Ἰωνικῆς τῆς τὰ σώματα προηγουμένως ἐπισκοπουμένης . Τὸ δὲ κυάμων ἀπέχου συμβουλεύει φυλάττεσθαι πᾶν ὅσον ἐστὶ φθαρτικὸν τῆς πρὸς θεοὺς
τῆς ἀγαθῆς . οὕτως οὖν συμβαίνει πᾶσι τοῖς ὀξυχόλοις . ἀπέχου οὖν ἀπὸ τῆς ὀξυχολίας , τοῦ πονηροτάτου πνεύματος :
6576882 κηδεσι
γινομένη παραμύθιον . παρὰ δέ τισι τῶν βαρβάρων κἀν τοῖς κήδεσι παρείληπται τῆς κατὰ τὸ πάθος ἀκρότητος τῇ μελῳδίᾳ παραθραύσουσα
ὡς ἔθος αὐταῖς ἐστι πενθεῖν ἐπὶ τοῖς ἀναγκαίοις τῶν συγγενῶν κήδεσι . Μετὰ δὲ τὸν ἐνιαυτὸν ἐκεῖνον ὕπατοι καθίστανται Σπόριος
6377769 χρῃ
ἡμῖν νυνδὴ γεγονέναι . Πῶς λέγεις τοῦτο καὶ τίνι τεκμηρίῳ χρῇ ; Φράσω δῆλον ὅτι : σὺ δέ μοι συνακολούθησον
ὦ Καλλίκλεις , ὡς πανοῦργος εἶ καί μοι ὥσπερ παιδὶ χρῇ , τοτὲ μὲν τὰ αὐτὰ φάσκων οὕτως ἔχειν ,
6191933 ἐπιταττε
δ ' οὕτως ἀναγράφει . εἰπόντος τινὸς αὐτῷ , ” ἐπίταττε ἡμῖν , Διόγενες , “ ἀπαγαγὼν αὐτὸν ἡμιωβολίου τυρὸν
ἀλλὰ καὶ ψυχῆς ἰατρὸν κατέλιπεν τὰ γράμματα . Γυμνῷ φυλακὴν ἐπίταττε , παῖ , καὶ διὰ τριῶν ποτηρίων με ματτύης
6159897 χαλεπαινεις
καὶ δὴ καὶ νῦν εὖ οἶδ ' ὅτι οὐκ ἐμοὶ χαλεπαίνεις , γιγνώσκεις γὰρ τοὺς αἰτίους , ἀλλὰ ἐκείνοις .
ἔχει ἀκολουθῆσαι ἢ τῷ φαινομένῳ ; οὐδενί . τί οὖν χαλεπαίνεις αὐτῇ , ὅτι πεπλάνηται ἡ ταλαίπωρος περὶ τῶν μεγίστων
6083152 ἐφιεμενῳ
Σωκρατικούς , οὓς δὴ ἀναγκαιοτάτους εἶναί φημι παντὶ ἀνδρὶ λόγων ἐφιεμένῳ . ὥσπερ γὰρ οὐδὲν ὄψον ἄνευ ἁλῶν γεύσει κεχαρισμένον
θεὸς πᾶσι λέγεται , εἰ μηδεμία πρὸς τὸ ἐφετὸν τῷ ἐφιεμένῳ σχέσις ; εἰ οὖν ταῦτα ἄτοπα , πολύ τι
6041831 πιστευε
φίλος σου κατὰ φίλου μέλλῃ λέγειν , μὴ τῷ λόγῳ πίστευε , ἀλλ ' αὐτὸν σκόπει . ὁ γὰρ προχείρως
τὸν ἄνθρωπον τὸν λέγοντα ἑαυτὸν πνευματοφόρον εἶναι . σὺ δὲ πίστευε τῷ πνεύματι τῷ ἐρχομένῳ ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἔχοντι
6015916 γενῃ
' , ὦ οὗτος , σοί γε , κἂν θύλαξ γένῃ , οὐ προσελεύσομαι . ” ὁ λόγος δηλοῖ ,
ἐσίγησεν . “ ἀλλὰ δέομαί σου , Διονύσιε , μὴ γένῃ τοῖς τυμβωρύχοις ὅμοιος μηδὲ ἀποστερήσῃς με πατρίδος καὶ συγγενῶν
6014575 πεισθητι
κήδῃ σαυτοῦ τε καὶ ἡμῶν καὶ τῆς ὅλης ἀρχῆς , πείσθητι τὰ βέλτιστα συμβουλεύουσι ἡμῖν καὶ κοινώνει τῶν τε πραγμάτων
προξενεῖ . μισεῖ δὲ ὁ θεὸς τοὺς ἀλαζόνας . φέρε πείσθητι τῷ Σατύρῳ καὶ χάρισαι τῷ θεῷ . ” κἀγὼ
6012449 ἀποκειται
. ἐξηγουμένης ] διεξηγουμένης . . οἷα χρή ] ὁποῖα ἀπόκειται . . τλῆναι ] ὑπομεῖναι , παθεῖν . πρὸς
παῖδες : ἐν οἷς γὰρ χάρις ἡ χθονία ξύν ' ἀπόκειται πενθεῖν οὐ χρή : νέμεσις γάρ . Ὦ τέκνον
6007435 Ὑπνε
ἂν εἰς ὕπνον πέσῃ . Ὕπν ' ὀδύνας ἀδαής , Ὕπνε δ ' ἀλγέων , εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις , εὐαίων
. Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε βοῶπις πότνια Ἥρη : Ὕπνε τί ἢ δὲ σὺ ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς
6004457 προσγενηται
στασίμου ὕδατος , γίνονται καὶ ἐντεῦθεν νοσήματα : εἰ δὲ προσγένηται καὶ τοῖς πολλοῖς θνήσκειν , λοιμὸς τὸ πάθος ὀνομάζεται
εἰρημένον λόγον : οὐ γὰρ ἐξέρχεται πρὶν ἤ οἱ ἑτέρη προσγένηται ἀπὸ τῆς κοιλίης ἀγαθή : τῇ γὰρ μέσῃ καὶ
5954985 αὐξιφως
Σελήνην , τὴν μὲν Σελήνην εἰς τὸν δανείζοντα ὅταν ᾖ αὐξίφως , τὸν δὲ Ἥλιον εἰς τὸν δανειζόμενον ἤτοι χρεώστην
θορύβων καὶ ἐναντιωμάτων καὶ ἐχθρῶν ἐνστάσεως περιγίνονται τῶν φαύλων , αὐξίφως δὲ ἐπὶ ἡμέρας κακὴ καὶ ἀηδής : κινδύνους γὰρ
5926264 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
5924886 ἐργαζῃ
- αμαρτήσεις , καὶ ἐὰν ἕτερα οὕτως πονηρά , ἁμαρτίαν ἐργάζῃ . ἡ γὰρ ἐνθύμησις αὕτη θεοῦ δούλῳ ἁμαρτία μεγάλη
ἐὰν γὰρ ἐγκρατεύσῃ τὸ ἀγαθὸν μὴ ποιεῖν , ἁμαρτίαν μεγάλην ἐργάζῃ : ἐὰν δὲ ἐγκρατεύσῃ τὸ πονηρὸν μὴ ποιεῖν ,
5909176 δυστυχεστερον
γενέσθαι καὶ λαβόντες παῖδας ἐξέτεμον . ὅθεν πολὺ κάκιον καὶ δυστυχέστερον γένος [ εὐνούχων ] ἐγένετο , ἀσθενέστερον τοῦ γυναικείου
λείπεται . ποριζόμεθα δὲ ἐκ τῆς χώρας ὧν ἡμῖν δεῖ δυστυχέστερον μᾶλλον ἢ εὐπρεπέστερον , ὡς ἥδιστα νεωστὶ ἐβουλόμεθα .
5898297 δυστυχει
λόγος οὕτως : τί τὸ αὐτὸ θηρίον ἐν παντὶ τόπῳ δυστυχεῖ περὶ τὰ πολεμικὰ καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν ναυμαχίᾳ
οὐκ ἀντιθεραπεύεται , ἐλέγχει τὸ ἄνισον . Ὁ φίλος λανθάνων δυστυχεῖ , ὁ κόλαξ μὴ λανθάνων . Φιλία βασανιζομένη κρατύνεται
5889397 μελοι
εὐρυπρώκτων σὺν γένει : ἡμῖν δὲ Μουσῶν καὶ βίου σαόφρονος μέλοι φρέαρ τε , τοῦτο γινώσκους ' , ὅτι ἥδ
ἄτερ χρυσῆς Ἀφροδίτης ; τεθναίην , ὅτε μοι μηκέτι ταῦτα μέλοι , κρυπταδίη φιλότης καὶ μείλιχα δῶρα καὶ εὐνή ,
5880987 συνεκκρινονται
καὶ οὐδὲ ῥᾳδίως φέρουσι νηστείαν , οἱ ταύτην ὑποτρέφοντες . συνεκκρίνονται δέ σφισι διὰ γαστρός , οἷα τὰ κολοκύνθης σπέρματα
παντὸς σώματος ἐπὶ τὴν γαστέρα συρρέουσαν : τὸ τηνικαῦτα γὰρ συνεκκρίνονται τῷ περιττώματι καὶ ἐξυγραίνουσιν αὐτό . ξηρὸν δὲ γίνεται
5874299 μακροθυμια
ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα , κύριε ; ποῦ σου ἡ μακροθυμία ; καὶ εἶπεν ὁ θεός : ὡς ἐποίησα νύκτα
. ” ὁ λόγος δηλοῖ , ὡς πολὺ κρείττων ἡ μακροθυμία τῆς ἀλογίστου σπουδῆς καὶ ταχυτῆτος . κόραξ ἀετὸν ἐθεάσατο
5854657 φθονειθ
ἤν ποτ ' εἰρήνη γένηται καὶ πόνων παυσώμεθα , μὴ φθονεῖθ ' ἡμῖν κομῶσι μηδ ' ἀπεστλεγγισμένοις . Ὦ πολιοῦχε
παῖδες ὅσοι Χαρίτων τε καὶ πατέρων λάχετ ' ἐσθλῶν μὴ φθονεῖθ ' ὥρας ἀγαθοῖσιν ὁμιλεῖν : σὺν γὰρ ἀνδρείαι καὶ
5847534 ἀπολοιμην
Τί δ ' ἐστὶν ὅτι δέδοικας ἐλθεῖν αὐτόσε ; Κάκιον ἀπολοίμην ἂν ἢ σύ . Πῶς ; Ὅπως ; Δοκῶν
μὴ κατάξω τὴν κεφαλήν σου , Σωφρόνη , κάκιστ ' ἀπολοίμην . νουθετήσεις καὶ σύ με ; προπετῶς ἀπάγω τὴν
5835408 εὐδικια
εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια ,
. πρόδικος προδικεῖν , προδικάσασθαι προδικασία ὡς Ἀντιφῶν . καὶ εὐδικία εὐθυδικία , καὶ αὐτοδικεῖν . καὶ ἐκδικάζεσθαι , καὶ
5826438 σκατοφαγος
πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος τῶι τρόπωι . ἐμὲ γὰρ ὑπονοεῖν τοιαῦτα
τοῦτ ' : ἐξέπεσεν ὁ Κλέων παγκάκως : ὁ δὲ σκατοφάγος ἔτυχε προεδρίας καλῆς . . . . Φιλοῦντα δικάζειν
5821945 πλωτηρσιν
λήψεται , ἀλλὰ βαθυνέτω λιμένας καὶ περιπτυσσέτω στοάς , ἀσπαστὴν πλωτῆρσιν ἐκ θαλαττίων πόνων ἀνάπαυλαν : ἐγειρέτω δὲ καὶ τεμένη
νύσσης πάντες ἀποθρώσκουσι καὶ οὐκέτι νηυσὶν ἕπονται . σῆμα τόδε πλωτῆρσιν ἐτήτυμον ἐγγύθι γαίης ἔμμεναι , εὖτε λιπόντας ὁμοπλωτῆρας ἴδωνται
5819011 πυρεσσοντι
τὸ σόφισμα : ἔδει γὰρ τὸ οἶνον δοτέον μὴ τῷ πυρέσσοντι μόνῳ συνθεῖναι ἀλλὰ τῷ πὼς πυρέσσοντι : τοῦτο δὲ
δὲ καὶ τὰ τούτοισιν ὅμοια μιμέεσθαι : πάντα δὲ τῷ πυρέσσοντι ᾐθριασμένα δίδου , πλὴν οἷσιν αἱ κοιλίαι μᾶλλον τοῦ
5818542 παρασχοις
ποιήσῃς τὸ ἐμὸν θέλημα , ἀβαρές σοί ἐστιν . εἰ παράσχοις ἐμοὶ αἰτουμένῳ τι κοῦφον καὶ ἀβαρές σοι τέλος μοι
θ δίδου ] ἡμῖν . θ δίδου ] δίδοις καὶ παράσχοις . Ξ Ἄρης ] ὦ Ἀττικῶς . Ἄρης ]
5818247 τἀγαθ
πονηρῶν χεῖρ ' ἐλευθέραν ἔχε . Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ ' αὔξεται βροτοῖς . Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι
ἆρα ζῶντος ἢ τεθνηκότος ; ζῆι : πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ ' ἀγγέλλειν θέλω . εὐδαιμονοίης μισθὸν ἡδίστων λόγων .
