἢ ἴχνη . ὑπολύσας |
ὕψιστε θεῶν πόντιε χρυσοτρίαινε Πόσειδον γαιάοχε † ἐγκυμονάλμαν † : βραγχίοις δὲ περί σε πλωτοὶ θῆρες χορεύουσι κύκλωι κούφοισι ποδῶν | ||
, κυανῷ δὲ εἴκασται τῷ βαθυτάτῳ , ἀναπνεῖ δὲ οὐ βραγχίοις , ἀλλὰ φυσητῆρι : τοῦτο γὰρ καὶ καλοῦσίν οἱ |
νῆσον ἔρημον κατοικίσαντα ἀπὸ τῆς γυναικὸς Σύμην αὐτὴν προσαγορεῦσαι . Εὐάνθης δ ' ὁ ἐποποιὸς ἐν τῷ εἰς τὸν Γλαῦκον | ||
νῆσον ἔρημον κατοικήσαντα ἀπὸ τῆς γυναικὸς Σύμην αὐτὴν προσαγορεῦσαι . Εὐάνθης δὲ Ποσειδῶνος αὐτὸν υἱὸν εἶναι καὶ Ναίδος νύμφης μιγῆναί |
ἐπιπόρφυρος περιπόρφυρος πορφυρομιγής παραπόρφυρος καὶ κατὰ Ξενοφῶντα ὁλοπόρφυρος , ἐπίχρυσος χρυσοειδής χρυσοβαφής χρυσόπαστος : ζῷα ἐνύφαντο , ἄνθη ἐνεπεποίκιλτο , | ||
: ἤγουν συμπεπλεγμένος , κεχρισμένος . ἑλίχρυσος βοτάνη τίς ἐστι χρυσοειδής . ἑλιχρύσῳ : ὁ ἑλίχρυσος εἶδος φυτοῦ , οὗ |
τῇ Ἰνδικῇ , ὅπου καὶ οἱ προγεγραμμένοι . Λίθος ὁ βαβυλώνιος . Οἱ δὲ σάρδιον τοῦτον καλοῦσιν . Βαβυλώνιος δέ | ||
δέ ἐστιν ἕτερος λίθος ὑποκείμενος τοῖς Χαλδαίοις : ὁ δὲ βαβυλώνιος ἔχει ὡς ἄνθρακος καιομένου αὐγήν : ἡδὺς ὥσπερ ἡλίου |
πλεονεξίαις καινοὺς σπόρους ἐπενοεῖτε τὴν δενδρίτιδα γῆν καὶ μάλιστα τὴν ἀμπελόφυτον κατασπείροντες , ἵνα διτταῖς προσόδοις καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν | ||
τοῦ χρόνου κατεφθάρη , τὴν δὲ χώραν ἅπασαν ἀγαθὴν οὖσαν ἀμπελόφυτον ἐποίησαν καὶ δένδρεσι παντοίοις πεπυκνωμένην , ὥστε λαμβάνειν ἐξ |
καρπογονίαν ἐπέδωκε , καὶ εἰσέτι σταχυοφορεῖ καὶ τοῖς ἑαυτοῦ βρίθει βλαστήμασιν , Ἡρακλέος αὐτὴν οὕτω φιλεργήσαντος . Ἐκεῖ καὶ Μέμνονος | ||
ὕβρει χρώμενος πλείονι τῆς ἀμπέλου παρέτρωγε καὶ διελυμαίνετο προσιὼν τοῖς βλαστήμασιν . ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : „ μένει |
Σελευκείᾳ τῇ κατὰ Συρίαν , τὴν μέλαιναν προκριτέον , πευκίνοις ἄνθραξι μακροῖς ἐμφερῆ , ὑποσχιδακώδη τε καὶ στίλβουσαν † ιως | ||
περὶ τὴν καρδίην σήπηται , τοῦτο ὄζει κνίσης ἐπὶ τοῖσιν ἄνθραξι , καὶ ξυνθερμαινόμενος ὁ ἐγκέφαλος ῥεῖ ἅλμην , ἣ |
