, ἢ φύσει μακρᾷ , οἷον : Ὠγήν ἁδήν ἀττήν ἀτταγήν τριβήν . Τὰ εἰς ΗΝ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς χαίρουσι
Α ἐκτεταμένον . σεσημείωται τὸ ἀτταγᾶς περισπώμενον , ὅπερ καὶ ἀτταγήν λέγεται . Τὰ εἰς ΔΑΣ βαρύνεται , εἰ μὴ
8714346 φασιανος
βραχέα καὶ μὴ πτητικὰ καθάπερ ἀτταγὴν πέρδιξ , ἀλεκτρυὼν , φασιανὸς εὐθὺς βαδιστικὰ καὶ δασέα . Θ . γοῦν ἐν
οὐκ ὀλβιογάστωρ εἶ σύ . τὸ δὲ φασιανικός . ὁ φασιανὸς παρὰ Ἀριστοφάνει ἐν Ὄρνισι . φησὶ Θεόφραστος : ἔστι
7682379 σκινδαψος
πολύχορδα καὶ παναρμόνια . . . ἐστὶν δ ' ὁ σκινδαψὸς τετράχορδον ὄργανον , ὡς ὁ παρῳδός φησι Μάτρων ἐν
μὲν ὀνομάζονται , οὐχ ὑφεστήκασι δέ , οἷον τραγέλαφος , σκινδαψὸς καὶ τὰ τοιαῦτα . ἕτερα δὲ ὀνομάζονται μέν ,
7520178 ἀνδραχλη
μὲν τοῖς πρώτοις ψύχεσιν , ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος : ἀνδράχλη δὲ καὶ ἀφάρκη τὸ μὲν πρῶτον πεπαίνουσιν ἅμα τῷ
καθάπερ ἄμπελος , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης
7409177 ὀρφος
εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς παχύνει καὶ σμήχει . ὀρφὸς ἢ ὀρφώς , φησί , εὔχυλος , πολύχυλος ,
τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη , καὶ τῶν ἰχθύων ἰσικὸς , ὀρφὸς ἢ ἄλλος τις τῶν σκληροσάρκων , καὶ τῶν πεπόνων
7408075 σαλπη
λιμναῖος καὶ ποτάμιος . οὗτος δὲ καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . σάλπη κρείττων ἡ φθινοπωρινή , ὑγρόν τι καὶ λευκὸν καὶ
τοῦ ὀπτοῦ : οὗτος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὐκοίλιος . σάλπη σκληρά , ἄστομος : κρείσσων δ ' ἡ ἐν
7399530 μιλος
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ
7333167 σεμιδαλις
ὁμοίως καὶ δι ' οὗ ἐπλάττοντο . εἴρηται δὲ καὶ σεμίδαλις παρά τε Λυκούργῳ τῷ ῥήτορι καὶ πολλοῖς τῶν κωμῳδοδιδασκάλων
σκληρυνόμενα ἐν τῇ ἑψήσει ἢ ὀπτήσει ἢ τηγάνῳ , καὶ σεμίδαλις χωρὶς μέλιτος διὰ λιπαρῶν ζωμῶν ἐσκευασμένη , καὶ ἴτρια
7296314 ναρθηξ
ἀμφοῖν ὁμοία πλὴν κατὰ τὸ μέγεθος : ὁ μὲν γὰρ νάρθηξ γίνεται μέγας σφόδρα ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα
ΕΝ ΚΟΙΛΩι ΝΑΡΘΗΚΙ . Ἔστι μὲν πυρὸς ὄντως φυλακτικὸς ὁ νάρθηξ , ἠπίαν ἔχων μαλακότητα εἴσω , καὶ τρέφειν τὸ
7296001 νησσα
τροπῇ τοῦ τ εἰς θ . Νοῦς . παρὰ τὸ νῆσσα , καὶ σωρεῦσαι ἀπὸ τῶν ἐντιθεμένων αὐτῇ φορτίων :
Νῆσσα . παρὰ τὸ νέω τὸ κολυμβῶ , νέσα καὶ νῆσσα , τροπῇ τοῦ ε εἰς η . Νῆστης .
