. καὶ ὑμεῖς οὖν , ὦ ἄνδρες Δελφοί , μὴ ἀτιμάσητε τοῦτον δὴ τὸν θεόν , εἰς ὃν κατέφυγον ,
γῆς . ὁμοίως καὶ ὑμεῖς , ἄνδρες Δέλφιοι , μὴ ἀτιμάσητε τὸ ἱερὸν τοῦτο εἰς ὃ ἐγὼ κατέφυγον , κἀν
4664178 ὀχθον
, τουτέστι τοὺς τρόπους τοῦ Δαρείου τοὺς προσφιλεῖς ἐμοί . ὄχθον γὰρ τὸν τάφον καλεῖ διὰ τὸν ἀναχωματισμόν . .
Ὀλυμπίᾳ Κρόνου λόφος καλούμενος οὗ μέμνηται καὶ Καλλίμαχος . Κρόνου ὄχθον : ὄχθος ἡ Ὀλυμπία : πρώην γὰρ Κρόνιος λόφος
4521296 ζεειν
ἐστι ζέειν συγκείμενον : ἐπεὶ γὰρ τοῖς νέοις ἀεὶ τὸ ζέειν : πρόσκειται ἐν ἁπλῇ λέξει διὰ τὸ χαμαίζηλος :
οὖϲαν ὕλην ἐν τῷ καιρῷ τῆϲ φλεγμονῆϲ ἐκπυροῦϲθαί τε καὶ ζέειν , ἵνα τὴν ἐπιμιξίαν , εἰ τύχοι , τῆϲ
4485486 ἐλθετε
ἐμοὶ περὶ ἐμὲ ἐλθέ , μετ ' ἐμοῦ γενοῦ , ἔλθετε δηλονότι . Φοῖβ ' ἄναξ ] καθαρέ , λαμπρὲ
δὲ λάβεσθε . οὗτος ἰδοὺ πάντεσσι σαφὴς ἀπλάνητος ὑπάρχει . ἔλθετε , μὴ σκοτίην δὲ διώκετε καὶ γνόφον αἰεί :
4440849 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
4435997 τριοδοντα
Ἐπικράτης δ ' ἐν Τριόδοντι ἢ Ῥωποπώλῃ προειπών : λαβὲ τριόδοντα καὶ λυχνοῦχον , ἐπιφέρει : ἐγὼ δὲ δεξιᾷ γε
ἔχον : δύο γὰρ ἢ τρεῖς ὀρύξαντι πόδας καὶ καθέντι τριόδοντα εἰς ὕδωρ ἰλυῶδες ἔστι περιπεῖραι τὸν ἰχθὺν ἀξιόλογον τὸ
4343145 βαυβαν
γυναικὸς κόσμος , ἄλλος ἀρρένων . ἡ δὲ προὐκαλεῖτό με βαυβᾶν μεθ ' αὑτῆς . ὅστις τῆς ὁδοῦ ἡγήσεταί σοι
τὸ κοιμᾶσθαι , οἷον : ” ἡ δὲ προὐκαλεῖτό με βαυβᾶν μετ ' αὐτῆς . ” ὅθεν , φησί ,
4337375 εὐφρον
ἀπόχρη μοι , μανίας μελάθρων ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ . ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας δικηφόρου . φαίην ἂν ἤδη νῦν βροτῶν τιμαόρους
δίμετρα ἀκατάληκτα , τὸ δὲ ιʹ ἑφθημιμερές . ὦ φέγγος εὖφρον ] εἴσθεσις διπλῆς μονοστροφικῆς καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ
4326401 ὀστρακινον
γὰρ καλοῦμεν τοὺς κακὰ ὑπομείναντας πολλά : πήλινον δὲ ἢ ὀστράκινον δοκεῖν γεγονέναι πᾶσι θάνατον σημαίνει χωρὶς τῶν διὰ γῆς
χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων εἰς λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ
4314323 πεταλον
οὐ γὰρ ἔρνος , οὐ κλάδον , ἀλλ ' οὐδὲ πέταλον ἐφεῖται τεμεῖν ἢ καρπὸν ὁντινοῦν δρέψασθαι , πάντων διαφειμένων
ἡμῶν γενομένῳ : καὶ ἔσται χρυσός . Τοῦτο κατάθες γενόμενον πέταλον εἰς ὄξος καὶ χάλκανθον καὶ μίσυ καὶ στυπτηρίαν καὶ
4301442 γειον
ποῦ βάλλεις ; σκέψαι , εἰ κεκάθαρται τὸ ἀγ - γεῖον . ἂν γὰρ εἰς τὴν οἴησιν αὐτὰ βάλλῃς [
ἡμέρᾳ εἴων φέρεσθαι τὸ ὕδωρ εἴς τι παρακείμενον ἀγ - γεῖον , ἕως ἂν ὅλον τὸ σῶμα τοῦ ἡλίου πρώτως
4232705 ξεϲτην
⋖ βʹ . Ὁ δὲ Ὀρειβάϲιόϲ φηϲι κατὰ Ἀδαμαντίου τὸν ξέϲτην τὸν Ἰταλικὸν τοῦ οἴνου μέτρῳ μὲν ἔχειν # κδʹ
δὲ ξ , εἰ μὲν ἔχει ἐπικείμενον τὸ ε , ξέϲτην ϲημαίνει , ξε , εἰ δὲ ο , ὀξύβαφον
4182233 φιλοθυτην
[ γὰρ ἀεὶ ] περὶ ⌈ τὰς θυσίας καὶ μαντείας φιλοθύτην αὐτὸν : φιλοθύται εἰσὶν οἱ δεισιδαίμονες , καὶ θύουσιν
ἑαυτοῦ γίγνεσθαι , τὸν δὲ ἐρῶντα θερμότερον , τὸν δὲ φιλοθύτην ἐνθεώτερόν τε καὶ ὑμνώδη ; ” ” τοῦτο οὖν
4162599 πορευθεισαι
νῦν πάσχω κακά : πρὸς τὴν γῆν δὲ βᾶσαι καὶ πορευθεῖσαι , ἀκούσατε ἅπαν τὸ ἐμόν . . : ,
ἀκούοντι μὴ διαλεγομένῳ . Πόσις : ἀνήρ . ἰοῦσαι : πορευθεῖσαι . Μέν : μήν . ἐπαρωγῇ : βοηθείᾳ .
