| : οἷον , λήθω ἀληθής : πείθω ἀπειθής : τρίβω ἀτριβής : παιδοτρίβης : κλίνω ἀκλίνης : εἴκω ἐπιεικής : | ||
| , ἡγεμονία . ὁδὸς δ ' ἄπορος δύσπορος δυσπόρευτος , ἀτριβής , ἀπάνθρωπος , ἀγρία , σκολιά , ἀσαφής , |
| ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον | ||
| ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον |
| τοῦ τρόπου . ΓΘ ἄγροικος : ἄγριος καὶ σκληρὸς καὶ ἀνήμερος καὶ τραχύς : ἢ ἀφελής . ἀκράχολος δέ , | ||
| φθείρεται ? [ ] διὰ τὴν συνοῦσαν [ Ι ] ἀνήμερος [ ος ] # ? εἶναι καὶ [ νδε |
| γὰρ τὸν Ἀλεξανδρέα Ἡρακλείδην , ὡς πατῶ πάτος , στείβω στίβος , οὕτω ἐλεύθω ἔλευθος καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κέλευθος | ||
| , σαφής , προφανὴς ἐκφανής , τετριμμένη , τρίβος , στίβος , ἥμερος , πολυάνθρωπος , εὐεπίμικτος , ὁμαλή . |
| δὴ καὶ πῦρ ἀναφέρεται . τούτῳ τῷ ὄρει ὄνομά ἐστι Χίμαιρα . τότε δὲ ἦν , ὡς λέγουσιν οἱ προσχώριοι | ||
| τῆς Χιμαίρας : ἔστι δ ' οὐκ ἄπωθεν καὶ ἡ Χίμαιρα φάραγξ τις ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἀνατείνουσα . ὑπόκειται δὲ |
| μηδὲν συνιέντων : καὶ ἐπὶ τῶν ἄδηλα ἀδήλοις σημειουμένων . Λευκὴ ψῆφος : ἐπὶ τῶν εὐδαιμόνως βιούντων . Λημνίᾳ χειρί | ||
| Κριθωτή : εἶτα Πακτύη : εἶτα τὸ Μακρὸν τεῖχος καὶ Λευκὴ ἀκτὴ καὶ τὸ Ἱερὸν ὄρος καὶ Πέρινθος , Σαμίων |
| ὁ δ ' ἐναντίος σκαιός , ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , | ||
| πᾶσα ξηραντικὴν ἔχει δύναμιν , καὶ ὅταν ἀκριβῶς ᾖ πυρώδους ἄμικτος οὐσίας , ἀδηκτότατα ξηραίνει : συντελεῖ δ ' εἰς |
| τρίκρανος Σκύλλα , ποντία κύων , Σφίγξ , ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' Ἁρπυιῶν γένη | ||
| . Οὐ στήσομαι λέαιν ' ἐπὶ τυροκνήστιδος . Οὐ στήσομαι λέαιν ' ἐπὶ τυροκνήστιδος . Ταῦτ ' ἐμπεδοῦσα μὲν πίοιμ |
| τὸ αἲξ οὐρανία ὁμοία τῷ λευκὴ ψῆφος : ὡς γὰρ Ἀμάλθεια τροφὸς ἦν τοῦ Διός , οὕτω καὶ ἡ τοιαύτη | ||
| , τοῦ δὲ Ἐχέπωλος . . . . . : Ἀμάλθεια ἦν Αἱμονίου θυγάτηρ : ἣ κέρας εἶχε ταύρου . |
| τοῦ ἀμέτοχος : ἄπεπλος διαλεύκων φαρέων οὖσα τὰ δυσόρφναια καὶ σκότια τρύχη διαδέχομαι : ἄλλως : ἀντὶ τοῦ μελανοφόρος . | ||
| , εἴ με καὶ θανεῖν , πάτερ , χρεών , σκότια γᾶι καλύψω . σὺ δ ' ἀμφιβωμίοις λιταῖς πρὸς |
| ἐς τοὺς μύας τῆς ὀσφύος , καὶ πάσχει ὁκοῖα γυνὴ ὠδίνουσα , καὶ οὐκ ἀνέχεται ἐπὶ τοῦ ὑγιέος κατακείμενος , | ||
| σημαίνων , ὅτι Γαῖα φερέσταχυς οὐκ ἀπολήγει ἀνθοκόμους τίκτουσα καὶ ὠδίνουσα κορύμβους . καὶ τροχαλοῖς μελέεσσι φορεύμενος ὁλκὸν ἑλίσσει ψυχρὸς |
| Ὀλόφυξος Ἑλληνὶς , Ἄκανθος Ἑλληνὶς , Ἄλαπτα Ἑλληνὶς , Ἀρέθουσα Ἑλληνὶς , Βολβὴ λίμνη , Ἀπολλωνία Ἑλληνίς . Εἰσὶ δὲ | ||
| , ἀλλ ' ὑπερτάτους Φρυγῶν . οὐ Τρῳὰς οὐδ ' Ἑλληνὶς οὐδὲ βάρβαρος γυνὴ τεκοῦσα κομπάσειεν ἄν ποτε . τὴν |