. . . . . . οα λθ ∠ ʹδ Μελιτηνή . . . . . . . . . | ||
τὰ τοπικὰ εἰς Μελίτην ἐκ Μελίτης καὶ ἐν Μελίτῃ . Μελιτηνή , πόλις Καππαδοκίας . Στράβων ἑνδεκάτῃ ” τὸ δ |
πηγνύειν , παραπλήϲιον δέ ἐϲτιν ἀπαρίνῃ , ξηραντικόν τε καὶ ὑπόδριμυ : τὸ δὲ ἄνθοϲ αὐτοῦ πρὸϲ αἱμορραγίαν ἁρμόζει καὶ | ||
, ἔχον σπερμάτιον περιφερές , διπλοῦν , ὅμοιον ἀσπιδισκίοις , ὑπόδριμυ , ἀρωματίζον . Τραγορίγανος θαμνίσκος ἐστὶν ἑρπύλλῳ ἀγρίῳ ἐμφερῆ |
αὐλὴ πρόσειλος γάλα ὀρνίθων γῆν σμηκτρίδα εὖ ἔχειν στόμα εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον εὐκτότατον γάμον μακρὸν χαλκίον περίζυξ καὶ ἄζυξ | ||
ἤγουν ἑκάστη οἰκειουμένη αὐτοῖς τόθι ] ὅπου διὲκ ποσίν : κέρασον τῷ οἴνῳ τὰ ῥιζία ταῦτα , ἃ δὴ ὑποτρέφεται |
τείνοντος ὑπὸ ὀδύνης ἀπορραγείη τοῦ κήτους , ἀλλὰ πλανωμένου κύκλῳ περιάγηται μᾶλλον εὐκόλως . Εἶτα ἧπαρ ἢ καὶ ὦμον ταύρου | ||
ἐστιν . ὅταν γε μὴν ὁ θῆλυς τέκῃ , καὶ περιάγηται τὰ ἀρτιγενῆ , σύννομοι αὐτοῖς οἱ πατέρες αὐτῶν φυλάττουσι |
, ὥστε καὶ εἰς τυραννίδα ἐλθεῖν : μετὰ δὲ ταῦτα Κόραξ πρῶτον ἁπάντων συνεστήσατο διδασκαλίαν περὶ ῥητορικῆς : οἱ γὰρ | ||
οὐδένα δεῖ λόγον παρὰ τὰ χρήματα τοὺς φρονίμους ἔχειν . Κόραξ ἐπὶ κλωνὸς καθήμενος δένδρου κρέας ἔφερεν τῷ στόματι κατέχων |
μὲν ἐν Κανώβῳ πολλαὶ καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ Νείλου ἀνάβασιν πληθύουσιν . ὧν λεπτότεραι μέν εἰσιν αἱ βασιλικαὶ διαχωρητικαί τε | ||
: οἱ δὲ ποταμοὶ ἑτέρωθεν τοῖς θυμιάμασι καὶ τοῖς ἀρώμασι πληθύουσιν , αὐτοί τε οἱ κατοικοῦντες λίαν εὐτραφῆς γῆν ἔχοντες |
, ἠρυγγίου ῥίζα , ϲταφυλίνου ϲπέρμα ἢ καλαμίνθηϲ , νάρδοϲ Κελτική , καϲτόριον , νάρθηκοϲ χλωροῦ ἐντεριώνη , νηρίου τοῦ | ||
Βρεττανικήν : ἐνταῦθα δὲ καὶ στενώτατον λαμβάνει τὸ πλάτος ἡ Κελτική : συνάγεται γὰρ εἰς ἰσθμὸν ἐλαττόνων μὲν ἢ τρισχιλίων |
καὶ ὕδωρ πᾶν βραδύπορόν ἐστιν . Περσικά , ἀρμένια καὶ πραικόκκια : καὶ πᾶσι δὲ τοῖς ὡραίοις ἐδέσμασιν , ὅσα | ||
