. Στρατὸς δ ' ὅπως ὁρᾷ νιν ἐκπεπτωκότα δίφρων , ἀνωλόλυξε τὸν νεανίαν , οἷ ' ἔργα δράσας οἷα λαγχάνει | ||
. Ὅμηρος [ Ζ ] : ὀλολυγῇ πᾶσαι χεῖρας : ἀνωλόλυξε δὲ , ἀντὶ τοῦ ηὔξατο , μετ ' εὐχῆς |
βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο , ἔκλαυσα : ὡς φίλος φησὶ τὸ κερδᾶναι : κέρδος γὰρ | ||
πάντας θρηνοῦντας καὶ κλαίοντας καὶ κακὸν πένθος τοὺς ἁμαρτωλούς . ἔκλαυσα κἀγὼ ὁρῶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων οὕτως κολαζομένους . |
Θεύδοτε , κηδεμόνων μέγα δάκρυον , οἵ σε θανόντα κώκυσαν μέλεον πυρσὸν ἀναψάμενοι , αἰνόλινε , τρισάωρε , σὺ δ | ||
ἴδω : ἐὰν δὲ κεῖται , οὕτως συντακτέον : χρόνῳ μέλεον φυγάδα ὡς ἴδω : πληρώσαιμι : περιβάλοιμί τε τὰς |
ἰδὼν αὐτήν : αἱ δὲ λοιπαὶ αὐτῆς ἀδελφαὶ θρῆνον μέγαν ἐκώκυον ἐκ τῶν πολλῶν αὐτῶν ὀφιωδῶν * κεφαλῶν * ἐκπέμπουσαι | ||
μιν ἐσέδρακε νοστήσαντα . Ἀμφὶ δέ μιν Νύμφαι μέγ ' ἐκώκυον , οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτοῦ εἰσέτι που μέμνηντο |
] πρὸς τὴν ὑποληφθεῖσαν αὐτῷ φαντασίαν τοῦτο λέγει . . δύσποτμον ] δυστυχῆ . τὸ δύσποτμον οὐ πρὸς τὸν δεσμώτην | ||
γε δόλος ἔσχ ' ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς : στυγερὰν ἔχε δύσποτμον ἀρὰν ἐπ ' ἄλλοις : καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο |
οἷον κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα . διὰ γὰρ τοῦ πόρσυνε καὶ τόδε ἀκουστέον . ἐκείνου δὲ τοῦ ἔπους μέμνηται | ||
Πότμον : μοῖραν . ἕτερος : ἕτερος δ ' ἑτέρῳ πόρσυνε καὶ ηὐτρέπισεν ἑαυτὸν ἐδωδὴν , τουτέστι τρώγεται ὑπ ' |
ἐριαύχενας εἴρυσε πώλους : οἳ δὲ θυελλήεσσαν ἐπιστήσαντες ἀνάγκην ἱστάμενοι σκιρτῶσι μεμηνότες : ἔξοχα δ ' ἄλλων δεξιὸς ἀσθμαίνων καὶ | ||
ἐπίτασιν : πελάσαντα γοῦν τῷ τόπῳ καὶ πλησθέντα τοῦ κράματος σκιρτῶσι πρῶτον ὥσπερ χορεύοντα , εἶτα καρηβαρήσαντα νεύει πρὸς γῆν |
ἑταίρους Ἡρακλέης δίψῃ κεκμηότας . ἀλλά μιν εἴ πως δήοιμεν στείχοντα δι ' ἠπείροιο κιόντες . ” Ἦ : καὶ | ||
Ἔχεις τι κεἰσήκουσας ; ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά ; Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος , |
[ ! ! ! ! ] ! ! ! [ οἴκτωι τὸ μιϲοῦν ὡϲ ϲεαυτο ? ! ! ! ! | ||
ἐπιλιπεῖν αὐτὸν τὰ ἐπιτήδεια . τὸν μέντοι πανδοχέα , εἴτε οἴκτωι τοῦ ἀνθρώπου εἴτε καὶ ἀποδοχῆι , πάντα παρασχέσθαι , |
ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . λίσσομαι , εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός | ||
ἀκουήν . ἀλλ ' ἄγε μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον |
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ | ||
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν |
ὦνδρες , αὐτοὶ δὴ μόνοι λαβώμεθ ' οἱ γεωργοί . Χωρεῖ γέ τοι τὸ πρᾶγμα πολλῷ μᾶλλον , ὦνδρες , | ||
λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς |
ἐπιλείποι : ὅτι φωνὴν μὴ ἔχει . πλανηθεὶς ὁ κόραξ ἔκραξεν καὶ τυρὸν κατέβαλεν , ὃν ἥρπαξεν ἡ ἀλώπηξ καὶ | ||
