πόλεις τῆς Ἰνδοσκυθίας αἵδε : ἀπὸ μὲν δύσεως τοῦ ποταμοῦ ἄποθεν : Ἀρτοάρτα . . . . . . . | ||
ἐκ τοῦ θέω . τυτθὸν δὲ τιταινόμενοι : μικρὸν δὲ ἄποθεν μετὰ διαστάσεως ἔτρεχον . μάτην ἀράβησαν : προσδοκῶντες ἀεὶ |
τῶν Καλυδνῶν φέρουσαι νήσων , μικρόν τι ταῦτα τῶν νήσων ἐξέχοντα . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ὑπὲρ τειχέων . . | ||
ἑξῆς καταρτίζειν παρακελεύεται : ἐς εὐθὺ κατατείνονται [ ] τὰ ἐξέχοντα ἀπωθεῖν ὀπίσω καὶ εἰς τὸ πλάγιον . ἡ γὰρ |
Φάψ Φαβός , φλέψ φλεβός , Νίψ Νιβός , λίψ λιβός , Ἄραψ Ἄραβος , Χάλυψ Χάλυβος , Κίνυψ Κίνυφος | ||
τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος εἶναι μετασχεῖν , οὐ φιλοσπόνδου λιβός , βωμῶν τ ' ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρὸς μῆνιν |
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη | ||
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν |
νήσου τε Σκιάθου καὶ ἠπείρου Μαγνησίης : ἐκ δὲ τοῦ στεινοῦ τῆς Εὐβοίης ἤδη τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται αἰγιαλός , ἐν | ||
ἄλλοτε μέν τε πύλῃσιν ἐφήμεναι ἔνθα τε πνεῦμα αἰὲν ἀθροιζόμενον στεινοῦ διαχεύεται ἰσθμοῦ , ἄλλοτε δὲ στομίοισι πέριξ ἐπενήνοθε γαστρός |
ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν | ||
ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν |
ἀργαλέου κρύους εἰς πραεῖαν ἡδονὴν ἔαρος γαληνοῦται , καὶ τὸ νοτερὸν τῆς ἐαριζούσης καταστάσεως ἔμπυρος ἡ τοῦ θέρους βία πυκνοῖ | ||
τευχέων ῥίψω γαίας παγάν , ἃν ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι , νοτερὸν ὕδωρ βάλλων , ὅσιος ἀπ ' εὐνᾶς ὤν . |
ἐπειδὴ ὁ πορθμὸς μέσος κεῖται τοῦ τε Ἀδριατικοῦ καὶ τοῦ Τυρσηνικοῦ πελάγους τὸ μὲν λῆγον , τὸ δὲ ἀρχόμενον . | ||
' ἀμφὶ Σύρτιν καὶ Λιβυστικὰς πλάκας στενήν τε πορθμοῦ συνδρομὴν Τυρσηνικοῦ καὶ μιξόθηρος ναυτιλοφθόρους σκοπάς , τῆς πρὶν θανούσης ἐκ |
Ἐχινάσι νήσοις . ἐκδέχονται δὲ ταύτην τὴν παράλιον ἀέριοι θῖνες ἅμμου κατά τε τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος , μέλανες | ||
καὶ φαγεδαίνας καὶ τὰ ἕλκη τὰ σαπρὰ μετὰ γάλακτος καὶ ἅμμου καταπλασσομένη . ἡ δὲ ῥίζα αὐτῆς ὀπτὴ ἐσθιομένη ἔφηλιν |
ἐστὶ τὸν νοῦν , εὐλαβοῦμαί τε αὐτήν : μὴ θηκτὸν ὤσῃ : ἐπὶ τῶν παίδων ἀκουστέον . καὶ γάρ φησι | ||
δὲ τὰς βδέλλας , φησίν , ὅπου ἂν ὁ ῥοῦς ὤσῃ , καὶ τὰ ἑξῆς πρώτιστον ] τὸ πρῶτον ὀχλιζομένας |
πρὸς Ῥωμαίους περὶ διαλύσεως πολέμου καὶ συμβάσεως . Καὶ πολλὰ ἀναμεταξὺ εἰπόντων ἀλλήλων , τοῦ τε βασιλέως καὶ τῶν βαρβάρων | ||
καὶ ἐπέρασεν . Ἐκεῖνος δὲ ὁ ἐν τῷ Βοσπόρῳ καὶ ἀναμεταξὺ Καλχηδόνος καὶ Βυζαντίου , ἢ τοῦ Κικονίου καὶ τοῦ |
δ ' οὐκ ἂν οἴει , ἔφη , μέχρι τῆς ἐλαφρᾶς ἡλικίας ὡπλισμένους κουφοτέροις ὅπλοις καὶ τὰ προκείμενα τῆς χώρας | ||
Δόναξ : κάλαμος . μετά : ἐν . Κούφης : ἐλαφρᾶς , λεπτῆς , μικρᾶς . τριχός : ἀπό . |
τῷ περὶ τῶν ζωνῶν λόγῳ . αὐτή τε γάρ ἐστιν δίαμμος καὶ σιλφιοφόρος καὶ ξηρά , τῶν νοτιωτέρων μερῶν εὐύδρων | ||
τοῦτο , περὶ δὲ τὰ τοῦ Φάσιδος ἡ Κολχικὴ παραλία δίαμμος καὶ ταπεινὴ καὶ μαλακὴ οὖσα , περὶ δὲ τὸν |
καὶ φάρμακον ἡ παρ ' ἐκείνου τιμή : καὶ τὸ ἀνέχον τοῦτο ἔστιν . ᾧ βούλομαι μὲν ἀμοιβήν τινα ἀντεισενεγκεῖν | ||
: ὁ δὲ Φοίζων μνῆμά ἐστι λίθου περιεχόμενον κρηπῖδι , ἀνέχον δὲ οὐ πολὺ ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο |
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα | ||
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρὸν κατῃσίμωσε πῶμα |
ἐλάβομεν , σπέρμα ψιλόν , καὶ ἀπεδώκαμεν αὐτοῖς εὐθὺς τῆς θερείας . Τί οὖν ; ἔφην , καὶ ταύτην διανοεῖσθε | ||
δύσπεπτοι τὴν κοιλίαν ἀναχαλῶσι μᾶλλον . Βαλάνων μὲν ἄρισται αἱ θερείας λαμβανόμεναι : ἐπιτήδειοι πρὸς βρῶσιν αἳ γίνονται ὅπου ἐπιμίγνυται |
παλαμῶνται . σκορπίος εἰ λάβοιτο ὁπόθεν ἑαυτὸν ἐξαρτήσει κατὰ τοῦ ὀρόφου , ἔχεται τούτου ταῖς χηλαῖς καὶ μάλα ἐγκρατῶς καὶ | ||
ἐπὶ πολὺ ἡ αὐγὴ δίεισι τοῦ ἡλίου , τοῦ τε ὀρόφου τὰ πλείονα ἐγγυτάτω τοῦ ἐδάφους γίνεται . ἔστι δὲ |
ἰσορροπεῖν ὁμοίως αὐτῇ ᾗ ἂν ῥέπῃ ταύτῃ φέρεται καὶ τὸν ἴλιγγον ποιεῖ καὶ καταβάλλει πολλάκις . Αἴτιον δὲ τοῦ μὴ | ||
τῆς πηγῆς πικρά τε καὶ φαρμακώδη , σπασμὸν ἐμποιοῦντα καὶ ἴλιγγον τοῖς πιεῖν ἐκ τῆς χρόας ἀπατηθεῖσι . τὰς κορυφάς |
οὔ με φαιδρύνει λόγος . ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς σταγών , ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς | ||
. Χάλιξ : τὸ χαλίκιον . Λάταξ : ἡ μεγάλη σταγών . Ἄλξ : ἡ δύναμις . Λύξ : ὁ |
σταθμὸν ἐποιοῦντο : τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ | ||
ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων , αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν ; γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι |
συμβαίνει δὲ ἴδιόν τι περὶ τὴν ἐλάτην : ὅταν γὰρ κοπῇ ἢ κολουσθῇ ὑπὸ πνεύματος ἢ καὶ ἄλλου τινὸς περὶ | ||
σῶμα λίθινον . τὸ συμμιγὲς ὕδωρ ὅταν ἐν τῇ συμμείξει κοπῇ , μετέβαλεν εἰς ἀέρος ἰδέαν : γενόμενος δὲ ἀὴρ |
' ὠψώνει ποτέ , καὶ τοῦ μαγείρου , φασίν , ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας εἶπεν , | ||
εἰκότως τοῦτο γενήσεται , ἐπειδὴ σχεδὸν ἄσαρκόν ἐστι τὸ μέτωπον ὀστῶδες τυγχάνον , εἰ μή τι δ ' ἂν ἐλαχίστη |
. σξβʹ . Δυσπνοϊκοί εἰσιν ἐφ ' ὧν οἱονεὶ στενοχωρούμενον ἐκπνεῖται τὸ πνεῦμα καὶ εἰσπνεῖται . ἢ δύσπνοια βλάβη τις | ||
καλάμων ἀραιὰν ἐπέστησαν , καὶ μέντοι καὶ δι ' αὐτῶν ἐκπνεῖται ἡ τοῦ κρέως τοῦ προειρημένου ὀσμὴ διαρρέουσα . αἴσθονται |
: ὧρα , ἄορος : γέα , εὔγεος , καὶ εὔγεως Ἀττικῶς . Καθόλου πᾶν ῥῆμα ἐν κινήσει τινὶ , | ||
Ἑλικὼν ὀρῶν τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐν τοῖς μάλιστά ἐστιν εὔγεως καὶ δένδρων ἡμέρων ἀνάπλεως : καὶ οἱ τῆς ἀνδράχνου |
. . : τὰ δὲ τῶν νεῶν ἐπιτήδεια ἕρματά ἐστιν πετρώδεις ἕρμακας τοὺς δι ' εἰκόνας ἑρμῶν σεσωρευμένους λίθους : | ||
παρόμοιος κοραλλίῳ . οὗτος φύεται ἐν τῇ Ἰνδικῇ παρὰ τοὺς πετρώδεις τόπους τῆς θαλάσσης , ἔχων ὕψος ὡσεὶ δακτύλων ἕξ |
† , ἀσπαλάθων , κονύζης , κνιδῶν , θάμνων , ἀγρώστιδος , ἃ δεῖ ἐξορύττειν , ἐπικαίειν , ἐπιφλέγειν , | ||
