Ὅσα μὲν οὖν ἢ τοὺς ὑπηκόους εὐεργετῶν ἢ τοὺς ἐναντίους ἀποσοβῶν διαπέπραξαι , μακρὸν ἂν εἴη διεξελθεῖν καὶ χρόνου πολλοῦ | ||
τιτύσκων αἱμοπώτῃσι φόβον οἷον διὰ τὸ αἷμα καὶ τὰ τραύματα ἀποσοβῶν τὰς μυίας . οἱ δέ φασιν ὅτι ὀξέως ἤκουσε |
φιλικῶς : καὶ τῇ μὲν ἀριστερᾷ τὸ τοῦ μειρακίου τριχωμάτιον ἐπικοσμῶν , τῇ δεξιᾷ δὲ Φωκαικὸν ψῆγμά τι διακινῶν καὶ | ||
ἰόντας λόγους καὶ ὅσα τοιαῦτ ' ἄλλα ἄλλοθι ῥητορικὴν εἴρηκεν ἐπικοσμῶν . Εἰ δέ τις ἡμῖν περὶ Πλάτωνος ὑπολάβοι ὅτι |
ἐγχρονίσαντες οὐδὲν ἧσσον ἀναιροῦνται . ἐὰν δὲ ἐπὶ τὰ μεγάλα τρέχῃ , σχηματίζηται δὲ ὁμοίως ♂ ἢ ☉ ἢ ἀμφότερος | ||
μαγείρου τὸν καπνόν . κἂν μὲν σφοδρὸς φερόμενος εἰς ὀρθὸν τρέχῃ , γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι : ἂν |
ἵππους ἐπὶ ταῖς σκηναῖς καταλείπειν : ὅστις δὲ ταῦτα μὴ ποιήσοι , αὐτίκα τῆς κεφαλῆς στερήσεσθαι : τὰς δὲ κοπίδας | ||
τὸν τῶν Παφλαγόνων βασιλέα καὶ εἰς λόγους ἄξοι καὶ σύμμαχον ποιήσοι , προθύμως ἐπορεύετο , πάλαι τούτου ἐπιθυμῶν , τοῦ |
ἀπὸ τοῦ σοῦ στόματος ἔρρεον καὶ Θεμιστοκλέους ἡδομένου καὶ τοῦ πίνοντος σοφιστοῦ καὶ ὡς τὰ δοκοῦντα τῷ Διονύσῳ λέγων αὐτός | ||
μένοντος ἐπὶ κλίνης τοῦ θεραπευομένου ἐφ ' ἡμέρας λ καὶ πίνοντος κυπαρίσσου ἀφέψημα μετ ' οἴνου . τὸ δὲ φάρμακον |
. τὰς δὲ τῶν ἀνθράκων φύσεις φωτὸς δύναμιν ἐμπιληθεῖσαν τῇ πήξει φασὶν ἀποτελεῖν τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον τὰς ἐν αὐτοῖς | ||
κοτὲ ἱδρῶταϲ καὶ ϲπογγίη ψυχροῦ ἐϲ τὰ πρόϲωπα προβληθεῖϲα , πήξει μὲν τῶν διαρρεόντων ὑγρῶν , πυκνότητι δὲ τῆϲ ἀραιώϲιοϲ |
μακαριζομένους ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τῆι μνήμηι πᾶσαν ὥραν προσεδρεύων ἀεὶ ἐπικαινουρ - γεῖν ἀναγκάζεται καὶ ἐπιβάλλεσθαι δι ' | ||
μητέρ ' ἐξώγκουν τάφωι . πότερα κατ ' οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾶι ; ἐκτός , φυλάσσων ὀστέων ἀναίρεσιν . παρῆν |
Ὁ δὲ Νεόπολις , πληγεὶς ὁμοίως , ταὐτὰ ἔπασχεν : κλυσθέντι δὲ δριμεῖ ἡ κοιλίη κατεῤῥάγη : χρῶμα κατεχύθη λεπτὸν | ||
: πτεροῦ δὲ καθιεμένου , ἤμεσε χολὴν μέλαιναν : καὶ κλυσθέντι κόπρος ὑπῆλθε πουλλή . Ἀριστίωνος δούλης αὐτόματος ὁ ποῦς |
ὅκωϲ πρόϲω ὁδοιπορέοντοϲ τοῦ νοϲήματοϲ : ἀτὰρ ἠδὲ οὐρέουϲι τοῦ ξυνήθεοϲ ϲμικρόν τι μᾶλλον : δίψοϲ τε , ἀλλ ' | ||
: ἄλλοι δὲ μελαγχολώδεεϲ ἢ παράλυτοι . ἐπιϲχέϲιοϲ γὰρ αἱμορροίηϲ ξυνήθεοϲ ἀπότοκα τάδε . ἢν μὲν ὦν [ ἀπὸ νεφρῶν |
αἰαῖ Ἔρως ἀνιαρέ , τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας ; ἶυγξ , | ||
κειμένῳ μὲν γὰρ καὶ ὑπνώττοντι ἐπιβουλεύει ὁ ἰχνεύμων , καὶ ἐμφὺς τῇ δέρῃ πολλάκις ἀπέπνιξεν αὐτόν : ἀλλ ' ὅ |
. ̈ ] , δέδιε τὸ πῦρ : ὅθεν οὐδὲ μύει κοιμώμενος οὐδ ' , ὡς ὁ Δ . φησι | ||
μύω τὸ καμμύω : καὶ γὰρ ὁ ἰδὼν ἁμάρτημα αἰσχρὸν μύει . φιλότητας : φιλίας , ἀγάπας . Βουλάς : |
μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου , | ||
τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει |
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι | ||
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ |
καὶ λιβανωτοῦ βάλανον ποιήσας ἐν μέλιτι πρόσθες . Προσθετὸν καθαρτήριον μαλθακτικόν : ἰσχάδα λαβὼν , ἑψήσας , ἕως ἂν τὰς | ||
γε μὴν ἧσσον τοῦ γλυκέος οἴνου : πλεύμονός τε γὰρ μαλθακτικόν ἐστι , καὶ πτυέλου ἀναγωγὸν μετρίως , καὶ βηχὸς |
, συναναφέρεται δὲ αὐτοῖς καί τις χυμὸς ἀπὸ τοῦ στόματος λεπτυνθείς . ὑπ ' αὐτῷ μὲν οὖν τῷ βοηθήματι τοῦ | ||
γὰρ λεπτυνθεῖσα ἀὴρ γίνεται : ἀὴρ δὲ ἔτι ἀναχθεὶς καὶ λεπτυνθείς , πνεῦμα . . : αἰθὴρ ] πῦρ . |
ἡ καρδία καὶ ὁ πνεύμων συνταριχευθέντα τὰ αὐτὰ ἰῶνται . Ἔντερα τοῦ αὐτοῦ ἐχίνου καὶ ῥίζαν μαλάχης καὶ φλοιὸν ἰτέας | ||
πιεῖν . [ Πρὸς πάντα τὰ ἐντὸς ἀλγήματα . ] Ἔντερα ἀλγοῦντι εἴ τις τοὺς πόδας νίψῃ , δὸς πιεῖν |
ξυνήνεγκεν . Πεντηκοστῇ ἀπὸ τῆς πρώτης , περὶ ἀρκτοῦρον , ἱδρώτια κατ ' ὀσφὺν καὶ στήθεα , βραχέα : καὶ | ||
ὡς ἄδηλα καταστῆναι , πλὴν ἐν κροτάφοισιν : καὶ τὰ ἱδρώτια πρὸς δείλην , περὶ κεφαλὴν , τράχηλον , στήθεα |
χρῶμα , εἴθ ' ὑδατῶδες ἢ ἐλαιῶδες εἴη τῇ τοῦ χρωννῦντος τοῦτο λεπτότητι : τοῦ δὲ δευτέρου ἤδη ἐπίδηλον ὡς | ||
ἃ δ ' ἐπὶ πυρέσσουσιν ὀξέως λευκὰ προΐεται , τοῦ χρωννῦντος τοιαῦτα φαίνεται μεταστάντος χυμοῦ . Σύμμετρα δὲ ταῦτα ἢ |
ἀναλαβὼν ἔνσταζε ἢ μετὰ χυλοῦ περδικιάδος . καλῶς ποιεῖ καὶ ἀποξηραίνει καὶ ἀφλέγμαντα καὶ ἀνώδυνα τὰ ἕλκη διατίθησι . τὸ | ||
μύρρινος , καὶ γὰρ τοῦτο τῶν ὀψικάρπων , ἐλαφροτέρων : ἀποξηραίνει γὰρ καὶ ἀποστύφει τὸ ἄγαν . Ἡ δ ' |
μέγεθος τοῦ ὑποκειμένου δηλοῦν . ἀπὸ μὲν τοῦ βοὸς βούσυκον βούπαις βούλιμος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον καὶ : | ||
, ἡ λαμυρίς : λαιφύη τὸ πρυτανεῖον : λαίσπης ὁ βούπαις : λαίσθη , ἡ αἰσχύνη : λαίσθα ἡ ἀκολασία |
μέρους φλεγμαίνοντος τὸ κατ ' εὐθὺ συμπάσχει σκέλος καὶ βουβὼν ἐπανίσταται , τοῦ ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ | ||
ἀνθέει , καὶ δῆλος ἡ νοῦσος , καὶ τὰ κοῖλα ἐπανίσταται , καὶ οἱ πόδες οἰδέουσιν . Ἡ δὲ νοῦσος |
ἕλκη καὶ νομὰς καὶ ὅσα περὶ τὸν γυναικεῖον κόλπον : ἀνίεται δὲ ῥοδίνῳ : ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς χειρώνεια . | ||
τῶν τριῶν τόνων καὶ ἡμιτονίου ἐπὶ τὸ ὀξὺ οὔτ ' ἀνίεται τοῦ χωρίου τούτου πλέον ἐπὶ τὸ βαρύ . οὐ |
σιν ὑπηρετεῖν . ἀλλ ' ὥσπερ εἴρηται ἀνωτέρω , οἱ αἱμοῤῥοΐδας ἔχοντες , πάσης τῆς κακοχυμίας ἐκεῖθεν κενουμένης , οὕτω | ||
ὁ λόγος οὗτος τῷ ἄνω . ἔλεγε γὰρ ὅτι οἱ αἱμοῤῥοΐδας ἔχοντες οὔτε πλευρίτιδι οὔτε περιπνευμονίῃ ἁλίσκονται . εἶτα ὥς |
ξυμπίπτοντες . Ζωΐλου τοῦ τέκτονος τρομώδεες σφυγμοὶ , νωθροί : οὔρησις καὶ κοιλίη , μετρίως ἀχρόως : ἤτρου ἔντασις ἑκατέρωθεν | ||
χροιὴν ἴκελος , καὶ ἐμέει φλέγμα , γλῶσσα λευκὴ καὶ οὔρησις , κοιλίης ἔκλευκος ψυχρὴ τάραξις , δυσκινησίη . Ἐπὴν |
' ὡς ἤκουσεν τῆς βοῆς , ἧκεν εὐθὺς καὶ ἀναβὰς ἐκεκράγει καὶ μυρία κακὰ διεξῄει περὶ τοῦ καταβεβηκότος : οὐ | ||
πάντα ἀνατρέψεσθαι ἑαυτῷ δοκῶν , πεσὼν εἰς τἀμήχανον τοὺς γείτονας ἐκεκράγει καὶ τοὺς θεούς , καὶ ἰοὺ ἰοὺ καὶ φεῦ |
μέντοι τῷ κάτω μέρει πλαδαρώ - τερον , καὶ ξύσματα ἐμποιέει : ἔστι δ ' ὅτε καὶ φλαῦρον τοῦτο ἐν | ||
καὶ ἡ θερμότης καὶ τῶν φλεβίων πανταχόθεν ἡ ξυντονίη γαργαλισμὸν ἐμποιέει . Ἐκείνη δὲ ἀφ ' ἑωυτῆς διέβλαστε , διά |
ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε , καὶ τὰ ἐντός , ἥ | ||
χρόνον πουλύν : μετὰ δὲ , ἐς ἄρθρα πόνοι καὶ ἐρυθήματα : τούτων δὲ ξυμβάντων , τό τε σῶμα ἠνδρώθη |
λουσάμενον ὀλίγον τι ἐμφαγεῖν καὶ καθεύδειν αὐτοῦ , ὅτι ἤδη ἐπύρεσσεν . ἐκκομισθέντα δὲ ἐπὶ κλίνης πρὸς τὰ ἱερὰ θῦσαι | ||
διψώδης : παρέκρουεν : νύκτα κατενόει : κατεκοιμήθη . Ὀγδόῃ ἐπύρεσσεν : σπλὴν ἐμειοῦτο : κατενόει πάντα : ἤλγησε τὸ |
τοῦ μηροῦ , ὥστε ἀνέῳκτό μοι κατ ' ἐκεῖνο ὁ μηρὸς τῇ ῥάβδῳ : ὁ δὲ ἀεὶ τὸ τραῦμα ἔπαιεν | ||
τὸ εὐμετάβλητα καὶ δυσέμβλητα εἶναι τὰ ἄρθρα . ἐνίοις γὰρ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ ' οὐδεμιῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' ὀλίγης |
σκορδινισμός , ναυτίαι , ἔμετος , καταφορὰ πρὸς ὕπνον , βήχιον μικρόν , ὑπότραχυ , ἄκρων κατάψυξις : καὶ ταῦτα | ||
ἀνδράχνη , ἀρνόγλωσσον , ἀτράφαξυς , βάτου τὰ φύλλα , βήχιον πόα ὑγρὰ οὖσα , βλίτον , βρύον θαλάσσιον , |
τὸ η εἰς ε , οἷον αὐχήν αὐχένος , ἀδήν ἀδένος , ἀζήν ἀζένος : τὸ γὰρ λειχήν λειχῆνος οὐκ | ||
μ ἀπ ' εὐθείας , ἀλλὰ σεσημείωται ὡς τὸ ἀδήν ἀδένος , σημαίνει δὲ τὸν βουβῶνα . καὶ ἔστιν εἰπεῖν |
τίς πάτρα ; τίς ἡ στολή ; ˈ τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος ˈ λαλεῖ κροκωτῶι ; | ||
ὄψεως ὀργάνοις , ἤδη ἐροῦμεν . Τῶν ὀφθαλμῶν οὖν πάθη τάραξις καὶ ὀφθαλμία , καὶ φλεγμονὴ καὶ ῥεύματος ἐπιφορά . |
οὔνομα ἔθετο Μανδάνην , τὴν ἐδόκεε Ἀστυάγης ἐν τῷ ὕπνῳ οὐρῆσαι τοσοῦτον ὥστε πλῆσαι μὲν τὴν ἑωυτοῦ πόλιν , ἐπικατακλύσαι | ||
ἢ νόσημά τι τῶν περὶ κύστιν ἔχειν . Αἷμα δὲ οὐρῆσαι ὀλιγάκις μὲν καὶ ἄτερ πυρετοῦ καὶ ὀδύνης οὐδὲν κακὸν |
καὶ πρόσωπον ῥομφαίας πυρίνης καὶ πρόσωπον ξιφηφόρον καὶ πρόσωπον ἀστραπῆς φοβερῶς ἐξαστράπτον καὶ ἦχος βροντῆς φοβερᾶς : ἔδειξεν δὲ καὶ | ||
, ἤγουν ἐνδύματα , ἐχούσῃ σπειρώδει ] κυκλοέσσῃ ἔκπαγλα ] φοβερῶς νέην φοινίξατο σάρκα : ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν |
, πολὺ ἀμείνους τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ | ||
μύθων , ἀλλ ' ὅσῳ καρτερώτερον ἀπηντήσαμεν , τοσούτῳ δυσχερεστέρως ἀπαλλαττόμεθα . πῶς γὰρ διωσόμεθα , εἴ τις εἰς πυρετοὺς |
ἐν τῇσιν ὀξείῃσι νούσοισιν . Ὁ μὲν γλυκὺς ἧσσόν ἐστι καρηβαρικὸς τοῦ οἰνώδεος , καὶ ἧσσον φρενῶν ἁπτόμενος , καὶ | ||
ἀντιδιαστελλόμενος δέ φησιν : “ ὁ μὲν γλυκὺς ἧσσόν ἐστι καρηβαρικὸς τοῦ οἰνώδεος ” . οἴνῳ σιραίῳ : τῷ ἑψήματι |
: τὰς δὲ ἐπὶ τελευτῆς ὡς ἓξ ἡμέρας ἄφωνος καὶ σπασμώδης ἐγένετο . Καὶ ὁ τοῦ Τιμοχάριος θεράπων , ἐκ | ||
, ἐσχάτην ἀρρωστίαν τοῦ ζωτικοῦ τόνου σημαίνων . ὁ δὲ σπασμώδης οὕτω καλούμενος σφυγμός , ταῖς ἐντεταμέναις καὶ ὑποκινουμέναις χορδαῖς |
οὐχ ὑπομένουσαν τὴν Γναθαίνιον λαβεῖν μίσθωμα , λιπαρῶν δὲ καὶ προσκείμενος πολὺ δαπανήσας ἔσχεν αὐτὴν χρυσίον . ἀνάγωγος ὢν δὲ | ||
τῷ ἀγρῷ ὤν . Γηπόνος : γεωργὸς , τῇ γῇ προσκείμενος . ἀγ - χιάλοισι : πλησιοθαλάττοις , τοῖς πλησίον |
ι : οἷον , ἄθριξ : εὔθριξ : πολύθριξ : οὐλόθριξ . Τὸ ὁδὸς παρὰ τὸ ἕζω ῥῆμα ἕδος , | ||
Ἑρμοῦ ἔσται ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ |
' ὄξους , κάρδαμον ἄγριον καὲν καὶ σποδωθὲν , ἐχίδνης λεβηρὶς , καὶ λαπάθου ἀγρίου ῥίζα : τρίβειν δὲ μετ | ||
λεβηρίδος : καὶ κενότερος λεβηρίδος : ἀμφότερα λέγεται . [ λεβηρὶς δὲ οἷον λεπηρὶς καὶ λέπος ] . τάττεται καὶ |
πεπυρωμένον ἐπιτιθεὶς κατὰ τοῦ νύγματος , καὶ ἀσκοῦ αἰγείου πεπισσωμένου ποδεὼν τὸ σφυρὸν ὁπόταν ἢ μὴν χεὶρ ἢ ἄλλο τι | ||
γαστρός : πόδα δὲ τὸ μόριον , παρόσον ὡς ὁ ποδεὼν τοῦ ἀσκοῦ προέχει . λέγει οὖν ὅτι ἔχρησέ μοι |
” ὅθεν τὸ “ γῆρας ἀποξύσας θήσειν νέον ἡβώοντα ” μεταφράζει Ἀρίσταρχος νεωστὶ ἀκμάζοντα . νεογιλλῆς νεογνῆς : “ φωνὴ | ||
„ πυκναὶ δὲ σμώδιγγες „ . ὁ δὲ Ἀπίων οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος |
οὕτως : φλεγμαίνοντος τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἀποστενοῦται ὁ οὐρητικὸς πόρος τῆς κύστεως , καὶ τὸ τηνικαῦτα ἐπέχεται τὸ | ||
, καὶ [ ὁ ? ] οἶνος λεπτὸς καὶ λευκὸς οὐρητικὸς , γυμνασίοις τε συμμέτροις κεχρῆσθαι καὶ ἀνατρίμμασιν ἐν τοῖς |
μέλανα ὑποπέλια : καὶ τῶν ἐσθιομένων ἑλκέων , ὅπη ἂν φαγέδαινα ἐνέῃ , ἰσχυρότατά τε νέμηται καὶ ἐσθίῃ , ταύτῃ | ||
: ἐκεῖθεν γὰρ κενοῦται πᾶς χυμός : ἀλλὰ μὴν οὐδὲ φαγέδαινα . καί τινες ἐνόμισαν φαγέδαιναν λέγειν τὸν βούλιμον , |
τὸ παρὸν ἡμῖν ὡσαύτως ποιητέον : ἀτόπου γὰρ τὰ νῦν ἐμπεπτωκότος λόγου περὶ νόμων , ἀνάγκη που σκέψιν πᾶσαν ποιήσασθαι | ||
εἰς τὸ πρόσθεν προθείτω , καὶ ἐπιθέων μὲν ἐμβοάτω : ἐμπεπτωκότος δὲ τὴν ὀργὴν τῶν κυνῶν παυέτω , μὴ ἁπτόμενος |
δὲ καὶ εἰς ὀψοφαγίαν διαβάλλει . καττύεται : συντίθεται καὶ ῥάπτει κατ ' ἐμοῦ . ἀστείως δὲ τῇ λέξει κέχρηται | ||
πιθήκου σοφώτερον , οἵας γοῦν ἐπ ' αὐτοῖς παλαμᾶται καὶ ῥάπτει τὰς πάγας : ὅπου τὸ πλῆθος πιθήκων κάθηται , |
διακινῆσαι τὴν σύγκρισιν καὶ λεπτῦναι τὸ πάχος , εἴ τι ἐγκαθήμενον ὑπάρχοι : διὸ καὶ συναπτέον δευτέραν καὶ τρίτην δριμυφαγίαν | ||
: συνεργητέον δὲ καὶ τῇ διὰ τῆς ἕδρας ἐκκρίσει , ἐγκαθήμενον γὰρ τὸ ἀλλότριον καθάπερ φάρμακον , καὶ δάκνον τὴν |
τὰ ἐπιῤῥιγώσαντα ἐκ τουτέων , κακά . Ἐμέσματα ἄκρητα , ἀσώδεα , πονηρά . Τὸ καρῶδες ἆρά γε πανταχοῦ κακόν | ||
, ἐξαίφνης παρακρούσαντα ἀλυσμῷ , αἱμοῤῥαγικά . Τὰ κωματώδεα , ἀσώδεα , ὀδυνώδεα ὑποχόνδρια , θαμινὰ σμικρὰ πτύοντα , τὰ |
κακόν τι σαυτῷ προυφείλεις : ἐπί τινος κακόν τι λαβεῖν ἐπισπωμένου . κορίζεσθαι καὶ ὑποκορίζεσθαι : ἄμφω . σημαίνει δὲ | ||
σπλὴν ἀντιπαρακείμενος ἐπισπᾶται , φυσικαῖς τισιν ὁλκαῖς ἑκάστου τὸ ἴδιον ἐπισπωμένου . Τρίτος ἐπὶ τούτους ὁ ὀρρώδης χυμὸς ἐπιλείπεται : |
καὶ πρὸς καρδίην ὀδύνη , ἣν φλεβοτομίη ἔλυσεν : ταύτῃ ὑδροποσίη ἢ μελίκρητον ξυνήνεγκεν . Ἐλλέβορον ἔπιε μέλανα , οὐδὲ | ||
καὶ βάρος ἐς βραχίονα , νάρκη , ἔμετοι συχνοὶ , ὑδροποσίη . Τῷ Εὐφράνορος παιδὶ , τὰ ἐξανθήματα οἷα τὰ |
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης , | ||
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς |
ὧν ὠφέλεια μείζων ἐδύνατο γενέσθαι τῇ πόλει . χέζομεν ] ζημιούμεθα . Γ ἀνύσαντε : ἀντὶ τοῦ ἅπαξ εἰς τοῦτο | ||
, ἀκριβῶς ἅπαν γίνεται βλάβος , ὃ βέλτιον ἔχειν ἐξὸν ζημιούμεθα . καίτοι χεῖρα ἢ σκέλος ἢ ἄλλο τι μέλος |
ἐπιτιθεμένη κυνόδηκτα ἕλκη θεραπεύει . τῶν δὲ φύλλων ὁ χυλὸς περιχριόμενος ὀφθαλμοὺς ὑφαίμους καὶ τραχώματα ἰᾶται . σὺν οἴνῳ δὲ | ||
δὲ πηλὸς τῆς καλιᾶς αὐτοῦ μεθ ' ὕδατος λειωθεὶς καὶ περιχριόμενος τραχήλῳ καὶ φάρυγγι , φλεγμονὰς καὶ συνάγχην ἰᾶται . |
ἴϲχει . ἀλλὰ καὶ πνεῦμά κοτε ξυνιϲτὰν ἐν πλευρῷ δίψαν ἐνδιδοῖ καὶ ὀδύνην πονηρὴν μαλθακήν τε θέρμην : καὶ τόδε | ||
, ἀμφιϲχεῖν τὸ ἀλγέον χωρίον ἱκανή . οὐ γὰρ εἴϲω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγοϲ , ἀλλ ' ἐϲ εὖροϲ κέχυται . |
. Πῶς ἂν οὖν τις τὸ ὂν παρ ' αὐτοῦ ἀφέλοιτο ἢ ὁτιοῦν ἄλλο , ὅσα ὄντος ἐνεργείᾳ καὶ ὅσα | ||
ἀμφιλαμβάνει τε καὶ ἴϲχει κραταιῶϲ , καὶ οὐκ ἄν τιϲ ἀφέλοιτο αὐτέου βίῃ , εἰ μὴ κρέϲϲων ἄλλοϲ ἐλέφαϲ . |
: ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔχραε , τὸ ἐπεβάρυνεν ἀχρής καὶ ἀχρεῖος καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀχρεῖον τὸ οὐδέτερον τὸ | ||
εἰς τὸ η , ὥσπερ τὸ φοβούμενος φοβήμενος , γίνεται ἀχρής . ἢ παρὰ τὴν χροιὰν γίνεται μελαγχροίης , οἷον |
ἡ ῥὶς ὀξεῖα γίνεται τρόπῳ τοιούτῳ : ἡ ῥὶς ὀστοῦν χονδρῶδές ἐστι : τὸ μὲν ἐντὸς ὀστῶδές ἐστι , τὸ | ||
δέ φησιν ἀτροφωτέραν καὶ ἀχυλοτέραν αὐτὴν εἶναι , ἔχειν τε χονδρῶδές τι διακεχυμένον , εὐστόμαχον πάνυ . Θεόφραστος δ ' |
καὶ ὑπερπεινησάντων . καθ ' ὅλην δὲ τὴν οὐσίαν τὸ πτύελον ἐναντιώτατόν ἐστι τοῖς ἀναιροῦσιν ἀνθρώπους θηρίοις : ἐθεασάμην γοῦν | ||
ῥίγεος ἡ νοῦσος τῇ αὐτῇ ἡμέρῃ : ἀτὰρ καὶ τὸ πτύελον λαυρότερον ᾔει , ἐπεὶ τὸ οὖς ἐῤῥάγη , καὶ |
ἐμούμενον ἢ ἀποπτυόμενον ἐκ τοῦ στομάχου καὶ τῆς γαστρός : ἀπόχρεμψις δὲ ἐπὶ τῇ καθάρσει τοῦ λάρυγγος καὶ τῆς τραχείας | ||
γυναικεῖα ἦλθε πουλλά : ἔληξεν ἥ τε βὴξ καὶ ἡ ἀπόχρεμψις καὶ ἡ ὀδύνη , ἡ δὲ θέρμη λεπτή . |
καὶ μηδὲν πρὸς τὸ πρᾶγμα συντελούντων . Ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι , ἀλέουσι δὲ λεπτά : ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ | ||
' ὧν κατεσκευασμέναι ἦσαν ξυλοθῆκαι καὶ κρίβανοι καὶ ὀπτανεῖα καὶ μύλοι καὶ πλείους ἕτεραι διακονίαι . ἄτλαντές τε περιέτρεχον τὴν |
ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος , | ||
ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον |
μεγαλόφθαλμος , μικρὰς τὰς κόρας ἔχων , οὐκ ὀξυδορκῶν , ἀγαθογνώμων , εὔσαρκος , εὐτραφής . ἐὰν δὲ ὁ Κρόνος | ||
μεγαλόφθαλμος , μικρὰς τὰς κόρας ἔχων , οὐκ ὀξυδορκῶν , ἀγαθογνώμων , εὔσαρκος , εὐτραφής , δασυγένειος . ἐὰν δὲ |
πόλεων τούτων καὶ ἀναγκαιοτάτην οὖσαν ὑμῖν καὶ λυσιτελεστάτην . οὐκ ἀποστήσομαι δὲ εἰπεῖν οὐδ ' ὅπως ἂν μεῖναι γενομένη δύναιτο | ||
λόγον οὐκ ἄφοβον εἰπεῖν , ὅμως δέ πῃ θαρρήσας οὐκ ἀποστήσομαι . Τίνα δὴ τοῦτον , ὦ ξένε , λέγεις |
προσβιάζεται ] συνακολουθεῖν . παράπαν ] παντελῶς οὐδὲ γρῦ ] φώνημα μικρόν οὐκ ἔσθ ' ὅπως ] τρόπος ἀττικός ὅπως | ||
' Ἀτρειδῶν τοῦ τε σύμπαντος στρατοῦ . Τέκνον , τίνος φώνημα ; μῶν Ὀδυσσέως ἐπῃσθόμην ; Σάφ ' ἴσθι : |
' ἔσεσθαι , πρὸς θεῶν , βεβαμμένου [ ] , τρέμοντος ; ἀστείαν . ἐγὼ μὲν ἡδέως ἴδοιμ ' ἄν | ||
, ὁπόσος ἀπ ' αὐτοῦ στάζει , βραχίονός τε ξυνεῖναι τρέμοντος , ὁ δὲ ἐρᾷ τοῦ ἄθλου . δηλοῖ δὲ |
ὀλίγον ἰσχύει χρόνον . τίνι δεδούλωνταί ποτε ; ὄψει ; φλύαρος : τῆς γὰρ αὐτῆς πάντες ἂν ἤρων : κρίσιν | ||
λῆρος καθ ' ἑαυτὸν , οὕτως εἴποις : λῆρος καὶ φλύαρος εἶ ταῦτα λέγων . 〛 τινὲς δέ φασιν ἐσχηματισμένως |
μικρὰ ὑμῖν διηγησάμενος τῶν ἐμῶν . Ὁ γὰρ δυσάγωγος καὶ δυσπειθὴς ἐγώ , ὁ καταισχύνων τὸν πατέρα καὶ ἀνάξια πράττων | ||
εὖ τὴν κοιλίαν ὑπῆχθαι σπουδῇ τε ἰδίᾳ , καὶ εἰ δυσπειθὴς εἴη , καὶ κλυσμῷ προτρέπομεν , περιπάτου δ ' |
ἐκράτησεν . ἄγγεος : ὀστράκου . Μυζήσας : βυζάσας , ἐκροφήσας , ῥοφήσας , ἐκθλίψας . ἐμπλήσατο : ἐκόρεσεν , | ||
τοῦ κωμικοῦ Συμμαχίᾳ , τὸ γὰρ ἕψημά σου γευόμενος ἔλαθον ἐκροφήσας . καὶ πρότροπος δ ' ἦν τις οἶνος , |
γοῦν αὐτοὺς παραστήσοιντο πολιορ - κίᾳ . καὶ οἱ μὲν χαράκωμά τε περιεβάλλοντο καὶ τὰς ἐξόδους ἐφύλαττον , εἴ πού | ||
γοῦν αὐτοὺς παραστήσοιντο πολιορ - κίᾳ . καὶ οἱ μὲν χαράκωμά τε περιεβάλλοντο καὶ τὰς ἐξόδους ἐφύλαττον , εἴ πού |
τριταῖος , στραγγουρίη , ὀφθαλμίη , λέπρη , λειχὴν , ἀρθρῖτις : ἔμπηροι δὲ πολλάκις ἀπὸ τῶνδε γίνονται πουλλοὶ , | ||
φεύξεται γὰρ ποδάγρα , χειράγρα , γονάγρα , ἱσχιάδα , ἀρθρῖτις , ὀπισθότονος καὶ ὅσα νευρικὰ πάθη . Ἡ δὲ |
φρενῖτις , καῦσος , συνάγχη , πλευρῖτις , περιπνευμονία , καρδιακὴ διάθεσις , ἴκτερος , χολέρα , εἰλεὸς , κωλικὴ | ||
κατὰ πρόσθεσιν οὔσῃ τοῖς ἀριθμοῖς καὶ τῷ φωτὶ σχηματισθεῖεν , καρδιακὴ περίστασις ἀπαραβάτως ἔσται μέχρι τῆς διὰ πέμπτου . ἐπὶ |
, ἐργάσασθαι δὲ ὕδερον . εἰ οὖν ἐγένετο ὕδερος , περίτασίς ἐστιν εἰς τὴν κοιλίαν οὐκ ἀπὸ χρηστῆς ὑγρότητος , | ||
, ἐργάσασθαι δὲ ὕδερον . εἰ οὖν ἐγένετο ὕδερος , περίτασίς ἐστιν εἰς τὴν κοιλίαν οὐκ ἀπὸ χρηστῆς ὑγρότητος , |
πραεῖς γίνονται . Περικαέας δὲ εὐθέως , τοὺς ἐπὶ χολῇ καυσώδεις πυρετοὺς λέγει . Βληχρούς , ξηροὺς καὶ ἀμυδροὺς δὲ | ||
, ὅσον ὑπὸ τῆς τοῦ περιέχοντος εἰσπνοῆς . καὶ οἱ καυσώδεις δὲ τῶν πυρετῶν ἐπιφέρουσι πλείονα πόματος ὄρεξιν διὰ τὴν |
ποτηρίου εἶδος ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ ζῴου : καὶ γὰρ αὐτὸ ποιῶς πως κατεσκευάζετο , ὥστε πινόντων βομβεῖν . καὶ τὸ | ||
” βόσις βρῶσις : “ βόσιν ἰχθύσιν . ” βόμβησε ποιῶς ἐψόφησεν : “ βόμβησεν δὲ λίθος . ” βοτρυδόν |
εὔμορφος ὁ κλέπτης , εὔκομος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα ὑπό τι μελάγχρους , εὔσαρκος , ἀγαθογνώμων | ||
Ἀφροδίτη ἔσται εὔμορφος , εὔκοσμος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα μελάγχρους , εὔσαρκος , ἀγαθογνώμων . ἐὰν |
ἐγίνετο ἡ τῶν δώρων δόσις , πολυπλασιαζομένων δὲ τούτων ταῦτα ἐμειοῦτο εἰς πολλὰ καταμεριζόμενα καὶ τέλος ἡ φυλλοβολία κατελείφθη . | ||
: νύκτα κατενόει : κατεκοιμήθη . Ὀγδόῃ ἐπύρεσσεν : σπλὴν ἐμειοῦτο : κατενόει πάντα : ἤλγησε τὸ πρῶτον κατὰ βουβῶνα |
. Πέμπτῃ , χαλεπῶς . Ἕκτῃ , ἀπὸ λινοζώστιος εὖ ὑπῆλθεν . Ἑβδόμῃ , χαλεπώτερον : καὶ τὰς ἐφεξῆς ξυνεχέστερος | ||
ἰδών , πρὶν ἢ τῇ γῇ προσαραχθῆναι τὸ βρέφος , ὑπῆλθεν αὐτὸ καὶ τὰ νῶτα ὑπέβαλε , καὶ κομίζει ἐς |
οὔατα ἀμφότερα ἐπήρθη ξὺν ὀδύνῃ : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : παρελήρει : σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Εἰκοστῇ , ἄπυρος , | ||
ἤμεσε μέλανα , ὀλίγα , χολώδεα . Ἐνάτῃ ψύξις : παρελήρει πουλλά : οὐχ ὕπνωσεν . Δεκάτῃ , σκέλεα ἐπωδύνως |
, οὗ τὰ γύναια κακῶς ἤκουεν ἐπὶ τῇ τῆς σελήνης ἕλξει . πόθεν οὖν τοῦ περὶ τὴν Ἔφεσον πάθους ᾐσθόμην | ||
λαβόμενοι ἄκρων τῶν χειλέων μάλα εὐλαβῶς , ὁρμῇ βιαιοτάτῃ καὶ ἕλξει ἐγκρατεῖ ἐς τὸ ὕδωρ ἄγουσι , καὶ δεῖπνον ἴσχουσι |
λεπτὰ καὶ ὀλίγα διῄει , ὕπνοι τε οὐκ ἐνῆσαν : ἐμφύσημα κακόν : πουλὺ δίψος : κωματώδης : ὑποχονδρίου δεξιοῦ | ||
, ἀνώδυνος , ἐπὶ φλέγματι συνιστάμενος , ὥσπερ καὶ τὸ ἐμφύσημα ἐπὶ ψυχρῷ καὶ παχυτέρῳ συνίσταται πνεύματι . ῥᾴδιον γνωρίζειν |
ἀσπίδας ἔχοντας . ὑπὲρ ἅπαντα δ ' αὐτοὺς ὁ κονιορτὸς ἠνώχλει , καὶ οὐκ εἶχον οὐδ ' εἰκάσαι τὸ συμβαῖνον | ||
, καὶ ἐφοίτα ἐπὶ τὴν οἰκίαν . Ὅτι δὲ αὐτοῖς ἠνώχλει , σκέψασθε μεγάλην ῥώμην Ἡγησάνδρου καὶ Τιμάρχου : μεθυσθέντες |
τὸν βίον , ἀμελοῦντι πάνυ ἄν τις οἰκείως ἐπείποι : δαιμόνιε , φθίσει σε τὸ σὸν μένος . Τοῦ δὲ | ||
οἶμαι , τύχῃ τινὶ βέβληται . στῆσον τοίνυν , ὦ δαιμόνιε , τὴν βλάβην καὶ μὴ ἐπίτρεπε βαδίζειν : ὡς |
. υλεʹ . Ψωρίασίς ἐστι σκληρότης πολλὴ τοῦ ὀσχέου μετὰ ἐπιτεταμένου κνησμοῦ , ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ ἑλκώσεως . | ||
τὸ ζα ἐπιτατικὸν μόριον καὶ τοῦ χρεία . Ζαχρηέως τοῦ ἐπιτεταμένου , τοῦ πολλοῦ , τοῦ ἄγαν χρειώδους καὶ ἐπιτηδείου |
περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , ἔθανεν . Ἐκ | ||
: ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος , τὴν δὲ χρόαν ὕφαιμος ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας . |
θερμὸς , ὁ δὲ ψυχρὸς ἱδρὼς , ὁ μὲν ὥσπερ πεπεμμένος , ὁ δ ' ἄπεπτος . Ἡ δ ' | ||
τοῦ ῥέοντος ἰχῶρος , εἰ πολὺς ἢ ὀλίγος ἐστὶν ἢ πεπεμμένος ἢ ἄπεπτος : ἔτι δὲ καὶ κατ ' αὐτὸν |
, ἡ μέντοι τῶν ὑποκειμένων αὐταῖς φύσις τῷ ἑαυτῆς ἀστάτῳ ἀντιπίπτει αὐταῖς ἐνίοτε πρὸς τὴν κατὰ τὴν φρόνησιν καὶ τέχνην | ||
ἐπὶ τῶν πολυαίμων , φλεβοτομητέον , εἰ ἡ δύναμις οὐκ ἀντιπίπτει , καὶ μάλιστα ἐφ ' ὧν συνήθης ἔκκρισις αἵματος |
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ | ||
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ |
: πνεῦμα ἀραιὸν , μέγα , διὰ χρόνου : ὑποχονδρίου ἔντασις ὑπολάπαρος , παραμήκης ἐξ ἀμφοτέρων : καρδίης παλμὸς , | ||
κατὰ βραχὺ ἢ ἀθρόως . αἰτίαι δὲ ἐντεροκήλης ἡ προκαταρκτικὴ ἔντασις ἢ πληγὴ , συνεκτικὴ δὲ ἀπέκτασις ἢ ῥῆξις τοῦ |
. ἤδη τοίνυν τινῶν ἤκουσα λεγόντων ὡς αὐτοῖς πλέουσι καὶ θορυβουμένοις φανεὶς ὁ θεὸς χεῖρα ὤρεξεν . ἕτεροι δέ γε | ||
οἱ πολλοί , πολλοῖς δέ γε καὶ μὴ φίλοις παρέστην θορυβουμένοις , ὥστε μοι τοῦτο γενέσθαι φιλίας ἀρχὴν πρὸς αὐτούς |
καὶ παραχρῆμα βοηθεῖ . ποιεῖ δὲ καὶ ἰϲχιαδικοῖϲ . Ἡ περιπνευμονία φλεγμονὴ τοῦ πνεύμονόϲ ἐϲτι τὰ πολλὰ μὲν ἐπὶ κατάρροιϲ | ||
οὐ ποιεῖ φλεγμονήν . διὰ δὲ τὸ φλέγμα γίνεται ἡ περιπνευμονία , ἐπειδὴ παχύς ἐστιν οὗτος ὁ χυμός , καὶ |
θανεῖν ἀκλεές . εἴπερ κακὸν φέροι : εἰ ὅλως τις ἀτυχεῖ , καλὸν τὸ δίχα αἰσχύνης . εἴπερ ὅλως τις | ||
: τὴν γὰρ τοιαύτην δίκην ἡ νικηθεῖσα μὲν ἀδικεῖ , ἀτυχεῖ δὲ ὁ νικήσας . Παραιτοῦμαι δὲ συγγνώμην ἔχειν μοι |
τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας λόγχας ἀπαμβλύνει : οἰκονομία δ ' ἀνύει πλέον ἢ βία . | ||
σώζεται . ἴσως δὲ καὶ ἡ πολλὴ ἔνδεια τῶν αἰσθητῶν ἀπαμβλύνει τῇ ἀργίᾳ τὰς αἰσθήσεις : ἡ γοῦν ὄψις ἐπὶ |
δὲ καὶ τὰς καλουμένας κοπίδας : ἐστὶν δ ' ἡ κοπὶς δεῖπνον , μᾶζα , ἄρτος , κρέας , λάχανον | ||
ὁ Ξενοφῶν πάλιν ἐχρήσατο τ῀ λέξει . . σάγαριν ] κοπὶς ἢ πέλεκυς . . ἔς τε ἀντὶ τοῦ ἕως |
. [ θʹ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων ἀποσπᾶσαι . ] Ἡδύοσμον ἀναλαβὼν μέλιτι καὶ κολλύρια ποιήσας θὲς εἰς τοὺς μυκτῆρας | ||
μεθ ' ὕδατος πότισον . [ Ἐμετικὰ φλέγματος . ] Ἡδύοσμον χλωρὸν , ἢ ξηρὸν μετὰ εὐκράτου πινέτω . πρὸς |
ὅστις ἀδικεῖσθαι πλεῖστα ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμα ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι μικροψυχίας | ||
ἀδικεῖσθαι πλεῖστ ' ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμ ' ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι |
ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ | ||
ἰσχνότερος καὶ ἐντονώτερος τὸ βλέμμα καὶ λυπηρός , ὕπωχρος , εὐγένειος , πυρσόθριξ , ὠτοκαταξίας . ὁ δ ' ἡγεμὼν |
στρατευόμενον καὶ πονοῦντα οὐ ξενίζουσιν . ταῦτα δῆτ ' οὐκ ἀγχόνη ] ἀγανακτῶν ὡς ξενιζομένων τῶν πρέσβεων τοῦτο λέγει . | ||
βρόγχον ὑγροῦ παχέος καὶ γλίσχρου , μάλιστα ἐπὶ παιδίων . ἀγχόνη πυώδης ἀπόστασις μεταξὺ ἐπιγλωττίδος καὶ ῥίζης γλώττης . παρίσθμια |
διαφορεῖται [ ] κατὰ τὸν χρόνον . τὸ δὲ ἰῶ ἰῶμαι ἰός , κριῶ κριός , ἀνιῶ ἀνία . Τὰ | ||
. ἰῶμαι καὶ σπλῆνα καὶ ὀρθόπνοιαν ἀνιγρήν , καὶ φθίσιν ἰῶμαι , σπασμὸν ἐνιστάμενον , καὶ σφαλερὴν πλευρῖτιν : ἀποπτύων |
ὄρνιθος ἀηδοῦς ἥσει δύσμορος , ἀλλ ' ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς θρηνήσει , χερόπλακτοι δ ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι καὶ | ||
ὁ κλαυθμός , ὁ υἱὸς ὁ μὴ γενόμενός μοι , θρηνήσει σῃ τὸ πρᾶγμα . . ἐγχανὼν ] κατακλαύσας ῶν |
τοξεύσας Ἰνδὸς καταφρονήσας προσέδραμε καὶ καταφέροντος αὐτοῦ πληγὴν ὁ Ἀλέξανδρος ὑπέθηκε τῇ λαγόνι τὸ ξίφος καὶ καιρίου γενομένου τοῦ τραύματος | ||
. Μεταχεύεται : μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν ἀναλαμβάνει , ὃν ὑπέθηκε χαλεπὸν καὶ θανάσιμον ἰὸν , μετὰ τῆς λύσσης ἀναῤῥοφῶν |
ϲικυωνίῳ ἢ γλευκίνῳ πρὸ μὲν τῶν παροξυϲμῶν , ὥϲτε μὴ ῥιγοῦν , παυομένων δὲ ὥϲτε μὴ ἐκ τῶν ἔξωθεν προϲπιπτόντων | ||
ὁτὲ δ ' ἐκώλυσεν ἐξελθεῖν , ὥστε μὴ πεπαῦσθαι τὸ ῥιγοῦν ἀλλὰ τὰ μὲν περικεκαῦσθαι , τὰ δὲ κατεψῦχθαι καθάπερ |