εἰς εἱρκτὴν αὐτὸν ἀπαχθῆναι κελεύει . ἀπαγόμενος τοίνυν ὁ Αἴσωπος ἔκραξεν : „ ὁρᾷς , ὦ στρατηγέ , ὅπως ὀρθῶς |
Καδμῖλος λέγεται ὁ Ἑρμῆς παρὰ τοῖς Τυρσηνοῖς . . † ἤρτυσε . τὸν δὲ λοῖσθον : παίζει ὁ Λυκόφρων εἰς | ||
ἐν ἑαυτῷ : ” τί ποτέ μοι πάλιν ὁ Αἴσωπος ἤρτυσε ; “ καί φησι ” κυρία , ἐγὼ πέπωκα |
τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο | ||
νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα |
προφητεύειν ἑαυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τῷ στέρνῳ τρίποδος συνιέντα . γεγωνότερον γὰρ οὕτω καὶ ἀληθέστερον τὰ λόγια ἐκδώσει : ὅθεν | ||
' ἔβαλες : ἀγρίως βοήσασα . τὸ γὰρ ὦ τάλας γεγωνότερον εἶπεν ὁ χορός : θωΰξασα : θηριώδει βοῇ χρησαμένη |
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς . | ||
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων |
, οἷον : ἀμφ ' † Ἀργανθώνιον ὄρος προχοάς τε Κίοιο . . . . ἀργεστής : ὀξύνεται , καὶ | ||
Κιανίδος ἤθεα γαίης / ἀμφ ' Ἀργανθώνειον ὄρος προχοάς τε Κίοιο . τοὺς μὲν εὐξείνως Μυσοὶ . . . δειδέχατ |
δόρυ . κἀνταῦθ ' ὁ πρέσβυς Ὕλλον ἐξορμώμενον ἰδών , ὀρέξας ἱκέτευσε δεξιὰν Ἰόλαος ἐμβῆσαί νιν ἵππειον δίφρον . λαβὼν | ||
ὑπὲρ μεγακήτεος ἵππου εὔχετ ' ἐπ ' ἀκαμάτῳ Τριτωνίδι χεῖρας ὀρέξας : Κλῦθι , θεὰ μεγάθυμε , σάου δ ' |
καταντίον ἄρσενος αἴγλης μαρμαρυγὴν ἥρπαξεν : ἀπ ' αὐτογόνου δὲ λοχείης πλησιφαὴς ἥβησεν ἐϋτροχάλοισι προσώποις . καὶ Φαέθων μαίωσε καὶ | ||
πυριτρεφέων ἀπὸ κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα |
κούρης . αὐτὴ δ ' , ὡς συνέηκε πόθον δολόεντα Λεάνδρου , χαῖρεν ἐπ ' ἀγλαΐῃσιν : ἐν ἡσυχίῃ δὲ | ||
λύχνον ἄπιστον ἀπέσβεσε πικρὸς ἀήτης καὶ ψυχὴν καὶ ἔρωτα πολυτλήτοιο Λεάνδρου . Ἡ δ ' ἔτι δηθύνοντος ἐπαγρύπνοισιν ὀπωπαῖς ἵστατο |
εἰς δὲ τὴν βαθεῖαν ταύτην χώραν , ὁμώνυμον αὐτῆς , πλανωμένη κατὰ τοὺς ἄνδρας ἢ ἀνθρώπους τούτους παραγίνεται , οὐ | ||
. . μογοῦντι ] κακοπαθοῦντι . ταυτά ] ὅμοια . πλανωμένη ] προσερχομένη μετὰ πλάνης . . πρὸς ἄλλοτ ' |
ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἑζέσθην , Τρώων δὲ πρὸς οὐρανὸν εὐρὺν ἄερθεν . Ἡ ἑξὰς πρώτη τέλειος : τοῖς γὰρ αὑτῆς | ||
. Ἄερθεν : ἀείρω ἀερῶ ἄερκα ἄερμαι ἀέρθην ἀέρθησαν καὶ ἄερθεν , ὡς τὸ κόσμηθεν , . , . * |
πένθος λέγει : Ἰλιὰς γὰρ κακῶν ἡ παροιμία φησί . πολύθρηνον ] αἰῶνα πολύθρηνον καὶ μέλεον αἷμα ἀνατλᾶσα . ἔθρεψεν | ||
γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον , |
ἄνθος ἀτιζόμενος πώλων , Σιμόεντι δ ' ἐπ ' εὐρείται πλάταν ἔσχασε ποντοπόρον καὶ ναύδετ ' ἀνήψατο πρυμνᾶν καὶ χερὸς | ||
Ἰὼ γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας , ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν , σέ τοι , σέ τοι μόνον δέδορκα πημονὰν |
ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα καὶ δέσποτα , ἀπείληφά σε πολλὴν γῆν | ||
ἠνιᾶτο ὥσπερ εἰκὸς ἐπὶ τούτοις ἡ Ἀσπασία καὶ ἀπελθοῦσα ἔξω ἔκλαεν : ἔχουσα δ ' ἐν τοῖς γόνασι κάτοπτρον καὶ |
τὸν φασὶ Διὸς ῥυτῆρα γενέσθαι , Ζηνὸς μὲν ῥυτῆρα , Τυφαόνιον δ ' ὀλετῆρα . κεῖνος γὰρ δείπνοισιν ἐπ ' | ||