ὑπάρχει , λέλεκται πρόσθεν . ἔστι δ ' ἀμείνω τὰ πραικόκκια τῶν ἀρμενιακῶν . Ὅσα μὲν στύφει τῶν μήλων , |
ποταμοῦ . Μαχόμενος πρὸς Χάλυβας οὗτος ἐτελεύτησεν , ὥς φησι Νυμφόδωρος . Ὅτι δὲ τὴν Κίον ἔκτισεν , εἴρηκεν Αὐτόχαρις | ||
: τούς γε μὴν πειρωμένους λωποδυτεῖν διασπῶσι πικρότατα . : Νυμφόδωρος δ ' ὁ Συρακόσιος ἐν τοῖς Περίπλοις , ἐν |
καὶ Ὀφιονέως , μὴ σφᾶς ἀνδρὶ ἐναγεῖ καὶ θυγατρὸς μίασμα ἐπικειμένῳ δοῦναι τὴν Αἰπύτου καὶ τῶν ἀπογόνων τιμήν : ᾑρέθη | ||
. Φασὶ δέ τινες , ὅτι κάτοπτρον ἐὰν ἐπιδείξῃς τῷ ἐπικειμένῳ νέφει , παρελεύσεται ἡ χάλαζα . Πάλιν ἐὰν ἐν |
ὡς ἀνοίᾳ μᾶλλον ἢ ἐπηρείᾳ δαιμόνων γενόμενα . τί οὐκ ἀνυπόδετος βαδίζεις ; τί δὲ τῇ γῇ φθονεῖς ; βλαυτία | ||
: ἐποιεῖτο δὲ μέγιστον ἀπύρῳ διαίτῃ κεχρῆσθαι πολὺν χρόνον . ἀνυπόδετος περιιὼν τὴν οἰκουμένην , ὡς φάναι λόγον , ἅπασαν |
Ἰτωνιάδος νιν Ἀθαναίας ἐπ ' ἄεθλα | Ὀρμενίδαι καλέοντες : Ἰτὼν πόλις Θεσσαλίας , ἔνθα τιμᾶται Ἀθηνᾶ . γένος δὲ | ||
Ἰτωνιάδος νιν Ἀθαναίας ἐπ ' ἄεθλα | Ὀρμενίδαι καλέοντες : Ἰτὼν πόλις Θεσσαλίας , ἔνθα τιμᾶται Ἀθηνᾶ . γένος δὲ |
εἰς δρόμον ἵππῳ παραβαλλομένας , καὶ νικώσας . ὁ δὲ Φλωρεντῖνός φησιν ἐν τοῖς γεωργικοῖς αὐτοῦ , τεθεᾶσθαι ἐν Ῥώμῃ | ||
ὠφελεῖ , μήτι γε καὶ τοῦ λυττῶντος . ταῦτα ὁ Φλωρεντῖνός φησιν ἐν τῷ αʹ καὶ βʹ τῶν γεωργικῶν αὐτοῦ |
εὐχρήστων ζῴων καὶ τῶν τῆς γῆς καρπῶν μάλιστα δαψίλειαν καὶ εὐφορίαν καὶ ὄνησιν ἐμποιεῖ . ὁ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ τὴν | ||
μὴ διαδέξασθαι , ἐν δὲ Ταύρῳ ἀνάβασιν κατὰ λόγον καὶ εὐφορίαν , τοὺς δὲ θεοὺς προσδέξασθαι τὰς εὐχὰς μηνύει , |
ἐν τῇ Κυζικηνῶν χώρᾳ περιφερεῖς τε εἶναι καὶ κυκλοειδεῖς . θρισσῶν δὲ μέμνηται Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων | ||
τοῦ αἱ εὐγενεῖς . τριχίδων : Λέγει τῶν καλουμένων νῦν θρισσῶν . αὗται δὲ ἐσθιόμεναι βῆχα ἀνεγείρουσιν . ἔχω τὰς |
ψιθία , Κρῆσσα , Σύρα , Ῥοδία , Λίβυσσα , Πράμνειος , ἀλωπέκεως , κορώνεως , Λημνία , Βυβλία , | ||
πάντων καὶ ὑπὲρ τῆς τῶν πλοίων σωτηρίας . . : Πράμνειος οἶνος : Σῆμος ὁ Δήλιος ἐν τρίτῳ ἐν ᾗ |
εὐθαλέστερον καὶ ἀπαρενόχλητον , δενδρώδη καὶ κατάσκιον , εἰς ὃν χλοερᾶς βοτάνης παμποίκιλον ἄνθος ἐπηύξανεν καὶ διὰ τὴν παρακειμένην ὕλην | ||
ἐπειδὰν πρὸς ὥραν ἀφίκηται , ἑτοίμως ἔχειν ἱζάνειν καὶ τῆς χλοερᾶς κόμης ἀπόνασθαι , ἀλλ ' οὖν τήν γε γλαῦκα |
τῇ Γαστρονομίᾳ : σκάρον ἐξ Ἐφέσου ζήτει , χειμῶνι δὲ τρίγλαν ἔσθι ' ἐνὶ ψαφαρῇ ληφθέντα Τειχιοέσσῃ Μιλήτου κώμῃ , | ||
βαιόνας . Σώφρων δὲ τριγόλας τινὰς ὀνομάζει . ὅτι Σώφρων τρίγλαν γενεᾶτιν καλεῖ ἐπεὶ αἱ τὸ γένειον ἔχουσαι ἡδίονές εἰσι |
νεωστὶ κοπέντα κνῶπες δέ ἐστιν εἶδος ζῴων θηριωδῶν . * κνῶπες : θῆρες θηρία * θαλερήν : νεοθαλῆ πρώτην μὲν | ||
Κίρκην λέγει ἐπειδὴ διὰ τῆς φαρμακείας ἐθηροποίει τοὺς ἀνθρώπους . κνῶπες τὰ θηρία . καὶ Νίκανδρος ἵνα κνῶπες τραφερὴν βόσκωνται |
ἢ τοῦ συμφύτου πνευματίου ἀπροαίρετα πρόσεστιν καὶ ὅσα ἡ ἔξωθεν περιρρέουσα δίνη ἑλίσσει , ὥστε τῶν συνειμαρμένων ἐξῃρημένην , καθαράν | ||
τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρη ἐσέχει , ἡ μὲν τῇ περιρρέουσα , ἡ δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν |
, σκορδύλων [ γʹ : ] πρὸς τὴν λεπτὴν κωβιῶν γρύτην θαλασσίαν , γεναρίδων , δάκων , χοίρων , γαλέας | ||
ὥστε τοὺς ἰχθύας ἑτοίμους ἔρχεσθαι . ιβʹ . πρὸς κύρτων γρύτην ποταμίαν . ιγʹ . πρὸς χοίρους . ιδʹ . |
. . . . καὶ Ἑρέννιος Φίλων ἐν τοῖς Ἰατροῖς Δυρραχηνὸν ἀναγράφει Φιλωνίδην οὕτως : Ἀσκληπιάδης ἀκουστὰς ἔσχε Τῖτον Αὐφίδιον | ||
. . . Δυρράχιον : Ἑρέννιος Φίλων ἐν τοῖς Ἰατρικοῖς Δυρραχηνὸν ἀναγράφει Φιλωνίδην οὕτως : Ἀσκληπιάδης ἀκουστὰς ἔσχε Τίτον Αὐφίδιον |
ἀροῦν ὀχυρώτατός ἐστιν , εὖτ ' ἂν Ἀθηναίης δμῶος ἐν ἐλύματι πήξας γόμφοισιν πελάσας προσαρήρεται ἱστοβοῆι . δοιὰ δὲ θέσθαι | ||
ἐν τῷ ἀροτριᾶν σχίζον τὴν γῆν : τοῦτο δὲ τῷ ἐλύματι περιήρμοσται ἄνωθεν ἐμβεβλημένον εἰς αὐτὸ κοῖλον ὄν . τὸ |
δὲ πρὸς δυσμὰς μέρη κεκλιμένα τῆς Ἀραβίας διείληπται πεδίοις ἁμμώδεσιν ἀερίοις τὸ μέγεθος , δι ' ὧν οἱ τὰς ὁδοιπορίας | ||
