ποταμοῖς νίψετ ' ἀεικὲς ἔπος . ἡ δ ' ὅταν ἀρνῆται μελεὸν γάμον ἀγλαὸς Ἀνθεύς , δὴ τότε οἱ τεύξει
, μὴ σὺ μὲν αἰτῇς ἄλλον , ὃ δ ' ἀρνῆται , σὺ δὲ τητᾷ , ἡ δ ' ὥρη
5673794 ἀλεγεινοι
δορή δορέη ] ξείνια ξεινήια , πολέμια πολεμήια , ἀλγεινοί ἀλεγεινοί . Διαίρεσις δέ ἐστι συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάλυσις ἢ διάστασις
πυλῶν πυλέων , Εὔτυχον Εὐτύχιον , πολέμια πολεμήϊα , ἀλγεινοί ἀλεγεινοί , Ἡρακλεία Ἡρακληεία δύναμις . Συγκοπή ἐστιν ἀποκοπὴ συλλαβῆς
5628365 Κρηθηος
, ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι , φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο : ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ ' Ἐνιπῆος
, ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι : φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο : εἶτα τὸ ἑξῆς : τοὺς
5602057 πεμπεν
Πηλεύς ἤματι τῷ , ὅτε ς ' ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπεν , „ τέκνον ἐμόν „ : σημειοῦνταί τινες ὅτι
ἵν ' ᾖ τῆς ἑαυτοῦ . τῷ κε καὶ ἐλδομένους πέμπεν : παρατατικὸν εἴληφεν ἀντὶ συντελικοῦ , καὶ ἔστιν ὑπερβατὸς
5595680 ἱκηαι
: ἆσσον ἴθ ' ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ ' ἵκηαι . Τὸν δ ' οὐ ταρβήσας προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ
σόφος Ἀρχέστρατος : λάμβανε δ ' ἐκ Γαίσωνος ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα .
5578170 ἐπενησε
καὶ ὕστερον αὖτε τὰ πείσεται , ἅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ , ὅτε μιν τέκε μήτηρ καὶ μοῖραν δ
δ ' οὔτινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν καὶ τὸ γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ , ὅτε μιν τέκε μήτηρ . Εἰ δὲ
5526438 μολῃ
προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται , δέρκου θαρσῶν : ὁπόταν δὲ μόλῃ δεινὸς ὁδίτης , τῶνδ ' ἐκ μελάθρων πρὸς ἐμὴν
τύραννον ἐμπορεύεται , κείνου ' στὶ δοῦλος , κἂν ἐλεύθερος μόλῃ , ” ἐνέβαινεν ἐς τὸ σκάφος . καὶ ἐν
5514641 φατις
οἷα σοφοὶ τέκτονες ἅρμοσαν [ ἀνθρώπων ] . ἀνθρώπων δὲ φάτις περιφραστικῶς , ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι . ἢ προστίθεμεν τὸ
Φάλαριν τὸν ἐν τῷ χαλκῷ βοῒ κατακαύσαντα τοὺς ἀνθρώπους αἰσχρὰ φάτις ἔχει . τὸν δὲ τοῦ Φαλάριδος ταῦρον οἱ Ἀκραγαντῖνοι
5438505 πειρησαι
φέροις ἀνελὼν ἀέκοντος ἐμεῖο : εἰ δ ' ἄγε μὴν πείρησαι ἵνα γνώωσι καὶ οἷδε : αἶψά τοι αἷμα κελαινὸν
οὖν γενεὴν ἐδάης ἵππων τε καὶ αὐτοῦ , καὶ δόρατος πείρησαι ἀτειρέος ἡμετέροιο γνώμεναι ἀντιβίην : γενεὴ δέ οἱ ἐν
5436075 Λυσσαν
Λοίγια : χαλεπά , ὀλέθρια . Λυγρά : χαλεπά . Λύσσαν : μανίαν . εἴρηται παρὰ τὸ λύειν τὸν νοῦν
πάντ ' ἐτέλεσσεν , εἰ μή οἱ Τριτωνὶς ἀάσχετον ἔμβαλε Λύσσαν : κήδετο γὰρ φρεσὶν ᾗσι πολυτλήτου Ὀδυσῆος ἱρῶν μνωομένη
5413892 ὀφρ
' ἐπιβαίην : ὑπέρβατόν ἐστι . τὸ δὲ ἑξῆς : ὄφρ ' ἐπιβαίην νηός , ἐπιβάντι δὲ τῆς νηὸς ἡ
μήδετο θυμός , εἰ μή σφεας κατέρυξε θεῶν νόος , ὄφρ ' Ἀχιλῆος ἔλθοι ἀπὸ Σκύροιο θοὸς πάις , ὅν
5411175 ὠλεσαν
? δὴ περιρρύτας ? [ ? ? ποτ ' αἴας ὤλεσαν [ ] ? ? ῥυσίπτολιν ? ? ? ?
σπουδῆς ἀγορεύεις , ἐξ ἄρα δή τοι ἔπειτα θεοὶ φρένας ὤλεσαν αὐτοί , ὃς κέλεαι Ζηνὸς μὲν ἐριγδούποιο λαθέσθαι βουλέων
5379962 τεκνοισιν
μάλα λιγὺ πότνια μήτηρ , οὐδ ' ἄρ ' ἔχει τέκνοισιν ἐπαρκέσαι , ἦ γάρ οἱ αὐτῇ ἆσσον ἴμεν μέγα
Πελιάδας κόρας πατέρα κατώικει τήνδε γῆν Κορινθίαν ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν , ἁνδάνουσα μὲν † φυγῆι πολιτῶν † ὧν ἀφίκετο
5378342 ἀφνειον
, ἐμῶν μέγαν οἶκον ἀνάκτων , μητέρα πασάων πολίων , ἀφνειὸν ἔδεθλον . τῇ δ ' ἐπὶ Καμπανῶν λιπαρὸν πέδον
προλελεγμένοι ὧν ὄφελός τι , ἵκετο χὠ ταλαεργὸς ἀνὴρ ἐς ἀφνειὸν Ἰωλκόν , Ἀλκμήνας υἱὸς Μιδεάτιδος ἡρωίνας , σὺν δ
5368999 λαβηι
; παύσεθ ' οὗτος ἀπομανεὶς ὅταν λογισμὸν ὧν ποεῖ νυνὶ λάβηι . παρατενεῖς , γύναι . βαδίζω νῦν ἐκείνωι προσβαλῶν
φησὶν ἐκδώσειν ἐκείνην , ἡνίκ ' ἂν ὁμότροπον αὑτῶι νυμφίον λάβηι . λέγεις οὐδέποτε . μὴ δὴ πράγματ ' ,
5353591 τοθ
Οὐρανίδῃ μέγ ' ἄνακτι , θεῶν προτέρων βασιλῆι . τὸν τόθ ' ἑλὼν χείρεσσιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν , σχέτλιος ,
νέμεσθαι , ὄντων παίδων ἐκ τῆς γυναικὸς Φορμίωνι τουτῳί , τόθ ' ὡμολόγεις κυρίως δόντος τοῦ πατρὸς τοῦ σοῦ κατὰ
5345248 κεινος
τοῖς καλοῖς μηδὲ μισῇ τὰ μὴ καλά ; ἢ ' κεῖνος ὃς ἂν τῇ μὲν φωνῇ καὶ τῷ σώματι μὴ
αὐτὸς νοέῃ μήτ ' ἄλλου λέγοντος ἐν θυμῷ βάλληται , κεῖνος δ ' αὖτ ' ἀχρήϊος ἀνήρ . οἱ δὲ
5338406 νοησω
: ” ὃν δ ' ἂν ἐγὼν ἀπάνευθε νεῶν ἐθέλοντα νοήσω , αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι . “ οὐκοῦν τὴν
καὶ η εἰς ω μέγα , οὕτω καὶ παρὰ τὸ νοήσω , νώσω , καὶ ἐκ τούτου νῶσσα , καὶ
5316962 πομποι
καὶ ἰχθύν : ἢ αὐτὸν τὸν ἰχθὺν περιφραστικῶς . Ὡς πόμποι δόμον ἰθύνουσιν , ἰθύνουσί φησι τὸν καὶ νῆα ὄντα
καὶ ἰχθύν : ἢ αὐτὸν τὸν ἰχθὺν περιφραστικῶς . Ὡς πόμποι δόμον ἰθύνουσιν , ἰθύνουσί φησι τὸν καὶ νῆα ὄντα
5313050 δαμαρ
' ἐλευθέριος , δωροφόροις δὲ χέρεσσιν ἐδέξατο Νεῖλος ἄνακτα καὶ δάμαρ ἡ χρυσέοις ? ? πήχεσι λουομένη ἀπτόλεμον καὶ ἄδηριν
ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον μὲν οὖν
5305756 κἠς
ἐρεῖς , λαλήσει . μᾶ , χρόνωι κοτ ' ὤνθρωποι κἠς τοὺς λίθους ἔξουσι τὴν ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης
. ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί , μονώτατος . οὔτ
5285064 κασιγνητοι
, Ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μίξιν ποιεῦνται , ἵνα κασίγνητοί τε ἀλλήλων ἔωσι καὶ οἰκήιοι ἐόντες πάντες μήτε φθόνῳ
πέλοιτο . Θοοὶ δέ οἱ ἄνδρες ἕποντο , Ἕκτορος ἀγχεμάχοιο κασίγνητοί τε φίλοι τε , ὄβριμον ἐν στέρνοισιν ἀναπνείοντες Ἄρηα
5266719 ξεινος
αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον , ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων , μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀηδήσειεν , ὑπερφιάλοισι μετελθών , ἠδ
σχεθέτω , ἵν ' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες , ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος , ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτω : εἵνεκα γὰρ ξείνοιο
5252668 κουρη
ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν ὡς τὸ ἀσπιδιῶται καὶ εὐκνήμιδες . κούρη θ ' ἥ : τὴν Δήμητράν φησι καὶ τὴν
ζωοῖσι πέλονται , μνήσαθ ' ὁμηλικίης περιγηθέος , οἷά τε κούρη : καί τέ οἱ ἠέλιος γλυκίων γένετ ' εἰσοράασθαι
5252479 γενεην
' ὥριον ἄνδρα γάμου μεμνημένον εἶναι καὶ παίδων ζητεῖν ἐξοπίσω γενεήν . τῇ δ ' ἕκτῃ περὶ πάντα καταρτύεται νόος