4141911 βοειαις
δαῒ Κάστωρ . οἳ δ ' ἐπεὶ οὖν σπείρῃσιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας καὶ περὶ γυῖα μακροὺς εἵλιξαν ἱμάντας , ἐς
' ἐπὶ σῆμα χέεσθαι , ἀλλ ' ἐν ἀδεψήτοισι κατειλύσαντε βοείαις δενδρέων ἐξάπτειν ἑκὰς ἄστεος : ἠέρι δ ' ἴσην
4133262 κορυμβον
βασιλεῦ , ἱκοῦ καὶ παραγενοῦ καὶ ἐλθὲ ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον , ἤγουν ἐπὶ τὴν ἄκραν ἐξοχὴν καὶ περιωπὴν τοῦ
τῷ παρ ' Ἕλλησιν ἄγνῳ τά τε ἄλλα καὶ τὸν κόρυμβον τοῦ καρποῦ , φύεται δὲ ἐν τοῖς ἀποτόμοις οὐκ
4102203 φραξον
πάντα ὁμοῦ εἰς φιάλην ὑέλινον : καὶ τὸ στόμα αὐτῆς φράξον μετὰ πανίου καὶ γύψου καλῶς : καὶ χῶσον ἐν
σταχθέντος ὕδατος μέρη ἐννέα , ἑνώσας , ἔμβαλε . Καὶ φράξον ἀσφαλῶς ὡς τὸ πρότερον : καὶ ἀνάσπα τοῦτο ὡς
4071171 ἀποβρεξον
εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐκ τῆς νόσου ἐπάνοδος . Λάδανον ἀπόβρεξον ἐν μυρσινελαίῳ καὶ οἴνῳ ὡς μέλιτος ἔχειν πάχος καὶ
δ ⊂ , ἔπειτα δὲ διειλήσας ἔμβαλλε τὰ ξηρὰ καὶ ἀπόβρεξον ὅλας ἡμέρας ζ καὶ πάλιν ἕψε ἕως οὗ γένηται
4066760 καυκιου
ἐν ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ
μάζωξε τὸν ὑδράργυρον ὅλον μὴ δὲν ἀφήσῃς ἀπὸ τοῦ ἐπάνω καυκίου τίποτας : ἔναι γὰρ κολλημένος εἰς τὸ ἐπάνω καυκίον
4041973 ἐπιρροαι
πάλιν γίνεται τροχαϊκόν : νῦν ἰὼ Κάϊκε Μύσιαί τ ' ἐπιρροαί . εἰ δ ' αὖ προσθείην καὶ βραχεῖαν ,
τὸ καταλειπόμενον γίνεται τροχαϊκόν : ὦ Κάϊκε Μύσιαί τ ' ἐπιρροαί , ἀπὸ τριμέτρου τρίμετρον , ἀπὸ ἀκαταλήκτου καταληκτικόν .
4035149 πρυτανειου
καὶ ἑστιατόριον Ἠλείοις : καὶ τοῦτο ἔστι μὲν ἐντὸς τοῦ πρυτανείου , τοῦ οἰκήματος τοῦ τῆς ἑστίας ἀπαντικρύ , τοὺς
τεθάφθαι δὲ τὸν Ἀλκάθου λέγουσιν Ἰσχέπολιν . ἔστι δὲ τοῦ πρυτανείου πέτρα πλησίον : Ἀνακληθρίδα τὴν πέτραν ὀνομάζουσιν , ὡς
4031558 ὀα
στερηθείς , τοκέης δ ' ἄπαιδες δαιμόνι ' ἄχη , ὀᾶ , δυρόμενοι γέροντες τὸ πᾶν δὴ κλύουσιν ἄλγος .
σκύλλονται πρὸς ἀναύδων , ἠέ , παίδων τᾶς ἀμιάντου , ὀᾶ . πενθεῖ δ ' ἄνδρα δόμος στερηθείς , τοκέης
4027146 ναον
, παρέξεισιν ἐν ἀριστερᾷ μὲν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ὀγκαιάτου τὸν ναόν , τὰ δὲ ἐν δεξιᾷ παρὰ Ἀσκληπιοῦ Παιδὸς ἱερόν
ὦ . . αὐτὸς ἑαυτὸν καλέσας ἐπὶ τῷ μιᾶναι τὸν ναόν . ἔξω τῶν . τιμῶν . . ἡμᾶς δηλονότι
4018712 θωμαι
εὖ παραστάς [ σοι τὸ ] βρέγμα τῶι σκίπωνι μαλθακὸν θῶμαι [ . δειλὴ ] Μεγαλλί , καὶ ? [
τίν ' ὑμῶν πρῶτον ἢ τίν ' ὕστατον πρὸς στέρνα θῶμαι ; τῶι προσαρμόσω στόμα ; τίνος λάβωμαι ; πῶς
4003522 ἀρνησαμενοι
, ὑπὲρ τοῦ νόμου θλιβέντες , μὴ παθόντες δὲ μηδὲ ἀρνησάμενοι τὸν νόμον αὐτῶν . οἱ δὲ χλωρὰς ἐπιδεδωκότες ,
ἐνταῦθα παντελὴς ἄρνησις : καὶ ἔτι ἐν μὲν τῷ στοχασμῷ ἀρνησάμενοι οὔτε τοῦτο οὔτε ἄλλο λέγομεν πεποιηκέναι , ἐν δὲ
4000760 πεδοι
: αἷμα μητρῷον χαμαὶ δυσαγκόμιστον , παπαῖ : τὸ διερὸν πέδοι χύμενον οἴχεται . ἀλλ ' ἀντιδοῦναι δεῖ ς '
ἔρριψ ' ἐμαυτὴν τῆσδ ' ἀπὸ στύφλου πέτρας , ὅπως πέδοι σκήψασα τῶν πάντων πόνων ἀπηλλάγην ; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ
3999967 στησον
ἀναγκαῖον δ ' ὅμως . αὖθίς μ ' ἐς ὀρθὸν στῆσον , ἀνακύκλει δέμας : δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες ἀπορίας ὕπο
χρυσόλιθος . Γλυκάνας οὖν τὸ ξηρίον , καὶ ξηράνας , στῆσον καὶ ἐξίσασον τὸ ξηρίον τοῦ χαλκάνθου μέρη γʹ ,
3980555 Ἀλφεῳ
. τερπνᾶς δ ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας , Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον
ἀπὸ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὸ χωρίον ἀκουστέον . Παρ ' Ἀλφεῷ ] * . . . σημαίνει τὸ ὃ ἄρθρον
3970150 συκινον
Βακχέως Διονύσου καλουμένου εἶναι ἀμπέλινον , τὸ δὲ τοῦ Μειλιχίου σύκινον . τὰ γὰρ σῦκα μείλιχα καλεῖσθαι . ὅτι δὲ
δὲ τὸν θώρακα πεποιημένον , τὸ δ ' αὖ δόρυ σύκινον , καὶ κράνος δὴ καὶ ἀσπίδα ὡς ἀπὸ τούτων
3967509 κλυτας
γὰρ [ ἐν ] φάρεϊ βορήϊαι πίτνον [ ] αὖραι κλυτᾶς ἕκατι πελεμαίγιδος [ ] Ἀθάνας [ : ] κνίσεν
? [ ἐπὶ νίκαις , αἷς ἐν ἀϊόνεσσιν Ὀγχηστοῦ [ κλυτᾶς ] ? , ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας αα ?