ὧν πράττομεν ὧν φανταζόμεθα ὧν διανοούμεθα : καὶ γὰρ εἰ ἀερίοις χρῶνται σχήμασιν , οὐδὲν θαυμαστὸν ὀξέως αὐτοὺς ἐπιπορεύεσθαι πανταχοῦ |
οἱ ἀμορφότεροι . . ἀντὶ τοῦ τοῖς ἀμόρφοις . . διφόρου συκῆς : Ἢ παρὰ τὴν δίκην τὸ διφόρου , | ||
. . διφόρου συκῆς : Ἢ παρὰ τὴν δίκην τὸ διφόρου , ἢ ὅτι καὶ δίφοροί εἰσι . τοῦτο δὲ |
ἐπωνυμίαν ἔλαβε καὶ ἐκλήθη Σκιπίων Ἀφρικανός . Καρχηδόνιοι δὲ οἱ Ἀφροί . Παρ ' Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ Σελλοὶ ἔθνος Δωδωναίων | ||
ἐπωνυμίαν ἔλαβε καὶ ἐκλήθη Σκιπίων Ἀφρικανός . Καρχηδόνιοι δὲ οἱ Ἀφροί . Παρ ' Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ Σελλοὶ ἔθνος Δωδωναίων |
ἡμέρας . Νύμφα δ ' ἀπειρόγαμος τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτά λευκόχρως παρέσται , ἔγχελυς , ὦ μέγα μοι μέγα σοι | ||
τις καὶ ἐπὶ τῶν γεγηρακότων ἵππων . Λάγνου σημεῖα : λευκόχρως , δασὺς τῇ ὑπήνῃ , εὐθείας καὶ παχείας τὰς |
ὁ περὶ διάμετρον ἐκείνην γραφόμενος κύκλος ἴσος ἔσται τῷ ζητουμένῳ τυμπάνῳ ] . Ὀργανικῶς δὲ οὕτως : ἐκκείσθω τις εὐθεῖα | ||
μετὰ τοῦτ ' ἐκορυβάντιζ ' : ὁ δ ' αὐτῷ τυμπάνῳ ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών . ὅτε δῆτα |
Θεσσαλίᾳ γεννηθῆναι , ἀφ ' οὗ Ἴτων πόλις , καὶ Ἰτωνὶς Ἀθηνᾶ . Μέμνηται καὶ Ἀλέξανδρος ἐν πρώτῳ Καρικῶν ὑπομνημάτων | ||
βασιλείαν τοῦ πατρὸς εἰληφέναι . Ἰτωνίδος : ἐν Θεσσαλίᾳ θεὰ Ἰτωνὶς τιμᾶται καὶ ἐν Κορωνείᾳ [ πόλις ] τῆς Βοιωτίας |
' ἐν Μυτιλήνῃ αὐτήν . Παγκράτης δ ' ἐν ἔργοις θαλασσίοις : σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε | ||
δεδέσμηνται . Ἔργμασιν : κωλύμασι , στηρίγμασι , καλύμμασι , θαλασσίοις λίθοις κεκρυμμένοις . ἔκελσαν : ἔτυχον , ἐνέτυχον : |
δὲ τὸν καρπὸν τῶν μήλων λέγει , καθὰ καὶ Μίλων ῥοιὰν ἔχων ἠγωνίζετο . τὸ λυσσᾶν ἴδιον τῶν κυνῶν : | ||
. λεʹ . ῥοιὰν πολὺν καρπὸν φέρειν . λϚʹ . ῥοιὰν ἀπὸ δένδρου λαβόντα εἰπεῖν , πόσους κόκκους ἔχει . |
