ὑπτία , τὰ δὲ χείλη πελιδνὴ , τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς ἀπεστραμμένη , διεφθαρμένη , ἐξῳδηκυῖα , δάκρυσι νεορράντοις ἀεὶ συνεχομένη | ||
. χροιὰ δὲ σιδιοειδὴς καὶ πρὸς τὸ τῶν ἰκτεριώντων οἷον ἀπεστραμμένη χρῶμα , ἰσχνὰ δὲ πάνυ , ὅσα περὶ τὸ |
, παράλυσις , πρόπτωσις , ἐκτροπή . περὶ δὲ τοὺς κανθοὺς , ἐγκανθὶς ἀγκύλη , πτερύγιον , ῥοιὰς , πρόσφυσις | ||
' ἰθὺ ᾗ αἱ ὀφρύες συγκλείονται καὶ τελευτῶσιν ἐς τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν , μία δὲ ἀπὸ τῆς κορυφῆς ἐς |
δικτύου θήραμα , κάθηται δὲ ἐπὶ τῶν σκελῶν ὑποκινῶν τοὺς προσθίους καὶ ὑπεγείρων τὸ οὖς , ἀλλὰ καὶ βλέπει παντὶ | ||
, καὶ πηδᾶν ἀντερειδόμενον τοῖς ὄπισθεν ποσίν , οὐδαμῇ τοὺς προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . |
ἐὰν δὲ παραλλάξωσι καὶ μὴ κατασπῶσιν ὁμοίως , ἀσθενής : πληγὴ γὰρ οὕτως , ἐκείνως δ ' ἀφαίρεσις . ἔστι | ||
ὀσφραίνονται προσενεγκόντες . οὕτω , φησὶν , ἥψατό μου ἡ πληγὴ , ὃν τρόπον ἅπτεται κάρφος μυκτῆρος . οὔκουν ἀνύσεις |
, ἤγουν ἐπιστημόνως “ εἶδον , ἠρεύνησα . ” . σφάκελος νόσος καὶ σφακελίζω καὶ σφακελισμὸς ἡ παραπληξία καὶ ἡ | ||
λίαν γὰρ οὖτος χαίνει πλέον τῶν ἄλλων . ὁ τρίτος σφάκελος εἴρηται , λέγεται δὲ σφάκελος καὶ ὁ σπασμός , |
, σημεῖον ἕξει περὶ τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα καὶ περὶ τοὺς μηροὺς τάσεις καὶ ὀλίγον χρόνον βιώσεται . εἰσὶ δὲ οἱ | ||
μήκωνα τῇ δὲ ἑτέρᾳ μῆλον . τῶν δὲ ἱερείων τοὺς μηροὺς θύουσι πλὴν ὑῶν , τἄλλα δὲ ἀρκεύθου ξύλοις καθαγίζουσι |
ἀναπετάσας ἔξεισι μετὰ τῶν ἀμφ ' αὐτὸν καὶ ἐπιθέμενος τούτοις ζωγρεῖ ἄνδρας μέχρι τῶν εἴκοσι καὶ πρὶν ἢ τοὺς ἄλλους | ||
διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφεται : ζωγρία θῆκαι νεκρῶν : ζωγρεῖ , ζῶντας θηρεύει : ζώαξ , θώραξ λαγαρός : |
εἴδη δὲ τοῦ ἐκχυμώματός εἰσι καὶ τὰ καλούμενα ὑπώπια καὶ ὑποσφάγματα , καὶ προσέτι ἡ κατὰ τοὺς ὄνυχας ἀποδρομὴ τοῦ | ||
' ἐστὶ τῶν ἐκχυμωμάτων καὶ τὰ καλούμενα ὑπώπια καὶ τὰ ὑποσφάγματα καὶ ἡ κατὰ τοὺς ὄνυχας ὑποδρομὴ τοῦ αἵματος ἐκ |
καὶ ἡ Ῥοδῶπις . καὶ ἔστησαν μὲν τὸ πρῶτον τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑκάτεροι , μηδέτερος ἐκκλῖναι θέλων ἐπὶ θάτερα : κατὰ | ||
καὶ ὀσφὺν ἀλγῆσαι καὶ ἐπιγάστριον καὶ κενεῶνας καὶ βρέγμα καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ τένοντας . εἰκὸς δὲ καὶ εἰλιγγιάσαι , καὶ |
, ὡς κολλᾶν τραύματα μέγιστα μέχρι καὶ τῶν περὶ τοὺς τένοντας διακοπῶν . ἔχει δέ τι καὶ ῥυπτικὸν καὶ ἐπισπαστικόν | ||
τοῖς ἀγνοηθεῖσι τελέως ἐν χερσίν , οὓς δηλονότι θεάσει τοὺς τένοντας ἅπαντας ἐκτεμών , ὥσπερ κἀκεῖ . καὶ ἥ γε |
ὦτα καὶ μυκτῆρας εἰς ὕπνον τρεπομένοις . Φλεγμαίνων ὁ ἐγκέφαλος οἰδεῖ πολλάκις οὕτως ὥστε καὶ τὰς ἐν κεφαλῇ ῥαφὰς διίστασθαι | ||
πολὺ συνίσταται , καὶ τὰ ὄμματα προπετῆ γίνεται , καὶ οἰδεῖ τὸ πρόσωπον καὶ ἡ κεφαλὴ πᾶσα . φλεβοτομεῖν οὖν |
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς διαδίδοται . ἐντεῦθεν δὲ καὶ εἰς τοὺς μυκτῆρας ἀποφύσεις ἤρτηνται , δι ' ὧν τε ὀσφραινόμεθα καὶ | ||
καστόριον μετ ' ὄξους λεῖον , καὶ διαχρίειν αὐτῷ τοὺς μυκτῆρας , ἢ χαλβάνην ὁμοίως καὶ σαγάπηνον καὶ ὄξος δριμύτατον |
