ἱρέα ἐς ἀπορίην ἀπειλημένον ἐσελθόντα ἐς τὸ μέγαρον πρὸς τὤγαλμα ἀποδύρεσθαι οἷα κινδυνεύει παθεῖν . Ὀλοφυρόμενον δ ' ἄρα μιν | ||
, δακρύειν ἀποδακρύειν , κλαυθμυρίζεσθαι , θρηνεῖν , ὀδύρεσθαι ἐποδύρεσθαι ἀποδύρεσθαι , δεινοπαθεῖν , οἰμώζειν , ὀλοφύρεσθαι κατολοφύρεσθαι , ποτνιᾶσθαι |
Ζῆθον ἐκμιμούμενοι . ὁμοῦ δ ' ἐς ἄγραν κἀπὶ κοιταίαν νάπην νύκτωρ στελοῦνται , πάντα φεύγοντες βροτῶν κάρβανον ὄχλον , | ||
τοῦ τρέφοντος , ὅτι σὺν ἀδελφῷ διδύμῳ ἐκτεθείη βρέφος εἰς νάπην εὐθὺς ἀπὸ γονῆς καὶ πρὸς τῶν νομέων ἀναιρεθεὶς ἐκτραφείη |
οἶκον ἠγόμην , κακὸν μέγα , πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ ς ' ἐθρέψατο . τὸν σὸν δ ' | ||
ὡς ἐσεῖδες μαστόν , ἐκβαλὼν ξίφος φίλημ ' ἐδέξω , προδότιν αἰκάλλων κύνα , ἥσσων πεφυκὼς Κύπριδος , ὦ κάκιστε |
. Παῦσαι . Παῦσαι . Βάλλ ' ἐς κόρακας . Βάλλ ' ἐς κόρακας . Τί κακόν ; Τί κακόν | ||
φιλτάτη γῆ ἁπλοϊκοὺς καὶ φιλαλλήλους τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ἀνεθρέψατο . Βάλλ ' ἐς μακαρίαν , οἷον κακόν ἐστιν , ὦ |
σπείρῃς τε βάλωνται . ἄνδρας δ ' ἀγρευτῆρας ὁμῶς καὶ κρέσσονας ἰχθῦς ῥηϊδίως ἀπάτῃσι παραπλάγξαντες ἄλυξαν . ἀλλ ' ὅτε | ||
γίνου καὶ ἀσφαλής . . . χάριτας δέχεσθαι χρεὼν προσκοπευόμενον κρέσσονας αὐτῶν ἀμοιβὰς ἀποδοῦναι . . χαριζόμενος προσκέπτεο τὸν λαμβάνοντα |
' ἂν εὐξαίμην , εἴ ποτε διανοηθείην ἀδικεῖν , ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν | ||
λόγον ἔχοντα , πλούτου , δόξης , ἡδονῆς , καὶ τἀδικεῖν ἐπαινοῦντα ὡς αἴτιον ἑκάστου τῶν εἰρημένων πολυαργύρους γὰρ καὶ |
ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν | ||
ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν |
καὶ ὁ Συρρεντῖνος ἐνάμιλλος καθίσταται τούτοις , νεωστὶ πειρασθεὶς ὅτι παλαίωσιν δέχεται . ὡς δ ' αὕτως εὐέλαιός ἐστι καὶ | ||
δὲ , ὀργὴ θυμὸν ἐπιτηροῦσα . μῆνις δὲ ὀργὴ εἰς παλαίωσιν ἀποτιθεμένη . χόλος δὲ , ὀργὴ διοιδοῦσα . ὀργὴ |
βουλόμενος καὶ τότ ' αὐτὸν ἐξελέγξαι τεχνάζοντα τί ποιῶ ; προσκαλοῦμαι κατὰ Δήμωνος εἰς μαρτυρίαν , ὄντος αὐτῷ θείου καὶ | ||
ὠνομασμένος ἄλλος κατηγορῶν τοῦ Φιλοκλέωνος ὕβρεως καὶ κατήγορον ἐπαγόμενος . προσκαλοῦμαι ] εἰς δικαστήριον . λείπει ἡ ὑπέρ , ἵν |
τοῖς σχέτλια πάσχουσιν . γέλωτα πάνυ κινεῖ τῆς μὲν κεφαλῆς ἀφροντίστως ἔχων , τῆς δὲ χύτρας προνοούμενος , ἐν ᾗ | ||
λαμβάνειν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστως καὶ φιληδόνως βιούντων . Ἅλα καὶ κύαμον : ἐπὶ |
αἱροῦντες ᾑρήμεσθα . . ἅπαντα τοῖς σοφοῖσιν εὔκολα . εἰς ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας . κουρήτων στόμα φόνου πτερόν καὶ ζῶν | ||
ἀπιτέον εἶναι . καὶ εἰς μὲν τὰ πλοῖα τούς τε ἀσθενοῦντας ἐνεβίβασαν καὶ τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη καὶ παῖδας καὶ |
δὴ τὸ τάχος καθάπερ ἀτίθασοι λύκοι θήρας ἐπιτυχόντες , οὕτως ἠπειγμένως καὶ ἀνηλεῶς τοὺς ἀθλίους κατέτεμον . ἔτι δὲ τῷ | ||
σχολαῖος περίπατος καὶ σπουδαῖος καὶ ἠρεμαῖος , καὶ σπουδή . ἠπειγμένως βαδίζων , καὶ σχολῇ περιπατεῖ καὶ ἠρέμα , καὶ |