τῆς γῆς ἀρύεται , ὁποία ἐστὶν ἡ συκῆ καὶ ἡ κερασία , καὶ τὸ τῆς ἐλαίας φυτόν , προσήκει παρὰ | ||
οὐκ ἄν ποτε καλὸν οὐδὲ γλυκὺν δώσει τὸν καρπὸν ἡ κερασία , ἐὰν μὴ ἐγκεντρισθῇ . ἐὰν δὲ εἰς κερασίαν |
τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ ' ὀψίβλαστος : ὀψιβλαστότατον δὲ σχεδὸν | ||
οὐκ ] ἀνακάνθῳ καὶ λείῳ , καὶ οὐχ ὡς ἡ διοσβάλανος ἀκανθώδει , προσεμφερὴς δὲ καὶ κατὰ γλυκύτητα καὶ κατὰ |
καὶ ὁ τοῦ βαλσάμου παράδεισος : ἔστι δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ | ||
μὲν τῆς Ἴδης περὶ τὰς Φαλάκρας καλουμένας : ἔστι δὲ θαμνῶδες ῥαβδίοις μικροῖς : τείνονται δὲ οἱ κλῶνες ὡς πυγωνιαῖοι |
γνωριμώτατόν τε καὶ κάλλιστον τὸ Κωρύκιον νυμφῶν ἄντρον ὁμώνυμον τῷ Κιλικίῳ . τῶν δὲ πλευρῶν τοῦ Παρνασσοῦ τὸ μὲν ἑσπέριον | ||
Παμφυλίῳ καὶ Αἰγύπτου μέρει , ἀπὸ δὲ ἄρκτων τῷ τε Κιλικίῳ αὐλῶνι καὶ μέρει τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας |
παντελῶς ὑπερήφανον . ἔχων γὰρ προχειρότατον ἀμπέλινον βακτήριον περιέγραψε τῷ κλήματι τὸν Ἀντίοχον καὶ διεκελεύσατο τὴν ἀπόκρισιν ἐν τούτῳ τῷ | ||
, ἐκ τῶν βραχιόνων δὲ μάλιστα . ἐξαρκοῦσι δὲ τῷ κλήματι δύο ἢ τρεῖς ὀφθαλμοί , εἰ δὲ τῇ γῇ |
Ἐπινομίδα φασὶν εἶναι . Εὐφορίων δὲ καὶ Παναίτιος εἰρήκασι πολλάκις ἐστραμμένην εὑρῆσθαι τὴν ἀρχὴν τῆς Πολιτείας . ἣν Πολιτείαν Ἀριστόξενός | ||
τῶν λοπάδων πέρας τὸ ἄνω γίνεται , πρὸς τὴν ἐκτὸς ἐστραμμένην κοιλότητα . ἐπιτηδειότατον δ ' ἐστὶ τοῦτο παραδοῦναι μεταξὺ |
τὸ σέλινον , εἰ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἠρέμα , πρὶν φυτευθῇ , πτισθῇ καὶ κυλινδρωθῇ . Βρωθὲν δὲ τὸ σέλινον | ||
τὸν ἐπισημότατον οἶνον : καὶ ὅλως ὅπου δ ' ἂν φυτευθῇ τὸ τούτου τοῦ οἴνου φυτόν , τῶν ἄλλων πολὺ |
τοϲούτῳ μετριώτεροϲ καὶ ἀνωδυνώτεροϲ ὑπάρχει . Γαλακτίτηϲ . Καὶ οὗτοϲ παραπληϲίαν τῷ εἰρημένῳ χρόαν ἔχων ὑπόχλωρον γαλακτώδη χυλὸν ἀνίηϲιν . | ||
κνῆϲιν ἰᾶϲθαι : πινόμενον δὲ κακοϲτόμαχόν ἐϲτιν . Ἀφρὸϲ νίτρου παραπληϲίαν μὲν ἔχει τῷ νίτρῳ δύναμιν , λεπτομερέϲτερον δὲ τὴν |