7283345 περδιξ
, ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός , κορυδαλλός . Ἀγαθαρχίδης δὲ
φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε : ὁ πέρδιξ ἐστὶ μὲν χερσαῖος , σχιδανόπους , ζῇ δὲ ἔτη
7282442 ἀτταγηνες
ὄλυρα , ζέα , τῶν δ ' ὄρνεων πέρδικες , ἀτταγῆνες , νῆσσαι καὶ τῶν κρεῶν ὀλίγα , οἷον αἴγεια
Σακάδας , ἀδάμας . λεκτέον δὲ καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες . ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ . ὅτι καὶ τούτου Ἀριστοφάνης μέμνηται δῆλον
7266056 Εὐφρανορος
, οἷον εἰ Ζεύξιδος εἴη τι ἢ Πολυγνώτου τε καὶ Εὐφράνορος , οἳ τὸ εὔσκιον ἠσπάσαντο καὶ τὸ ἔμπνουν καὶ
ἀνηγορεύθη Νίκων παγκρατιαστὴς Ἀνθηδόνιος ” . καὶ Λεωνίδης ζωγράφος , Εὐφράνορος μαθητής , Ἀνθηδόνιος . τῆς δευτέρας ὁ πολίτης Ἀνθηδονίτης
7262886 κορυδος
. Αἰπόλει σοί φησιν ἡ παροιμία . Ἐν ἀμούσοις καὶ κόρυδος φθέγγεται : Ἐρετριέων ῥῶ : ἐπὶ τῶν κατακόρως τισὶ
εἰς ΔΟΣ ὑπερδισύλλαβα βραχείᾳ παραληγόμενα προπαροξύνεται : ὄμαδος κέλαδος Τένεδος κόρυδος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ ὀξύνουσιν . Τὰ εἰς ΔΟΣ
7257603 μαινιδες
Βοιώτιαι μὲν ἐγχέλεις , μῦς Ποντικοί , θύννοι Μεγαρικοί , μαινίδες Καρύστιαι , φάγροι δ ' Ἐρετρικοί , Σκύριοι δὲ
λόγῳ ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ ἐπεμνήσθην , οἷον χαλκίδες τριχίαι μαινίδες ψηστοὶ ἀφύαι . ἤδη δέ τι καὶ κατ '
7254609 μυρρινος
καὶ ὅσα προσφιλῆ τυγχάνει καθάπερ δοκεῖ τῶν δένδρων ἐλάα καὶ μύρρινος : τάς τε γὰρ ῥίζας συμπλέκεσθαί φησι τῶν δένδρων
καὶ ἐκ τῶν πλαγίων φύεται , καθάπερ ἄπιος ῥόα συκῆ μύρρινος σχεδὸν τὰ πλεῖστα : τὰ δ ' ἐκ τοῦ
7209816 βουκολικη
' ἐφελκυσάμην . Ὥσπερ σκύφος γάλακτος ἢ καὶ κισσύβη ἡ βουκολικὴ πᾶσιν ἄγκειται βίβλος : τοιγὰρ ῥοφῶμεν οἱ θέλοντες τὸν
. μήποτε οὖν τὸ χαῖον ἐγκεῖσθαι , ὅ ἐστιν ἡ βουκολικὴ ῥάβδος , καὶ τὸν ἐρύσω μέλλοντα . διχῶς οὖν
7207830 φαγρος
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας ,
' ἄλλων δὲ πελάγιον , οἷον χρύσοφρυς , γλαῦκος , φάγρος , εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι . κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν
7206460 φρυγιστι
Ϝ Ϲ # # # # ∐ # # γ φρυγιστί δ ἰαστί Φ Ϲ Ρ Π Ι # Ε
καὶ μεταπείθοντι ὁ μουσικός . ἃς νυνδή . δωριστὶ καὶ φρυγιστί . πρὸ Μαρσύου Μαρσύας Ὀλύμπου μὲν τοῦ αὐλητοῦ υἱὸς
7198033 βικος
μελίνη , κέγχρος , καὶ ὅσα τοιαῦτα , φακός , βῖκος , σήσαμον , ἐρύσιμον , κάστανα , βάλανοι ,
σπερμάτων οἵ τε ἁπαλοὶ τυροὶ καὶ ὁ φακὸς καὶ ὁ βῖκος καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς καὶ μέλανες . Κεράτια
7192843 τροφιμωτατος
διὰ τοῦτο καὶ τοῦ κυάμου ἀπείχοντο , ὅτι φυσώδης καὶ τροφιμώτατος . καὶ ἄλλας δέ τινας αἰτίας πλείους ἀποδιδόασιν ,
: ὁ δὲ γλυκάζων καὶ τῶν λευκῶν καὶ τῶν κιρρῶν τροφιμώτατος . λεαίνει γὰρ κατὰ τὴν πάροδον καὶ παχύνων τὰ
7188061 λαγος
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι
7186223 φιλυκη
τὰ δὲ ἄλλα ὥσπερ ἐνισταμένου τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ '
, ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον ὀξυάκανθος πρῖνος μυρίκη : τὰ
7184030 ὀρφως
μορίων ταχεῖαν λέγων γίνεσθαι τοῖς ἰχθύσι τὴν αὔξησιν , καὶ ὀρφώς , φησίν , ἐκ μικροῦ γίνεται μέγας ταχέως .
' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος ἔσθ ' ὁ
7159426 Αἰητινη
διὰ τοῦ ΙΝΗ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἐκτείνει τὸ Ι : Αἰητίνη θριδακίνη ἡρωΐνη . τὸ εἰλαπίνη Μολυβδίνη ὄνομα πόλεως συνέσταλται
φίνη : ἀριγίνη : ἐριγίνη : ἡρωΐνη : δωτίνη : Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη
7159145 βλιτυρι
οὐκ αὐτὰ καθ ' ἑαυτά ἐστιν ὀνόματα , ὡς τὸ βλίτυρι καὶ ὁ σκινδαψός , ἀλλά τινος νόμος καί τινος
σημαντικαὶ τῶν πραγμάτων . τί γὰρ αὐτῷ συντελεῖ περὶ τοῦ βλίτυρι καὶ τοῦ σκινδαψὸς καὶ τῶν τοιούτων διαλαβεῖν ; περὶ
7148262 ἠλακατηνες
οὗτοι , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος . κωβιός , ἠλακατῆνες καὶ κυνὸς οὐραῖον . Μνασέας ὁ Πατρεύς : Ἰχθύος
' ἀπείλημμαι μόνος . πρόσεισιν οἷον ἀψοφητὶ θρέμματος κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον . ἆρ ' ἐστὶ τοῦτ '
7146168 κιβωτος
ζύμη : ζύθος , ὁ ἐκ κριθῆς οἶνος : ζύγλορον κιβωτός : ζυχεινεῖ τὸ μύει . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς
καὶ χρυσοῦ , ἡ κιβωτός . ΓΘ διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων
7142977 τριορχης
ἀηδών | χελιδών | ἀλκυών | ἔποψ | πελεκάς κύκνοι τριόρχης | πιπώ | ὀρχῖλος | αἴθυια γλαῦξ | βύσσα
ὁ Καλλίμαχος . μήποτε οὖν κίσινδις γραπτέον . ὁ δὲ τριόρχης εἶδος ἱέρακος . ῥύμῃ : Φορᾷ βιαίᾳ . δονεῖται
7131418 θρᾳττα
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα ,
7120512 πιπω
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην
7116205 δασυπους
πικροῦ . Τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον
, κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . . . τυρὸς χλωρός
7113358 βρυγμος
κύαμος , χόνδρος , τυρός , μέλι , σησαμίδες , βρυγμός , μνοῦς , μῆλον , κάρυον , γάλα ,
: βοτάνης εἶδος , ὃ βηκίαν καὶ βήκιον καλοῦμεν . βρυγμός : ἰδίωμα ποιοῦ ψόφου . βλιχῶδες : οἱ δὲ
7112924 τραγικη
γὰρ αὐλός ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆς μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία : ὁ δὲ ὀρχηστὴς τὰ
ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα , οὗ μορφή τις ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή , ἢ ἄθεα ὀνόματα , οἷον
7112061 ὑπορχηματικη
δὲ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν . ἡ δ ' ὑπορχηματικὴ τῇ κωμικῇ οἰκειοῦται , ἥτις καλεῖται κόρδαξ : παιγνιώδεις
δὲ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν . ἡ δ ' ὑπορχηματικὴ τῇ κωμικῇ οἰκειοῦται , ἥτις καλεῖται κόρδαξ . παιγνιώδεις
7111648 πυραμους
φοινικίνου βῖκός τις ὑπανεῴγνυτο , ἴτρια τραγήμαθ ' ἧκε , πυραμοῦς , ἄμης , ᾠῶν ἑκατόμβη . πάντα ταῦτ '
γὰρ τὸν Εὐριπίδην ὡς πανοῦργον διαβάλλει . εἶδος πλακοῦντος ὁ πυραμοῦς . οὗτος δὲ ἐτίθετο τοῖς διαπαννυχίζουσιν ἔπαθλον , καὶ
7092050 φηνη
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες .
7091617 ἑψητων
ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . καὶ μὴν χθές γ ' ἦν
ἐπὶ τοῦ λυχνιδίου . οὐδὲν μὰ Δί ' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν . ὁ δ ' εἰς τὸ πλινθεῖον γενόμενος ἐξέτρεψε
7086350 κροτητα
μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης :
μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα
7083904 τρομητα
τοῦ λεπτοκαρύου . βολβοὶ πεφθῆναι ῥᾴους οἱ δίσεφθοι . ὠὰ τρομητὰ καὶ ῥοφητά , θρίδακες , ἴντυβοι , μαλάχη ,
τοῦ λεπτοκαρύου . βολβοὶ πεφθῆναι ῥᾴους οἱ δίσεφθοι . ὠὰ τρομητὰ καὶ ῥοφητά , θρίδακες , ἴντυβοι , μαλάχη ,
7077848 παγουρος
, ἢ τὸ ὄστρακον τῆς πίννης . Καρκίνος : ὁ πάγουρος . φυλάσσει : ἀπὸ τῶν ἰσχυροτέρων . Τῷ :
τῶν ἰχθύων οἱ μαλακόστρακοι , οἷον καρὶς κάραβος καρκίνος ἀστακὸς πάγουρος καὶ ἡ λεγομένη γραῦς καὶ ὅσα ἄλλα ἐστὶν ὅμοια
7072462 οἰνουττα
ἕωθεν : Ἐκ πρωΐας . οἰνοῦτταν : Μουστόπιτταν . . οἰνοῦττα μέν ἐστιν ἡ κοινῶς λεγομένη μουστόπιττα . μελιττοῦτα δὲ
καὶ θριδακίσκα ὡς Ἄλκμαν : θριδασκίσκα τε καὶ κριβανωτὸς καὶ οἰνοῦττα καὶ μελιτοῦττα καὶ κρίνον . καλεῖται δὲ κρίνον καὶ
7065474 ῥαια
αἶρα ἡ σφαίρα : παρὰ τὸ ῥέω τὸ φθείρω : ῥαῖα : καὶ ἐν ὑπερβιβασμῶ αἶρα . ἀΐθων , ἐκπνέων
καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀργιόδους , ὡς ἄνοια ἄγνοια καὶ ῥαῖα γραῖα . εἰ γὰρ παρὰ τὸ ἀργός , ἀργόδους
7064891 ξιφισμος
τὰ αὐτὰ ταῦτα . ἀποξιφίσαι : ἐξορχήσασθαι . ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . ἀποτυχίσαι : ἀποπελεκῆσαι λίθον , καὶ
εἶπον . . . ἀποξιφίσασθαι : ἀπορχήσασθαι : ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . . . ἀποτριάσαι : πληγὰς τρεῖς
7062395 σαυρος
, συνδυασθέντε συνηλθέτην ἐκ τῆς διαιρέσεως : καὶ ἑνωθεὶς ὁ σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ
γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
7060140 θυϊα
ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν
σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα
7056759 ἰλλωπτειν
τὸ νέον . ἐνιλλώπτειν : τὸ ὀφθαλμοῖς καταμωκᾶσθαι , καὶ ἰλλώπτειν καὶ ἐπιλλοῦν τὸ μυκτηρίζειν , καὶ κατιλλώπτειν τὸ καταμυκτηρίζειν
κωμῳδίᾳ . ἰλλὸς δὲ ὑπὸ τῶν ποιητῶν καλεῖται , καὶ ἰλλώπτειν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ τὸ παραβλέπειν , καὶ κατιλλώπτειν τὸ
7049000 αἰολιας
φυκίς , βρίγκος , φάγρος , μύλος , λεβίας , αἰολίας , θρίττα , χελιδών , δρακαινίς , πουλυπόδιον .
σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς ,
7046568 ἁμις
Πολυίδῳ Ἀριστοφάνης σκάφιον Ξένυλλ ' ᾔτησεν : οὐ γὰρ ἦν ἁμίς . ἐξαναστάντι δ ' ἐξ ὕπνου τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι
τρίτον ; Σκάφιον Ξένυλλ ' ᾔτησεν : οὐ γὰρ ἦν ἁμίς . Οὐδὲν λέγεις . Δεῦρ ' ἐλθέ , δεῦρ
7046369 κορδαξ
: κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου : πρόποσις χωρεῖ : λέπεται κόρδαξ : ἀκολασταίνει νοῦς μειρακίων : πάντ ' ἐστ '
ποιοῦνται . . , : ὅτι δὴ γένος ὀρχησμοῦ ὁ κόρδαξ , Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως δηλοῖ οὕτως
7036886 ἀλεκτορις
, λαλοῦντος . ἀλεκτρυὼν ἀττικόν , ἀλέκτωρ παρὰ Ἀλεξανδρεῦσιν , ἀλεκτορὶς δὲ ἀλεκτορίδος ἐπὶ τῆς θηλείας , ὅθεν καὶ ”
