! ! ! ! ! ! ] μ ' ἄχων ἀπέλυσας [ ] ? ? ! ο ? [ !
μέν , ὦ πάτερ , εἰ μηδὲν ἠδίκει Σφοδρίας , ἀπέλυσας ἂν αὐτὸν οἶδα : νῦν δέ , εἰ ἠδίκηκέ
5694320 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
5559682 ἐδηχθην
ὑφ ' ἑτέρου πράττεσθαι μὴ φέρειν . ἐντεῦθεν ἐγὼ μὲν ἐδήχθην τὴν καρδίαν , σὺ δὲ ἴσως ἐκαλλωπίζου Φάων τις
γράμματα δὲ οὐδαμοῦ . Πῶς , οἴει , τὴν ψυχὴν ἐδήχθην ; οὐ μὴν ἠξίωσά γε συγγνώμην αἰτεῖν μένοντος τοῦ
5456193 ἀδηφαγου
τῶν κάκιστ ' ἀπολουμένων ἐρανιστῶν , οὔτε τῆς μιαρᾶς καὶ ἀδηφάγου γαστρὸς κρατεῖν : ἡ μὲν γὰρ αἰτεῖ , καὶ
καὶ περιλαμβάνει τὴν λίχνον πάρδαλιν . καὶ ἑάλω , γαστρὸς ἀδηφάγου καὶ μυσαρᾶς ἑστιάσεως δίκας ἐκτίνουσα ἡ δυστυχής . Αἱροῦνται
5389897 διωκομαι
ἐξ ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ
' , εὐλάβει , βέλτιϲτε : πρὸϲ θεῶμ πάρεϲ . διώκομαι ] γάρ , κατὰ κράτοϲ διώκομαι ὑπὸ ] τοῦ
5262451 ἀπωλεσας
σὺ δ ' οὔθ ' ὑπερβάλλοντα , τρόφιμ ' , ἀπώλεσας ἀγαθά , τὰ νυνί τ ' ἐστι μέτριά σοι
” . Γ ὅτ ' ἀντέδωκα Γ : τότε με ἀπώλεσας , ὅτε καὶ ἀντὶ τούτων μνᾶν ἔδωκα . Γ
5257013 ἀθλια
μ ' ἐθρέψαθ ' ἡδέως . ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε
δηλονότι : καὶ μὴ λαχοῦσα : καὶ λαχοῦσα τὸ ζῆν ἀθλία εἰμὶ διὰ τὸ μέλλειν τὸν παῖδά μου φονεύεσθαι καὶ
5170054 Ἱπποκρατες
μοι ἐφαίνετο ἐν τῇ γνώμῃ . Τί φὴς , ὦ Ἱππόκρατες , ἐν τῇ γνώμῃ σοι ἐφαίνετο ; τί οὖν
, ὁ δὲ τὸ διηνεκὲς οἰστρομανίην ἔχει τῆς ἀσελγείης . Ἱππόκρατες , μὴ γελάσω τὸν κλαίοντα δι ' ἔρωτα ,
5146071 ἀπελθε
πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι
λέγεται καὶ ἡ συμπλεκομένη φωνὴ τῷ διανοήματι , οἷον τὸ ἄπελθε : τοῦτο γὰρ καὶ λέξεις , ὃ τετύχηκεν ,
5144282 ἡκεις
ἁλίων ἐρετμῶν . μῶν καὶ σὺ καινὸς ποντίας ἀπὸ χθονὸς ἥκεις , Ὀδυσσεῦ ; ποῦ ' στι σύλλογος φίλων [
, φροντίζοι τε τῶν δεόντων . ἀλλὰ σύ γε πόρρω ἥκεις διαφθορᾶς . οὐκοῦν ἀναγκαῖον τομάς τε καὶ καύσεις καὶ
5136557 Φευ
ἀναχθέντα γυμνὸν ἐπὶ τῆς χιόνος μένειν συμπεποδισμένον τὼ πόδε . Φεῦ τῶν κακῶν , ὀτοτοῖ , παππαπαιάξ . Τί τοῦτο
, ἔφθιτο . Καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ . Φεῦ φεῦ , τί δῆτ ' ἄν , ὦ γύναι
5086451 Οὐκετι
τῶν μελῶν γένεσιν . Καὶ εἴδησις ἔσται τῶν διαφορῶν . Οὐκέτι γὰρ ἔσονται διαφοραὶ παρὰ τὰ πλήθη ἀλλὰ παρὰ τὴν
τοῦ δὲ δευτέρου ἀκόνητος ἀκονητί , παμμαχί , πανθοινί . Οὐκέτι οὕτως οὖν ἔχον καὶ τὸ ἀέκητι διὰ τὰ προειρημένα
5084081 Χαιρεα
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν
5081847 φευξομαι
: ἡ δ . ὅτι σαφῶς τὸ φοβ . ἐστὶ φεύξομαι . τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον : ἡ
βελτίων , τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι , τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος . Ἀκούοις ἄν . ἐγὼ γάρ ,
5081268 ἀνωφελει
ταῖς νήσοις : οἱ Σκιωναῖοι σφῶν : τῶν Ἀθηναίων . ἀνωφελεῖ : λείπει , ἐν θαλάττῃ ὕστερον : ἤγουν μετὰ
καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ] ψευδεῖ . ματαίᾳ ] ἀνωφελεῖ . θ ματαίᾳ ] ἀνωφελεῖ , ψευδεῖ : οὐ
5074119 ἱστασαι
; μικρόν τι καρτέρησον ἐμβαλὼν κράνος : ὑπὲρ θεοῦ νῦν ἵστασαι καὶ τῆς δίκης . ἄφες τὸν ὕπνον καὶ κράτει
ὡς ἔχεις σχήματος . ὁ δὲ λόγος ὡς νῦν , ἵστασαι , στῆθι κατὰ τὴν αὐτὴν στάσιν , μὴ πλησίον
5066109 ἐντρεπομαι
: γεννῶ . Ὠλένες : αἱ χεῖρες . Αἰδοῦμαι : ἐντρέπομαι . Αἰζηός : νέος . Αἱμύλος : ἀπατηλός .