ὧδε δὲ ἔχοντι ἀγγέλλεται Ἀντώνιος εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἐπανελθών . καὶ τεχνάζων ἔτι ἐπ ' ἀμφότερα διεπρεσβεύετο πρὸς αὐτόν , ἐπιτρέπων | ||
: ” εἰ μή τι κρεῖσσον , “ ἀπατῶν ἢ τεχνάζων καὶ τότε ἐς εὐπρέπειαν . Κουρίωνι δ ' οὐκ |
, φρονήματος ὑποπλησθεῖσα καὶ παρρησίας ὅσα κατ ' εἰρωνείαν πρότερον ὑπούλως ὑπῃνίττετο , ταῦτα ἀπ ' εὐτολμοτέρου θράσους ἐκλαλεῖ καὶ | ||
, . . ὑπούλως ὁ δὲ πρός τινας τῶν γνωρίμων ὑπούλως τε καὶ οὐχ ὑγιῶς ἔσχεν . , . . |
χωροῦσιν : οἱ δὲ ἐπὶ φυλακῇ τῶν κτημάτων , οὓς οἰκουρούς τε καὶ δεσμίους λέγομεν : οἱ δὲ ἐπὶ τερπωλῇ | ||
χωροῦσιν : οἱ δὲ ἐπὶ φυλακῇ τῶν κτημάτων , οὓς οἰκουρούς τε καὶ δεσμίους λέγομεν : οἱ δὲ ἐπὶ τερπωλῇ |
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ | ||
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι |
κατεσθίειν . Αὐτόματα πάντ ' ἀγαθὰ τῷδέ γε πορίζεται . Οὐδέποτ ' ἐγὼ Πόλεμον οἴκαδ ' ὑποδέξομαι , οὐδὲ παρ | ||
' αὐθαίρετον . τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ ; Οὐδέποτ ' ἀληθὲς οὐδὲν οὔθ ' υἱῷ πατήρ εἴωθ ' |
γὰρ τοὺς πολέμους βραβεύουσαι Τύχαι οὐ τῶν πολλῶν τὴν ἀσθένειαν ἐλεοῦσιν , ἀλλὰ τῶν εὖ μαχομένων ἐρυθριῶσι τὰς ἀρετάς . | ||
εἰώθασι : δεδιότες γὰρ περὶ αὑτῶν τὰς τῶν ἄλλων συμφορὰς ἐλεοῦσιν . , : τοῦ αὐτοῦ : ἡ γὰρ πενία |
εὐωλένους τε χεῖρας ἀμφιβάλλων † λίσσων † χρυσοπλόκαμε θεὰ Μᾶτερ ἱκνοῦμαι ἐμὸν ἐμὸν αἰῶνα δυσέκφευκτον , ἐπεί μ ' αὐτίκα | ||
: ἀντὶ τοῦ : πρὸς ταύτης σε ἱκετεύω : ταύτης ἱκνοῦμαι ς ' : ἀντὶ τοῦ πρὸς ταύτης σε ὁρκῶ |
μαθοῦσα , ἀλλ ' ἀπό τινος ἀλάστορος . οἱ γὰρ γόοι τῶν βακχῶν μετὰ ἡδονῆς γίνονται : μαινόμεναι γὰρ οὐ | ||
ἀνθρώποισιν , ἐκ σέθεν οὐλόμεναί τ ' ἔριδες στοναχαί τε γόοι τε , ἄλγεά τ ' ἄλλ ' ἐπὶ τοῖσιν |
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
χαίρειν ὑποδηλοῖ . χαίρειν , ἥδεσθαι , φαιδρύνεσθαι , εὐθυμεῖν εὐθυμεῖσθαι , εὐφραίνεσθαι , εὐσθενεῖν , θάλλειν , τέρπεσθαι , | ||
. . . ὁ μὲν οὖν εἰπὼν ὅτι δεῖ τὸν εὐθυμεῖσθαι μέλλοντα μὴ . . . ξυνῆι πρῶτον μὲν ἡμῖν |
σκηπτουχίαι [ νῦν ] ἐρημίαι [ ] ! ντες : αἰανὴν ? [ ] λέγω ? [ τετείχισμαι ] κακῶν | ||
ἐπειδὴ ἡ λύπη σκοτισμὸν ἐπάγει καὶ κατήφειαν , διὰ τοῦτο αἰανὴν εἶπεν . ἡμέτερα . † ἥσω τοι : τῆς |
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος | ||
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα |
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ | ||
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς |
, ἐτρέπετο τῇ γνώμῃ . καὶ πρῶτοι μὲν αὖθις οἱ Πομπηιανοί , ὅσοι ἔτι ἦσαν παρ ' αὐτῷ , μετεπήδων | ||
, ἐτρέπετο τῇ γνώμῃ . καὶ πρῶτοι μὲν αὖθις οἱ Πομπηιανοί , ὅσοι ἔτι ἦσαν παρ ' αὐτῷ , μετεπήδων |
οὖσα ἢ δισώμοις χρηματίζουσα μάλιστα ἐπὶ νυκτὸς πολυγάμους ποιεῖ καὶ πολυκοίνους , καὶ μάλιστα ἐὰν ὁ Ἑρμῆς αὐτῇ ὁμόσε τύχῃ | ||
ἢ ψώρας , κατωφερεῖς δὲ καὶ ἐπιψόγους , ἀσελγεῖς , πολυκοίνους , ἀπὸ ἐνύγρων παθῶν ὀχλουμένους . κυριεύει δὲ στοιχείων |
, γονή . τοῦτο διὰ μέσου . φύστις : ἡ πεφυρμένη καὶ ἐπὶ γῆς πεσοῦσα . γαίας ἐπὶ γόνυ τὸ | ||
μὴ ἕξει . Ἕτερον ξηρόν : σποδὸς , χαλκῖτις ὄξει πεφυρμένη λευκῷ , εἶτα φθόεις ποιήσας ξηρῆναι : ὅταν δὲ |
, εἰπόντα τὸ προκείμενον . Γελλὼ παιδοφιλωτέρα : ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων , ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν , τρυφῇ | ||
κυρίῳ τῷ θεῷ ἡμῶν ὅπως ἐπακούσῃ ἡμῶν καὶ ἀναστήσῃ τοὺς ἀώρως τεθνήξαντας διὰ τῆς σῆς ἀγριότητος . καὶ εἶπεν ὁ |
μηδὲ τὴν ψυχήν σου βασανίσῃς ταῖς τοῦ σώματος ἡδοναῖς . ἔθιζε σεαυτὸν τῷ μὲν σώματι παρέχειν τὰ τοῦ σώματος σωφρόνως | ||
ἄσκει ἐπήγαγε : μηδ ' ἀλογίστως ἔχειν σαυτὸν περὶ μηδὲν ἔθιζε , ὡς μὴ δυναμένης ὑποστῆναι δικαιοσύνης ἄνευ φρονήσεως . |
τὸν ὕπνον ἰοῦσιν , ὅπερ ἀνάπαυμα κακῶν ἐστιν ἀνθρώποις , ἀφόβους μὲν καὶ ἄλυπα μεριμνῶντας ἔρχεσθαι εἰς αὐτόν , γιγνομένους | ||
: διὰ γὰρ τὸ ἀρτεμές , ὅπερ ἐστὶν ὑγιές , ἀφόβους αὐτοὺς διαφυλάττει . καὶ γυναιξὶ τικτούσαις ἀγαθὴ ἡ θεός |
καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος | ||
δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος . |
Ταῦτ ' ἐγὼ μαρτύρομαι . Ἀλλ ' οἴχεται φεύγων ὃν ἦγες μάρτυρα . Οἴμοι , περιείλημμαι μόνος . Νυνὶ βοᾷς | ||
ὀργὴν πολλὰ κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ βιαίων ἐποίεις καὶ οὐδέποτε ἦγες τότε πρὸς αὐτοὺς ἐκεχειρίαν , ἀλλ ' ἀεὶ ἐνεργὸς |
ἔγχαλκος ἀφόρητον κακόν . Μηδὲν πονηρὸν πραγματεύου συμποιεῖν . Μόνος βάδιζ ' ἢ δεύτερος , τρίτος δὲ μή . Μηδέποτε | ||
οὖν , ἐπειδὴ τοῦτο κεχάρηκας ποιῶν , ἐκεῖσε μὲν μηκέτι βάδιζ ' , ἀλλ ' ἐνθάδε αὐτοῦ μένων δίκαζε τοῖσιν |
παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε | ||
καταμαθεῖν ὧδε , ἵνα μή τι καὶ νῦν ἡμᾶς ἔτι τεχνάζειν ὑπονοῇς : αὐτός τε γὰρ ὁ βασιλεὺς σὺ τῷ |
ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος εὐκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . κλαγγαῖσιν ] ἤχοις . ἔστι δὲ ποιὰ φωνὴ κυρίως ἐπὶ | ||
κατὰ μέσην ἡμέραν γεγενημέναις . κλαγγαῖσιν ] βοαῖς . Ξ κλαγγαῖσιν ] συριγμοῖσιν . κλαγγαῖσιν ] κραυγαῖς . κλαγγαῖσιν ] |
κἀκείνως φενακίζειν ἐπιχειρῶν οἴει λανθάνειν , τούτοις οὐδὲν ἧττον ἁλίσκει πονηρευόμενος καὶ κατ ' αὐτὸς σαυτοῦ μᾶλλον ἢ ἡμῶν αὐτῶν | ||
τὸν Διόνυσον , ὦ παμπόνηρος ἐγὼ , ὁ εἰς πάντα πονηρευόμενος καὶ πάντα ἐξετάζων , οἷα ἐφενακιζόμην ὑπ ' αὐτοῦ |
φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως | ||
φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ . |
, ὀλίγον ἐπισχὼν ὁ Ποστόμιος χρόνον πρὸς αὐτοὺς εἶπε : Πονηρὰ βουλεύματα , ὦ Οὐολοῦσκοι , χρηστοῖς λόγοις ἀμφιέσαντες ἥκετε | ||
νίκης ἐγκώμιον ᾄδεις : ἐπὶ τῶν προλαμβανόντων τὰ πράγματα . Πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις : ἐπὶ τῶν ἐπιπόνως ζώντων . |
εἰ καὶ οὐδὲν ὁ αὐτοῦ λόγος ἰσχύει , σαίνων καὶ κολακευτικῶς καὶ δολίως ἄγαν ὑπερχόμενος πρὸς πάντας . πάγχυ καὶ | ||