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
τριόδοντι καὶ ἰφθίμοις ῥοπάλοισι δούρασί τε στιβαροῖσι καταΐγδην ἐλόωντες ἐς κροτάφους πέφνουσιν : ἐπεὶ φώκῃσιν ὄλεθρος ὀξύτατος κεφαλῆφιν ἱκάνεται οὐταμένῃσι | ||
αὐτῆς ⌈ τιάραν καὶ ⌉ διάδημα ⌈ ἔσφιγξε περὶ τοὺς κροτάφους αὐτῆς καὶ θερίστρῳ κατεκάλυψε τὴν κεφαλὴν αὐτῆς ⌉ . |
Ἕτεροι δὲ δοκιμάζουσιν ὡρίμους εἶναι τὰς σταφυλὰς οὕτως : ὅθεν πυκνότατός ἐστιν ὁ βότρυς , ἐκεῖθεν ἐξελόντες μίαν ῥάγα , | ||
Ἕτεροι δὲ δοκιμάζουσιν ὡρίμους εἶναι τὰς σταφυλὰς οὕτως : ὅθεν πυκνότατός ἐστιν ὁ βότρυς , ἐκεῖθεν ἐξελόντες μίαν ῥάγα , |
ἀθλοῦσι τοὺς δημοσίους ἀγῶνας αὐτὴν θεωρεῖν ἡσυχῆ καὶ ἀπραγμόνως . κατάγει δὲ ταύτην βασιλεὺς ἀντὶ τῆς θεωρίας εἰς τὴν κονίστραν | ||
δὲ ἐπὶ τοῦ Ὀφιούχου λέγων τὸν δὲ καὶ εἰς ὤμους κατάγει μογερὸν Ὀφιοῦχον Καρκίνος ἐκ γονάτων , κατάγει δ ' |
ἐστί . καὶ ἔστι φυγεῖν αὐτὸ τηνικαῦτα τοὺς λεπτοὺς ἐπιτεῖνον κατάρρους , μιγνύναι δὲ ἑψομένῳ τῷ φαρμάκῳ καὶ γλυκυρρίζης ῥίζαν | ||
ῥευμάτων τε καὶ πνευμάτων ὥσπερ λίμνας ἐμπιμπλαμένους φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας , οὐκ |
τὴν ἀμφοτέρων σωτηρίαν ἐπινενόηκα . εἰ γὰρ ὄρθιος σταθεὶς τοὺς ἐμπροσθίους τῶν ποδῶν τῷ τοίχῳ προσερείσεις καὶ τὰ κέρατα ὁμοίως | ||
δὲ ἄρα ἢ χυμοὶ τὰ αἴτια , ἀναδοθέντες περὶ τὰς ἐμπροσθίους κοιλίας τοῦ ἐγκεφάλου , οἳ ταράττουσί τε καὶ κλονοῦσι |
. ἐν δ ' ἦν Ζεὺς Κρονίδης ἐπαφώμενος ἠρέμα χερσί πόρτιος Ἰναχίης τήν θ ' ἑπταπόρῳ παρὰ Νείλῳ ἐκ βοὸς | ||
. ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς τοὺς ἀμφοτέρους |
, καὶ μάλιστα τὴν ὀσφὺν καὶ τὴν ῥάχιν καὶ τοὺς βουβῶνας , τά τε ἄρθρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν σκελέων | ||
καὶ ἀναΐσσει , καὶ ὀδυνᾶται τό τε ἦτρον καὶ τοὺς βουβῶνας καὶ τὰς ἰξύας καὶ παραφάσιας , καὶ ταχὺ θνήσκουσιν |
: μετὰ ταῦτα , δή . ἀσχαλόων : λυπούμενος . ῥίπτει : προσαράπτει , κρούει , καταφρονεῖ , τύπτει . | ||
ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα , τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον , ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν . οἳ |
, καὶ ἐσθίει καὶ ἐξελκοῖ τὰ αἰδοῖα , καὶ ἡ ὑστέρη ἀνελκοῦται , καὶ τὰ πέριξ καὶ τοὺς μηροὺς καὶ | ||
, μάλιστα δὲ τῆς ὑστέρης . Καὶ ἢν τεκούσῃ ἡ ὑστέρη ἐξανεμωθῇ , ἧπαρ ὄϊος ἢ αἰγὸς ἐς τέφρην κρύψαι |
μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ , μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα | ||
Σωσάνδρα δὲ καὶ Κάλαμις αἰδοῖ κοσμήσουσιν αὐτήν , καὶ τὸ μειδίαμα σεμνὸν καὶ λεληθὸς ὥσπερ τὸ ἐκείνης ἔσται : καὶ |
οὖν , ὦ Ζεῦ , ὠχρίακας ἡμῖν καὶ συγκροτεῖς τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ τρόμου ; θαρρεῖν χρὴ καὶ τῶν τοιούτων | ||
ὄψεις ἀποβαλὼν οὐ κεκώλυται βιοῦν , τῷ δὲ ἐκκοπέντι τοὺς ὀδόντας ἐφεδρεύει θάνατος οἴκτιστος . εἰ δή τις ἐπιβουλεύει περὶ |
καὶ φάσματα φανῆναι λέγουσι . σέλα μὲν οὖν οὐράνια καὶ κτύπους νύκτωρ πολλαχοῦ διαφερομένους καὶ καταίροντας εἰς ἀγορὰν ἐρήμους ὄρνιθας | ||
| × – ˘˘ – × – ους ] βροντῆς κτύπους [ . . . [ ] ! ! ! |