3966914 ἰτε
προσίασι καὶ προίασιν . εἶμι . τὸ πληθυντικόν , ἴμεν ἴτε ἴσι καὶ ἴασι . ἵημι τὸ πέμπω , ὅπερ
οἶδα , Ἀττικοῦ τρόπου λόγος , θαρσοῦντες ἰέναι ἀντὶ τοῦ ἴτε γράφειν . τὰς συγγραφὰς κρίνειν δὲ τεχνικῷ τρόπῳ Σκύλλου
3965756 Μαρκιατον
θερμαίνειν δυναμένοις , οἷον νάρδινον μύρον ἢ γλεύκινον ἢ τὸ Μαρκίατον καλούμενον . εἰ δὲ πολὺ πλῆθος κεῖται τῶν ἐγκειμένων
εἴ γε χειμὼν εἴη , καὶ νάρδινον ἢ γλεύκινον ἢ Μαρκίατον . παυσαμένης δὲ τῆς κενώσεως μετὰ τὸν ὕπνον μηδὲ
3948803 ζευγμα
καὶ τῷ Ἀμανῷ : ἀπὸ θαλάττης δ ' ἐπὶ τὸ ζεῦγμα τοῦ Εὐφράτου στάδιοί εἰσιν οἱ τὸ λεχθὲν πλευρὸν ἀφορίζοντες
τοῦ ε οἱ νεώτεροι . Θουκυδίδης δὲ μόνος ἑώρων . ζεῦγμα : οὐ τὸ σχοινίον , ἀλλ ' ἡ ἐζευγμένη
3946356 ὁρμος
Ζεφυρίου καὶ τῆς Χέρσιος , ἀπέχων σταδίους ιʹ , ἔστιν ὅρμος Ἀφροδισιὰς καλούμενος : ἔστι δ ' ἐπ ' αὐτῷ
ἐξήπλωται , ἐπῆλθεν : ἐκ τῆς τούτων βασιλείας γλυκύς μοι ὅρμος πεπέτασται , τουτέστιν ἥπλωται . Ῥύοισθε : φυλάττοιτε ,
3932522 ἐστησα
ὑμῶν πεποίηκα : μελλόντων γὰρ Ἀθηναίων στρατεύειν ἐφ ' ὑμᾶς ἔστησα τῷ ψηφίσματι τὴν ὀργήν . ὁ δὲ ἐναντίος ἐκ
, πρὶν τὰς παρὰ τοῦ λύκου δίκας εἰσπράξασθαι . Πάγην ἔστησα ἐπὶ τὰς μιαρὰς ἀλώπεκας κρεᾴδιον τῆς σκανδάλης ἀπαρτήσας .
3931389 γενεθλιῳ
ὅτε τύχῃ ὁ ὡροσκόπος ἐν αὐτοῖς . Ὅτε ἐμπέσῃ ἐν γενεθλίῳ κακοποιὸς ἐν τόπῳ ἀγαθοποιοῦ ἐν ἑτέρῳ γενεθλίῳ , βλαβήσεται
δὲ καὶ ἡ Σελήνη ἐκλείπουσα , καὶ μάλιστα ἐν τῷ γενεθλίῳ ζῳδίῳ ἢ τοῖς τούτου τριγώνοις , ἔτι δὲ καὶ
3926058 ἑλωδες
δὲ καὶ πρὸς τὴν τῶν χωρίων φύσιν , κἂν μὲν ἑλῶδες ᾖ , τοὺς ἑλείους , ἐὰν δὲ τραχύ ,
ἄνθρωποι μάλιστα , καὶ τὸ χωρίον ἅμα ἐν ᾧ ἐστρατοπεδεύοντο ἑλῶδες καὶ χαλεπὸν ἦν , τά τε ἄλλα ὅτι ἀνέλπιστα
3915963 τιθετε
πρὸς τὸν χορόν : σίγα σῖγα , λευκὸν ἴχνος ἀρβύλης τίθετε , μὴ κτυπεῖτ ' : ἀποπρὸ βᾶτ ' ἐκεῖς
γίγνεσθαι . σπουδάζοντα δ ' εἴ με τιθέναι βούλεσθε , τίθετε : πάνυ γὰρ οὖν προσδοκῶ νῦν ὑμᾶς εὑρήσειν ,
3909254 κηπον
ὄρχος χρύσεος ἦν . ἔστι δ ' ὅτε δὴ καὶ κῆπον δηλοῖ . Ἀπίων δὲ ἐτυμολογεῖ παρὰ τὸ ὄρνυσθαι τὴν
, καὶ ὁσάκις σοι τούτων δεῖ , ὡς εἰς οἰκεῖον κῆπον βαδίζων λάμβανε ” . Μεθ ' ἡμέρας πάλιν εἰς
3905354 σξʹ
λιμένα ἔχει καὶ ὕδωρ . Ἀπὸ Βιέννου εἰς Φαλάσαρναν στάδιοι σξʹ : ὅρμος ἐστὶν , ἐμπόριον , πόλις παλαιά :
δεξιὸν παραπλέοντι Ῥόδον , στάδια υʹ : ἐπὶ Τῆλον στάδια σξʹ : ἐπὶ Λακτῆρα τῆς Κῴας στάδια τκʹ : ἐπὶ
3894605 ὑψηλοκρημνοις
] ὁ Ζεύς ἐφεῖτο ] ἐνετέλλετο τόνδε ] τὸν Προμηθέα ὑψηλοκρήμνοις ] ταῖς ὑψηλοὺς κρημνοὺς ἐχούσαις Τὸν λεωργὸν : τὸν
ἐκ δευτέρου εἰρημένον πέτραις : οὐ μόνον ταῖς πέτραις οὔσαις ὑψηλοκρήμνοις , ἀλλὰ καὶ πέτραις ἐμπέδοις καὶ στερεαῖς . εἰσὶ
3890825 Ῥηβαν
εἰρεσίῃ δ ' ἀλίαστον ἔχον πόνον . αἶψα δὲ τοίγε Ῥήβαν ὠκυρόην ποταμὸν σκόπελόν τε Κολώνης , ἄκρην δ '
