ὅσα δὴ ἄλλα ταύτης ἔχεται τῆς θεωρίας . Ὅλως δὲ πολυκαρπότερα καὶ πολυχούστερα τὰ χεδροπά , τούτων δ ' ἔτι | ||
ἐμφλοιοσπέρματα καὶ τούτων μάλιστα τὸ ὤκιμον . ἅπαντα δὲ ξηρανθέντα πολυκαρπότερα γίνεται , δι ' ὃ καὶ προαφαιροῦντες αὐτὰ ξηραίνουσιν |
πάντα σπλάγχνα ζῴων , ὠὰ ταγηνιστά , τυροὶ παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι : | ||
τοῖϲ ἀλεκτρυόϲιν : ἐγκέφαλοϲ νωτιαῖοϲ ϲπλὴν ὠὰ τηγανιϲτὰ τυροὶ ἁπαλοὶ βωλῖται ἀμανῖται τῆλιϲ φακὴ βρόμοϲ : ἐρέβινθοϲ οὐκ εὔχυμοϲ : |
ἄκανθα δὲ τοὺς καρποὺς ἐπὶ γῆς κεχυμένη , καθάπερ οἱ σίκυοι , πλήρης ἦν ὀποῦ : τούτου δὲ ῥανίδες εἰς | ||
πεφθῆναι , ὁ τῆς τερμίνθου καρπὸς κακόχυμος , κινάρα , σίκυοι πέπονες , μηλοπέπονες δ ' ἧττον : κολοκύντη τούτων |
τὸν περιέχοντα , τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ φυλλοβόλα καὶ ἀείφυλλα . , καίτοι φησὶν Ἵ . ἅπαν καὶ ἥμερον | ||
ποιητῶν λεγόμενα δόξειεν ἂν ἀλόγως ἔχειν οὐδ ' ὡς Ἐμπεδοκλῆς ἀείφυλλα καὶ ἐμπεδόκαρπά φησι θάλλειν “ καρπῶν ἀφθονίῃσι κατ ' |
κυδώνια : ὡσεὶ ἔλεγε μῆλα , ὅτι παρὰ τὰ ἄλλα σκληρότερά εἰσιν . Γ τῶν τιτθίων ] τῶν μαστῶν . | ||
κυδώνια : ὡσεὶ ἔλεγε μῆλα , ὅτι παρὰ τὰ ἄλλα σκληρότερά εἰσιν . Γ τῶν τιτθίων ] τῶν μαστῶν . |
Ἀμείνω δὲ τῶν μήλων τὰ εἰς ἀπόθεσιν χειμῶνος ὥρᾳ τηρούμενα γλυκέα ὄντα : πλείω γὰρ τὴν πέψιν προσλαμβάνοντα τῷ χρόνῳ | ||
βρόμος , τῆλις , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , μῆλα τὰ γλυκέα , σήσαμον , αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ |
δὲ κλαγγηδὸν ἐκβοῶντες ὀξύ τε καὶ ὀρνίθειον οὗτοι μάταιοι καὶ χαῦνα καὶ ὑψηλὰ νοοῦντες . ἀσθενὴς δὲ φωνὴ καὶ ἅμα | ||
τοῦ καρποῦ καὶ μετακαρπίου καὶ τῶν ἐν δακτύλοιϲ ϲκυταλίδων ὀϲτᾶ χαῦνα καὶ ϲηραγγώδη φύϲει γενόμενα θλάττεται μὲν ὡϲ τὰ πολλά |
τὰ δὲ μέλανα , τὰ δὲ λευκὰ , τὰ δὲ στρυφνὰ , ἐπὶ ἕλκη , οὕτω καὶ δίαιται . Τὰ | ||
πικρὰ τὰ δὲ δριμέα τὰ δ ' αὐστηρὰ τὰ δὲ στρυφνὰ τὰ δὲ ἄλλας ἔχοντα δυσχερείας . Οὐκ ἀλόγως δ |
τυγχάνει : τὰ μὲν γὰρ σιτώδη , οἷον πυροὶ κριθαὶ τίφαι ζειαὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁμοιόπυρα ἢ ὁμοιόκριθα : τὰ | ||
παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι : βρόμος ὅ τε ἀπὸ τούτων ἄρτος οὐκ εὔχυμος |
καὶ ἀκτέος : ἔτι δὲ μᾶλλον τὰ ἄκαρπα δοκοῦντα καὶ ἀλσώδη , λεύκη πτελέα ἰτέα αἴγειρος : πλάτανος δὲ μικρῷ | ||
ἐπιτηδείους καὶ θεραπείαν τὴν ἁρμόττουσαν : ὥσπερ καὶ νῦν τὰ ἀλσώδη καὶ φίλυδρα , λέγω δ ' οἷον πλάτανον ἰτέαν |
δέοντος καὶ διὰ τοῦτο οὐ γίνεται σύλληψις , δίαιτα μὲν ξηροτέρα ἁρμόζει καὶ πυρίαι ξηραί , φάρμακά τε πρόσθετα στύφοντα | ||
ἐκλεκτέον δὲ λευκὴν καὶ ἁπαλὴν τὴν ἐντεριώνην : ἡ γὰρ ξηροτέρα καὶ ἡ μελανίζουϲα φαύλη . κοπτέϲθω δὲ καὶ λεαινέϲθω |
ἐκεῖ * οὐτιδανοῦ : μικροῦ τοῦ μικροῦ * ἀπεχθέα : μισητά ἐχθρά * βρύγματα : δήγματα * ἔασιν : ὑπάρχουσιν | ||
] φόνου ἀνοσίου διὰ τὴν συγγένειαν . . ἐχθρά ] μισητά . . αἰσχρά ] γρ . ἐχθρά . . |
ζῴων , ὠὰ ταγηνιστά , τυροὶ παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι : βρόμος ὅ | ||
μὲν βωλῖται ἀβλαβέϲτεροι καὶ ἄποιοι καλῶϲ ἑψηθέντεϲ , οἱ δὲ ἀμανῖται δευτέραϲ εἰϲὶ τάξεωϲ . τῶν δὲ ἄλλων μυκήτων ἀπέχεϲθαι |
. ἐγκέφαλος , νωτιαῖος , καλλῶσον , σπλήν , ὠὰ τηγανιστά , τυροὶ ἁπαλοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις | ||
, γλαῦκοι , ζύγαιναι , γόγγροι , ὠὰ ἑφθά , τηγανιστά , τυροὶ ἑφθοί , ἄλφιτα , τίφαι , βρόμος |
προειρημένοις καὶ πολυτροφώτερα . λέγεται δέ τινα καὶ ἄγρια ὄστρεα πολύτροφα καὶ βρομώδη καὶ εὐτελῆ τὴν γεῦσιν . Ἀριστοτέλης δὲ | ||
λαλεῖν πόρε Φερσεφόνεια . δεῖπνά μοι ἔννεπε , Μοῦσα , πολύτροφα καὶ μάλα πολλά , ἃ Ξενοκλῆς ῥήτωρ ἐν Ἀθήναις |
θυλάκους ” γὰρ τὰ περὶ τοῖς σκέλεσι καὶ τοῖς μηροῖς περσικά . Γ κεντούμενοι : τοῦτο πρὸς τὴν τῶν σφηκῶν | ||
διάστημα . περσικὴ εἶδος δένδρου , καὶ ὁ καρπὸς μῆλα περσικά , τὰ λεγόμενα βερίκοκκα : περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος |
οἱ γλυκεῖς φοίνικες , σταφίδες αἱ γλυκεῖαι καὶ λιπαραί , γογγυλίς , βολβοὶ τροφιμώτατοι , καὶ μᾶλλον δίσεφθοι . μέλι | ||
ὁ ἥμερος ὁ ἀπὸ τῆς κράμβης ἐκκαυλούμενος . κολοκύντη , γογγυλίς , πυροί , κριθαί , ὄσπρια , κατερεικτά , |
, κινάρα , καὶ μᾶλλον ὅταν σκληροτέρα γένηται , σίκυοι πέπονες , μηλοπέπονες δ ' ἧττον . κολοκύντη τούτων μὲν | ||
πιφαύσκω , ὅτι καὶ τὸ παρ ' Ὁμήρῳ „ ὦ πέπονες „ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πεποίηται ὡς ἀπὸ τοῦ φόνου μεταπεσόντος |
ἔμπυρος , ἔσθ ' ὅτε καὶ φλυκταινώδης . ἱδρῶα ἐξανθήματα θερινά . βουβὼν περὶ βουβῶνας οἴδημα μετὰ φλεγμονῆς . αἱμορροῒς | ||
, καθάπερ πυρὸς καὶ κριθὴ καὶ ὅλως τὰ σιτώδη καὶ θερινά , τὰ δὲ πλαγιόκαυλα μᾶλλον , οἷον ἐρέβινθος ὄροβος |
αὐτὸ δύναμιν , οὐ τῶν φθειρόντων ἔχει , θριδακίναι καὶ βλίτα , ἀτραφάξυες καὶ κολοκύνθαι καὶ μόρα καὶ μηλοπέπονες καὶ | ||
χλωρὰ κοκκύμηλα ϲυκάμινα ϲυκόμορα θρίδακεϲ ἴντυβοι . μαλάχη δὲ καὶ βλίτα καὶ ἀτράφαξιϲ ὑδατωδέϲτατα λαχάνων ἐϲτίν . κύαμοι χλωροὶ ὑγραίνουϲι |
, ἔλυμον , ὕδνα , κολοκύνθη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες , κοκκύμηλα , συκόμορα , αἱ αὐστηραὶ | ||
ἢ ἧττον . Πτισάνη , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυοι , κάρυα χλωρά , σούσινα , κοκκύμηλα |
διαφορεῖ . Πράϲα δριμεῖαν κέκτηται δύναμιν , ὡϲ καὶ τὰ κρόμυα : ἀνάλογον δὲ καὶ θερμαίνει τὸ ϲῶμα καὶ λεπτύνει | ||
ἔπειτα καταπλάϲϲειν πράϲου ἢ ἄρτου μεθ ' ἁλῶν τετριμμένων ἢ κρόμυα ἢ ϲκόροδα καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωϲιν τῶν ἐϲχαρῶν ἐπὶ |
ἀποκερδαίνειν ᾠόμην , ὕβρεων καὶ ῥαπισμάτων καὶ τῆς περὶ τὰ ἐδώδιμα τῶν πλουσίων ἀνοσιότητος ἀπηλλαγμένος . ἐπεὶ δὲ ἐκ τῆς | ||
, πρὸς μὲν τὰ ὁρατὰ ὀφθαλμός , πρὸς δὲ τὰ ἐδώδιμα ὀδούς . εἰ δὲ καὶ συγκρῖναί τις ἐθελήσει , |
κολοκυνθίς , ἀτράφαξυ , ἀνδράχνη , σίκυος , καὶ ὅσα ὑγρότερα ἐστὶν ἐν τῇ διαίτῃ : οἶνος λευκὸς καὶ ὑδαρέστερος | ||
καὶ ὁ ὑπὸ νότου ἀὴρ εὐτροφώτατος . Ἐπεὶ οὐδὲ τὰ ὑγρότερα τῇ φύσει πέττουσιν αἱ ὑπερβολαὶ τῶν χειμώνων , ἀλλὰ |
δέ ἐστιν ὁ τῆς πτισάνης χυλός : ἐδέσματα δὲ αὐτοῖς εὔχυμά τε καὶ δύσφθαρτα δοτέον , φεύγειν δὲ τὰ λεπτύνοντα | ||
