ἐρείσας . δὴ τότε κήρυκα προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς , νώτου ἀποπροταμών , ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο , ἀργιόδοντος ὑός ,
: καὶ γὰρ τὸ σύνηθες , ὡς ὅταν λέγηι νώτου ἀποπροταμών , ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο [ θ ] καὶ
6312097 ἐλελειπτο
κάτα γαῖα μέλαινα . τοῦ δὲ καὶ ἀμφιδρυφὴς ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο καὶ δόμος ἡμιτελής : τὸν δ ' ἔκτανε Δάρδανος
. Τῷ δ ' ἄρ ' ἔπι τρύφος αὖον ἐλαϊνέης ἐλέλειπτο σχίζης , ἥν τε μαρανθὲν ἀδηφάγον ἐξέλιπεν πῦρ :
5832714 Δημοδοκῳ
ἀγῶνα . κῆρυξ δ ' ἐγγύθεν ἦλθε φέρων φόρμιγγα λίγειαν Δημοδόκῳ : ὁ δ ' ἔπειτα κί ' ἐς μέσον
ἐβούλοντο , ὡς Ὀδυσσεὺς νώτου ἀποπροταμὼν οὗ αὐτῷ παρέθεντο τῷ Δημοδόκῳ . ἐχρῶντο δ ' ἐν τοῖς συμποσίοις καὶ κιθαρῳδοῖς
5598140 πολυαϊκος
κεχρῶσθαι αὐτὸ λέγει : οὐδ ' ἂν κτανεῖν πείσασα : πολυάϊκός τις λόγος φέρεται τῶν φιλοσόφων , ὃν καὶ Παρμενίσκος
κεχρῶσθαι αὐτὸ λέγει : οὐδ ' ἂν κτανεῖν πείσασα : πολυάϊκός τις λόγος φέρεται τῶν φιλοσόφων , ὃν καὶ Παρμενίσκος
5592882 ἀργιοδοντος
“ θήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσι ” καὶ “ ἀργιόδοντος ὑός . ” ἀργεστᾶο νότοιο . τινὲς τοῦ λεγομένου
' ὅ γ ' ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλεν ἀργιόδοντος ὑὸς καὶ ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε
5318776 ἐδειμε
καὶ γὰρ ἐπιγέγραπται αὐτοῦ τῷ μνήματι : Σαρδανάπαλλος Ἀνακυνδαράξεω Ἀγχιάλην ἔδειμε καὶ Ταρσὸν μιῇ ἡμέρῃ , ἀλλὰ νῦν τέθνηκεν .
πλοιμον Ελλαν ευη ? [ ! ! ! ] στέγην ἔδειμε [ τῆλε ] [ ] τελεόπορον ἐμὸς [ δεσπότης
5310030 Δαρδανιδαο
ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων . Ἔνθ ' υἷι Πριάμοιο συνήντετο Δαρδανίδαο ἐκ ποταμοῦ φεύγοντι Λυκάονι , τόν ῥά ποτ '
Δαναοῖσι κελεύων . οἳ δὲ παρ ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ Δαρδανίδαο μέσσον κὰπ πεδίον παρ ' ἐρινεὸν ἐσσεύοντο ἱέμενοι πόλιος
5237399 ὠμω
δ ' ὄπιθεν , πλῆξεν δὲ μετάφρενον εὐρέε τ ' ὤμω χειρὶ καταπρηνεῖ , στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε . τοῦ
, χωλὸς δ ' ἕτερον πόδα , τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτὼ ἐπὶ στῆθος : καὶ τὰ ἑξῆς , καὶ
5232121 καθεψηθῃ
καὶ τὸν χυλὸν ἕψε , ἕως ἂν τὸ τέταρτον μέρος καθεψηθῇ , καὶ τότε ἀπόθου εἰς ἄγγος κασσιτέρινον : χρῶ
ἐπίπλασσε καὶ ἕψει μαλακῷ πυρὶ ἐπὶ πλεῖστον , καὶ ὅταν καθεψηθῇ , ὁλμοκοπήσας ἐπιτίθει , μὴ λύων μέχρι τῆς τρίτης
5209668 καπ
ὅτε δὴ καὶ κεῖνος ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσιν , ἤτοι ὃ κὰπ πεδίον τὸ Ἀλήϊον οἶος ἀλᾶτο ὃν θυμὸν κατέδων ,
: καὶ γὰρ οἱ χρόνοι εὔδηλοι . . ἤτοι ὁ κὰπ πεδίον Ἀλήιον οἶος ἀλᾶτο : ἡ διπλῆ , ὅτι
5174488 ἐπαναστροφη
τῇ ἐπαναφορᾷ , ἑτέρου λόγου . Καὶ μὴν καὶ ἡ ἐπαναστροφὴ τὸ σχῆμα τῶν καλλω - πιζόντων : γίνεται δέ
εἰ πυρὶ χεῖρας ἔοικε , μένος δ ' αἴθωνι σιδήρῳ ἐπαναστροφὴ ὂν οὐκέθ ' ὅμοιον τοῖς προειρημένοις οὐδ ' ὁμοίως
5147857 δεγμενος
, ἐμπίδος * ἀήθεα : ἀσυνήθη κακοήθη μὴ συνήθη * δέγμενος : δεχόμενος λαβών δεδεγμένος , διωκόμενος * ἔνθα :
κατασκευάζων , πᾶσαν εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν αὐτοῖς ἐξέτεινεν . Ἰάσων δέγμενος : οὐχ ὡς πάντας ὑποδεδεγμένου τοῦ Ἰάσονος τοὺς περὶ
5126132 Τηλεμαχῳ
ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ : “ παῖδες ἐμοί , ἄγε Τηλεμάχῳ καλλίτριχας ἵππους ζεύξαθ ' ὑφ ' ἅρματ ' ἄγοντες
' , ᾧ μὴ ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἔωσιν , ὡς νῦν Τηλεμάχῳ ὁ μὲν οἴχεται , οὐδέ οἱ ἄλλοι εἴς '
5115265 φαινομενηφι
Ἄρηος . ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν ἔρχευ ἅμ ' ἠόϊ φαινομένηφι οἴκαδε καὶ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὁμίλει : αὐτὰρ ἐμὲ προτὶ
δὴ σημήϊα πρῶτα σκορπίου εἰς ἅλα πίπτει ἅμ ' ἠοῖ φαινομένηφι . . . . . , . . .
5114341 ψαυω
φιλονεικοῦντες ἀποδεῖξαι ὡς οὐ γενικῇ μόνον ἀλλὰ καὶ αἰτιατικῇ τὸ ψαύω συντάσσεται , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς φιλονεικεῖν : εὕρηται
καὶ ἱδρὼς ἐν αὐτῷ καταρρεῖ : καὶ ψόη παρὰ τὸ ψαύω . Αἱ πλευραὶ αἱ μέν εἰσι μακραί , αἱ
5100773 ἐτεθην
ἀποβολῇ τοῦ κατ ' ἀρχὴν συμφώνου : ἦν οὖν τέθεμαι ἐτέθην : ἐπειδὴ γὰρ ἔδει πάντως εἰς θην λήγειν τὸν
τεθείσθωσαν . Ἑνικά . Τέθητι , τεθήτω : τὸ ῥῆμα ἐτέθην , ἡ μετοχὴ τεθείς , τὸ προστακτικὸν τέθητι .
5088562 σιγυννος
οἳ βλάσφημοι ἐκωμῳδοῦντο . πένταθλος . ἀγών : πέλτη , σίγυννος , ἅλμα , δίσκος καὶ δρόμος : σίγυννός ἐστι
ἔστι γὰρ πένταθλος οὗτος τοῖς νέοις ἀγωνία , πάλη , σίγυννος , ἅλμα , δίσκος καὶ δρόμος . σίγυννος δέ
5088041 ἡνται
ὁμοῦ δὲ Κάδμου παισὶν ἀναμεμειγμέναι χλωραῖς ὑπ ' ἐλάταις ἀνορόφους ἧνται πέτρας . δεῖ γὰρ πόλιν τήνδ ' ἐκμαθεῖν ,
, ὅ ἐστιν οἰκεῖν . τεγέων : τῆς ὀροφῆς . ἧνται ἀκήν : κάθηνται ἐν οἴκῳ , μὴ ἐπιστρεφόμενοι τοῦ
5075447 στιβαρῳ
, ἅς τ ' αἰζηὸς ἄφαρ ψυχῆς ἀπαμέρσῃ κόψας αὐχενίους στιβαρῷ βουπλῆγι τένοντας : ὣς αἳ Τυδείδαο πέσον παλάμῃσι δαμεῖσαι
Ὄλυμπον κῆρ ἀχέων ὀδύνῃσι πεπαρμένος : αὐτὰρ ὀϊστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο , κῆδε δὲ θυμόν . τῷ δ '
5070411 ἐκφερον
ἕλεν δέος , ἀλλά μιν οὐδ ' ὧς ἐντροπαλιζόμενον πόδες ἔκφερον , ὄφρ ' ἑτάροισι μίκτο κιών . ἤδη δὲ
αι δίφθογγον : ὦκα δ ' ἔπειτα † Αἰφηρητιάδαο ποδώκεες ἔκφερον ἵπποι , . . * . . Αἶψα :
5062812 ὀρνυσθ
Βορέω ἀναπάλλεται ἰχθύς . φρίξ : Φ , . . ὄρνυσθ ' οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθον : ἡ διπλῆ
στῆ δ ' ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν : ὄρνυσθ ' οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθον . ὣς ἔφατ
5057614 Θυτηριου
τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . . . Πάλιν δὲ τοῦ Αἰγόκερω
. ἔστι δὲ τὸ Θηρίον ἐν ταῖς χερσὶ πλησίον τοῦ Θυτηρίου : ὃ δοκεῖ προσφέρειν θύσων , ὅ ἐστι μέγιστον
5045497 εὑ
Ἐρυθρὰ καὶ ἄλλαι , ἀλλ ' ὅτι ἐν χρήσει οὐχ εὕ - ρηται αὐτῆς οὔτε δυϊκὸν οὔτε πληθυντικόν . ὅτε
ε . . ἀπέφθιθον ἐσθλοὶ ἑταῖροι ὁ φθίθω ἐνεστὼς οὐχ εὕ - ρηται ἐν χρήσει , ἵνα εἴπωμεν ὅτι ἰδοὺ
5044178 δωριζει
διόπερ πολλαῖς αὐτοῦ λέξεσι κέχρηται , διὸ καὶ ἐν ἐνίοις δωρίζει , ὡς καὶ νῦν ἐν τῷ παῶν : πηῶν
. καλῶς μοι δοκοῦντι . ταῦτα ὁ Ἀρχύτας λέγει . δωρίζει δὲ οὗτος , τῷ δοκοῦντι οὖν δωρικῶς ἀντὶ τοῦ
5040326 μετεφη
δὲ περιστήσαντο καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο : τοῖσιν δ ' εὐχόμενος μετέφη κρείων Ἀγαμέμνων : Ζεῦ κύδιστε μέγιστε κελαινεφὲς αἰθέρι ναίων
οὔτε νέων μεταΐζειν οὔτε γερόντων . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ ὢ πόποι , ὡς
5021148 σαυρωτηρ
θυρῶν στροφεῖς . Στρυφνόν . στερεόν . Στύραξ . ὁ σαυρωτὴρ καλούμενος . ἡ τοῦ δόρατος ἀρχή , ἐφ '
δὲ τὸ ἔσχατον τοῦ δόρατος ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί
5008723 στατηρσι
ὁ δ ' ἰπνὸς γέγον ' ἡμῖν ἐξαπίνης ἐλεφάντινος . στατῆρσι δ ' οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς : ἀποψώμεσθα δ
μαγειρεῖον . . ἐξαπίνης : Ἐξαίφνης . Θ . . στατῆρσι δ ' οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν : [ Εἶδος νομίσματος
4998718 ἰθυνουσι
αὐτὸν τὸν ἰχθὺν περιφραστικῶς . Ὡς πόμποι δόμον ἰθύνουσιν , ἰθύνουσί φησι τὸν καὶ νῆα ὄντα καὶ ἰχθὺν , καὶ
αὐτὸν τὸν ἰχθὺν περιφραστικῶς . Ὡς πόμποι δόμον ἰθύνουσιν , ἰθύνουσί φησι τὸν καὶ νῆα ὄντα καὶ ἰχθὺν , καὶ
4990214 δεπας
δὲ καὶ Διομήδους καὶ Αἴαντος καὶ Ἀχιλλέως γενναιότερον ἀείρει τὸ δέπας ὁ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκὼς Νέστωρ , φησὶ Σωσίβιος καὶ
τράπεζαν ἀργυρέην Κάδμοιο θεόφρονος : αὐτὰρ ἔπειτα χρύσεον ἔμπλησεν καλὸν δέπας ἡδέος οἴνου . αὐτὰρ ὅ γ ' ὡς φράσθη
4988482 ἡστο
πρῶτος δ ' Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἐφράσαθ ' ἵππους : ἧστο γὰρ ἐκτὸς ἀγῶνος ὑπέρτατος ἐν περιωπῇ : τοῖο δ
? [ . . . δαρὸν † δάραοι † χρόνον ἧστο τάφει πεπαγώς τούς τε λευκίππους κόρους τέκνα Μολιόνας κτάνον
4966841 ἐρευθει
: γράφεται δαρδάπτων . ἐμμενέως : ἰσχυρῶς , παραμένως . ἐρεύθει : βάπτεται , καταβάπτει , μολύνει . Λιχμάζων :
καὶ οἰδέει οἰδήματι πᾶν τὸ σῶμα , καὶ τὸ πρόσωπον ἐρεύθει , καὶ τὸ στόμα ξηρὸν , καὶ δίψα ἐπέχει
4947206 ἀληθευετε
τοίνυν εἰσπλεῖτε “ φησίν , ” ἕως ἂν γνῶμεν εἰ ἀληθεύετε : φορτίδας γὰρ οὐ βλέπω ναῦς ἀλλὰ μακρὰς καὶ
; διὰ τοῦτο βελτίους φήσετε ἐκείνους ἑαυτῶν ; ἴσως μὲν ἀληθεύετε , ἐὰν λέγητε : οὐ μὴν ἐρεῖτε . τοὺς
4915680 ἐπιβλης
ποίησαν ἄνακτι σταυροῖσιν πυκινοῖσι : θύρην δ ' ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς εἰλάτινος , τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί , τρεῖς
ἕλωρ Ἀίδῃ . Πέτρος ἐγὼ τὸ πάλαι γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλὴς τὴν Ἡρακλείτου ἔνδον ἔχω κεφαλήν : αἰών μ '
4909920 προτασσεται
ἡμίφωνον ὑγρὸν καὶ προτάσσεται φωνηέντων ἐν συλλαβῇ καὶ ὑποτάσσεται : προτάσσεται , ὁπότε καὶ τὰ τούτοις ὅμοια γράφομεν : ὑποτάσσεται
θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον : καὶ ἀρσενικὸν μὲν οὖν ἐστιν οὗ προτάσσεται κατ ' εὐθεῖαν καὶ ἑνικὴν πτῶσιν ἄρθρον τὸ ὁ
4906706 τιτυσκομενοι
. τῷ δ ' ἐπετοξάζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ ' ἔβαλλον : αὐτὰρ ὃ μακρὸν ἄϋσεν
Τροίαν , ἀδηλότητος οὔσης εἰ νικήσει . . ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ ' ἔβαλλον : ἡ διπλῆ ὅτι Ὅμηρος
4904578 Πολιτῃ
τοῦτο ἐπὶ τοῦ ὡμοιώθη “ εἴσατο δὲ φθογγὴν υἱέϊ Πριάμοιο Πολίτῃ , ” ἐπὶ δὲ τοῦ φανῆναι “ ἀλλ '
. καὶ τὸ Ἕκτορ , σοὶ δὲ μάλιστ ' ἐπιτέλλομαι Πολίτῃ ἀνοίκειον : μᾶλλον δὲ Ἴριδι ἁρμόζει ἐπιτάσσειν . .
4901445 ξυστον
, λέγειν δὲ ὡς ἔθος αὐτοῖς χλαῖναν μὲν καλεῖν τὸ ξυστὸν , χιτῶνα δὲ τὴν ἀσπίδα . ταῖς γυναιξὶν ἐπείσθησαν
, Κόρραγον τὸν Μακεδόνα ὁπλίτην καταμονομαχήσας καὶ ἐκκρούσας αὐτοῦ τὸ ξυστὸν καὶ ἁρπάσας τὸν ἄνδρα σὺν τῇ πανοπλίᾳ , ἐπιβὰς
4898226 καλλιπαρῃῳ
λέγει περὶ τῆς γραφῆς δέπασσι . , . Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ δέκτο δέπαςὅτι πτῶσις ἤλλακται καὶ πρόθεσις παρεῖται , ἀντὶ
. Δωρικὴ δὲ ἡ κλίσις . Ὅμηρος : Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ . ὃν ἀρχαίῳ σάματι : τὸ αὐτό ἐστι τό
4896659 καθιζανε
[ ] , ἀλλὰ σὺν ? ? τοῖς γέρουσιν [ καθίζανε ] ? [ ] ? . ἦ σοῦ πορευθέντος
εἰ θέρμην ἔχουσα τυγχάνω . Δεῖπνον παρασκεύαζε , σὺ δὲ καθίζανε . Πότε σὺ ἤκουσας αὐτοῦ ; πρωπέρυσιν ἔτος τρίτον
4875577 μογεοντας
, ἐν τῷ θέρει , κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί .
, ἐν τῷ θέρει , κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί .
4868126 πηληξ
σχήματι . Σ . Π : . . . ἡ πήληξ μὲν οὖν εἰς ὃ τὸν λόφον τιθέασι , φάλαρα
ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν πῆξιν ὥσπερ πηδᾶν τὴν κώπην . πήληξ περικεφαλαία , ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι , ὅ ἐστι κινεῖσθαι
4858553 κινητηριον
τῶν ϲεμνῶν [ ἀλλ ' ἔδει νεύϲαντα χωρεῖν εἰϲ τὸ κινητήριον [ : τῆϲ ἑταιρίαϲ δὲ τούτων τοὺϲ φίλουϲ ἐϲκ
ἐπὶ τῶν ἄγαν μικρῶν . τορύνη δὲ τὸ τῆς χύτρας κινητήριον . δοῖδυξ ] τριβεύς . Γ τορύνη ] κουτάλη
4854529 δαινυ
” ἐπὶ δὲ τοῦ περιδείπνου “ ἤτοι ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισιν ” καὶ “ ὣς οἵ γ '
δαίνυ δαῖτα γέρουσιν . εἰ καί τινες , ὅτι τὸ δαίνυ νῦν οὐκ εὐώχει οὐδ ' ἑστία σημαίνει , ἀλλ
4851422 Βατραχοις
δεδάκρυνται δέ μοι ὄσς . καὶ ὁ κωμικὸς Ἀριστοφάνης ἐν Βατράχοις ἐπὶ τοῦ κατεπτηκότος [ ] Διονύσου : Χὠ πρωκτὸς
ἀριστερᾷ καὶ ” εὐρυχωρία πάνυ πολλή . “ καὶ Ἀριστοφάνης Βατράχοις λεπτῶν τε κανόνων ἐσβολὰς ἐπῶν τε γωνιασμούς . Δ
4851293 λιλαιομενοι
ἠερόεντα πεφυζότας αἶψα νέεσθαι : ἀλλ ' οὐ μὰν δείσουσι λιλαιόμενοι μέγα χάρμης . Εἰσὶν γὰρ κρατεροί τε καὶ ὄβριμοι
μὲν σῖτον ἔχον καὶ οἶνον ἐρυθρόν , τόφρα βοῶν ἀπέχοντο λιλαιόμενοι βιότοιο : ἀλλ ' ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα
4848636 ἀπονιπτρον
ὑπ ' ἐράνων τε καὶ χρεῶν πρώην ποτέ , ὥσπερ ἀπόνιπτρον ἐκχέοντες ἑσπέρας , ἅπαντες ἐξίστω παρῄνουν οἱ φίλοι .
' ὕδωρ καὶ σμῆμα , Ἀντιφάνης πού φησιν . ὅτι ἀπόνιπτρον ἐκάλουν τὸ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ἀπόνιμμα .
4824926 λεγηι
γὰρ Αἰσχύλος πολλάκις τὴν λέξιν οὕτως ἔχουσαν τίθησιν , ὅταν λέγηι σπίδιον μῆκος ὁδοῦ , καὶ ὁ Ἀντίμαχος οὐδὲ σπιδόθεν
οὐχὶ οὐθὲν ] ? τοδὶ προσμετρεῖς [ ] ἐπειδάν τις λέγηι ? ? , τὴν τοῦ ἡλίου κίνησιν παραθεωρῶν ?
4823086 ἐπορουσας
θρέψεν ἀμαιμακέτην πολέσιν κακὸν ἀνθρώποισιν . Αἴας δὲ Κλεόβουλον Ὀϊλιάδης ἐπορούσας ζωὸν ἕλε βλαφθέντα κατὰ κλόνον : ἀλλά οἱ αὖθι
δ ' ἄσβεστος ὀρώρει . ἔνθ ' Αἰνέας Ἀφαρῆα Καλητορίδην ἐπορούσας λαιμὸν τύψ ' ἐπὶ οἷ τετραμμένον ὀξέϊ δουρί :
4814597 ταρφεσιν
Πολλάκι καὶ κατέδαρθε δαφοινῶν ἄγχι δρακόντων ἀμφὶ κυνηγεσίῃσι μένων ἐν τάρφεσιν Ἴδης θηρητὴρ Εὔφορβος ἀρωγῇ τῇδε πεποιθώς . Δῶκα γὰρ
Ἄρης ἐγχέσπαλος ἢ ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται , βαθέης ἐν τάρφεσιν ὕλης . αὐαλέοισι : ξηροῖς . κορύσσεται : μετεωρίζεται
4796108 στυρακιον
, κοντοί , καὶ τοῦ δόρατος τὸ ἱστάμενον σαυρωτήρ στύραξ στυράκιον , καὶ τὸ προῦχον σιδήριον λόγχη αἰχμή ἐπιδορατίς ,
ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί , τῶν Πλαταιέων ἐν τῷ
4785015 ἐπιψαυειν
ἄλλως , ἐπιμήκης δὲ καὶ τοῦ συνήθους πλέον , ὡς ἐπιψαύειν τῆς γλώττης , ἐκ τοῦ τοῖς ἱμάσιν ἐοικέναι τὴν
προσδοκῶντες ἀεὶ διὰ τὸ σφόδρα ἐγγὺς εἶναι καὶ δάκνειν καὶ ἐπιψαύειν [ δοκεῖν ] . μάλα σχεδόν : πλησίον τῶν
4778079 ὁλοσιδηρον
τὸν πανοῦργον καὶ συκοφάντην . γαῖσον : ἐμβόλειον ἢ δόρυ ὁλοσίδηρον . γαλερόν : γαληνόν , ἥσυχον , προσηνές .
ἀθωράκιστον : φερομένων δὲ παντοδαπῶν ἑκατέρωθεν βελῶν , παλτὸν ἐμπεσεῖν ὁλοσίδηρον αὐτῷ καὶ τῇ μὲν ἀκμῇ μὴ θιγεῖν , ἀλλὰ
4758590 παραφραζει
Ὀλυμπικῷ . ἀλλὰ μὴν καὶ αὐτὸς ὁ Δημοσθένης πολλάκις ἑαυτὸν παραφράζει , οὐ μόνον τὰ ἐν ἄλλοις λόγοις αὑτῷ εἰρημένα
. τὸ μὲν παρ ' ἆμαρ : τὸ τοῦ Ὁμήρου παραφράζει τὸ : ἄλλοτε μὲν ζώους ' ἑτερήμεροι , ἄλλοτε
4757544 γριφοι
. ἀμφίβληστρα : ἀπὸ τοῦ ἀμφοτέρωθεν βάλλειν τοὺς ἰχθύας . γρῖφοι : οἱ γρίπτοι λεγόμενοι . Γαγγάμαι : γαγγάμη λίνος
αὐτῶν γένη ὁ Κλέαρχος ἐν τῷ περὶ γρίφων συντάγματι . γρῖφοι δὲ λέγεται τὰ ἐν τοῖς συμποσίοις προβαλλόμενα αἰνιγματώδη ζητήματα
4750136 οὐδετεροις
ἐθάδων ἐδεσμάτων καὶ τὰ τοιαῦτα : ἅπαντα ἀρσενικὰ ὄντα ποιητικῶς οὐδετέροις συνετάγη . Τὸ ἄλλο τοῦτο ἐκεῖνο παράλογα κατὰ τὴν
δὲ φωτός : ἁπλῶς γὰρ εἰπεῖν δύο μόνα ἐν τοῖς οὐδετέροις εὑρίσκομεν εἰς ω μέγα λήγοντα , φῶς καὶ ὦς
4740578 χαλκοχιτωνων
ἀπίθησεν ἀκούσας , βῆ δ ' ἰέναι κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων παπταίνων ἥρωα Μαχάονα : τὸν δὲ νόησεν ἑσταότ '
ἐγχρίμπτοντο καὶ ἀλλήλους ἐνάριζον : ὧδε δέ τις εἴπεσκεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων : ὦ φίλοι οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι νῆας
4738691 σακε
' ἄρα πάντες ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες πλησίοι ἔστησαν , σάκε ' ὤμοισι κλίναντες . Αἰνείας δ ' ἑτέρωθεν ἐκέκλετο
ἐς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε ' ἔξελε , τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας
4726454 παυσατο
λέγοι , λύειν ἐκείνην ἐπιθυμῶν . ὡς δὲ διε - παύσατο καὶ εὗρον τὰς Ὥρας ἐπαινουμένας καὶ διὰ πάντων τῶν
ἁπάσας ἔσχ ' ὀδύνας : τὸ μὲν ἕλκος ἐτέρσετο , παύσατο δ ' αἷμα . Ὣς ὃ μὲν ἐν κλισίῃσι
4725731 γενειας
καὶ λέγοις τὰ περὶ τῆς πόλεως τῆς ἀπὸ Πρωτο - γενείας : λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος . ὑμνοίης δέ ,
καὶ λέγοις τὰ περὶ τῆς πόλεως τῆς ἀπὸ Πρωτο - γενείας : λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος . ὑμνοίης δέ ,
4717406 ἱπποδαμοισι
καὶ ὀτραλέως , ὁπότε σπερχοίατ ' Ἀχαιοὶ Τρωσὶν ἐφ ' ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα . νῦν δὲ σὺ μὲν κεῖσαι
ἐπιθρῴσκων , ἵνα τις στυγέῃσι καὶ ἄλλος Τρωσὶν ἐφ ' ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα . κήρυκες δ ' ἀνὰ ἄστυ
4716558 πονευμενος
ἀπρίστων ἀπὸ φιτρῶν : ἄλλος δ ' ἄλλό τι ῥέζε πονεύμενος . Αὐτὰρ Ἐπειὸς ἵππου δουρατέοιο πόδας κάμεν , αὐτὰρ
, ὄνοιτό τις . . εἴ περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης : ἡ διπλῆ ὅτι διέσταλκε τὸ βαλεῖν
4713147 σταφυλῃσι
δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωή . ” καὶ τὴν ἀμπελόφυτον „ σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν „ ὁμοίως καὶ τὴν σιτοφόρον γῆν
ἀντὶ τοῦ βότρυος τὴν σταφυλὴν κεῖσθαι διὰ τούτων : αὐτῇσι σταφυλῇσι μελαίνῃσιν κομόωντες . ὅτι δὲ καὶ παρ ' Ὁμήρῳ
4709915 οἰκτροτερον
] οἰκτρὸν κακόν , ἐρημία δὲ παίδων ὀρφανῶν , | οἰκτρότερον τοῦ προτέρου , χλευάζεται : καὶ κατιδόντες ὅτι οὕτω
οὐ τοίνυν τοῦτο ἀπέχρησε μόνον , ἀλλ ' ἐκεῖνο τούτου οἰκτρότερον συνέβη . Πάθος δὲ κινήσομεν οὐ μόνον ἐφ '
4708523 μερμηριξεν
ἕστηκεν : ἕλκων γὰρ τὸ ξίφος , στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν . Ἡνίκα δ ' ἡ ὀργὴ πέπειρα γίνεται ,
τοῖς προσώποις . . ὣς φάτο , Τυδείδης δὲ διάνδιχα μερμήριξεν , ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι : ἡ
4705444 Ὁμηρωι
Ξ . καὶ Ἐμπεδοκλῆς . . ἀποθανόντι δὲ [ . Ὁμήρωι ἐφιλονίκει ] Ξ . ὁ Κολοφώνιος καὶ Κέρκωψ Ἡσιόδωι
οὗτοι ἅμιπποι λέγονται . τοῦτ ' ἔστι τὸ παρ ' Ὁμήρωι θρώισκων ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον . πεζοὶ δ
4704897 Μηδοισι
Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε : Ἀλλ ' ὅταν ἡμίονος βασιλεὺς Μήδοισι γένηται , καὶ τότε , Λυδὲ ποδαβρέ , πολυψήφιδα
μὲν Ἀσσυρίοις ὑπήκοοι ἦσαν , ἔπειτα Μήδοισιν , ἐπὶ δὲ Μήδοισι Περσέων ἤκουον , καὶ φόρους ἀπέφερον Κύρῳ τῷ Καμβύσου
4702889 τιω
τιμωρίαν ὑπομεῖναι , καὶ γεννηθέντα ὀνομασθῆναι Τισαμενόν : ἐκ τοῦ τίω , τὸ τιμωρῶ : ὁ ἐν μεγάλῃ τιμωρίᾳ γεννηθείς
εἵλετο μητίετα Ζεύς . ἐχθρὰ δέ μοι τοῦ δῶρα , τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ . οὐδ ' εἴ
4700686 ἐκθανον
τὰς μασχάλας καταμωκώμενοι . καὶ οἱ μνηστῆρες χεῖρας ἀνίσχοντες γέλῳ ἔκθανον . μασχαλίσματα : Ἀριστοφάνης παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ἠλέκτρᾳ κεῖσθαι
μνηστῆρες , πεσόντα τὸν πτωχὸν ἰδόντες , χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον : φαίνεται δὲ ἐν ἑκατέρῳ ἡ τοῦ μετρίου διαφορά
4697643 ἁλιπορφυρα
' ἐσχάρῃ ἧστο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν , ἠλάκατα στρωφῶς ' ἁλιπόρφυρα : τῷ δὲ θύραζε ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας
ἱστοὶ λίθεοι περιμήκεες , ἔνθα τε Νύμφαι φάρε ' ὑφαίνουσιν ἁλιπόρφυρα , θαῦμα ἰδέσθαι : ἐν δ ' ὕδατ '
4695652 Ἱππωνακτι
γάλα . Ὅμηρος : εὐγλαγέας κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος πίνοντες . οὐ γὰρ
Ἀλκμᾶνι Σάμβας καὶ Ἄδων καὶ Τῆλος , καὶ παρ ' Ἱππώνακτι Κίων , Κώδαλος καὶ Βάβυς , ἐφ ' ᾧ
4693994 ὀνυχεσσι
σώματι κύρσας , ὅς τε μάλ ' ἐνδυκέως ῥινὸν κρατεροῖς ὀνύχεσσι σχίσσας ὅττι τάχιστα μελίφρονα θυμὸν ἀπηύρα : ἐμ μένεος
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον ζωὸν ἔτ ' ἀσπαίροντα , καὶ οὔ πω
4691734 θυραων
αὐλῆς , ἄλλο δ ' ἐνὶ προδόμῳ , πρόσθεν θαλάμοιο θυράων . ἀλλ ' ὅτε δὴ δεκάτη μοι ἐπήλυθε νὺξ
, εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ , εἴ πώς οἱ εἴξειε θυράων . ἀλλ ' ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλὼν
4690880 κεκλιμενος
οὐχ ὑπὸ Ἡρακλέους πεποιημένην , καὶ ἐπὶ τῷδε εἴρηκε λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι : ἔχει δὲ οὐδὲ εἰκότα λόγον τοὺς Ὀρχομενίους
οἱ αὐτὸς ἔστη , ὅπως θανάτοιο βαρείας χεῖρας ἀλάλκοι φηγῷ κεκλιμένος : κεκάλυπτο δ ' ἄρ ' ἠέρι πολλῇ .
4689611 Εὐφοριωνι
τοῦ ὥστε λὶς ἠυγένειος ] ποιητικῶς , ὡς παρ ' Εὐφορίωνι ἐν Μοψοπίᾳ , ὡς ἐπὶ τοῦ οἱ ἐπιθύουσι βῶν
Βύνη κατὰ τροπήν . ἄλλοι θάλασσα ἢ πεύκη ὡς παρὰ Εὐφορίωνι πολύτροφα δάκρυα βύνης . . . Λυκόφρων . Βύνῃ
4684837 ἰαλλω
ποικίλλω . παρὰ τὸ δαίω παράγωγον δαιάλλω , ὡς ἴω ἰάλλω , ἄγω ἀγάλλω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ δαιδάλλω
τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ , τὸ πέμπω , ἰάλλω , οὕτως παρὰ τὸ εἴδω , τὸ ὁμοιῶ ,
4678578 νομισμασι
ἐντεῦθεν λέγεται : λέγεται δὲ χρήματα ἐξαιρέτως ὧν ἡ ἀξία νομίσμασι μετρεῖται , οἷον οἰκία καὶ ἀνδράποδα καὶ ἔπιπλα καὶ
διὰ ὀκταετηρίδος χώρας ἀναδασμὸν ποιεῖσθαι : τὸ δὲ μὴ χρῆσθαι νομίσμασι πρὸς μὲν τοὺς ἐν τῇ παραλίᾳ ταύτῃ ἴδιον ,
4678517 πλησαν
νον , διαγείρει τὴν φύσιν ἄμυναν τοῦ λυποῦντος , καὶ πλῆσαν τὸ ῥάμφος τοῦ ὕδατος , ἐνίησιν ἑαυτῷ ὄπισθεν ,
καὶ ἤλειψαν λίπ ' ἐλαίῳ , ἐν δ ' ὠτειλὰς πλῆσαν ἀλείφατος ἐννεώροιο : ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ
4672028 προπερυσι
. ἄρα πόρρω ἐκτέταται ὡς Ἀττικώτερον , καθὸ καὶ τὸ προπέρυσι πρωπέρυσίν φασι , καὶ ὅτι μᾶλλον μηκυντικοί εἰσι κατὰ
ἑαυτοῦ χαλέπαινε , Ἑρμόδωρε . Εὐθυκλῆς ὁ Νικοφῶντος τοῦ συλήσαντος προπέρυσι τὴν θεὸν ἀσεβείας με γέγραπται , ἄνδρα σοφίᾳ προύχοντα
4671704 ἀεθλου
νῆα φέρεσθαι προφρονέως , ἐπεὶ οὔ μιν ὀίσσατο πείρατ ' ἀέθλου ἐξανύσειν , εἰ καί περ ἐπὶ ζυγὰ βουσὶ βάλοιτο
, ὤρνυτ ' , ἐπεί οἱ θυμὸς ἴδρις πέλε παντὸς ἀέθλου . Τῷ δ ' οὔ τις κατέναντα κίεν :
4671678 παρακλιδον
κῦδος . Ἀρτίχερος θηκτοῖο ξιφηφόρον ἐντύνοντος λήμμασι , καὶ σφαράγοιο παρακλιδὸν ἀθροισθέντος , ἀλλ ' ὁ μὲν ἐν χείρεσσι κερασφόρον
καὶ λίσσεαι , οὐκ ἂν ἐγώ γε ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν οὐδ ' ἀπατήσω : ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε
4668639 ἀορ
ἐπ ' οὐδενὸς γένους ἐστὶν εὑρεῖν ὅτι μὴ μόνον τὸ ἄορ καὶ ἦτορ οὐδετέροις : τὰ γὰρ λοιπὰ πάντα διὰ
παρὰ τὸ συνηρμόσθαι . ἐστὶ δὲ ὄαρ , καὶ ὑπέρθεσις ἄορ , συναλοιφὴ ὦρ . Ὤπυεν . ὡμίλει ἐν τῇ
4654666 ὑγιεσι
πολλῶν τὸ ἀληθὲς ἐμφανίσαι , δῆλον , ὡς οὐχὶ τοῖς ὑγιέσι μόνον χρήσεται , ἀλλὰ καὶ τοῖς ψευδέσιν , ὡσανεὶ
ταῦτ ' ἂν ἐπιταθείη , αἵ τε συστάσεις ὅμοιαι τοῖς ὑγιέσι τε καὶ συμμέτροις , ἐνίοτε δὲ καὶ προσεπιτείνονται .
4653565 ἱππομανες
ταύτην γοῦν ἀποτραγοῦσα ἀφανίζει , καλεῖται δὲ τὸ σαρκίον τοῦτο ἱππομανές . οἴκτῳ δὲ ἄρα τῆς φύσεως καὶ ἐλέῳ ἐς
συμβάλλεται . ἱππομανὲς φυτόν : ἁπλούστερον ὁ Θεόκριτός φησι φυτὸν ἱππομανές : οἱ γὰρ περιττοὶ καὶ πολυπράγμονες οὔ φασι φυτὸν
4652874 θωρηχ
δόμεν ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν καὶ καλὰς κνημῖδας ἐπισφυρίοις ἀραρυίας καὶ θώρηχ ' : ὃ γὰρ ἦν οἱ ἀπώλεσε πιστὸς ἑταῖρος
, παραστήσομεν . . Τούτων τῇδε ἐχόντων ἐπιστατέον τὸ καὶ θώρηχ ' : ὃ γὰρ ἦν οἱ , ἀπώλεσε πιστὸς
4652451 ἐμεων
ἔκειτο οὖν ἄθλιος κατὰ τὸν αὑτοῦ Ὅμηρον “ αἷμ ' ἐμέων ” . πλὴν ταραχῆς γε καὶ δακρύων μεστὰ ἦν
δ ' ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων αἷμ ' ἐμέων , ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ ' Ἀχαιῶν .
4650007 ἑταροι
μένος : αὐτὰρ ἔπειτα ὀστέα λευκὰ λέγοντο κασίγνητοί θ ' ἕταροί τε μυρόμενοι , θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν .
: αὐτὰρ ἐγὼ μετεφώνεον ἀχνύμενος κῆρ : ἄασάν μ ' ἕταροί τε κακοὶ πρὸς τοῖσί τε ὕπνος σχέτλιος . ἀλλ
4645433 Τυδεϊδεω
τέτρατον ἦμαρ ἔην , ὅτ ' ἐν Ἄργεϊ νῆας ἐΐσας Τυδεΐδεω ἕταροι Διομήδεος ἱπποδάμοιο ἵστασαν : αὐτὰρ ἐγώ γε Πύλονδ
ὅττι τάχιστα . ἤτοι μὲν κείνοισιν ἐριζέμεν οὔ τι κελεύω Τυδεΐδεω ἵπποισι δαΐφρονος , οἷσιν Ἀθήνη νῦν ὤρεξε τάχος καὶ
4639404 Δηϊφοβος
] μοι ? νυμφίος ? ? ἄλλος [ ] ! Δηΐφοβος ? λης ! ! ! ? ? [ ]
καὶ Ἀλκάθοος καὶ Ἀγήνωρ , τῶν δὲ τρίτων Ἕλενος καὶ Δηΐφοβος θεοειδὴς υἷε δύω Πριάμοιο : τρίτος δ ' ἦν
4635514 ἀπολογισμος
. : ἔλεγον ἐξ ἀνάγκης ἀκολουθεῖν , ἵν ' εὐπρεπὴς ἀπολογισμὸς αὐτοῖς ᾖ : οὐχ ἧσσον δὲ βουλόμενοι ἤπερ ἐξ
βʹ περὶ Ἰνδικῆς . Ἑδωλιάσαι : Λυκοῦργος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ ἀπολογισμὸς ὧν πεπολίτευται ἐπὶ τοῦ συγκαθίσαι . καὶ ἑδώλια αἱ
4633943 ἱεμενων
οἱ ἅρμα πεσόντος λυγρὸν ἐπισσώτροισι δέμας διελίσσετ ' ὀπίσσω ἵππων ἱεμένων : θάνατος δέ μιν αἰνὸς ἐδάμνα ἐσσυμένως μάστιγα καὶ
' αὐτῷ ἦλθε κακόν , τό οἱ οὔ τις ἐρύκακεν ἱεμένων περ . τὸν δ ' υἱὸς Τελαμῶνος ἐπαΐξας δι
4632783 τανυσσαμενος
' ἄκρητον γάλα πίνων , κεῖτ ' ἔντοσθ ' ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων . τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα κατὰ μεγαλήτορα
καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἔχει : κεῖτ ' ἔντοσθ ' ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων . ἀντὶ τοῦ διὰ πάντων τῶν μήλων
4621719 ἀγκυλα
τὸν Ἀγάθωνα καὶ οἱ ἄλλοι κωμῳδοῦσιν . ὡς λεπτὰ καὶ ἀγκύλα ἀνακρουομένου μέλη τοῦ Ἀγάθωνος : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν
Ἰλιάδος χωρὶς τῆς ἀμφί προθέσεως “ ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ ' ἀφόωντα , ” σὺν δὲ τῇ προθέσει
4621500 ἐχρηϲαντο
τὸν βραχίονα . τινὲϲ δὲ ἀντὶ τοῦ ϲτειλειοῦ βαθμίδι κλίμακοϲ ἐχρήϲαντο . ὁ δὲ Ϲωρανὸϲ οὕτωϲ : Καθέδριον τὸν κάμνοντα
πετάλου προϲτυπώϲει χρηϲτέον ἐπὶ πολύ : τινὲϲ δὲ μολιβίνῳ πετάλῳ ἐχρήϲαντο . Τῶν ἄλλων ἐν τοῖϲ ὀϲτοῖϲ ἄρθρων ποτὲ μὲν
4620052 ἀπαραξε
δόρατος ἀπέθανεν ” , ὡς ἐγένετο ὕστερον ἐπιδιηγούμενος . οὕτως ἀπάραξε καὶ κόλον δόρυ λέγει κατὰ συμπέρασμα : ὡς δὲ
ἄορι μεγάλῳ αἰχμῆς παρὰ καυλὸν ὄπισθεν , ἀντικρὺ δ ' ἀπάραξε : τὸ μὲν Τελαμώνιος Αἴας πῆλ ' αὔτως ἐν
4619763 ἐκπεσε
δ ' ἐν γαστέρι πῆξεν . αὐτὰρ ὃ ἀσθμαίνων εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου , ἵππους δ ' Ἀντίλοχος μεγαθύμου Νέστορος υἱὸς
παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής , τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός . Τεῦκρος δ ' ἐρρίγησε , κασίγνητον δὲ
4618697 καθιζεσθαι
μᾶλλον ἁρμόζει : καὶ λαβόμενος τῆς χειρὸς Γλαβρίωνος εἷλκεν αὐτὸν καθίζεσθαι κελεύων ἐπὶ τοῦ βασιλείου θρόνου . ἦν δὲ ἐκεῖνος
ταχὺ ἐπείθοντο . ἐπεὶ δὲ παρεγένοντο , πρῶτον μὲν ἐκέλευε καθίζεσθαι αὐτῶν ὅσοις ἐστὶ πλέον ἢ δυοῖν μηνοῖν ἐν τῇ
4616271 ἐρρευσεν
ὁ πυρετὸς παύσηται : δηλοῖ γὰρ ὅτι ἐν τῷ βάθει ἔρρευσεν ἡ ὕλη καὶ ἐν τοῖς κυριωτέροις μορίοις , καὶ
ἐπιπολῆς , ἐπὶ τὸ βάθος καὶ ἐπὶ τὰ κυριώτερα μόρια ἔρρευσεν ἡ ὕλη . καὶ ὅσον οὔπω κίνδυνος ἕπεται ἀπειλῆς
4614837 ἀμφαφοων
“ καί κ ' ἀλαός τοι ξεῖνε διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων . ” ἀμφιστρεφέες ἀλλήλαις περιπεπλεγμέναι : “ κεφαλαὶ δέ
οὐκ ἐτέλεσσε . Κεῖνο δέπας περικαλλὲς ἐθάμβεεν ἐν φρεσὶ Μέμνων ἀμφαφόων καὶ τοῖον ὑποβλήδην φάτο μῦθον : Οὐ μὲν χρὴ
4614826 ὑπεροψει
τὸ κακὸν ἐπικρύπτοντα καὶ προτιμώμενον αὑτῷ θανάτου , ἀλλ ' ὑπερόψει μὲν οὕτως Ἀντίοχον , ὑπερόψει δ ' ἐπ '
τὸ κακὸν ἐπικρύπτοντα καὶ προτιμώμενον αὑτῷ θανάτου , ἀλλ ' ὑπερόψει μὲν οὕτως Ἀντίοχον , ὑπερόψει δ ' ἐπ '
4610645 ἱμας
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην
4610443 μαχαιρα
τινά εἰσιν ἐξημμένα τοῦ ἥπατος : τράπεζα , ὄνυξ , μάχαιρα , κάνεον . διὰ δὲ τοῦ νεύει δὲ χολῆς
, ὅτι μάχαιραν δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῇ . Ἡ δὲ μάχαιρα ἑπτὰ κακῶν μήτηρ ἐστί . Πρῶτον συλλαμβάνει ἡ διάνοια

Back