καὶ τὰ μάλιστα ἀσύλληπτος ἦν . Ὄρνις κατοικίδιος ἡ καὶ ἀλεκτορὶς λεγομένη , πᾶσί ἐστι γνωστή . Ταύτης ἡ κόπρος
7036184 συκεα
συναιρούμενον , φησίν , ἀπὸ τοῦ κωλέα κωλῆ , ὡς συκέα συκῆ , λεοντέα λεοντῆ . Ἀριστοφάνης : οἴμοι δὲ
. Τὰ εἰς Η συναληλιμμένα περισπᾶται : λεοντέα λεοντῆ , συκέα συκῆ , γαλέα γαλῆ , ἀμυγδαλέα ἀμυγδαλῆ . Τὰ
7027246 ΚΟΣ
λευκός γλαυκός πλὴν τῶν παραληγόντων τῷ Ω . Τὰ εἰς ΚΟΣ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς Α παραληγόμενα , οὗ προηγεῖται σύμφωνον
φολκός ἐστι τριγενὲς ἔχον καὶ τὸ Λ . Τὰ εἰς ΚΟΣ δισύλλαβα μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου τοῦ Σ ἀπὸ συμφώνου
7026042 γαλεος
ἄγε . καρῖδας ἔλαβον πρῶτον , ἀπεταγήνισα ταύτας ἁπάσας . γαλεὸς εἴληπται μέγας , ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ
ᾔτησας ἥκω δεῦρ ' ἄγων . ὁ πάππος ἦν μοι γαλεὸς ἀστερίας ἴσως . ἀναλφάβητος καὶ δὴ δεδειπνήκασιν αἱ γυναῖκες
7021993 ἀστεριας
τῶν σελαχίων ὁ βοῦς κρεώδης , ὁ δὲ γαλεὸς ὁ ἀστερίας κρείττων . ὁ ἀλωπεκίας ὅμοιός ἐστι τῇ γεύσει τῷ
: Ἱκέσιός φησι τῶν γαλεῶν βελτίονας εἶναι καὶ ἁπαλωτέρους τοὺς ἀστερίας καλουμένους . Ἀριστοτέλης δὲ εἴδη αὐτῶν φησιν εἶναι πλείω
7021873 λεβιας
κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών ,
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρίττα , χελιδών ,
7014670 ἀρδω
. . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . . . . ἄρδην : τὸ ἐπίρρημα
ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ , τὸν νοῦν ἵν ' ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν . Οἴμοι , τί ποθ
7008598 φοινικινου
δ ' αὐτὴν ἐμφυσῶντες στίμι μεθ ' ὕδατος ἢ οἴνου φοινικίνου πρὸς τὸ συμπιλοῦσθαι αὐτὴν καὶ βαρυτέραν γίνεσθαι . ἐπὶ
. Χόνδρος μετὰ ταῦτ ' εἰσῆλθε , μύρον Αἰγύπτιον , φοινικίνου βῖκός τις ὑπανεῴγνυτο , ἴτρια τραγήμαθ ' ἧκε ,
7007165 κολυμβις
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς
7002909 τριορχος
ἐπὶ τὰς τῆς πόλεως χρείας πεμπόμεναι καὶ ταχυναυτοῦσαι . ἀναπτάμενος τρίορχος : Ἐπεὶ ἑταίρα ἦν , ἔπαιξε τὸ τρίορχος .
αὐτὴν ἁρπάσαντες ἔφυγον πτερὰ δὲ τῶν πλοίων τὰ λαίφη . τρίορχος καὶ τριόρχης καὶ μόρφνος καὶ μελανόστης καὶ μέλας καὶ
6999867 Χιμαιρα
δὴ καὶ πῦρ ἀναφέρεται . τούτῳ τῷ ὄρει ὄνομά ἐστι Χίμαιρα . τότε δὲ ἦν , ὡς λέγουσιν οἱ προσχώριοι
τῆς Χιμαίρας : ἔστι δ ' οὐκ ἄπωθεν καὶ ἡ Χίμαιρα φάραγξ τις ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἀνατείνουσα . ὑπόκειται δὲ
6998796 πιναρος
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ
6992969 σιτωδων
δῆλον ὅτι κατὰ τὴν τῶν μερῶν ἀνωμαλίαν , οἷον τῶν σιτωδῶν πυρὸς κριθῆς στενοφυλλότερον καὶ λειοκαυλότερον καὶ πυκνότερον καὶ γλισχρότερον
εἰρημένα . Τὴν δὲ ἄνθησιν πολυχρονιωτέραν ποιοῦνται τὰ χεδροπὰ τῶν σιτωδῶν ὅτι τῶν μὲν ἀσθενὲς τὸ ἄνθος : εἴρηται δὲ
6988889 κρεξ
ἐμνήσατο ἐραστρίας ἐχῖνος ᾔδησθα θηλάστριαν κενολογήσω κικίννους κλεπτίσκον κομμοῦσθαι κόριον κρέξ κύβοι λάρυγγα λελάβηκα λέπτει λίβηθρα μαστιγιᾶν μελαγχρής μικρολογεῖσθαι μισθάριον
ἔπτη Κυζίκου , ὃν δ ' ἤεισε κακὸν γάμον ἐχθομένη κρέξ . Καί τις Ἀπολλόδωρος . . . . .