ἰστέον καὶ τοῦτο ἔδεσμα τῶν ἐμπλαττομένων ὑπάρχον . ὥσπερ γὰρ εὔχυμά τε καὶ τρόφιμα πάντα ἐστὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἐδεσμάτων |
χόνδρος , πτισάνη καλῶς ἡψημένη , κύαμοι : κάστανα οὐ κακόχυμα . σῦκα πέπειρα καὶ σταφυλὴ πέπειρος κρεμασθεῖσα ἄμεμπτα . | ||
καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ ζῴων κητωδῶν , πάντα κακόχυμα . καὶ οἱ ὡραῖοι καρποὶ καλούμενοι πάντες κακόχυμοι , |
: καὶ τὸ ἐν τῇ Ἑλλάδι πολλάκις εἶναι κεκραμένον : εὔοσμα δὲ σφόδρα καὶ τὰ ῥαβδία : καθαίρειν γὰρ καὶ | ||
, ῥόδα , κρίνα , χαμαίμηλα καὶ πάντα ἄνθη τὰ εὔοσμα καὶ τῶν ξηρῶν μύρων τὸν μόσχον καὶ ῥοδόσταγμαν . |
λέγεσθαι , καὶ ὡς τρόφιμα καὶ τὰ λυτικά , καὶ στατικά , καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια . Ὑγιεινὰ μὲν γὰρ | ||
ἐπισκεπτικὰ καί , ὡς ἄν τις εἴποι , μετρητικὰ καὶ στατικά . τίς λέγει ταῦτα ; μόνος Χρύσιππος καὶ Ζήνων |
δὲ ψόφον παρέχει , ᾗ τὴν εἰσπνοὴν ποιέεται : καὶ χέδροπα καὶ σῖτος καὶ ἀκρόδρυα θερμαινόμενα πνεῦμα ἴσχει , καὶ | ||
ἀπὸ τοῦ χεδροποῦ . ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος τὰ ὄσπρια χέδροπα καλεῖ , εἴτε ἐκ τῶν σιτηρῶν λέγων , εἴτε |
τὸ σελάχιον εὔπεπτος καὶ κούφη . ἡ δὲ μείζων καὶ τροφιμωτέρα . κοινῶς δὲ πάντα τὰ σελάχια , φυσώδη , | ||
ὑγρὰ καὶ ὑπνώδηϲ τροφὴ ἁρμόδιοϲ , τοῖϲ δὲ κοπωθεῖϲιν ἡ τροφιμωτέρα καὶ πλείϲτη . ἐφ ' ὧν δὲ ἡ δυϲκραϲία |
φηγοῦ ἢ πρίνου , γάλακτι συνεκλεανθείς : καὶ μῆλα κυδώνια ἐσθιόμενα λεῖα : ἢ σὺν γλήχωνι καὶ ὕδατι πινόμενα , | ||
πιεῖν , καὶ ἀβλαβὴς διατηρηθήσεται . τὰ δὲ ἔντερα αὐτοῦ ἐσθιόμενα κωλικοὺς καὶ νεφριτικοὺς ἰῶνται . ἡ δὲ χολὴ ὀξυδορκίαν |
ὅσοις δ ' ἐναντίως , ἀφρονεστάτους . καὶ ὧν μὲν μανὰ καὶ ἀραιὰ κεῖται τὰ στοιχεῖα , νωθροὺς καὶ ἐπιπόνους | ||
γίνεται , καὶ κωπεῶνες ἐκ τούτων κάλλιστοι : τὰ δὲ μανὰ μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ |
κατὰ πάντας τρόπους τῆς χρήσεως , κέγχρος , ἔλυμος , ὕδνα , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυοι | ||
κατὰ πάντας τρόπους τῆς χρήσεως , κέγχρος , ἔλυμος , ὕδνα , κολοκύνθη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες |
λεῖα μεθ ' ἁλῶν ὀλίγων καταπλαϲϲομένη . Ἔλυμοϲ καλεῖται καὶ μελίνη : Ἐϲτὶ δὲ ἐκ τῶν ὀϲπρίων ὅμοιον κέγχρῳ τήν | ||
: Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη κέγχρος : χοιρίνη ἡ δικαστικὴ ψῆφος Καρίνη ἡ πόλις |
] τιμωροῖς . σημείωσαι ὅλον . πεπαιτέρα ] ὡριμωτέρα , γλυκυτέρα . πεπαιτέρα ] ἡδύτερος , φησίν , ὁ θάνατος | ||
ἐν τῷ βρέχειν ὥσπερ οἱ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ γίνεται πολλῷ γλυκυτέρα καὶ ἁπαλωτέρα καθάπερ καὶ ἡ ἑψομένη . Τοῦτο δὲ |
τῶν μήλων τὰ χλωρὰ καὶ μήπω πέπονα κακόχυλα εἶναι καὶ κακοστόμαχα ἐπιπολαστικά τε καὶ χολῆς γεννητικὰ νοσοποιά τε καὶ φρίκης | ||
μᾶλλον . μαμαίκυλον , ἀμάραντον , ἄγνου σπέρμα , τεῦτλα κακοστόμαχα , ὡς καὶ δηγμὸν ἐμποιεῖν , ὅταν πλείονα βρωθῇ |
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κε - καυμένη . τοῖϲ δὲ ἀνίκμοιϲ καὶ προϲφάτοιϲ | ||
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κεκαυμένη . τοῖς δ ' ἀνίκμοις καὶ προσφάτοις τῶν |