. οὕτω Φιλόξενος . Λύπη : παρὰ τὸ λύειν τοὺς ὦπας , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς : ἢ παρὰ τὸ λύω | ||
πλεονασμὸν τοῦ α : εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ στεριάκειν τοὺς ὦπας τὸ ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής , |
γὰρ ὅταν ὀργίζηται ἵππος ἵππῳ ἢ ἐν ἱππασίᾳ θυμῶται , εὐρύνει μᾶλλον τοὺς μυκτῆρας . καὶ μὴν κορυφὴ μὲν μείζων | ||
ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος διαναστὰς πρὸς ὕψος τὰ μὲν στέρνα εὐρύνει , τὸ δὲ στόμα διοίξας ὁλκοῦ πνεύματος ῥύμῃ βιαιοτάτῃ |
τριβαλλοποπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ χορεύει , πῶλος ὣς ἀπὸ ζυγοῦ . | ||
Εὔβουλος : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ φαληρὶς ἡ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος ὣς ὑπὸ ζυγοῦ |
: κτῆμα . Δέλεαρ : φάρμακον . Οὖθαρ : ὁ μαζός . Στέαρ : τὸ λίπος . Φρέαρ : ἡ | ||
τῇσι γυναιξὶν , ᾗσιν ἀφαιρεῖται νούσῳ ἢ ἄλλῃ τινὶ ξυμφορᾷ μαζός : καὶ ἡ φωνὴ θρασεῖα , καὶ ὑγρὰ εἰς |
. τύπος ] μορφή . Ξ ἅλω δὲ πολλήν : ἅλως ἐστὶ κυρίως ὅταν νέφη περὶ τὸν ἥλιον ἐκκαυθέντα λευκὰ | ||
καλεῖσθαι , ὠρεῖν γὰρ τὸ φυλάσσειν . . . . ἅλως : ἣ καὶ ἁλωή λέγεται τὸ ἄθροισμα . . |
ἰνίον ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν λοξὴν κατὰ βρέγματος καὶ μεσοφρύου ὑπὸ μυξωτῆρας ἀντίαν τε τῇ πρώτῃ λοξὴν κατὰ μεσοφρύου καὶ βρέγματος | ||
. μύσταξ δὲ τὸ ὑπεράνω τοῦ χείλους , ὑπὸ τοὺς μυξωτῆρας , ὅπερ Ὅμηρος ὑπήνην ἐκάλεσε . στόμα δὲ τὸ |
τὸν ὀδόντα πλάγιος φερόμενος : περὶ τὸ στόμα δὲ αὐτοῦ στάζει ἀφρὸς , οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ αὐτοῦ πυρί εἰσιν ὅμοιοι | ||
τῇ ψυχῇ ἡδονῆς . δέον δὲ εἰπεῖν εὐκλεῶς πρὸς τὸ στάζει , εὐκλέα εἶπε πρὸς τὸ μορφήν . τὸ δὲ |
καὶ σύριγγας ἢ καὶ ὕδερον ἢ φακώσεις καὶ βροχοκήλας ἢ σκίρρους [ ] ἢ κιρσούς . Τὸ δ ' ἐφεξῆς | ||
δὲ ἐν ἑνὶ μορίῳ πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσαπής , ποιήσει σκίρρους : εἰ δέ γε σαπῇ , ποιήσει καρκινώματα ἢ |
τὸν δὲ δεσμὸν τοῦ φυλακτηρίου ποίει ἐκ τῶν νεύρων τοῦ ἱέρακος ὡς σπαρτίον κλωστόν , λεπτόν , ἐπιμηκέστερον , ἵνα | ||
φησι : ἄυσαν δ ' ἄπρακτα νεάνιδες ὥστ ' ὄρνις ἱέρακος ὑπερπταμένω . καὶ Εὔπολις ἐν Δήμοις : οὐ δεινὸν |
δέ τις ἦν αὐτοῦ περὶ τὸ πρόσωπον , καὶ ἄκαιρος στωμυλία λαλοῦντος κατηγόρει καὶ αὕτη τὸν τρόπον αὐτοῦ . πάντα | ||
φιλοπαιγμοσύνη , παιδιά , γέλως , κομψεία , χαριεντισμός , στωμυλία , φιλοσκωμμοσύνη εὐσκωμμοσύνη σκῶμμα , τωθασμός . ῥήματα δὲ |
, ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς | ||
στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει |
φάο μηδ ' ἐπίκευθε , χρῶτ ' ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς , μηδ ' οὕτω δακρύοισι πεφυρμένη ἀμφὶ πρόσωπα ἔρχευ | ||
: Μέγας . . οἱ γὰρ συρίζοντες ὄφεις μεγάλας ἔχουσι παρειάς . Θ . εἶδος ὄφεως ἀπὸ τοῦ ἐπαίρειν . |
ῥῖνα . Ζητητέον , τί δήποτε ἔκ τε τοῦ δεξιοῦ μυκτῆρος ἢ ἀριστεροῦ φερομένου τοῦ αἵματος , τὸ μὲν ἐκ | ||
τὴν ἀρχὴν ὑπ ' ἀνθερεῶνα ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν εὐθεῖαν κατὰ μυκτῆρος καὶ βρέγματος ἐπὶ ἰνίον , εἶτ ' ἐγκύκλιον ὑπὸ |
