φλεγματώδεις , δυσκίνητόν τε καὶ δύσπνουν γίνεται τὸ βρέφος καὶ ἀνόρεκτον , ἄχρουν καὶ λῆμας ἔχον παχείας καὶ μύξας ὁμοίως
κατὰ τὴν γαϲτέρα ῥευμάτων ἐπὶ θερμαῖϲ διαθέϲεϲι γιγνομένων καὶ τοῖϲ ἀνόρεκτον ἔχουϲι τὸ ϲτόμα τῆϲ κοιλίαϲ διὰ θερμότητα καὶ τοῖϲ
7393208 ἐπισειον
μῆτερ : δοκεῖ τὸ εἴδωλον τῆς μητρὸς παριστάμενον ὁρᾶν καὶ ἐπισεῖον κατ ' αὐτοῦ τὰς Ἐρινύας : ὦ μῆτερ ,
μῆτερ : δοκεῖ τὸ εἴδωλον τῆς μητρὸς παριστάμενον ὁρᾶν καὶ ἐπισεῖον κατ ' αὐτοῦ τὰς Ἐρινύας : ὦ μῆτερ ,
6985546 σειρηνας
ἄπαιδες ἐγένοντο : ἐτελεύτων γάρ . ἄλλως . ἀηδόνας τὰς σειρῆνας λέγει διὰ τὸ θελκτικόν , στείρας δὲ ἢ ὅτι
ἀποτελείωσιν . καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας γενήσονται . κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος ,
6956563 βακχειας
περὶ τοὺς λόγους , ἀντὶ χειραγωγῶν ἐκείνοις χρωμένους κοινωνεῖν τῆς βακχείας . ἀλλ ' οὐκ ἐσχήκατε ψυχὰς νέων ὅ τι
πάντες γὰρ κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου [ ] μανίας τε καὶ βακχείας : διὸ πάντες ἀκούσεσθε . . . οἱ δὲ
6931046 σβεσεις
τῆς γῆς ἄλλου καὶ ἄλλου γινομένου , δεήσει καὶ τὰς σβέσεις καὶ τὰς ἐξάψεις τῶν ἄστρων ἀπλέτους γίνεσθαι . Ὧν
. τὰς γὰρ ἀνατολὰς καὶ τὰς δύσεις ἐξάψεις εἶναι καὶ σβέσεις . Ἡρακλείδης καὶ οἱ Πυθαγόρειοι ἕκαστον τῶν ἀστέρων κόσμον
6925471 ἀκυλους
συκάμινος συκάμιν ' , ὁρᾷς , φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . ἀσυμβόλου
συκάμινος συκάμιν ' , ὁρᾷς , φορεῖ , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους
6781805 συνοφρυς
εἰς ΥΣ πάντα σύνθετα συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ Υ προπαροξύνεται : σύνοφρυς λεύκοφρυς κάλλιχθυς δίβραχυς . Τὰ εἰς ΥΣ θηλυκὰ ἐκτείνοντα
λιγυρῶς ἀνεβάλλετ ' ἀείδεν : κἤμ ' ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν
6777355 δαμαλεις
τινων . περί : ἕνεκα . πόρτεις : τὰς νέας δαμάλεις , μικρὰς , τὰς νέας , δαμάλεις , τὰς
] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] τὰς βοῦς ἐριγάστορας ] βρωτικάς μόσχους ] τοὺς
6739983 ὑποστασιας
τοῖσιν ὀξέσι , καὶ τὸ κριμνῶ - δες λευκὰς ἔχον ὑποστάσιας , καὶ τὸ ποικίλον χροιῇ καὶ ὑποστάσει , καὶ
τοῖσι πλείστοισιν , εὔχροα μὲν , λεπτὰ δὲ , καὶ ὑποστάσιας ὀλίγας ἔχοντα : κοιλίαι δὲ ταραχώδεες τοῖσι πλείστοισι ,
6722919 ἰσχνας
τὰς μύσεις καὶ παρεγκλίσεις , ἀναλαμβάνοντα δὲ καὶ σαρκοῦντα τὰς ἰσχνὰς καὶ ἀτρόφους , μεταβάλλοντα δὲ τὰς καχεξίας καὶ τὴν
ἀρρενωπούς , ἀγόνους τὰς ἐναντίας δὲ πάλιν : ἀτρόφους , ἰσχνὰς ἢ καταπιμέλους , πρεσβυτέρας λίαν ἢ νέας . μάλιστα
6720793 καταρραφηϲ
παραπτόμενοϲ τοῦ φαρμάκου ἀνακόλλα τὰϲ τρίχαϲ . Περὶ ἀναρραφῆϲ καὶ καταρραφῆϲ βλεφάρων Λεωνίδου . πρὸϲ τὴν ἀναρραφὴν καθέδριοϲ ὁ πάϲχων
καύϲεωϲ . ιʹ . Περὶ λαγοφθάλμων . ιαʹ . Περὶ καταρραφῆϲ καὶ φαρμάκου καύϲεωϲ . ιβʹ . Περὶ ἐκτροπίων .
6704478 ἀρνειων
τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα , τὴν δ ' αὖ
Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ ' ἐόντας , ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης . καὶ ὁ Ζεὺς χθιζὸς ἔβη μετὰ δαῖτα
6701223 Ἀβαρβαρεη
μετ ' Αἴσηπον καὶ Πήδασον , οὕς ποτε νύμφη νηῒς Ἀβαρβαρέη τέκ ' ἀμύμονι Βουκολίωνι . Βουκολίων δ ' ἦν
μὴ χρωμένων : οὕτω γὰρ τὰ τόξα βιοὶ λέγονται . Ἀβαρβαρέη ὁ Ἀπίων παρατίθεται Ναΐδος εἶναι Νύμφης ὄνομα : “
6697854 κατερρινημενον
πολιτικόν . ἀστεῖόν τι καὶ κατερρινημένον εἰπεῖν : σημαίνει τὸ κατερρινημένον τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον , ὥστε μηδὲ
δαΐαν ὁδὸν , ἔμπειρον . ἢ ἀντὶ τοῦ φιλόνεικον . κατερρινημένον : Ἐξεσμένον . ῥίνη γὰρ ἐργαλεῖον τεκτονικὸν , .