τῶν ἔξω φροντίδος . Ἕπεσθε μητρὶ χοῖροι : ἐπὶ τῶν κολακευτικῶς τισιν ἑπομένων τροφῆς ἕνεκα . Ἐπὶ βύρσης ἐκαθέζετο : |
⌈ ὑίδιον [ υἱίδιον ] , ὡς ἀπὸ τοῦ πατρὸς πατρίδιον . Γ κυμινοπριστοκαρδαμόγλυφον : παίζει παρὰ τὸ κύμινον , | ||
ἐγχέλειον : παρατέθεικε τῷ πατρί . τευθὶς ἦν χρηστή , πατρίδιον : πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν , |
καὶ πᾶσαν προέσθαι φωνὴν εἰς τὸ σωθῆναι . τὸν δὲ Πολυχάρη ἐντραπέντα τὴν ξενίαν κρύψαι τὴν πρᾶξιν , καὶ τὸν | ||
ἐπί τε τῶν ἐφόρων καὶ τῶν βασιλέων . τὸν δὲ Πολυχάρη τυχόντα τῶν ἴσων τόν τε νεανίσκον ἀνελεῖν καὶ τὴν |
. κναφεύει : Γναφεύω , τὸ τὰ δέρματα ξέω . γναφεῖον , ὁ τόπος , ὥσπερ κουρεῖον . γνάφαλλα , | ||
μεμαρτύρηται ὑμῖν . μετὰ δὲ ταῦτα τὸ μὲν μειράκιον εἰς γναφεῖον κατέφυγεν , οὗτοι δὲ συνεισπεσόντες ἦγον αὐτὸν βίᾳ , |
γαμβρῷ τὴν φιάλην καὶ δωρούμενος λαμπρὸν κατασκευάζει τὸν λαμβάνοντα καὶ γεγηθότα . ὁ δ ' ὄλβιος : οὗτος δέ ἐστιν | ||
δὲ τῆς μάχης παρίστησι τὸν πρῶτον θεὸν καὶ ἐπὶ τούτῳ γεγηθότα . Ἐκ δὲ τῶν προειρημένων ἅμα καὶ τοῦτο ὑποδεικνὺς |
φεῦ , ἐμὲ παλαιόφρονα , κατά τε γᾶν οἰκεῖν , ἀτίετον , φεῦ , μύσος . πνέω τοι μένος ἅπαντά | ||
. λεῖφ ' ἕδρανα , κί ' ἐς δόρυ , ἀτίετον ἄπολιν οὐ σέβω . μήποτε πάλιν ἴδοις ἀλφεσίβοιον ὕδωρ |
ἔσῃ ποτέ . Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν . Μὴ σπεῦδε πλουτῶν , μὴ ταχὺς πένης γένῃ . Μέγ ' | ||
μὴ ἐπείγου ὥσπερ ὑπὸ φλογὸς καιόμενος . παροιμία : μὴ σπεῦδε , οὐ γὰρ ἐπὶ πυρὸς βέβηκας . μὴ σπεῦδ |
λέγω τοῦ Ὀικλέους τὸν Ἀμφιάρεων , σώφρων καὶ δίκαιος ὢν συγκαθελκυσθήσεται καὶ εἰς τὸν Ἅιδην καταχθήσεται μετὰ τῶν ἀσεβῶν , | ||
τὸν Ἀμφιάρεων . σώφρων καὶ δίκαιος καὶ εὐσεβὴς ἀνὴρ ὢν συγκαθελκυσθήσεται καὶ εἰς τὸν Ἅιδην καταχθήσεται μετὰ τῶν ἀσεβῶν , |
πεντήκοντα ἡμέρας , εἰ τύχοι , εἶτα , εἰ ἤγαγε καρτερικῶς , ἐποίουν αὐτὸν ξεσθῆναι ἐπὶ δύο ἡμέρας , εἶτα | ||
εὐπειθές . Τοῖς ἄρχουσιν ὑπάρχει διὰ φόβον : ὅθεν καὶ καρτερικῶς τούς τε πόνους καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος πολέμους |
ἐΰξοον ἐντανύεσθαι . οὐ γάρ τις μέτα τοῖος ἀνὴρ ἐν τοίσδεσι πᾶσιν , οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν : ἐγὼ δέ μιν | ||
προσθέσθω δὲ λουσαμένη . Ἰχῶρα ὕφαιμον δυνάμενον ἄγειν : ξὺν τοίσδεσι μίσγειν σμύρναν , ἅλας , κύμινον , χολὴν ταυρείην |
παύειν ἐπιχειρεῖ βιαίως μόχθον ] πόνον μάταιον ὁρῶ εὐηθίαν ] μωρίαν . ἐπίθετον δὲ ταύτης τὸ κουφόνουν † τὸ εὐηθίαν | ||
εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν , σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω . Δηλοῖ τὸ γέννημ ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ |
' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα | ||
ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει |
γεγράφθαι δὲ πρὸς τοὐπίγραμμαοὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Τοῖα παθόντ ' οἶμαι καὶ Τάνταλον αἴθοπος ἰοῦ μηδαμὰ κοιμῆσαι | ||
τειρόμενός περ ἀργαλέως : Ἥρη γὰρ ἐνέπνευσεν μέγα κάρτος . Τοῖα δ ' ἄρ ' ἐν μέσσοισι δολοφρονέων ἀγόρευεν : |
ἀσάμινθον δ ' Ὅμηρος , ἔς ῥ ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο : καίτοι ἔν γε τοῖς Κρατίνου Ἥρωσι τὴν | ||
ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν , ἔς ῥ ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο . τοὺς δ ' ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν |
, καὶ ἀτιμίαις . ἐγκατέδησε : συνέκλεισεν , ἐδέσμησεν . Γαστήρ : γνώμη . ἀνάσσει : βασιλεύει . Ἠερίῃς : | ||
γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν . Γλουτοί |
φησιν ὁ Τίμαιος , τοὺς καλουμένους παρά τισι στίλπωνας καὶ κυνάρια Μελιταῖα , ἅπερ αὐτοῖς καὶ ἕπεσθαι εἰς τὰ γυμνάσια | ||
ὁ Τίμαιος , τοὺς καλουμένους παρά τισι στίλπωνας , καὶ κυνάρια Μελιταῖα , ἅπερ αὐτοῖς καὶ ἕπεσθαι εἰς τὰ γυμνάσια |
κάνναβιν καὶ κηρὸν καὶ πίτταν . ἡ δὲ λινουργία καὶ τεθρύληται : καὶ γὰρ εἰς τοὺς ἔξω τόπους ἐξεκόμιζον , | ||
Ἁλιεῖς λεγόμενοι θαλαττουργοί τινες ἄνδρες . παρ ' Ἑρμιονεῦσι δὲ τεθρύληται τὴν εἰς Ἅιδου κατάβασιν σύντομον εἶναι : διόπερ οὐκ |
διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
ὁμοία παραληφθήσεται τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς λυσσοδήκτους : Ὄξους # α , πίσσης λιπαρᾶς # α | ||
σκόροδα καταπλαττόμενα καὶ ὀπτὰ ἐσθιόμενα καὶ πινόμενα . [ Πρὸς λυσσοδήκτους . ] Λυσσοδήκτων τοῖς τραύμασι κράμβης φύλλα λεῖα μετὰ |
ἐμπράκτους ποιεῖ καὶ εὐημερίας ἔκ τε πραγμάτων ἢ πίστεως ἢ συναλλαγῶν καὶ κοινωνίας καὶ ἀγορασμοὺς καὶ οἰκονομίας ἀποτελεῖ , καὶ | ||
βοηθεῖν κελεύοντες : πρὸς δὲ τοὺς περὶ Στάσιππον διελέγοντο περὶ συναλλαγῶν . ἐπεὶ δὲ καταφανεῖς ἦσαν οἱ Μαντινεῖς προσιόντες , |
' αὖτε διέτμαγον : ἤτοι Ἰήσων εἰς ἑτάρους καὶ νῆα κεχαρμένος ὦρτο νέεσθαι , ἡ δὲ μετ ' ἀμφιπόλους . | ||
: κωκύει . κνυζεῖ : κνυζεῖν ἐστι τῶν κυνῶν . κεχαρμένος : χαιρόμενος . λιβραί : αἱ βισζάνουσαι . Σκιρτεῦσι |
τὸν Ἄλβιν ἀπὸ τοῦ εἰρημένου μέρους πρὸς ἀνατολὰς μέχρι τοῦ Συήβου ποταμοῦ , καὶ τὸ τῶν Βουργουντῶν τὰ ἐφεξῆς καὶ | ||
ἀνατολὰς ἐπιστροφή λεʹ νϚʹ Χαλούσου ποτ . ἐκβολαί λζʹ νϚʹ Συήβου ποταμοῦ ἐκβολαί λθʹ ∠ ʹʹ νϚʹ Οὐιαδούα ποταμοῦ ἐκβολαί |
τῶν πραγμάτων τέμνειν ἄνωθεν ἀρξάμενον μέχρι τῶν λεπτοτάτων , εἰς τοὔσχατον δὲ αὐτὸ μηκέτι γίνεσθαι μηδὲ ἔχειν διαιρετὰ τὰ μέρη | ||
' ἐκεῖνο ὁρᾶν ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς μεγίστης εὐτυχίας εἰς τοὔσχατον ἦλθεν , οὕτως οὐδὲν ἀπεικὸς καὶ οὕτως πεπραγυῖαν ἀναστῆναι |
ὁρμίζεσθαι καθ ' ἃς πύλας ἐν τοῖς ἐχομένοις ῥηθήσεται . Ξένους τοὺς ἀφικνουμένους τὰ ὅπλα ἐμφανῆ καὶ πρόχειρα φέρειν , | ||
λαλεῖν . Νέος ἂν πονήσῃς , γῆρας ἕξεις εὐθαλές . Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών . Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν |
ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός . ὑπεδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φιλῶ . Κορινθίῳ πίστευε καὶ μὴ χρῶ φίλῳ | ||
, παράδειγμα ἓν κείσθω τόδε : ἐδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φίλε . οὕτως γὰρ λελυμένον ἀναγκάσει καὶ τὸν |
Ἰδοὺ θέασαι , κοὐχ ἅπαντας ἐκφέρω . Οἴμ ' ὡς χεσείω , κοὐχ ἅπαντας ἐκφέρω . Ταυτὶ τί ἐστι ; | ||
ὑπὸ τοῦ βάρους τῶν βιβλίων τῶν τοὺς χρησμοὺς ἐχόντων “ χεσείω ” φησίν . ὡς δὲ ἔνδον καὶ ἄλλων ὄντων |
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ λευκοὺς ἅλας ; ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα | ||
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ |
. Τὸ κάρυον εἰς κόμαρον μόνον ἐγκεντρίζεται . τὰ ῥοΐδια ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν . ἡ δάφνη ἐγκεντρίζεται εἰς μελίαν . | ||
ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ εἰς |
ἐπὶ τῶν παρὰ δόξαν καὶ ἐλπίδα συμβαινόντων . Πρὸς κενὸν ψάλλεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Πρίν κεν δύο | ||
ἐν κακοῖς ὄντα ἀκριβολογεῖσθαι . Κακὸν κακῷ ἕπεται . Κενὴν ψάλλεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Κέρδος αἰσχύνης ἄμεινον |
εἶτα παράγραφος . στροφὴ ἑτέρα κώλων ιβʹ . ἡμέτερα + ἀνδροκμήτας : στροφὴ ἑτέρα κώλων χοριαμβικῶν ιβʹ . ἐπὶ τῶι | ||
αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , ἧς ἡ ἀρχὴ ” ἀνδροκμήτας “ : κώλων γάρ ἐστι καὶ αὕτη ιβʹ . |
μὲν ἐς Μασσανάσσην καταφυγεῖν , τοὺς δὲ ἐς αὐτοὺς Ῥωμαίους αὐτομολῆσαι , τῆς πόλεως ἀπογνόντας . οἱ δὲ Καρχηδόνιοι , | ||
δι ' ἀπορρήτων ἔπεισε προδότην γενέσθαι καὶ κατὰ τὴν μάχην αὐτομολῆσαι . τοῦ δ ' Εὐμενοῦς στρατοπεδεύοντος τῆς Καππαδοκίας ἔν |
μὲν οὖν καὶ τὸ οὕτω μυθεύειν , ὥστε μὴ καταμῦσαι ἀναινόμενον , καθάπερ καὶ ἐν Ἰλίῳ ἀποστραφῆναι κατὰ τὸν Κασάνδρας | ||
τῶν πολλῶν τὸ ἁπλοῦν , ἀπὸ δὲ τῶν πάντων ἔχει ἀναινόμενον τὸ διωρισμένον τοῦ ἑνὸς καὶ ἀπεστενωμένον : καὶ τούτων |
καὶ γὰρ τούτων ἕκαστον ἢ συστέλλει πως , ὡς αἱ παραιτήσεις , ἢ ἀνίησιν , ὡς αἱ συγ - χωρήσεις | ||
τὸ ἦθος καὶ ἡ ἀπαγγελία ἐνταῦθα ἐπιμελεστέρα . καὶ αἱ παραιτήσεις χρήσιμοι γίνονται . ἐνίοτε δὲ οὐδὲ διηγητέον ἐν τοῖς |
ἔνικμος ἡ γῆ γενομένη μᾶλλον δέχηται καὶ καλλίω ποιῇ τὴν ῥίζωσιν . Ἐὰν δὲ ἐν ἁλμώδει ἢ ἐφάμμῳ λίθους περιτιθέναι | ||
διαπάσσειν τοὺς τόπους τῶν φυτῶν . ταῦτα γὰρ καὶ πρὸς ῥίζωσιν καὶ πρὸς παλαίωσιν τῶν οἴνων , καὶ πρὸς πολυκαρπίαν |
ἤδη καὶ παλαιὰν οὖσαν καταλῦσαι . διὸ χρὴ τὸν θεὸν ποτνιᾶσθαι καὶ λιπαρῶς ἱκετεύειν , ὅπως τὸ ἐπίκηρον ἡμῶν γένος | ||
ἐποδύρεσθαι ἀποδύρεσθαι , δεινοπαθεῖν , οἰμώζειν , ὀλοφύρεσθαι κατολοφύρεσθαι , ποτνιᾶσθαι , οἰκτίζεσθαι , καὶ κλαυθμός , δάκρυον , κλαυθμυρισμός |
κεφαλὴν κέλευε . διαδέσμει δὲ χεῖρας καὶ πόδας καὶ ὦτα ἔμφραττε . ἄλλο . γύψῳ ἢ πηλῷ κεραμικῷ τὸ μέτωπον | ||
, πταρμικὸν ἐνθεὶϲ ταῖϲ ῥιϲὶ τὸ ϲτόμα καὶ τοὺϲ ῥώθωναϲ ἔμφραττε . εἰ δὲ μηδενὶ τούτων ὑπείκοι , πρὶν ἢ |
. ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό τινων καὶ μεθύων . Σύμμαχος τὸ “ βρύλλων | ||
Γ εὐπαράγωγος ] εὐπειθής . εὐπαράγωγος ] εὐκόλως πιθόμενος καὶ ἐξαπατώμενος . καὶ παράγεται ἀντὶ τοῦ ἐξαπατᾶται . Γ εὐπαράγωγος |
καὶ δὴ καὶ ἐλευθερίας πάντα πράξειν κατὰ τῆς πόλεως ἢ αὐτομολήσαντας πρὸς τοὺς ἡμῖν ἐναντίους ἢ αὐτοῦ μένοντας . τούτοις | ||
ἀπιστεῖσθαι καὶ πρὸς αὐτοῦ , οὐδ ' ἠξίουν διὰ τοὺς αὐτομολήσαντας οἱ παραμένοντες κατεγνῶσθαι . πολλὰ δὲ καὶ οἱ Κελτίβηρες |
γνώμης τοῦ τε μηδὲν ἐξ ἀρχῆς βεβουλεῦσθαι , ὥσπερ αὖ κραταιᾶς εὖ μάλα καὶ μετὰ λογισμοῦ καὶ ψήφου τοῖς πράγμασιν | ||
Τηλέμαχον ὁπλισάμενοι ἀπαντῶσιν ἔξω τῆς πόλεως , καὶ γενομένης μάχης κραταιᾶς πίπτουσιν οἱ ὑπὲρ τῶν μνηστήρων πολεμήσαντες ἀριστεύοντος τοῦ Τηλεμάχου |
* + , . † Αἶσθα : εἴρηται εἰς τὸ ἀΐσθω , . . Αἰσιμία : ἡ μαντεία , ἢ | ||
] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν |
ἐκάθευδεν . ἐπεὶ δὲ διυπνίσθη καὶ ἐθεάσατο τὸν Κῦρον , περιπλακεῖσα αὐτῷ κατὰ τὸν συνήθη τρόπον ἐφιλοφρονεῖτο αὐτόν . ὃ | ||
Ἀχιλλέως ἱκέτευσεν λαβεῖν τὸ τοῦ Ἕκτορος σῶμα . Πολυξένη δὲ περιπλακεῖσα τοῖς ποσὶ τοῦ Ἀχιλλέως ἐδέετο δουλεύειν αὐτῶι καὶ παραμένειν |
τε ἔτρεψε καὶ οὐκ ἐποιήσατο ὀργὴν οὐδεμίαν , ἀλλ ' ἠπίως αὐτὸν ἀπεπέμψατο . Τούτῳ δὲ ἐς λόγους ἐλθὼν Ξέρξης | ||
τὼς ὥστε νέβρ ? [ μαζῶν ] τε χερσὶν ? ἠπίως ἐφηψάμην ? ἧιπερ ] ? ἔφηνε ? νέον ἥβης |
αὐτοῦ διαστρέφεσθαι καὶ μηθὲν ἁρπάζειν : τὸν δὲ πλανηθέντα τὴν φήνην ὑποβάλλεσθαι . Καὶ τὸ ὅλως ἐπιεικῶς τοὺς γαμψώνυχας , | ||
ὁ μὲν περδικοθήρας καὶ ὠκύπτερος Ἀπόλλωνός ἐστι θεράπων φασί , φήνην δὲ καὶ ἅρπην Ἀθηνᾷ προσνέμουσιν , Ἑρμοῦ δὲ τὸν |
. Φίλιππος ἐν Χαιρωνείᾳ γιγνώσκων τοὺς μὲν Ἀθηναίους ὀξεῖς καὶ ἀγυμνάστους , τοὺς δὲ Μακεδόνας ἠσκηκότας καὶ γεγυμνασμένους , ἐπὶ | ||
γινόμενα , ὥστ ' εἰς ἀκοσμίαν καὶ εἰκαιότητα τρέπεσθαι τοὺς ἀγυμνάστους ἔχοντας τὰς φαντασίας . οὐκ ἄλλως τ ' ὀξὺν |
ἐγὼ γὰρ ἔρχομαι κατὰ χθονός , πανύστατόν σε προσπίτνους ' αἰτήσομαι τέκν ' ὀρφανεῦσαι τἀμά : καὶ τῶι μὲν φίλην | ||
γαίας ἐς μελάγχιμον πέδον : τοσόνδε νύμφην τὴν ἔνερθ ' αἰτήσομαι , τῆς καρποποιοῦ παῖδα Δήμητρος θεᾶς , ψυχὴν ἀνεῖναι |
. τέγγῃ ] μεταβολὴν δέχῃ . . μαλθάσσῃ λιταῖς ] εἴκεις . . σφοδρύνῃ ] κομπάζῃ καὶ ἐπαίρῃ . ἀσθενεῖ | ||
ὦ τὰ ' πίχειρα ] τὰ ἐπιτίμια οὐδέπω ] ἀκμήν εἴκεις ] ὑποτάσσῃ καί ὑποχαλᾷς πρὸς ] σὺν παροῦσι ] |
τῆς τιμωρίας τὴν ὀμίχλην : ἐπὶ τῶν κατ ' ἀξίαν τιμωρουμένων . Ὁμοία τῇ , Αὐτὸς ἐφεῦρε τοῦ κακοῦ τὴν | ||
ἐλέγοντο . ἀμνὴν θερίζειν : παροιμία ἐπὶ τῶν χρόνῳ ὕστερον τιμωρουμένων . ὅταν γὰρ ᾖ ἀμνίον , οὐκ ἀποκείρεται . |
τέτταρα εἶναι τὰ στοιχεῖα ἐκ τοῦ τέτταρα εἶναι τὰ στοιχεῖα βεβαιωτέον . πρὸς τῷ , καὶ τῶν κατὰ μέρος ἀποδείξεων | ||
ἀκούοι . πάντας μὲν οὖν ὅρκους , ὡς ἔφην , βεβαιωτέον , ὅσοι περὶ καλῶν καὶ συμφερόντων γίνονται πρὸς ἐπανόρθωσιν |
ξυντεταμένος τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας [ ᾖ ] , μανίην ἐμποιέει . Ἢν αἱ φλέβες σφύζωσιν αἱ ἐν ταῖς | ||
ἀλλ ' ἤδη χρὴ καλὰ πάντα νοεῖν . δείξει δὴ μανίην μὲν ἐμὴν βαιὸς χρόνος ἀστοῖς , δείξει ἀληθείης ἐς |