, κλαίω , ὁμολογῶ σοφιστεύω , ὑπισχνοῦμαι , νομίζω , ἐντρέπομαι , ἐνατενίζω , εὐλαβοῦμαι . : περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι
5063891 λαλησαι
κακῶν [ τῶν συμπεσόντων τοῦ τε συμβάντος πάθους ] οὐδὲν λαλῆσαι δυναμένη πρὸς οὐδένα , προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φωνεῖν
' ἔνδειαν ἢ περιψυγμὸν ἢ θάλπος ἢ πληγὴν ὀδυνᾶται , λαλῆσαι μὲν οὔπω δυνάμενον ἃ πάσχει , κλαυθμυριζόμενον δὲ καὶ
5049808 ταλαιν
λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα
5037628 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
5008600 δυστηνε
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν ,
4986441 λελυπημενος
] ἠλλοιωμένος , διεφθαρμένος , ἐφθαρμένος , κατακεκομμένος . , λελυπημένος , ὠχρὸς ὤν . ἄρα ] λοιπόν . τὴν
ἔγγιστα . καὶ δηλοῖ ὡς ἐν τῷ τοιούτῳ ἐπιμερισμῷ ἔσται λελυπημένος καὶ ποιήσει ἐξουσιαστῇ τινι δουλείαν τινὰ δι ' ἧς
4983922 Πολυμηστωρ
- νουσα τούτων τῶν βιαίων ἁλμάτων , καί φησιν ὁ Πολυμήστωρ : αὐτὴ ἐν τῷ ποδί σου ἐμβήσῃ , ἤγουν
κατάρξαντα . προλογίζει Πολύδωρος Ἑκάβης ὢν γνήσιος παῖς , ὃν Πολυμήστωρ ὁ τῆς Θρᾴκης βασιλεὺς ἀνεῖλεν . τὴν δὲ Ἑκάβην
4982535 Διογενες
συμμάχου ; Ὦ χαῖρ ' , Ἀθάνα , χαῖρε , Διογενὲς τέκνον , ὡς εὖ παρέστης : καί σε παγχρύσοις
κατέσχον ἀλίμενόν τε καρδίαν . ὦ Παλλάς , ὦ δέσποινα Διογενὲς θεά , νῦν νῦν ἄρηξον : κρείσσονας γὰρ Ἰλίου
4975717 Οὐχ
. ” Οὐδὲ τοῖς ἥρωσιν , ὡς ἔοικας . “ Οὐχ ὅσοι γε θεῶν παῖδες ἦσαν . ” Ἀλλ '
δύναμιν αὐτῶν , ποταπή ἐστιν . ἀποκριθεῖσά μοι λέγει : Οὐχ ὅτι σὺ ἐκ πάντων ἀξιώτερος εἶ ἵνα σοι ἀποκαλυφθῇ
4963866 διακειμαι
. : τὸ μὲν ” ἀλλ ' ὁρᾶτε δὴ ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου ” διὰ μέσου κεῖται . φησὶ
ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , οἰκείως ἔχω πρὸς αὐτόν , οἰκείως διάκειμαι , ᾠκείωμαι . ἐπιτηδείως ἔχω , καὶ ἐπιτήδειός μοί
4953655 Πολυξενη
οὐδαμόθεν ὁρῶ φιλίαν γενησομένην . εἴτε γὰρ αὐτῷ ποτε συγκαθεύδουσα Πολυξένη λάβοι τι τοιοῦτον εἰς νοῦν : τοὺς ἐμοὺς οὗτος
συνοικῆσαι τῷ πάντων ἐχθίστῳ . ἔστι δὲ ταύτης καὶ ἡ Πολυξένη τῆς γνώμης . ὡς γὰρ ἐκ τῶν βασιλείων ἕτοιμος
4942334 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
4941466 σαυτης
ἢ ἐννοίᾳ ἢ πράξει : ἀντὶ τοῦ : κατὰ τὴν σαυτῆς καρδίαν καὶ τὸν λογισμόν . προσλήψῃ σχήσεις : τέκνοις
αὐτὴν συνείς : “ Ἀλλὰ σύ γε οὐδενὸς μετέχεις τῶν σαυτῆς , ἀλλ ' ἔοικας τοῖς ἐν γραφαῖς ἐσθίουσιν .