Ἄργον Ἀθηναίης καμέειν ὑποθημοσύνῃσι : νῦν δ ' ἂν ἐγὼ γενεήν τε καὶ οὔνομα μυθησαίμην ἡρώων , δολιχῆς τε πόρους
5244889 ἀμφικτιονων
ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν : πόντου τε γέφυρ ' ἀκάμαντος ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι Κρεοντίδαν τίμασε Ποσειδάνιον ἂν τέμενος : βοτάνα
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται πρόξενοί τ ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ' ὀρφανοί ὕβˈριος : ὅσσα δ '
5244662 φῃ
δὲ τρόπος καὶ πρὸς τὰ ἀνωτερικά . ἢν δὲ μηδέποτι φῇ μήτε ἄνω μήτε κάτω κεκαθάρθαι ἢ πεπωκέναι φαρμάκων ,
, τοὺς δὲ Κραννωνίους Ἐφύρους , ὥστε διαπορεῖν , ὅταν φῇ ὁ ποιητής ” τὼ μὲν ἄρ ' ἐκ Θρῄκης
5242541 μητισομαι
ἂν ἐγὼν ἀπάνευθε νεῶν ἐθέλοντα νοήσω , αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι . Ἐν δὲ ταῖς μάχαις ὃν μὲν τρόπον καὶ
ἂν ἐγὼν ἀπάνευθε νεῶν ἑτέρωθι νοήσω , αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι , οὐδέ νυ τόν γε γνωτοί τε γνωταί τε
5236235 μνηστηρες
κλέος ἔστ ' ἀνὰ ἄστυ ; ἤ ῥ ' ἤδη μνηστῆρες ἀγήνορες ἔνδον ἔασιν ἐκ λόχου , ἦ ἔτι μ
τε δμώεσσι παρέστι χοίρε ' , ἀτὰρ σιάλους γε σύας μνηστῆρες ἔδουσιν ” . ἐν γοῦν τοῖς ἑξῆς φησι “
5230774 εὐτ
τοῖς μεγάλα φρονοῦσιν ἐπάγουσιν , ἀπροσδοκήτως καταβάλλοντες αὐτούς . . εὖτ ' ἂν ] ὁπηνίκα . . τέμενος ] τὸν
ἄλοχον Κρονίδαο Διὸς λάθον , ἀλλά οἱ Ἶρις πέφραδεν , εὖτ ' ἐνόησεν ἀπὸ μεγάροιο κιόντας : αὐτὴ γάρ μιν
5226077 ἐνεπουσι
ἔργων , νύμφην ἱμερόεσσαν ἐμοὶ κατένευσεν ὀπάσσαι , ἣν Ἑλένην ἐνέπουσι , κασιγνήτην Ἀφροδίτης , ἧς ἕνεκεν τέτληκα καὶ οἴδματα
αὐτῶν καὶ Καλλίμαχος οὕτως : Ἰηπύγων ἔγχος ἀπωσάμενοι . Εὐρυτέρην ἐνέπουσι ] τὴν μείζονα , ἐπεὶ ὡς πρὸς νότον νένευκεν
5217481 Ἀνθευς
πολίτης Ἀνθανεύς . . . Ἄνθεια : πόλις Πελοποννήσου . Ἀνθεύς . ἔστι καὶ ἑτέρα τοῦ Πόντου ἔστι καὶ Ἰταλίας
τε τοῖς ἀρχαίοις πολίσμασι καὶ ὁμώνυμοι : Μεσατεὺς γὰρ καὶ Ἀνθεύς τε καὶ Ἀροεύς ἐστιν αὐτοῖς τὰ ὀνόματα . ταῦτα
5212028 ἐπισσευεσθαι
τις πάθους : Ἕκτωρ δὲ Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀύσας νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι , ἐᾶν δ ' ἔναρα βροτόεντα : ” ὃν
. Ἕκτωρ δὲ Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀύσας : ” νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι , ἐᾶν δ ' ἔναρα βροτόεντα : ἡ διπλῆ
5208626 εἰν
τῷ βίῳ . Οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις . Φιλόμουσον εἶν ' αὐτὸν πάνυ , ἀκούσματ ' εἰς τρυφήν τε
πρότερον ἁμαρτίας . Εἶτ ' ἄτιμόν φημι χρῆναι μηδέν ' εἶν ' ἐν τῇ πόλει . Καὶ γὰρ αἰσχρόν ἐστι
5206662 ποιναν
ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον : οἷσιν γὰρ ἂν Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται , εἰς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων
ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον̄ ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι , δεξάμενον θαλερὰν
5198849 ἐμευ
τε σὺ Κάλχαν εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις , οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο σοὶ κοίλῃς παρὰ νηυσὶ
Περσεφόνα , τὸν ἐμὸν πόσιν : ἐσσὶ γὰρ αὐτά πολλὸν ἐμεῦ κρέσσων , τὸ δὲ πᾶν καλὸν ἐς σὲ καταρρεῖ
5193225 ˘˘ν
ὀρσιμάχου [ – – ˘χρυσέας – – ] [ – ˘˘ν – – – ] Ἀργείων Ὀδυσσεῖ [ Λαρτιάδᾳ Μενελάῳ
– – ] [ – – – – ] [ ˘˘ν – – – ] πυκιν˘˘γοὶ [ - ] [
5188692 γεινατο
φησί „ καὶ κούρην Ἀράβοιο , τὸν ” Ἑρμάων ἀκάκητα γείνατο καὶ Θρονίη , κούρη Βήλοιο „ ἄνακτος . ”
Ἀστερόπη δίη τε Κελαινὼ Μαῖά τε καὶ Μερόπη , τὰς γείνατο φαίδιμος Ἄτλας . Κυλλήνης ἐν ὄρεσσι θεῶν κήρυκ '
5184608 οἰκιαϲ
εὐκόλωϲ λειοῦϲθαι . οὕτωϲ εἶχεν ἀεὶ ἕτοιμον παρεϲκευαϲμένον ἐπὶ τῆϲ οἰκίαϲ τὸ φάρμακον , ὥρᾳ θέρουϲ καίων τοὺϲ καρκίνουϲ αὐτοὺϲ
καταϲβέϲαι . . . , . δεῖ τὴν ἐκ τῆϲ οἰκίαϲ ἐκπορευομένην ἐν τοιαύτῃ καταϲτάϲει εἶναι τῆϲ ἡλικίαϲ , ὥϲτε
5183900 πατρωιον
οὕτω τὸ παλιντράπελον πρὸς τὸ πότμον νόει , τὸ δὲ πατρώιον πρὸς τὸ πῆμα . ἔχει δὲ λόγον καὶ πρὸς
τ ' οὐλοχύτας τε παρέσχεθον . αὐτὰρ Ἰήσων εὔχετο κεκλόμενος πατρώιον Ἀπόλλωνα : “ Κλῦθι ἄναξ Παγασάς τε πόλιν τ
5177433 υἱε
Ἀγαμέμνων , καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : ὦ υἱὲ Πετεῶο διοτρεφέος βασιλῆος , καὶ σὺ κακοῖσι δόλοισι κεκασμένε
μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί . ” ἀκέονται οἷον ἡσυχίαν ἔχουσιν
5167045 εὐχηται
] ὑπακουσομένων , ἐάν τε ἐν τῇ | πατρίδι αὐτοῖς εὔχηται ἐάν τε , ὡς ἀνυστόν , ἐγγυτάτω | πέλας
ἀνὰ κράτος τὸ ἀδικεῖν ἀποδράσεται . τὸν δὲ Ἰσμαὴλ ὅταν εὔχηται ζῆν , οὐκ ἀπέγνωκε τὴν γένεσιν Ἰσαάκ , ὡς
5156287 ἐθελῃς
δὲ „ δὶς „ ἔφη ” νικήσεις , ἐὰν μὴ ἐθέλῃς τρίς . ” Δαιμόνιον , ἀμπελουργέ , λέξεις γάρ
γὰρ τὰ τοῦδε καλῶς οἶσθα . ἂν δ ' οὐκ ἐθέλῃς λέγειν , ἀνάγκη ἐμὲ μαντεύεσθαι . καὶ τὸν μὲν
5154700 δωκεν
νίκην . ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν , αὐτὰρ ἔπειτα δῶκεν ἱμάντας ἐϋτμήτους βοὸς ἀγραύλοιο . τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην
ἐν κονίῃσι κεῖτο πάρος χαρίεν : τότε δὲ Ζεὺς δυσμενέεσσι δῶκεν ἀεικίσσασθαι ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ . Ὣς τοῦ μὲν
5153772 παραβαλῃ
ζῷα καταδύεται καὶ οὐδὲν πράττει : ὅταν δὲ τὸ ἔαρ παραβάλῃ , πρώτη πρόεισιν , ὡς ἂν εἴποι τις ,
ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων διέδωκε πολλὰ σαυνία καὶ παρήγγειλεν , ὅταν παραβάλῃ ναῦς , ἀκοντίζειν ἐπὶ τοὺς ναύτας , ἵνα οἱ
5153370 ἐννοσιγαιε
Ποσειδῶνος ὄντος ; Ναί , ἀλλὰ σὲ μέν , ὦ ἐννοσίγαιε , χαλκοῦν ὁ Λύσιππος καὶ πτωχὸν ἐποίησεν , οὐκ
πόντοιο βαθυστέρνοιο θέμεθλα , ποντομέδων , ἁλίδουπε , βαρύκτυπε , ἐννοσίγαιε , κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων ,
5136217 καλαν
μοι νόος ἄλλᾳ κέχυται ἐπὶ τὰν Χάρισι φίλαν παῖδα καὶ καλάν . ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ ἱερώτατος Πλάτων ἐν ἑβδόμῳ
Νεοπτόλεμος ἀνθέρικον ᾠήθη τὸν ἀθέρα τοῦ στάχυος , γελοίως . καλάν : ἐπίθετον . ἔστι ῥῆμα κάζω , ὃ δηλοῖ
5135268 Ὑπεριονος
Συήνην ὑπὸ τοῦ Νείλου δίχα διῄρηνται ” οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος , οἱ δ ' ἀνιόντος ; ” τί δ
ἀνθρώποις φέρων , ὁ Ὑπεριονίδης , ἤγουν ὁ υἱὸς τοῦ Ὑπερίονος , τουτέστιν ὁ Ἥλιος , ἐνετείλατο τοῖς παισὶν αὐτοῦ
5134441 γνωωσι
, ἠδὲ καὶ ἵππον δώσω ἐμήν περ ἐοῦσαν , ἵνα γνώωσι καὶ οἷδε ὡς ἐμὸς οὔ ποτε θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ
πύργων μίμνοιεν , μηδ ' ἄμμε κατὰ χρειὼ μεθέποντες ἀτρεκέως γνώωσι , κακὴ δ ' ἐπὶ πολλὸν ἵκηται βάξις ,
5132128 Ἀδρηστος
' ἠδ ' Ἄδρηστος : ἐπεὶ δ ? [ ] Ἄδρηστος , ὥς τίς τε φίλον [ πατέρ ' ,
πὰρ δέ οἱ ἔστη Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἔχων δολιχόσκιον ἔγχος . Ἄδρηστος δ ' ἄρ ' ἔπειτα λαβὼν ἐλίσσετο γούνων :
5119376 γενεῃ
λέγει , ἀλλ ' ἐν τιμῇ . . ἀμφότερον , γενεῇ τε καὶ οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι : ἡ διπλῆ
. . ἐπεί ἑό φημι βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι καὶ γενεῇ πρότερος . τοῦ δ ' οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ
5113445 Ἰησονα
ἀφ ' αἵματος εὐχετόωντο ἔμμεναι , ὧς δὲ καὶ αὐτὸν Ἰήσονα γείνατο μήτηρ Ἀλκιμέδη Κλυμένης Μινυηίδος ἐκγεγαυῖα . Αὐτὰρ ἐπεὶ
ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν λόγος ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα καὶ κελεύειν τὸν Ἰήσονα ἑωυτῷ δοῦναι τὸν τρίποδα , φάμενόν σφι καὶ τὸν
5112798 ἐσσεται
ἀκόνιτον ἐνεβλάστησεν ὀρόγκοις . τῷ καί που τιτάνοιο χερὸς βάρος ἔσσεται ἄρκος πιμπλαμένης ὅτε νέκταρ ἐύτριβι κιρρὸν ἀφύσσῃς μετρήδηνκοτύλη δὲ
γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν : ἔσσεται ἦμαρ ὅτ ' ἄν ποτ ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
5108841 ἐπεεσσι
ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί , ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες σῇ τ ' ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς
νῆα διὲκ πέλαγος σεῦεν μέσον : αὐτὰρ ὁ τόνγε μειλιχίοις ἐπέεσσι παραβλήδην προσέειπεν : “ Τῖφυ , τίη μοι ταῦτα
5106324 ἀρχωνται
τῶν ναυτῶν , τῶν δέ γε ναυτῶν ἀρετή , ἂν ἄρχωνται ὑπὸ τοῦ κυβερνήτου . εἰ δὲ τῆς αὐτῆς ἐπιστήμης
τὴν προειρημένην ἀποθεραπευτικὴν τρῖψιν , ἅμα μὲν ἀναπαύοντες , ὅταν ἄρχωνται καμεῖν , ἅμα δὲ κατὰ βραχὺ διακαθαίροντες τοὺς πόρους
5099854 ποθ
λέγεις τι περὶ τῶν νεῶν ἀληθές ; οὐ γὰρ ἄν ποθ ' οὗτος ἁνὴρ τοῦτ ' ἐτόλμησεν λέγειν , εἰ
κατάλοιπον ἀπόδοτε . κἀν ἄλλῳ δὲ μέρει φησί : Φιλόξενός ποθ ' , ὡς λέγους ' , ὁ Κυθήριος ηὔξατο
5093145 ἐξετελεσσεν
πῆμ ' ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν . αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν , εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργεϊφόντην δῶρον ἄγοντα
ταῦτα δέ , κἢν δύνῃσι πάλιν Ζεύς , ὡρονομοῦντος Ἄρεος ἐξετέλεσσεν ἐπὶ πλέον , οὕνεκα τῆμος δάκρυα καὶ στοναχὰς φθιμένοις
5084803 ποτνια
Ὅμηρος , Οὐρανία ἀστρονομίας Ἄρατος , Πολυυμνία γεωμετρίας Εὐκλείδης . ποτνία : σεβασμία παρὰ τὸ πέτω πετνῶ καὶ ποτνῶ :
τ ' Ἠλέκτρη τε καὶ Στερόπη καὶ Τηυγέτη τε καὶ ποτνία Μαῖα . καὶ Κελαινοῦς μὲν καὶ Προμηθέως παῖδες Λύκος
5076192 Χαλκιοπη
ἰαινομένην . τοῖον δ ' ἐπὶ μῦθον ἔειπεν : “ Χαλκιόπη , ὡς ὔμμι φίλον τερπνόν τε τέτυκται , ὧς
ὡς ἴδεν ἆσσον , ἀνίαχεν . ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Χαλκιόπη : δμωαὶ δέ , ποδῶν προπάροιθε βαλοῦσαι νήματα καὶ
5075477 ἀκοιτιν
, ἐΰσκοπον Ἀργεϊφόντην , μήτ ' αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν : ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεΐδαο , ὁππότ
' ἔτ ' ἔσται , γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν . μηδὲ νεκρῶν ὡς φθιμένων χῶμα νομιζέσθω τύμβος σᾶς
5071439 προσθ
βάτην προτέρω , ἡγεῖτο δὲ δῖος Ὀδυσσεύς , στὰν δὲ πρόσθ ' αὐτοῖο : ταφὼν δ ' ἀνόρουσεν Ἀχιλλεὺς αὐτῇ
' ἄρα δεινὸν ἀφῆκ ' ἀργῆτα κεραυνόν , κὰδ δὲ πρόσθ ' ἵππων Διομήδεος ἧκε χαμᾶζε : δεινὴ δὲ φλὸξ
5069044 ἀνακτων
ἀνδράσι τοῖσι μεταῦτις [ . ὃν δέ κε φίλτατον ἔσχε ἀνάκτων ἡ βασίλεια [ οὗτος καὶ Ἀσίας τε καὶ Εὐρώπης
, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ : χαλεπαὶ δέ τ ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί : ἀλλ ' ἄγε νῦν ἴομεν :