6690853 ἰυγξ
ἦτορ : ἴυγξ εἶδος ὀρνέου ἐρωτικοῦ . πόθεν δὲ ἡ ἴυγξ ; οἱ μέν φασιν Ἠχοῦς , οἱ δὲ Πειθοῦς
καλλονή . ἔρως , ἵμερος , πόθος , ἐπιθυμία , ἴυγξ , ἀντέρως , ἀφ ' οὗ ἀντερῶν καὶ ἀντεραστής
6686303 προκας
προεγκελευόμενοι μετὰ βοῆς . πρόκας ρ . . , : πρόκας : οἱ μὲν ἐλάφους , οἱ δὲ ἕτερόν τι
. πινύσκει : σωφρονίζει , κολακεύει ὁ Ἡρακλῆς . ἔα πρόκας : διὰ τὴν ἀδηφαγίαν τὰ μείζω τῶν ζῴων αὐτὴν
6679809 Ἐασον
καταθῦσαι ταύτην . Ἡ δὲ ἐθρήνει ταῦτα οὕτως βοῶσα : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , ὅπως σοι κἀγὼ
καταθῦσαι . Ἡ δ ' ἱκέτευεν αὐτὸν λέγουσα οὕτως : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , κἀγὼ δέ σοι
6677500 πηρον
αὐταὶ Μοῦσαι ἀείδοιεν κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο : αἳ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν , αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν
τὰ αὐτὰ πάσχων εἰκότως ἂν συνεξαμαρτάνοι . οἶδα δέ τινα πηρὸν τῷ δεξιῷ ποδί , ὃς ἔδοξε τὸν οἰκέτην αὐτοῦ
6661661 τετροφας
ταύτην λογίζου , ἀλλ ' ὅτι καὶ τὴν ἀκρασίαν σου τέτροφας , ἐπηύξησας . ἀδύνατον γὰρ ἀπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων
. καὶ ἐν Φιαληφόρῳ : . . τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας ; οὗτος Σύρε . ποῖον μόναυλον ; τὸν κάλαμον
6660529 λεπτολογιαν
ἑτέροις ἐξετάζειν παρίημι . Συριανοῦ . Τὴν περὶ τὰς ἐτυμολογίας λεπτολογίαν οἶδε γραμματικοῖς μᾶλλον ἁρμόζουσαν , οὐ μὴν οὐδὲ τῆς
τὰ Αἰσχύλου ῥήματα . καταλεπτολογήσει δὲ , τὴν τοῦ Αἰσχύλου λεπτολογίαν λεπτῶς βασανίσει ὁ Εὐριπίδης . 〛 διαμερίζουσα , διαιροῦσα
6659589 Θεομνηστε
εἰπὼν περὶ πάντων ἐδήλωσεν . οὐ γὰρ δήπου , ὦ Θεόμνηστε , εἰ μέν τίς σε εἴποι πατραλοίαν ἢ μητραλοίαν
ἐμῶν ἐρώτων κρίσις , ἤδη φέρε . Παιδιᾶς , ὦ Θεόμνηστε , καὶ γέλωτος ἡγῇ τὴν διήγησιν ; ἡ δ
6656144 περιλειφθεισας
ιγ λεπτῶν ι , καὶ τὰς πρὸς ταῖς ἡμέραις ὥρας περιλειφθείσας μέρισον ὁμοίως εἰς τὸ ὡριαῖον δρόμημα αὐτῆς , ὅ
πλείω : ἐγὼ μὲν γὰρ τὰς τριακοσίας δραχμὰς ἔλαβον τὰς περιλειφθείσας ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου , καὶ οἰκίδιον ὅ
6642991 μαλακωτερας
στρωμνάς , εἰ καὶ οὐ πολυτελεῖς , ἀλλ ' οὖν μαλακωτέρας ἀνθρώποις εὐγενέσι καὶ ἀστείοις καὶ φιλοσοφίας ἀσκηταῖς εὐτρεπίσθαι ;
ἑτέρα ἵππουρις , κόμας ἐκ διαστημάτων βραχυτέρας καὶ λευκοτέρας καὶ μαλακωτέρας ἔχουσα . Ἰξός ἐστι καλὸς ὁ νέος , πρασίζων
6642168 φλυαρον
τί μάτην πέτῃ ; ” φλαῦρον : ἀντὶ τοῦ “ φλύαρον , ἀηδές , δύσφημον ” . ἀλλ ' ὀλολύζειν
στρογγύλαι δόλιον ἦθος δηλοῦσι τὸν ἄνδρα ἔχειν , παρειαὶ μακραὶ φλύαρον καὶ ματαιολόγον ἄνδρα δηλοῦσι . Πρόσωπον τὸ πᾶν σαρκῶδες
6637663 ἀλγεινην
ἔχουσα φλεγμονῆς δίκην παλλομένην καὶ σφυγματώδη , τὴν δὲ ἀπότευξιν ἀλγεινὴν καὶ θανάτων μυρίων χείρω ; τίς γὰρ ἂν εὐδαιμονήσειε
ἔχουσαι , αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ
6636994 πιθηκε
τὴν ἀλώπεκα ὡς ἐνεδρεύσασαν αὐτῷ ἐκείνη ἔφη : ” ὦ πίθηκε , σὺ δὲ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων ζῴων
αὐτόν . ἐκείνη δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη : „ ὦ πίθηκε , τοιαύτην μωρὰν ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων βασιλεύεις ;