. Τυφαόνιον : τοῦ Τυφῶνος . ὀλετῆρα : φθορέα . Τυφαόνιον δ ' ὀλετῆρα : φύλακα τοῦ Τυφῶνος τοῦ κατοικοῦντος |
καὶ κελεύσαντος ὁρᾶν αὐτὸν ἐς τὸν ἁπάντων ἀνθρώπων θεόν , ἀνέσχεν ὁ Ἀπολλώνιος τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐς τὸν ὄροφον ἐνδεικνύμενος μὲν | ||
ἐμοῦ δὲ ταῦτα λογιζομένου καὶ σκεπτομένου κατὰ τὴν φρένα αὐτόθι ἀνέσχεν καταντικρὺ ? [ ] ? ? ? ἐμοῦ ? |
τῆσδ ' ἀφικοίμεθα σὺν τοῖσδ ' ἱκετῶν ἐγχειριδίοις , ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν ; ὦ πόλις , ὦ γῆ , καὶ λευκὸν | ||
τροφή , τίνας ποθ ' ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι ; Πόλις δ ' ὁμοῦ μὲν θυμιαμάτων γέμει |
. ὁ δὲ νοῦς : δι ' ἀνάγκην τέως τοῦτον ἐζώσατο μὴ ἔχουσα πολυτελέστερον . Γ πῶς οὖν ξυνοίσει Γ | ||
τὸ σχοινίον καὶ τὸν σάκκον ἐκ τῆς ὀσφύος αὐτῆς καὶ ἐζώσατο διπλῆν ζώνην λαμπρὰν τῆς παρθενίας αὐτῆς , μίαν ζώνην |
, οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην ; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας ; καλῶς γ ' ἂν οὖν δέξαιντό μ | ||
διαὶ πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ φόβον φέρουσιν μαθεῖν . ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι : τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα |
ἐνταῦθα τὸ πάντα ἤγουν κατὰ πάντα τὰ ποικίλα ἐσθήματα . εὐφρόνως ] φρονίμως . λόγοις ] ἐν . κλύων ] | ||
' αὐλῶν δονέονται : δάφνᾳ τε χˈρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως . νόσοι δ ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ |
ὁρῶ πελάτας ξείνους Δωρίδι πέπλων ἐσθῆτι σαφεῖς πρὸς τούσδε δόμους στείχοντας ἐρῆμον ἀν ' ἄλσος ; ὡς ἐχθρὸν ἀνθρώποισιν αἵ | ||
εἶπαν ἐπ ' ὅρκου καὶ δὴ δοκέειν εἶναι ἐν Ὀρεσθείῳ στείχοντας ἐπὶ τοὺς ξείνους : ξείνους γὰρ ἐκάλεον τοὺς βαρβάρους |
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν | ||
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν |
δίφρου . ἠὼς δέ ἐστιν ἡ πρὸ τῆς ἀνατολῆς ἡλίου λάμπουσα . ἔνιοι δὲ μονόπωλον οὐχὶ τὴν ἕνα πῶλον ἔχουσάν | ||
με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις . ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικορύφων σέλας ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου , |
μηδὲ ἀκούειν : ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων εἰδωλολατρία γεννᾶται . Τέκνον μου , μὴ γίνου ψεύστης , ἐπειδὴ ὁδηγεῖ τὸ | ||
τέκνον , ἥκεις ; Ὦ πάτερ δύσμοιρ ' ὁρᾶν . Τέκνον , πέφηνας ; Οὐκ ἄνευ μόχθου γέ μοι . |
. . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα | ||
Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει . |
συγκατατίθεσθαι ὁ Πίνδαρος ταύταις ταῖς αἰτίαις , ἀλλ ' ὅτι τιμήσων ἦλθε τὸν θεόν . ἔλασεν ἀντιτυχόντ ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ | ||
ὄντα ἑαυτῷ οἷον ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῖ , ὡς τιμήσων τε καὶ ὀργιάσων . οἱ μὲν δὴ οὖν Διὸς |