γὰρ δὴ καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κορίαννον ὄντα μονόρριζα ξυλώδη τε τὴν ῥίζαν καὶ οὐ μακρὰν οὐδὲ τὰς λεπτὰς | ||
ἐν τῇ τῶν περιεχόντων ἰσχύϊ : φαίνεται γὰρ τὰ μὲν ξυλώδη καθάπερ τὰ ἀνθικὰ τὰ δὲ πολυχίτωνα τὰ δ ' |
ἐπὶ τῶν ἄλλων θηρίων . καὶ ἔστι θηρία τὰ μὲν ὄρεια ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οἱ λέοντες , τὰ δ | ||
καλῶϲ ἐϲκευαϲμένοι , πτηνῶν δὲ τὰ ἀπίμελα καὶ ἄβρομα καὶ ὄρεια , ὠὰ ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ |
τίφης καὶ τῶν ἄλλων τῶν μοχθηρῶν σπερμάτων οἵ τε ἁπαλοὶ τυροὶ καὶ φακὸς καὶ βῖκος καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς | ||
πλήϲμιον : ἔριφοϲ δὲ οὐ πάντῃ κακόϲ , γάλα καὶ τυροὶ κεφαλαλγέεϲ . ἰχθύων οἱ πετραῖοι ἠδὲ ὁκόϲοι κατὰ χώρην |
τούτοις . ἐκ δὴ λογισμοῦ τε τοιούτου καὶ φύσεως θείας παραμενούσης πάντ ' αὐτοῖς ηὐξήθη ἃ πρὶν διήλθομεν . ἐπεὶ | ||
. ἀπομείναντος δέ τινος λειψάνου τῶν ἀτμῶν ἢ χυμῶν , παραμενούσης δὲ τῆς σφηνώσεως καὶ ὀδύνης , τὸ μὲν ῥόδινον |
γὰρ πέττονται ῥᾳδίως οὔτε ἄλλων σιτίων πεπτικόν εἰσι φάρμακον . κοχλίοι δύσπεπτοι , ὀξύγαλα , καὶ μάλιστα τοῖς ψυχρὰν ἔχουσι | ||
καὶ κράμβη καὶ τῶν θαλαττίων σχεδὸν ἁπάντων τὰ ὀστρακόδερμα καὶ κοχλίοι σύνθετον ἔχουσι τὴν φύσιν ἐξ ἐναντίων δυνάμεων : αὐτὸ |
ὁμοίωϲ ταῖϲ ἰϲχάϲιν : οἱ χλωροὶ φοίνικεϲ φυϲώδειϲ εἰϲί : γογγυλὶϲ ἡ ὠμοτέρα . γάλα ῥᾳδίωϲ ἐν τῇ γαϲτρὶ πνευματοῦται | ||
γογγυλίδων εἰϲὶ καὶ τῆϲ καλουμένηϲ κάρου . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶϲ ἡ ὠμοτέρα , κράμβη βολβοὶ μὴ καλῶϲ ἑψηθέντεϲ , |
οὐρητικός : τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ γλίσχρα , εὔπεπτα , τὰ δὲ σαρκώδη δύσπεπτα , βαρύτερα : ἁπαλώτερον | ||
οὐρητικός . τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ , γλίσχρα εὔπεπτα , τὰ δὲ σαρκώδη δύσπεπτα , βαρύτερα : ἁπαλώτερον |
καὶ τοιαῦτά τινα , τῶν Ἀττικῶν ἐρίων ἄλλ ' ἐστὶ μαλακώτερα , ἢ τῶν ἐν Βάκτροις καὶ Μήδοις εἰσί τινες | ||
αὐτοῦ δὲ τοῦ ἐγκεφάλου τὰ πρόσθεν ὑγρότερα τοσοῦτον ὅσον καὶ μαλακώτερα . πάντα μὴν ταῦτα δέρματος οὐχ ὑγρότερα μόνον , |
σκληρότερα καὶ ἀκανθωδέστερα τῶν ἡμέρων , αὕτη δὲ μαλακωτέρα καὶ λειοτέρα . Ἡ δ ' ἄκορνα προσεμφερὴς ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν | ||
αὐτῆς : αἴτιον δὲ ὅτι ἀπευκοτέρα καὶ ἧττον ἔνδᾳδος καὶ λειοτέρα καὶ εὐκτεανωτέρα . γίνεται δὲ ἐν τοῖς μέγεθος ἔχουσι |
Καὶ παραπλήσιαι δὲ ἴσως αἱ τοιαῦται καὶ ἃς ἐπὶ τῶν σιτηρῶν ἐλέγομεν περὶ τῶν σταχύων καὶ αὐτῶν τῶν καρπῶν : | ||
ἱκανόν τισιν ἂν ἔχῃ τὸ διατηρῆσον . Ὑπὲρ δὲ τῶν σιτηρῶν καὶ ὅλως τῶν ἐπετείων αἱ μὲν τοιαῦται διαφοραὶ ῥᾴους |
δὴ γὰρ λέγει , τουτέστι τὰ βραδέα , ἅπερ εἰσὶ γευστὰ καὶ ἁπτά . τῆς δὲ λευκότητος . καὶ γάρ | ||
καὶ περὶ τὰ ὀσφραντὰ ἡ ὄσφρησις , καὶ περὶ τὰ γευστὰ ἡ γεῦσις , καὶ περὶ τὸ βαρὺ καὶ τὸ |
παρὰ τὴν ποικιλίαν ἢ παρὰ τὸ ἰσχυρὰ καὶ δυσκατέργαστα τὰ προσφερόμενα ? ? συμβαίνει ? ? ? περισσώματα ἀπογεννᾶσθαι [ | ||
ὠφελέειν ἀπὸ τῆς θεραπείης ἐς τὸ ἀνυστόν . Τὰ δὲ προσφερόμενα τοῖσι νοσέουσιν ὧδε χρὴ φυλάσσειν τά τε ὀρθῶς καὶ |