μετὰ μέλιτος δίδου πρωῒ καὶ εἰς κοίτην . [ Εἰς βήσσοντας , τετραχωμένους τὴν ἀρτηρίαν , ἀποκεκομμένους τὴν φωνὴν καὶ | ||
πυνθάνεται γὰρ μή τι πλευριτικὴ γέγονε διὰ τὸ τοὺς πλευριτικοὺς βήσσοντας ὑπόχολον ἀνάγειν . ὧν οὐδὲν οἶδεν ὁ γραμματικός . |
, λογίσεται Ἕλληνες . λευκόχρως Ἀττικοί , λευκόχρους Ἕλληνες . λαύρας καὶ τὰς ἀμάρας Ἀριστοφάνης . λαῦραι δὲ καὶ τὰ | ||
καὶ ἁμαξηλάτους καὶ ἱππηλάτους , τὰς δὲ στενὰς στενωποὺς καὶ λαύρας , Ὁμήρου εἰπόντος ἔκτοσθεν δ ' ἐυσταθέος μεγάροιο ἦν |
προηγούμενα αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν Φάτνην πνιγώδη καὶ σεισμοποιὰ καὶ ἀχλυώδη , τὰ δὲ μέσα εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα | ||
προηγούμενα αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν Φάτνην πνιγώδη καὶ σεισμοποιὰ καὶ ἀχλυώδη , τὰ δὲ μέσα εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα |
ἴσχει ὀξείη τε καὶ σπερχνὴ τάς τε ἰξύας καὶ τοὺς κενεῶνας καὶ τὸ σκέλος , καὶ ἐπισκάζει . Ὅταν οὕτως | ||
καὶ τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰς ἰξύας , καὶ τοὺς κενεῶνας καὶ τὴν ὀσφὺν ὀξέη τε καὶ σπερχνή . Ὅταν |
. ἔχει δὲ καὶ ἡ θήλεια θηλὰς μὲν τέσσαρας , μαστοὺς δὲ δύο καὶ γάλα λεπτότατον πάντων τῶν ζῴων . | ||
, παύει αὐτοὺς τῆς μάχης . ὅτι αἱ βόες δύο μαστοὺς ἔχουσι καὶ θηλὰς τέσσαρας . ὅτι τῶν βοῶν τὸ |
διὰ τοῦ ι τούτους φησί . , : τοὺς δὲ σφονδύλους . . . . Ῥιανὸς κύβους ὠνόμασεν αὐχένος ἐξ | ||
τέταρτον καὶ ἄλλους τέτταρας . ὀκτὼ γὰρ εἶναι τοὺς σύμπαντας σφονδύλους , ἐν ἀλλήλοις ἐγκειμένους , κύκλους ἄνωθεν τὰ χείλη |
γῆ . Αἰγυπτιακή . ἀναθρεψαμένη αὐτοὺς δηλονότι . θρηνεῖ . καυστικῷ , ἀφανιστικῷ : ἀπὸ τοῦ μάλα ἐρᾶν τῆς ὕλης | ||
, ὅθεν καὶ τὸ „ πυρὶ κηλέῳ „ , τουτέστιν καυστικῷ , γέγονε πλεονασμῷ τοῦ ε . παρὰ δὲ τὸν |
ἀφράτου ἢ περιστερᾶς προσενέγκωνται , οὐδὲν βλαβήσονται . Τὸ τῆς συνάγχης πάθος , εἴπερ τι καὶ ἄλλο , τῶν ὀξυτάτων | ||
σύριγγες σφάγιαι βροτὸν ἀμφὶς ἔχουσι , φράζεσθαί ς ' ἐπέοικε συνάγχης λοίγιον ἄχθος . μὴ μὲν δὴ πρώτῳ ἐνὶ ἤματι |
καὶ εἴσω καὶ ἔξω ποιέεσθαι τὸ πρῶτον : καὶ ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην | ||
τὴν ἔμμηνον κάθαρϲιν , εἴ γε διὰ παντὸϲ εἴη διαφράττων ὑμὴν ἢ ϲάρξ : ἐπί τινων γὰρ ἐν τῷ μέϲῳ |
λαλῶν σιωπῆι . μετὰ δὲ πρόσωπον ἔστω τὸν Ἀδώνιδος παρελθών ἐλεφάντινος τράχηλος . μεταμάζιον δὲ ποίει διδύμας τε χεῖρας Ἑρμοῦ | ||
ὁρᾶν : ὁ δ ' ἰπνὸς γέγον ' ἡμῖν ἐξαπίνης ἐλεφάντινος . στατῆρσι δ ' οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς : |
ὠμόν , τὸ δὲ ὠμὸν ἄγριον , ὅθεν καὶ τοὺς ὠμοὺς τῶν καρπῶν ἀώρους φαμέν . οἱ δὲ τὸν μέγαν | ||
, ὧν ἴσως γένωνται κάριοι , [ τοὺς ] τίτθους ὠμοὺς ἐσθίουσι , τὰ δὲ παιδία κατευωχοῦσι ” . Χαδισία |
μεταξὺ γενομένων ἡμερῶν , εἶτα διαιρεθεὶς ἐκ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἀνώδυνος ὁμοίως ἐγένετο , θεραπευθείς τε τῷ διὰ κρόκου φαρμάκῳ | ||
ἑσπέρην σεύτλου : καὶ τὴν νύκτα ὕπνος : καὶ σφόδρα ἀνώδυνος : καὶ τὴν ἐνάτην ᾔσθετο πρὸς ἡλίου δυσμάς : |
ἀντὶ τοῦ τὰ θύματα ἡτοίμασται τοῖς θεοῖς καὶ ἐπιτέθειται τὰ οὖλα καὶ θυμιάματα ἢ ἕτοιμά ἐστι τὰ κανᾶ προσενηνεγμένα τοῖς | ||