4930298 λαλεις
σιγὴν ἔχω ; γύναι , τί μοι τραχεῖα κοὐκ εἰθισμένως λαλεῖς ; ἄπολις ἄοικος , πατρίδος ἐστερημένος , πτωχὸς πλανήτης
. Οὐκὶ μὴ λαλῆσι σύ . Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν
4927011 θρηνουσα
χρόνον ὁ παῖς αὐτῆς ἄταφος μένει , βαρὺ ἀναστένουσα καὶ θρηνοῦσα εὖ μάλα λιγέως ὦ τέκνον εἶπεν , ἀλλὰ σὺ
: ἐμοὶ δὲ ἀποθανεῖν καλῶς ἔχει σωφρονούσῃ . Ταῦτα ἔλεγε θρηνοῦσα καὶ μηχανὴν ἐζήτει τελευτῆς . Ὁ δὲ Ἱππόθοος ὁ
4891076 ἐτολμησας
Θεμιστοκλέους - ⌋ βίου ἐπιλαμβάνεσθαι ⌊ - ⌋ ⌊ ⌋ ἐτόλμησας ⌊ σκέψαι ⌋ ⌊ ὦ Σώκρατες , τὰ ⌋
ἐπεθύμεις , ἀλλὰ τοῦ δοκεῖν ἐπιθυμεῖν τῶν λόγων . οὔκουν ἐτόλμησας οἰκέτην τῇδε καταλιπεῖν ἡμέραν μίαν . ἀλλ ' ἐγὼ
4886911 ἀπελευσομαι
, τῆς ἐμαυτῆς πόρτης . ἄπειμι ] ἀπέρχομαι . , ἀπελεύσομαι . καίτοι ] γρ . ” καὶ τοῦτο “
ἐκ θείας δοκιμασίας ἐλεούμενος ὕστερον ἐν ἑαυτῷ λέγει μικροψυχήσας : ἀπελεύσομαι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ διακρινοῦμαι τῷ θεῷ μου , ὅτι
4885954 βιαζομενης
ὁ Περσεὺς τὴν ] κεφαλὴν καὶ οὕτως ἀπελιθώθησαν . [ βιαζομένης ] γὰρ τῆς Δανάης [ ὑπὸ τοῦ Πολυδέκτου ]
θαλάττιον βίον ὑπολισθάνει , τῆς διδασκαλίας μὲν προαγούσης αὐτά , βιαζομένης δὲ τῆς φύσεως τῶν μητρῴων καὶ ἠθῶν καὶ ἐθῶν
4885204 οἰμοι
ἡδόμεσθ ' ἀγῶνι δυστυχεῖ δόμοις δισσῶν ἀδελφῶν μόρον ἀκούοντες σέθεν οἴμοι τὸ πᾶν δῆτ ' ἐσφάλημεν ἐλπίδων ται μέγα τείσασθε
τοῦ ἀπό τινος ἐσθίειν , ὡς Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει μου τὴν
4885000 συναλγων
Διῒ , καὶ οὐδὲν ὑπ ' αὐτοῦ δεινὸν πέπονθας ἐμοὶ συναλγῶν . Ἄλλως . ἐπαινῶ σε , φησὶν , ὅτι
. . ] Θαυμάζω σε πῶς οὐδὲν πέπονθας ὑπὸ Διὸς συναλγῶν μοι . ἌΛΛΩΣ : ζηλῶ σε , φησίν ,
4882166 εὐλαβουμαι
ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου , καὶ εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν
ῥήματα φοβοῦμαι , ὀρρωδῶ ὀκνῶ κατοκνῶ , δέδια δέδοικα , εὐλαβοῦμαι , ἐκπέπληγμαι , φρίττω , τρέμω , ἐπτόημαι ἐξεπτόημαι
4879922 ὀλωλα
πόνος δύεται εἰς ὄνυχα . οἴχομ ' , Ἔρωτες , ὄλωλα , διοίχομαι : εἰς γὰρ ἑταίραν νυστάζων ἐπέβην ἠδ
φασίν : τὴν θεράπαιναν δείκνυσιν : ὁ Πολυμήστωρ : † ὄλωλα κοὐδέν : ὄλωλα , φησὶν , ὑπὸ τῶν κακῶν
4875276 ὑβριζεις
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ '
4873792 ἑλκεις
εἴχετο χείλευς : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις , ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει ,
αὐτός φησι : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις ; ἔνιοι δὲ τὸ Σιμιχίδα ἐπώνυμον εἶναι λέγουσιδοκεῖ γὰρ
4870939 κοιμωμενη
: κέλευον ἐπικαθίσαι ὑπτίαν ἢ ἐπὶ κουρικοῦ βάθρου καθίσαι καὶ κοιμωμένη ἀπόνως ἐκβάλλει . [ κβʹ . Ἐκβόλιον ἀκίνδυνον ὥστε