ἀγαθῶν , ἢ ὅτι ἡμεῖς διὰ σὲ ζῶμεν . . διδάσκου : Μάνθανε τοῦτο ἐξ ἐμοῦ . Θ . . | ||
. . φίλτατ ' ] προσφιλέστατε . , ἠγαπημένε . διδάσκου ] μάνθανε . . σοι ] παρέλκον ἀττικῶς , |
καλοῦσι δὲ καὶ τὰς μισθαρνούσας ἑταίρας καὶ τὸ ἐπὶ συνουσίαις μισθαρνεῖν ἑταιρεῖν , οὐκ ἔτι πρὸς τὸ ἔτυμον ἀναφέροντες , | ||
, πράττων ἐπ ' ἀργυρίῳ , καὶ προῃρημένος ὡς ἀληθῶς μισθαρνεῖν , οὐκ εἰς ἃ καὶ συγγνώμην ἀκούσας ἄν τις |
ἀπόκρισις . λόγοις . . . . . καταμαλθακισθεὶς καὶ ἀποδειλιῶν αἰσχύνης μετέσχον κακῆς . . . ὤκνει ὡς δὴ | ||
, φιλοψυχεῖν φιλοσωματεῖν : καὶ ἀπ ' αὐτῶν αἱ μετοχαὶ ἀποδειλιῶν , εὐλαβούμενος , κατεπτηχώς , φιλοψυχῶν φιλοσωματῶν , ὀκνῶν |
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
ἄγε νυν , ὦ πάτερ , ἢν μὴ τὸ δικαστήριον ἅρχων καθίσῃ νῦν , πόθεν ὠνησόμεθ ' ἄριστον ; ἔχεις | ||
πλείονα . ” ὕβριζ ' , ἕως ἂν τὴν δίκην ἅρχων καλῇ . οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρ ' ἔτ ' |
καὶ ὑβρίζων μετὰ εὐνούχων καὶ γυναικῶν , καὶ διὰ τοῦτο ζηλοτυπεῖν αὐτὸν τὴν τῶν τράγων τε καὶ ὄνων εὐδαιμονίαν ; | ||
καταλέλοιπεν . ὅρα οὖν καὶ σὺ μὴ νῦν δοκοῦσα φίλτρῳ ζηλοτυπεῖν τὸν ἄνδρα , ἐξαίφνης αὐτὸν καταλείπῃς . παρὰ τὰ |
: ἀλλὰ τὰς ὁμιλίας ἐσθλὰς διώκειν , ὦ νέοι , σπουδάζετε . φθείρου : τὸ γὰρ δρᾶν οὐκ ἔχων λόγους | ||
ἄρα καὶ ὑμῖν προσῆκον , ὅσοι δῆτα περὶ τὰ τοιαῦτα σπουδάζετε ἐκμανθάνειν τε καὶ προλέγειν τὰ δέοντα . Καὶ ταῦτα |
, “ ὦ πρεσβύτατε ; ” καὶ ὁ Χρυσάνθιος οὐδὲν διαταραχθείς , πάντων ἔφησε καταγινώσκειν : “ ἀλλ ' εἴ | ||
Γλωχῖσιν : ὀξύτησιν . ἕλκεϊ : πληγῇ . ὀρινθείς : διαταραχθείς . Ἀσχαλόων : ταρασσόμενος . ἀντία : τῇ καὶ |
οἶκος ἐστὶ τοῦ Κρόνου , δηλοῖ πάλιν Λωποδυτοῦντας εἴτε καὶ τοιχωρύχους : Εἰ δ ' οἶκος Ἑρμοῦ , ψευδεπιπλάστους λόγους | ||
δεῖ καὶ ὅτε δεῖ : οὐ γὰρ προσδιοριστέον , τοὺς τοιχωρύχους πῶς δεῖ κλέπτειν καὶ πότε καὶ τίνα καὶ παρὰ |
καὶ κορύζαις : οὐ μὴν φαλακροῦνταί γε οἱ τοιοῦτοι . Γαστρὸς γνωρίσματα τῆς μὲν φύσει ξηροτέρας , εἰ ταχέως διψώδεις | ||
δ ' ἀτάλαντον πρέσβυν ὁμήλικα πατρὸς ἴσαις τιμαῖσι γέραιρε . Γαστρὸς ὀφειλόμενον δασμὸν παρέχειν θεράποντι . δούλωι τακτὰ νέμοις , |
ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας γίνεσθαι . τοῦτο δ ' ἱστορεῖ καὶ Φίλων ὁ | ||
] γίνωσκε ἤνυσε δὲ σφαλερούς : ἐποίησε δὲ τρομεροὺς καὶ παράφρονας καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ πολλάκις πρὸς θάνατον ἤγαγεν ἄφρονας |
νέον . λέγω πόνους σε μυρίους τλῆναι μάτην . παλαιὰ θρηνεῖς πήματ ' : ἀγγέλλεις δὲ τί ; βέβηκεν ἄλοχος | ||
λῦσον δὲ νόμους ἱερῶν ὕμνων , οὓς διὰ θείου στόματος θρηνεῖς τὸν ἐμὸν καὶ σὸν πολύδακρυν Ἴτυν , ἐλελιζομένη διεροῖς |
, ὅταν ἡ θλάσις αὐτῶν ἔχῃ τι καὶ φλεγμονῆς καὶ δυσίατοι γίνωνται . Ἐπικρατεῖν μὲν οὖν χρὴ ἐν ἀρχῇ μὲν | ||
καὶ ἀκμάζουσι συνισταμένους . οἱ γὰρ δὲ τοῖς γέρουσιν ἐπιγινόμενοι δυσίατοι πεφύκασι , μήτ ' ἰσχυρῶν φαρμάκων ὧδε βοηθούντων , |