6988013 φορβεια
καὶ στάσις ἵππων καὶ ἱππόστασις καὶ σταθμός , φάτνη , φορβειά , ἐπιφατνίδια , δεσμά , κεκρύφαλος , κορυφαία ,
ὀξυνόμενα ἐκτείνοντα τὸ α ἐπὶ οὐσιῶν λαμβάνονται , οἷον παρειά φορβειά , σημαίνει δὲ τὸ σχοινίον τοῦ ἀλόγου . εἰ
6987005 θυννις
εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς
Κρατῖνος δ ' ἐν Πλούτοις φησίν : ἐγὼ γάρ εἰμι θυννὶς ἡ μέλαινά σοι καὶ θύννος , ὀρφώς , γλαῦκος
6981847 λεπτυντικη
δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ γογγυλίς , φησί , λεπτυντική ἐστι καὶ δριμεῖα καὶ δύσπεπτος , ἔτι δὲ πνευματωτική
, οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος , ταριχευθεῖσα δὲ εὐκοίλιος καὶ λεπτυντική , ἡ δὲ μείζων συνοδοντὶς καλεῖται . ἡ δὲ
6979477 πυξος
ἀγρίων ἃ καὶ πρότερον ἐλέχθη , ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον
τὴν Μακεδονίαν ] ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος
6978295 καπνιας
δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι :
οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς
6976460 δρακαινις
θρίττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κωβιός ,
θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κάραβος ,
6973156 ἀνδραφαξυς
παραπλέκεται καὶ τῶν λαχάνων τῶν ἑφθῶν τινα , βλίτον , ἀνδράφαξυς , καὶ τῶν ὠμῶν ἀνδράχνη καὶ μέση ῥαφανίς .
, θριδακίνη , ἴντυβοι : μαλάχη δὲ καὶ βλίτα καὶ ἀνδράφαξυς ὑδατωδέστατα λαχάνων ἐστίν . κύαμοι χλωροὶ ὑγραίνουσιν , ἐρέβινθοι
6963830 Δωριος
ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται
Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ
6961706 δορξ
ὀξυδερκές . . . . . δόρξ , , : δόρξ : . . . παρὰ τὸ δέρκω δέρξω δὲρξ
λέξ : πρόξ : κρόξ : φλόξ : ξόρξ : δόρξ . Εἰς ηξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ η γραφόμενα τρία
6955189 Καρινη
τοῦ Φορωνέως , καὶ ὁ οἰκήτωρ Κάριος . ἔστι καὶ Καρίνη . ἔστι καὶ Καριάτης . ἔστι καὶ Καριᾶτις ,
' , ἣν Λεσβόθεν ἦγε . πῶς δὲ δύναται ἡ Καρίνη Λεσβία εἶναι , εἰ μὴ ἄρα ῥητέον , ὅτι
6954540 ᾡπολος
ῑ . κατὰ κρᾶσιν καὶ συναίρεσιν , οἷον ὁ αἰπόλος ᾡπόλος : κέκραται γὰρ τὸ ο̄ καὶ ᾱ εἰς ω̄
τοῦ ἐγὼ οἶδα . κατὰ κρᾶσιν καὶ συναίρεσιν , οἷον ᾡπόλος ἀντὶ τοῦ ὁ αἰπόλος . κατ ' ἔκθλιψιν καὶ
6953186 πλακουντων
ὁ μὲν κρεῶν καὶ ἰχθύων , ὁ δὲ ἄρτων καὶ πλακούντων . οἱ δὲ κατακλείσαντες ἔνδον ἐμὲ μετὰ τούτων καὶ
' ἀμητίσκων εἰς τὸν φάρυγγ ' εἰσεπέτοντο : τῶν δὲ πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον ἦν ἀλαλητός . μήτρας δὲ
6952450 ἐζωγραφημενη
Σφὶγξ οὖσα ἐν τῇ ἀσπίδι . ἔξωθεν ] ἡ Σφὶγξ ἐζωγραφημένη . τῷ φέροντι ] αὐτήν . τῷ φέροντι ]
τὸ γένος . πρὸ πόλεως ] ἡ ἐπάνω τῆς πόλεως ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ] ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ]
6952301 μαινιδι
ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι , καὶ πολύποδι μύραινα . ἐπὶ μείζονας : κατὰ
τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , μαινίδι δὲ χρύσοφρυς ἀνέλκεται : αὐτὰρ ἀνιγραὶ μύραιναι μετὰ σάρκας
6947700 Ἐπιγραφεται
ἀντὶ τοῦ εἶχε δοῦναι τῇ Γαλατείᾳ εἰς τὸ πεῖσαι . Ἐπιγράφεται μὲν τὸ εἰδύλλιον Ἀΐτης , γέγραπται δὲ Ἰάδι διαλέκτῳ
τὸ στόμα , ᾗτινι οἱ ἀργυραμοιβοὶ τὸν χρυσὸν δοκιμάζουσιν . Ἐπιγράφεται τὸ εἰδύλλιον Ὕλας . πάλιν δὲ τῷ Νικίᾳ προσδιαλέγεται
6943812 ὑσπληγξ
ὕδασι δ ' αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων
διέχειαν ποιοῦν . ἔστι δὲ χαλκιδαϊκὸν ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου . ὕσπληγξ δὲ καὶ ὑστριχὶς κυρίως μάστιξ ἦν ἐκ χοιρείων τριχῶν
6942612 καταπαττομενος
παρὰ τὴν παιπάλην , τουτέστι τὸ ἄλευρον , εἰπὼν ” καταπαττόμενος “ . ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ ιβʹ . παρακελεύεται τὸν
λατύπης , ἣν ἔφαμεν παιπάλην καλεῖσθαι , γενήσομαι παιπάλη . καταπαττόμενος : τῇ χιόνι παττόμενος , ἐὰν αἱ Νεφέλαι διέλθωσιν
6940325 βουϲ
γάλακτοϲ . Ῥούφου . Ὅϲον μὲν οὖν τῇ φύϲει διαλλάττει βοῦϲ τε καὶ ἵπποϲ καὶ τὰ ἄλλα ζῷα , εἰϲ
μὲν παχυτέρου γεννητική , βελτίων δὲ εἰϲ εὐχυμίαν ἢ κατὰ βοῦϲ καὶ πρόβατα . κακόχυμοϲ δὲ οὐδὲν ἧττόν ἐϲτι καὶ
6939989 ἑξαχρονοϲ
ἐκ βραχείαϲ ˘ καὶ δύο μακρῶν = καὶ βραχείαϲ ˘ ἑξάχρονοϲ , οἷον Ἀλέξανδροϲ : διίαμβοϲ ἐκ βραχείαϲ ˘ καὶ
– καὶ βραχείαϲ ˘ καὶ μακρᾶϲ – καὶ βραχείαϲ ˘ ἑξάχρονοϲ , οἷον Ἀρχέδημοϲ : ἐπίτριτοϲ πρῶτοϲ ἐκ βραχείαϲ ˘
6937651 Θεωροις
τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότων . μνημονεύει Αἰσχύλος ἐν Θεωροῖς : καὶ μὴν παλαιῶν τῶνδέ σοι σκωπευμάτων . .
τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότων . μνημονεύει Αἰσχύλος ἐν Θεωροῖς : καὶ μὴν παλαιῶν τῶνδέ σοι σκωπευμάτων . καλλαβίδων
6935823 εἱλως
λοιπὸν πλεονάσαν τὸ ι ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν καὶ ἐγένετο εἵλως εἵλωτος . Ἰστέον δὲ ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι πάντας τοὺς
, οἷον Μίνως Μίνωος , ἥρως ἥρωος . Σεσημείωται τὸ εἵλως εἵλωτος , ὅτι μακρᾷ παραληγόμενον διὰ τοῦ τος ἐκλίθη
6935618 ῥοια
ἐάν τε ἄππιον , ἐάν τε μῆλον , ἐάν τε ῥοιὰ ἢ κίτριον ὑπάρχῃ , καὶ ἀποδέξεται τοὺς τύπους .
βλάστησιν . ὥσπερ δὲ ἀνωτέρω εἴρηται , πάνυ χαίρει ἡ ῥοιὰ τῇ μυρσίνῃ , ὡς ὁ Δίδυμος ἐν τοῖς γεωργικοῖς
6931859 ταως
ἃ εἶπεν ὁ ἕτερος ἄλλως ἄρ ' οὕποψ . [ ταῶς δὲ Ἀττικῶς περισπᾶται . ] οὗτος αὐτὸς : [
ξυγγραφέας ἡδίστους ἐμμέτρων καὶ ἀμέτρων λόγων , τοῦτο δὲ [ ταῶς ποικίλους , τοῦτο δὲ ὡς ] πολλοὺς σοφιστάς ,
6929859 σκομβρος
. θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον
κυβίου προφέρουσα , κινητικὴ ὀρέξεως , πρὸς ἐκκρίσεις εὐόλισθος . σκόμβρος εὔστομος , δύσφθαρτος , δίψους ποιητική : κρατίστη δ
6929132 ὀψαρτυτης
, καὶ ἰχθύες ἰχθύδια , ὄψον καὶ ὀψοποιὸς δὲ καὶ ὀψαρτυτής , καὶ ὀψοποιεῖν καὶ ὀψοποιία , καὶ ἡδῦναι καὶ
' εἰσὶν ἀνθρώπων γένους ἑστιάτορες , ἀρχισιτοποιός , οἰνοχόος , ὀψαρτυτής , εἰκότως , ἐπειδὴ τριῶν χρήσεώς τε καὶ ἀπολαύσεως
6927296 βωξ
δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ καλλιώνυμος βαρεῖς . βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτος , ὑγρὸν ἀνιείς ,
λέγεται θηλυκῶς . τῷ βωκί , τὸν βῶκα , ὦ βῶξ . Δυϊκά . Τὼ βῶκε , τοῖν βωκοῖν ,
6926660 σφυραινα
κέστραν μὲν ὔμμες ὡττικοὶ κικλῄσκετε . Ἀντιφάνης : πάνυ συχνὴ σφύραινα , κέστραν ἀττικιστὶ δεῖ λέγειν . σηπία . ἡ
, οὓς βόσκεθ ' ὑμεῖς ἕνεκα τῶν ὠκυπτέρων . ἡ σφύραινα δ ' ἐστὶ τίς ; κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ
6925828 ἐντριβης
φρόνημα καὶ γνώμην , πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ . ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν μὴ
. εὑρησιεπής ] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν . περίτριμμα δικῶν ] ἐντριβὴς τῶν κρίσεων . περίτριμμα ] περίεργος , ὃν οὐκ
6925244 Λυχνος
, οἷα πράττοντι συνηπίσταντο αὐτῷ . Ἡ Κλίνη καὶ ὁ Λύχνος ὁ Μεγαπένθους παρέστων . εὖ γε ἐποίησαν ὑπακούσαντες .
μὴ ἐθέλῃ χειμῶνα σημαίνει : καὶ τέφρα πηγνυμένη νιφετόν . Λύχνος εὐδίας ἡσυχαῖος καιόμενος χειμῶνα σημαίνει : καὶ ἐὰν χειμῶνος
6924965 ἐξανθησις
ὡς γήρεια : καὶ γὰρ γήρεια λέγεται ἡ τῶν κινάρων ἐξάνθησις : ἀκανθώδης γάρ ἐστι . τῶν δηχθέντων γάρ ,
καλὰς ἤειδεν ἰούλους . ἴουλος ] γενειάς . ἴουλος ] ἐξάνθησις τῶν γενείων . ἴουλος τὸ ἀρτιφυὲς γένειον , ἡ
6921772 βακχευουσα
εἰς ποδάνιπτρα . Ἐνδυμίωνα Κᾶρα ἀκρατιοῦμαι μικρόν ἀμφήκης γνάθος γραῦς βακχεύουσα κόπρου ἀγωγάς Κυδώνια μῆλα λύσιοι τελεταί ἄανθα ἀγῶνα ἀκατάπληκτον
ὥραν τι ποιούντων : καὶ Ἀριστοφάνης : Γραῦς καπρῶσα καὶ βακχεύουσα . Γραῦς ὥς τις ἵππος τὸν χαραδραῖον τάφον ἕξεις
6921523 τυρβη
μέσαις ταῖς ἀγοραῖς ; ταῦτα γὰρ ἅπαντα , οἶμαι , τύρβη καὶ ὄχλος καὶ βαναυσία , καὶ ἀρχαῖα μὲν τὰ
ἀπελήλανται εἰς ἄλλον τόπον , ὡς μὴ μιγνύηται ἡ τούτων τύρβη τῇ τῶν πεπαιδευμένων εὐκοσμίᾳ . διῄρηται δὲ αὕτη ἡ
6918908 χρηστοτερος
λόγον ἐδίδασκεν , ὅτι μετριώτερος μὲν ὁ δῆμος οὐδὲν οὐδὲ χρηστότερος ἔσται διπλασιασθείσης αὐτῷ τῆς ἀρχῆς , ἀνοητότερος δὲ καὶ
ὀψοφάγος , ὥς φησιν Ἡγήσανδρος , πυθομένου τινὸς αὐτοῦ πότερος χρηστότερος ἰχθύς , γόγγρος ἢ λάβραξ , ὃ μὲν ἑφθός
6916343 θερμαυστρις
πίνειν , ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια
πίνειν , ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια
6914100 βωκες
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Κανονίζει ὁ τεχνικὸς τὰ εἰς ρ λήγοντα :
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Ἑνικά . Ὁ λουτήρ τοῦ λουτῆρος , ὁ
6913710 κληθρα
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
6911002 ἐγκεκορδυλημενος
κεφαλῆς , καὶ ἀπὸ τούτου ῥῆμα κορδυλέω , κορδυλῶ . ἐγκεκορδυλημένος ] περικεκαλυμμένος , συνεσφιγμένος τοῖς ἐπιβλήμασιν . κεκορδυλημένος ,
σισύρα περίβλημα ἂν εἴη ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος Ἀριστοφάνης λέγει . σπολὰς δὲ θώραξ ἐκ δέρματος ,

Back