| δοῦλον αὐτὸν καλεῖ , Γ διὰ τὴν Κοισύραν , ἥτις δούλη ἦν , ὥς φησιν ἐν Νεφέλαις . Γ ἐπὶ | ||
| γὰρ ἡ ἐλευθέρα παρ ' Ἀττικοῖς , παῖς δὲ ἡ δούλη . Μένανδρος ἐν Δακτυλίῳ ἐπὶ τοῦ † δάου † |
| ἡτέρα ἀμφίκρανον βρυαζούσης λέαιν ' ὥς ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρέτις βραχεῖ λόγῳ δὲ | ||
| λίσσομαι σιγᾶν πέρι . ὁρᾶις ; φρονεῖς μὲν εὖ , φρονοῦσα δ ' οὐ θέλεις παῖδάς τ ' ὀνῆσαι καὶ |
| , γραφαί . πᾶσα δ ' εὔμορφος γυνὴ ἐρῶσα φοιτᾷ τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ | ||
| καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις . * * * Ὀσφρομένην τῶν τηγάνων . Ἐγὼ δ ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ ' οὐκ |
| καὶ ταύτης ἀντεχομένους . νῦν δ ' ἐν αἱμακουρίαις : Βοιωτικὴ ἡ φωνή . Βοιωτοὶ γὰρ αἱμακουρίας τὰ τῶν νεκρῶν | ||
| : Γλαῦκος Πολύβου παῖς , Ἀνθηδόνιος τὸ γένοςἡ δὲ Ἀνθηδὼν Βοιωτικὴ πόλις , ὡς καὶ Ὅμηρος Ἀνθηδόνα τ ' ἐσχατόωσαν |
| [ ! ! ] χάριν [ δαίμονος [ ] ὧι λισσὴ στείβεται [ ἱμείρω πᾶν ἦμαρ ἀμοιβαδὸν [ Αἰακίδη [ | ||
| : πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος χάλκεον ἄρρηκτον , λισσὴ δ ' ἀναδέδρομε πέτρη . τοῦ καὶ δώδεκα παῖδες |
| ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
| ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
| δὲ καὶ θεόθεν κεφαλή : ὁ δὲ λόγος [ ἄνα δυσδαῖμον ] : ὦ ἐκ θεῶν δυσδαίμων κεφαλὴ γεγονυῖα , | ||
| δὲ καὶ θεόθεν κεφαλή : ὁ δὲ λόγος [ ἄνα δυσδαῖμον ] : ὦ ἐκ θεῶν δυσδαίμων κεφαλὴ γεγονυῖα , |
| ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω : φοβήσω . δυσώνυμος δὲ ὁ Νικίας . ἐμφαίνει δὲ ὅτι καὶ αὐτὸς | ||
| ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν : πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν ἔγχεϊ Ἰδομενῆος ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο . εἴσατο γὰρ νηῶν |
| . . . . . . μη γοʹ λα γʹ Πτολεμαΐς . . . . . . . . . | ||
| δίκη : ἐπὶ τῶν ἀναβαλλομένων : πρεσβύτης δὲ ἦν ἡ Πτολεμαΐς , ἄχρις οὗ ἀποθάνοι δίκας λέγουσα , καὶ ἀεὶ |
| μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι . μακάριοι μὲν οὖν οἷς | ||
| ἐπεὶ ἦ μάλα πάντες ἔασιν ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος |
| καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
| ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
| ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
| : ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
| . , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι | ||
| ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος |
| δισύλλαβα βραχεῖα φύσει παραληγόμενα σπάνια : οἷον , μέθη : πόθη : τὸ Αἴθη διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφεται , | ||
| δισύλλαβα βραχεῖα φύσει παραληγόμενα σπάνια : οἷον , μέθη : πόθη : τὸ Αἴθη διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφεται , |
| τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον , εὐαφής τε καὶ εὐάγωγος ἔστω ἡ ἐπὶ τὴν διήγησιν μετάβασις . ἅπαν γὰρ | ||
| εἴδει μόνον ὑψηλὴ καὶ μὴ μεγάλη ἡ χελώνη , ἵνα εὐάγωγος ᾖ : διπλάσιον δὲ τὸ ὕψος τοῦ πλάτους ἔχουσα |
| ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος | ||
| ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα |
| : λέγεται δὲ ἀπὸ Πιτάνης , κώμης Λακωνικῆς ἀταλαίπωρος : ἀνεξέταστος τὰ ἑτοῖμα : τὰ εὐχερῆ καὶ ἀναπόδεικτα ἐκ δὲ | ||
| δέδοικε μή πως ἀπολέσῃ αὐτό . ἀβασάνιστος . ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος . εἴρεται δὲ ἀπὸ τῆς βασάνου τῆς χρυσοχοικῆς λίθου |
| ὑπόπλατυ . φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : | ||
| ἔχουσα , περιεκτικὸν σπέρματος . Ἀνδρόσαιμον θάμνος ἐστὶ λεπτόκαρπος , φρυγανώδης , πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία : φύλλα τριπλάσια πηγάνου , |
| μισθοῦ ἀγνωμοσύνην . ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ περὶ τοὺς φίλους ἀπατηλὸς Αὐγέας , ὁ τῶν Ἠλείων βασιλεὺς , ἐθεάσατο οὐ | ||
| , καὶ μάλισθ ' ὅσα μὴ δικάζει ἡ ἄλογος καὶ ἀπατηλὸς αἴσθησις ἀλλ ' ὁ καθαρώτατος καὶ ἀκραιφνέστατος νοῦς . |
| Ἑκαταῖος . λέγονται καὶ Δολιόνιοι , καὶ θηλυκῶς Δολιονία . Δολίχη , νῆσος πρὸς τῇ Λυκίᾳ , ὡς Καλλίμαχος . | ||
| ἐν τῷ Λυκίας περίπλῳ Δολιχίστην αὐτήν φησιν . ἔστι καὶ Δολίχη πόλις τῆς Κομμαγηνῆς . ἐθνικὸν Δολιχαῖος Ζεύς : οἱ |
| εἰς ἣν ἂν ἔλθωσι πρώτην , ἐν ταύτῃ κατοικήσειν . καταχθέντας δὲ τῆς Ἰταλίας περὶ τὰ καλούμενα Πωμεντῖνα πεδία τό | ||
| παρεκλέγων , θαλάττης ἀγριώτερος , χειμῶνος βιαιότερος , καταδύων τοὺς καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , |
| ' ἕστασαν ὠκέες ἵπποι , ἄνδράς τ ' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν , ᾤμωξέν τ ' ἄρ ' ἔπειτα φίλον | ||
| ἐφονεύθη , ὡς καὶ Ὅμηρος ἄνδρας τ ' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι ἐν τοῖς φονικοῖς τόποις . δράκαινα : δράκαιναν |
| τῶν ἀργῶν : ἢ ὅτι οἴκοι γυναῖκας μένειν χρή . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν | ||
| . Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς λόγου ἀξίων . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν |
| ; τίς γὰρ ἢ δράκαιν ' ἄμικτος , ἢ Χίμαιρα πύρπνοος , ἢ Χάρυβδις , ἢ τρίκρανος Σκύλλα , ποντία | ||
| κράνει Σφίγγες ὄνυξιν ἀοίδιμον ἄγραν φέρουσαι : περιπλεύρωι δὲ κύτει πύρπνοος ἔσπευδε δρόμωι λέαινα χαλαῖς Πειρηναῖον ὁρῶσα πῶλον . ἄορι |
| μᾶλλον ἢ τὸν κεκοπρωμένον ; ἐκείνη ἡ ὀσμὴ ἔξωθέν ἐστιν ἐπίθετος , ἡ δ ' ἐξ ἀθεραπευσίας ἔσωθεν καὶ οἱονεὶ | ||
| πρὸς τὸ ὑποκείμενον . ἡ δὲ πλείων ὥσπερ ἀλλοτρία καὶ ἐπίθετος πρὸς περιττώματος χώραν οἷον ἀντισπῶσα μᾶλλον εἰς τὴν σάρκα |