6633392 ϲιελον
ὀρφνώδεϲι καὶ τὸ χεῖλοϲ ϲείοιτο καὶ πολὺν καὶ λεπτὸν παραρρέοι ϲίελον καὶ ναυτίαι ἐνοχλοῦϲαι , τά τε κάτω μέρη τῶν
πρῶτον περὶ τὸν ϲτόμαχον καὶ τὴν κατάποϲιν γίγνεται , ἔπειτα ϲίελον αὐτοῖϲ εἰϲ τὸ ϲτόμα πολὺ ϲυνδοθήϲεται , εἶτα μέροϲ
6632906 δαιμονιοπληξιας
γυμνητείαις καὶ βλασφημίαις καὶ τοῖς τοιούτοις , κατὰ δὲ τὰς δαιμονιοπληξίας ἢ τὰς τῶν ὑγρῶν ὀχλήσεις ἐνθουσιασμοῖς καὶ ἐξαγορείαις καὶ
Κρόνου καὶ σελήνης πρὸς τὰς τῶν ὑγρῶν ὀχλήσεις καὶ τὰς δαιμονιοπληξίας . ἡ μὲν οὖν περὶ τὸ ποιητικὸν τῆς ψυχῆς
6627254 ἡλκωμενας
Ἄλλο . Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ
ἔχειν λύπην ἢ πένθος σημαίνει : ἰσχνὰς μὲν λύπην , ἡλκωμένας δὲ πένθος : καὶ γὰρ ἐν τοῖς πένθεσι λωβῶνται
6622211 Στηθος
νόσον : καὶ γὰρ οἱ ὦμοι ἀδελφοί εἰσιν ἀλλήλων . Στῆθος ὑγιὲς καὶ ἀπαθὲς ἀγαθόν . τὸ δὲ λάσιον καὶ
ἐπισπᾶσθαι πρὸς ἐπικαμπίαν . Στέρνον . παρὰ τὸ στερεόν . Στῆθος . ὅτι ἕστηκεν ἀσάλευτον : ὡς δὲ ἄλλοι ,
6621544 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
6620562 δρασειεις
λοιποὶ προπαροξύνουσιν , ὡς ὁ Τίμαιος . ὦ Ζεῦ τί δρασείεις : ἀντὶ τοῦ “ δρᾶν διανοῇ ” . τί
σου τεθηγμένη . Ὦ δέσποτ ' Αἴας , τί ποτε δρασείεις φρενί ; Μὴ κρῖνε , μὴ ' ξέταζε :
6610973 ἀρθριτιν
Κεφ . ιστʹ . [ Πρὸς ἰσχιάδας καὶ ποδάγραν καὶ ἀρθρῖτιν . ] Ὁμογενῆ εἰσὶ ταῦτα ἀλλήλοις τὰ νοσήματα ,
εἰ τοῖς κατὰ διαφθοράν . ἡμεῖς γοῦν καὶ ποδάγραν καὶ ἀρθρῖτιν ἀρχομένην καὶ μήπω περὶ τοῖς ἄρθροις εἰργασμένην πώρους ἐκ
6609290 μονηρη
. καὶ αὐτὸς δέ φησιν , ὡς Ἡρακλείδης ἱστορεῖ , μονήρη αὑτὸν γεγονέναι καὶ ἰδιαστήν . ἔνιοι δὲ καὶ γῆμαι
μὲν συναγελαστικὰ καὶ φιλάλληλα , ὡς γέρανοι , τὰ δὲ μονήρη καὶ ἐχθρά , ὡς ἰκτῖνες καὶ τὰ ἄλλα ,
6592759 παιδολετωρ
Ἐρινὺν Ἔριν εἶπεν . ὑποκοριστικῶς Ἔριν εἶπε τὴν Ἐρινύν . παιδολέτωρ δ ' ἔρις : ὑποκοριστικῶς τὴν Ἐριννὺν Ἔριν εἶπεν
φρένας : οὐ γὰρ ἂν ἠράσατο τοῖς παισίν . θ παιδολέτωρ δ ' Ἔρις : ταῦτα παρορμᾷ : δῆλον δὲ
6588879 καλλιστως
Ὅμηρος . * τοῦτο δ ' ἐν μὲν Ὁμήρῳ * καλλίστως ἀλληγορούμενον πέφυκε , νῦν δὲ παιδιῶδες κεῖται καὶ μυθικὸν
ὢν σοφίας ἐμπλησθεὶς καὶ πάλαι μὲν Σωκράταν ἔπειθες καὶ τὼς καλλίστως τῶν νέων καὶ εὐγενεστάτως παρὰ σὲ καθέζεσθαι , οἷον
6580090 κουφονουν
καὶ μοιχοί . γαστέρα καὶ στήθη ἐπὶ πολὺ κομῶντα ἰδὼν κουφόνουν καὶ ἀλλοπρόσαλλον καὶ ἀσελγῆ λέγε τὸν τοιοῦτον εἶναι ἄνδρα
. εἰ δὲ εἷς τῶν τοῦ βρόγχου σπονδύλων ἐξέχοι , κουφόνουν ἄνδρα λέγει , εἰς δὲ γλῶσσαν τοῦτον οὐκ εἶναι
6571247 ἀπαγεις
μᾶλλον ἢ ἀνθρώπου , τότε λέγω ὅτι εἰς ἐννοήματα ἀφελέστερα ἀπάγεις τὸν λόγον : ἤθους γὰρ καὶ τρόπου εἰσίν ,
μὴ καλόν τε καὶ ἀγαθὸν εὕρω αὐτόν . „ ” ἀπάγεις δὲ δὴ τίνα αὐτῷ δῶρα ; ” τοῦ δὲ
6569726 ὀλιγοδεϊαν
τὰ φύσεως δῶρα , μὴ τὰ τῆς κενῆς δόξης , ὀλιγοδεΐαν καὶ ἐγκράτειαν ἀσκήσαντες , ἕξουσι κατὰ πολλὴν περιουσίαν καὶ
, ἐξ ὑποστροφῆς ἀνίατα ἔδακον . ὥστε τὴν ἀρετῆς φίλην ὀλιγοδεΐαν πρὸ τῶν σώματος οἰκείων ἀσπαζόμενοι τὸν πολὺν καὶ ἀνήνυτον
6557714 Πηγανον
μετὰ μέλιτος δὸς πιεῖν . [ Πρὸς καρδιόπονον . ] Πήγανον καὶ λινόσπερμα καὶ μάραθρον κατὰ τὴν καρδίαν θές .