ἥκοντα αὐτὸν οὐ προσίετο , ἀλλ ' ὑπὸ τοὐμὸν ἠγάπα κοιμωμένη χλανίσκιον τὸ λιτὸν τοῦτο καὶ δημοτικόν , καὶ τοῖς
4865514 ἐβαλες
, ἦ μάλα τοι τόδε κέρδιον ἔπλετο θυμῷ : οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον : ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός . ἦ
εἰς τὸν περὶ αὐτοῦ : εἴρηκε γὰρ ἔβαλε καὶ οὐχὶ ἔβαλες ὦ Πάτροκλε . . καί . αἰγανέηςταναοῖο : ἡ
4852964 φωνεις
, σάφ ' ἴσθι , λευσίμους ἀράς . σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ , κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός
. Τίν ' αὖ σὺ τήνδε πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις ἐλθοῦσα φωνεῖς , ὦ κασιγνήτη , φάτιν , κοὐδ ' ἐν
4851144 καμνω
] αὑτοῦ δυσθυμίαν εἰπόντος ὡς Βομβύκης ἐρῶ καὶ διὰ τοῦτο κάμνω τὴν ψυχήν , ὁ Μίλων προσπαίζων αὐτῷ τὴν φίλην
: ὡς δ ' ὅτε σῦν ἀκάμαντα . παρὰ τὸ κάμνω κάματος καὶ ἀκάματος . . . . , .
4848932 κεχηνας
Καὶ δῆτ ' ἐθαύμαζον πάλαι . Τί δῆτ ' ἄνω κέχηνας αἴκειαν βλέπων ; Ἀλλ ' ἢν μεθ ' ἡμῶν
μετὰ τὴν ἐν τῇ Σικελίᾳ συμφοράν . . . τί κέχηνας ὦ δύστηνε : Πρός τινα τῶν δημοσίων ὑπηρετῶν .
4847023 μοιχευει
παρὰ τὸν νόμον . ἔτι εἰ ὁ μὲν κέρδους ἕνεκα μοιχεύει καὶ προσλαμβάνει , ὁ δὲ ἡδονῆς ἕνεκα , καὶ
ἐπιθυμεῖ συνδυασθῆναι κόρῃ τινί , οὐ φανερῶς καὶ εὐθὺς αὐτὴν μοιχεύει , ἀλλὰ βουλεύεται πῶς ἂν μοιχεύσῃ αὐτὴν λάθρα ,
4838003 ὀλεκῃ
τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ; . ὀλέκῃ ] πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ .
οὕτως , εἰ δὲ βαρύνεται , οὕτω : τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ἀμπλακίας ] ἁμαρτίας ποινὰς
4834993 ἐπιτυγχανεις
ἐὰν θῇς παραβόλιον , ἀπολεῖται δ ἔχεις ἐλπίδα πίστεως ε ἐπιτυγχάνεις τῆς ἐπικλήσεως Ϛ γίνῃ ἐπίσκοπος ζ οὐ στρατηγεῖς νῦν
δ οὐ καταλλάσσῃ τοῖς κυρίοις ε δὸς τὰ γράμματα . ἐπιτυγχάνεις Ϛ οὐκ ἔχεις χρόνον ζωῆς ζ ἀνοίγεις ἐργαστήριον η
4831243 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
4827946 Παιζεις
, Σάτυρε , καὶ τὴν παροῦσαν τύχην . ” “ Παίζεις , ὠγαθέ : συγκαθεύδεις . ” “ Οἶδα μὲν
γυναῖκας . ” Καὶ ὁ Σωσθένης σπουδάσας εἶπε : “ Παίζεις ; ” “ Ποῖ παίζω ; ” ἔφη :
4827259 ἀκουσατ
? ? [ ] ? μοι τ [ [ ] ἀκούσατ [ ] ? [ ' ] ἄκραν ? [
δικάζειν δίκας . ὦ ' γαθοί , τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσατ ' , ἀλλὰ μὴ κεκράγατε . νὴ Δί '
4825547 Ἀκουσον
ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων : ἐπίταττε οὖν ὅτι βούλει . Ἄκουσον δή , εἰπεῖν τὸν Ἐρυξίμαχον . ἡμῖν πρὶν σὲ
δὲ σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς καταιθαλώσῃ σου Λικυμνίαις βολαῖς . Ἄκουσον , αὕτη : παῦε τῶν παφλασμάτων : ἔχ '
4814805 ποω
: ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . .
, ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο .
4813275 χρῃζεις
τε καὶ φυλάξεται στίβος : σὺ δ ' εἴ τι χρῄζεις , φράζε δευτέρῳ λόγῳ . Ἀχιλλέως παῖ , δεῖ
ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ σιγηλὸς εἶ . Τὴν αἰχμάλωτον
4805648 πεπονθα
. διότι . ἐχρῆν : Ἀντὶ τοῦ χρή . . πέπονθα : Ἔπαθα . . ἔπαθον . . δεινὰ :
προτέρων φρενῶν ἀπολειφθεὶς καὶ μανείς : † ἄλλως : τί πέπονθα ἀπολειφθεὶς τῶν πρὸ τῆς μανίας φρενῶν : † ἄλλως
4804142 Ἰησου
μοι ἐμφύει ψυχᾷ ῥυπαρᾷ : δὸς δὲ ἰδέσθαι , σῶτερ Ἰησοῦ , ζαθέαν αἴγλαν σάν : ἔνθα φανεὶς μέλψω ἀοιδὰν
δὲ ἐχαρίσω πνευματικὴν τροφὴν καὶ ποτὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου . Πρὸ πάντων εὐχαριστοῦμέν σοι ,
4800189 Σωστρατε
; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ '
' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον
4799522 Σινωνιδος
? ? τὴν ὀλίγην ἐκείνην κόμην . τί γὰρ ἔτι Σινωνίδος χρῄζεις ; ἔχεις κόρην κεκαρμένην ὡς ἐγώ , εὐτυχέστερον
παρὰ δύναμιν ἁμιλλώμενος ὡς ὁρᾷ τὴν [ χλαῖναν ] τῆς Σινωνίδος πόρρωθεν βοᾷ : ” μεῖνον Σινωνί : Σόραιχος ἐγὼ
4797504 Δαφνι
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος
4797369 σωματεμπορος
καὶ μὰ τὴν Ἶσιν πολύ σε ὠφελήσω . “ ὁ σωματέμπορος : ” καὶ τί με ἔχεις ὠφελῆσαι , ἵνα
δὸς ὃ θέλεις . “ δοὺς δὲ ὀλίγον τι ὁ σωματέμπορος ἠγόρακεν αὐτόν . Εἰσιὼν δὲ εἰς τὴν πόλιν εἰσήγαγεν
4796812 δυσερως
Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς ζάτεις ' : ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί . βούτας μὲν ἐλέγευ
γὰρ οἶμαι οὐδαμῶς . Ἀλλ ' οὗτος ἐναντίως τοῖς ἄλλοις δύσερώς ἐστι , καὶ ἀμφότερα βούλεται , τό τε ἀργύριον
4792758 ἀναβλεψας
σε ὁ Ἁβραὰμ ποιῆσαι αὐτῷ , ποίησον . καὶ πάλιν ἀναβλέψας Ἁβραὰμ , εἶδεν ἄλλους ἀνθρώπους καταλαλοῦντας ἑταίρους , καὶ
εἰς τὸν τόπον ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ θεός : καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν τόπον μακρόθεν „ . ὁ
4790880 ταλας
οἷς ἐποχοῦνται οἱ ναῦται . . τοιαῦτα μηχανήματ ' ἐξευρὼν τάλας ] προειπὼν καὶ ἀπαριθμησάμενος ὅσα καλὰ καὶ ἀγαθὰ μηχανήματα
. πρὸς αὐτὸν ἀπέτεινε τὸν λόγον : οἵων πραγμάτων ὁ τάλας ἐπιθυμήσας : οἴχῃ καὶ διέφθαρσαι ἀπὸ τοῦ τρίποδος δεξάμενος
4788054 Πατερ
Λέχριός γ ' ἐπ ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας . Πάτερ , ἐμὸν τόδ ' : ἐν ἁσυχαίᾳ Ἰώ μοί
Εἶπεν δὲ αὐτῷ ἡ ἄλλη θυγατὴρ ἡ λεγομένη Κασία : Πάτερ , αὕτη ἐστὶν ἡ κληρονομία ἣν ἔλεγες εἶναι κρείττονα
4786509 ἐφροντισα
εἰς τήνδε τὴν ὥραν χρόνον δόσιν θεῶν λογίων νομιστέον . ἐφρόντισα μέντοι καὶ τοῦ σωφρονίσαι τὸν ἄνθρωπον δῆσαί τε αὐτὸν
κατὰ πενίας † ταῦτ ' ἔχω ὅσς ' ἔμαθον καὶ ἐφρόντισα καὶ μετὰ Μουσῶν σέμν ' ἐδάην : τὰ δὲ
4784352 Κυριε
τηρήσῃς αὐτὰς κατὰ τὴν ἐμὴν ἐντολήν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ὃ ἐάν μοι ἐντείλῃ , φυλάξω αὐτό :
γενομένην διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ σωθῆναι . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ἐλπίζω ὅτι πάντες ἀκούσαντες αὐτὰ μετανοήσουσιν . πείθομαι
4784330 πεφευγε
, τάχα δὲ καὶ παρὰ Δημοσθένει πολλαχοῦ , Θουκυδίδης μέντοι πέφευγε τὸ εἶδος . Παραδείγματα δὲ αὐτοῦ λάβοι τις ἂν
καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε [ ] ἀνάλυσιν , φάσιν , κἀποκοπη μ ?