5815014 ἀναιδει
μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν , ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες : δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα , προμαθείας δ ' ἀπόκεινται ῥοαί .
' αὐτό , ἀλλὰ προσεοικός γε ὅμως τῷ ἀλαζόνι καὶ ἀναιδεῖ , καὶ ἐπὶ τοῖς κενοῖς εἰδήμασι τὴν ὀφρὺν ἐπαίροντι
5809480 ἀποσοβησιν
εἴ τι κακὸν καὶ μισητὸν εἶδες , ζήτει αὐτοὺς ποιεῖν ἀποσόβησιν τούτων , τὰ καλὰ δὲ πεπληρωμένα γενέσθαι καὶ σοὶ
παλαιῶν , ἀρχαίων . . μόχθων ἐκτροπὴν ] ἐκφυγὴν καὶ ἀποσόβησιν . . δυστυχιῶν ἐκφυγήν . . αὐτῷ ] τῷ
5795310 ἀρτυσις
μὴ συγχωρεῖν τρέπεσθαι , ἀλλὰ μονίμους εἶναι . ιγʹ . ἄρτυσις θαυμαστὴ ποιοῦσα μονίμους τοὺς οἴνους καλουμένη πανάκεια . ιδʹ
ὁμοιωθῆναι πτισάνης χυλῷ διηθημένῳ , τηνικαῦτα διδόναι ῥοφεῖν . ἡ ἄρτυσις ἡ αὐτὴ γινέσθω τῷ πλυτῷ χόνδρῳ . πτισάνη δὲ
5780693 ἐπιδωσω
εἰ πείσω δέσποιναν ἐμήν : μόχθου δὲ χάριν τήνδ ' ἐπιδώσω . καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης ἀποταυροῦται δμωσίν , ὅταν
χρή . Εἰ μεμηνότι καὶ πρὸς ἰδίαν ἐπειγομένῳ πληγὴν ξίφος ἐπιδώσω φέρων , ἐγὼ τὸν θάνατον εἴργασμαι . εἰ φιλοχρήματον
5780156 κεχρησαι
μετὰ τοῦ πάντας ἀνθρώπους εἰδέναι τὴν εὔνοιαν ᾗ περὶ αὐτὸν κέχρησαι , τὴν οὐ πολὺ λειπομένην τῆς παρὰ τῶν θεῶν
δίκαια διδάξαι ; ἀλλὰ νὴ Δία αὐτὸς τοιούτωι πράγματι οὐ κέχρησαι . ἀλλ ' ὅτ ' ἔφευ - γες τὸν
5767662 ἐξυβριζει
? [ ] ? ποιεῖν ? ? ? [ , ἐξυβρίζει ] [ ] [ , ] ευχευσ ? ?
καὶ ἥμερα καὶ χρηστὰ ἐξαμελήσαντος γεωργοῦ , ἀπαγριοῦται εὐθὺς καὶ ἐξυβρίζει καὶ παραβλαστάνει τὰς κακίας , καθάπερ ἀκάνθας χαλεπάς τε
5766446 οἰησῃ
ἢ λαβεῖν εἰδότα . νῦν μὲν οὖν με μείζω λέγειν οἰήσῃ , τῇ πείρᾳ δὲ τὸν ἑταῖρον μανθάνων πολλὰ φήσεις
ἀόρατον καρτεροῦντι παραλιπεῖν : ὅ τι γὰρ ἂν παραδράμῃς , οἰήσῃ τὸ κάλλιστον ζημιοῦσθαι . κἂν πύθηταί τις , ὅτῳ
5760016 δεικνυε
ἐδέρκετο δ ' Εὐρώπειαν αὐχέν ' ἐπιστρέψας καί οἱ πλατὺ δείκνυε νῶτον . ἣ δὲ βαθυπλοκάμοισι μετέννεπε παρθενικῇσι : δεῦθ
ἐμμελετᾶν παρέχειν οὐ πάνυ δέδοκται . ἀλλ ' ἴθι , δείκνυε . Παῦε . ἐκκέκρουκάς με ἐλπίδος , ὦ Σώκρατες
5749001 μαραινει
ἀρούραις ἐμπελάσει τῇ ἀμπέλῳ , ἢ μαραίνεται παραχρῆμα , ἢ μαραίνει τὸ κλῆμα . διὰ δὲ τὴν οὖσαν μεταξὺ αὐτῶν
ἐς ταὐτὸν ἔλθῃς ἐπιλήσεται τέλεον αὐτοῦ . παλαιὸν γὰρ ἔρωτα μαραίνει νέος ἔρως : γυνὴ δὲ μάλιστα τὸ παρὸν φιλεῖ
5737258 γιγγιδιον
εὐωδῶν τι σπερμάτων , τῶν λαχάνων δὲ ἔστω κρίθμον , γιγγίδιον , σταφυλῖνος πάνυ ἑφθὸς καὶ μάραθρα , ἅμα δὲ
μειζόνως ἢ προσήκει κινάρα , σισάρου ῥίζα ἑφθή . τὸ γιγγίδιον παραπλήσιόν ἐστι τῷ σκάνδικι : πάνυ δ ' ἐστὶν
5727405 παληϲ
κροκίνῳ καὶ κατάπλαϲϲε ἢ φοίνικαϲ οἴνῳ κεκραμένῳ ζέϲαϲ λείου μετὰ πάληϲ ἀλφίτων καί τινοϲ τῶν εἰρημένων μύρων καὶ κατάπλαϲϲε .
ὀϲτῶν , εἰ μήκωνοϲ ἀγρίαϲ καὶ ϲυκῆϲ φύλλα λεῖα μετὰ πάληϲ ἀλφίτου καὶ οἴνου καταπλάϲειϲ ἢ ὑοϲκυάμου ϲπέρμα καὶ χάλκανθον
5723160 κοινωνεις
. μὴ ἔλπιζε ε οὐ λαμβάνεις τὴν φερνήν Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι ζ ἀγοράζεις χώραν ? ? ? ? η
, ἄρτι δὲ οὔ ε οὐ προκόπτεις ἄρτι Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι τῷ πράγματι ζ ἐὰν στρατεύσῃ , μετανοήσεις η
5720618 Κριτοβουλε
. καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη : Ὅταν οὖν , ὦ Κριτόβουλε , φίλος τινὶ βούλῃ γενέσθαι , ἐάσεις με κατειπεῖν
' ἄν , ἔφη ὁ Σωκράτης , ἐπισκοποῦντες , ὦ Κριτόβουλε , ἴσως ἂν καταμάθοιμεν εἴ τι συνεπιμελεῖται . τῶν
5719319 φανεισθαι
ἔφην , ἐνθέου τινὸς ἐπιπνοίας , εἰ μέλλουσιν μὴ ταπεινοὶ φανεῖσθαι καὶ φαύλης φροντίδος . Οἶδά τοι , ἔφη ,
τοὺς θηρατάς , καὶ ὑποθαρρεῖ πως , καὶ οἴεται μηκέτι φανεῖσθαι περισπούδαστον , τῆς οὐρᾶς μὴ βλεπομένης : ἐκείνην γὰρ
5711824 πεινωσιν
ἐν κενῇ γὰρ γαστρὶ τῶν καλῶν ἔρως οὐκ ἔστι : πεινῶσιν γὰρ ἡ Κύπρις πικρά κεκερματίσθω δ ' ἄλλα μοι
καὶ βρακάνοις καὶ στραβήλοις ζῆν : ὁπόταν δ ' ἤδη πεινῶσιν σφόδρα . . . ὡσπερεὶ τοὺς πουλύποδας . .
5705973 κοιλιῃσι
ὁ ὕδρωψ ἐν τῇσι μήτρῃσι , καὶ τὰ ἐν τῇσι κοιλίῃσι , καὶ τὰ ἐν τοῖσι σκέλεσι , καὶ τἄλλα
πνιγμοὶ ἐπὶ τοῖσι προγεγραμμένοισιν , ἐκπυητικόν . Τὰ ὑστερικὰ ἐν κοιλίῃσι σκληρύσματα ἐπώδυνα , ὀξέως ὀλέθριον . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ἤδη
5705631 λυπεις
ὁμοίῳ οὐ φαίνεται , εἰ δὲ ὑακίνθινον , τῷ μέλανι λυπεῖς , εἰ δὲ φοινικοβαφῆ , φοβεῖς , ὡς ῥέοντος
, εἰπὲ καὶ τὴν ἀδικίαν , ὑπὲρ ἧς ἡμᾶς οὕτω λυπεῖς : εἰ δὲ οὐκ ἔχοι τις αἰτίαν μηδαμόθεν εἰπεῖν
5694553 ἐξωλης
παραδείγματα βλασφημιῶν τῶν ἀπὸ ἀριθμοῦ : οἷον τριςεξώλης ὁ πάνυ ἐξώλης , καὶ τριπέδων ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος ,
. καὶ τὰ παρὰ τὸ „ ὀλῶ „ συντεθειμένα : ἐξώλης ἐξῶλες , πανώλης πανῶλες . τὰ δὲ ἄλλα προπαροξύνονται
5693914 ἀφεκτεον
ὡς γεωμετρίας , ἠμελημένων κατ ' οὐδέτερον τούτων τῆς μουσικῆς ἀφεκτέον : οὔτε γὰρ πολλὴν ἐπιφαίνει τὴν δυσκολίαν οὔτ '
τῆς πρὸς θεοὺς ὁμιλίας , τούτων διὰ παντὸς τοῦ βίου ἀφεκτέον τῷ τοῖς θεοῖς πάντα τὸν ἑαυτοῦ βίον ἀνατιθέντι .