ἵκανε , νεῖκος Ὀδυσσῆος καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος , ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ ἐκπάγλοις ' ἐπέεσσιν , ἄναξ | ||
χαλεπώτατα , κακῶς . κύντερα : ἀσθενέστερα , χαλεπώτερα . δηρίσαντο : ἐπολεμήθησαν , ἐμαχέσαντο , ἐφιλονείκησαν , ἐτιμωρήθησαν . |
κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι , δραστικώτεροι ἂν ῥηθεῖεν | ||
τὴν πέψιν , ἀλλὰ πρὸ ὥρας ἐπεγειρομένη καὶ πλημμελῶς ἐνεργοῦσα ἐπεγείρεται καὶ ἀποκρίνει τὸ λόγῳ τροφῆς φερόμενον , καὶ ποιεῖ |
στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων [ πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων ] . Ἑρμείαν δ ' ἐρέεινε Καλυψώ | ||
στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων ] πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων . ἀγχοῦ δ ' ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα |
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον | ||
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει : |
κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων , λίμνη τε κελαινή ἀνδέχεται : παταγεῖ δὲ παρ ' ὄχθαισιν ποταμοῖο δένδρεα | ||
, οὐδ ' ἐπὶ μῶλον δηθύνει , θαλάμης δὲ διαΐξασα κελαινή , αὐχένα γυρώσασα , χόλῳ μέγα παιφάσσουσα ἀντιάᾳ : |
καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν . ἀλλ ' ἄγε νῦν ἐπίμεινον , ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο , ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός | ||
καὶ μέλλοντα τὸν αὐχένα ὑποβαλεῖν , μακρόθεν Αἴσωπος κέκραγεν ” ἐπίμεινον , δέσποτα . “ ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν |
πρεσβῦτις δὲ Ἑστίαν : τρεῖς γυναῖκες Μοίρας , ὅταν ὦσιν ἐνδεδυμέναι : γυμναὶ δὲ Ὥρας , λουόμεναι δὲ Νύμφας . | ||
. ὑπενοήθησαν εἰς ὄψιν ἡμετέραν ἐλθεῖν . εὐείμονε ] καλὰ ἐνδεδυμέναι ἱμάτια . πέπλοισι ] ἐνδύμασι . ἠσκημένη ] κεκοσμημένη |
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας | ||
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος |
χάριν . λιτανεύω , ἑκαβόλε , Μοισαίαις ἀνατιθεὶς [ ] τέχναισι [ ] ? ? χρηστήριονπωλοντι ! [ ! ] | ||
πολεμίᾳ χερὶ προστραπών Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος : τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον |
τὸ τέτυκται , ὅτ ' ἄγγελος αἴσιμα εἰδῇ . ἤματος ἀνομένοιο : τῆς ἡμέρας ἐπὶ δύσιν ἀνυομένης . πείσματα : | ||
λόφον τουτέστι τὸν τράχηλον : ἢ ἀναπαυσόμενος . νέον ἤματος ἀνομένοιο : ὑπὸ τὴν πρωίαν , αὔξησιν τῆς ἡμέρας λαμβανούσης |
πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος . Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου , Ῥαφαήλ , καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλ : χερσὶ | ||
τὰς ἁμαρτίας πάσας . Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους , ἐπὶ τοὺς κιβδήλους καὶ τοὺς |
παρὰ τὸ λείβω τὸ καταστάζω : δερκέσκετο δάκρυα λείβων . λειβὼν καὶ λειμών . ἔστιν δὲ περιεκτικὸν ὡς καὶ τὸ | ||
παρὰ τὸ λείβω τὸ καταστάζω : δερκέσκετο δάκρυα λείβων . λειβὼν καὶ λειμών . ἔστιν δὲ περιεκτικὸν ὡς καὶ τὸ |
. . . Ἀχρής : οἷον : ἀχρὴς δ ' ἀνέπαλτο . ἔστιν ἄχρους καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τῆς ου διφθόγγου | ||
ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον δῦ , σὺν |
ἐθέλουσα , τόσην δ ' ἀνενείκατο φωνὴν θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ : Ξεῖνε , τί μαργαίνεις ; τί με , | ||
, ὅπῃ ποτὲ Σηστιὰς Ἡρὼ ἵστατο λύχνον ἔχουσα καὶ ἡγεμόνευε Λεάνδρῳ : δίζεο δ ' ἀρχαίης ἁλιηχέα πορθμὸν Ἀβύδου εἰσέτι |
τόπους , ὢν ἰὲ Παιάν . Ἀλλ ' ὦ Παρνασσοῦ γυάλων εὐδρόσοισι Κασταλίας νασμοῖς [ ] σὸν δέμας ἐξαβρύνων , | ||
νῦν δ ' οὔτε μ ' ἐκ Δωδῶνος οὔτε Πυθικῶν γυάλων [ ] τις ἂν πείσειεν καὶ τὸν ἐν Δωδῶνι |
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . [ ] λὲς δὲ χειρὶ πάλλων | ||
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Ἀλλὰ δέχεσθε Βακχιάσταν [ - ] |
δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ ' | ||
οὐκέτι μοι ἐλπίδες τοῦ ζήσεσθαι τοὺς παῖδας : θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον : θάνατον , φησὶ , μᾶλλον περιθήσεται ἢ |
τί μάντεως ἔδει ; Καὶ τοὺς ἁλιέας εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλῶ . ἀπελευθέρων ὀψάρια θηρεύουσί μοι , τριχίδια καὶ σηπίδια | ||
εἰπέ , τὸν ξυνήγορον ; Ἄρας μετέωρον εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλῶ , ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον . Τουτὶ μὲν |
ἀνεῖλεν ὁ Κάδμος : ὡς καὶ ἀνωτέρω [ ] Παλλάδος φραδαῖσι : κατήνυσας ἐφόνευσας : ἐν περιφράσει τὸν Κάδμον : | ||
ὠλένας † δικὼν † βολαῖς : δίας ἀμάτορος † Παλλάδος φραδαῖσι † γαπετεῖς δικὼν ὀδόντας ἐς βαθυσπόρους γύας : ἔνθεν |
, κονίην δ ' ὑπέρεπτε ποδοῖιν . Πηλεΐδης δ ' ᾤμωξεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν : Ζεῦ πάτερ ὡς οὔ | ||
: ἐπικαλοῦνται γὰρ τοὺς ἀποθανόντας οἱ κλαίοντες , οἷον „ ᾤμωξεν δ ' ἄρ ' ἔπειτα , φίλον δ ' |
ποτνία , ἀγαλοῦμεν ἡμεῖς ἀεί . Ἕρμιππος Ἀρτοπώλισι φέρε νῦν ἀγήλω τοὺς θεοὺς ἰοῦς ' ἐγὼ καὶ θυμιάσω τοῦ τέκνου | ||
. καὶ Ἕρμιππος Ἀρτοπώλισι [ . ] : φέρε νῦν ἀγήλω τοὺς θεοὺς ἰοῦς ' ἐγώ . δηλοῖ καὶ τὸ |
ὑμῶν ἥκοντα χρήματα ἀνείργει καὶ ποιεῖ πολλάκις ἀπὸ τοῦ λήμματος ἀποστρέφειν , καὶ τὸ ψήφισμα τοῦ δήμου , τὸ ζητεῖν | ||
δ ' αὐτὸς καὶ πρὸς τὸ πρόσωπον προσπτύειν . καὶ ἀποστρέφειν τὰς χεῖρας . Πλάτων . πατῶν ἐμπηδῶν , πλήττων |
ἀνασπᾷ τὴν ταπεινοτέραν , οὕτω καὶ οἵδε πρὸς τὴν κλεῖν ἀνέλκουσι τὴν πρώτην πλευράν . Τῶν τοῦ θώρακος μυῶν οἱ | ||
τὸ κενόν , καὶ κατ ' αὐτοῦ βαίνοντες ἀποδιδράσκουσιν . ἀνέλκουσι δὲ καὶ ἐκεῖνον οὕτως . ἄνωθέν τις τὸν πόδα |
ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία . Ταχὺ τῶν ἐρίων καὶ τῶν ἀνθῶν τῶν παντοδαπῶν κατάγωμεν . | ||
καὶ τῶν ἄλλων πολλοῖσιν ὀρθοστάδην καὶ ἐπὶ τῶν νουσημάτων . Ταχὺ δὲ καὶ μεγάλη τις ἡ μεταβολὴ τουτέοισι πάντων ἐγίγνετο |
τότε θοὰν νύμφαν ἄγαγες ἀπ ' αἰπεινᾶς τάνδ ' Οἰχαλίας αἰχμᾷ . Ἁ δ ' ἀμφίπολος Κύπρις ἄναυδος φανερὰ τῶνδ | ||
διηίστωσεν . Τίς θυμός , ἢ τίνες νόσοι τάνδ ' αἰχμᾷ βέλεος κακοῦ ξυνεῖλε ; Πῶς ἐμήσατο πρὸς θανάτῳ θάνατον |
, οὐ μακροῦ χρόνου . Ὕπεστί μοι θράσος , ἁδυπνόων κλύουσαν ἀρτίως ὀνειράτων . Οὐ γάρ ποτ ' ἀμναστεῖ γ | ||
. δωμάτων ἄτιμα ] ἀπεσπασμένους καὶ φυγαδευθέντας τῶν οἴκων . κλύουσαν ] ἀντὶ τοῦ κλυούσηι . καὶ τότε ] ὅτε |
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [ | ||
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . . |
ἄρα τλήμων ἄγονον γόνον , αὐτὰρ ὅ γ ' αἶψα αἰνόγαμος κακόλεκτρος ἀμήτορα μητέρα δειλήν , ὕψι μάλ ' ἠέρθησαν | ||
ἄγων Λακεδαίμονος ἄπο λέχεα σέθεν , ὦ Ἑλένα , Πάρις αἰνόγαμος πομπαῖσιν Ἀφροδίτας . πολλοὶ δ ' Ἀχαιῶν δορὶ καὶ |
τὰς τῶν δεσμωτῶν κακουχίας . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν δεσμευθέντων ἀφύκτως . Διὰ φρατόρων κύων : ἐπὶ τῶν ὅπου μὴ | ||
χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον σφυρὸν ἤτοι ἀστράγαλον καὶ πόδα τοῦ ὀρχηστοῦ καὶ |
, ὥστε περιττεύειν τινὰ μέρη αὐτοῦ καὶ ὑπερκεῖσθαι . ἃν πλαγαὶ σιδάρου : ἥντινα τὴν ναῦν συνεπέρανον αἱ τοῦ σιδήρου | ||
ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει , τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου . μακˈρά μοι νεῖσθαι κατ ' ἀμαξιτόν : |
, ἐκτρεπόμενος εἴ πού τις ὑπαντήσειν ἔμελλε , καὶ ταῖς ἐναύλοις μνήμαις τῶν κακοπραγιῶν διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήν , | ||
ἐκ τοῦ ἕλκω ἑλκήσω ὁμηρικῶς . Πέλωρα : μέγιστα . ἐναύλοις : στενοῖς , στενώμασιν . Ὠμοφάγων : θηρίων . |
καιρὸν τῆς αὐτοῦ τελευτῆς μυκήσασθαι μὲν πρῶτον τὴν θάλασσαν ὥσπερ ὀδυρομένην , εἶτα μέχρι τοῦ Ῥοιτείου ἐφ ' ἱκανὸν διάστημα | ||
δὲ κούρη ἴαχε θαμβήσασα καὶ ἀχνυμένη περ ἐοῦσα : χθιζὸν ὀδυρομένην με δόμων ἔκτοσθε φυγοῦσα κάλλιπες ὑπνώουσαν ὑπὲρ λεχέων γενετῆρος |
κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθοιμεν δώροισίν τ ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν . καὶ πείθεται τούτοις ὁ Ἀγαμέμνων . οὗτός σοι | ||
' ἐξ ὀρέων ὑποδείελος ἠχηέντων μουνάξ , οὐδέ τεῳ ἐπεμίσγετο μειλιχίοισιν : ἀλλ ' ὁπότ ' ἀνθρώπων μεγάλας πλήσαιτο κολώνας |
πνεῦμα πρῶτον μὲν † ἀπὸ τοῦ ἐν οἷς γίνεται προσημαίνειν ἠχοῦντος , εἶτα τὸ περὶ τὸν ἥλιον πάθος : ἀμαυρότερον | ||
τοῦ κτύπον ἐν τῷ ὄρει ἐγείροντος τῇ φορᾷ ἢ τοῦ ἠχοῦντος ἐν τῷ ὀρούειν καὶ ὁρμᾶν . θΞ ὀροκτύπου ] |
, παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις . ἴθι : | ||
. Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ πενθετήροισι [ |
] ᾄσας . θ ἐπεξιακχάσας ] πρὸς θεοὺς ὕμνον . ἐπεξιακχάσας ] μετὰ χαρᾶς ᾄσας καὶ καυχασμοῦ . ἐπεξιακχάσας ] | ||
τύχας : πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί , ἁλώσιμον παιῶν ' ἐπεξιακχάσας , σοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλας , ἢ |
ἀμφί . ἀμφί : ἀμφοτέρωθεν . Καταΐγδην : συντόμως . ἐλόωντες : τύπτοντες . Λέλησται : ἐπιλάθεται . Γενύεσσι : | ||
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' Ἠελίοιο βοῶν ἐλόωντες ἀρίστας : ἀλλ ' ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ |
τῶν γάμων αὐτῆς Ἡρακλῆς πρὸς Ἀχελῷον ἐπάλαισεν . ἐγέννησε δὲ Ἀλθαία παῖδα ἐξ Οἰνέως Μελέαγρον , ὃν ἐξ Ἄρεος γεγεννῆσθαί | ||
δὲ Εὐφορίων „ οὐ γὰρ Ἀλήσιοί ἐστε „ φησίν . Ἀλθαία , πόλις Ὀλκάδων . οἱ δὲ Ὀλκάδες ἔθνος Ἰβηρίας |
' ἄγεθ ' , ὑμῖν τεύχε ' ἐνείκω θωρηχθῆναι ἐκ θαλάμου : ἔνδον γάρ , ὀΐομαι , οὐδέ πῃ ἄλλῃ | ||
μεταπέμπεται . ἔθος δ ' εἶχεν αὐτῇ προσιέναι ἅτε τοῦ θαλάμου φύλαξ , ἔτι τε καὶ ἐπὶ συνουσίᾳ αὐτοῦ διεβάλλετο |
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι | ||
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι . |
περιγράψασθαι περιγράψαι , σκιὰν ὑποβαλέσθαι , σκιὰν περιενεγκεῖν , σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι | ||
Ἱστορεῖται τοίνυν ὁ μὲν Λυσίας καλλιεπείᾳ τῶν καθ ' αὑτὸν ὑπερενεγκεῖν , ἐρᾶν δὲ τῶν παίδων τὸν ἀκόλαστον ἔρωτα , |
; Νῦν δὲ σὺ μὲν νέος ἐσσὶ καὶ οὔ πω δήια ἔργα οἶδας ἅ τ ' ἀνθρώποισιν ἀλάλκουσιν κακὸν ἦμαρ | ||
ἀνήιεν οὐκ ἐθέλουσα . Καὶ τότε Τρῶες ἕσαντο περὶ χροῒ δήια τεύχη , τοῖσι δ ' ἅμ ' Αἰθίοπές τε |
τὸν δὲ Καλλίξενον προσεκαλέσαντο παράνομα φάσκοντες συγγεγραφέναι Εὐρυπτόλεμός τε ὁ Πεισιάνακτος καὶ ἄλλοι τινές . τοῦ δὲ δήμου ἔνιοι ταῦτα | ||
νεκρὰν ἄνθρωπον ζῶσαν , φησὶν ὅτι θυσίαν συνετέλει πρὸς τῷ Πεισιάνακτος ἀγρῷ . συνεκέκληντο δὲ τῶν φίλων τινές , ἐν |
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : | ||
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα |
. δράτω πόλις : ὃ βούλεται ποιείτω εἰς τοὺς κλαίοντας Πολυνείκη . δράτω ] ὃ βούλεται ἡ πόλις ποιείτω εἰς | ||
Χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς τὸν πρόσθε γεννηθέντα Πολυνείκη θρόνων ἀποστερίσκει κἀξελήλακεν πάτρας . Ὁ δ ' , |
τοῦ παρόντος γένωμαι , λαβὲ τὰ ψηφίσμαθ ' ἃ τοῖς Θασίοις καὶ Βυζαντίοις ἐγράφη . λέγε . Ἠκούσατε μὲν τῶν | ||
. . . . . . . . . . Θασίοις οἰναρίοις καὶ Λεσβίοις τῆς ἡμέρας τὸ λοιπὸν ὑποβρέχει μέρος |
ἄνθος δηλοῖ ἱμάτιον , δέρμα ' . . . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ | ||
. . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ τοῦ τὸ κάλλιστον τοῦ ὕπνου ἀπανθίζῃ καὶ |
ἡ καθεκτικὴ δύναμις , διὰ πλημμελῆ βλάβην , πρὸ πέψεως ἐπεγειρομένη καὶ ἐξεῶσα πρὸ τοῦ δέοντος καιροῦ . ἢ διὰ | ||
τὰ ἔντερα καὶ δάκνουσι καὶ ἀνιῶσι , καὶ πρὸ ὥρας ἐπεγειρομένη ἡ ἀποκριτικὴ δύναμις ποιεῖ τὴν διάρροιαν . ἢ καὶ |
ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν . φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θˈρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατˈρίων οἴκων ἀπό τ ' Ἄργεος : ἀρχοὶ | ||
περσέπολιν κλήιζω πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε |
' ἐφηψάμαν ἅμα . δεινότατον παθέων ἔρεξα . λαβοῦ , κάλυπτε μέλεα ματέρος πέπλοις καὶ καθάρμοσον σφαγάς . φονέας ἔτικτες | ||
, δαιόμενος Νύμφης κυανώπιδος Ὠκεανίνης : δήθυνεν δὲ πάγοισι , κάλυπτε δ ' ἐρίσπορον αἶαν οὔτι θέλων προλιπεῖν δυσέρωτα πόθον |
ἄραξε καὶ οὐκ ἐφράσσατο πέτρην : ἤθελεν ὀρφναίων γυάλων κληῖδας ἀνεῖσα , ἐκ χθονίων Τιτῆνας ἀναστήσασα βερέθρων οὐρανὸν ὑψιμέδοντος ἀιστῶσαι | ||
ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης , αὐτίκα μοι σπεύδοντι πολὺν διὰ μῦθον ἀνεῖσα ἔννεπε , Καλλιόπεια , καὶ ἀρχαίην ἔριν ἀνδρῶν κεκριμένου |
τοῦ εἰς . . . πορεύσομαι , μεταχειρίζομαι . , μετελεύσομαι ἐν μεταχειρίσει , ἀποπορεύσομαι , εἶμι δὲ πρὸς αὐτὸν | ||
ὑπόκειται συνέταξα τὸ βιβλίον μηδενὸς καταφρονήσας λόγου . νῦν δὲ μετελεύσομαι ἐπὶ τὰς τοῦ Κυρανοῦ ἑτέρας βίβλους , ὅπως καὶ |
' αὐτοὺς εὐτρεπεῖς ὄντας οἱ Τυρρηνοὶ πρὸς τὸν ἀγῶνα σφόδρα ἐχάρησαν , ὡς ἑνὶ τῷ τότε κινδύνῳ κατὰ νοῦν χωρήσαντι | ||
πιστόν . οἱ δὲ περὶ τὸν Παραίβιον , φησίν , ἐχάρησαν ἰδόντες τοὺς ἥρωας . αὐτός : ὁ Φινεὺς δηλονότι |
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α | ||
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α |
: ] ! ατ ? ! [ ἡ δ ' εὐπάτειρα φιλόγελώϲ ⌋ τε ⌊ παρθένοϲ Νίκη μεθ ' ἡμῶν | ||
? ? ? πάντες [ ἐπικροτήσατε : ἡ δ ' εὐπάτειρα φιλόγελώς τε παρθένος Νίκη μεθ ' ἡμῶν εὐμενὴς ἕποιτ |
πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε . θεὸς | ||
δ ' ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ ' Ἀθήνην , δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην , πότνιαν , ᾗ κέλαδοί τε ἅδον |
καὶ πολλὰ κακὰ διὰ γυναῖκας , μιγνύει δὲ καὶ γυναιξὶ λυγραῖς ἢ ἐπιψόγοις ἢ δούλαις , πλὴν ἃς λήψονται γυναῖκας | ||
' ἔκραιν ' Ἀνάγκα , πάντα δὲ Γᾶς εἶκε φραδαῖσι λυγραῖς ἑρπετά , πάνθ ' , ὅς ' ἕρπει δι |
καὶ πολλῶν ὕπερ : ἧι παῖς μὲν ἀμφὶ μνῆμ ' Ἀχιλλείου τάφου λάθραι τέθνηκε τλημόνως Πολυξένη : φροῦδος δὲ Πρίαμος | ||
κατ ' ἄκρα Νηρῆιδες ἕστασαν θεαί , πρύμναις σῆμ ' Ἀχιλλείου στρατοῦ . Ἀργείων δὲ ταῖσδ ' ἰσήρετμοι νᾶες ἕστασαν |
πρόπολοι πίλναντο Πέλειαι . Ὅν ῥ ' Ἀμύκλαντος παιδὸς ἄπο φθιμένου . . . λαοὶ κικλήσκουσιν . Ἱστία ἁγνά , | ||
? προλέλοιπε γόων ! [ ˘˘˘˘ – – | ] φθιμένου μελέα σέθεν , Ἕκτορ , [ ˘ˈ˘˘˘ – – |
ἑφθὴν ἐν ἐλαίῳ ἠδὲ καὶ οἴνῳ καὶ χλόῃ εὐώδει καὶ βαιῷ ξύσματι τυροῦ . καὶ βατίδ ' ἑφθὴν ἔσθε μέσου | ||
, καθεύδοντας . Εὐκήλους : ἡσύχους , ἡσύχως καθημένους . βαιῷ δὲ πόνῳ : μικρῷ δὲ κόπῳ : γνώμη . |
εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην | ||
ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν |
εἴσω τῶν βασιλείων παρῆλθε , καὶ τρὶς θελήσας ἐξελκύσαι τοῦ κολεοῦ τὸ ξίφος ἀπετρέπετο καταπεπληγμένος : ἑώρα γὰρ ἐξαίφνης γυναῖκα | ||
τὴν [ ἔφοδον ] ? σπασάμενος ἐκ [ τοῦ ] κολεοῦ καὶ ? ? λαθών : ἡ δὲ [ ἐπιβλέψασα |
καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ ' ἔπι Δαμοίτας : ὁ Δαμοίτας | ||
τε καὶ Ἀμφινόμη καὶ Καλλιάνειρα Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ ἀγακλειτὴ Γαλάτεια Νημερτής τε καὶ Ἀψευδὴς καὶ Καλλιάνασσα : ἔνθα δ |