4780564 βιωσομαι
: καὶ γὰρ αὐτὴ τοῦτο κεκέλευκεν : ἐγὼ δὲ ἔρημος βιώσομαι , πάντων αἴτιος ἐμαυτῷ γενόμενος . ἀπώλεσέ με κενὴ
τοῖς θεοῖς : ἂν γὰρ πάθῃς τι , πῶς ἐγὼ βιώσομαι ; Πεῖραν ἐπεθύμουν θατέρου βίου λαβεῖν , ὃν πάντες
4776215 ᾐσθου
; Ἔπειτ ' οὐδ ' ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου ; Ὥστε καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο ἀγανακτήσαντι δήπου
ἵνα φυλάττῃ : εἰ δὲ τὴν πατρίδα πονηρὰν καὶ ἀχάριστον ᾔσθου , ἀκληρεῖν ἡγῇ σύ , ἀλλ ' οὐ χάριν
4775711 λαλησον
ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον ἢ Ἐβουσαῖον ἢ Χερσαῖον ἢ Φαρισαῖον . λάλησον ὁποῖον ἐὰν ἦς , ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον
” ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων : ἐγὼ κύριος , λάλησον Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου , ὅσα ἐγὼ λαλῶ πρὸς σέ
4771536 πεφευγεναι
ἐπὰν γὰρ τῇ ἐπαναφορᾷ τοῦ ὡροσκόπου ἀστὴρ ἐπῇ καὶ πρότερον πεφευγέναι αὐτὸν μηνύει , ἐν δὲ τῇ ἐπαναφορᾷ ληφθεὶς πάλιν
πόντον - ἐξίασι : νύχιον δὲ αὐτὴν φησὶ διὰ νυκτὸς πεφευγέναι : χρὴ νοεῖν ὅτι κατὰ τὸ σιωπώμενον εἰσελθοῦσα ἡ
4770301 φευγεις
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη .
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν
4765751 Ἐχθες
εἰς τὸν οὐρανόν , ἕως ξυνετρίβη τῆς κεφαλῆς καταρρυείς . Ἐχθὲς δὲ μετὰ ταῦτ ' ἐκφθαρεὶς οὐκ οἶδ ' ὅποι
οὕτω γὰρ ἔσῃ μιμούμενος τοὺς ἀγήρως θεούς . νθʹ . Ἐχθὲς συγκλείσας τὰ βλέφαρα ὅσον ἡσυχῆ σκαρδαμύξαι πολὺν ἡγούμην τὸν
4764379 ἐοικα
ἄμβροτος , οὐκέτι θνητὸς πωλεῦμαι μετὰ πᾶσι τετιμένος , ὥσπερ ἔοικα , ταινίαις τε περίστεπτος στέφεσίν τε θαλείοις : τοῖσιν
τὸ σχῆμα , καὶ σκέψαι μ ' ὅτῳ μάλιστ ' ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων . ὅτῳ ; δοθιῆνι σκόροδον
4759159 ἀφιξαι
, καὶ οὕτω δὴ σὺ ἀναλαβὼν τὸν λόγον δεῦρ ' ἀφῖξαι . Ὀρθότατα , εἶπον , ἐμνημόνευσας . Πάλιν τοίνυν
τῆς εὐεπείας οὕνεκ ' . Ἀλλὰ φράζ ' ὅτου χρῄζων ἀφῖξαι χὤ τι σημῆναι θέλων . Ἀγαθὰ δόμοις τε καὶ
4753310 Ἀγ
τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῦσθαι . Ἄγ ' εἶά νυν καὶ τὸν ὡραῖον θεὸν παρακαλεῖτε δεῦρο
διαφέρειν . Τῆς δὴ διαφορᾶς αὐτοῖν ἐπὶ θεωρίαν ἔλθωμεν . Ἄγ ' ὅπῃ σοι φαίνεται . Τῇδε δὴ ἄγω .
4750791 κρημνοποιον
[ ἀξύστατον ] ] ἄνισον . στόμφακα ] μεγαλορρήμονα . κρημνοποιόν ] σκληρολέκτην . ὀρεχθεῖν ] κινηθῆναι πρὸς ὀργήν .