γονατώδη καὶ μακρὰν καὶ πεφυκυῖαν πλαγίαν , ὥσπερ ἡ τῆς ἀγρώστιδος : ἔχει δὲ καὶ καυλὸν καλαμώδη , καθάπερ ἡ |
ὀλιγόγονα , ἄλλα δ ' αἰνιγματώδη , τὰ μέν εἰσι κυρτοειδῆ , τὰ δὲ στεῖρα ἐκ τούτων , τὰ δὲ | ||
γραμμαῖς , ὅ ἐστι ταῖς διατυπώσεσιν , ὡς κολποῦσθαι καὶ κυρτοειδῆ φαίνεσθαι ὅπου βορειότατον ὑπάρχει τὸ ἔσχατον μέρος τῆς Αἰγύπτου |
ἤγουν τὸν Δία ὑετόν . σπινθῆρες . οὑτοιῒ μύκητες : μύκης ἐστὶν ὁ περὶ τὰς θρυαλλίδας σπινθήρ , ὃς διὰ | ||
ἀρούραις ] ἐν ταῖς ἀρούραις Κηφῆος ] Κηφεὺς Αἰθιοπίας βασιλεύς μύκης ὅθι κάππεσεν : μύκης κυρίως τὸ ἄκρον τοῦ ξίφους |
τῆς Σπάρτης ἐπὶ τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς Δημήτριον τάφροις τε βαθείαις καὶ σταυροῖς τετειχισμένης ἰσχυροῖς , τὰ δὲ ἐπιμαχώτατα καὶ | ||
μεγάλη ᾖ , ἢ ὅλον τὸ δέρμα διαιροῦντας πολλαῖς καὶ βαθείαις ἀμυχαῖς καὶ ἐάσαντας ἀπορρυῆναι τὸ αἷμα τῶν φαρμάκων ἐπιτιθέναι |
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως | ||
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς |
ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα δ ' ἄμφω καὶ γονατώδη , ἀφ ' ὧν τά τε φύλλα βλαστάνει καὶ | ||
: καὶ γὰρ τὸ φύλλον παραπλήσιον ἔχει καὶ τὴν ῥίζαν γονατώδη καὶ μακρὰν καὶ πεφυκυῖαν πλαγίαν , ὥσπερ ἡ τῆς |
ἂν εἴποι τις διαύλοις . τὰ γὰρ κύματα ἐκχεῖται καὶ ὑπονοστεῖ . . ἁλίδονα ] ἐν τῇ θαλάσσῃ φερόμενα . | ||
ὑποστρέψαν τὸ κῦμα ἐπισύρει ἰχθύων τῶν προειρημένων πλῆθος ἄμαχον , ὑπονοστεῖ δὲ αὖθις , καὶ ὑπολείπονται πολλοὶ χρυσόφρυες ἐν ὀλίγῳ |
ὁ δὲ τύπος Αἰγύπτιος . Πίναρα , πόλις μεγίστη , ὑπερκειμένη τῷ Κράγῳ ὄρει τῆς Λυκίας . τὸ ἐθνικὸν Πιναρεῖς | ||
καλεῖται , μέγα ἐμπόριον , κτίσμα Μιλησίων . ἡ δὲ ὑπερκειμένη πᾶσα χώρα τοῦ λεχθέντος μεταξὺ Βορυσθένους καὶ Ἴστρου πρώτη |
περιφλύει ] ἀμαυροῖ , ἐπὶ πολὺ καίει , περιφλέγει ; περιφλέγει ] κύκλῳ . , μετρίως καίει . φλέγει , | ||
, ὅτι πολλάκις ὁ κεραυνὸς ἁψάμενος οὐκ ἀναιρεῖ , ἀλλὰ περιφλέγει . ἀφίησιν , ἐπιπέμπει . καὶ Ν Κρονίων ὄζων |
λυπούμενοι συστέλλονται , τοῦ ἐν αὐτοῖς ἐμφύτου καὶ θερμοῦ αἵματος συστελλομένου : οὕτω καὶ τὸ κῦμα ὡσανεῖ γελᾷ καὶ διαχέεται | ||
ἐπεὶ καὶ αὐτὸ τὸ ἐνεστηκὸς ἑκατέρως λέγεται καὶ ἐκτεινομένου καὶ συστελλομένου τοῦ ἐν τῇ μέσῃ συλλαβῇ ι : οὐκέτι δὲ |
κλάδων , πετάσαντες τὰ ἱστία καθάπερ ἐν θαλάττῃ ἐπλέομεν τοῦ ἀνέμου προωθοῦντος ἐπισυρόμενοι : ἔνθα δὴ καὶ τὸ Ἀντιμάχου τοῦ | ||
: θύραι δ ' ἐπέκειντο φαειναί . ἡ δ ' ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης , στῆ δ ' |
Νείλου . Λοξὸν δὲ διὰ τὸ κατὰ πολλὰ μέρη οἷον κολποῦσθαι καὶ κυρτοειδῆ φαίνεσθαι καὶ περιάγνυσθαι τῷ σχήματι . Καὶ | ||
Νείλου . λοξὸν δὲ διὰ τὸ κατὰ πολλὰ μέρη οἷον κολποῦσθαι καὶ κυρτοειδῆ φαίνεσθαι καὶ περιάγνυσθαι τῷ σχήματι . . |
Ὁκόταν γὰρ τὸ πνῖγος ἐπιγένηται ἐξαίφνης , τῆς τε γῆς ὑγρῆς ἐούσης ὑπὸ τῶν ὄμβρων τῶν ἐα - ρινῶν καὶ | ||
μήκωσι θολὸς κείνῃσι πεπηγὼς κυάνεος , πίσσης δνοφερώτερος , ἀχλύος ὑγρῆς φάρμακον ἀπροτίοπτον , ὅ τε σφίσιν ἄλκαρ ὀλέθρου ἐντρέφεται |