ἔστι μὴ εὐλαβεῖσθαι ἀλλὰ καταφρονεῖν καὶ τεθαρρηκέναι . ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελὸς διαφέρει . προπαροξυτόνως μὲν γὰρ τὸ φυτόν : ὀξυτόνως | ||
ὡς ἀνάγκη . . . . ἀσφόδελος τὸ φυτόν , ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . |
χρῆσθαι αὐτοῖς . ἀπώλοντο δὲ καὶ ΜΑΓΝΗΤΕΣ οἱ πρὸς τῷ Μαιάνδρῳ διὰ τὸ πλέον ἀνεθῆναι , ὥς φησι Καλλῖνος ἐν | ||
Ἱπποκένταυρον τὴν προσηγορίαν . καὶ μὴν Μάγνητας μὲν τοὺς ἐπὶ Μαιάνδρῳ τρέφειν φασὶ κύνας πολέμων ὑπασπιστάς : τοιοῦτοι δ ' |
τῶν ἄλλων ἔλαττον . ὁ δὲ Γαλατικὸς παχύτερός ἐστι καὶ ποσῶς ῥυσός , ὑπόχαυνος , ἔκλευκος , ναρθηκοφανής . ὁ | ||
καὶ Ἄρει , οἱ δὲ κατὰ τὸν Ὀιστὸν Ἄρει καὶ ποσῶς Ἀφροδίτῃ , οἱ δὲ τοῦ Ἀετοῦ Ἄρει καὶ Διΐ |
συμβησομένους . κήρυκες ἧκον : πρὸς οὓς ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς Μυγδόνιος συνέβαινεν . οἱ δὲ σωροὺς μεγάλους πυρῶν καὶ κριθῶν | ||
. . . . . . . . . β Μυγδόνιος . . . . . . . . . |
καὶ Λυδαί , κατακεχυμέναι τὰς τρίχας καὶ ἐστεφανωμέναι τινὲς μὲν ὄφεσιν , αἳ δὲ μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ : | ||
ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ ὄφις : ὅλοις γὰρ ἁρμόττει τοῖς ὄφεσιν : ἐκεῖνα οὔτε εἰς θος οὔτε εἰς δος κλίνονται |
καὶ οὐλὰς ἀπρεπεῖς καὶ ἐρρακωμένα πρόσωπα καὶ σπίλων ἔμπλεα . Λίθος Φρύγιος , ᾧ οἱ βαφεῖς ἐν Φρυγίᾳ χρῶνται , | ||
τροφαῖς εὐπεπτήσεις : ὁ δὲ φορῶν μὴ ἀποτιθέσθω αὐτόν . Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος : μέλας τῇ ὄψει δι ' ὅλου |
ἐπεδείξαμεν καὶ περὶ τοῦ πρόσθεν πρόσθα , ὕπερθεν ὕπερθα . Ἔχοι δ ' ἂν ἐπίστασιν καὶ τὸ ὧδε , συνήθως | ||
ἡ ποιότης : λέγω δὲ ποιότητος παραλλαγαῖς καὶ διαφοραῖς . Ἔχοι δ ' ἂν ζήτησιν καί , εἰ ἐκ πάθους |
. ἐλέγετο δὲ ὁ ἀνδριὰς ὁ ὑπὸ τὸ ὕδωρ κεκρυμμένος μάνης . κοτταβίζειν : παίζειν . εἰς χαλκᾶς φιάλας , | ||
παρέθετο τὰ ἰαμβεῖα καὶ Δίδυμος καὶ Πάμφιλος . καλεῖται δὲ μάνης καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ κοττάβου ἐφεστηκός , ἐφ ' |