καθάπτεται δὲ ὅμως αὐτοῦ λέγων ” στόμφακα “ καὶ ” κρημνοποιόν “ . πρῶτον ] εἶναι δηλονότι , τάττεσθαι δῆλον
4748369 βρεξω
σύνδεσμος , ἵν ' ᾖ οὕτως : νῦν τε γὰρ βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο ,
σῆς παιδός : νῦν μὲν γὰρ λέγων τέγξω , ἤγουν βρέξω , τοῖς δάκρυσι τοῦτο τὸ ὄμμα , πρὸς τάφῳ
4747446 παυσω
κλίνην , ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς τῶν ἐπὶ τῇ κόρῃ δακρύων παύσω . „ καὶ ἅμα ἤρετο , ὅ τι ὄνομα
δ ' ἐμὴ ἐμόν . ἐγὼ οὖν τὸ μὲν ἐμὸν παύσω ἐξ ἅπαντος , ἐπ ' ἐμοὶ γάρ ἐστιν :
4747009 κωκυτον
: μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . .
: μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . .
4742632 κλυουσα
τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός .
, γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι
4741803 πνευμ
Κρέον ; οὔπω λελήσμεθ ' : ἀλλὰ σύλλεξαι σθένος καὶ πνεῦμ ' ἄθροισον , αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ . κόπωι παρεῖμαι
: ἀλλὰ κἀκείνοισι ταῦτ ' ἐναντία . Οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ ' ἐναντιούμενον , ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ
4738349 Νικηρατε
τῆς κρίσεως διαλέγεται : Οἴει σὺ τοὺς θανόντας , ὦ Νικήρατε , τρυφῆς ἁπάσης μεταλαβόντας ἐν βίῳ , . :
. ἀλλὰ σὺ αὖ , ἔφη , λέγε , ὦ Νικήρατε , ἐπὶ ποίᾳ ἐπιστήμῃ μέγα φρονεῖς . καὶ ὃς
4737676 ὀδυρομενος
' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
ἐλθὼν καὶ μὴ εὑρὼν τοὺς βόας ἤρξατο θρηνεῖν καὶ κόπτεσθαι ὀδυρόμενος . ἡ δὲ γυνὴ εὑροῦσα αὐτὸν ὀλοφυρόμενόν φησι :
4732627 ἐπιχαρμα
, ὥσπερ καὶ οἱ καταγέλαστοι : τὸ γὰρ παρὰ Ποσειδίππῳ ἐπίχαρμα μοχθηρόν . Φιλωνίδης δὲ τὸν ἐπιχαίροντα ἐπιχάρτην εἴρηκεν :
; ἐξεπτοημένη γὰρ οὐ διακονεῖς μοι . τὸ δὲ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαι : καταγέλαστός εἰμι καὶ παρὰ σοί . .
4728942 δεσποτα
, ἀφύην , ἑψητόν . Ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος , δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ
. Ἡράκλεις καὶ κέντρ ' ἔχουσιν . οὐχ ὁρᾶις ὦ δέσποτα ; οἷς γ ' ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκηι τὸν
4727313 βαδιζε
σχῆμα καταφυλάξῃ . ἀλλ ' ὡς μάλιστα τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν βάδιζε . ἡμῖν δ ' ἂν αἰσχύνην φέροι πάσαισι παρὰ
καὶ τὸν Σπεκτάτον ἡγοῦ τάχιστα ὄψεσθαι . μεθ ' οὗ βάδιζε , πρὸς θεῶν , εἰς Ἰταλίαν , ὡς σοί
4725996 Ἰριδι
πορφυρᾶ ἢ κυανίζοντα ὁρᾶται , ὅθεν διὰ τὴν ποικιλίαν ἀπεικάσθη Ἴριδι τῇ οὐρανίᾳ . ῥίζαι δ ' ὕπεισι γονατώδεις ,
κορινθιουργεῖς καὶ ἰκριωτῆρες . ἀκτηρίδα δὲ τὴν βακτηρίαν Ἀχαιὸς ἐν Ἴριδι ὠνόμασεν : καλεῖται δὲ οὕτως καὶ τὸ τὸν ῥυμὸν
4725296 αἰπολειν
γνῷς οἷος ὢν ἐμὲ νουθετεῖς , τῆς παροιμίας σοι λεγούσης αἰπολεῖν . Σκόπει δὴ καὶ ἑτέραν ἀπολογίαν ἀνδρὸς σοφοῦ ,
εἶτα λιπογνώμονα . ποιμένες αἰπόλοι , ποίμνια αἰπόλια , ποιμαίνειν αἰπολεῖν , ποιμνῖται κύνες , αἰπολικοὶ κύνες . ἱπποφορβοί ἱπποφορβία
4720765 Οὐδαμως
τι τεχνικώτερον ἢ καὶ χαριέστερον εἶδος ἢ τὸ μιμητικόν ; Οὐδαμῶς : πάμπολυ γὰρ εἴρηκας εἶδος εἰς ἓν πάντα συλλαβὼν
, τόνδ ' εἶναι κληρονόμον , ἀλλὰ μὴ ἡμᾶς ; Οὐδαμῶς δήπουθεν . Πρὸς ἕνα δὲ τὸν πρῶτον τῶν συγγενῶν
4720596 καταγεις
ἀμφιπολεύεις , αἰνομόροις ψυχαῖς πομπὸς κατὰ γαῖαν ὑπάρχων , ἃς κατάγεις , ὁπόταν μοίρης χρόνος εἰσαφίκηται εὐιέρωι ῥάβδωι θέλγων †
αὐτῷ ἡ θεός : κοιμᾶσαι , ὦ βασιλεῦ , ὃς κατάγεις τὸ γένος ἀπὸ Αἰόλου ; ἄγε φίλτρον τόδε :
4718741 συμφοραισι
' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω [ ] δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς , τὸ μὲν ? [ ] βίαιον
πονηρῶς κερτομεῖ περὶ τούτων πυνθανομένη ὧν παροῦσα ὁρᾷ : ἐν συμφοραῖσι : τὴν ἀπολογίαν δι ' ἑνὸς ἐδήλωσεν ὀνόματος :
4718179 Ξανθιππη
. Οἷος ὁ Σωκράτης τὸ κῴδιον ὑπεζωσμένος , ὅτε ἡ Ξανθίππη λαβοῦσα τὸ ἱμάτιον ἔξω προῆλθεν : καὶ ἃ εἶπεν
βάλλει με φιλῶν σέ τις : ἀλλ ' ἐπίνευσον , Ξανθίππη : κἀγὼ καὶ σὺ μαραινόμεθα . Φασὶ δὲ καὶ
4714808 γινωσκεις
, Ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ πᾶν ὕφασμα : Ἐκ γεύματος γινώσκεις : Τὸν Αἰθίοπα ἐκ τῆς ὄψεως : Ἐκ τῶν
] πολλὰ εἴρηκας . ἐτητύμως ] ἀληθῶς . οἶσθα ] γινώσκεις . ἄλυξις ] ἐκφυγή . ξένοι ] ὦ .
4711657 Λακριτε
ψηφιεῖται εἰσαγώγιμον εἶναι , ἐμπορικὴν οὖσαν . ἔπειτα , ὦ Λάκριτε , σοὶ μὲν τοῦτο δίκαιον δοκεῖ εἶναι , ἐμοὶ
οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην ; δίδαξον , ὦ Λάκριτε , μόνον δίκαιόν τι λέγων καὶ κατὰ τοὺς νόμους
4710639 πειν
? . ] χρόνον ] ! θὲν τοῦτο ξίφοϲ ] πεῖν ? δέ ϲε ] ! ῆϲιν : κατέλιπον :
ἄλλων παρθένων τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν βωμὸν ἐκτείνασαν εἰ - πεῖν : Ἑστία τῆς Ῥωμαίων πόλεως φύλαξ , εἰ μὲν
4708610 Σφοδριας
τῷ κατὰ Μεγαρέων , εἰ γνήσιος . στρατηγὸς Λακεδαιμονίων ὁ Σφοδρίας . φησὶ δ ' αὐτὸν ὁ Καλλισθένης ἐν βʹ
ἔχων , καὶ ἐκέλευσε ξενικὸν προσμισθοῦσθαι . καὶ ὁ μὲν Σφοδρίας ταῦτ ' ἔπραττεν . ὁ δὲ Κλεόμβροτος ἀπῆγεν ἐπ
4706878 ὑπαγεις
η οὐκ ἀνοίγεις ἐργαστήριον θ σώζῃ τῆς ἀσθενείας ι οὐχ ὑπάγεις εἰς τοὺς ἁγίους τόπους α οὐ νικᾷς . σιώπα
γ πωληθήσῃ καὶ μεταμεληθήσῃ μηδὲν ὠφελῶν δ οὐ μενεῖς ὅπου ὑπάγεις : οὐ γὰρ συμφέρει ε λήψῃ ὀψώνιον μερικόν Ϛ
4706041 ζευχθεις
αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει Χαλύβῳ πελέκει τμηθεῖσα δοκοὺς καὶ ταυροδέτῳ κόλλῃ ζευχθεῖς ' ἀτρεκεῖς ἁρμούς . οὐκ εἶπεν ἀληθεῖς ἁρμοὺς ,
αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει Χαλύβῳ πελέκει τμηθεῖσα δοκοὺς καὶ ταυροδέτῳ κόλλῃ ζευχθεῖς ' ἀτρεκεῖς ἁρμούς . οὐκ εἶπεν ἀληθεῖς ἁρμοὺς ,
4704555 μογερα
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ]
4701427 βαβαι
: ὦδε : ἀβάλε : τὸ οὐαί : παπαί : βαβαὶ , οὐχ οὕτως ἔχοντα , διὰ τῆς αι διφθόγγου
ἔχω . Δημοσθένους γε καὶ ταῦτα , ὦ Ἀρχία . βαβαὶ τῆς ἀηττήτου ψυχῆς καὶ μακαρίας , ὡς ἀνδρεῖον μὲν

Back