τὸ δὲ ἀπόζεμα ἐσθιόμενόν τε καὶ πινόμενον ψυαλγίαις βοηθεῖ . Πήγανον βοτάνη ἐστὶ πᾶσι γνωστή . θερμαίνει δὲ καὶ ξηραίνει
6555547 ἐντονα
: καὶ γὰρ οἱ σοφοὶ τῶν Ἀσκληπιαδῶν οὐ πάντη τὰ ἔντονα τῶν φαρμάκων προσφέρουσιν ἀσθένειαν τῆς ὑποκειμένης φύσεως ὑποστελλόμενοι .
μήτε ἀνάσπασιν μήτε παρέγκλισίν τινα πεπονθυίαις κατὰ τὴν ὑστέραν , ἔντονα φάρμακα προσφέρειν ἀναγ - καῖον , εἰς τὴν τοῦ
6552248 ὀχθοις
ἔχοντες τραύμαθ ' , οἱ δ ' ἐν ὄμμασιν : ὄχθοις δ ' ἐπισταθέντες εὐλαβεστέρως ἐμαρνάμεσθα καὶ πέτροις ἐβάλλομεν .
ὦ βασιλεῦ Τελαμών , νάσου περικύμονος οἰκήσας ἕδραν τᾶς ἐπικεκλιμένας ὄχθοις ἱεροῖς , ἵν ' ἐλαίας πρῶτον ἔδειξε κλάδον γλαυκᾶς
6551641 Δορυ
ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . Δέπας : τὸ ποτήριον . Δόρυ : τὸ κοντάριον . Καταχρηστικῶς : παρὰ συνήθειαν .
τῶν περιφερομένων . Δοίδυκος σκιά : ἐπὶ τοῦ μηδενός . Δόρυ κηρυκείου μᾶλλον δάκνει : ἐπὶ τῶν αὐστηρότερον προσιόντων τοῖς
6545286 ὡριμον
πρὸς τὸ πραθῆναι . αὐτὸς δ ' ὡραῖον : τὸν ὥριμον , τὸν δυνάμενον πλούσιόν σε ποιῆσαι καὶ θρέψαι .
τὸ ἥμερον † μέν , ἄωρον δὲ , σῦκον τὸ ὥριμον , ἰσχὰς δὲ τὸ ξηρανθέν . τὸν δ '
6539119 ἀποπαυεσθαι
τοῖς προσήκουσιν : ἔχει δὲ καὶ τὸ ἀνεγείρεσθαι καὶ τὸ ἀποπαύεσθαι κατὰ τὴν τῶν θεῶν τάξιν ἑκάτερον . Ἀπέρασιν δὲ
ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τῶν ὀξέων πυρετῶν , εἶτα πάλιν ἀποπαύεσθαι περὶ τὰς παρακμάς . καὶ τοῦτο τῆς παραφροσύνης ἴδιον
6534793 λιβυϲτικου
οὕτωϲ : ζιγγιβέρεωϲ πετροϲελίνου ἐπιθύμου ϲιλφίου ἄμεωϲ ϲελίνου ϲπέρματοϲ κυμίνου λιβυϲτικοῦ πεπέρεωϲ ἀνὰ ⋖ δ ϲκαμμωνίαϲ # γϲ ἁλῶν ἀμμωνιακῶν
ἀφέψημα δαμαϲώνιον ἀδίαντον ϲελίνου ϲπέρμα μαράθρου δαύκου πετροϲελίνου ἄμεωϲ ἀνίϲου λιβυϲτικοῦ ἀϲάρου ἀφέψημα μήου φοῦ ϲχοίνου ἄνθοϲ ϲεϲέλεωϲ ἀκόρου ῥίζα
6533167 μαρτυν
, οἵ τε πόλιν Γλαύκοιο Κορίνθιον ἄστυ νέμοντες : κάλλιστον μάρτυν ἔθεντο πόνων , χρύσου τιμήεντος ἐν αἰθέρι : καί
“ ταῦτα ” φησὶν “ ἐγὼ προεμαντευόμην . ἔχω σε μάρτυν , Εὐφρᾶτα . προεῖπον ὅτι οὐκέτι σε διαβήσομαι .
6530576 Μυρρινη
ὀνόματα αὐτῶν Λαῒς , Κυρήνη , Λέαινα , Σινώπη , Μυρρίνη , Σκιώνη . . τὰς πόρνας : πολλαὶ γὰρ
Πλαγγών , Λύκα , Γνάθαινα , Φρύνη , Πυθιονίκη , Μυρρίνη , Χρυσίς , Κοναλλίς , Ἱερόκλεια , Λοπάδιον .
6524646 ἀναπασσει
παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : πολέας δ ' ἐνέπασσεν ἀέθλους . ἀναπάσσει : ἤτοι ἀνεγείρει . ἄνω ποιεῖ . ἀναβάλλει .