πολύποδες , σηπίαι , τευθίδες , καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , | ||
τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι δράκοντεϲ κόκκυγεϲ γαλιώνυμοι ϲκορπίοι τράχουροι |
δριμύτητά τινα καὶ πικρότητα χυλοῦ καθάπερ ὁ θέρμος καὶ ὁ ἐρέβινθος καὶ ὁ ὄροβος : μόνα γὰρ δὴ καὶ οὐ | ||
καὶ ἐν ταῖς ψαφαρωτέραις ἐκφέρειν : τῶν δὲ χεδροπῶν μάλιστα ἐρέβινθος καίπερ ἐλάχιστον χρόνον ἐν τῇ γῇ μένων , ὁ |
τακερὸν ἐν αὑτοῖς ἔχειν . βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα σκληρότερα καὶ δυσπεπτότερα καὶ τροφὴν | ||
καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , |
αἱ δέ μεο φρένες ἐκκεκωφέαται , κνυζή τις ἤδη καὶ πέπειρα γίνομαι σὴν διὰ μαργοσύνην . κοὐ μοκλὸν ἐν θύρηισι | ||
καλῶϲ ἐϲκευαϲμένη , κύαμοι . κάϲτανα οὐ κακόχυμα , ϲῦκα πέπειρα καὶ ϲταφυλὴ πέπειροϲ , ἡ δὲ κρεμαϲθεῖϲα ἄμεμπτοϲ . |
; ἀλλ ' οὐκ ἀνεκτόν , ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ : πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος . ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ | ||
εἰσελθεῖν καὶ θῆρά τινα φοβουμένη . ἐπιξενοῦμαι ] φιλιοῦμαι . πεπαιτέρα ] ὡριμωτέρα , γλυκυτέρα . ἡδύτερος , φησὶν , |
φώκη . τούτοις δὲ μόνοις συμβέβηκε τῶν ἐνύδρων ζῳοτοκεῖν . μαλάκια δὲ εἴρηται ὅσα τῶν ἐνύδρων ὀστέα οὐκ ἔχει , | ||
φακῆς ἡ οἷον σάρξ , κύαμοι φρυγέντες καὶ τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις |
καθάπερ τὰ ἴα : καὶ τά γε λευκὰ πικρὰ καὶ κακώδη παλαιούμενα καὶ οὐχ ὥσπερ τὰ ῥόδα διατηρεῖ τὴν εὐοσμίαν | ||
ἥκιστα γεώδη : τὸ γὰρ τῆς ὀσμῆς ἐν ἀναπνοῇ : κακώδη δὲ δηλονότι τἀναντία . Πολλὰ δὲ ὥσπερ τῶν γλυκέων |
δὲ οὐ τὰ ἀπὸ τῆς Αἰγυπτίας συκῆς , ἅ τινες συκόμορα λέγουσιν . ἅπερ οἱ ἐπιχώριοι ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ | ||
ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες , κοκκύμηλα , συκόμορα , αἱ αὐστηραὶ καὶ ὀξεῖαι σταφυλαί , αἱ αὐστηραὶ |
καθαρὰν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον . ὥσπερ γὰρ ὄξος καὶ οἶνος μεμιγμένα ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν αὐτὴν ἡδονὴν οὐκ ἔχουσιν , | ||
ὅτι δὲ ὑγιεινῶν καὶ νοσερῶν φάρμακα , πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα , πολλὰ δὲ λυγρά , σημαίνει τούτων ἑκάτερον . |
ἀρρενικῶν τε τῶν ἔτι τούτων ἰσχυροτέρων , ὅταν ἔτι ᾖ πρόσφατα τὰ ὀλισθήματα . οἱ δὲ μεθοδικοὶ καταρτισμοί , διὰ | ||
ἄλλον διελθεῖν καὶ ὑπονοστῆσαι πρὸς τὸν οἶκον . πρόσπαια ] πρόσφατα , νῦν προσπαίσαντα καὶ προσκρούσαντα αὐτοῖς . οὐκ ἄτιμος |
τρίτῃ ὀνείῳ γάλακτι . Τὰ δὲ ἄλλα ῥοφήματά τε καὶ πόματα καὶ ἐδέσματα τὰ αὐτὰ διδόναι ἃ καὶ τῷ πρόσθεν | ||
ἐπέχει : σκευαστέον δὲ δι ' αὐτοῦ καὶ πολτοὺς καὶ πόματα , οἷον ἴτριον ἢ ὄρυζαν , καὶ τὰ σπλάγχνα |
σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , σάλπαι , γόγγροι , φάγροι , λάμιαι , | ||
τροφήν . Τὰ κητώδη , οἷον φάλαιναι καὶ φῶκαι καὶ ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι θύννοι , ϲκληρὰν καὶ |
προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας . | ||
καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ πληρωτικά ἐστι , διότι ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι |
πως ἤδη τοῖς σώμασι , τὰ δὲ ἔτι ἁπαλὰ καὶ ἔνικμα χοῖροι . . . . , : Ἰστέον δὲ | ||
, μήτε μανὰ ἵνα μὴ διίῃ : ταῦτα δὲ καὶ ἔνικμα καὶ πυκνότητα ἔχει , τὰ δὲ τῆς φιλύρας καὶ |
, αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ γλυκεῖαι σταφίδες , μαλάχαι μετρίως , σέλινον , σμύρνιον , εὔζωμον , ῥάφανος | ||
συμφέρει : μάλιστα δ ' ἂν ἁρμόσειε λαχάνων θριδακίναι καὶ μαλάχαι καὶ βλίτον καὶ κολοκύνθη καὶ σίκυος πέπων καὶ ἀτράφαξυς |
: ϲκληρότεροι δὲ καὶ διὰ τοῦτο δυϲπεπτότεροι τῶν λαθύρων οἱ ἄρακοι . Ἄρκευθοϲ θερμὴ καὶ ξηρὰ τῆϲ τρίτηϲ τάξεωϲ κατ | ||
αἰγίλωψ : κἀν τοῖς φακοῖς δ ' ἐκ μεταβολῆς αὐτῶν ἄρακοι καὶ πελεκινοί , σκληρὰ καὶ στρογγύλα καὶ ἄβρωτα σπερμάτια |
ἐσκεπασμένοις . ἐναίσιμα : καλὰ , δίκαια , ἐπαινετὰ , ἁρμόδια . Ἔνθ ' : τότε . ὑψικόλωνον : ὑψηλὴν | ||
καὶ ἐπὶ πολὺ προσαγομένοις τῇ πληγῇ . Καταπλάσματα δὲ αὐτοῖς ἁρμόδια : βολβοί , πολύγονον , πράσα , πίτυρα , |
' ἔνιά γε τῶν ἀνθέων ἐξ ἀποστάσεως ἢ πλησίον ἐλθοῦσιν εὐοσμότερα καθάπερ καὶ τὰ ἴα δοκεῖ . Τὸ δ ' | ||
ἐκ τούτων ὅπερ καὶ πρότερον ἐλέχθη διότι τὰ ξηρὰ καὶ εὐοσμότερα πρὸς ἄλληλα ταῖς ὀσμαῖς . Εὐλόγως δὲ τὰ μύρα |
τραύματα κολλᾷ . οὕτω δὲ καὶ τὰ φύλλα καὶ οἱ χυλοὶ καὶ οἱ φλοιοὶ τῶν δένδρων ἀλλήλων διαφέρουϲιν . Μηλέαϲ | ||
νάρδῳ τῷ μύρῳ ἡ τουτέων μεῖξιϲ ἀγαθή , ἢ οἱ χυλοὶ ἀκακίηϲ τε καὶ ὑποκυϲτίδοϲ ἔϲ τε τὰϲ τέγξιαϲ καὶ |
πάνυ γυμναστικά : τὰ μὲν γὰρ ἀργότερα , ὑγρότερα καὶ περιττωματικά , τὰ δ ' ἐπὶ πλέον γυμναζόμενα , ξηρότερα | ||
, τὴν ἀρχαίαν φύϲιν ἐπὶ τούτων ἐφυλάξαμεν , ὅϲα δὲ περιττωματικά , καθάρϲεϲιν ἐξιώμεθα , τὰϲ δὲ ἐμφράξειϲ τῶν πόρων |
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων | ||
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ , |
κυάμων τρέφουσι μᾶλλον , φάσιλοι καὶ ὦχροι τήλεως πλέον . δόλιχοι , οὓς λοβοὺς καὶ φασιόλους καλοῦσι , τρέφουσι πισσῶν | ||
μὲν ἧσσον , διαχωρέουσι δὲ μᾶλλον . Ὠχροὶ δὲ καὶ δόλιχοι διαχωρητικώτεροι τουτέων , ἧσσον δὲ φυσώδεες , τρόφιμοι δέ |
τε καὶ γάρου . λαπάττει δὲ γαϲτέρα καὶ τὰ ξηρὰ κοκκύμηλα , μάλιϲτα τὰ ἀπὸ τῆϲ Ϲπανίαϲ κομιζόμενα , οὐ | ||
ξηρῶν προαποβεβρεγμένων ὕδατι παραπλησία γίνεται τοῖς χλωροῖς ἡ δύναμις . κοκκύμηλα τὰ ὑγρὰ ὑπάγει : τὰ δὲ ξηρὰ αὐτῶν μελικράτῳ |
καὶ κάραβοι καρίδεϲ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι | ||
ἡ ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν |
γράφεται μέγα τέρπεται . Κρέα : ὑπάρχουσι , λείπει . τερπνά : ἡδέα . εὐάντητος : ἐπιθυμητὴ , εὐσυνάντητος , | ||
τόρευσον ἔαρος κύπελλον ἤδη : τὰ πρῶτ ' ἡμῖν τὰ τερπνά ῥόδα φέρουσαν ὥρην . ἀργύρεον δ ' ἁπλώσας ποτὸν |
νέον γλάγος . ὡς λιμνῆτις ἅπαν ἐκ βδέλλα : ὡς λιμναία βδέλλα , παρὰ τὸ βδάλλειν καὶ οἷον ἐξαμέλγειν τὸ | ||
καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία ἔγχελυς τῆς θαλασσίας εὐστομωτέρα καὶ πολυτροφωτέρα . τῷ μελανούρῳ |
σμύραιναι : [ καὶ ] τρυγόνες δὲ καὶ ῥίναι καὶ λειόβατοι καὶ νάρκαι καὶ βατίδες μικρὸν μέν τι ὑπόμυξον ἔχουσι | ||
, τευθίδες καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , |
χυλὸς αὐτῆς , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύνθη , μηλέας Ἀρμενιακῆς ὁ καρπός , σίκυος πέπων , φακὸς ὁ ἐπὶ | ||
αὐτοῦ , βλίτον , κηκὶς ὀμφακῖτις , κολοκύντη , μηλέας Ἀρμενιακῆς καρπός , μύκητες , ὄμφακος χυλός , ῥοῦς , |
, ἔλυμον ἤτοι μελίνη , κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος | ||
ἐπέχει , ἔλυμος ἤτοι μελίνη , κέγχρος , ταγηνιστά , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος |
, καὶ ὀξυτάτως πηγνύων , καὶ ἔχων βέλος ὀξὺ , ὀστρακόδερμα δ ' εἰσὶν ὁ καραβὸς καὶ οἱ ἀστακοί . | ||
εἰς τὴν ἰδίαν κοίτην , ἀλλότριον μὴ ἐπιβαίνων . Τὰ ὀστρακόδερμα πάντα γηράσαντα τὸ ὄστρακον ἀποβάλλουσι καὶ ἄλλο κάτωθεν νέον |
: ῥητέον δὲ νῦν καὶ τὰϲ ὠφελείαϲ : οὐ γὰρ παντάπαϲι κάκιϲτα τὰ ἀφροδίϲιά ἐϲτιν , ἐὰν καὶ τὸν καιρὸν | ||
τῶν διακαῶϲ πυρεττόντων . τὰ πολλὰ δὲ καὶ τὸν πυρετὸν παντάπαϲι ϲβέννυϲιν , ὡϲ μηκέτι αὐτοὺϲ ἐπιπαροξύνεϲθαι . καὶ αἱμωδίαϲ |
, διόπερ ἴσως τὰς καθ ' ὅλου λεκτέον αἰτίας . πρωΐκαρπα μὲν ὅσα μήτε κάθυγρα μήτε ψυχρὰ τοῖς ὀποῖς , | ||
καὶ τὸ ὅλον ὥσπερ πρότερον εἴρηται , τὰ πρωϊβλαστῆ καὶ πρωΐκαρπα δι ' ἀσθένειαν , ἔνια δὲ καὶ συμπαρακολουθεῖ βλαστάνοντα |
, τὰ δ ' ἤδη γεγηρακότα καὶ ἀμφοτέρων χείρω , μελαγχολικά τε ὄντα καὶ περιττωματικά , καὶ μάλισθ ' ὅσῳ | ||
, καὶ ἐπιληψίαι , καὶ τὰ μανικὰ , καὶ τὰ μελαγχολικά . Τοῦ δὲ χειμῶνος , πλευρίτιδες , περιπλευμονίαι , |
, τὸ δὲ τραχὺ δυσβλαστές : τὰ δὲ ἄκρα καὶ ἁπαλὰ καὶ ἔνυγρα καθάπερ τὸ κλῆμα καὶ ἡ κράδη : | ||
φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς ὑγρότητας τῶν πλαδαρῶν ἑλκῶν καὶ σηπεδονωδῶν ἀλύπως καὶ |
καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν οἱ | ||
μηρῷ , ὥϲπερ ζώνη καὶ τὰ κρέα αὐτοῦ ἐϲθιόμενα καὶ πολύποδεϲ θαλάττιοι καὶ ἐχῖνοι καὶ τῶν πτηνῶν οἱ ψᾶροι : |
αἱ τοιαῦται λαμπραί . Μεθοδεύσεις δὲ λαμπρῶς , ὅταν προηγουμένως εἰσάγῃς τὰς ἐννοίας , ὅταν ὡς θαρρῶν μετὰ ἀξιώματος ἀλλὰ | ||
τῷ παραλόγῳ . Ὅταν γε μὴν τὰ παρεληλυθότα τοῖς χρόνοις εἰσάγῃς ὡς γινόμενα καὶ παρόντα , οὐ διήγησιν ἔτι τὸν |
πως τούτῳ εἰ ἔστι μὲν τῶν δένδρων καὶ ὅλως τῶν ὑλημάτων εὔοσμα πολλὰ ζῶον δὲ οὐδὲν εἰ μὴ τὴν πάρδαλίν | ||
τὰ μὲν δένδρων τὰ δὲ θάμνων τὰ δ ' ἄλλων ὑλημάτων . ἀλλὰ γὰρ περὶ μὲν τῆς ἰδιότητος εἴρηται πλεονάκις |
Ὅϲα εὔχυμα ϲνγ Ὅϲα κακόχυμα ϲνδ Ὅϲα εὔπεπτα ϲνε Ὅϲα δύϲπεπτα ϲνϚ Ὅϲα εὐϲτόμαχα καὶ ῥωϲτικά ϲνζ Ὅϲα κακοϲτόμαχα ϲνη | ||
δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι καὶ τὰ τοιαῦτα ϲκληρότερα καὶ δύϲπεπτα καὶ μᾶλλον τρόφιμα : καθόλου γὰρ τὰ ϲκληρόϲαρκα τῶν |
ὕδνα . Δίφιλος δὲ δύσπεπτά φησιν εἶναι τὰ ὕδνα , εὔχυλα δὲ καὶ παραλεαντικά , προσέτι δὲ διαχωρητικά , καὶ | ||
ἅμα ταῦτα διὰ τὴν πρότερον λεχθεῖσαν αἰτίαν , ὥσπερ τὰ εὔχυλα καὶ εὔτροφα : μάλιστα δ ' ἐπιδήλως ἡ ἐλάα |
αὐτῷ , αἵτινες εἴποτε μέλλοι ἐσθίειν , αὐτοῦ [ τὰ βρώματα ] διήρπαζον ἐμβάλλουσαι φθοράν τινα . Καὶ οὕτω Φινεὺς | ||
δὲ ιβʹ λαβὼν ἑταίρους μόνους καὶ οἴνου Μαρωνείτου ἀσκὸν καὶ βρώματα εἰσῆλθεν εἰς τὸ τοῦ Κύκλωπος σπήλαιον ἐκείνου περὶ νομὴν |
καὶ ὕδωρ πᾶν βραδύπορόν ἐστιν . Περσικά , ἀρμένια καὶ πραικόκκια : καὶ πᾶσι δὲ τοῖς ὡραίοις ἐδέσμασιν , ὅσα | ||
ὑπάρχει , λέλεκται πρόσθεν . ἔστι δ ' ἀμείνω τὰ πραικόκκια τῶν ἀρμενιακῶν . Ὅσα μὲν στύφει τῶν μήλων , |
. [ Πρὸς ὑπώπια . ] Ὑπώπια παραχρῆμα καταπλασσομένη ἡ ῥάφανος λεῖα αἴρει : αἴρει δὲ αὐτὴν ὅταν ἄρξηται δάκνειν | ||
τεῦτλα , λάπαθον , ὀξυλάπαθον , ἀνδράχνη , τρύχνος , ῥάφανος , γογγυλίς , νάπυ , κάρδαμον , πύρεθρον καὶ |
ἔχουσι τὰ πυρρά . ἐν τοῖς μέλασι τὰ μὴ πάνυ πυρρά , ὁπόσοις πόρρωθεν τὸ μέλαν μόνον ἐπιπρέπει , γενναῖα | ||
τὸ νῶτον καὶ τὴν ῥάχιν ἐς τὴν οὐρὰν τελευτῶντα ἀκράτως πυρρά ἐστι , θεάσαιο δ ' ἂν καὶ τρίχας χρυσοειδεῖς |
δ ' ὑπάρχουσι τῶν ἀφύσων τε καὶ φυσωδῶν φάσιλοι , λάθυροι , ὦχροι , ἄρακοι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , | ||
ἐστι τῶν ὀλιγοτρόφων τε καὶ πολυτρόφων φάσιλοι , ὦχροι , λάθυροι , ἄρακοι . καὶ σῦκα οὐχ ὁμοίως ταῖς ἄλλαις |
τροφὴν συντάρρων γινομένων . Ἀλλὰ κουφότατον καὶ ἀσινέστατον πάντων ἐστὶ μηλέα καὶ ῥόα : καὶ γὰρ οὐ πολύρριζα καὶ τροφῆς | ||
βάθος . ἔνια δ ' εὐθὺς σχίζεται , οἷον ἡ μηλέα : τὰ δὲ πολύκλαδα καὶ μείζω τὸν ὄγκον ἔχει |
. πάντα ὅϲα κακόχυμα μέν ἐϲτιν , ὑγρὰ δὲ καὶ ὀλιϲθηρὰ καὶ ὑπιέναι ῥᾳδίωϲ δυνάμενα ἐϲθίεϲθαι πρότερα χρὴ τῶν ἄλλων | ||
ὡϲ ῥυμφάνειν μᾶλλον ἢ μαϲᾶϲθαι . κἢν ϲτερεὰ ἔῃ , ὀλιϲθηρὰ ἔϲεϲθαι γιγνέϲθω : ὠὰ μὴ κάρτα ξυνεϲτῶτα , μηδ |
κακοχύμων αἱ τῶν γογγυλίδων εἰσὶ καὶ τῆς καλουμένης κάρους . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα , κράμβη , βολβοὶ | ||
ἁρμόζει ἀπέχεσθαι ῥεφάνους , ἡδύοσμον , κάππαρι , πέπερι , ὤκιμον , θρύμβην καὶ πάντα τὰ δριμέα . ἐν κρέοις |
λεπτή . Τῇ Ἐπιχάρμου πρὸ τόκου δυσεντερίη , πόνος , ὑποχωρήματα ὕφαιμα , μυξώδεα : τεκοῦσα , παραχρῆμα ὑγιής . | ||
ὅμοια τοῖσιν ὑγιαίνουσιν , ἥκιστα νοσερά . Καὶ οἷσι τὰ ὑποχωρήματα , ἢν ἐάσῃς στῆναι καὶ μὴ κινήσῃς , ὑφίσταται |
, τοὺς δὲ ἀμαθεῖς καὶ ἰδιώτας πλῆθος μαχαιρίδων προτιθέντας καὶ κάτοπτρα μεγάλα , οὐ μὴν λήσειν γε διὰ ταῦτα οὐδὲν | ||
δέ γε ἦν μένειν τὰ ἀφ ' ὧν πληροῦται τὰ κάτοπτρα καὶ αὐτὰ μὴ ἑωρᾶτο , οὐκ ἂν μὴ εἶναι |
μηδὲ ἀνευρύνειν καὶ ἀναστομοῦν τοὺς πόρους δυναμένῃ , οἷάπερ ἐστὶν εὔζωμα καὶ κάρδαμα καὶ πρᾶσα καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα : | ||
γλυκεῖαι σταφίδες , μαλάχαι μετρίως , σέλινον , σμύρνιον , εὔζωμα , ῥάφανος , γογγυλίς , ῥαφανίς , νάπυ , |
κοινῶς φησιν εἶναι πάντα τὰ λάχανα ἄτροφα καὶ λεπτυντικὰ καὶ κακόχυλα ἔτι τε ἐπιπολαστικὰ καὶ δυσοικονόμητα . θερινῶν δὲ λαχάνων | ||
Δίφιλος δέ φησι τῶν μήλων τὰ χλωρὰ καὶ μήπω πέπονα κακόχυλα εἶναι καὶ κακοστόμαχα ἐπιπολαστικά τε καὶ χολῆς γεννητικὰ νοσοποιά |
μελισσῶν . Σῦκα δὲ ὀνομάζουσι βλαστήματά τινα στρογγύλα ἑλκώδη , ὑπόσκληρα , ἐνερευθῆ , οἷς ἀκολουθεῖ ὀδύνη . φύονται δ | ||
ἐκχυμώματα , καὶ τὰ μελάσματα , καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὑπόσκληρα καὶ ὑπέρυθρα ᾖ : ἢν γὰρ ξὺν σκληρύσματι πελιωθῇ |