| Γαῖα δὲ τὰν μαντείων ἀφείλετο τιμὰν Φοῖβον φθόνωι θυγατρός . ταχύπους δ ' ἐς Ὄλυμπον ὁρμαθεὶς ἄναξ χέρα παιδνὸν ἕλιξεν | ||
| , ἀφροσύνᾳ πρόσω βιοτὰν τεκμαιρόμενοι . ὁ δ ' ἀμφιβάλλει ταχύπους κέλευθον ἕρπων σκοτίαν , ἄφνω δ ' ἄφαντος προσέβα |
| συναθροιστάς . μάντεις . ὡς Ἀπίων . . α : ἀγύρτης : πτωχός , ὀχλαγωγός . . . ἔστι δὲ | ||
| τὴν νύμφην . , . . ἀγύρτης ἦν γὰρ αὐτὸς ἀγύρτης τῷ ὄντι καὶ φιλομαντευτής . , ; , . |
| : τὸ ναίχι κατ ' ἐπέκτασιν . Πᾶσα λέξις εἴτε Ἑλληνικὴ , εἴτε βάρβαρος , ἐκ τῆς ια συλλαβῆς ἀρχομένη | ||
| διὰ Πέρσας τοῦ κοινοῦ γένους προδοσίαν κατέγνωσται , καὶ πόλις Ἑλληνικὴ Περσικὸν ἐδέξατο κατὰ τῶν Ἑλλήνων στρατόπεδον . . . |
| οὐκ εὐθυσκόπου ὀχεῖα πόντια παμβῶτις ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας | ||
| παμβῶτις † τύχη † ˈ ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος Ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας |
| ' αὐτὸ τῆς ὥρας τὸ χειμέριον , ὅτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ἄμοχθος ἡ τῶν ἰχνῶν θεωρία πρόκειται , τοῦτο μὲν τῇ | ||
| κακῶς πράσσουσιν ἡδὺ καὶ βραχὺν χρόνον λαθέσθαι τῶν παρεστώτων κακῶν ἄμοχθος γὰρ οὐδείς : ὁ δ ' ἥκιστ ' ἔχων |
| καὶ ἡδονῆς , ἃ περίβλεπτα καὶ περιμάχητα ὁ πολὺς καὶ ἀγελαῖος ἀνθρώπων ὄχλος κρίνει δεδεκασμέναις μὲν ἀκοαῖς , δεδεκασμένῳ δὲ | ||
| : τῶν χερσαίων δ ' ὑμῖν ἥξει ταυτί : βοῦς ἀγελαῖος , ταῦρος ὑληβάτας , αἲξ οὐρανία , κριὸς τομίας |
| ποτε ὁ Ὀρφεὺς λέγεται . λείβηθρον : ὀχετὸς ὑδραγωγός . λέμβος καὶ ἐφόλκιον : σκάφος ἢ πλοῖον . λέμφοι : | ||
| κυμινοκίμβιξ κύνειρα κυνέπασαν κυνοφθαλμίζεται κυρτονεφέλη κυσολέσχης λακατάρατοι λακιδαίμονος λάληθρον λελημάτωμαι λέμβος λευκηπατίας λιμοκίμβιξ , λιμός λιμοκόλακες λισπόπυγοι μεγαρίζοντες μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην |
| : ὀξέος ὀξεῖα , τάλανος τάλαινα , χα - ρίεντος χαρίεσσα . Ῥόδιος δὲ Ῥοδία καὶ Σάμιος Σαμία . διὸ | ||
| ἦρ ' ἔτι παρθενίας ἐπιβάλλομαι ; ὦ κάλα , ὦ χαρίεσσα δώσομεν , ἦσι πάτηρ θυρώρωι πόδες ἐπτορόγυιοι , τὰ |
| οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ | ||
| τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη |
| ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
| ' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |
| , τοῖς ταχινοῖς οἰωνοῖς , δηλονότι τοῖς ταχέσιν ὀρνέοις , δύσβατος οὖσα : διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἄνδρες ἐπιδοξάζουσιν αὐτὴν | ||
| ᾧ τὰ ἄπληκτα ἐν τοῖς τοιούτοις ποταμοῖς καθίστασθαι , εἴπερ δύσβατος εὑρεθείη ἐν οἱῳδήποτε μέρει τῆς τοῦ τοιούτου ποταμοῦ ὄχθης |
| ἔστι λοιπὸν ἀγαθόν , εἰ καὶ τοῦτ ' ἄρα . ἀκύμων : Εὐριπίδης ἐπὶ τοῦ μὴ γεννᾶν τέθεικεν , ὡσανεὶ | ||