. Σοὶ δὲ ἡδυεπής τε λύρα , ἀντὶ τοῦ ἡδύφωνος ἀναπάσσει , τουτέστιν ἐπιπάττει , ἐνστάζει χάριν , ἀντὶ τοῦ
6523006 Κνημων
' ὁ ποιμὴν καὶ καλεῖται γλυκύτατος . βούλει τι , Κνήμων ; εἰπέ μοι . Ἥλιε , σὲ γὰρ δεῖ
διακονεῖ κόρηι : πονηρόν . ἀλλά ς ' , ὦ Κνήμων , κακὸν κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί . ἄκακον
6508114 Κλειτοφωντα
Ἀλλὰ τοῦτό γε ῥᾴδιον , ” ἔφη , “ τὸν Κλειτοφῶντα ἀποφορτίσασθαι . ” ὁρῶν οὖν ὁ Μενέλαος τοῦ Χαρμίδου
ἐψηφίσασθε καὶ τὴν περὶ τούτου μοι γραφήν : ἔδοξεν ἀποθνῄσκειν Κλειτοφῶντα . ποῦ τοίνυν ὁ δήμιος ; ἀπαγέτω τοῦτον λαβών
6503661 φῳδων
χωρὶς δὲ τούτων εἰσὶ καὶ ἕτερα : σέες σέων καὶ φῴδων οὐδένων Φθάντων . ἔστι δὲ εἰπεῖν περὶ ὅλων τῶν
καὶ τὸ πλευρὸν , καὶ καῦμα ἔχει , καὶ καταπίμπλαται φῴδων , καὶ ξυσμὴ ἔχει , καὶ οὐκ ἀνέχεται οὔτε
6500258 ἀπεδιλος
ἔχει ἐν τῷ ἑαυτῆς προσώπῳ . . σύθην δ ' ἀπέδιλος ] ἦλθον δὲ καὶ ὥρμησα , ἁπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ
πτέρυξιν , αἷς ἐποχοῦνται οἱ ἱπτάμενοι . σύθην δ ' ἀπέδιλος ὡς τὸ “ γείτονες ἄζωστοι ἔκιον . ” .
6497612 θροεις
? ? ! [ οἲ ] ἐγώ ? : τί θροεῖς ; ὠλόμαν [ [ ! ! ! ! !
ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος ἔχει ῥῆμα ἀντιπαρακείμενον τῆς
6492544 ἀποδεδειγμενας
ἐὰν ἀφέλωμεν τὰς ἀπὸ τοῦ ἰσημερινοῦ ἐπὶ τὸν θερινὸν τροπικὸν ἀποδεδειγμένας μοίρας κγ να , καταληφθήσονται αἱ τοῦ πλάτους μοῖραι
τὴν ὥραν ἡ μὲν τοῦ ἡλίου μέση πάροδος κατὰ τὰς ἀποδεδειγμένας ἡμῖν ὑποθέσεις ἐπεῖχεν Ταύρου μοίρας κβ λδ , ἡ
6489812 ὀδοντοφυει
ἔκφυσιν τῶν ὀδόντων παντελῆ : τὸ γὰρ ἀνωτέρω φάτνιον οὐκ ὀδοντοφυεῖ , ἀλλ ' ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων κατ '
. ὀδοὺς δὲ ἀλώπεκος περιαφθεὶς ἐσχάρας ὠφελεῖ καὶ παῖδας ἀνωδύνως ὀδοντοφυεῖ . μετὰ δὲ ἀσφάλτου καὶ ἐλαίου ὀμφακίνου προλειωθέντων ὀνύχων
6488559 ταρακτικον
ψυχροτέρας ἔχουσι τὰς κοιλίας ἁρμόζει : τοῖς δ ' ἄλλοις ταρακτικὸν ἰσχυρῶς καὶ διψῶδές ἐστιν . μίσγειν δὲ πετροσελίνου καὶ
, διὰ τὸ πᾶν τὸ ὑπὲρ τὸ μέσον λευκόν , ταρακτικὸν καὶ συγχυτικὸν εἶναι . οὕτω γὰρ καὶ ἠρεμίαν προστάσσοντες
6485672 διερας
ἐστὶ , τρέφεται , ἐγκάθηται , ὑπάρχει , βόσκεται . διεράς : διΰγρους . γονάς : τέκνα , γενεάς .
, ᾗχί θ ' ἕκαστα ἐννέμεται , διερούς τε γάμους διεράς τε γενέθλας καὶ βίον ἰχθυόεντα καὶ ἔχθεα καὶ φιλότητας
6482026 δρομημα
ποιεῖ ὥρας μιᾶς ἰσημερινῆς . ἐὰν γὰρ τὸ ὡριαῖον μέσον δρόμημα τῆς σελήνης λάβωμεν , ὅ ἐστιν ἐν ταῖς συζυγίαις
καὶ τὰς γινομένας μοίρας μέρισον ὁμοίως εἰς τὸ μέσον ἡμερήσιον δρόμημα τῆς Σελήνης καὶ ὡριαῖον , καὶ τὰς γινομένας ἡμέρας
6479366 γαληϲ
μετ ' ὄξουϲ ἢ ἄϲφαλτον ὡϲαύτωϲ ἢ παλιούρου ἀφέψημα ἢ γαλῆϲ ϲκελετευθείϲηϲ ⋖ β μετ ' οἴνου ἢ χελώνηϲ θαλαϲϲίαϲ
Περὶ ἀλωπέκων ρξε Περὶ ἀράχνηϲ ρξϚ Περὶ βατράχων ρξζ Περὶ γαλῆϲ ρξη Περὶ γῆϲ ἐντέρων ρξθ Περὶ δράκοντοϲ θαλαϲϲίου ρο
6473141 λια
, ἀνὰ γοστ . ῥόδων ξηρῶν , στύρακος , ἀνὰ λια . ῥόδων χλωρῶν λιβ . οἴνου παλαιοῦ εὐώδους καὶ
καδμίας πεπλυμένης δραχ . ε . οἴνου καὶ μυρσίνης ἐλαίου λια . κατὰ βραχὺ ἐπιβάλλων καὶ λειῶν φιλοπόνως : καὶ
6471507 ἐπικαμπεις
τε ἔχουσα οὐδὲν ἡμερωτέρους θηρίου καί οἱ τῶν χειρῶν εἰσιν ἐπικαμπεῖς οἱ ὄνυχες : ἐπίγραμμα δὲ ἐπ ' αὐτῇ εἶναί
: ταπεινοί * ὑπένερθεν : κάτωθεν ὑποκάτωθεν * ἀγκύλοι : ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς : σιαγόσι
6470691 ἀντεραστην
, ἀλλὰ προσεδόκα τάχα αὐτῷ καταβήσεσθαι καὶ θεὸν ἐξ οὐρανοῦ ἀντεραστήν . καλέσας τοίνυν Φωκᾶν διηρεύνα “ τίνες εἰσὶν οἱ
με Θεοφράστου πεποίηκας ἐραστήν . Ἥκω σοι τὸν Εὐξίθεον ἄγων ἀντεραστήν , ὦ Θεόφραστε : ἐρᾷ γὰρ καὶ αὐτὸς φιλοσοφίας
6469335 ἀπιστε
φιλίην . ἔρρε , θεοῖσίν τ ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε , ψυχρὸν ὃς ἐν κόλπωι ποικίλον εἶχες ὄφιν .
βασανίζεις , ἐπὶ τοιούτῳ διηγήματι ζῆν ἀναγ - κάζων . ἄπιστε Καλλιρόη καὶ πασῶν ἀσεβεστάτη γυναικῶν , ἐγὼ μὲν ἐπράθην
6466485 σκηνικοις
Ἀγωνοθέται καὶ ἀθλοθέται διαφέρει . ἀγωνοθέται μὲν οἱ ἐν τοῖς σκηνικοῖς , ἀθλοθέται δὲ οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν .
ῥᾳστώνην θηλυδριῶτιν . ἔχαιρε γὰρ μίμοις καὶ θαυματοποιοῖς καὶ πᾶσι σκηνικοῖς ἀθύρμασι , καὶ τοῖς τοιούτοις διημερεύων αἰσχροῖς ἠλόγει πάμπαν
6462089 ἐδοϲαν
, τινὲϲ δὲ καὶ τοῖϲ οὐρητικοῖϲ φαρμάκοιϲ ἐλάχιϲτον αὐτῶν μίξαντεϲ ἔδοϲαν . Καννάβεωϲ ὁ καρπὸϲ ἄφυϲοϲ καὶ ξηραντικόϲ ἐϲτιν ,
τὸ αἷμα τῆϲ αἰγὸϲ μετὰ μέλιτοϲ τοῖϲ ὑδερώδεϲιν ὡϲ φάρμακον ἔδοϲαν , καὶ πρὸϲ ῥεύματα γαϲτρὸϲ ἢ δυϲεντερίαϲ ὀπτήϲαντεϲ ἐχρήϲαντο
6461632 οἰκουρον
ἤδη Ῥωμαῖον καὶ τὸν Ἴβηρα Ἕλληνα , καὶ τὸν σκηνητὴν οἰκουρόν : καὶ ἕκαστον ἐκ τοῦ πρόσθεν αἴσχους εἰς τὸ
οἰκούρημα τῶν ἐμῶν δεσποτῶν , ὅ ἐστι : τὸν ἀτυχῆ οἰκουρόν : οἰκουρὸς λέγεται ἡ γυνή : γυναῖκες : τὸ
6461117 Ὀρχις
τὴν μὲν πλήρη , τὴν δὲ μαλακὴν καὶ ῥυσήν . Ὄρχις ἕτερος , ὃν σεραπιάδα ἔνιοι ἐκάλεσαν : τὰ δὲ
ψυχρᾶς καὶ ξηρᾶς ἐστι κράσεως κατὰ τὴν πρώτην τάξιν . Ὄρχις , οἱ δὲ κυνὸς ὄρχις : ταύτης ἡ ῥίζα
6458524 μελικηριδας
# α . ὁ ὀποπάναξ ὄξει λειοῦται . Ἄλλο εἰς μελικηρίδας . Σταφίδας ἐκγιγαρτισμένας κ , λεπίδος , μάννης ἀνὰ
. ὅ γε μὴν χιτὼν πολὺ παχύτερος ὁ περιέχων τὰς μελικηρίδας , καὶ τὸ σχῆμα ἐπὶ μὲν τῶν μελικηρίδων ἀεὶ
6456228 ῥυτιδας
. . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . Θ . ἤγουν τὰς
κατάδηλα : Τὰ φανερά . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος .
6446963 ἀμαρυγας
στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν † ἀπὸ φλόγα , τῆς δ ' ἀμαρυγάς ὀφθαλμῶν ἥρπαζεν , ἰαίνετο δὲ φρένας εἴσω τηκομένη ,
ὅ ἐστι βλέπειν . . . . . ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς , , . : ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς : σημαίνει
6446895 κοκκυμηλεα
τὴν χρόαν τῷ λωτίνῳ . Ἄλλο δέ τι δένδρον ἡ κοκκυμηλέα , μέγα μὲν τῷ μεγέθει καὶ τὴν φύσιν τοῦ
κοκκυμηλέα καὶ σποδιάς : τοῦτο δ ' ἐστὶν ὥσπερ ἀγρία κοκκυμηλέα . Ἀραρὼς δὲ κοκκύμηλον καλεῖ τὸ δένδρον , κοκκύμηλον
6445639 ἀμπλακιαις
, σύντονα δ ' ἕλκετε τὸν κακοδαίμονα καὶ κατάρατον πατρὸς ἀμπλακίαις . Ζεῦ Ζεῦ , τάδ ' ὁρᾶις ; ὅδ
ἄταις , Κύρν ' . ἦ καὶ μεγάλαις κεῖται ἐν ἀμπλακίαις . Βουλεύου δὶς καὶ τρίς , ὅ τοί κ
6444615 καθυπερτερον
: οὐδέ τίς ἐστιν , ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν , ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις
καὶ λύθροιο θεορρύτου ἐκγενόμεσθα Τιτήνων : οὐ γάρ τι πέλει καθυπέρτερον ἀνδρῶν νόσφι θεῶν : μούνοισι δ ' ὑπείξομεν ἀθανάτοισιν
6444086 φιλοχρηματον
Κινέας ἔφερε πολλὰ μὲν ἀνδράσι , πολλὰ δὲ γυναικῶν , φιλοχρήματον καὶ φιλόδωρον εἶναι τὴν πόλιν πυθόμενος καὶ τὰς γυναῖκας
δὴ δωροδόκον γε ἐατέον τὸν ἄνδρα οὐδὲ φιλοκερδῆ τε καὶ φιλοχρήματον , ἢ πᾶσαι αὐτοῦ αἱ τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαι ἀπὸ
6440219 ῥαιστηρια
, βουπλῆγές τε βαρύστομοι , ὅσσα τε τοῖα ἄκμοσι δυσκελάδοις ῥαιστήρια χαλκεύονται : ἐσσυμένως δ ' ἀκάτοισιν ἐϋσέλμοις ἐπιβάντες ,
, τεθναίην , ἢ λαιμὸν ἀναρτήσασα μελάθρῳ ἢ καὶ πασσαμένη ῥαιστήρια φάρμακα θυμοῦ . ἀλλὰ καὶ ὧς φθιμένῃ μοι ἐπιλλίξουσιν
6436214 παραϲκευαζει
, ἐξ ὧν ἐϲτιν ἡ γένεϲιϲ τῶν τριχῶν , δαϲύτερα παραϲκευάζει τὰ νήπια . ἰϲχάδαϲ οὖν καύϲαϲ καὶ λεάναϲ τούτῳ
καὶ ἡ παρὰ τὰ ὕδατα ὑγρότερον καὶ ἐλάχιϲτον τὸ γάλα παραϲκευάζει , ἡ δὲ ϲκληροτέρα καὶ ὁρεινὴ ἐπιτήδειοϲ εἰϲ γάλακτοϲ
6435912 ψυλλας
γῆν , χερσαῖαι γίνονται . ὅτι ἡ χελώνη ἐσθίει τὰς ψύλλας . ὅτι ἐάν τις ῥίψῃ αὐτὴν εἰς νῶτα ,
μικροῖς ἔτι οὖσι τούτοις παραπήξῃς . τάς τε γὰρ οὔσας ψύλλας φθείρει , καὶ ἄλλας οὐκ ἐᾷ γενέσθαι . Ἐὰν
6431497 κεκρυμμενας
γῆς ὑπὸ ἀρότρου : μεταφορικῶς ἀπὸ † τοῦ βαθείας φρένας κεκρυμμένας σημαίνει . ἐκ τῶν Ῥητορικῶν , , . .
ἀνήρ ; ἀπωλόμεσθ ' ἄρ ' , ὦ φίλαι : κεκρυμμένας θήρας ξιφήρεις αὐτίκ ' ἐχθροῖσιν φανεῖ . ἄφοβος ἔχε
6430253 ὁκ
] λαγετ ? ? [ [ ] ! ι σάλπιγγος ὅκ ' ἐν κε [ [ Κάστορι ] θ '
ῥα φίλυπνος ; ἦ ῥα πολύν τιν ' ἔπινες , ὅκ ' εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ ; εὕδειν μὰν σπεύδοντα καθ
6429527 ἐξωρον
ὀνομάζουσινἀποκείροντες . ἐν δὴ τούτοις καὶ Μακέτιν γυναῖκα πλουσίαν , ἔξωρον μέν , ἐράσμιον δὲ ἔτι εἶναι βουλομένην , ἐξευρόντες
αὐτὰ ἀγανακτεῖ . Καί σε οὐκ ἄν τις ἄλλος δέξαιτο ἔξωρον ἤδη γεγονότα καὶ τοῖς γεγηρακόσιν ἵπποις ἐοικότα , ὧν
6428324 φαρεων
ἀκούσας μικρὰ τιττυβιζούσης “ τί μοι περισσῶν ” εἶπε “ φαρέων χρείη ; ἰδοὺ χελιδὼν ἥδε : καῦμα σημαίνει .
ἤγουν τῆς κεφαλῆς . Ξ φαρέων ] ἱματίων . θ φαρέων ] ἢ ἀπὸ τοῦ φαρῶ ἢ τὸ ἀροῦν καὶ
6421938 Ἀκοην
πέρι πράττων ἢ λέγων ; Οὐδαμῶς : σὺ δέ ; Ἀκοήν γ ' ἔχω λέγειν τῶν προτέρων , τὸ δ
τούτῳ ὀργάνῳ χρῆσθαι εἰς τὴν περὶ αὐτῶν θεωρίαν . σνδʹ Ἀκοήν γ ' ἔχω λέγειν Ἐρωτήσαντος τοῦ Σωκράτους τὸν Φαῖδρον
6414345 ταλαιπωριην
ἄλλα ποιέειν τἀναντία κείνοισιν οἷσιν ἔφην , καὶ νήστιας μηδεμίην ταλαιπωρίην ποιέεσθαι . Τοῖσι δὲ ἐμέτοισι χρὴ καὶ τοῖσι κατακλύσμασι
παρὰ ἄνδρα ἀφικνεύμεναι , καὶ ἐν γαστρὶ ἴσχουσι διὰ τὴν ταλαιπωρίην καὶ ἰσχνότητα τῆς σαρκός . Ἔτι τε πρὸς τουτέοισιν
6412380 ἐμβεβληκοτα
πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς πορθεῖν , στράτευμ ' ἐπακτὸν ἐμβεβληκότα ; μητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη ; πατρίς
καθολικὸν διὰ πάντας θεούς . . ἐπακτὸν ] ξένον . ἐμβεβληκότα ] ἐπαγαγόντα . . μητρός τε πηγήν ] τινὲς
6411585 ἐκταγας
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις
6406270 Ἀργιοπην
τριστοίχοις δεῖμα φέρον κεφαλαῖς . Ἔνθεν ἀοιδιάων μεγάλους ἀνέπεισεν ἄνακτας Ἀργιόπην μαλακοῦ πνεῦμα λαβεῖν βιότου . Οὐ μὴν οὐδ '
αὐτὸν Φιλάμμωνος καὶ Ἀργιόπης τῆς νύμφης εἶναι . τὴν δὲ Ἀργιόπην τέως μὲν περὶ τὸν Παρνασσὸν οἰκεῖν , ἐπεὶ δὲ
6402535 ϲκληροφθαλμιαϲ
ξηρὸν ἀχάριϲτον πρὸϲ τοὺϲ βεβρωμένουϲ κανθοὺϲ καὶ ψωρώδειϲ διαθέϲειϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ . καδμίαϲ ⋖ β χαλκίτεωϲ ὠμῆϲ ⋖ α ἀλόηϲ
οζ Περὶ ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ ψωροφθαλμίαϲ π Πρὸϲ μαδάρωϲιν βλεφάρων πτίλωϲιν μίλφωϲιν πα
6401905 ἀνθηλη
κεκαυμένον , ὄξος , δᾴδιον , λάδανον , ὅρμινον , ἀνθήλη , φλοιὸς κυάμου , μολύβδαινα , κόκκος Κνίδιος ,
νομιζόντων , ἀλλὰ ὑπηρέσιον μόνον . ἡ μέντοι καλουμένη λυχνὶς ἀνθήλη ἐκαλεῖτο . εἰ δὲ καὶ τὸ κνέφαλλον μὴ ἐπὶ
6400832 ῥωγας
. ὁ δὲ Φιλόξενος ἀμφίβολον εἶναί φησι , πότερον οὐδετέρως ῥῶγας , ὡς τὸ κῶας , ἵν ' ᾖ τὸ
. . α . . . Ἀνὰ ῥῶγας : ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο : τὰς ἐν τῷ μεγάρῳ διόδους : οἱ
6400766 ποωδες
δὲ καὶ ἡ οἰνάνθη , καὶ γὰρ τοῦτο ἀνθικὸν μὲν ποῶδες δὲ τὴν φύσιν , ἐάν τις ἀποκνίζῃ καὶ ἀφαιρῇ
. Ἄλλο δὲ τὸ βρύον , ὃ φύλλον μὲν ἔχει ποῶδες τῇ χρόᾳ , πλατὺ δὲ καὶ οὐκ ἀνόμοιον ταῖς
6398356 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
6395126 γραυ
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων ,
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν .
6394513 Ὠγυγιας
ἐπίκλησίν ἐστιν Ὑψίστου . τὰς δὲ ἐπὶ ταύταις πύλας ὀνομάζουσιν Ὠγυγίας , τελευταῖαι δέ εἰσιν Ὁμολωίδες : ἐφαίνετο δὲ εἶναί
καὶ ἐπὶ τῶν παλαιῶν σῳζόμενον . προτιμᾷ μὲν Ὀδυσσεὺς αὐτῆς Ὠγυγίας καὶ Καλυψοῦς τὴν μικρὰν Ἰθάκην [ καὶ νῆσον ]
6392385 δυσκολαινεις
, στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά .
τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ
6391696 ξηροφθαλμιαϲ
ταῦτα , ὡϲ εἶναι ϲύνθετον τὸ πάθοϲ ἐκ μαδαρώϲεωϲ καὶ ξηροφθαλμίαϲ , ὥϲτε καὶ τὰ τούτων βοηθήματα παραπλήϲια ἔϲτω τοῖϲ
οε Περὶ λαγωφθάλμων Δημοϲθένουϲ οϚ Περὶ ϲκληροφθαλμίαϲ Δημοϲθένουϲ οζ Περὶ ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ
6390595 Φρυνιν
ὅτι πολλὰ τῶν παλαιοτέρων παρέφθειρε καὶ μετέβαλεν . τὰς κατὰ Φρύνιν ] ὁμοίας ταῖς ᾠδαῖς τοῦ Φρύνιδος . Φρύνη γυνή
φιλίαν . Φρῦνιν : τὸ ἀρσενικὸν Φρύνις , Φρύνιδος . Φρύνιν ἰῶτα : τὴν δὴ Φρύνην ἦτά μοι , πόρνην
6389097 σκιαιναν
. καὶ χρόμιν δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ φάγρον καὶ σκίαιναν πέπυσμαι : ἔχειν γάρ τοι ὅμοιον λίθον καὶ ταῦτα
αὖ ποιῇσιν ἐπίχλοοι ὑγρὰ μέτωπα πέτραι σαργὸν ἔχουσιν ἐφέστιον ἠδὲ σκίαιναν χαλκέα καὶ κορακῖνον ἐπώνυμον αἴθοπι χροιῇ , καὶ σκάρον
6386607 πεπειροϲ
κύαμοι . κάϲτανα οὐ κακόχυμα , ϲῦκα πέπειρα καὶ ϲταφυλὴ πέπειροϲ , ἡ δὲ κρεμαϲθεῖϲα ἄμεμπτοϲ . ἰϲχάδεϲ ἀναδοθεῖϲαι μὲν
καρπὸν φέρει μετρίωϲ ϲτύφοντα μετὰ γλυκύτητοϲ . ὁ μὲν οὖν πέπειροϲ καρπὸϲ καὶ γλυκὺϲ μᾶλλον ὑπέρχεται κατ ' ἔντερον ,
6385930 μωρων
τὴν οἰκίαν ] τὸν οἰκίσκον τοῦ διδασκάλου . ἀδολεσχῶν ] μωρῶν . , φλυάρων . Ξανθία ] δοῦλος ὢν ὁ
κατὰ πάντα τρόπον τῆς κακίας ὑποσπορά . ὁρμῶνται δὲ ἀπὸ μωρῶν ὀπτασιῶν καὶ μαρτυριῶν ἐν ᾧ εὐαγγελίῳ ἐπαγγέλονται . φάσκουσι
6382520 βωλοκοπειν
συκᾶς συκάζειν : ἐπὶ δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι
καὶ ἀμπελοστατεῖν , κηπουρεῖν , ἀλσοκομεῖν , ἐλαιοκομεῖν : καὶ βωλοκοπεῖν δὲ Ἀριστοφάνης λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων

Back