Αἰγύπτῳ ποταμὸς καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ταῖς ἐπιβάσεσι πλημμυρῶν ὅταν ἄρδῃ τὰς ἀρούρας , τί ἕτερον ἢ ὑετός ἐστι κάτωθεν | ||
ἀμβλωθρίδια , ἠλιτόμηνα : ὅσα δὲ ἂν ἐπινίφων ὁ θεὸς ἄρδῃ , τέλεια καὶ ὁλόκληρα καὶ πάντων ἄριστα γεννᾶται . |
, καὶ κατὰ μέσον ἔχει νῆσον εὔυδρον καὶ δυναμένην ἔχειν κηπεύματα . καθόλου δ ' ἐμφερέστατός ἐστι τῷ κατὰ τὴν | ||
τὰ ἔργα γεωργήματα , φυτεύματα , φυτουργήματα ἀμπελουργία ἀμπελουργήματα , κηπεύματα κῆποι , παράδεισοι , ἄλση . καὶ γεωργικοί , |
ὀπὸς σιλφίου μετὰ χαλκάνθου ἢ ἰοῦ . κυνεία λευκὴ ὄξει λειωθεῖσα καὶ ἐγχυματιζομένη ἢ καταχριομένη ποιεῖ ἄκρως . προσέτι δὲ | ||
τὴν ὑστέραν καλῶς ποιεῖ . ὅταν δ ' ἑψηθεῖσα καὶ λειωθεῖσα , ὡς εἴρηται , ἀντὶ τοῦ μέλιτος πάλιν ἐν |
' ἐγώ . ἀποκεῖσθαι πόρρω ἀφήλικα γέροντα οἰναγωγὸν πλοῖον ἰσχάδα κοπτήν ἐρίων πιναρῶν πόκον ἅγιος ἀγροβόας ἀνήρ ἀγυιεῖς Ἀδώνιον αἴγλη | ||
; ἀπέχεις , ὦ καλέ μου λογιστὰ Οὐλπιανέ , τὴν κοπτήν : ἧς συμβουλεύω σοι ἀπεσθίειν . καὶ ὃς οὐδὲν |
ἐμφερῶς δὲ τῇ κύστει θεραπεύεται τῶν αὐτῶν βοηθημάτων προσφερομένων τοῖς ἰσχίοις , οἷον σικυῶν , καταπλασμάτων , δρωπάκων , μαλαγμάτων | ||
ὅτι τοῦς συναίμους καὶ φίλους ἐνεδρεύεις . ” Ὄνος λεοντῆν ἰσχίοις ἐφαπλώσας ἔφασκεν εἶναι πᾶσι φοβερὸς ἀνθρώποις : σκιρτῶν δ |
φθορὰν αὐτῷ τῷ δυνάστῃ καὶ νόσον χαλεπήν , Κύπρον δὲ ἀκρίδα πολλὴν λυμανεῖσθαι προμηνύει , ἐν δὲ τῇ τρίτῃ τριώρῳ | ||
λεπτὴ καὶ μέλαινα , λέγει ὅτι μάντις καλαμαία . τὴν ἀκρίδα οὖν φησι καλαμαίαν , [ ἢ ] ὅτι ἐν |
ἀνέβλεψε , ἐς μίαν πόλιν , ἣ νῦν καλέεται Ἐρυθρὴ Βῶλος , ἐς ταύτην συναλίσαντα ὑποπρῆσαι πάσας σὺν αὐτῇ τῇ | ||
καὶ Ἀψυνθιάς . ἔστι καὶ εἶδος φυτοῦ , περὶ οὗ Βῶλος ὁ Δημοκρίτειος . ὅτι Θεόφραστος ἐν τῷ περὶ φυτῶν |
δικαστικὴ λέξις ἐστίν , ὡς δηλοῖ καὶ τὸ παρόν . ψαρὸς ἢ ὁ ποικίλος κατὰ τοὺς ψᾶρας , ἢ ὁ | ||
, διὰ μέσου ἐστίν . ὠνούμενος ] ἀγοράζων . . ψαρὸς εἶδος χρώματος : ἢ ταχὺς ἀπὸ τοῦ ψαίρειν , |