| ὡραῖον . θάλπος ] καῦμα . εὖτε ] ὁπηνίκα . ἀκύμων ] ἀτάραχος . νηνέμοις ] νηνεμίαν ἐχούσαις . εὕδοι |
| ἀναπαιστικὸν πενθημιμερές . πρόβολος ] τεῖχος , ἀσφαλὴς προστάτης . πρόβολος : προστάτης , τεῖχος , ἀσφάλεια . προβαλλόμενος . | ||
| φυλάττειν οἷσπερ ἀγαθὸν ἦν φίλιον ὄν , ὅπως αὐτοῖς μὲν πρόβολος εἴη πολέμου , τοῖς δ ' Ἀσσυρίοις ἐπιτετειχισμένον . |
| εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
| , φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
| . ἔνθα Σινώπην : πόλις τοῦ Πόντου ἡ Σινώπη , ὠνομασμένη ἀπὸ τῆς Ἀσωποῦ θυγατρὸς Σινώπης , ἣν ἁρπάσας Ἀπόλλων | ||
| ψευδομένη τῷ ὀνόματι ἡ δίκη . ψευδώνυμος ] + ψευδῶς ὠνομασμένη . ψευδώνυμος ] κληθῇ ἂν ψευδώνυμος . Ξ Δίκη |
| τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος | ||
| δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων |
| ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπ ' αὐτῆς στρωμνή . λαβεῖν καὶ δέξασθαι διαφέρει . λαβεῖν μὲν γάρ | ||
| γάρ ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπὶ ταύτης στρωμνή . φησὶ γοῦν Πηνελόπη ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκνὸν λέχος |
| τοῖς Ἀλβανοῖς οἱ Ἀρμένιοι συνάπτουσιν . Ὁ δὲ Κῦρος ὁ διαρρέων τὴν Ἀλβανίαν καὶ οἱ ἄλλοι ποταμοὶ οἱ πληροῦντες ἐκεῖνον | ||
| ὠνεῖται τῇ θεῷ ὅπου ἀνεῖλεν ὁ θεός . ἔτυχε δὲ διαρρέων διὰ τοῦ χωρίου ποταμὸς Σελινοῦς . καὶ ἐν Ἐφέσῳ |
| αὐτῶν ὁ ὀρυκτὸς σκώληξ , ἐχόμενος δ ' ἐστὶν ὁ ξυστός , εἶθ ' ὁ σκευαστός , δηκτικώτερος μέντοι καὶ | ||
| τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς τμητός , τυρὸς πηκτός . Ἐν ὅσῳ |
| , ἥ τε ὀξεῖα καὶ ἡ περισπωμένη : ἡ γὰρ βαρεῖα οὐκ ἔστι λέξεως τόνος , ἀλλὰ συλλαβῆς . Καὶ | ||
| ζητητέον . ἀλλ ' οὐ δυνατὸν εἰδέ - ναι διατί βαρεῖα γίνεται , εἰ μὴ μάθωμεν διατί ὀξεῖα . ἐπὶ |
| παρὰ τὸ ἀλέγειν . τρέσσε δ ' ἠύτε τις : κεμάς ἐστιν ἡ νέα ἔλαφος . διαφορὰν δέ φασιν εἶναι | ||
| κραυγῆς , κυνηγεῖ . “ κελαδεινὴ Ἄρτεμις ἀγροτέρη . ” κεμάς . τῶν ἅπαξ εἰρημένων . οἱ μὲν ἐλάφου γένος |
| πότμος σε δαιμόνων τάδ ' , οὐδὲ σέ γε δόλος ἔσχ ' ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς : στυγερὰν ἔχε δύσποτμον ἀρὰν | ||
| ' ὁ Πειραιεύς . ἄλση δὲ τίς πω τοιάδ ' ἔσχ ' ἄλλη πόλις ; καὶ τοὐρανοῦ γ ' , |
| ] , σιγᾶν . γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα κακή τ ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν : ὅταν | ||
| . Ξ φίλου ] ἐνταῦθα τὸ πατρός . ἐχθρά ] κακή . ἐχθρά ] ἡ μισητή . Ξ γράφεται τελεῖ |
| ἔνθ ' οὔτε ποιμὴν ἀξιοῖ νέμειν βοτὰ οὔτ ' ἀσχέδωρος νεμόμενος καπρῴζεται . οὐδὲν δὲ θαυμαστὸν Αἰσχύλον ἐν Σικελίᾳ διατρίψαντα | ||
| λέγει . Ἦν δὲ ἄρα πέτραις ἠθὰς καὶ ἐν ταύταις νεμόμενος γένος κεστρέως ἰχθύς , καὶ ἰδεῖν ξανθός ἐστι . |