5692315 περιγιγνεται
καὶ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ὑπάρχει : χωρὶς δὲ τῆς ἡδονῆς περιγίγνεται τὸ περὶ τοὺς ἀναγκαίους καιροὺς μεγάλα τὰς πόλεις ἐκ
σβέννυσι δὲ αὐτὸν ὄξος . ἀλλὰ καὶ πᾶν εἶδος πυρὸς περιγίγνεται ὄξος . καλὸν δέ ἐστι καὶ ταῖς χελώναις πηλὸν
5690868 κλυζομενον
κενοῦϲθαι χωρὶϲ οὐρήϲεωϲ . θεραπεύεται δὲ πρῶτον μὲν ὑδαρεῖ μελικράτῳ κλυζόμενον , ἔπειτα δὲ γάλακτι , κἄπειτα μίξανταϲ τῷ γάλακτι
Ἔστι δὲ ἡ Θεμίσκυρα πεδίον τῇ μὲν ὑπὸ τοῦ πελάγους κλυζόμενον , ὅσον ἑξήκοντα σταδίους τῆς πόλεως διέχον , τῇ
5690016 λειψιφαης
καὶ κινδύνους περὶ τὴν ζωὴν ποιήσει . Σελήνη Ἀφροδίτῃ ἐπιμερίζουσα λειψιφαὴς ἐπὶ νυκτὸς ἀγαθὴ καὶ ὠφέλιμος καθέστηκεν , αὐξίφως δὲ
ἀπὸ μητρὸς τοῖς ἔχουσιν ἢ θηλυκοῦ προσώπου ὠφελείας παρέξει , λειψιφαὴς δὲ οὖσα ἀτονώτερον ποιεῖ καιρόν . ἐπὶ δὲ ἡμέρας
5676688 σευτλον
θλαστὰς ἐλαίας φησί που Δίφιλος . ὅτι εὐχυλώτερον τὸ λευκὸν σεῦτλον τοῦ μέλανος καὶ ὀλιγοσπερμότερον καὶ καλεῖται Σικελικόν , ὥς
ἐὰν δὲ σεῦτλον , ἀσμένως ἠκούσαμεν : ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ . ἥξω φέρουσα συμβολὰς τοίνυν
5676052 λιχνεια
περὶ λαιμὸν μὲν ἡ τῶν βρωμάτων , ἐν οἷς ἡ λιχνεία , περὶ δὲ τὰ αἰδοῖα τὰ ἀφροδίσια , ἐν
προκαθιζόντων καὶ πανταχοῦ πήρα κολακεία , πώγων ἀναισχυντία , βακτηρία λιχνεία , συλλογισμὸς φιλαργυρία : οἱ ὀλίγοι δέ , ὁπόσοι
5670658 Λαμπρος
σοι φροντίζειν ὅπως τοῦ ἄρχειν ἀπαλλαγεὶς ἐπιμελήσῃ τῆς οἰκίας . Λαμπρὸς ἡμῖν ἀπὸ τῆς πρεσβείας ὁ σὲ δὴ μάλιστα Σπεκτάτος
: καὶ τότε πάσης ἐγένοντο Ῥωμαῖοι τῆς Σικελίας δεσπόται . Λαμπρὸς οὖν ἐπὶ τούτοις ἐπανῆλθεν ὁ Λεβῖνος . Τούτων ἐν
5665140 βησσουσιν
κυάμου τὸ μέγεθος ἡ δόσις αʹ . ὠφελεῖ γὰρ τοῖς βήσσουσιν . [ Ἡπατικὰ ἐκλελεγμένα διὰ πείρας . ] Κηκίδας
τῶν βηχέων ἐς ὄρχιν : λύεται φλεβοτομηθέντα , καὶ φλεγμαίνοντες βήσσουσιν : οἱ ἐν τοῖς ἐπὶ βουβῶσι πυρετοῖς ἐπιβήσσουσιν .
5651859 ὀπτησω
σαπροῦ . Κἀμοὶ σὺ δή , παῖ , θρῖον : ὀπτήσω δ ' ἐκεῖ . Ἔνεγκε δεῦρο τὼ πτερὼ τὠκ
, τουτέστι συνουσιάζειν . εἰς ἣν ὠμόσαμεν . σύν σοι ὀπτήσω τῷ ἔρωτι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν κρεῶν . λείπει τὸ
5650039 βουλιμιας
τιθήνη , πολεμία λιμοῦ , φύλαξ φιλίας , ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας , τράπεζα . περιέργως γε νὴ τὸν οὐρανόν ,
λειποθυμίας , συγκοπῆς , ὀδύνης , λυγμοῦ , ἀνορεξίας , βουλιμίας , ναυτίας , ἐμέτων , κυνικῆς ὀρέξεως , ἀγρυπνίας
5648467 ἀποσυκαζεις
τῶν χαύνων φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ
εἰ ὠμὰ ἢ πέπειρα . καλῶς οὖν ἐπήνεγκε τὸ “ ἀποσυκάζεις πιέζων ” , ἐπεὶ ἀποθλίβει τοὺς συκοφαντουμένους καὶ πιέζει
5641493 παρασιτειν
. Γυναικὶ δὴ πίστευε μὴ πίνειν ὕδωρ . Ὅτε τοῦ παρασιτεῖν πρῶτον ἠράσθην μετὰ Φιλοξένου τῆς Πτερνοκοπίδος νέος ἔτ '
κατὰ τὰ πάτρια . Ὃς δ ' ἂν μὴ θέλῃ παρασιτεῖν , εἰσαγέτω καὶ περὶ τούτων εἰς τὸ δικαστήριον .
5641171 Δημῳ
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ .
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ .
5640662 παρρησιαστικωτερον
ὤν . ὁμάδησαν : ὡμοφώνησαν . ἐπιρρήδην : φανερώτερον , παρρησιαστικώτερον , οἱονεὶ ἀναφανδόν . ἐπιρρήδην : διαρρήδην . βερέθρων
φώτων αὐξήσεσιν ἐπὶ τὸ εὐφυέστερον καὶ προφανέστερον καὶ βεβαιότερον καὶ παρρησιαστικώτερον , ἐν δὲ ταῖς μειώσεσι τῶν φώτων ἢ ταῖς
5640563 πικρια
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες ,
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος :
5624754 δραστικωτερον
εὐλόγως δὲ Εἰσαγωγή ἐπέγραψε καὶ οὐ Περὶ εἰσαγωγῆς , ἵνα δραστικώτερον δείξῃ τὸ σύγγραμμα καὶ ὅτι αὐτὴν τὴν εἰσαγωγὴν διδάσκει
προσαγομένων φθορίων πταρμὸν κινεῖν , προσάγοντας ταῖς ῥισὶ τινὰ τῶν δραστικώτερον πταρμὸν κινούντων . Ἴρεως , χαλβάνης , κόκκου κνιδείου
5624103 φιλοζωος
γραφήν : οἷον , ζωηφόρος : ζωητόκος : ἀείζωος : φιλόζωος . Τὸ δίκη διὰ τοῦ ι : ἐκ γὰρ
ἐπιθήσεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος ὤν , κἂν μυρίους κινδύνους ὑποστῇ , τὸ τοῦ
5621534 εὐλογια
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία ,
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι
5616223 ὀρνιθειον
: πρὸς μὲν τὴν μήτραν ἁρμόζει τὸ νεαρὸν χήνειον ἢ ὀρνίθειον καὶ δίχα ἁλῶν θεραπευόμενον : πολέμιον γὰρ ὑστέρᾳ τὸ
, τῷ πόρῳ ἔνϲταζε βούτυρον χλιαρὸν ἢ ϲτέαρ χήνειον ἢ ὀρνίθειον ἢ ὠκίμου χυλὸν μετά τινοϲ τῶν ῥηθέντων ϲτεάτων .
5616086 λουοιτο
ἄξομεν λουτρὸν ἢ ἄντικρυς ἐπὶ τὸ δεῖπνον , εἰ μὴ λούοιτο . Ἄρτος δ ' ἔστω παρεσκευασμένος αὐτῷ κλιβανίτης καθαρός
βοηθεῖν τοῖϲ ϲπαϲμοῖϲ τῶν παιδίων ἡλιοτρόπιον ἑψόμενον ὕδατι , εἰ λούοιτο ἐν τούτῳ τὸ παιδίον . ὠφελεῖ δὲ καὶ ἰρίνῳ
5614105 ὑπαχθεντων
γὰρ παθόντων τι τῶν παιδικῶν πρὸς τοὺς ἐρῶντας ἢ δώροις ὑπαχθέντων προβαίνῃ τὰ ἐρωτικά , ὑμνεῖται ἡ τέχνη ὡς ἱκανὴ
πάγην καὶ πραγμάτων θήραν καὶ τιμὴν τῶν ἀτίμων καὶ τῶν ὑπαχθέντων ὄλεθρον καὶ συμ - φορῶν ὑποθέσεις καὶ μηχανήματα ἐπὶ
5611369 συναπολαυει
οὐσία . ἀλλ ' εἰ τῆς τοῦ φωτὸς ἀφθαρσίας οὐ συναπολαύει ἡ δύναμις ἡ αἰσθητική , οὐδὲ τῆς τοῦ νοῦ
ἔστιν , ἀλλ ' ἐπειδὴ χρῆται ὅλως ὀργάνοις σωματικοῖς , συναπολαύει τούτοις τοῦ πάθους . καὶ τοῦτο φανερὸν ἐπὶ τῶν
5609500 κηδεμονικον
ποιεῖ τὸ ὅσιον , ἢ πρὸς τὰ χείρω καὶ λέγεται κηδεμονικόν . τὴν δὲ διαφορὰν τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ὁσίου
. οἶον ἄνακτα ] τὸν μόνον γενόμενον βασιλέα διὰ τὸ κηδεμονικόν . ἔοικε δὲ ὁ Δαρεῖος καὶ Δαρειὰν λέγεσθαι .
5608255 παιζε
Ἀγχιάλην καὶ Ταρσὸν ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . ἔσθιε πῖνε „ παῖζε , ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια , „ τοῦ
καὶ ἄλλος δὲ τὰ ὅμοια ληρεῖ τις . πῖνε καὶ παῖζε : θνητὸς ὁ βίος , ὀλίγος οὑπὶ γῇ χρόνος
5606674 ἐμποιησει
ταράξαι τὸν σὸν λογισμόν : ἡ γὰρ τούτων διήγησις ταραγμὸν ἐμποιήσει σοι . πρὸς τοῦτο δὲ ἀντιλέγει ἡ Ἰώ ,
βρώμης : ἢν δὲ μὴ , πόνον ἐν τῷ σώματι ἐμποιήσει καὶ βάρος ὅλου τοῦ σώματος . Ὁ δὴ οὖν
5606375 ὀψοισι
τῷ σίτῳ τρωγέτω σκόροδα ὠμὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἑφθά : ὄψοισι δὲ χρήσθω ὡς ἐλαχίστοισιν : ἢν δὲ μὴ γένηται
γάλακτι , πέντε καὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας . Σιτίοισι δὲ καὶ ὄψοισι χρεέσθω ὡς διαχωρητικωτάτοισιν : οἶνον δὲ πινέτω λευκὸν ,
5601106 διακαθαρσις
καὶ μάλιστα τὴν ἐλάαν . Ἐπεὶ δ ' ἐπίπονος ἡ διακάθαρσις διὰ τὰς πληγὰς διὰ τοῦτ ' οὐ τὴν τυχοῦσαν
εἴη κυρίως . Ἀλλ ' ὅμως καὶ ἡ τοιαύτη αὐτοῦ διακάθαρσις ἐγγύς τι πρόσεισι τῆς ἑαυτοῦ φύσεως , ἀλλ '
5594063 μαινομαι
δίμετρον Ἀνακρεόντειον , οἷόν ἐστι τὸ , καὶ μαίνομαι κοὐ μαίνομαι . ἐφ ' ἑκάστῳ συστήματι παράγραφος : ἐπὶ δὲ
βραχέος εἰς τὸ α μακρόν . . 〚 μᾶλλον ἢ μαίνομαι . οἱ μὲν , φασὶν , ἐκτείνουσιν : οἱ
5589051 κειρομενα
οἵ τε διὰ σπουδῆς ἀμῶντες καὶ οἱ ταῖς ἀμάλαις τὰ κειρόμενα τῶν δραγμάτων δέοντες , οἷς ἕτεροι προσάγουσι καὶ μάλα
Ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις ἀφαίρεσις μὲν οὐκ ἔστι πλὴν ὅσα κειρόμενα καλλίω καθάπερ τὸ πράσον ἢ εἴ τι τῶν πολυβλαστῶν
5588441 χρεομενος
ἀλεξητήρια δὲ τουτέων γεγράψεται . Ἄνευ μὲν οὖν ῥοφημάτων μελικρήτῳ χρεόμενος ἀντ ' ἄλλου ποτοῦ ἐν ταύτῃσι τῇσι νούσοισι πολλὰ
τῷ ἑωυτοῦ κατηγήσατο . Ἴκαρος δέ , νεότητι καὶ ἀτασθαλίῃ χρεόμενος καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ διζήμενος ἀλλὰ ἐς πόλον ἀερθεὶς τῷ
5583910 πολυκαρποτερα
ὅσα δὴ ἄλλα ταύτης ἔχεται τῆς θεωρίας . Ὅλως δὲ πολυκαρπότερα καὶ πολυχούστερα τὰ χεδροπά , τούτων δ ' ἔτι
ἐμφλοιοσπέρματα καὶ τούτων μάλιστα τὸ ὤκιμον . ἅπαντα δὲ ξηρανθέντα πολυκαρπότερα γίνεται , δι ' ὃ καὶ προαφαιροῦντες αὐτὰ ξηραίνουσιν
5582601 Ἀδικεις
μὰ Δί ' ἔγωγε : τῇδε μὲν γὰρ οὔ . Ἀδικεῖς δὲ καὶ νῦν . Ἆρά γ ' οἶσθα τοῦθ
καὶ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸν χρυσὸν ὅλον σου παραλαβών . Ἀδικεῖς , ὦ Κλωθοῖ , τἀμὰ τοῖς πολεμιωτάτοις διανέμουσα .
5580137 μεθυσμα
ὁ καὶ βασιλέων καὶ προφητῶν μέγιστος Σαμουὴλ ” οἶνον καὶ μέθυσμα ” , ὡς ὁ ἱερὸς λόγος φησίν , „
ἀμπέλου , ὅπερ εὐφροσύνη κεκλήρωται , καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς μέθυσμα , ἡ ἄκρατος εὐβουλία , καὶ ὁ ἀρυσάμενος οἰνοχόος
5578681 πομασιν
φλεβοτομίᾳ ἐν ἀρχῇ καὶ ψυχροῦ δόσει ἐν ἀκμῇ , ἢ πόμασιν ἐμψύχουσιν , ἢ ἐπιθέσεσιν , οἷόν ἐστι τὸ δι
Τὰ δ ' οὖρα προτρέπειν σελίνου τε καὶ ἀνήθου τοῖς πόμασιν ἐναποβρέχοντα . Ὥσπερ τῶν καθαιρόντων φαρμάκων ἄλλα πρὸς ἄλλον
5576169 γεμουσα
. . εὐανθὴς γλῶσσα ἡ ἄκρως ἠττικισμένη ὁμιλία καὶ πολλῶν γέμουσα χαρίτων καὶ μουσικῶν ἀπηχημάτων ἀπόζουσα . , . .
ὁ ὄρχις ὠφελεῖ , φησι . Σάϊς δὲ πόλις Αἰγύπτου γέμουσα ἱπποποτάμων . * Σάϊν : Σάϊς ἡ Ἀθηνᾶ ὄνομα
5569371 κλεπτῃ
τὰ ' κείνου φαγόντων . ὁ οὖν Κάνδιδος εὑρὼν ἀφορμὴν κλέπτῃ λυσιτελοῦσαν φύλαξ μὲν ὧν ἐπιστεύθη κακὸς ἦν , ἐχθροὺς
, ἐάν τις ἢ τὴν πόλιν προδιδῷ ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ , κριθέντα ἐν δικαστηρίῳ , ἂν καταγνωσθῇ , μὴ
5564690 εὐτεκνια
' ὀλίγα πιπράσκειν καὶ μικρά . κακοτεκνία : τοὐναντίον τῷ εὐτεκνία . σημαίνει τὸ κακοῖς καὶ πονηροῖς χρῆσθαι τέκνοις .
αἱ ἐνέργειαι . κοινῶς δὲ τῶν ἀγαθῶν μικτὰ μέν ἐστιν εὐτεκνία καὶ εὐγηρία , ἁπλοῦν δ ' ἐστὶν ἀγαθὸν ἐπιστήμη
5564071 μαλασσεσθαι
, βραδυτέρας . Τὰ δὲ ἀλγήματα τοῖσι πλευριτικοῖσι χρήσιμον κοιλίην μαλάσσεσθαι , πτύαλα χρωματίζεσθαι , ψόφους ἐν τῷ στήθει μὴ
, ἐπιδιαμένων τῇ εὐωδίᾳ ὡς ὅτι πλεῖστον καὶ ἐν τῷ μαλάσσεσθαι ἀνιεὶς ὑγρασίαν μελιτώδη . καίεται δὲ καὶ φώγνυται καὶ
5560874 παραμυθου
] κτύπος ἀτέραμνον ] σκληρὸν καὶ σφοδρόν φώνει ] λέγε παραμυθοῦ ] παράπειθε πείσεις ] καταπείσεις ἐμέ τλητὸν ] ἀνεκτὸν
ποιήσῃ . ἄλλο τι φώνει : Ἄλλο τι λέγε καὶ παραμυθοῦ καὶ παραλογίζου καὶ ἀπάτα ἐμὲ εἰς ὅπερ καὶ πείσεις
5550275 μιαινεται
μιασμοῖς τῆς γῆς συνεχόμενος μᾶλλον οἰκοδομεῖ , αὐτὸς δὲ οὐ μιαίνεται . Ὑπονοῶ δὲ καὶ πράξεις ἐν ὑμῖν οὐ καλὰς
τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . θ πόλισμ ' ἅπαν
5548944 θανατωδες
τὰς αἰτίας φαίνηταί τι τοῦ ἐπιπεφυκότος ἐν τῷ καθεύδειν , θανατῶδές ἐστι τὸ σημεῖον . Εἶτα ἐπιβεβαιῶν τὴν τοιαύτην σημείωσιν
ἐν τῷ ἕλκει σαφῶς διαφαίνεται κατὰ τὸ χρῶμα , ὅπερ θανατῶδές ἐστι σημεῖον . καὶ διὰ τοῦτο ἀπὸ τοῦ ἐν
5545850 ἐπιτρεπε
σου συνιστάμενον θυμὸν καὶ ταράσσειν τὴν ψυχὴν φυλάσσου μηδὲ πάντα ἐπίτρεπε τῆι γλώσσηι πρήγματ ' αἰεί . φυλάσσειν οὖν ?
ἐφεξῆς δὲ τῷ κατὰ φύσιν σχήματι διάπλασσε καὶ μετὰ ταῦτα ἐπίτρεπε τῇ φύσει πωρῶσαι τὸ κατεαγὸς ἐν τούτῳ τῷ σχήματι
5543045 ἀμυλῳ
ἁπλούϲτατον μέν ἐϲτι τὸ μελίκρατον καθ ' αὑτὸ καὶ ϲὺν ἀμύλῳ καὶ ἴρεωϲ καὶ γλυκυρίζηϲ ἐν αὐτῷ ἀφεψομένων . πάντων
ἐσθίεις , ἤ τινι τοιούτῳ ἐδέσματι , μάλιστα δὲ τῷ ἀμύλῳ , ἄριστον ἂν ποιήσαις ἔδεσμα . Καὶ τὸν μὲν
5541231 πικρῳ
πρὸς τὰς συνεχεῖς τιθασείας αὐτῶν ἐνδόντες πόνῳ μὲν ἠλλοτριούμεθα ὡς πικρῷ πάνυ καὶ δυσκόλῳ , παλινδρομεῖν δὲ εἰς Αἴγυπτον ἐβουλευόμεθα
δημιουργίᾳ πρέπειν ὑπολαβὼν τοῦτον τὸν ἀριθμὸν καὶ εἰς ταὐτὸ συνωθῶν πικρῷ μὲν ἁλμυρόν , μέλανι δὲ φαιόν . μὴ τοίνυν
5538503 πρωκτος
πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται . ὁ δ ' ὄπισθεν οὐχὶ πρωκτός ἐστιν οὑτοσί ; ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος
τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος . σάλπιγξ ὁ πρωκτός ἐστιν ἄρα τῶν ἐμπίδων . ὦ τρισμακάριος τοῦ διεντερεύματος
5538136 ἀποκτενεις
τοὺς μὲν σαυτῷ ὁμοίους , τοὺς ἀνδρείους καὶ ἀνοήτους , ἀποκτενεῖς ῥᾳδίως : ὑπὸ δὲ ἀνδρὸς φρονίμου καὶ πολεμικοῦ ἀποθανῇ
τὸν ἀριθμὸν γενόμενον . Τάχα δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἀετὸν ἀποκτενεῖς καὶ οὐκέτι πολλοὺς ὑμῶν ἄρνας καὶ ἐρίφους ἁρπάσει .
5536889 εὐθυμια
καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι
δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια
5533943 ἐνιεται
ποιεῖται διὰ μυρρίνου ἢ ῥοδίνου πάνυ ὑγρά , καὶ αὕτη ἐνίεται , ἢ τῶν στυφόντων τι τῶν πρόσθεν εἰρημένων :
ὕδατι θερμῷ . ἡ δόσις ⋖ α ἢ β : ἐνίεται καὶ διὰ καθετῆρος . Πρὸς λιθιῶντας ἀντίδοτος διουρητική .
5532650 Ἁλμη
. τὸ δὲ παραπλήϲιον ἐρίοιϲ οἰϲυπηροῖϲ ἀϲθενέϲτερον ἁπάντων ἐϲτίν . Ἅλμη ἡ μὲν ἀμιγὴϲ ἑτέραϲ οὐϲίαϲ παραπληϲίαν ἔχει τοῖϲ ἁλϲὶ
ἑκάστῃ διατρίβοντα . Ἀλλ ' οὐκ ἐστὶ συκοφάντου δήγματος . Ἅλμη ἰχθύων , κρεῶν δὲ ζωμός . Ἀλογίου δίκη :
5529078 κομπῳ
πελέκεσι , Καπανεὺς δὲ λέγεται κεραυνῷ βεβλῆσθαι , πρότερος οἶμαι κόμπῳ βαλὼν τὸν Δία . οὗτοι μὲν οὖν ἑτέρου λόγου
οὕτως : ἀμπτάμενα πάντα ἐπάρματι μετεώρῳ πόρρω φροῦδα κεῖται : κόμπῳ μεταρσίῳ : ἐπάρματι μετεώρῳ : ἄλλως : ἀνυψωθέντα τὰ
5524942 μεμνησο
τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν περὶ τῶν ἐν ποσὶ πραγμάτων . μέμνησο δέ , ὅταν μὲν αἰτῇς ὀνείρους , μήτε ἐπιθυμιᾶν
παννυχίδες , ἀναστροφή : ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς . μέμνησο καὶ σὺ τοῦτο . καὶ περὶ ἑτέρου δὲ μαγείρου
5521909 κοπιωδεσι
, ἢ οὖρον παχὺ , οἷον τὸ λευκὸν ἐπὶ τοῖς κοπιώδεσι τεταρταίοισι , ῥύεται τῆς ἀποστάσιος : ἐνίοις δὲ τουτέων
, λευκὸν , οἷον τῷ τοῦ Ἀντιγένεος , ἐπὶ τοῖσι κοπιώδεσι τεταρταίοισιν ἔστιν ὅτε ἔρχεται , καὶ ῥύεται τῆς ἀποστάσιος
5521194 σκορπιοπληκτοις
καὶ νομὰς ἵστησι , καὶ ἥλους καὶ θύμους ἀναλίσκει . σκορπιοπλήκτοις δὲ καὶ κυνοπλήκτοις ὠμὴ ἁρμόζει , καθάπερ καὶ εἰς
. ὁ ἐγκέφαλος περιτριβόμενος ὠφελεῖ ὀδοντοφυοῦσι παιδίοις οἴνῳ δὲ ποθεὶς σκορπιοπλήκτοις ἀρήγει . ἡ δὲ καρδία αὐτῆς , ἔτι σπαίρουσα
5520297 δευσοποια
ἂν μὴ προθεραπεύσας βάπτῃ , ἔκπλυτα καὶ ἐξίτηλα καὶ οὐ δευσοποιά . τοιοῦτο δὲ κατὰ δύναμιν ἐργάζεσθαι ἡγεῖσθαι χρὴ καὶ
ἂν μὴ προθεραπεύσας βάπτῃ , ἔκπλυτα καὶ ἐξίτηλα καὶ οὐ δευσοποιά . τοιοῦτο δὲ κατὰ δύναμιν ἐργάζεσθαι ἡγεῖσθαι χρὴ καὶ
5519696 ζωμοισιν
κίχλας . τούτοισι χαίρω , τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖσιν ἥδομ ' , ὦ θεοί . Οἶνον πολύν οὐ
κίχλας . τούτοισι χαίρω , τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖσιν ἥδωμ ' ὦ θεοί ; οἶνον πολὺν οὐ κεκραμένον

Back