τῷ τῆς ἀντιπαθείας λόγῳ ποιεῖ . [ τόδε πρὸς ἀνιῶντα οὖλα ] δεῖ δὲ καὶ λίπασμά τι προδιδόναι τῷ βρέφει |
λεοντιᾷν δέ φασι τοὺς ὀχθώδεις ἐπαναστάσεις ἔχοντας , ἢ καὶ οἰδηματώδεις καὶ πυῤῥοτέρους ὄντας δίκην λεόντων . ὀφίασιν δὲ τὴν | ||
κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον θεραπεύσεις . ἴσατις ἡ ἥμερος τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους θαυμαστῶς διαφορεῖ τε καὶ προσστέλλει : γῆ λιπαρὰ |
κατάρα . ἰαμβικὸς τρίμετρος ἐν ἄλλῳ . μέλαινα ] ἡ μελαίνουσα ταῖς συμφοραῖς τοὺς κολαζομένους ἢ ἡ ἀφανῶς ἐπιοῦσα . | ||
. Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , καὶ σκιάζουσα . . ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΔΕ |
Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα : ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης , βοέους δ ' ἐξῆπτεν | ||
θλάσσε δέ οἱ κοτύλην , πρὸς δ ' ἄμφω ῥῆξε τένοντε : ὦσε δ ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος : |
αὐτῇ , ὁ δὲ γρὺψ καὶ βοῦν σθένων ἁρπάσαι τοὺς ὄνυχας περιελίσσει . οὓς λῦσαι οὐ δύναται , καὶ μὴ | ||
τοὺς τῶν χειρῶν δακτύλους καὶ | ὑπεσταλκότας ταῖς ῥαξὶν τοὺς ὄνυχας . γραμμάτων μὲν ἐντός [ εἶναι ] , ἵνα |
: ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε τὸ περὶ | ||
: ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε τὸ περὶ |
δὲ διὰ λεπτότητα , ὅθεν συμβαίνει δῆξις αὐτοῖς καὶ ἄμετρος πύρωσις . προσακτέον οὖν τὸ βοήθημα θερμὸν πρὸς παραμυθίαν διττὴν | ||
πάσῃ καὶ πάντως . Ὅλως δὲ καὶ ἐν ἄλλοις ἡ πύρωσις καὶ ἡ κατάμιξις τῶν πεπυρωμένων ποιεῖ τινας εὐωδίας καὶ |
' αὑτοῦ δείκνυται τὸ σχῆμα , ὑπὸ ὄφεων δὲ τοὺς δηχθέντας ἅμα οἴνῳ τόδε διασῴζει ποθέν . . Ἀλλά σοι | ||
' αὐτῆς δηχθεῖσιν , οἷά περ πρὸς τοὺς ὑπὸ ἐχίδνης δηχθέντας προείρηται : δίψος ἀφόρητον , ὥστε καὶ πλείονος διδομένου |
δριμέα . Ταῦτα γὰρ τούς τε ἀνενεχθέντας ἐπὶ τὸν ἐγκέφαλον ἀτμοὺς ἢ χυμοὺς παχεῖς , τέμνειν πέφυκε καὶ λεπτύνειν μετὰ | ||
ὁδούς , ὡς ἂν παχυμερεστέρου διὰ τοὺς ἀπὸ τῆς τροφῆς ἀτμοὺς γεγονότος , καὶ ἐκ τοῦ μὴ διαπνεῖσθαι θερμαινομένου ἐπὶ |
λογισμὸς ἕτερος : τί γὰρ δεῖ κινδυνεύειν ; τί δὲ περιδεοῦς φιλοτιμίας ἐρᾶν καὶ δόξαν προκρίνειν τῆς σωτηρίας ; καὶ | ||
ἐξελέγετο : κατ ' ἐκλογὴν ἐλάμβανεν . ἐκ τοῦ παραχρῆμα περιδεοῦς : ἐκ τοῦ εὐθέως φόβου ʃ καὶ τὸ φοβηθέντας |
, πολλοὺς δὲ καὶ ἐζώγρουν . Τοῦ γοῦν ἱππικοῦ οὕτω διασκεδασθέντος , καὶ ἡ φάλαγξ ἡ πεζική , δείσασα μὴ | ||
αὐτῷ συγκαταβαλόντος , ἁλίσκεται . Τοῦ δὲ τῶν Ῥωμαίων στρατεύματος διασκεδασθέντος , ἐχώρουν οἱ Τοῦρκοι πρὸς τὸ στρατόπεδον : τῶν |
καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
, καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
βλεφάρων τῶν ἐκτὸς τρεπομένων . Περὶ τριχιάσεως . Ἡ δὲ τριχίασις ὑπόφυσίς ἐστι τριχῶν περὶ τῶν ταρσῶν τῶν βλεφάρων εἴσω | ||
πιτύαν , ὡς καὶ Νίκανδρος ἐν Θηριακοῖς . τριχιάσηται : τριχίασις λέγεται ἡ περὶ τοὺς μαστοὺς ἀπόστασις . τὰ διαφανέα |
ἀνάγκην ἱστάμενοι σκιρτῶσι μεμηνότες : ἔξοχα δ ' ἄλλων δεξιὸς ἀσθμαίνων καὶ ἀριστερὸς ὠκέϊ δίνηι ἀμφότεροι θρώσκουσι παρηορίηισι δεθέντες τοῖοι | ||
νέων δημοτικῶν καρτεράν . ὡς δὲ τῷ βήματι προσῆλθεν , ἀσθμαίνων ἔτι καὶ μετέωρος τὸ πνεῦμα λέγειν ἠξίου , τίς |
τι μέρος τοῦ σώματος στενότης ἄπονος , μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή , ψιλὴ ἢ τετριχωμένη . πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη | ||
ἀναδέδρομεν οἴδει , ἄλλοτε φοινίσσουσα , τότ ' εἴδεται ἄντα πελιδνή : ἄλλοτε δ ' ὑδατόεν κυέει βάρος , αἱ |
ὃ ζῶντος ἔρρευσεν , αὐτίκα φθείρει , τοῦ ἐγκεφάλου τοῦ πιόντος διὰ τῶν ῥινῶν ἀπορρεύσαντος , τὸ δὲ ἄλλο διδόμενον | ||
χρὴ φεύγειν πρὸς ὁλκοὺς ναυστάθμων . τί μέλλετε σκηπτοῦ ' πιόντος πολεμίων σῶσαι βίον ; ἔα ἔα : βάλε βάλε |
, ποιεῖ καὶ πρὸς σκληρίαν διαχέουσα καὶ πρὸς χοιράδας : τηκομένη δὲ σὺν ῥοδίνῳ πλείστῳ , ἀναπληροῖ τὰ κοῖλα τῶν | ||
τὰς τῶν μαστῶν σκληρίας , ἔστι δὲ καὶ ἑδρικὴ ἀγαθὴ τηκομένη ἐλαίῳ μυρσινίνῳ ἢ ῥοδίνῳ , ἧς ἡ σκευασία αὕτη |
ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ τρόπον ἕξεως πνευματικῆς πεφώλευκε καὶ ἐλλοχᾷ δι ' ὅλης ἄχρι περάτων τεταμένον : φλὸξ δέ | ||
κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον δὲ αὐτόν ποτε ἐλλοχᾷ καὶ καθεύδοντα : ἦν δὲ ἄρα ἐμβαλὼν τὸ πρόσωπον |
, μάλιστα ἀπὸ βαλανείου ἢ δρόμου καὶ τῶν εὐτόνων γυμνασίων πνιγμοὺς καὶ ἀλγήματα ἐπιφέρει : ἐφ ' ὧν φλεβοτομία ταχέως | ||
τι τῶν συνταραττόντων συμπλέκοντας . τοὺς δ ' ἀπὸ μυκήτων πνιγμοὺς κουφίζει ὀξύμελι μετὰ νάρδου πινόμενον καὶ ὀρνίθων τῶν κατοικιδίων |
δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἀκόνη ἐστὶν ἡ παροξύνουσά με καὶ παρορμῶσα . ἢ οὕτω : τῆς λιγυρᾶς | ||
δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἀκόνη ἐστὶν ἡ παροξύνουσά με καὶ παρορμῶσα . ἢ οὕτω : τῆς λιγυρᾶς |
καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός , τὸ δὲ ἐπιθυμίας εἶδος ἐν κοιλίᾳ | ||
, ἆσθμα θορυβῶδες , σκέλη λεπτά , ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , μακρόχειρ , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . Τὸν |
, καὶ ψαυόμενος ἀλγέει τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ ὑποπέλιδνος αὐτέου , καὶ τὰ σιτία ἃ πρόσθεν ἐβεβρώκει πνίγει | ||
μὲν μυξώδει σαρκὶ ἔξωθεν δὲ τυλώδει κατειλημένον . ἄνθραξ ἐσχάρα ὑποπέλιδνος ἢ λευκὴ ἢ ὕπωχρος , φλύκταιναν ἔχουσα καὶ ἐρύθημα |
θρῖα , τῷ μέν τε ῥοιζηδὰ φιλαίματος ἐμπελάουσα ῥύμῃ ἅλις προὔτυψε ποτοῦ μέτα χήτεϊ βρώμης βδέλλα πάλαι λαπαρή τε καὶ | ||
ὁ ῥοῦς προσπελάσῃ καταποθεῖσαν , ἀθρόως προσφύεται ἀμέλγουσα τὸ αἷμα προὔτυψε ] προῆλθε προὔτυψε ] προπεσοῦσα ἐνέκυψε τῷ χείλει βρώμης |
καὶ ἦχόν τινα βομβώδη ἀφίησι καὶ τραχύν : ὁ δὲ μύωψ τῇ κυνομυίᾳ προσείκασται , βομβεῖ δὲ τοῦ οἴστρου μᾶλλον | ||
ἰδιαζόντων : μονώψ κελαινώψ τυφλώψ . τὸ δὲ ἑλίκωψ καὶ μύωψ βαρύνεται , ὥσπερ τὸ κύκλωψ καὶ κέκρωψ καὶ ἴωψ |
οἰωνῶν γένος εὐθηνεῖ . Τράγος , ὁκότερος ἂν φανῇ ἔξω ὄρχις , δεξιὸς , ἄρσεν , εὐώνυμος , θῆλυ . | ||
παρ ' Ἀλκιβιάδεω ἐλθὼν , ἐκ πυρετῶν ὀλίγων πρὸ κρίσιος ὄρχις ἀριστερὸς ᾤδησεν : ἦν δὲ σπλῆνα μέγαν ἔχων : |
τῆς προθύσεως ἐς τὸ ἄνω τοῦ βωμοῦ τέφρας παρέχεται καὶ ἀναβασμούς . ἄχρι μὲν δὴ τῆς προθύσεως ἔστιν ἀναβῆναι καὶ | ||
ἀνέλκειν ἢ τοιοῦτόν τι πρόσωπον , τὸ δὲ περὶ τοὺς ἀναβασμούς , ἀφ ' ὧν ἀνέβαινον Ἐρινύες . ἀλλὰ μὴν |
τὸν Γανυμήδην παρέλαβεν ὡς θεὸν καὶ τὰ περὶ γλυκύτητα τῶν φιλημάτων εἰδότα . ἔστι δὲ ὁ νοῦς οὗτος : δοκεῖς | ||
πολλάκις γίνεσθαι ἀξιῶν , ὡς αὐτοῦ παρόντος ἄξιος εἴης τῶν φιλημάτων κριτής , καὶ τὸν μυθευόμενον Λύδιον λίθον τοῦ χρυσοῦ |
Ἀπόλλωνος : τούτῳ ὀργισθεὶς ὁ θεὸς ἔπεμψεν αὐτοῦ τοῖς ἀγροῖς μύας , οἵτινες τοὺς καρποὺς ἐλυμαίνοντο . Βουληθεὶς δέ ποτε | ||
δὲ ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλάζης πεσούσης ἐπὶ τῆς γῆς ὁρᾶσθαι μύας , ὧν τὸ μὲν πηλός ἐστιν ἔτι , τὸ |
δ ' αὐτίκα ψυχωθεῖσα εἷρπε καὶ τῶν ἀπόδων τὸ ἡγεμονικώτατον ὑπερμεγέθης δράκων γίνεται τελειότατος : ταχέως δ ' ἀπο - | ||
ἐστιν , ὥσπερ καὶ ὁ σκίρρος καὶ ὁ κακοήθης καὶ ὑπερμεγέθης ὄγκος , οἱ δὲ λοιποὶ εὐΐατοι τῇ τε χειρουργίᾳ |
σημαῖνον τὸ δεσμῷ , οἷον : βοέους δ ' ἐξῆπτεν ἱμάντας , καὶ ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός . τὸ | ||
τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν . ἀνθέων βασιλεύς ἱμάντας λακκόπεδον σπεῖρα Ὑμῖν ὀρχηστρίδας εἶπον ἑταίρας ὡραίας πρότερον : |
ποδῶν καὶ χειρῶν ὁμοίως . ψατάλλειν καὶ ψαθάλλειν : τὸ ψηλαφᾶν καὶ μαλάττειν αἰσχρῶς . ψιλῆται : οἱ ἐν μάχῃ | ||
. ὄνον ἄρρωστον λύκος ἐπεσκέπτετο καὶ ἤρξατο τὸ σῶμα αὐτοῦ ψηλαφᾶν καὶ ἐξετάζειν , ποῖα μᾶλλον μέρη αὐτοῦ ἐπόνουν . |
* ἔκπαγλον : περισσῶς ἐκπληκτικόν ἐκπληκτικόν τὸ δὲ κατεπρήνιξεν , δακοῦσα γὰρ τοὺς ἁλιεῖς ἐκ τῶν ἐπάκτρων , ἤγουν ἁλιευτικῶν | ||
μετ ' ὀξυμέλιτος ἐπιπλασθέν : καὶ ἡ αὐτὴ δὲ ἡ δακοῦσα μυγαλῆ ἀναπτυσσομένη καὶ ἐπιτιθεμένη τῆς ἰδίας πληγῆς ἀντιφάρμακόν ἐστι |
ᾄσεται Ἀττικοί , ᾄσει Ἕλληνες . ἀδαγμός ἀδάξασθαι Ἀττικοί , κνησμός κνήσασθαι Ἕλληνες . ἀποδιοπομπεῖσθαι Ἀττικοί , ἀποκαθαίρεσθαι κοινόν . | ||
μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ τῆς |
τυπτόμενον . Ἀλκμαίων ἀκούειν ἡμᾶς τῷ κενῷ τῷ ἐντὸς τοῦ ὠτός . τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ διηχοῦν κατὰ τὴν τοῦ | ||
τυπτόμενον . Ἀλκμαίων ἀκούειν ἡμᾶς τῷ κενῷ τῷ ἐντὸς τοῦ ὠτός : τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ διηχοῦν κατὰ τὴν τοῦ |
τὸ περὶ τὸ πρόσωπον δέρμα κινεῖται , κἂν ἀκίνητος ἡ γένυς φυλάττηται . Ὁ μὲν δὴ περὶ τῇ βάσει μῦς | ||
, κυρτοῦντες τῷ θυμῷ τὰς κεφαλὰς , ἐκίνουν δὲ τὰς γένυς καὶ τὴν γλῶτταν οὗτοι οἱ ὄφεις ὡς λείξοντες . |
: καὶ ἐῴκει ποτὲ μὲν τρυγῶντι , ποτὲ δὲ φέροντι ἀρρίχους , εἶτα πατοῦντι τοὺς βότρυς , εἶτα πληροῦντι τοὺς | ||
διαφορὰν αὐτῶν λέγει : “ ἀλλ ' ὡς τάχιστα τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίπλη πτερῶν . ” κόφινος |
, καὶ καινότατα δήπου ἀποκτείνασα ἀνῄρηται . Ὀνύχων ἀκμαῖς καὶ ὀδόντων διατομαῖς θαρροῦσι καὶ ἄρκτοι καὶ λύκοι καὶ πάρδοι καὶ | ||
μάθοις δ ' ἂν ἐπὶ τῶν ἐγκαταλειφθέντων ταῖς διαστάσεσι τῶν ὀδόντων σιτίων καὶ μεινάντων δι ' ὅλης νυκτός : οὔτε |
δειλίαν καὶ πολυκέρδειαν ἀγγέλλει , ἡ δὲ ἄγαν ξανθὴ καὶ ὑπόλευκος , ὁποία Σκυθῶν καὶ Κελτῶν , ἀμαθίαν καὶ σκαιότητα | ||
Ἀβρότονον : τούτου τὸ μὲν θῆλυ θάμνος ἐστὶ δενδροειδής , ὑπόλευκος , φύλλοις λεπτοσχιδέσιν ὥσπερ σερίφου περὶ τὰ κλώνια πλήρης |
ἱκέταν : ἱκέτις αὐτὴ οὖσα ἱκέτην τὸν μαστὸν αἰρομένη καὶ μετεωρίζουσα , ἵνα οἱ παῖδες ἰδόντες λήξωσι τῆς μάχης . | ||
ἀξίαν καὶ τὸ τῷ τιμίῳ ὑπερέχειν : τοῦτο γὰρ τὸ μετεωρίζουσα . ιθʹ Ἧι τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ Οἶκος |
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ | ||
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ |
ἵστησιν . Οὗτος ὁ οἶνός ἐστι διουρητικός , ὑδρωπιῶντας , ἰκτεριῶντας , ἡπατικούς , ἰσχιαδικοὺς ῥώννυσι , καὶ τριταϊκούς , | ||
ἕτερος ] : ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτομένων : ἐπεὶ οὗτος τοὺς ἰκτεριῶντας ὠφελεῖ ὀφθείς : διὰ τοῦτο οἱ πωλοῦντες κρύπτουσι . |
: βούλω βαρύνεται . τὸ δὲ οὐλῶ περισπᾶται , ὅτι οὐλή , καὶ τὸ δουλῶ , ὅτι δοῦλος . Τὰ | ||
σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ οὐλή , περιθέων δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν βιοτὴν ἔχων ἔοικε |
] βάψειν τῷ αἵματι . . μνημεῖα ] περόνας ἢ βοστρύχους ἢ τρίχας ἤ τι τοιοῦτον . ἔθος γὰρ ἦν | ||
, εἰ πλήττοιεν . τῶν δὲ τὰ πτερὰ καὶ τοὺς βοστρύχους χρυσῷ κοσμήσασα πρὸ τοῦ δίφρου σπεύδει πομπεύοντας καὶ δᾷδα |
ἀρετήν . ὅτι ἐάν τις χρίσῃ κεφαλὴν κυνὸς ἀπὸ λίπους γυπὸς καὶ ἀκούσῃ αὐλητοῦ , μένει σκιρτῶν καὶ ὀρχούμενος . | ||
πάσχοντος ἐπίδησον φυλάττων , ὥστε τὰ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τοῦ γυπὸς τῷ δεξιῷ ποδὶ τοῦ πάσχοντος περιάψαι καὶ τὰ τοῦ |
ἱερὰ καθημένων Γ * [ τὰ ἱερὰ καθιεμένων ] ⌈ μετενηνεγμένη : τῇ γὰρ Ἑστίᾳ ⌈ πρώτῃ τὰς ἀπαρχὰς ἔθος | ||
δ ' ἀνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι . Κατάχρησίς ἐστι λέξις μετενηνεγμένη ἀπὸ τοῦ πρώτου κατονομασθέντος κυρίως τε καὶ ἐτύμως ἐφ |
γίνονται ἐκεῖνα τὰ πάθη τὰ ἀπὸ παχέος γινόμενα , οὐ πλευρῖτις , οὐ περιπνευμονία : ἐκεῖθεν γὰρ κενοῦται πᾶς χυμός | ||
δ παρὰ τοῖς Ἴωσι κατὰ τὴν γενικήν , οἷον ἡ πλευρῖτις τῆς πλευρίτιδος , ἡ φρενῖτις τῆς φρενίτιδος , ἡ |
ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ ' εἰσὶ τοῖς ἐμπείροις . διὰ | ||
καὶ μὴ διάστενον ἔχουσα βάσιν . υβʹ . Θύμος ἐστὶν ἔκφυσις σαρκὸς τραχείας ὁμοία τοῖς ἐδωδίμοις θύμοις περὶ αἰδοίῳ καὶ |
τὰ ὀνόματα οὔτε ἡμιφώνῳ ἡμίφωνον ἢ ἄφωνον παράκειται , ἃ τραχύνει τὸν λόγον : ἀλλὰ συνολισθαίνουσιν ἀλλήλαις καὶ συγκαταφέρονται , | ||
καὶ στιβαρὰ καὶ ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει , τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοάς , πάντες |
μοχθοῦσι κακοπαθοῦσι τρόμον : καὶ γὰρ μετὰ προειρημένα πάντα καὶ τρόμος τις τοῖς μέλεσι τοῦ κάμνοντος περιτρέχει καὶ γίνεται . | ||
, αἵ τε ναρκώδεις ἅπασαι κινήσεις καὶ παράλυσις καὶ προσέτι τρόμος . προαιρετικῆς μὲν οὖν ἐνεργείας βλάβη παράλυσίς τε καὶ |
, ὀδύνης ἐπιτεταμένης οὔσης , οὐ δύναται μέγα διασταλῆναι ὁ θώραξ , ἢ ὅτι ὑπόκειται φλεγμονὴ ἐν τῷ θώρακι καὶ | ||
κόραξ ὦ κόραξ , ὁ Φαίαξ ὦ Φαίαξ , ὁ θώραξ ὦ θώραξ , ὁ τέττιξ ὦ τέττιξ , ὁ |
ἐπιμελῶς λειώσας κατάπλασσε , ἐπιτιθεὶς οἰσυπηρὸν ἔριον . [ Πρὸς ἰσχιαδικούς . ] Σκορόδων ὄνυχας τρεῖς καθαρίσας ὑγιεῖς κατάπιε μετὰ | ||
. ὁμοίως ὁ ταύτης χυλὸς ἰᾶται νεφριτικούς , καὶ τοὺς ἰσχιαδικούς . τὸ δὲ ζέμα αὐτῆς πινόμενον θεραπεύει δυσουρίαν , |