| δὲ πυριῆται καὶ ἀναστῇ ἀπὸ τῆς πυρίης , κηρωτὴ ἔστω πεποιημένη ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρης ὡς καλλίστη , καὶ ξυμμίξαι | ||
| : χαριεστέρη γὰρ ἡ πρὸς ἕτερον μέν τι ἐς τέχνην πεποιημένη , τέχνην δὲ τὴν πρὸς εὐσχημοσύνην καὶ δόξαν . |
| οἷον πόθος ποθή , νόμος νομή , ὦνος ὠνή , τῖμος τιμή , φόνος φονή : ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι . | ||
| αἰκῶς ἐπράθην ὢν ἐλευθέρου πατρός . ποῦ δῆθ ' ὁ τῖμος , ὅντιν ' ἀντεδεξάμην ; αἰσχύνομαί σοι τοῦτ ' |
| τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν | ||
| δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ ' |
| οὐχ ὑποτάσσεται δὲ τὸ ο , ἡνίκα ὑποτάσσηται , οἷον εὐνὴ , αὐλή . κραιπνή : ταχεῖα . Γηθοσύνη : | ||
| : ἀμοιβὴ ἀμοιβαῖος : σπουδὴ σπουδαῖος : τροπὴ τροπαῖος : εὐνὴ εὐναῖος . Τὰ διὰ τοῦ μαιος , εἴτε κύρια |
| . πολλὰ δὲ εἴδη λίθων , Φρυγία , Λάκαινα , Λίβυσσα , Εὐβοΐς , Θετταλή , Αἰγυπτία . καὶ τούτων | ||
| Ζυγιανοί . Πόλεις δέ εἰσι μεσόγειοι τῶν Βεβρύκων αἵδε : Λίβυσσα . . . . . . . . . |
| ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου | ||
| , φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον , |
| τρόπον τινὰ χερρόνησος γέγονεν : ὡς δ ' αὕτως καὶ Τύρος καὶ Κλαζομεναί . ἡμῶν δ ' ἐπιδημούντων ἐν Ἀλεξανδρείᾳ | ||
| διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Κύρος : Τύρος : Σύρος : Σκύρος : φυρός : πυρός : |
| : φωνὴν , βοήν . Ὄσσα ἡ φήμη καὶ ἡ ὀμφὴ , ἐπὶ τῶν μάντεων παρ ' Ὁμήρῳ : σήμαινε | ||
| ἐφ ' οἷς ἀπέλιπεν ἄν με καὶ ἡ τοῦ δαιμονίου ὀμφὴ μὴ καθαρὸν ὄντα . καὶ μὴν εἴ τις ἀφελὼν |
| ἦν τοῦ δέοντος καὶ τούτοις δὴ ἐπιγίγνεται ἡ εἰς Ἰταλίαν δυσχερὴς ἔξοδος ὀλίγαις ὕστερον ἡμέραις . ταῦτα μὲν δὴ προεγεγόνει | ||
| τοῦ κέντρου τοῦ βάρους ὅπλον ἐξαφθῇ μὴ γινομένου γὰρ τούτου δυσχερὴς τοῖς ἕλκουσιν ἡ ἀναγωγὴ ἀκολουθεῖ . πᾶν γὰρ οὕτως |
| ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ||
| ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ |
| οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ | ||
| Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ |
| τὰ Φλιάσια ὄρη , παράκειται δὲ καὶ πόλις ὁμώνυμος ἡ Φλιοῦς , ἡ πρότερον Ἀραιθυρέα καλουμένη , ἣν καὶ Ὅμηρος | ||
| τοῖσιν : πόλις Πελοποννήσου ἡ Ἀραιθυρέα , ἡ νῦν ὀνομαζομένη Φλιοῦς ἀπὸ Φλιοῦντος τοῦ Διονύσου καὶ Χθονοφύλης . κεῖται δὲ |
| ὅπλοις πρίν γ ' Ἀχαϊκὸς μολὼν στρατὸς τὰ Μυσῶν [ πεδί ] ' ἐπιστρωφᾶι [ ] ποδί . πτώχ ' | ||
| ἐξαίρετον . Φθίας δὲ τῆσδε καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα ναίω πεδί ' , ἵν ' ἡ θαλασσία Πηλεῖ ξυνώικει χωρὶς |
| ' , ἐκλύετε ; περγάμων γε κτύπον . ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύζει πόλιν . ἰὼ ἰώ , τρομερὰ τρομερὰ μέλεα | ||