πλάτος τριπλάσιοι , οἱ δὲ διαγώνιοι τετραπλάσιοι , οἱ δὲ ὑποκάτω τῶν ἐπάνω ἐπίτριτοι . τῇ αὐτῇ μεθόδῳ κεχρημένος ἐπ | ||
διὰ τὸ ἐκ τῶν ὀργάνων γίνεσθαι . Χαλινά . τὰ ὑποκάτω τῶν γνάθων , οἷον χαιλινά τινα ὄντα , ὅτι |
] ἡ τοῦ Κιθαιρῶνος . Αἰγίπλαγκτον ] ὄρος Μεγαρίδος . Σαρωνικοῦ ] κόλπος περὶ Τροιζῆνα . Σαρωνικοῦ ] κόλπος . | ||
] ὄρος Μεγαρίδος . Σαρωνικοῦ ] κόλπος περὶ Τροιζῆνα . Σαρωνικοῦ ] κόλπος . κάτοπτρον ] τὸ κατόψιον . Ἀραχναῖον |
μεγέθη καὶ ζῴων καὶ φυτῶν ἀμυθήτους ἰδέας , ἔτι δὲ πελαγῶν ἀναχύσεις , ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φοράς , ἀενάων | ||
εἰκότως , τοῦ δι ' Αἰγαίου κομισθῆναι : οὕτω καὶ πελαγῶν καὶ τῶν ἐν τῇ γῇ πάντων οὗτος ὡραιότατος . |
ἄνεμοι χαλεποὶ μὲν πνέοντες , χαλεπώτεροι δὲ ἐμπνέοντες ἅμα ταῖς ψάμμοις . καὶ οὐχ ὅπως αὐτὸς εἴκει οὐδὲ ἐνδίδωσι τοσούτῳ | ||
τὴν εἰκόνα , ὅσον μὲν αὐτόματον ἐν τοῦ Ἠριδανοῦ ταῖς ψάμμοις εὑρίσκεται , σπανίζεται τὰ μάλιστα καὶ ἀνθρώπῳ τίμιον πολλῶν |
, ἀνὰ οὐγγίας γ . ἐλαίου παλαιοῦ οὐγγίας ε . Μόνα τήξας τὰ τηκτὰ καὶ διηθήσας , ὅταν παύσηται ζέον | ||
καρπός : ὑπὲρ δὲ τῶν ῥιζῶν ἐν ἑτέροις εἴρηται . Μόνα δὲ ἢ μάλιστα τῶν πολυκάρπων αὔξησιν λαμβάνει μεγέθους ἄμπελος |
καὶ διδάσκει τινὰς κινεῖσθαι κινήσεις , ἔσθ ' ὅτε δὲ ἄπωθεν ἑστὼς καί πως κινούμενος ἐν ῥυθμῷ παρέχει ἑαυτὸν ἐκείνῳ | ||
δώμαθ ' ἕκαστος : Εὐρύπυλος δ ' αὐτοῦ κατελέξατο βαιὸν ἄπωθεν ἐς τέγος εὐποίητον ὅπῃ πάρος αὐτὸς ἴαυεν ἠὺς Ἀλέξανδρος |
οδʹ . Περὶ ἐμβρυουλκίαϲ καὶ ἐμβρυοτομίαϲ . οεʹ . Περὶ χορίου ἐκλείψεωϲ . οϚʹ . Περὶ καύϲεωϲ ἰϲχιάδων . οζʹ | ||
, δι ' ὧν τρέφεται . Οἱ Στωικοὶ διὰ τοῦ χορίου καὶ τοῦ ὀμφαλοῦ : ὅθεν τοῦτον εὐθέως ἀποδεῖν τὰς |
μάσσον ' , ἐπεὶ σκυτάλης μὲν ὅσον σμινύοιο τέτυκται στειλειῆς πάχετος , τῆς δ ' ἕλμινθος πέλει ὄγκος ἠὲ καὶ | ||
: κατὰ τὴν μορφὴν καὶ τὸ πάχος μικρὰν οὐράν * πάχετος : τὸ δὲ πάχος * οὐτιδανήν : μικράν ἐλάττονα |
πολύ , ὅταν φῶμεν ἀχανὲς πέλαγος ἀντὶ τοῦ ἐπὶ πολὺ κεχηνός , ὁμοῦ , οἷον ἀδελφὸς ὁ ὁμόδελφος καὶ ἀκολουθοῦν | ||
, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀχανές , τὸ λίαν κεχηνός . δηλοῖ δὲ καὶ ἐνεὸν εἶναι καὶ μὴ χαίνειν |
ειος τρισύλλαβα ἐπὶ ποταμοῦ ὀξυνόμενα δίφθογγον ἔχει , οἷον Πηνειός Σπερχειός Ὀλμειός Ἀλφειός Δενθειός . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ Κώϊος | ||
οὐδέτερον Δώτιον , Διονύσιος ἐν αʹ Γιγαντιάδος ” καὶ κελάδων Σπερχειός , ἔχουσι δὲ Δώτια τέμπεα ” . καὶ τὸ |
δ ' ἐστὶ κόλπος νήσους ἔχων σποράδας , καὶ συνεχῶς θῖνες ψάμμου μελαίνης τρεῖς ἄγαν ὑψηλοί , καὶ μετὰ τούτους | ||
θαλάσσῃ ἀπὸ τοῦ ἄγνυσθαι τὰ κύματα ταῖς πέτραις προσαρασσόμενα : θῖνες δὲ οἱ ἀμμώδεις αἰγιαλοί . ἀναβάτης μὲν ἵππου : |
σειρὴν [ μάσσον ' , ἐπεὶ σκυτάλης μὲν ] ὅσον σμινύοιο τέτυκται [ στειλειὸν πάχετος , τῆς ] δ ' | ||
* πάσσον ' : παχεῖαν παχυτέραν * ὅσον : ὀλίγον σμινύοιο : σιδήριόν τι κατὰ μὲν τὸ ἕτερον δικέλλης ὀδόντι |
κατάστρεψον , τέκνον , τὰν ἡμίναν . κἠκρατηρίχημες ἐκ τοῦ ὄνυχος γὰρ τὸν λέοντα ἔγραψεν . τορύναν ἔξεσεν . κύμινον | ||
ἔτι ὦ Φαῖδρε Ἰσοκράτης : ᾔδει γὰρ ὁ Σωκράτης ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα καὶ τὸν Ἰσοκράτην δὲ γνῶναι ᾔδει οἷός |
δυνατὸν τὴν παράταξιν ἐκτάσσειν , ἔνθα μηδὲ ὕλαι , μηδὲ τέλματα , μηδὲ κοιλάδες ἐνοχλοῦσι , διὰ τὰς παρ ' | ||
, τὸ δ ' εἰς τὴν Ἀραβίαν ἐναντίως εἰσχεόμενον εἰς τέλματα παμμεγέθη καὶ λίμνας ἐκτρέπεται μεγάλας καὶ περιοικουμένας γένεσι πολλοῖς |
καὶ ἐρέττειν ἐδόκει . Καὶ ἤρεττον ἐρρωμένως : ἠπείγοντο γὰρ νεαλεῖς ἰχθῦς εἰς τὴν πόλιν διασώσασθαι τῶν τινι πλουσίων . | ||
ὃ δὲ τῶν τε ἱππέων τὸ ἄριστον ἄγων καὶ δύο νεαλεῖς σπείρας ἐν τῇ παρόδῳ προσλαβών , αἳ ἐτετάχατο ἐφεδρεύειν |
Ἔξω Χριστιανούς , “ τὸ δὲ πλῆθος ἅπαν ἐπεφθέγγετο ” Ἔξω Ἐπικουρείους . “ εἶτα Λητοῦς ἐγίγνετο λοχεία καὶ Ἀπόλλωνος | ||
πως ἀγνοήσασα τὴν μέλαιναν βάλῃ ψῆφον ἀντὶ τῆς λευκῆς . Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Ἐξηκεστίδης ἐγένου |
] συμπίπτων , συγκρούων . . κελαινὸς ] μέλας . ὑποβρέμει ] ὑπηχεῖ . . γᾶς ] γῆς . ἁγνορρύτων | ||
θάλασσα , καὶ ὁ μέλας τόπος τῆς γῆς τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει . αἱ πηγαί τε τῶν καθαρῶν ὑδάτων στένουσιν ἄλγος |
τοῖς πρὸς βορρᾶν ἐστραμμένοις μέρεσι τῆς Ἰνδικῆς ὡρισμένοις καιροῖς καὶ χάλαζαν ἄπιστον τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος καταράττειν , καὶ | ||
ὀλιγάκις καὶ ὅταν ἧττον ᾖ ψῦχος . εἶναι δὲ τὴν χάλαζαν τοῦ καταφερομένου πῆξιν ἐκ τῶν νεφῶν ὕδατος . ἐκ |
̈ , . Βόηθος δὲ πρὸς τὴν φαντασίαν δέχεται τὸ ἀναπεπταμένον , οὐ κατὰ τὴν ὑπόστασιν . ̈ , . | ||
ἐθελήσωσιν αἰφνιδίους ἐπιθέσεις . αἱ δ ' εὐρυχωρίαι καὶ τὸ ἀναπεπταμένον καὶ τὸ ἀνειμένον πάντῃ , μηδενὸς τὰς ὄψεις ἐμποδίζοντος |
ὧν τὸ χρῶμα χλωρὸν ἢ λευκόν , ἐνίοτε δὲ καὶ κυανοῦν εὑρίσκεται . ῥίζα δ ' ἐπιμήκης , πλατεῖα , | ||
ὁ χυλὸς μετὰ μέλιτος . ἄλλο . ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης χυλὸν σὺν μέλιτι ἔγχριε : τὰ δὲ |
χεῖται . σύμβολον οὖν εἰκότως μείζονος φύσεως γέγονε , ἣ ταθεῖσα καὶ κεχυμένη καὶ φθάσασα πάντῃ πλήρης ὅλη δι ' | ||
ἄξονες ἠχήν : τετρίγει δὲ κάλων ξυνοχή , καὶ πᾶσα ταθεῖσα λιγνὺν αἰθαλόεσσαν ἕλιξ ἀνεκήκιε σειρή . πολλὴ δ ' |
πακτόν , ὁκόσον χιών τε καὶ πάχνα χάλαζά τε καὶ κρύσταλλος . ὑγρῶν τε τὸ μὲν ῥυτόν , ὡς μέλι | ||
ἀλλοίωσιν καὶ ἀθρόαν μετα - βολήν : γίνεται γὰρ καὶ κρύσταλλος καὶ τυρός , οὐ μὴν ἔστι λαβεῖν ἀρχὴν τοῦ |
. Ταυτὶ μὲν παρὰ πολὺ ὁ ἡμέτερος ἄμεινον καὶ εὐφωνότερον τραχύνεται . εὖ γε , ὦ Τιμόκλεις , ἐπίχει τῶν | ||
πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , καὶ παρασύρων προστρίβεται τῇ |
νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν ἢ πέλαγος μέγα καὶ ἀχανὲς βλέπωμεν . Ἀριστοφάνης Πολυείδῳ . Ἑρμῆς ἀμύητος : ἐπὶ | ||
. . . τὸ α μετὰ τοῦ χ ἀχανές : ἀχανὲς πέλαγος : παρὰ τὸ χαίνω χανῶ χανής καὶ ἀχανής |
ποιότητα . Γάλακτος δ ' ἐκ διαφόρων οὐσιῶν συγκειμένου τῆς ὀρρώδους δηλαδὴ καὶ βουτυρώδους καὶ ἔτι τῆς τυρώδους , τὸ | ||
πάλιν ἑψεῖν ἠρέμα , μέχρις ἂν ἐκδαπανηθῇ τὸ πολὺ τοῦ ὀρρώδους αὐτοῦ περιττώματος . τινὲς δὲ καὶ σιδήρια προπυρώσαντες μᾶλλον |
οὖν ὀρύσσειν εἰς βάθος , ἕως οὗ ἡ ῥίζα τοῦ νάματος καταληφθῇ , ὅπως ἡ ῥοὴ διηνεκὴς εἴη καὶ μονίμη | ||
ξεσμόν : ἁρμόξει δὲ καὶ τῇ ὑστεραίᾳ γάλα πίνειν μετὰ νάματος θυγατέρων ταύρων ἢ γλυκέος , οὕτω γὰρ τὰς ἐπιῤῥεούσας |
μαρνάμενον σφετέρης γενεῆς ὕπερ : οὐδ ' ὅ γε πυκνῆς χερμάδος ἱπταμένης οὐδ ' αἰγανέης ἀλεγίζει , ἀλλ ' αὔτως | ||
τρυπῶ ἢ παρὰ τὸ γρῶ τὸ ἐσθίω . × . χερμάδος πέτρας . καὶ γρώνη καὶ χερμὰς πέτρα , ἐν |
τὴν ἐκβολὴν πέντε στόμασι ποιούμενος : καὶ δυσὶ δὲ ῥεῖ σχιζόμενος εἰς τὸν Ἀδρίαν . Ἀμέλει δὲ μέχρι τῆς Κελτικῆς | ||
Τριφυλίδος ἤθεα γαίης ἔνθ ' ἐρατεινότατος ποταμῶν Ἀλφειὸς ὁδεύει , σχιζόμενος προχοῇσι Μεσηνίου Εὐρώταο , οἵτ ' ἄμφω γαίηθεν ἀναφλύουσι |
. Ἐνταῦθα δὲ κινήσει μὲν κινεῖται , ἀπούσης δὲ ἠρεμεῖ ἐστερημένον τῆς ὀφειλομένης κινήσεως . Ἔπειτα δὲ ὁρᾶν δεῖ , | ||
ἤγουν καταστρέψειεν ὁ αἰών , ἀντὶ τοῦ ὁ χρόνος , ἐστερημένον γενεᾶς , πότμον ἐφάψας , ἤγουν συντυχίαν θανάτου ἐπαγαγών |
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον : | ||
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ |
παρουσῶν ἥν * * θέλει φιλήσει . κιθαρῳδὸν ἐξηγείρατ ' Ἀράβιον χορόν . βαρύσταθμον βαυβήσομεν ἐλᾶν γυναῖκ ' Ἀθηναίαν καλήν | ||
χορόν . καὶ πάλιν Μένανδρος ἐν Ἀνατιθεμένῃ ἢ Μεσσηνίᾳ : Ἀράβιον ἆρ ' ἐγὼ κεκίνηκ ' ἄγγελον ; Ἀργεία φορά |
ναὶ μὴν καὶ τὴν Διοσκουρίδα χώραν , τὸν τοῦ Εὐξείνου μυχὸν , ἤγουν τὸν ἔσχατον πρὸς τῇ Κολχικῇ Τραπεζοῦντι πλοῦν | ||
Τρωγλοδυτικῆς . εὖρος δὲ κατὰ μὲν τὸ στόμα καὶ τὸν μυχὸν ὑπάρχει περὶ ἑκκαίδεκα σταδίους , ἀπὸ δὲ Πανόρμου λιμένος |
τὰ ὕδατα ἁλίζονται ἤγουν συναθροίζονται , εἴτε ἐπὶ τούτου τοῦ ἁλμυροῦ , ὃ ἡ συνήθεια λέγει τὸ ἅλας οὐδετέρως , | ||
κεφαλὴν συμφέρει καὶ ἡσυχάζειν καὶ διαδέσμοις χρῆσθαι τῶν ἄκρων . ἁλμυροῦ δ ' ὄντος καὶ δριμέος τοῦ ῥεύματος , ἐγχέοντα |
εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος | ||
δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα |
καὶ ἔνδον ταύτης καλύψει τὸ σῶμα : ἡ πετραία δὲ ἀγκάλη καὶ κοιλότης σε βαστάσει καὶ δέξεται : πολὺ δὲ | ||
ἔσῃ , κρεμάμενος τῶν χειρῶν . . πετραία δ ' ἀγκάλη σε βαστάσει ] ἐντὸς αὐτῆς τριβήσῃ . . ἐκτελευτήσας |
. οὕτως Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός . Οὐρανός . ἀπὸ τοῦ οὐρεῖν καὶ φυλάττειν πάντα , καὶ κηπωρὸς , καὶ θυρωρὸς | ||
' ἐν προχοῇς ποταμῶν ἅλαδε προρεόντων μηδ ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν , μάλα δ ' ἐξαλέασθαι : μηδ ' ἐναποψύχειν |
πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι | ||
σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , |
: ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . | ||
τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε |
, καὶ Σηρικῇ . Τῶν δὲ περιλαμβανομένων ὑπὸ τῆς οἰκουμένης θαλασσῶν ἡ μὲν καθ ' ἡμᾶς μετὰ τῶν συνημμένων αὐτῇ | ||
Εὐρώπη . Ὁμοίως δὲ καὶ τῶν εἰρημένων ἐμπεριέχεσθαι τῇ γῇ θαλασσῶν , πρώτη μέν ἐστι μεγέθει πάλιν ἡ κατὰ τὸ |
τοῦ τε λόφου καὶ τῶν ἔνδοθεν περιαυλισμάτων ἐπὶ μέγα ἐκτεινόμεναι κρημνῶδες ἀτεχνῶς καὶ δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον . | ||
ἄστρα ἐθηεῖτο : καὶοὐ γὰρ ἐς μνήμην ἔθετοθηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν ὁ αἰθερολόγος ἐν |
Κιτίου τῆς Κύπρου εἰς Ἀσκάλωνα στάδιοι ͵γτʹ . Ἀπὸ τοῦ Κάσου ἐπὶ τὸ Σαμώνιον τῆς Κρήτης , στάδιοι φʹ : | ||
τοσαύτης τὸ κῆδος ἀσμένως συνάψασθαι καὶ τῆς γε ἡμερότητος τοῦ Κάσου σημεῖον τὸ τοὺς ἄγοντας τὴν κόρην ἀνθελέσθαι τῶν φιλτάτων |
: δι ' ὃ τούς τε ὄμβρους συμφέρει βορείους μὴ νοτίους εἶναι καὶ πλῆθος χιόνος ὅπως τηκομένη κατὰ μικρὸν διαδύηται | ||
αὐτοῦ λεγομένας σφραγῖδας , τὰς μὲν βορείους καλῶν τὰς δὲ νοτίους , ὅρια ἀποφαίνει τῶν κλιμάτων ἀμφοῖν τὰς Κασπίους πύλας |
ἕλειον ] Βόλβη ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα | ||
ἐν αὐχμῷ μὴ σφόδρα καταῤῥήγνυτο , μήτε ὄμβρων ῥαγδαίων κατενεχθέντων τελματώδης εἴη , ἀλλ ' ἐκδέχοιτο εἰς τὴν λαγόνα πᾶν |
ὑπάρχουσα , οὐ μὴν μέχρι γε παντός : καὶ γὰρ βαθυτάτη ἐστὶ πάνυ μεγάλην ἔχουσα τὴν διάμετρον , καὶ ὁ | ||
ἡ μέθοδός ἐστι τῶν τοιούτων λόγων . μεγίστη δὲ καὶ βαθυτάτη ἐν τούτοις τοῖς λόγοις μέθοδος , τὸ ἑτέρας αἰτίας |
καρπὸν ἀέξειν . τῆς δ ' ἂν ἴδοις προτέρω , νοτιώτερον οἶμον ὁδεύσας , Ἀραβικοῦ κόλπου μύχατον πόρον , ὅστε | ||
Ἡρόδοτός φησιν . ὅθεν Κλύσμα λέγεται . . Εὐξείνου πόντου νοτιώτερον : ἀντὶ τοῦ κατὰ νότιον μέρος ἐξ ἐναντία τοῦ |
: ἡ πεφυρμένη καὶ ἐπὶ γῆς πεσοῦσα . λέγεται καὶ φύστις ἡ ἔκφυσις , γονή . τοῦτο δὲ διὰ μέσου | ||
ἐξ ἀγγελίας μάθησις , οὕτω καὶ ἐκ τοῦ φύω φύσω φύστις ἡ φυὴ καὶ ἡ φύσις . . ἐξέφθινται ] |
εἰ συνέβη , πλέοντος τοῦ πλοίου , γενέσθαι ἀμπώτιδα καὶ ῥαχίαν . περὶ τούτων Ὅμηρος : Ἔνθεν μὲν Σκύλλη , | ||
χρήσασθαι τῇ πόλει . τίνα γὰρ μεσόγειαν ἢ ποίαν Ἀτλαντικὴν ῥαχίαν οὐκ ἔσεισεν ; ἢ ποῖον κόλπον ὧν ἴσασιν ἄνθρωποι |
ἂν τὰ οὖρα ἀλλοιώσει τῇ καιριότητι , τὰ δέ γε πορρωτέρω , κἂν τὰ χείριστα πάθῃ , μετρίως τε καὶ | ||
διακρίνοντες . καὶ ἡ ἀπόστασις δὲ ἀπὸ τοῦ ὄντος ἢ πορρωτέρω οὖσα ἢ ἐγγὺς παρέξει τὸ διάφορον τοῖς μαθήμασιν . |
Πλούτωνα . στέφουσι δὲ αὐτὸν καὶ ἀδιάντῳ πρὸς ὑπόμνησιν τοῦ αὐαίνεσθαι τοὺς τελευτῶντας καὶ μηκέτι τὸ διερὸν ἴσχειν , στέρεσθαι | ||
μὲν τοῦ ὕδατος ] σήπεσθαι μὲν δι ' ὑγρότητα , αὐαίνεσθαι δὲ διὰ ξηρότητα , [ ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς |
Ἀνθηδόνος εἰς αὐτὴν φερούσης ὁδοῦ : γεώλοφος δὲ πᾶσα καὶ σύσκιος , ὕδατα ἔχουσα τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν | ||
τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ τραχύς , ἀλλ |
ἰσχυρόν . οὐράνιον πόλον ] τὴν οὐρανίαν σφαῖραν . . ὑποστενάζει ] μετ ' ὠδῖνος ὑπανέχει . βοᾷ ] διὰ | ||
ὁ βυθὸς καὶ ὁ μέλας τόπος τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει καὶ ὑποστενάζει , ἢ μετὰ στεναγμοῦ ἦχον ἐμφέρει . αἱ πηγαί |
τροπῇ τοῦ ο εἰς υ . Μάρνασθαι . παρὰ τὸ μαραίνεσθαι καὶ πολέμῳ φθείρεσθαι . ἢ ἀποβολῇ τοῦ ρ , | ||
εἴς τε τὸ τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ πλείονος φθείρεσθαι καὶ μαραίνεσθαι καὶ εἰς τὸ συνθλίβειν τε καὶ καταπνίγειν τὴν ἀρχήν |
μεσημβρίαν τε καὶ πρὸς νότον ἄνεμον [ τοῦ Ταύρου ] κεκλιμένη , ἡ δὲ ἐπ ' ἄρκτον τε καὶ ἄνεμον | ||
μειλιχίης οἴηκα κυβερνητῆρα γαλήνης δάκτυλον ὀρθὸν ἔθηκεν ἐπὶ στόμα : κεκλιμένη δὲ δεξιτερὴν ἐπέτασσε καὶ ἐς Φαέθοντα δοκεύει , Ἄγγελον |
Μέμνονος πατρός , κύκλον ἔχουσα ἑκατὸν καὶ εἴκοσι σταδίων , παραμήκης τῷ σχήματι : ἡ δ ' ἀκρόπολις ἐκαλεῖτο Μεμνόνιον | ||
καὶ γὰρ οἴκοι παρ ' ἡμῖν λόφος ἐστὶν ἐν πεδίῳ παραμήκης , οὗτος δ ' ἐστὶ μεστὸς ψήφων φακοειδῶν λίθου |
διὰ κρύος : στάδιοι δ ' εἰσὶν οὗτοι δισμύριοι καὶ ͵ε καὶ σʹ : ἀοίκητα δέ ἐστι καὶ τὰ ἀπὸ | ||
πεντακόσιοι καὶ χιλιάδες βʹ , κρεῶν δὲ δεκαδύο μυριάδες , ͵ε . . . κατὰ πάντα δὴ τοῦ Ὁμήρου ὑπερτεροῦντος |
τοῦ Διός . ἐκάλεσαν δὲ τὸν ἀγῶνα Ἴσθμια ἀπὸ τοῦ διείργοντος τὰς δύο θαλάσσας Ἰσθμοῦ . στέφος δέ ἐστι τοῦ | ||
ἑκάστων ἀναλογισμὸν παριστάντος εἰς μεταμέλειαν ἐνέπιπτον καὶ τὸ μέγεθος τοῦ διείργοντος πελάγους ἀναλογιζόμενοι τὴν σωτηρίαν ἀπεγίνωσκον . ὁ δ ' |
δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ ' αὐτῆς . Ζεὺς δ ' | ||
δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ ' αὐτῆς . ἡ δ ' |
τὸ δὲ θέρος εὔκρατον ἔσται καὶ ὑγιεινόν : τὸ φθινόπωρον καυματῶδες . ἔσονται δὲ ἐν αὐτῷ νοσήματα , καὶ μάλιστα | ||
συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον πυρῶδες , φλογῶδες , πνιγηρόν , καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον , |
Ἐν δὲ τῷ ὠκεανῷ φησιν εἶναι νῆσον μικρὰν οὐ πάνυ πελαγίαν , προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τοῦ Λίγηρος ποταμοῦ : οἰκεῖν | ||
τὴν κάτω χώραν προσαγορευομένην . ἱστόρησε δὲ καὶ τὴν Φάρον πελαγίαν οὖσαν τὸ παλαιόν : προσεψεύσατο δὴ καὶ τὸ πελαγίαν |
. τῷ Οἰδίποδι ξυνετόν : ἄλλως : συνετόν τινες τὸ βαθύτατον . μέλος τὸ αἴνιγμα εἶπεν , ἐπεὶ μετὰ μέλους | ||
ἀναγκαῖα ἀφέλῃς μηδὲ εἰς φῶς ἀναγαγὼν τηλαυγέστατον ἐξ ὑπαρχῆς εἰς βαθύτατον σκότος ῥίψῃς . ἐξίσταμαι | τῶν λαμπρῶν ἐκείνων , |
, Τυρρηνικοῦ # γ , ἐλαίου παλαιοῦ # ε , ἀσφάλτου σεσησμένης # β # , αἰρίνου ἀλεύρου # α | ||
Ϛ , ἀλόης ⋖ ε , τερεβινθίνης ⋖ γ , ἀσφάλτου ⋖ γ , μάννης τριώβολον χειμῶνος καὶ μυρσίνου κοχλιάριον |
, καθάπερ ἐν ταῖς ἀναβάσεσι τῶν ποταμῶν , τοτὲ μὲν ἐπενεχθέντος ἑτέρωθεν τοτὲ δ ' αὐξηθέντος τοῦ ὕδατος . ἀλλ | ||
ἀπόροις γυμνάσαντες ἐξασθενοῦσι καὶ καθάπερ οἱ καταλευσθέντες ἢ τείχους αἰφνίδιον ἐπενεχθέντος προκαταληφθέντες , οὐδ ' ὅσον ἀνακύψαι δυνάμενοι πνιγῇ τελευτῶσιν |
, ὡς τὰ Μετεωρολογικὰ αὐτοῦ , ἔνθα διαλέγεται περὶ τῆς καπνώδους ἀτμίδος καὶ αὐχμηρώδους , περὶ βροντῆς τε καὶ ἀστραπῆς | ||
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἀπὸ τῆς ἀναθυμιάσεως ταῦτα τῆς ξηρᾶς καὶ καπνώδους . εὑρίσκεται δὴ πάντ ' ἐν τοῖς μετάλλοις τοῖς |