ὁ περίπλους οὕτως ἔχει . Ἀπὸ Ἱεροῦ Διὸς Οὐρίου εἰς Ῥήβαν ποταμὸν εἰσὶ στάδιοι Ϙʹ . Ἀπὸ δὲ Ῥήβα ἐπὶ
3889456 λαδ
ἄρα τῆς τοῦ δηλ ἡμικυκλίου ἀναφορᾶς χρόνος πρὸς τὸν τοῦ λαδ ἡμικυκλίου ἀναφορᾶς χρόνον λόγον ἔχει ὃν ζʹ πρὸς εʹ
* * | * τενλ ? ? * | * λαδ ? * | * ποινιν ? * | *
3882383 ἐπικαλυψας
ἐπίπλους παρ ' Ἐπιχάρμῳ ἐν Βάκχαις : καὶ τὸν ἀρχὸν ἐπικαλύψας ἐπιπλόῳ . καὶ ἐν Θεαροῖς : ὀσφύος τε πέρι
τὸ μόριον βαλὼν εἰς ὀρόβιον ὠμόν , καὶ ἄλλο ὀρόβιον ἐπικαλύψας πίλησον , ὥστε μὴ ἔχειν ἀνάπνοιαν μηδαμόθεν , καὶ
3878029 νον
ποίησεν εὔυδρον . . . . , . [ ] νον ? , ἔδωκεαν [ ! ! ! ! !
[ ! ! ] ! ? ! [ [ ] νον ? ἐκτελεῖ γλυκὺν [ [ περιέχους ] ' ἐν
3869807 ἀγγος
] χύτρας εἶδος ὁ ἐχῖνος . κατέαξ ' ἐχῖνον : ἄγγος τι χαλκοῦν , ἢ καὶ ἐκ κεράμου , ἃ
, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον : κοσμήσας δὲ τῷ
3866984 ημερα
. . . . . . . . [ ] ημερα του ? [ ] [ ] ος ? και
] ν ολου του ? [ ] [ ] ! ημερα του [ ? ] [ ] τος ? και
3866669 Ὀλυμπιου
, πρῶτον κίρναμεν κρατῆρα . ὁ πρῶτος οὖν κρατὴρ Διὸς Ὀλυμπίου , ὁ δεύτερος Γῆς καὶ ἡρώων , ὁ τρίτος
τῆς Ὑγιείας δείκνυσινἀνάθημα τοῦτ ' ἦν Ὀλυμπίου τοῦ πατρός . Ὀλυμπίου διὰ χρόνου πάλιν οἴκαδε εἰσελθόν , ἥρπαστο γὰρ ὑπ
3859293 ἰαψειν
] εἰκονισμένον . . δαροβίοις ] τοῖς ἀϊδίοις . . ἰάψειν ] ῥίψειν : φονευθεὶς γὰρ πεσεῖται . . Βορραίαις
εἴκασμα βροτοῖς τε καὶ δαροβίοισι θεοῖσιν , πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν . οὕτως γένοιτο . τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω
3858401 ἐπανατεινασθαι
ἐροῦμεν , ὡς ἴσον ἔστι τόδε τῷδε : τὸ γὰρ ἐπανατείνασθαι συνεχῶς κατ ' αὐτοῦ τὰς χεῖρας , ἴσον ἐροῦμεν
. τὸ μέντοι περὶ τοῦ ξύλου λεγόμενον , λέγεται δὲ ἐπανατείνασθαι μὲν αὐτὸ διαλεγομένῳ τῷ Ἀπολλωνίῳ , μὴ καθικέσθαι δέ
3850778 πορον
φόνιον ἐξίει κάλων , ὡς ἂν πορεύσας δι ' Ἀχερούσιον πόρον τὸν καλλίπαιδα στέφανον αὐθέντηι φόνωι γνῶι μὲν τὸν Ἥρας
πηγὰς τοῦ Νείλου εἶναι , καὶ βάθος ἄβυσσον ἔχειν τὸν πόρον κατὰ τοῦτον τὸν τόπον . νήσους δ ' ὁ
3848574 δεξασθε
νέμεσθε αἰγίδι καὶ στρεπτοῖς ζωσάμεναι θυσάνοις , τέκνα θεῶν , δέξασθε Φιλήτιδος ἱερὰ ταῦτα δράγματα καὶ χλωροὺς ἐκ καλάμης στεφάνους
, αἰγίδι καὶ στρεπτοῖς ζωσάμεναι θυσάνοις , τέκνα θεῶν , δέξασθε Φιλήτιδος ἱερὰ ταῦτα δράγματα καὶ χλωροὺς ἐκ καλάμης στεφάνους
3848313 βασαι
, ὅπως τὸ στάσιμον ᾄσῃ . * : πεδοῖ δὲ βᾶσαι : βούλεται στῆσαι τὸν χορόν , ὅπως τὸ στάσιμον
δέσποιναν εἴργους ' ἀγχόνης κάμνω , φίλαι : ὑμεῖς δὲ βᾶσαι τῶνδε δωμάτων ἔσω θανάτου νιν ἐκλύσασθε : τῶν γὰρ
3816867 κεστον
χείλεσιν αὐτῆς ἐκάθισεν ἡ Πειθώ . ἅπαντα ἐκείνη γε τὸν κεστὸν ὑπέζωστο , ὅλαις ταῖς Χάρισι τὴν Ἀφροδίτην δεξιωσαμένη .
φύλλα . Δίδωσι δ ' ἐγκόλπιον τῷ ἔαρι καὶ τὸν κεστὸν ἱμάντα , ἔνθ ' ἔνι μὲν φιλότης , ἐν
3816725 χρεος
στήλην , ἣν ἐκάλουν ὅρον , ἐν ᾗ ἐκεχάρακτο τὸ χρέος καὶ ὁ χρήστης , ἵνα μὴ πλανηθεὶς ἕτερος ὡς
οὐ βούλεται , οὐδὲ δεύτερον εὐεργετηθεὶς ἐπίσταται , διὰ τὸ χρέος μὲν ἐν δουλείᾳ σχὼν μηδὲν ἐπαχθὲς , νῦν δὲ
3805189 πελαγεος
αὐτὸς ἑωυτοῦ , στάδιοι τριηκόσιοι καὶ τρισχίλιοι . Τούτου τοῦ πελάγεος τὸ στόμα ἐστὶ εὖρος τέσσερες στάδιοι , μῆκος δὲ
ἡ δὲ νῆσος καὶ τὸν λιμένα , προκειμένη πρὸ τοῦ πελάγεος , αὐτὴ ἐποίεεν . ἐνταῦθα πνεύματα μεγάλα ἐκ τοῦ
3798861 παρεκτεινειν
Βορμίλκας ἡγούμενος βαθεῖαν ἐποίει τὴν φάλαγγα , κωλύοντος τοῦ τόπου παρεκτείνειν ἐπὶ πλεῖον : τὰ δ ' ἅρματα καὶ τοὺς
ἀντιστρέφει καὶ συνεπεκτείνεται ἤτοι ἐξισοῦται : τοῦτο γάρ ἐστι τὸ παρεκτείνειν . ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ τὸ πλατύφυλλον οἷον συκῆ
3798087 δακτυλικον
τὸ δὲ βʹ παίων πρῶτος . τὸ δὲ δʹ ἤτοι δακτυλικὸν διπλοῦν ἢ τροχαϊκὸν πενθημιμερὲς εἴη ἄν . τὸ εʹ
αʹ τῆς στροφῆς . τὸ ζʹ ἐγκωμιολογικόν . τὸ ηʹ δακτυλικὸν πενθημιμερές . τὸ θʹ Στησιχόρειον ὁμοίως τῷ θʹ τῆς
3796151 νυχθημερον
, τὸ λεγόμενον Κριοῦ μέτωπον , ἀπέχον ἐκ Καράμβεως πλοῦν νυχθήμερον . Ἀπὸ δὲ Καράμβεως εἰς πόλιν Καλλίστρατιν τὴν καὶ
ἀγγεῖον ἕτερον ὄξος , γλοιοῦ πάχος , καὶ δὸς ὀπτηθῆναι νυχθήμερον λελειοτριβημένον δὲ ξανθόν . Ἐκ τούτου δὲ ἐπίβαλε ἄργυρον
3790202 ἐξεβληθη
Ἑστίας : Περιττὸν ἦν ἐνταῦθα τὸ λέγω , διὸ καὶ ἐξεβλήθη παρ ' ἐμοῦ . ὀφείλει δὲ ἄνω κεῖσθαι ,
εἰς ἀρσενικὸν ἀνήνεγκε τὸν λόγον . * ἐξέδραμε γυίων : ἐξεβλήθη τῶν μελῶν * ἐξόθεν : ἔκτοτε ἐξ ἐκείνου *
3786355 τελωνιον
Ποσειδίππου Κώδωνι : τὸν παῖδ ' ἄνω σπεύδοντα πρὸς τὸ τελώνιον δεκατηλόγια , δεκατευτήρια , πεντηκοστολόγια , φυλακτήρια . ἀλλὰ
δὲ ἄπορον νεμόμενοι , δυναστείαν ἕκαστος ἰδίᾳ περιβεβλημένος ἴδιον καὶ τελώνιον ἔχει , καὶ τοῦτ ' οὐ μέτριον . χαλεπὸν
3785902 ἐσοδος
μάλιστα τόδε . τέμενός ἐστιν ἐν αὐτῷ Λυκαίου Διός , ἔσοδος δὲ οὐκ ἔστιν ἐς αὐτὸ ἀνθρώποις : ὑπεριδόντα δὲ
. Χρόνῳ δ ' ἐκ τῶν ἀπόρων ἐφάνη δή τις ἔσοδος τοῖσι βαρβάροισι : ἔδεε γὰρ κατὰ τὸ θεοπρόπιον πᾶσαν
3782715 βορειοτερον
τὸν μὲν ἐπὶ τῆς καρδίας τοῦ Λέοντος Τιμόχαρις μὲν ἀναγράφει βορειότερον τοῦ ἰσημερινοῦ μοίραις κα γʹ , Ἵππαρχος δὲ κ
καὶ ὡς ἐπὶ τῆς ἐκφύσεως τῆς οὐρᾶς Ἀρίστυλλος μὲν ἀναγράφει βορειότερον τοῦ ἰσημερινοῦ μοίραις ξη ∠ ʹ , Ἵππαρχος δὲ
3776190 Ἀχω
Λύδᾳ . ὡς Ἀχὼ τὸν Πᾶνα , τόσον Σάτυρος φλέγεν Ἀχώ καὶ Λύδα Σατυρίσκον : Ἔρως δ ' ἐσμύχετ '
. Ἤρατο Πὰν Ἀχῶς τᾶς γείτονος , ἤρατο δ ' Ἀχώ σκιρτατᾶ Σατύρω , Σάτυρος δ ' ἐπεμήνατο Λύδᾳ .
3774678 ημων
δε φησιν ακουσον [ ] [ ] ! υ̇ν καθ ημων κα [ ] [ ] ! και οργιζομεν !
[ ] [ ] ! τη ? [ ] γη ημων [ ] [ ] ταις ? σου [ ]
3773732 πωμα
ᾧ τὰ κακὰ ἐγκέκλειστο μετὰ τῆς Ἐλπίδος ⌊ ἐπέμβαλε ⌋ πῶμα πίθοιο : πῶς ἡ γυνὴ ἐλθοῦσα ἐπὶ κακοποιΐᾳ ἐπέσχεν
, σκέψαι τόδ ' οἷον Ἑλλὰς ἀμπέλων ἄπο θεῖον κομίζει πῶμα , Διονύσου γάνος . ὁ δ ' ἔκπλεως ὢν
3772317 ἑπτασταδιον
περὶ ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνταῦθα δ ' ἔστι τὸ ἑπταστάδιον ὅπερ ἔζευξε Ξέρξης , τὸ διορίζον τὴν Εὐρώπην καὶ
: τὴν ναῦν . ζυγὸν ἀμφιβαλών ] ἐγεφύρωσε γὰρ τὸ ἑπταστάδιον ταῖς ναυσὶ συνδήσας αὐτὰς καὶ γῆν ἐπιβαλὼν , ὥστε
3770381 ἐπακτου
αὑτοῦ , ἕως ἂν καθήρῃ σωφροσύνης , μανίας δὲ πληρώσῃ ἐπακτοῦ . Παντελῶς , ἔφη , τυραννικοῦ ἀνδρὸς λέγεις γένεσιν
ἑκατόν ἐστι περίοδος , τοῦ δὲ ἐπὶ τῇ προθύσει περίμετρος ἐπακτοῦ πόδες δύο καὶ τριάκοντα : τὸ δὲ ὕψος τοῦ
3770058 διδομενον
τὸ ἐπίθυμον πλῆθοϲ # δ ἐν ὀρῷ γάλακτοϲ ἢ μελικράτῳ διδόμενον , εἰϲ ὕϲτερον δὲ καὶ διὰ τῆϲ ἱερᾶϲ τὸν
τὸ κείμενόν τι ἀνελέσθαι , δέξασθαι δὲ τὸ ἐκ χειρὸς διδόμενον . λέπας καὶ λεπὰς διαφέρει . λέπας μὲν γάρ
3765097 ἀγαγον
τὸ αὐτὸ δὲ καὶ παρακατιὼν νοήσεις τὸ , Νῆες μὲν ἄγαγον ποποῖ , νῆες δ ' ἀπώλεσαν τοτοῖ . .
πλόον ἠρνήσαντο καὶ ὅρκους Αἰγιαλήων . Αὖλίν τέ σφ ' ἄγαγον Πεσσά τε Ναυπλιάδαο Πολλάκι οὑ κλισίῃσι Πυληγενέεσσί τε νηυσὶν
3764587 νοτιαις
ὠκείαις πτερύγεσσι δονούμενον ἔνθα καὶ ἔνθα , ἔλθοις σὺν νεφέλαις νοτίαις , ὄμβροιο γενάρχα : τοῦτο γὰρ ἐκ Διός ἐστι
, ὅπερ ὁρῶμεν ἐπὶ τῶν νεφῶν ἐνίοτε συμβαῖνον ἐν ταῖς νοτίαις ἡμέραις , τυπουμένων ἰδεῶν παντοδαπῶν , τοῦτο γίνεσθαι καὶ
3764226 ὀχετος
μέρος τι τοῦ κήπου , ὥσπερ ἡ πρασιὰ καὶ ὁ ὀχετός : Δίδυμός φησιν . ὅπωϲ τὸ ἀνώμαλον τοῦ χωρίου
αὐτό : ἀμαμάξυδες . . . . ἀμάρα : ὁ ὀχετός , ῥεῖν . . . . ἁμαρτία : κυρίως
3762142 λινον
θηρὸς ὅτι τάχιστα , μὴ καὶ θυμήνας ῥήξῃ τότε τὸ λίνον ἐνδακὼν ἢ καὶ διασπάσῃ τοῖς ὄνυξι καὶ ἀποδρὰς οἴχηται
κλωστῆρα . . . λίνου ] ἐν περιφράσει τὸν κλωστὸν λίνον . ἄκου ' ] ἀντὶ τοῦ πείσθητι . τιμήσας
3760570 Κηναιον
ἄμεινον δὲ Διομήδειος . Δῖον , πόλις Εὐβοίας περὶ τὸ Κήναιον . Ὅμηρος ” Κήρινθόν τ ' ἔφαλον Δίου τ
Τραχῖνα πεζῇ στάδιοι τετταράκοντα , πλοῦς δ ' ἐπὶ τὸ Κήναιον ἑβδομήκοντα . ἔξω δὲ Πυλῶν εὐθὺς ὁ Σπερχειὸς ἐκδίδωσιν
3758590 ἀγκαλαις
καὶ μάλα πεινῶσι συμμάχων : ὥστε μόνον οὐκ ἐν ταῖς ἀγκάλαις περιεφέρομεν αὐτοὺς ἀγαπῶντες . μετὰ δὲ τοῦτο ἐπεὶ ἑάλω
' ἠδὲ μέγας Ὠκεανός , ὃς πέριξ [ γᾶν ὑγραῖς ἀγκάλαις ] ἀμπέχει . Τότε λιπὼν Κυνθίαν νῆσον ἐπέβα [
3758444 ἐπισχει
ἐγενόμην ἐν τῷ Ποιμανηνῷ , χρηματίζει τε ὁ θεὸς καὶ ἐπίσχει τινὰς ἡμέρας : καὶ καθαίρει τὴν ἄνω , καὶ
καὶ τὸ εἰωθὸς σημεῖόν μοι γίγνεσθαι ἐγένετο ἀεὶ δέ με ἐπίσχει ὃ ἂν μέλλω πράττεινκαί τινα φωνὴν ἔδοξα αὐτόθεν ἀκοῦσαι
3758373 θακον
, τοὺς σοὺς δὲ πόνους ἀκοῦσαι βούλομαι . . κραιπνοσσυτὸν θᾶκον δὲ τὸν αἰθέρα φησί : ἐπ ' ἐκεῖνον γὰρ
ἐγώ . εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο , ἆρ ' οὐ σκότους ἂν ἀνάπλεως σχοίη
3758171 ΕΘΠ
τὸ ΔΘΣ πρὸς τὸ ΞΜΔ . ἴσον δὲ τὸ μὲν ΕΘΠ τοῖς ΑΣΚ , ΘΔΣ , τὸ δὲ ΡΜΖ τοῖς
οὖν ἐν σφαίρᾳ μέγιστος κύκλος ἐστὶν ὁ ΕΘΠ καὶ τὸν ΕΘΠ τέμνουσι δύο μέγιστοι κύκλοι οἱ ΡΟΠ , ϚΝΞ καί
3755736 χασμ
βαλανωτὸν ὀχῆα ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο . ταὶ δὲ θυρέτρων χάσμ ' ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι , πολυχάλκους ἄξονας ἐν σύριγξιν
, λέγων οὕτως : ἵνα πλημοχόας τάσδ ' εἰς χθόνιον χάσμ ' εὐφήμως προχέωμεν . ΠΡΙΣΤΙΣ ὅτι ποτηρίου εἶδος προείρηται
3748811 καταδυουσιν
τέλος δὲ νικῶσιν οἱ τοῦ Αἰολοκενταύρου καὶ νήσους τῶν πολεμίων καταδύουσιν ἀμφὶ τὰς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν : καὶ ἄλλας τρεῖς
Πελοποννησίους , τριήρεις δὲ τὰς μὲν αἱροῦσι , τὰς δὲ καταδύουσιν ὁμοῦ τῷ σκηπτῷ καὶ τοῖς πολεμίοις μαχόμενοι τοσοῦτον ἐποίησαν
3736163 κλημα
τρύπημα , πρίονι τέμνειν . καὶ λοιπὸν ἔστω τὸ ἐγκεντρισθὲν κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου . Δεῖ λαβεῖν δύο διάφορα κλήματα
πληθόμενος σταγόνι , οὐδ ' ἔτι τοι μάτηρ ἐρατὸν περὶ κλῆμα βαλοῦσα φύσει ὑπὲρ κρατὸς νεκτάρεον πέταλον . Νύμφαι Ἀνιγριάδες
3733081 χειμαζομενῳ
καταφυγάς , οὕτως δέδωκεν ὁ θεὸς τῷ κόσμῳ κυμαινομένῳ καὶ χειμαζομένῳ ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων τὰς συναγωγάς , λεγομένας δὲ ἐκκλησίας
δὲ φωνῆς τῆς ἡμετέρας Ἑρμαῖον ὄρος παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον χειμαζομένῳ . Νῦν δ ' , ὦ κρῆναι Λύκιόν τε
3730458 Ἰσαρος
. ὑπέρκεινται δ ' οἱ Μέδουλλοι μάλιστα τῆς συμβολῆς τοῦ Ἴσαρος πρὸς τὸν Ῥοδανόν . Ἐπὶ δὲ θάτερα μέρη τὰ
Ἰκόνιοι καὶ Μέδυλλοι . μεταξὺ δὲ τοῦ Δρουεντία καὶ τοῦ Ἴσαρος καὶ ἄλλοι ποταμοὶ ῥέουσιν ἀπὸ τῶν Ἄλπεων ἐπὶ τὸν
3729176 ὑδροροδινον
καὶ ληξοπύρετον . τούτου δὲ μὴ παρόντος ὑδρορόσατον δίδου ἢ ὑδρορόδινον : ἔξωθεν δὲ κηρωτὴ ῥοδίνη καλῶς σκευασθεῖσα : δεῖ
παραδόξωϲ καὶ δι ' ἐρίου χειροπληθοῦϲ τὸ ὑδρέλαιον θερμὸν ἢ ὑδρορόδινον ἐπιφερόμενον ἐξ ὑψηλοῦ κατὰ τοῦ ϲτέρνου ῥᾳδίωϲ ἀμβλύνει τῆϲ
3727158 ἐπεμβας
ἐν εἰρήνῃ . πολυκήτεα : πολλὰ θηρία ἔχοντα . Νεῖλον ἐπεμβάς : περὶ τῆς τοῦ Νείλου κλήσεως ἐν ἑνί που
σκεύη , δειπνοῦντα δ ' εὐθὺς ἦλθε δεσπότην κύσων νώτοις ἐπεμβάς . Ἐσχάτου δὲ κινδύνου θεράποντες ἐν μέσῳ ὡς εἶδον
3727046 ἀρθωμεν
“ πρὸς τὸ ” ἀρθῶμεν “ , τὸ δὲ ” ἀρθῶμεν “ πρὸς τὸ ” κορυφὰς ἐπὶ δενδροκόμους “ .
μέσων ὄντων † ἐκ στίχων ζʹ ἀναπαίστων τετραμέτρων καταληκτικῶν . ἀρθῶμεν φανεραὶ ] δεῦρο , ἵνα εἰς ὕψος ἐπαρθῶμεν .