| στεφθεῖσα χλόα νάρθηκας εἰς ἱεροὺς ῥόμβου θ ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία βακχεύουσά τ ' ἔθειρα Βρομίωι καὶ παννυχίδες θεᾶς |
| κυνὸς τῆς θηλύπαιδος καὶ τριάνορος κόρης . ἥξει δ ' ἀλήτης εἰς Ἰαπύγων στρατὸν καὶ δῶρ ' ἀνάψει παρθένῳ Σκυλλητίᾳ | ||
| , καὶ ἀλὼς παράγωγον τοῦ ἀλῶ : ἀφ ' οὗ ἀλήτης . ἀπὸ τούτου καὶ ἕτερον παράγωγον ἀλεὸς ἐρύη , |
| ' ὀλιγαρχία γένηται : ἦσαν δ ' οὗτοι Ὀρτύγης , Ἶρος , Ἔχαρος , οἳ διὰ τὸ περὶ τὰς θεραπείας | ||
| τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον : “ ἦ τάχα Ἶρος Ἄϊρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει , οἵην ἐκ ῥακέων ὁ |
| μέσης αὐτῆς ὄρη χθαμαλώτερα . ὁ δὲ ἀὴρ ὁ ἐνταῦθα θολερός τε ὡς ἐπίπαν ἐστὶ καὶ νοσώδης : αἴτιοι δὲ | ||
| μαντεύεται ἐπ ' ὠφελείᾳ τῶν ἐνοικούντων , τεταραγμένος δὲ καὶ θολερός , καὶ μάλιστα ἐάν τι σίνηται τῶν ἐν τῇ |
| ? ? [ ] Ἐλπήνωρ ? τὸν ? [ ] ἀφήρπασε ? δώματα Κίρκης ἴκελα [ ] Ἀντιφάτῃ ? ? | ||
| μυὸς ἐν τῇ λίμνῃ νεκροῦ , καταπτὰς ἀετός , τοῦτον ἀφήρπασε , σὺν αὐτῷ δὲ προσηρτημένον ὁμοῦ καὶ τὸν βάτραχον |
| τοῦ βίου , ὦ φίλε Σώκρατες , ἔφη ἡ Μαντινικὴ ξένη , εἴπερ που ἄλλοθι , βιωτὸν ἀνθρώπῳ , θεωμένῳ | ||
| πίναξ τις ἔμπροσθεν τοῦ νεώ , ἐν ᾧ ἦν γραφὴ ξένη τις καὶ μύθους ἔχουσα ἰδίους , οὓς οὐκ ἠδυνάμεθα |
| } ἐκ δὲ πόσιος μῶκος , ἐκ μώκου δ ' ἐγένεθ ' ὑανία , ἐκ δ ' ὑανίας δίκα . | ||
| Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ ' ἐμῆς ; ὑμῖν ἐγένεθ ' ὅμοιος , οὐ σέβων θεόν . τοιγὰρ συνῆψε |
| γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα | ||
| . ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν |
| ἔδωκαεἰ . τὰ τέλη τῶν συνθέτων ἐπικρατεῖ , καὶ τὸ εὔτακτος ὄνομα καὶ τὸ χειρογραφῶ ῥῆμα , πῶς οὐχὶ γέλοιον | ||
| δράματι καὶ σκώπτοντας τοὺς φαλακρούς . σώφρων ] ἐπαινετή , εὔτακτος , κοσμία . . σκέψασθ ' ] ἴδετε . |
| τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων | ||
| διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις |
| . τινὲς δὲ ταύτην καὶ ἐπιπταματίδα καὶ πατροῦχον καλοῦσιν . αἰκία δέ ἐστι δίκη ἐκ προχείρου πάθους γιγνομένη τινός , | ||
| τῷ τότε παρόντι ἡ ἄλλη : ἤτοι τῶν ἄλλων . αἰκία : κάκωσις . καὶ ἡ ἰσομοιρία : καὶ τὸ |
| λύραν κοινωνίας , ἐπεὶ πολλάκις καὶ αὐτὴ ἡμᾶς ἡ συναυλία ἔθελγεν , Ἔφιππος ἐν Ἐμπολῇ φησιν : κοινωνεῖ γὰρ , | ||
| τῶν ἡμετέρων τινὰ πολιτῶν . ἔτι δὲ ἐλπὶς ὑπῄει καὶ ἔθελγεν αὐτοὺς ὡς οὐδέποτε ἂν γενομένων . καίτοι καὶ τοῦτο |
| νηοῦ μούνῃ φαινομένη , στερεῇ δ ' ἀπεπέμψατο φωνῇ : δειλαίη , τέο μέχρις ἀλιτροσύναι σε φέρουσι καὶ πόθος ἀλλοτρίων | ||
| ἑβδόμῳ ἥδ ' ἐνιαυτῷ εἰς Ἀίδην πολλῆς ἡλικίης προτέρη , δειλαίη , ποθέουσα τὸν εἰκοσάμηνον ἀδελφόν , νήπιον ἀστόργου γευσάμενον |
| × – ˘ × × – ˘ × × ] αντες ὠλ [ × – ˘ × × – ˘ | ||