5067567 Ὀδυσηος
, ἀλλ ' αὐτὸ τοὐναντίον : πῶς ἂν ἔπειτ ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην , οὗ περὶ μὲν πρόφρων κραδίη
. ἐς δ ' ἄρα καὶ τὼ δμῶε ἴτην θείου Ὀδυσῆος . Εὐρύμαχος δ ' ἤδη τόξον μετὰ χερσὶν ἐνώμα
5066035 ἐοι
μᾶλλον τάδε καταιονοῦντα , ὅκωϲ μήτε θάλψιϲ ἐκ τῶν εἰρίων ἔοι , ἀτὰρ ἡ ἔμφυτοϲ θέρμη ὑπὸ ψυχρῆϲ δυνάμιοϲ τῶν
ἐὸν λάχος : ἀλλὰ γενέθλῃ Ζηνὸς ὅπως σκοτίῃ τρηχὺς ἄεθλος ἔοι . τὸ δὲ φλέγεται ἀντὶ τοῦ λαμπρύνεται καὶ δοξάζεται
5065978 ἐυφρονεων
, ὅς ῥα Πύλοιο ἄναξ ἦν ἠμαθόεντος : ὅ σφιν ἐυφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ
ἀγγελίῃ Φινεὺς πέλεν . ὦκα δὲ τόνγε Αἰσονίδης , περιπολλὸν ἐυφρονέων , προσέειπεν : “ Ἦ ἄρα δή τις ἔην
5064642 ἱεροιο
ἠδὲ λέοντι , οὕς κεν ἴδῃς προθύροισι τεοῦ δόμου ἐξ ἱεροῖο ἁμοῦ στείχοντας , μηδὲ φρεσὶ σῇσι πλανηθῇς . Καὶ
Σμύρνην ἁλιγείτονα ποντοτίνακτον ἥν τε δι ' ἀγλαὸν εἶσιν ὕδωρ ἱεροῖο Μέλητος : ἔνθεν ἀπορνύμεναι κοῦραι Διός , ἀγλαὰ τέκνα
5058529 ἀδελφεος
Ἕκτωρ καὶ τῷ δ ' ἅμ ' Ἀλέξανδρος κί ' ἀδελφεός . . Οὐ λέληθε δέ με ἡ ὑπαρκτικὴ τῶν
ἐπῆν στρατηγὸς Κλεόμβροτος [ ὁ ] Ἀναξανδρίδεω , Λεωνίδεω δὲ ἀδελφεός . Ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Ἰσθμῷ καὶ συγχώσαντες τὴν
5057409 αἰδεο
τὰς θηλὰς “ τέκνον ” φησί , “ τάδ ' αἴδεο καί μ ' ἐλέησον αὐτήν , εἴ ποτέ τοι
μοι περὶ Κῆρες ἔμαρψαν Ἀργείων παλάμῃσι κατὰ στόμα δηιοτῆτος : αἴδεο δ ' , ἕως ἔτι παῦροι ἀφ ' αἵματός
5057221 οἰκαδ
. ἀλλ ' ὁπόταν καθύπερθεν ἐὼν ὑπένερθε γένηται , τουτάκις οἴκαδ ' ἴμεν παυσάμενοι πόσιος . Εὖ μὲν κείμενον ἄνδρα
εἴ τι φιλοῖεν τὰς λευκοτάτας . οἱ δ ' ἰχθύες οἴκαδ ' ἰόντες ἐξοπτῶντες σφᾶς αὐτοὺς ἂν παρέκειντ ' ἐπὶ
5051241 Ποσειδαων
ὁππότε μιν σεύαιτο ἀπ ' ἠϊόνος πεδίον δέ . ἔνθα Ποσειδάων κατ ' ἄρ ' ἕζετο καὶ θεοὶ ἄλλοι ,
ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα μετ ' ἀθανάτοισι καθίζοις , τώ κε Ποσειδάων γε , καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ , αἶψα
5047694 Ἀργειοισιν
Δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον , ὡς πᾶσιν Ἀργείοισιν εἰσιδὼν θροῇς . Θαρσῶν δὲ μίμνε μηδὲ συμφορὰν δέχου
γὰρ πέφευγεν ἐλπὶς τῶνδέ μοι σωτηρίας . ἔμ ' ἔκδος Ἀργείοισιν ἀντὶ τῶνδ ' , ἄναξ , καὶ μήτε κινδύνευε
5046696 φρειατος
λόγος δέ οἱ ἔσσεται οὗτος : “ Γαυλός μοι χρύσεος φρείατος ἐκ μυχάτου νῦν ὅγ ' ἀνελκόμενος διὰ μὲν καλὸν
πάρα , κἂν σύ γε μάνδρην ἢ σιρὸν ἢ κοίλου φρείατος εὐρὺ κύτος τῇδ ' ἀναμετρήσαιο , μέσας ὅτε τέρμασιν
5039651 ἠρχ
αἰπεινὴν ἑλέειν κτάσθαι τε πολίτας . Ὣς εἰπὼν ὃ μὲν ἦρχ ' , ὃ δ ' ἅμ ' ἕσπετο ἰσόθεος
μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι γένηται . Ὣς εἰπὼν ὃ μὲν ἦρχ ' , ὃ δ ' ἅμ ' ἕσπετο ἰσόθεος
5033726 τεκε
' Αἰνείας Δαναῶν ἕλεν Ἁρπαλίωνα υἱὸν Ἀριζήλοιο , τὸν Ἀμφινόμη τέκε μήτηρ γῇ ἐνὶ Βοιωτῶν , ὃ δ ' ἅμα
? ἠύκομος ? [ ] ? ? [ δὶς ? τέκε [ πρῶτον ? ? ? ? [ μὲν γείνατο
5030990 πεπιθειν
τὴν Νέστορος ἐντολήν , οὗτοι δὲ μετὰ ταῦτα . . πεπιθεῖν : . Α . . τὴν ἄρετ ' ἐξ
καὶ ἀπὸ στόματος φράσας ἃ χρήσιμα ἐνόμιζεν πρὸς τὸ ῥηϊδίως πεπιθεῖν μεγάλας φρένας Αἰακίδαο . ὁ μὲν οὖν Πρίσκος ἦλθε
5024870 Ὁς
δὲ τὰ περὶ θεοὺς τὰ περὶ κατάλυσιν τῆς πολιτείας . Ὃς ἂν ἄγων εἰς ἀρχὴν ἀνθρώπων δουλῶται μὲν τοὺς νόμους
: ἣ δὲ καὶ ἀχνυμένη περ ἑῷ ἐπαγάλλετο παιδί . Ὃς δέ μιν ἀμφικύσας μάλα μυρία κάλλιπε μούνην μυρομένην ἀλεγεινὰ
5017415 ἐγων
, μητρὸς δ ' ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης : αὐτὰρ ἐγὼν υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο εὔχομαι ἐκγεγάμεν , μήτηρ δέ μοί
: τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον , εἷς ἐγὼν ἀποχρέω . τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπροτέρας παρασκευὰς ἐκάλουν
5015713 πορεν
' ἄρα Φαιήκων ἱερῷ ἐνὶ τηλόθεν ἄντρῳ νάσσατο , καὶ πόρεν ὄλβον ἀθέσφατον ἐνναέτῃσιν . ἔνθα τότ ' ἐστόρεσαν λέκτρον
ἐπευφήμησαν ἔπεσσιν αὐτή τ ' ἀργυρόπεζα Θέτις , καί οἱ πόρεν ἵππους ὠκύποδας , τοὺς πρόσθεν ἐυμμελίῃ Ἀχιλῆι Τήλεφος ὤπασε
5013466 ζαθεας
δ ' ἀνέθηκεν Ἀθηνᾷ πατρίδ ' ἐς εὐρύχορον Κύπρου ἀπὸ ζαθέας . Ἀγαπήνορος δὲ οὐκ ἀνασωθέντος οἴκαδε ἐξ Ἰλίου ,
τὸν ὕστερον χρόνον . Ἰὲ Παιᾶνα θεὸν ἀείσατε λαοί , ζαθέας ἐνναέται [ ] τᾶσδ ' Ἐπιδαύρου . Ὧδε γὰρ
5013291 αὐτ
καθέτοισι γέγηθεν ἢ πολυαγκίστροισιν ἀγάλλεται ὁρμιῇσι . δίκτυα δ ' αὖτ ' ἄλλοισι μέλει πλέον ἐντύνεσθαι : τῶν τὰ μὲν
ἐπὶ χθονὶ φῦλ ' ἀνθρώπων . ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε : “ ξεῖν '
5011691 αἱμυλιοισι
γλαυκῶπιν Ἀθηνᾶν τέξεσθαι , τότ ' ἔπειτα λόγοις φρένας ἐξαπατήσας αἱμυλίοισι λόγοισιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν , Γαίης φραδμοσύνῃσι καὶ Οὐρανοῦ
προτιόσσεο : δὴ γὰρ ἄνεισιν αὐτόματος , σκήψει δὲ καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι πρηϋνέει θυμὸν δυσπέμφελον οἷο ἄνακτος . ἢν δὲ
5011083 Ἀφρογενης
ἐσθλά , τίνες κακὰ τεκμαίρουσιν , Ἠέλιος φαυλοῖσι βεβλαμμένος , Ἀφρογενής τε Ζηνὸς ἐπεσσυμένου ἢ καὶ παρεόντος ἅμ ' αὐτῇ
αἶσαν . Ταύρου , Παρθενικῆς τε καὶ Αἰγόκερω κρατέουσιν ἤματι Ἀφρογενής , νυκτὶ δέ τε δῖα Σελήνη , καὶ τρίτατος
5007930 κυδος
' ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων : ὦ Νέστορ Νηληϊάδη μέγα κῦδος Ἀχαιῶν γνώσεαι Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα , τὸν περὶ πάντων Ζεὺς
σὺν Ἠελίῳ τόδε κέντρον ὁδεύοι : ἐσχατίῃ γενέθλῃ βίοτον καὶ κῦδος ὀπάζει . Ἄρης δ ' ἀντολίηθεν ἀνερχόμενος μεγατόλμους ,
5003952 ἐυφρονα
Μήδων δειδιότες πόλεμον . ὧδ ' εἶναι . καὶ ἄμεινον ἐύφρονα θυμὸν ἔχοντας νόσφι μεριμνάων εὐφροσύνως διάγειν τερπομένους , τηλοῦ
ἄστυ φέρον θεῶν ὅρκια πιστά , ἄρνε δύω καὶ οἶνον ἐύφρονα , καρπὸν ἀρούρης , ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ : φέρε
4999148 γραφηται
. ῥέζομεν ἀμπλακίῃσιν : ἀντὶ τοῦ ἁμαρτίαις . ἐὰν δὲ γράφηται ἀτροπίῃσιν , ἀμετατροπίαις . ὁ δὲ νοῦς : ἁμαρτάνουσα
Ἑρμῆν . διαπλήσσοντες διασχίζοντες . ἐὰν δὲ σὺν τῷ ι γράφηται , ἔσται διαβαίνοντες . διαίνειν βρέχειν . διατρύγιος ἔγκαρπος
4998322 τεκηι
. Κύρνε , κύει πόλις ἥδε , δέδοικα δὲ μὴ τέκηι ἄνδρα ὑβριστήν , χαλεπῆς ἡγεμόνα στάσιος : ἀστοὶ μὲν
κατὰ τὰς τῶν τέκνων γενέσεις : ὅταν γὰρ ἡ γυνὴ τέκηι , ταύτης μὲν οὐδεμία γίνεται περὶ τὴν λοχείαν ἐπιμέλεια
4996185 κεινῳ
ἦρα παννίκοιο πάλας : οὐκ εἶδέ [ ] νιν ἀέλιος κείνῳ γε σὺν ἄματι πρὸς γαίᾳ πεσόντα . Φάσω δὲ
' ἀπὸ Φοινίκης ἱερᾶς τὸν Βύβλινον αἰνῶ : οὐ μέντοι κείνῳ γε παρεξισῶ αὐτόν . ἐὰν γὰρ ἐξαίφνης αὐτοῦ γεύσῃ
4989349 γεινομενῳ
πάθῃσιν σήμερον : ὕστερον αὖτε τὰ πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ , ὅτε μιν τέκε μήτηρ . ἕως
, ἀλλὰ λίθου πολὺ μεῖζον : ἐπεὶ μένος ἄφθιτον αἰεὶ γεινομένῳ μήτηρ καὶ ἀγήραον ἐγγυάλιξεν : ἣ δὲ καταθνήσκει τε
4989276 ἀποφθιμενων
, σορόεργα τέχνης κανονίσματ ' ἔχοντας , νεκροτάφους , κλαυστῆρας ἀποφθιμένων , νεκρονώμας . ἢν Πυρόεις δύνῃ Φαίνοντι συνὼν ἐπίκεντρος
μέλαν νέφος ἀμφικαλύψηι , ἔλθηι δ ' ἐς σκιερὸν χῶρον ἀποφθιμένων , κυανέας τε πύλας παραμείψεται , αἵτε θανόντων ψυχὰς
4986819 ἑλῃ
. Μαζούσιος δὲ γυναικὶ οὐ μίγνυται , εἰ μὴ πολεμίαν ἕλῃ . Τιβαρηνοὶ , τῶν γυναικῶν τεκουσῶν , αὐτοὶ τὰς
ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει , καὶ ζώων ἔτι νεαρόν
4986150 δωματ
δὲ κακὸν κακῷ ἐστήρικτο . Ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ ' ἔχουσαι , ὅππως δὴ πρῶτον πῦρ ἔμπεσε νηυσὶν
μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα , δαιτυμόνες δ ' ἀνὰ δώματ ' ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ ἥμενοι ἑξείης , παρὰ δὲ πλήθωσι
4985644 ἠυκομου
ἐκ ζῳδίου θ ' ἱμερόφρονα δυομένοιο κόρην ἂν φράσσαιο καὶ ἠυκόμου Κυθερείης , ἐκ δὲ μεσουρανίου τὸ καὶ ἔπλετο τηλόθι
, ὥς σευ ἀκηδέω , μηδ ' εἴ κ ' ἠυκόμου Νιόβης πυκινώτερα κλαίω . οὐδὲν γὰρ νεμεσητὸν ὑπὲρ τέκνου
4984212 παρακοιτις
ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : πεπληρωμένῃ . Μολπῇ :
ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : πεπληρωμένῃ . Μολπῇ :
4983140 κουρην
Γαῖα κεκεύθει : τοῖς πίσυνος θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἀνάσσει . κούρην δ ' Ἰαπετὸς καλλίσφυρον Ὠκεανίνην ἠγάγετο Κλυμένην καὶ ὁμὸν
ἑὸν διὰ κάλλος , ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα , ὁπλοτάτην κούρην Ἀμφίονος Ἰασίδαο , ὅς ποτ ' ἐν Ὀρχομενῷ Μινυηΐῳ
4981729 ἀπανευθε
δέ τοι κἂν τήνδε καταγράψαιμι θάλασσαν , οὐ μὲν ἰδὼν ἀπάνευθε πόρους , οὐ νηῒ περήσας : οὐ γάρ μοι
ἔτι ζώοντος ἀταρβέος Αἰακίδαο . Τρῶες δ ' αὖτ ' ἀπάνευθε γεγηθότες ὄβριμον ἄνδρα Εὐρύπυλον κύδαινον ἐνὶ κλισίῃσι καὶ αὐτοί
4980022 ἐπεα
! ! ! ! [ ! ] ! ! ων ἔπεα ἐπὶ ? [ ημε ! ! ! ! !
ἐν νηῶν ἀγύρει μήτηρ τε καὶ υἱὸς πολλὰ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ ' ἀγόρευον . Ἶριν δ ' ὄτρυνε Κρονίδης
4978292 ἀλεγεινην
πάτρηνδε νέεσθαι : ἤδη γὰρ χρειὼ τῆς εἵνεκα τήνδ ' ἀλεγεινήν ναυτιλίην ἔτλημεν , ὀιζύι μοχθίζοντες , εὐπαλέως κούρης ὑπὸ
Νέστορος υἱὸς δάκρυα θερμὰ χέων , φάτο δ ' ἀγγελίην ἀλεγεινήν : ὤ μοι Πηλέος υἱὲ δαΐφρονος ἦ μάλα λυγρῆς
4972705 χαρμα
Μεσσηνίοις πολίτης εἴη , ἔχρησεν ἡ Πυθία : ὦ μέγα χάρμα βροτοῖς βλαστὼν Ἀσκληπιὲ πᾶσιν , ὃν Φλεγυηὶς ἔτικτεν ἐμοὶ
ἵκανεν , ἄλγος μὲν μνησθέντι ποδώκεος ἀμφ ' Ἀχιλῆος , χάρμα δ ' ἄρ ' , οὕνεκά οἱ κρατερὸν παῖδ
4972491 παϊς
Ἄρηϊ . Ὣς ἔφατ ' , οὐδ ' ἀπίθησεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο . τὼ δ ' ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω
γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν . δακρυόεις δέ τ ' ἄνεισι πάϊς ἐς μητέρα χήρην Ἀστυάναξ , ὃς πρὶν μὲν ἑοῦ
4972338 μεγ
φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον : νῦν δ ' ἴδεν ὃς μέγ ' ἄριστος ἐνὶ στρατῷ εὔχεται εἶναι . βούλεται γὰρ
αἰδὼς γὰρ καθαρὰ καὶ νυμφοκόμος [ ] ? ? ? μέγ [ ' ] ἀρίστα ? ? [ , παίδων
4969178 κεινων
ξεῖν ' , ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις , ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι . Ἀκμᾶς ἑστακυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα πᾶσαν
σημείων εἶναι ἐν τῇσι δυσεντερίῃσιν ἐπιγένηται : εἰ δέ τι κείνων ἐπιφαίνοιτο , τῷ τε ἐμβρύῳ ὄλεθρον σημαίνει καὶ τῇ

Back