3725321 ὠλενας
ὃν ἐπὶ χέρνιβας μολὼν Κάδμος ὄλεσε μαρμάρωι κρᾶτα φόνιον ὀλεσιθῆρος ὠλένας δικὼν βολαῖς ] ὁ μὲν οὖν Ἑλλάνικος λίθωι φησὶν
βροτῶν , ὑμεῖς ἀθέσμους εἰς ὕβρεις ὁμοσπόρων τὰς μισαδέλφους ὁπλίσαντες ὠλένας Κάϊν μολῦναι φοινίῳ πρῶτον λύθρῳ ἐπείσατον γῆν , καὶ
3718968 εὐρυχωρῳ
ΟΥΤΩΣ . Λάβε ὠὰ τέσσαρα : ἐν ἀγγείῳ βαλὼν ὀστρακίνῳ εὐρυχώρῳ : καὶ φυράσας ὀλίγον σεμιδάλεως μετὰ μέλιτος , κατάθου
δὲ τὸ ἀτύχημα ἰωμένη . Γέταν δὲ ὁ υἱὸς ἐν εὐρυχώρῳ τῆς οἰκίας ἔδοξε καίειν ὡς ἀπαγξάμενον καὶ λαθὼν ἐν
3718619 τεθˈμον
, σεμνὸν θάλος Ἀλκαϊδᾶν , πατρί ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθˈμόν τε μέγιστον ἀέθˈλων , Ζηνὸς ἐπ ' ἀκˈροτάτῳ βωμῷ
] σὺν πατˈρὶ Μναμοσύνᾳ [ ] τε τοῦτον ἔσχετε [ τεθˈμόν ] , κλῦτε νῦν : ἔραται [ ] δέ
3717645 Δρουεντια
πως τῷ Ῥοδανῷ : μῆκος τὸ μέχρι δεῦρο ἀπὸ τοῦ Δρουεντία σταδίων ἐστὶν ἑπτακοσίων . οἱ μὲν οὖν Σάλυες ἐν
χώραν τῶν τε Ἄλπεων καὶ τοῦ Ῥοδανοῦ μέχρι μὲν τοῦ Δρουεντία ποταμοῦ Σάλυες οἰκοῦσιν ἐπὶ πεντακοσίους σταδίους : πορθμείῳ δὲ
3711158 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
3710686 λειμωνα
ὀφειλομένην Ἀφροδίτηι , ἣ Χαρίτων γλυκύμορφον ἐρωτοτόκων ἀπὸ κήπων δρεψαμένη λειμῶνα χελιδονίου ῥοδεῶνος κάλλος ἑὸν φαίδρυνε ῥόδων εὐώδεϊ χαίτηι :
δηλοῖ τὸ φυτόν , ὀξυτόνως δὲ τὸν τόπον : ἀσφοδελὸν λειμῶνα . ἁπλότης μωρίας διαφέρει . ἁπλότης μὲν γάρ ἐστι
3709878 κυκλωι
, καὶ τοῦτο εἰς ἄπειρον ἰέναι ; ἢ καὶ ἀνακάμπτειν κύκλωι , ὥστε τὸ ἕτερον ἐκ τοῦ ἑτέρου γεγονέναι ,
προσδέρκομαι Τροίαθεν ἐλθών , τῆι δ ' ἰδὼν καταστένω : κύκλωι γὰρ εἱλιχθεῖσαν ἀθλίοις κακοῖς οὐπώποτ ' ἄλλην μᾶλλον εἶδον
3702589 καινῃ
φολίδα καὶ τὰ ἐντὸϲ αὐτῶν ἀφελὼν τὰ λοιπὰ ἕψει ἐν καινῇ χύτρᾳ μετὰ ἀνήθου , ἕωϲ οὗ χωριϲθῶϲιν αἱ ἄκανθαι
, λείωσον ἐν θυείᾳ ἀσφαλῶς : καὶ βαλὼν ἐν χύτρᾳ καινῇ , στῆσον εἰς κυθρόποδα , καὶ περιχρίσας πέριξ πηλῷ
3702007 Νικας
πάντᾳ κέλευθος ὑμετέραν ἀρετὰν ὑμνεῖν , κυανοπλοκάμου θ ' ἕκατι Νίκας χαλκεοστέρνου τ ' Ἄρηος , Δεινομένευς ἀγέρωχοι παῖδες :
Ἐλπίδι ἢ Πλούτῳ παρὰ πότον αὐτὸν εἰσήγαγεν . . : Νίκας δὲ ἔλαβεν εἴκοσιν , ὥς φησι Καρύστιος . :
3701300 ἀδυτον
, ἀλλὰ τῆς κεφαλῆς περιελομένη τὸ κάλυμμα ἐπί τι οἴκημα ἄδυτον ἐμφερὲς σπηλαίῳ ἐξώρμα , καὶ ἡ μὲν ἐδεδύκει τῷ
αἰξίν . ὅσοις μὲν δὴ καθαγίσασι τὰ ἱερεῖα ἐς τὸ ἄδυτον ἀποστεῖλαι * * * πεποιημένους ἀρχήν , καθελίξαι δεῖ
3701206 τοιχον
παντὸς μέσον διὰ τῆς μολιβδίδος τὸ ἔργον εὐθύνοντι καὶ τὸν τοῖχον ἀνιστῶντι ὀρθόν τε καὶ ἀπαρέγκλιτον . καὶ τούτοις μὲν
τὴν κουφότητα ἄνω καὶ ἔτι τῶν ξύλων , οὕτω τὸν τοῖχον συνεστηκέναι : ἐμβροντήτου γὰρ τοῦτό γε καὶ οὐδέποτε οἰκοδομουμένην
3700666 τελεσαντες
κραδίῃσι τεθηπότες . Οἳ δ ' ἄρ ' Ἀθήνης προφρονέως τελέσαντες ἀπεχθέα Τρωσὶν ἐφετμὴν ἄμφω ἀιστώθησαν ὑπὸ χθόνα : τῶν
, ταύτας λέγεσθαί φασιν : ἐφ ' ἃς ἐρχόμενοι οἱ τελέσαντες τὸν πλοῦν καὶ θύοντες τῷ Ἡρακλεῖ διαβοηθῆναι παρεσκεύασαν ,
3700390 ὑπερκειμενον
. ἐν δὲ τούτοις ἐστὶ καὶ τὸ Μάσιον , τὸ ὑπερκείμενον τῆς Νισίβιος ὄρος καὶ τῶν Τιγρανοκέρτων . ἔπειτα ἐξαίρεται
ἐπ ' αὐτοῦ τοῦ κρημνοῦ τοῖχον , προβιβάσας παραδόξως τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ . χρυσοῦν τε κριὸν τῇ Ἀφροδίτῃ τῇ
3697728 φρασαις
' . . . ἀταρπόν καὶ οὔτε . . . φράσαις . . . , εἰ δέ τις ἐπιθυμεῖ καὶ
εἰς ἀδικίαν ἐχρήσατο . ὅτι θανόντων μὲν ἕως ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἐγκρίνει τὴν παλιγγενεσίαν . λέγει οὖν :
3695775 σηκος
κατὰ τὴν Μέμφιν , ὅπου δείκνυται μέχρι τοῦ νῦν ὁ σηκός , ὑπάρχων ἐν τῷ τεμένει τοῦ Ἡφαίστου . ἔνιοι
μακρᾷ παραληγόμενα βαρύνεται : Φῶκος Σῶκος ταῦκος . τὸ δὲ σηκός ὀξύνεται . τὰ δὲ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : γλαυκός λευκός

Back