| ] ? τ ' ἐραννήν [ ] ! [ ] αντες Ὀλύμπου [ ] ! νοσς ? [ ! ! |
| πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
| . : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
| παρὰ τῷ αὐτῷ Ἀλκαίῳ ἐν ἑβδόμῳ : σὺ δὲ σαύτῳ τομίας ἔσῃ . ἀλλὰ σαύτω μετέχων ἄβας πρὸς πόσιν . | ||
| οὐρανία , κριὸς τομίας , κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . |
| φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
| τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
| τοῦ πολίτου καὶ ἡ πολῖτις τῆς πολίτιδος , καὶ ὁ κυνηγέτης τοῦ κυνηγέτου καὶ ἡ κυνηγέτις τῆς κυνηγέτιδος , οὕτω | ||
| Ἰηλυσὸν περὶ τὸν καλούμενον Σχεδίαν . καὶ αὐτοῖς περιτυχὼν Θαμνεὺς κυνηγέτης ἦγεν ὡς ξενίσων εἰς τὸν οἶκον καὶ τὸν οἰκέτην |
| ἐστιν τόπῳ ἡ ΓΔΕΖ εὐθεῖα φερέσθω κατὰ τῆς ΑΔΒ εὐθείας ἑλκομένη διὰ τοῦ Ε ση - μείου οὕτως ὥστε διὰ | ||
| † , † ἠδὲ κατὰ πρώειραν ἔσω ἁλὸς ὁσσάτιόν περ ἑλκομένη χείρεσσιν ἐπιδραμέεσθαι ἔμελλεν , αἰεὶ δὲ προτέρω χθαμαλώτερον ἐξελάχαινον |
| . τὸ ἐθνικὸν Σταμεναῖος καὶ Σταμένιος . Στάσις , πόλις Περσικὴ ἐπὶ πέτρης μεγάλης . ἣν εἶχεν Ἀντίοχος ὁ Σελεύκου | ||
| Καρδιανός , Ὀλβία Ὀλβιανός , Ἀδρία Ἀδριανός . Ἀρταία , Περσικὴ χώρα , ἣν ἐπόλισε Πέρσης ὁ Περσέως καὶ Ἀνδρομέδας |
| φησιν Ὅμηρος ἐνεῖναι τῷ Μενελάῳ τὸ θάρσος : οὕτως ἦν ἐρρωμένη καὶ ἄφοβος τὴν ψυχήν . δηχθέντος δὲ τοῦ μειρακίου | ||
| σοι πάνυ σφοδρὸς μήτε ἡ δύναμις ἀσθενὴς , ἀλλ ' ἐρρωμένη , μᾶλλον κέχρησο τοῖς ἰσχυροῖς ἀλείμμασιν εἰς τὸ θερμᾶναι |
| γέλωτι , ἀπολέσθαι γελῶντα ἀπόλεμος χρόνος ἀπομύξαι λύχνον ἀπωλεσίοικον μειράκιον Ἀργεία φορά ἄριστος κλέπτειν ἄρτοι πίονες ἀσκὸν τίλλειν αὐτόποκον ἱμάτιον | ||
| ἐπάθομεν ὤ τὰ κύντατ ' ἄλγη κακῶν . ὦ πόλις Ἀργεία , τὸν ἐμὸν πότμον οὐκ ἐσορᾶτε ; ὁρῶσι κἀμὲ |
| γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ | ||
| γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ |
| δ ' αὐτῶν ἐστὶν ἐπίχαρις : τῶν δ ' ἀνθρώπων ἀτερπὴς καὶ βαρεῖα . Ἐνθερίσαι μὲν ἡ πόλις οἵα βελτίστη | ||
| ] δι ' ὧν . ἀτερπῆ ] ἀηδῆ . δέον ἀτερπὴς εἰπεῖν ἀτερπῆ πρὸς τὴν πέτραν ἐπήνεγκεν . τὸ δὲ |
| ὁ μὲν ὑπνώδης ὁ δὲ μανικός . καὶ ὁ μὲν ὑπνώδης ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἷμα ξηραινομένην , ὀρυττομένην | ||
| τῇ πορείᾳ καὶ τῷ ἑλκυσμῷ τοῦ σώματος νωχελής ἐστι καὶ ὑπνώδης : τὸ γὰρ ὑπναλέοις ἐπιλλίζειν ὄσσοις τοῦτο δηλοῖ , |
| πολίταις τὰς στρατοπλώτους ἐρεῖ . χέρσου πατρῴας οὐ γὰρ ἂν φονῆ ποσὶ ψαῦσαι , μέγαν πλειῶνα μὴ πεφευγότα , δίκης | ||
| φόνον φεύγειν ἐνιαυτὸν ὅλον μὴ ψαύοντα τῆς πατρίδος . * φονῆ δὲ τὸν φονέα * καὶ Ὅμηρος ἐπὶ Τυδῆ στεῖλαν |
| τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
| : σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |