' ὡς ἤκουσεν τῆς βοῆς , ἧκεν εὐθὺς καὶ ἀναβὰς ἐκεκράγει καὶ μυρία κακὰ διεξῄει περὶ τοῦ καταβεβηκότος : οὐ | ||
πάντα ἀνατρέψεσθαι ἑαυτῷ δοκῶν , πεσὼν εἰς τἀμήχανον τοὺς γείτονας ἐκεκράγει καὶ τοὺς θεούς , καὶ ἰοὺ ἰοὺ καὶ φεῦ |
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο | ||
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει |
τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ κατόπιν μὴ προορωμένων . Ἀσκὸν δαίρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως τι ποιούντων . Ἀσκῷ | ||
ἄμφω δεῖ βασιλεύειν , μετέχειν δὲ ἑκάτερον τῆς ἀρχῆς . Ἀσκὸν δαίρειν : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων : |
καὶ πρόσωπον ῥομφαίας πυρίνης καὶ πρόσωπον ξιφηφόρον καὶ πρόσωπον ἀστραπῆς φοβερῶς ἐξαστράπτον καὶ ἦχος βροντῆς φοβερᾶς : ἔδειξεν δὲ καὶ | ||
, ἤγουν ἐνδύματα , ἐχούσῃ σπειρώδει ] κυκλοέσσῃ ἔκπαγλα ] φοβερῶς νέην φοινίξατο σάρκα : ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν |
ἀνθρώπων πολιτείας : ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ ὁ Ζεὺς ἐτέρπετο καθορόων Τρώων τε πόλιν καὶ λαὸν Ἀχαιῶν καὶ νόσφιν | ||
ῥοδῆ δὲ τὸ φυτόν . Ἀρχίλοχος : ἔχουσα θαλλὸν μυρσίνης ἐτέρπετο ῥοδῆς τε καλὸν ἄνθος . ῥύεσθαι καὶ ἐρρύεσθαι διαφέρει |
τὸ παρὸν ἡμῖν ὡσαύτως ποιητέον : ἀτόπου γὰρ τὰ νῦν ἐμπεπτωκότος λόγου περὶ νόμων , ἀνάγκη που σκέψιν πᾶσαν ποιήσασθαι | ||
εἰς τὸ πρόσθεν προθείτω , καὶ ἐπιθέων μὲν ἐμβοάτω : ἐμπεπτωκότος δὲ τὴν ὀργὴν τῶν κυνῶν παυέτω , μὴ ἁπτόμενος |
προέλεγον ; τένθης , λίχνος καὶ γαστρίμαργος : Αἰλιανός ” τένθης καὶ ὀψοφάγος “ : τένθειν δὲ τὸ ἐσθίειν . | ||
γαστριβόρος , γαστριμαργία , λίχνος λιχνεία , λαίμαργος λαιμαργία , τένθης τενθεία , δεινὸς φαγεῖν καὶ ἀγαθὸς φαγεῖν . καὶ |
: εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον , ἣ τότ ' ἐν Ἴδηι μακροτάτη πεφυυῖα δι ' ἠέρος αἰθέρ ' ἵκανεν . | ||
Ἐπιμενίδης ὁ τὰ Κρητικὰ ἱστορῶν φησίν , ὅτι ἐν τῆι Ἴδηι συνῆν αὐτῶι , ὅτε ἐπὶ τοὺς Τιτᾶνας ἐστράτευσεν . |
, πανταχοῦ προτάττων τῶν γονέων τὰς πατρίδας καὶ πάντων πραγμάτων γλυκυτέρας εἶναι διδάσκων : τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν ; πόθι | ||
κηρύγμαθ ' , οὗ καὶ νῦν τις ἐκεκράγει μέγα μέλιτος γλυκυτέρας μεμβράδας φάσκων ἔχειν . εἰ τοῦτο τοιοῦτ ' ἐστίν |
, ᾡπόλοι ἦνθον : πάντες ἀνηρώτευν τί πάθοι κακόν . ἦνθ ' ὁ Πρίηπος κἤφα Δάφνι τάλαν , τί τὺ | ||
οἷον βέλτιστος βέντιστος , φίλτατος φίντατος , ἦλθεν ἦνθεν . ἦνθ ' ὁ Πρίηπος : οἰκείως : ἀγροικικὸς γὰρ ἦν |
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ , | ||
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν |
ἀνασηκῶσαι ἀνδρίζεσθαι ἀνεψιαδοῖ ἀνοητία ἀπαίροντες ἀρτοστροφεῖν ἀσπάλαθος αὐόμενος ἀψευδοῦντες βαρβιτίζειν βαρύφωνος ἡ βάτος βελέκκων βιβλιδάριον βλέπησιν βοηλατεῖν βοῦκλεψ βοῦς βωλοκοπεῖν | ||
εἶτα μήτηρ δευτέρα , εἶτα τηθὶς παραλαλεῖ τις , εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον |
; Ἀπόδειξον . Ὥσπερ κλωστῆρ ' , ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος , ὧδε λαβοῦσαι , ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν | ||
ἐκ Πειραιῶς , οἷα δὴ ξένος καὶ βάρβαρος οὐ μετρίως τεταραγμένος ἔτι τὴν γνώμην , πάντα ἀγνοῶν , ψοφοδεὴς πρὸς |
ἐλάμβανον . , ἔξω ἔμπροσθέν μου ἐκράτουν . ἀπάγχων ] ἀποπνίγων . τὰ εʹ ταῦτα κῶλα δίμετρά εἰσιν ἰαμβικά , | ||
ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , ἀποδύων , ἁρπάζων , |
πλίνθους ἔπλαττον , πλινθεῖον καλεῖ τὸν τόπον ἐν Δράμασιν ἢ Νιόβῳ Ἀριστοφάνης , περὶ τοῦ Κυκλοβόρου τοῦ ποταμοῦ λέγων ὁ | ||
, ἣν αὐτὸς [ ] κατεσκεύασεν . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Νιόβῳ . ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελὸς κατὰ τὸν ὀξὺν τόνον διαφέρει |
καὶ τραγήματα . Οἶνος Λέσβιος , ὃν αὐτὸς ἐποίησεν ὁ Μάρων ἐμοὶ δοκῶ . νῦν μὲν γὰρ ἡμῖν παιδικῶν ἅλις | ||
Ταρρακωνήσιος . τὸ ἐθνικὸν Ταρρακωνίτης , ὡς Ἀσκάλων Ἀσκαλωνίτης καὶ Μάρων Μαρωνίτης καὶ Καύκων Καυκωνίτης . Ταρραχίνη , πόλις Ἰταλίας |
ἴσθ ' ἐπ ' αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη , ὦ μειρακίσκη : πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς . Φέρε νυν , ἐγὼ | ||
. ἀφιγμένη : Ἐλθοῦσα . Θ . . . ὦ μειρακίσκη : Προσπαίζουσι τῇ πρεσβύτιδι οἱ γέροντες . [ καὶ |
: παράσιτον αὐτόσιτον . ἀναρίστητον δ ' εἴρηκεν Εὔπολις . ἀναγκόσιτον δὲ Κράτης . καὶ Νικόστρατος δέ : μειράκιον . | ||
βίου . Μειράκιον δὲ κατὰ τύχην ὑποσκαφιόκαρτόν τι κεχλαμυδωμένον κατάγεις ἀναγκόσιτον . Ἁλύσεις , καθετῆρας , δακτυλίους , βουβάλι ' |
ὁδῶν κυλινδείτω κρέα , πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . καὶ Μεταγένης ἐν Θουριοπέρσαις ἀδιδάκτῳ καὶ αὐτῷ : ὁ μὲν ποταμὸς | ||
τρίτος , εἶθ ' ὁ τέταρτος , εἶθ ' ὁ Μεταγένης . Καρκίνος δ ' ὁ τραγικὸς ἐν Σεμέλῃ , |
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
δέσποτα , ὁ τὸν θησαυρὸν καταθέμενος ὡς φιλόσοφος τὰ ἑπτὰ ἐχάραξε στοιχεῖα , ἃ λέγει Α ἀποβάς , Β βήματα | ||
[ λοχείῃ ] : [ ἐκταδίην ] ? δ ' ἐχάραξε τανυπλεύρου πτύχα γαίης [ στοιχάδα ] δινεύων ἐριβώλακα , |
εἰς τὸ σκύφος . καὶ Ἄλεξις ἐν Λευκαδίᾳ : οἴνου γεραιοῖς χείλεσιν μέγα σκύφος . καὶ Ἐπιγένης ἐν Βακχίδι : | ||
[ . ] τότ ? ? ? ' ἔφη Γαῖος γεραιοῖς ? [ : . ] καὶ ? ? ποῦ |
, ἡ κοινῶς ῥύμη . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος : Πλάτων δὲ | ||
ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος . Πλάτων δὲ |
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν , | ||
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι . |
ἐστὶν Ἑλένης βρώματα , ἅ φησιν οὗτος , μαινίδας καὶ τριγλίδας . Κογχίον τε μικρὸν ἀλλᾶντός τε προστετμημένον . Πατάνια | ||
μὲν δεῖ ἐγκρασιχόλους ἢ ἴωπας ἢ ἀθερίνας ἢ κωβιοὺς ἢ τριγλίδας μικρὰς σηπίδιά τε καὶ τευθίδια καὶ καρκίνια . ΕΨΗΤΟΣ |
ἀθρήσω πρῶτον , ὅτι δρᾷ , τουτονί . οὗτος , καθεύδεις ; μὰ τὸν Ἀπόλλω ' γὼ μὲν οὔ . | ||
σου καὶ λανθάνειν βουλόμενον ἡ μέθη ποτέ . Τί οὐ καθεύδεις ; σύ μ ' ἀποκναίεις περιπατῶν . Εἴσελθε κἂν |
Μεγαρέων ἢ Αἰγιέων οὐδεὶς λόγος , εὐδοκιμεῖ δὲ τὰ νῦν Γρυλλίων μόνος καὶ κατέχει τὸ ἄστυ , καὶ πᾶσα αὐτῷ | ||
πρὸς ἑταίρους πρόφασιν ἐπὶ κῶμον τινάς , ὅπερ ποιεῖν εἴωθε Γρυλλίων ἀεί . Ἀριστόδημος δ ' ἐν βʹ γελοίων ἀπομνημονευμάτων |
” . μισολάμαχος ] μισοπόλεμος . φιλοπόλεμος γὰρ ἦν ὁ Λάμαχος στρατηγὸς ὤν . † ἀκολαμάχου † : ἀλλοτρία τῶν | ||
ἀπὸ Παιήωνος , ἰατροῦ παλαιοῦ . ἕκαστον δὲ ὧν ὁ Λάμαχος λέγει τρέπει οὗτος εἰς παιδιάν . Παιώνια ] ἑορτὴ |
' ὁ ποιμὴν καὶ καλεῖται γλυκύτατος . βούλει τι , Κνήμων ; εἰπέ μοι . Ἥλιε , σὲ γὰρ δεῖ | ||
διακονεῖ κόρηι : πονηρόν . ἀλλά ς ' , ὦ Κνήμων , κακὸν κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί . ἄκακον |
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ | ||
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς : |
Κώνου ὁ μὲν φλοιὸϲ καὶ τὰ φύλλα παραπληϲίαϲ εἰϲὶ τῷ πίτυι δυνάμεωϲ , δριμύτερα δὲ καὶ δραϲτικώτερα . ὁ δὲ | ||
ὡς καὶ νῦν ἀπᾴδων ἐλήλεγκται , καὶ παρέστηκε μὲν τῇ πίτυι , ἀφ ' ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος |
Περιαλγεῖ ὦ θεῖε Μώρυχε : τέως γὰρ εὐδαίμων ἔφυς καὶ Γλαυκέτης , ἡ ψῆττα , καὶ Λεωγόρας , οἳ ζῆτε | ||
νεάνισκος [ ] ἠφανίσθη ἐπινεύσαντος [ , ὁ ] δὲ Γλαυκέτης κατὰ κράτος [ ] ἤλαυνεν καὶ ἅμα ἐπεστρέφετο , |
βουγάϊος ὁ μέγα γαυριῶν , καὶ ἀρι καὶ δα , δάφοινος ὁ ἄγαν φόνιος , καὶ λα . ὁρμῇ : | ||
βουγάϊος ὁ μέγα γαυριῶν , καὶ ἀρι καὶ δα , δάφοινος ὁ ἄγαν φόνιος , καὶ λα . ὁρμῇ : |
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων | ||
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ |
, Δακτύλους κληθῆναι . Σοφοκλῆς δὲ αὐτοὺς Φρύγας καλεῖ ἐν Κωφοῖς Σατύροις . Δάκτυλοι Ἰδαῖοι : ἑκατέρους πέντε φασὶ τούτους | ||
, Δάκτυλοι κληθῆναι . Σοφοκλῆς δὲ αὐτοὺς Φρύγας καλεῖ ἐν Κωφοῖς Σατύροις . : Ἔτι δὲ Κρόνου τινὲς τοὺς Κορύβαντας |
ὄμματ ' ἔχων , κραδίην δ ' ἐλάφοιο , τί πτώσσεις ; τί δ ' ὀπιπτεύεις κατὰ ἅρμ ' ἐν | ||
ὄμματ ' ἔχων , κραδίην δ ' ἐλάφοιο , τί πτώσσεις ; τί δ ' ὀπιπτεύεις κατὰ τέρμ ' ἐν |
Νιόβῃ [ . ] καὶ Ἀριστοφάνης [ . ] ἐν Δράμασιν ἢ Νιόβῳ [ ὁμοίως ἑπτά φησιν αὐτὰς εἶναι καὶ | ||
κριθώσης ὄνου . Τῶν δὲ περὶ ἀρτοπωλίαν ἀθρόα ἐν Ἀριστοφάνους Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ . πτίττω , βράττω , δεύω , |
' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις κήδε ' ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων . Ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει | ||
οὐ κακὴν δάμαρτ ' ἔχοις ; ἑλὼν δὲ Τροίαν οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών , ἀλλ ' , ὡς ἐσεῖδες |
' Ἡσιόδῳ . δῆσας ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθέα , καὶ παρὰ τῷ Ῥιανῷ λίθος μέγας . Ταῦτα μὲν ἔχομεν εἰπεῖν ἐν τῇ | ||
μὲν δρυμός ἐστιν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Λύκου καλούμενος , Ῥιανῷ τῷ Κρητί ἐστι πεποιημένον πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ |
καθέδρας . ΓΘ πνὺξ : τὸ ἐν Ἀθήναις δικαστήριον . πυκνίτης ] ἐν τῇ πνυκὶ συναγόμενος . πνὺξ ] τόπος | ||
καθεύδειν . οἱ δὲ κυάμοις φασὶν ἐχρῶντο ἀντὶ ψήφων . πυκνίτης : πνὺξ τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἔστιν ὅτε ἐκκλησίαζον οἱ |
τοῦ κτείναντος ἄνθρωπον οὐχ ὅσιον . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ κτήνους κύριος ἄγριον εἰδὼς καὶ ἀτίθασον μήτε καταδήσῃ μήτε κατακλείσας | ||
τὸ πονεῖν πρόθυμος ὢν ἤδη τὴν ἑαυτοῦ τιμὴν ἐξέτισε : κτήνους γὰρ φόρτον ἤρατο ” . ἐπεὶ δὲ ὥρας οὔσης |
τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ | ||
Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς , |
Πλάτων διάλογον . πλέοντος δ ' αὐτοῦ εἰς Σικελίαν ἐτελεύτησεν ναυαγήσας ἐτῶν Ϛʹ , σοφιστεύσας ἔτη μʹ . Πρόδικος . | ||
γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ Ἀσωπόδωρος ἐν Ὀρχομενῷ ἐξερρίφη . ἅ νιν ἐρειδόμενον |
μέσφα τό γ ' ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ | ||
ἔρανται . Ὥρατος δ ' ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον . οἶδεν Ἄριστις , |
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
ἀηδών | χελιδών | ἀλκυών | ἔποψ | πελεκάς κύκνοι τριόρχης | πιπώ | ὀρχῖλος | αἴθυια γλαῦξ | βύσσα | ||
ὁ Καλλίμαχος . μήποτε οὖν κίσινδις γραπτέον . ὁ δὲ τριόρχης εἶδος ἱέρακος . ῥύμῃ : Φορᾷ βιαίᾳ . δονεῖται |
πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη . Τὰ δ ' | ||
ὁρᾷ . Τύχη τέχνην ὤρθωσεν , οὐ τέχνη τύχην . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις βίος . Τὸ γὰρ θανεῖν |
πορρωτάτω . Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦν : κακοδαιμονῶν τις ἢ μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶν [ ἐνθαδὶ ] τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν | ||
. καίτοι πόσους ἂν πατάξειεν ἢ ἀποκτείνειε Πολυδάμας ἢ Γλαῦκος μελαγχολῶν ; τῆς δὲ Καμβύσου μανίας φῦλα ὁμοῦ καὶ ἔθνη |
μετὰ αὐξήσεως . Εὐριπίδης , ἀλλ ' ἥδε μ ' ἐξέσωσεν , ἥδε μοι τροφός , [ ἡ ] μήτηρ | ||
θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου , ἀνθ ' ὧν αὐτὸς ἐξέσωσεν ἐκ δράκοντος ἐκεῖνον . . . . . . |
τεύξεσθαι ὑπασπίδια προβιβῶντος . ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος : πρόσσω γὰρ κατέκυψε , τὸ δ | ||
ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος τυτθόν : ὃ δὲ Σχεδίον μεγαθύμου Ἰφίτου |
” φορέουσι κυπάσσεις Περσικούς , “ καὶ Ἀριστοφάνης ἐν τοῖς Ταγηνισταῖς . Κύρβεις : Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας | ||
τιν ' ἔνθεσιν . ταῦτα δὲ καπανικὰ εἴρηκεν Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς : τί πρὸς τὰ Λυδῶν δεῖπνα καὶ τὰ Θετταλῶν |
υἱόν . τὸ δὲ ζῷον ἐπὶ λαγνείας συμβολικῶς παρείληπται . Νικοφῶν ἐν Χειρογάστορσι : τοὺς ἑψητοὺς καὶ τοὺς πέρδικας ἐκείνους | ||
. Εὔβουλος : ἠσθένουν φαγοῦσα πρῴην σῦκα τῆς μεσημβρίας . Νικοφῶν : ἐὰν δέ γ ' ἡμῶν σῦκά τις μεσημβρίας |
. Λάμπη , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ | ||
φέρτατος ἀνδρῶν , Λαομεδοντιάδηςἡ διπλῆ ὅτι οὗτος Τρωικὸς Δόλοψ , Λάμπου υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ Πριάμου , ὁμώνυμος τῷ ἐν τῇ |
καλῶ . Ἐγὼ δ ' ἐμαυτῷ τόδε λαβὼν τὸ φορτίον εἴσειμ ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων . Εἶδες , | ||
ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμακοσίους εἰ μή τις αὐτὴν κατακλιεῖ ἔπειτ ' εἴσειμ ' , ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ |
κωκυτὸν δέ : καὶ γὰρ ἀθετεῖται ὁ στίχος οὗτος ὡς ὑποβολιμαῖος . * κωκυτόν : τὸν αἴτιον τῆς ἐς Κωκυτὸν | ||
. Οἷον , ἦν δ ' ἐγώ , εἴ τις ὑποβολιμαῖος τραφείη ἐν πολλοῖς μὲν χρήμασι , πολλῷ δὲ καὶ |
ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ | ||
θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον |
καὶ τὸν πλησίον παραγκωνιζόμενος , καρύκης τὸ γένειον ἀνάπλεως , κυνηδὸν ἐμφορούμενος , ἐπικεκυφὼς καθάπερ ἐν ταῖς λοπάσι τὴν ἀρετὴν | ||
κυνηδόν “ . [ ὅτι ] κυνικοί εἰσι φιλόσοφοι . κυνηδὸν ] δίκην κυνός . σοφίαν σιτήσομαι ] μέλλω λήψεσθαι |
δὲ τῶν εἰρημένων ὀνόματα , ἀπὸ μὲν γαστρὸς γαστρίς , γαστρίμαργος , γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ | ||
τρέφειν καὶ ὄρνεις φασιανούς . κωμῳδεῖται γὰρ ὁ Λεωγόρας ὡς γαστρίμαργος ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Περιαλγεῖ . Μνησίμαχος δ ' ἐν |
Φοινίκης Ἐλαία μεταξὺ Τύρου καὶ Σιδῶνος , ὡς Φίλων . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης , πλησίον Ἰαμνίας , ὡς Φίλων | ||
ἀπὸ Ἰοῦς , βοῦν ἔχουσα πλησίον ἐν τῇ εἰκόνι . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης πλησίον Ἰαμνίας ὡς Φίλων , ὡς |
δὲ εἰς ξενοδοχεῖον , ᾧ ἐπώνυμον κάμηλος , εἰς δωμάτιον εἰσδραμὼν ἐπιζυγῶσαι τὰς θύρας . τὸν μὲν οὖν δαίμονα οἴχεσθαι | ||
Ναὶ μὰ Δία κἄγωγε τοῦτον , ὅτι κενῇ τῇ κοιλίᾳ εἰσδραμὼν εἰς τὸ πρυτανεῖον , εἶτα πάλιν ἐκθεῖ πλέᾳ . |
χειρῶν ὡς τῇ δεξιᾷ βάλλων . περιβῆναι πεπτωκότος ὑπερασπίσαι . περιωπή τόπος ὑψηλός , ἀφ ' οὗ ἔστι περισκέψασθαι . | ||
τὸ ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ οὕτω πολλὴν περιωπήν : σημείωσαι περιωπήν ʃ περιωπή , ἡ φροντίς . ʃ ἀντὶ τοῦ περίσκεψιν ἢ |
παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
ἀδαγμός ἀκάτια ἀκρόσφυρα ἀμφαξονεῖν ἀναδοιδυκίζειν ἀνακωνᾶν ἀναμυλλᾶναι ἀνασεσυρμένη ἀνασκυζᾶν καὶ σκυζᾶν ἀνδροκόβαλος ἀνδροσάθης , ἀνδροσάθων ἀνεκαλαμήσατο ἀνεκνάδαλλον ἀνεπικόρριστος ἀνερριχῶντο ἀνισῶσαι | ||
, ἀλλὰ τὴν τῆς σκυζήσεως . ὅταν δ ' ἄρχηται σκυζᾶν , ἡ μὲν φύσις αὐτῇ διοιδεῖ , τὰ δὲ |
καὶ ἐκφυγεῖν ταχέως ; ἡ δὲ Ἄτη σθεναρά τε καὶ ἀρτίπους , φθάνει δὲ πᾶσαν ἐπ ' αἶαν , ὥς | ||
, οὐκ εἰδὼς τὴν ὁδόν ; Ὀξυδερκὴς τότε πως καὶ ἀρτίπους γίνομαι πρὸς μόνον τὸν καιρὸν τῆς φυγῆς . Ἔτι |
κάμινος πᾶσα κυκηθείη κεραμέων μέγα κωκυσάντων . ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει , βρύκοι δὲ κάμινος πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς | ||
. * * * νῦν δ ' αὖθις ἐρυγγάνει : βρύκει γὰρ ἅπαν τὸ παρόν , τρίγλῃ δὲ κἂν μάχοιτο |
: Τὸ λέων παρὰ τὸ λάω , τὸ θεωρῶ : ὀξυδερκέστατον γὰρ τὸ θηρίον , ὥς φησι Μανέθων ἐν τῷ | ||
λοιπῶν : οἱ δέ φασιν ὅτι ὁ λυγκεὺς θηρίον ἐστὶ ὀξυδερκέστατον . Λύκειος : Ἀπόλλωνος ἐπίθετον : καὶ τόπος , |
ἦλθε , δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης , ὃς δὴ πολλὰ κάκ ' ἀνθρώπους ἐεόργει : | ||
: „ δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης „ . ἐκ τοῦ τρῶ σημαίνοντος τὸ βλάπτω παράγωγον |
παρὰ τὴν παιπάλην , τουτέστι τὸ ἄλευρον , εἰπὼν ” καταπαττόμενος “ . ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ ιβʹ . παρακελεύεται τὸν | ||
λατύπης , ἣν ἔφαμεν παιπάλην καλεῖσθαι , γενήσομαι παιπάλη . καταπαττόμενος : τῇ χιόνι παττόμενος , ἐὰν αἱ Νεφέλαι διέλθωσιν |
πύρνον ψωμόν . πυρπολέοντας οἷον πῦρ ποιοῦντας , πυρπολουμένους . πωλεῖται συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον πορεύεται . ῥαδινόν λεπτόν | ||
κοῦραι , τίς δ ' ὔμμιν ἀνὴρ ἥδιστος ἀοιδῶν ἐνθάδε πωλεῖται , καὶ τέῳ τέρπεσθε μάλιστα ; ὑμεῖς δ ' |
ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται | ||
ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ |
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
Τὸ χρῶμα τοῦτό μ ' οὐκ ἀρέσκει τῆς κόρης . Εἶἑν . Γυνή τις ὑποβαλέσθαι βούλεται ἀποροῦσα παίδων , οὐδὲ | ||
Κολλυτεύς , ἐπεψήφισεν τῇ ἐκκλησίᾳ Τίμων ὁ αὐτός . “ Εἶἑν , ταῦτα ἡμῖν δεδόχθω καὶ ἀνδρικῶς ἐμμένωμεν αὐτοῖς . |
. τὰ δὲ πράγματα φιλοπαιγμοσύνη , παιδιά , γέλως , κομψεία , χαριεντισμός , στωμυλία , φιλοσκωμμοσύνη εὐσκωμμοσύνη σκῶμμα , | ||
Ἀττικοί , κατὰ χειρῶν Ἕλληνες . κοχώνη ἡ ὑπογλουτίς . κομψεία Ἀττικοί , πανουργία Ἕλληνες . κότινος Ἀττικοί , ἀγριέλαιος |
ἐστιν ὁμοιωτικὴ πράγματος τοῖς ὑποκειμένοις παράθεσις πρὸς δήλωσιν ἐντελεστέραν . ἰητήρ : ἰατρός . πολυμήχανος : πολύπειρος . ἕλκος : | ||
νοστήσειν καὶ ἐμεῖο μένος καὶ χεῖρας ἀλύξειν ; Ἐσσὶ μὲν ἰητήρ , μάλα δ ' ἤπια φάρμακα οἶδας , τοῖς |
ἔμεινεν . “ ἡ δέ φησι ” τὸν νεώνητόν τις καλεσάτω . “ μία οὖν καπριῶσα , τῶν ἄλλων μαχομένων | ||
Μενεξένῳ μὲν γὰρ δὴ πάντων μάλιστα ἑταῖρος ὢν τυγχάνει . καλεσάτω οὖν οὗτος αὐτόν , ἐὰν ἄρα μὴ προσίῃ αὐτός |
Λείπει σκόπει . ὁρᾷς θέαμα : Λίαν ἀσφαλῶς ὁ Ἥφαιστος πεδῶν τὸν Προμηθέα , φησίν : ὁρᾷς θέαμα ὀδυνηρὸν καὶ | ||
προδοσίαν : ὅπου καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ παιδεύων ξύλου καὶ πεδῶν ἠνείχετο : καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἔμπουσα ἐκαλεῖτο καὶ |
. ἄγγη μυρηρά ὡρικὸν δὲ μειράκιον καὶ κόρη ἀποβροχθίσαι ἐψυχρολουτήσαμεν θυλακίσκον κλινάριον λυρωνίαν νεβλάρετοι τὸν ὀρτυγοκόμον ῥαγδαίους τοῦ τριγώνου μαρτύρομαι | ||
; ἔπειτ ' ἐπὶ τοὔψον ἧκε τὴν σπυρίδα λαβὼν καὶ θυλακίσκον καὶ τὸ μέγα βαλλάντιον . καὶ τὴν κυνῆν ἔχειν |
. τίς γὰρ ἂν εἴης νῦν , ὃς καὶ ἡνίκα ἐφοίτας , πηδᾶν ἐποίεις τοὺς γέροντας ; Ἀντίοχος δὲ καὶ | ||
καίτοι σύ γε , ὦ βέλτιστε , οὐ μειράκιον ὢν ἐφοίτας εἰς διδασκάλου , ἀλλὰ νέμων τὰς οἶς δάφνην εἴληφας |
μεσούσης ἡμέρας , καὶ καταλαβὼν αὐτὴν καθεύδουσαν , ὑποδὺς ὑπὸ θοιμάτιον καὶ παρακλιθεὶς ἠρέμα , ἀψοφητὶ ἔμενεν αὐτὸς μὲν ἀτρεμῶν | ||
αὐτῶν καταγῆναι δεῖν , κατεαγὼς ἔσται αὐτίκα μάλα , κἂν θοιμάτιον διεσχίσθαι , διεσχισμένον ἔσταιοὕτω μέγα ἐγὼ δύναμαι ἐν τῇδε |
δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα πονήσας πρὸς τὸν ἀδελφόν . μελεοπαθὴς | ||
Πολυνείκην . ἔκτανες ] ἐφόνευσας . ἔθανες ] ἀπέθανες . μελεόπονος ] ἄθλιον πόνον ἀγαγών . μελεόπονος ] ἀθλιόπονος . |
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς | ||
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων |
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι | ||
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ |
ἀποκτεννύουσιν ἀνθρώπων οὐδένα : ἐὰν δέ τι εὕρωσι ἐν τῆι ὁδῶι χρυσίον ἢ ἱμάτιον ἢ ἀργύριον ἢ ἄλλο τι , | ||
μοι [ , ὡς ὁρᾶις , ἤδη βαδίζει κἀστὶν ἐν ὁδῶι [ . νῦν δὲ χρὴ κἀμὲ τοὺς ἔνδον προσειπεῖν |
θεῷ ἡ κυνηγέτις ἀνάκειται . Ἀθήνησι δὲ καὶ τόπος τις Τρίγλα καλεῖται καὶ αὐτόθι ἐστὶν ἀνάθημα Ἑκάτῃ Τριγλανθίνῃ . διὸ | ||
εἰ δὲ ἐπαναβαίνοι τοῖϲ ποταμοῖϲ γίγνεται παραπλήϲιοϲ τῷ κεφάλῳ . Τρίγλα . Καὶ αὕτη τῶν πελαγίων ἐϲτὶν ἰχθύων , τετίμηται |
Λέχριός γ ' ἐπ ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας . Πάτερ , ἐμὸν τόδ ' : ἐν ἁσυχαίᾳ Ἰώ μοί | ||
Εἶπεν δὲ αὐτῷ ἡ ἄλλη θυγατὴρ ἡ λεγομένη Κασία : Πάτερ , αὕτη ἐστὶν ἡ κληρονομία ἣν ἔλεγες εἶναι κρείττονα |
τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται | ||
Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς |
δὲ ὢν καὶ τῷ Διὶ ἐξισοῦσθαι θέλων διὰ τὴν ἀσέβειαν ἐκολάσθη : ἔλεγε γὰρ ἑαυτὸν εἶναι Δία , καὶ τὰς | ||
τοῦτον τὸν λόγον ἔρχεται . τό τις ἢ τὸ ποιήσας ἐκολάσθη , λύσις ὡς εἰπεῖν αὕτη γέγονε τοῦ πονηρεύματος : |
καὶ τοῖς ἑτέροις : Χειμὼν , ἐλαίῳ , καὶ ἄλλοις δωρήμασιν , ἢ τοῖς αὐτῶν καταστήμασιν : ὁ μὲν Χειμὼν | ||
† καταλίπητε ἐξ ἑτέρων ἑτέρους συμπλέκοντες καὶ τοῖς ἡμετέροις κοσμοῦντες δωρήμασιν . ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Αʹ . Περὶ ἐφόδων |
ὅσα βούλοιτο ἑαυτῷ . „ ἐκ τούτων οὖν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη , καὶ οἱ γραφεῖς γράφοντες τὸν Ἡρακλέα προσγράφουσι τὸ | ||
τοῦ Πηγάσου τὴν Ἀμισωδάρου Χίμαιραν ἀπώλεσε „ . τούτου γενομένου προσανεπλάσθη ὁ μῦθος . Φασὶν ὅτι Πέλοψ ἦλθεν ἔχων ἵππους |
μισθωσάμενος αὐτὴν ὅσον ᾔτησεν † ἀνισταμένης πολλάκις καὶ παιζούσης ὡς δασύποδ ' ἐπικροῦσαι βουλόμενος : τί , ἔφη , μειράκια | ||
εἶδε πώποτε λέοντας ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον θηρίον ; οὐδὲ δασύποδ ' εὑρεῖν ἔστιν οὐχὶ ῥᾴδιον . Ἀλκαῖος δὲ ὡς |
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος | ||
' ἐλατὴρ Σοσθάνης . ἄλλους δ ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν : Σουσισκάνης , Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής , ὅ |
αʹ . καὶ χρῶ . [ Περὶ παρισθμιῶν . ] Ἰτέας φύλλα καὶ καρπὸν ἑψήσας ὕδατι ἐπιπολὺ δίδου ἀναγαργαρίζεσθαι . | ||
. ἐλαίου λίτ . α , ὅξους ξέστας στ . Ἰτέας φύλλα χλωρὰ κόψας ἐν ἡλίῳ καὶ μετὰ ταῦτα ἐμβαλὼν |
ἀποβολῇ τοῦ τ ἀπετύπαζον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ στυπάζω καὶ ἀπεστύπαζον . . . . ἀπερείσια : πολλά : παρὰ | ||
, . . , . Ἀπεστύπαζον : : † θύραισιν ἀπεστύπαζον : παρὰ τὸ τύπτω ἀπετύπαζον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ |
” ὅθεν τὸ “ γῆρας ἀποξύσας θήσειν νέον ἡβώοντα ” μεταφράζει Ἀρίσταρχος νεωστὶ ἀκμάζοντα . νεογιλλῆς νεογνῆς : “ φωνὴ | ||
„ πυκναὶ δὲ σμώδιγγες „ . ὁ δὲ Ἀπίων οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος |
σῶς ὁ ὑγιὴς παρὰ τῷ ποιητῇ , καὶ τὸ οἰκίδιον τᾠκίδιον , καὶ προόρα πρώρα . ἔργον ἄπαστον : βρῶσις | ||
, ἀλλ ' ἀντὶ τοῦ “ ἐλθέ ” . καὶ τᾠκίδιον : τὸ οἰκίδιον . ὑποκοριστικῶς δὲ εἶπε κατασμικρύνων καὶ |
τίνα φησί : ἐν πόλει Τροιζηνίᾳ : ἐν Τροιζῆνι γὰρ ἠρίον Ἱππολύτου ἐν ᾧ ἀποκείρονται αἱ μελλόνυμφοι : διὰ τοῦ | ||
τάφου φοιτῶσι . λέγουσι δὲ οἱ τὴν Τρωάδα ἔτι οἰκοῦντες ἠρίον εἶναί τι τῷ τῆς Ἠοῦς Μέμνονι ἄνετον : καὶ |
χειμῶνος δρᾷ τοῦτο . ἤδη μέντοι καὶ κέρας ἐλάφου τις ξέσας , εἶτα τὸ ξέσμα εἰς πῦρ ἐνέβαλε , καὶ | ||
ὀξύβαφον , καὶ ἄλφιτον ἴσον , καὶ τυροῦ παλαιοῦ αἰγείου ξέσας τὸ ἴσον τοῖσιν ὀρόβοισι : ταῦτα ξυγκυκήσας ἐκπιέτω : |
παῖς , τύραννοι ὄντες , ὁ μὲν ἐν Ῥηγίῳ , Ἀναξίλας δὲ ἐν Μεσσήνῃ , πόλεμον τοῖς Ἐπιζεφυρίοις Λοκροῖς ἠπείλησαν | ||
πρὸς τὸ ἔτυμον ἀναφέροντες , ἀλλὰ πρὸς τὸ εὐσχημονέστερον . Ἀναξίλας : ἐὰν δέ τις μέτρια λέγουσι τοῖς δεομένοις ὑπουργῇ |
ὑπῆρξεν . ὅθεν Ἀριστοφάνης πού φησιν : ὦ μιαρὲ καὶ Φρυνώνδα καὶ πονηρέ . Εὐρύβατοι δύο ἐγένοντο ἄμφω πονηροί , | ||
: καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ |