παρὰ . . . ατισμός ἀνθημώδους ] ἄνθη ἔχοντος , ἀνθηροῦ ἦρος ] ἔαρος καρπίμου ] τοῦ τοὺς καρποὺς φέροντος
ὀνομασίαι τοῦ μὲν ἰσχνοῦ τὸ ἀσθενὲς ἐξέφυγε , τοῦ δὲ ἀνθηροῦ τὸ ἡδὺ παρηιτήσατο διὰ τὴν ἔκλυσιν . ἐξ ὧν
6611097 ἀνθεμοεντος
' ὑπὸ καύματος . τοῦ δ ' ἔαρος : ἦρος ἀνθεμόεντος ἐπάιον ἐρχομένοιο . καὶ προελθών : ἐν δὲ κέρνατε
καρποῖσι βρίθοντα , κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος ἠδὲ θέρευς ἐρατοῖο πολυσταφύλοιό τ ' ὀπώρης . Αἳ
6454957 ἰαμνους
δρόμον , ἠδ ' ἵνα ποίη πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς
φύουσα * σκιάει : σκιάζει * χλοάοντας : χλοηφόρους βλαστοῦντας ἰάμνους : τὰς ἰαμενάς , οἷον τοὺς συμφύτους καὶ καθύγρους
6341289 δυσφορα
καθαίρῃ : ᾗσι ῥηϊδίως τῶν τοιούτων τίκτεται , μετὰ τόκον δύσφορα σφόδρα . Τῇσι κυούσῃσι φθινώδεσιν , ᾗσιν ἔρευθος ἐπὶ
βραχεῖαν σάρκα ἔφυσεν , ἵνα μήτε ἐμποδὼν ταῖς καμπαῖσιν οὖσαι δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο , ἅτε δυσκίνητα γιγνόμενα , μήτ
6324301 ἐπιφοροισιν
ὑστερικὰ ἐν κοιλίῃσι σκληρύσματα ἐπώδυνα , ὀξέως ὀλέθριον . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ἤδη ἀφθώδεα ῥεύματα ἐπώδυνα , πονηρόν : αἱμοῤῥοῒς ταύτῃσι
μυχθισμοῦ ἔξω ἀναφερόμενα πνεύματα , καὶ τῆξις παράλογος , τῇσιν ἐπιφόροισιν ἐκτιτρώσκει : ὀδύνη κοιλίης μετὰ τόκον , ἐπὶ ταύτῃσι
6320620 ἀμειβομενης
εἰς στενὸν τοῦ καιροῦ φθειρομένους . Οὐδέν με τῆς γῆς ἀμειβομένης τῶν πόνων ἀντάξιον , ἔγνων ἐμαυτὸν ἐπιδοῦναι θαλάττῃ καὶ
τριτάτῃ δὲ γένειον ἀεξομένων ἔτι γυίων λαχνοῦται , χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης . τῇ δὲ τετάρτῃ πᾶς τις ἐν ἑβδομάδι μέγ
6232062 λουομεναι
αἱ ὄρνις αἱ λιμναῖαι καὶ αἱ θαλάττιαι ἐπὶ ὕδατος συνεχῶς λουόμεναι χειμῶνα δηλοῦσιν . Ἶρις δὲ διπλῆ φανεῖσα , ὄμβρους
Μοίρας , ὅταν ὦσιν ἐνδεδυμέναι : γυμναὶ δὲ Ὥρας , λουόμεναι δὲ Νύμφας . ἀπὸ δὲ τῶν ἐκτός . †
6175091 ἀρουραι
Διόθεν δέ μιν οὔποτε δεύει ὄμβρος : ἅλις προχοῇσιν ἀνασταχύουσιν ἄρουραι . ἔνθεν δή τινά φασι πέριξ διὰ πᾶσαν ὁδεῦσαι
' ἀνδράσιν ὄλβον ἔχευεν . τοὔνεκεν εἰσέτι νῦν λιβάνῳ κομόωσιν ἄρουραι , οὔρεα δὲ χρυσῷ , ποταμοὶ δ ' ἑτέρωθι
6170233 δροσοι
! ! ! ! ] οι ? ? τέγξαν Ἀχελώιου δρόσοι [ : ] [ ! ! ! ! ]
μέντοι αἴρειν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ αἰθρίου : κωλύουσι γὰρ αἱ δρόσοι τὴν σύστασιν . ἐκλέγου δὲ τὸ ξανθὸν καὶ εὐθρυβές
6158310 λευκαναι
καὶ γὰρ ὁ παῖς κατὰ Δωριέας πάλλαξ λέγεται . τὸ λευκᾶναι : παρὰ τὴν πάλην , ἣ Ἀττικῶς πεπάλη λέγεται
καὶ τὴν τοῦ ἡλίου πρώτην ἀκτῖνα , πρὶν τὸν ἀέρα λευκᾶναι , καὶ εἰ ὁμιχλῶδές τι εἰς αὐτὸν ἀνελκόμενον ,
6147469 τρυγητου
δικέλλης τραυματισθεισῶν ἀμπέλων . μγʹ . πῶς δυνατὸν πρὸ τοῦ τρυγητοῦ προκαταμανθάνειν τὴν ἐσομένην πολυοινίαν ἢ καλλιοινίαν ἢ κακοοινίαν .
ἵνα ᾖ ἐλλεῖπον τὸ μίμνειν , καὶ γίνεται ἀντὶ τοῦ τρυγητοῦ , τουτέστιν ἡ ξηρασία τῆς λίμνης . * πυθμένι
6098581 Πληϊαδες
Κυθερήας ἐπιπνεῖτ ' ὄργια λευκωλένου δέδυκε μὲν ἁ σελάνα καὶ Πληϊάδες , μέσαι δὲ νύκτες , παρὰ δ ' ἔρχεθ
ἐπὶ τοῦ Περσέως : δέ οἱ σκαιῆς ἐπιγουνίδος ἤλιθα πᾶσαι Πληϊάδες φορέονται . καὶ πάλιν : οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ
6097062 χαλυβος
χαλκὸν , χρώμεθα τῷ σιδήρῳ . Χαλκὸς δὲ λέγεται , χάλυβός τις ὤν : ὅτι πρῶτοι Χάλυβες αὐτὸν εὗρον .
χαλκὸν , χρώμεθα τῷ σιδήρῳ . Χαλκὸς δὲ λέγεται , χάλυβός τις ὤν : ὅτι πρῶτοι Χάλυβες αὐτὸν εὗρον .
6033453 ἁβρως
. . γοᾶσθ ' ἁβροβάται ] ἤτοι Πέρσαι τρυφηλοὶ καὶ ἁβρῶς καὶ τεθρυμμένως βαίνοντες ὀδύρεσθε . . δύσβατος ] δύσβατόν
πεποίκιλται τοῖς χοροῖς τῶν ἄστρων . καί τινα τοιαῦτα διεξελθὼν ἁβρῶς περὶ τοῦ καιροῦ πάλιν ἐπιχειρήσεις ἀπὸ τῶν ἑστιωμένων ,
6021922 δηθυνουσιν
νηχόμενοι σκαίρουσι καὶ ἐνδύνουσιν ὀδόντων εἴσω καὶ μητρῷον ὑπὸ στόμα δηθύνουσιν : ἡ δὲ φιλοφροσύνῃσιν ἀνίσχεται ἀμφί τε παισὶ στρωφᾶται
: ὣς αἵ γ ' ἐνδόμυχοι θαλάμων ἔντοσθεν ἑκάστη αἰεὶ δηθύνουσιν , ὅπῃ πόσις αὐτὸς ἀνώγει . κόσσυφος αὖ πέτρῃσι
6012896 ἐαρος
σύναις : ὠς γὰρ ὀΐγοντ ? [ ] ? ' ἔαρος πύλαι ? [ [ ἀμβροσίας ] ? ὀσδόμενοιαις ?
ξένη καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀηδὼν τοῦ ἔαρος καὶ ἡ χελιδὼν τῆς οἰκίας καὶ ὁ Γανυμήδης τοῦ
6006054 μετοπωρου
ψυκτικὴν μήτε ὑγραντικήν , τοῦ δ ' ἔαρος καὶ τοῦ μετοπώρου μέσον τι ἔχουσαν . τοῖς μὲν οὖν εὐόγκως βουλομένοις
: τῇ μὲν ὄψει καλὸν τὸ ἄνθος ἄοσμον δέ . μετοπώρου δὲ τὸ λείριον τὸ ἕτερον καὶ ὁ κρόκος ,
6005215 πτορθοισι
ἱροῖς Αἰσονίδαο , πέριξ δέ μιν ἐστεφάνωντο σμερδαλέοι δρυΐνοισι μετὰ πτόρθοισι δράκοντες , στράπτε δ ' ἀπειρέσιον δαΐδων σέλας :
' ἐκκριδὸν οἶος ἀπ ' ἄλλων , λαθρίδιος πυκινοῖσιν ὑπὸ πτόρθοισι δεδυκώς , δίκτυα παπταίνων ἔλαθεν θηροσκόπος ἀνήρ : ὣς
6001404 προρεων
, πρὶν ἄμφω μῦθον ἀκούσηις . . . . ἀκαλὰ προρέων , . . . ἀκαλὰ προχέων , , ,
διὰ τὸ ἠρεμαῖον καὶ παρθενῶδες τοῦ ῥεύματος ” ὣς ἀκαλὰ προρέων , ὡς ἁβρὴ παρθένος εἶσιν „ . τινὲς ὅτι
5995493 εἰαριναι
, ἡδυπνοοι , ψιθυραί , † θανάτου ἀνάπαυσιν ἔχουσαι , εἰαριναί , λειμωνιάδες , πεποθημέναι ὅρμοις , σύρουσαι ναυσὶ τρυφερον
, ἐπιβάλλοντα , οἱονεὶ τὰ ἥμερα ἐπήβολα ] ἐπιτυχῆ ὧραι εἰαριναί : ἤγουν τὸ ἔαρ ἐνεψιήματα δὲ τὰ παίγνια :
5991081 ἐπιτελλουσιν
: ἰσημερία μετοπωρινή . Ἐν δὲ τῇ γῃ Εὐκτήμονι Ἔριφοι ἐπιτέλλουσιν ἑσπέριοι : χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ δῃ Εὐδόξῳ
. . . ἐν δὲ τῇ η Εὐδόξῳ Πλειάδες ἀκρόνυχοι ἐπιτέλλουσιν . . . . ε : . . .
5987526 θρηνοισι
κάραι πέπλους , ὡς πρὶν σφαγῆναί γ ' ἐκτέτηκα καρδίαν θρήνοισι μητρὸς τήνδε τ ' ἐκτήκω γόοις . ὦ φῶς
. καὶ μὴν γυναικείοις ς ' ἂν οἰκτισαίμεθα κουραῖσι καὶ θρήνοισι πρὸς τὸν ἀνόσιον . σωτηρίας δὲ τοῦτ ' ἔχει
5984971 Νυμφαν
δὲ λοιποί φασι τυφλωθῆναι αὐτὸν καὶ ἀλώμενον κατακρημνισθῆναι . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : Νύμφην τὴν Ξενίαν λέγει . ἄκρηβος δὲ
νύμφα : οὕτω καὶ νεωστὶ παρθένος γαμηθεῖσα λυπηθείη . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : ἱστοροῦσι γὰρ αὐτὸν ὑπό τινος ἀγαπηθῆναι Νύμφης
5973543 ἀκροποδος
λοιπῶν ἐνδόξων πρὸς στρατείας . ὁ δ ' ἐπὶ τοῦ ἀκρόποδος Ὠρίωνος καὶ ἐν Ταύρῳ μοίρας λάμπει εἴκοσι ἑπτὰ λεπτὰ
ιβ νο ζ ∠ ʹ γʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἀκρόποδος τοῦ ἑπομένου Διδύμου . . . . . Διδύμων
5947709 ἀκμαζοντος
ἑστιᾶσθαι . δάφναι τε ἦσαν πολλαί , φυτοῦ διὰ τέλους ἀκμάζοντος ἡδεῖαι προσιδεῖν κόμαι : ἄμπελοι δὲ πάνυ σφόδρα εὐθενούντων
, καὶ νέου ἔτους , καὶ μεσοῦντος τοῦ ἔτους καὶ ἀκμάζοντος καὶ παυομένου καὶ λήγοντος . καὶ αἱ ὧραι ,
5932479 ἀῤῥενος
λευκώματα δόκιμον : καὶ γὰρ πολλοὺς ὤνησεν . ] Πέρδικος ἄῤῥενος χολὴν μετὰ μέλιτος χρῖε . ἄλλο . λαδάνου γο
Δεῖ δὲ ἰσάζειν τὴν φύσιν καὶ τὴν ἡλικίαν τοῦ τε ἄῤῥενος , καὶ τῆς θηλείας , φυλάττεσθαι δέ , μή
5931960 ἀνοσοι
τέμωσι βότρυν ἄνοσοι μένωσι πάντες , ἄνοσοι δέμας θεητόν , ἄνοσοι γλυκύν τε θυμόν ἐς ἔτους φανέντος ἄλλου . Ἄρα
αὐτὸν ὁρῶν πρῶτον , εἰ νέοι ξυνηρμόσθησαν καὶ γενναῖοι καὶ ἄνοσοι νόσων , ὁπόσαι ἐς νεῦρα ἀπερείδονται καὶ ὀφθαλμῶν ἕδρας
5915156 τεταρταιαι
χάριν μέγισται μὲν καὶ ὡσανεὶ τελειότεραι περίοδοι τριταῖαί τε καὶ τεταρταῖαι καὶ εὐσημόταται τυγχάνουσι , μείζων δὲ καὶ βεβαιοτέρα καὶ
χάριν μέγισται μὲν καὶ ὡσανεὶ τελειότεραι περίοδοι τριταῖαί τε καὶ τεταρταῖαι καὶ εὐσημόταται τυγχάνουσι , μείζων δὲ καὶ βεβαιοτέρα καὶ
5899668 μηκαδες
οὐδέ σφιν θανάτοιο πέλε στονόεντος ἄλυξις , ἀλλ ' ἅτε μηκάδες αἶγες ὑπὸ βλοσυρῇσι γένυσσι πορδάλιος κτείνοντο . Ποθὴ δ
Χαλκίδι δύο ποταμοί , Κέρων καὶ Νηλεύς , ὧν αἱ μηκάδες ἐὰν περὶ τὸ συλλαμβάνειν οὖσαι πίωσιν , ἐὰν μὲν
5885785 ἐπηετανον
. καὶ τὸ ἀφ ' οὗ . . ἐπί . ἐπηετανόν βʹ : ἀδιάλειπτον . μέγα . ἡ ἐπί τίθεται
ἐσκομίσαι καὶ συρφετόν , ὄφρα τοι εἴη βουσὶ καὶ ἡμιόνοισιν ἐπηετανόν . αὐτὰρ ἔπειτα δμῶας ἀναψῦξαι φίλα γούνατα καὶ βόε
5884524 εὐαντητος
ἐπιτέρπεται , ἔξοχα δ ' αὐτῷ ἀνθρώπων κρέα τερπνὰ καὶ εὐάντητος ἐδωδή . εὖτέ τιν ' ἀθρήσῃ νεάτην ὑπὸ βύσσαν
: ἐλθέ , θεὰ σώτειρα , φίλη , μύστηισιν ἅπασιν εὐάντητος , ἄγουσα καλοὺς καρποὺς ἀπὸ γαίης εἰρήνην τ '
5884148 πασῃσι
βαλάνους προστιθέναι , ἢν μὴ ἡ κοιλίη ὑποχωρέῃ , ἐν πάσῃσι τῇσι νούσοισι , καὶ ψυχρολουτέειν ἐν ταύτῃ τῇ νούσῳ
. Τοὔνεκ ' ἐνὶ μέσσοισιν ἐύφρονα Νηρηίνην ὕμνεεν , ὡς πάσῃσι μετέπρεπεν εἰναλίῃσιν εἵνεκ ' ἐυφροσύνης καὶ εἴδεος : ἣ
5880865 κροταφοισι
βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος . Ἕκτωρ δ ' ὀξὺ νόησε , θέων
τὰς φλέβας τὰς ἐν τοῖσι βραχίοσι καὶ τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι , σπλῆνα ὑποτιθείς . Ἢν δὲ τούτων οἱ μηδ
5876163 ἐρεας
φυράσας ᾠῷ καὶ χρίσας τὴν κοιλίαν , ἐπιτίθει πτύγμα πορφυρᾶς ἐρέας καὶ ἐπίδησον : εἰ δ ' ἐπιμένοι , χρῖε
ἀναπεπταμένη . Ταύταις δ ' ἀμφίταποι ἁλουργεῖς ὑπέστρωντο τῆς πρώτης ἐρέας , καὶ περιστρώματα ποικίλα , διαπρεπῆ ταῖς τέχναις ,
5872342 ἐτλα
δὲ ἄγνοια , φησί , τὰς φρένας ἀπολλύουσα συνήγαγεν . ἔτλα συναγαγεῖν ῥίζαν αἱματόεσσαν , ἤγουν συμμίξαι σπέρμα τῇ μητρί
ὑπέμεινε . ἔτλα ] ἐκαρτέρησε . ἔτλα ] σπεῖραι . ἔτλα ] μετὰ καρτερίας . ἔτλα ] + ἐτόλμησε ποιῆσαι
5871276 ᾐωρειτο
αὖτε πρυμνόθεν ἐξαγεῖσα κατήριπενὧς ὅγε ποσσίν ἀκαμάτοις τείως μὲν ἐπισταδὸν ᾐωρεῖτο , ὕστερον αὖτ ' ἀμενηνὸς ἀπείρονι κάππεσε δούπῳ .
ἀμηχανίῃ δ ' ἔσχοντο ἄφθογγοι , τοῖόν σφιν ἐπὶ δέος ᾐωρεῖτο . Τείως δ ' αὖτ ' ἐκ νηὸς ἀριστῆες
5870789 πταρμου
πνεύματος , τοῦ ἑνὸς καθ ' ἕνα πόρον γενομένου τοῦ πταρμοῦ , συνδιατίθεται καὶ ὁ ἕτερος . Ζητήσειεν ἄν τις
ἐπιτείνει ἐπὶ τὸ κακὸν τὴν περιπνευμονίαν : ἐπὶ δὲ τοῦ πταρμοῦ καὶ τῆς κορύζης ἔξω φέρεται ἡ ὕλη διὰ τῶν
5867352 ἐρινου
ὀμφακίτις . ἀντὶ ἐρίκης καρποῦ , κισσὸς ὄμφαξ . ἀντὶ ἐρίνου φύλλων , φύλλα μορέας ἢ κόπρος ἴβεως . ἀντὶ
καὶ κλώθοντος * κλώθοντος : στρεφομένου καὶ ἠρτημένου ἐν ἀρπέζαισιν ἐρίνου : ἐρινεὸν Ἀθηναῖοι ὀνομάζουσιν : ἔστι δὲ ἡ ἀγρία
5867332 τραφερῃ
θαρσαλέος τις ἐν οἴδμασιν ἀντιβολήσει . εἰσὶ δ ' ἐνὶ τραφερῇ λάβροι κύνες , ἀλλὰ κύνεσσιν εἰναλίοις οὐκ ἄν τις
μίμνει δ ' ἤματα πάντα δυώδεκα σὺν τεκέεσσιν αὐτοῦ ἐνὶ τραφερῇ : τρισκαιδεκάτῃ δὲ σὺν ἠοῖ σκύμνους ἀγκὰς ἔχουσα νεαλδέας
5864790 θαμ
ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ . ταῦτά μ ' ἀγειρόμενοι θάμ ' ἐβάζετε : νῦν δὲ πέφανται φυλόπιδος μέγα ἔργον
αὐτοῖν ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος τοιαῦτα μέλειν θάμ ' ἑαυτῷ . Ὅρμα χώρει , κοῦφα ποσίν ,
5862368 σκιη
ἐμπειρίαν . “ τούτου ἐστὶ καὶ τὸ ” λόγος ἔργου σκιή . “ Δημήτριος δὲ ὁ Φαληρεὺς ἐν τῇ Σωκράτους
πέδον μαλακαί τ ' ἔπι ποῖαι καὶ λασίαις πτελέῃσιν ὕπο σκιή : ἄγχι δ ' ἄρ ' αὐτῶν ὕδωρ ἀέναον
5861025 στεινην
εἶναι Κύραυιν , μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων , πλάτος δὲ στεινήν , διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου , ἐλαιέων τε μεστὴν
τὰ παρίσθμια ἴσθμια ] τὸν λαιμόν φάρυγος ] τοῦ λάρυγγος στεινήν ] τὴν στενήν ἐμφράσσεται ] ἐμφράττει οἶμον ] ὁδόν
5860462 ἠκονημενου
οἷον τελείως : “ Θρήϊκες ἀκρόκομοι . ” ἀκωκή τοῦ ἠκονημένου παντὸς ἀκμή . ἀκειόμενον ἰώμενον καὶ ἐπισκευάζοντα . ἐπὶ
, ἀλλὰ κατὰ συναίρεσιν Ἀθηνᾶ . ἀθήρ : ἀκμὴ τοῦ ἠκονημένου σιδήρου κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τοῦ ἀθέρος , ὅς ἐστι
5854334 ἀμυλοιο
πλακοῦντος . ἐν γὰρ τῷ πλακοῦντί εἰσι καὶ κάρυα . ἀμύλοιο : ἁπαλὴ βρῶσις . ἀμύλοιο : ἁπαλῆς τροφῆς ἤγουν
, ὥσπερ οὐδὲ νωδὸς ἀνὴρ καρύων καὶ καρυδίων παρόντος αὐτῷ ἀμύλοιο ἤτοι πλακοῦντος . ἐν γὰρ τῷ πλακοῦντί εἰσι καὶ
5853290 ἀδω
, τότε ὁ μέλλων διὰ τοῦ ς ἐκφέρεται , οἷον ἄδω ᾄσω , πείθω πείσω , ἀνύτω ἀνύσω , ἀκούω
, δῆρις . Δαύω , τὸ κοιμῶμαι . ἐκ τοῦ ἄδω ἐστὶ , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ δ , δεύω
5830946 Ἡσιν
δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν | οὐδὲν ἔσω τοῦ τεταγμένου χρόνου , ἑκάστῃσι τὰ
γίνεται , αἱ ἀπὸ ῥινῶν ἀποστάξιες τοῦτο ἀποτρέπουσι γινόμεναι . Ἧσιν | ἐκ τόκου λευκὰ , ἐπιστάντων δὲ ἅμα πυρετῷ
5827369 στοναχαι
, πλὴν ὅτι λείπει πόλιν Ἀργείων . καὶ τίνες ἄλλαι στοναχαὶ μείζους ἢ γῆς πατρίας ὅρον ἐκλείπειν ; ἀλλ '
δ ' ἐξέρρεε δάκρυ , καὶ νηοὶ δεύοντο λύθρῳ : στοναχαὶ δ ' ἐφέροντο ἔκποθεν ἀπροφάτοιο : περισσείοντο δὲ μακρὰ
5820548 ληιου
παρέφρασεν : ἰάνθη δ ' ὡσεί τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληίου ἀλδήσκοντος . τὸ μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται
ἀσταχύων ὑπερέχοντα , κολούων δὲ ἔρριπτε , ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτῳ .
5817868 καυσωδεες
ξηρὰ σῦκα καυσώδεα μὲν , διαχωρητικὰ δέ . Αἱ ἀμυγδάλαι καυσώδεες , τρόφιμοι δέ : καυσώδεες μὲν διὰ τὸ λιπαρὸν
οἱ κέγχροι ἑφθοὶ τρόφιμοι , οὐ μέντοι διαχωρέουσιν . Φακοὶ καυσώδεες καὶ ταρακτικοὶ , καὶ οὔτε διαχω - ρέουσιν οὔτε
5805159 ἐξιτε
αἰετὸς οὐρανοῦ ποτᾶται . ἔγρεσθε : τί μέλλετε ; κοιτᾶν ἔξιτε πρὸς φυλακάν . οὐ λεύσσετε μηνάδος αἴγλαν ; ἀὼς
δεῖνα γὰρ καὶ μείζονα εὐεργετήσας οὐκ ἔτυχεν τηλικαύτης τιμῆς . ἔξιτε ἐπὶ τὸν πόλεμον , καὶ γὰρ οἱ πρόγονοι ὑμῶν
5801219 ἐλειπον
σάκεσιν εἰλυμένοι ὤμους : αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον ἀφραδέως , ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης , ἀλλ
δούλιον ἦμαρ . Ἄλλοι δ ' ἀλλοίοις ἐνὶ δώμασι θυμὸν ἔλειπον ἀνέρες : ἐν δ ' ἄρα τοῖσι βοὴ πολύδακρυς
5793772 ἁπαλαι
, “ ἱκετεύω , λύσατε : οὐ φέρουσι δεσμὸν χεῖρες ἁπαλαί . ἐάσατέ με σὺν αὐτῇ : μόνος ἐγὼ περιπτυξάμενος
μετρίως . αἱ δὲ πίνναι τόπων μὲν ἕνεκεν ἐπιτήδειοι αἱ ἁπαλαί , εὔτροφοι , ἐκ τῶν τεναγωδῶν λαμβανόμεναι καὶ ἐκ
5792466 λυσαμενοι
οὐκ ἥκιστα ὑποψίην εἶχον , πεντακοσίας κεφαλὰς τῶν Ξέρξεω πολεμίων λυσάμενοι . Τοῦτο δὲ τὰς διόδους τὰς ἐς τὰς κορυφὰς
ἔνδειαν πεπρακέναι , ὅτι ἤκουον αὐτὸν ἥδεσθαι τῷ ἵππῳ , λυσάμενοι ἀπέδοσαν καὶ τὴν τιμὴν οὐκ ἤθελον ἀπολαβεῖν . Ἐντεῦθεν
5792333 κατασκιον
. ἐσμοί : τάξεις , πλήθη . Σκιάουσιν : ἢ κατάσκιον ποιοῦσιν . ἄλυτον : ἀδιάλυτον , οἷον μὴ ἀναλυόμενον
τὸ δὲ δέκατον ὄρος εἶχε δένδρα μέγιστα , καὶ ὅλον κατάσκιον ἦν , καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δένδρων πρόβατα
5790437 ταινιαι
ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι ταινίαι ἀβληχραὶ καὶ μορμύρος , αἰόλος ἰχθύς , σκόμβροι κυπρῖνοί
εἶναι τὸν ἔκπλουν δυνατόν : βραχέα γὰρ καὶ διθάλαττα καὶ ταινίαι μακραὶ μέχρι πολλοῦ διήκουσαι παντάπασιν ἄπορον καὶ δύσκολον παρέχουσι
5782849 λειβειν
κελέβη καλεῖται ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἤτοι λείβειν : τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ συνήθως ἔταττον ,
κυρίως : “ Δηΐφοβον δ ' ἐκάλει λευκάσπιδα . ” λείβειν ἐπὶ μὲν τοῦ ῥεῖν “ ὠδύρετο δάκρυα λείβων ,
5779092 σταθμοισι
δέ μοι ὅς κ ' ἐθέλῃσιν . οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί , ὥς τ ' ἐπιτειλαμένῳ
ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον
5776471 πλοκαμιδας
περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ ' ὀλβίστων σε λοετρῶν φαιδρὴν
χειμῶνος ἐν γυναικείοις ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντες κόμας τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδας ἔχειν ἤσκουν , διειλημμένοι τὰς κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ
5774248 παρακεισθωσαν
ἐφ ' ἴσα τὰ μέρη , πανταχόθεν λίμναι καὶ κῆποι παρακείσθωσαν : ἵνα μὴ ὁ ζέφυρος πνέων καὶ κόνιν ἐκ
ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα περιθλάσεως ἢ πνιγμοῦ γένηται παραιτία . διὸ καὶ παρακείσθωσαν αἱ βαυκάλαι τῇ κλίνῃ , κἂν ἔγγιον ἔτι σπουδάζῃ
5772350 Τεισαμενου
. Τὸν δὲ αὐτὸν τοῦτον χρόνον Θήρας ὁ Αὐτεσίωνος τοῦ Τεισαμενοῦ τοῦ Θερσάνδρου τοῦ Πολυνείκεος ἔστελλε ἐς ἀποικίην ἐκ Λακεδαίμονος
εἶναι Ἀργείην : θυγατέρα δὲ αὐτὴν λέγουσι εἶναι Αὐτεσίωνος τοῦ Τεισαμενοῦ τοῦ Θερσάνδρου τοῦ Πολυνείκεος : ταύτην δὴ τεκεῖν δίδυμα
5769587 ἀργαλεων
τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι . οἳ δ ' ἴσαν ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ , ἥ ῥά θ ' ὑπὸ
ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο νούσων τ ' ἀργαλέων , αἵ τ ' ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν . [
5764962 ἐξεχουσαι
Φρίσσουσι : πεπύκνωνται , ἀνορθοῦνται . Πρόκροσσαι : ὀξύτητες , ἐξέχουσαι . πυκινῇσιν : ὀξύτησιν . σταλίκεσσιν : ταῖς ὀξυτέραις
: καὶ ἐν ταῖς γραφαῖς ἀκρώρειαι ὁρῶνται μὲν γὰρ πάνυ ἐξέχουσαι , λεῖαι δὲ τῇ φύσει καὶ ὁμαλαί εἰσι παντελῶς
5762339 σπορου
[ δʹ . ] γʹ . περὶ ἐγκεντρισμοῦ δάφνης καὶ σπόρου καὶ μοσχεύσεως . [ εʹ . ] δʹ .
σπέρματος ⋖ β πεπέρεως λευκοῦ σμύρνης ἀνὰ ⋖ β ξυλοκαρεοφύλλου σπόρου ἀκακίας ἀνὰ ⋖ α στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ τ ⊂
5759743 συλλεγεται
πλὴν λεπυριώδη : φιλεῖ δὲ ὀρεινὰ χωρία καὶ κοχλακώδη . συλλέγεται δὲ τοῦ ἦρος . τοῦτο μὲν οὖν ἴδιον τῶν
, ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . συλλέγεται ἐν Καππαδοκίᾳ , φέρεται εἰς Σινώπην καὶ πιπράσκεται ,
5757344 ἀωρια
λέγειν , ἦ που τό γε παντελῶς οὕτως ἐρήμην ἀγωνίσασθαι ἀωρία . ὁπότε γὰρ καὶ τοὺς οἰκείους τοὺς ἐκείνων αἰδεῖσθαι
τέχνην τὴν ἐμὴν ἐτητύμως ἀψευδόμαντιν οὖσαν „ . Ἀωρί , ἀωρία . Φερεκράτης Κραπατάλοις : ” ἐβάδιζον δ ' ἀπὸ
5755231 πλεονασμω
: ἐξ οὗ καὶ σειρὰ , ἡ πλοκή : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ , εἴρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ,
ἀπὸ τοῦ ἀϊσσης : παράγωγον αἰσύω : αἰσυτήρ : καὶ πλεονασμῶ τοῦ η αἰσυητήρ . ἀΐσυλος , ὁ ἄδικος καὶ
5754214 ἀντρου
ἀντίθεον Προνόη τέκεν ἀμφὶ ῥεέθροις Νυμφαίου ποταμοῖο μάλα σχεδὸν εὐρέος ἄντρου , ἄντρου θηητοῖο , τὸ δὴ φάτις ἔμμεναι αὐτῶν
τὸ πᾶν σχῆμα χορεία ἦν ὀρχουμένων . Ἡ ὤα τοῦ ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον . Ἐκ πηγῆς
5750237 λιγνυος
τὴν ὑγρότητα χέον , οὐκέτι δὲ καῖον , ἀτμὸν ἀντὶ λιγνύος ποιεῖ . καὶ οὕτως διαδέχεται ὄμβρος τὸν ἄνεμον .
: μίγνυται δὲ πρὸς τὴν λίτραν τοῦ κόμμεως # γ λιγνύος . σκευάζεται δὲ καὶ ἀπὸ ῥητίνης λιγνὺς καὶ ἀπὸ
5748557 Οἱσιν
καὶ κοιλίη καταῤῥήγνυται : τούτοισι γνῶμαι ταραχώδεες ὡς ἐπιτοπουλύ . Οἷσιν ἐφ ' αἱμοῤῥαγίῃ λαύρῳ πυκνῇ μελάνων συχνῶν διαχώρησις ,
διαδιδοῦσα βραχέα κοπρώδεα , ἐκχλοιοῖ : ἆρα καὶ αἱμοῤῥαγεῖ ; Οἷσιν ἐξαίφνης ἀπυρέτοισιν ἐοῦσιν ὑποχονδρίου καὶ καρδίης πόνος , καὶ
5745514 Κακοι
: Κανθάρου σοφώτερος : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κακοὶ τῆς πονηρίας πίνουσι τὴν ὁμίχλην : ἐπὶ τῶν κατ
: κανθάρου σοφώτερος : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κακοὶ τῆς πονηρίας πίνουσι τὴν ὁμίχλην : ἐπὶ τῶν καταξίως
5744182 ταπησι
ἁπαλαῖσι κοίταις τελεῖν τὰν Ἀφροδίταν . Διὰ νυκτὸς ἐγκαθεύδων ἁλιπορφύροις τάπησι γεγανυμένος Λυαίωι ἐδόκουν ἄκροισι ταρσῶν δρόμον ὠκὺν ἐκτανύειν μετὰ
Πρὸς τοῖς εἰρημένοις . καταδαρθεῖν : Ὑπνῶσαι . . ἤτοι τάπησι . οὕτως γὰρ Ἀττικοί . . ἐν τάπησιν :
5735469 πληθουσι
τε [ ἄνδρες ] . Νυμφίε , σεῖο γάμοι χαρίτων πλήθουσι χορείης , σωφροσύνης μετὰ κάλλους ? ἀεὶ μεθέπουσιν ἀρωγήν
φησὶ χώραν Ἑλλάδα . λέγει δὲ τὰς Ἀθήνας . . πλήθουσι νεκρῶν : αἱ ἀκταὶ καὶ οἱ αἰγιαλοὶ τῆς Σαλαμῖνος
5731763 ἀναδεδεμενους
ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας καὶ εἰρίοις πολυχρόοις ἀναδεδεμένους , οὓς καὶ εἰρεσιώνας ἐκάλουν . τρόπον οὖν τινα
, κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν , μαρτζοβάρβουλον , τριβόλους ἀναδεδεμένους λεπτοῖς σφηκώμασι καὶ ἐν ἥλῳ σιδηρῷ ἀποκρατουμένας , διὰ
5730582 φευγουσαι
. ἔχουσι γὰρ κοιλώματα αἱ δρῦες εἰς ἃ τὸν ἄνεμον φεύγουσαι αἱ μέλισσαι δύνουσι καὶ μελιτοποιοῦσι . διὸ καὶ μέλισσαι
μέσῳ μέλι . Ἔχουσι γὰρ κοιλώματα εἰς ἃ τὸν ἄνεμον φεύγουσαι αἱ μέλισσαι δύνουσι καὶ μελιττοποιοῦσι . Διὸ καὶ μέλισσαι
5730575 πεφυασιν
, φαιδρὸς ἰδέσθαι : καὶ κεράων ὀρθαὶ μὲν ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον
κείνοισιν δὲ διπλοῖς ἐλεφαντείοις κεράεσσι ῥίζαι μὲν πρώτιστον ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἐκ μεγάλου μεγάλαι , φηγῶν ἅτε : νέρθε δ
5729901 παλλεται
ἔασι δυσμενέες : τῶν ἤν τιν ' ἐσαθρήσῃ πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο
καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα μου : περὶ γὰρ τὴν
5726746 ἐτλησαν
τὰ ὑποπίπτοντα . ἀμβολαδίς : ἐκ διαδοχῆς . ἐτάλασσαν : ἔτλησαν . ἀκηδέες : ἄφοβοι . καλιστρεῖ : καλεῖ .
συνοχῇσι γένονθ ' , οἱ δ ' αὖ καὶ δεσμὸν ἔτλησαν , αὐτοί τε μάχλοι τε καὶ ἐς φιλότητ '
5725715 ἀσπονδοι
τοῖς ἀποκυομένοις εἰς ἔκθεσιν , οἱ τοῦ σύμπαντος ἀνθρώπων γένους ἄσπονδοι πολέμιοι . τίνι γὰρ δι ' εὐνοίας ἀφίξεσθε ,
θυὴν πεποιημένης τῆς φωνῆς . εἰσὶ δέ τινες τὸ παράπαν ἄσπονδοι θυσίαι κατὰ τύχην εἰς ἔθος παρελθοῦσαι . . .
5725616 ἀγλαοκαρποι
δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι . τάων οὔ
εὔπνοοι αὔραις , αἰπολικαί , νόμιαι , θηρσὶν φίλαι , ἀγλαόκαρποι , κρυμοχαρεῖς , ἁπαλαί , πολυθρέμμονες αὐξίτροφοί τε ,
5725258 αὐθαδους
τιμωρεῖται . Ἀγραπτότατος βάτος αὖος : ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ αὐθάδους τὸν τρόπον . Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω : ἀντὶ τοῦ
ποτε μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀγήνορος , ὃ ἔστι τοῦ αὐθάδους ἢ ὑπερηφάνου ἢ ἀλαζόνος , ὡς τῇ ἀνδρείᾳ ὑπερέχοντος
5720369 ἀισσων
ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως πεδόθεν †
ὥραν , ἅθ ' ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος βορέας , ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως παιδόθεν φυλάσσει
5718055 εὐπνοοι
τοῦ ἐπιπέδου ὀλίγας ἔχειν τὰς ἀπὸ τοῦ ἡλίου ἀντανακλάσεις , εὔπνοοι δὲ διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι καὶ μηδὲν ἔχειν τὸ
ἀντίσπαστοι ἐπιδρομάδην παταγεῦσαι , ὑμᾶς νῦν λίτομαι , δροσοείμονες , εὔπνοοι αὔραις , πέμπειν καρποτρόφους ὄμβρους ἐπὶ μητέρα γαῖαν .
5715272 ἡσυχον
θερμότητι καὶ τῆς πιμελῆς συντηξάσης . Ἐπί γε μὴν τῶν ἥσυχον καὶ ἀγύμναστον μετιόντων βίον τά τε οὖρα τοῦ συμμέτρου
παρασκευήν . οἱ μὲν γὰρ δὴ διαφερόντως ὄντες κόσμιοι τὸν ἥσυχον ἀεὶ βίον ἕτοιμοι ζῆν , αὐτοὶ καθ ' αὑτοὺς
5713218 λιβαδεσσι
οἱ Δαιμονίη βῶλαξ ἐπιμάστιος ᾧ ἐν ἀγοστῷ Ἄρδεσθαι λευκῇσιν ὑπαὶ λιβάδεσσι γάλακτος , Ἐκ δὲ γυνὴ βώλοιο πέλειν ὀλίγης περ
δευόμενον δὲ κάρηνον εὐγλήνου κεφάλοιο ἁλμυροῦ ἐν χύτρῃ κεραμηίδι καὶ λιβάδεσσι κιρνάμενον μέλιτος Λυκαβηττίου εὔκυκλον ἕδρην ἀλθαίνει συκῇσι περίδριον ὀφρυοέσσαις
5712450 Ἀλεξιου
τῆς περὶ τὴν βασιλείαν ἀλλοτριότητος ἑαυτοῦ καὶ τῆς τοῦ Κομνηνοῦ Ἀλεξίου περὶ ταύτην γνησιότητος . Οὕτω γὰρ καὶ ὁ Κομνηνὸς
ἡμῖν , ὦ σοφωτάτη μοι φρὴν καὶ διάνοια , τὰς Ἀλεξίου τοῦ μεγάλου πράξεις συναγαγεῖν ἐπιτάξασα , ὃς ἐν καιροῖς
5711599 στεροπαι
ἐξελθεῖν . ἀκτήν : αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί .
ἐξελθεῖν . ἀκτήν : αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί .
5707454 κουφαι
ἀκοίταις , αἱ δὲ φίλοις ἐπὶ παισί , χελιδόνες οἷάτε κοῦφαι , μητέρες ὠδύροντο : νέη δέ τις ἀσπαίροντα ἠίθεον
, ἤγουν τοῦ διδάξαι . κουφότεραι γάρ , ἀντὶ τοῦ κοῦφαι , ἤγουν ἐλαφραί , ἀμαθεῖς αἱ φρένες τῶν ἀπειράτων
5707357 ἐπιπηδων
ψόφου ἔδακε : κυρίως κατέφαγεν * ἐπάλμενος : ἐπιπηδήσας πηδήσας ἐπιπηδῶν * ἁρπάξας : δραξάμενος βρυόεντος δὲ τοῦ βρυώδους καὶ
ἀρχομένων : τύραννος δὲ ὁ ἀλόγῳ ἐξουσίᾳ αὐτονόμως χρώμενος καὶ ἐπιπηδῶν τῇ βασιλείᾳ καὶ τοὺς νόμους ἐκποδὼν ποιούμενος . κιβωτὸς
5703011 ἀποβριξαντες
' οἱ ἀρχαῖοι λέγουσι τὸ καθεύδειν : ἔνθα δ ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν ἠῶ δῖαν ταύτῃ οὖν ὅταν θύωσιν αἱ Δηλιάδες
: “ αὐτὰρ ἐγὼ παρ ' ὕεσσιν ἀπότροπον . ” ἀποβρίξαντες ἀπονυστάξαντες . ἀπηλοίησεν ἀπέκοψεν . ἀποδρύψει καταξύσει . ἀπολυμαντῆρα
5702236 βατε
τοὺς παρωχημένους τοῖς ἐνεστῶσι : βῆς βῆ βάτον βάτην βάμεν βάτε βάσαν καὶ συγκοπῇ βάν . . . . βάξις
τοὺς παρωχημένους τοῖς ἐνεστῶσι : βῆς βῆ βάτον βάτην βάμεν βάτε βάσαν καὶ συγκοπῇ βάν . . . . βάξις
5701858 μογον
ψαμάθοισι δ ' ἐπὶ πλατὺ σῶμα βαλόντες ἀθρόοι ἐμβαρύθουσι , μόγον θ ' ἁλιεῦσιν ἔθηκαν . πολλάκι δ ' ἐξώλισθον
ὀκτάπους αὖ τοὺς πλοκάμους ἐσθίων , χείματος ἐξέφυγε καὶ γαστρὸς μόγον , ἔσθων πλοκάμους , οὐ λιχμάζων ὀκτάπους : ὁ
5701369 ὀπωρην
ἀνηέξητο καὶ εἰς στόμα χεῖλος ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα
τῆϲ ἄλληϲ τροφῆϲ , ὁκοῖα ἐν ϲυγκοπῇ μοι λέλεκται : ὀπώρην ϲτύφουϲαν , οὖα , μέϲπιλα , μῆλα κυδώνια ,
5698956 Τοισιν
: καὶ ἐπὶ τούτων τὰ πλεῖστα ἅπερ ἐς θάνατον . Τοῖσιν ἐλαχίστῳ χρόνῳ μέλλουσιν ἀπόλλυσθαι μέγιστα σημεῖα ἀπ ' ἀρχῆς
λύγγες : ἀμφὶ πνεῦμα : ἄφοδοι : οἷσι γινώσκομεν . Τοῖσιν ἐμπύοισι τὰ ὄμματα , καὶ ἐκρηγνύμενα μεγάλα ἕλκεα γίνεται
5691621 μυσει
ξηραὶ φάρμακά τε ξηρά , ὑφ ' ὧν τὸ κεχηνὸς μύσει , καὶ στύμματα δὲ κύτινοι ῥοιῶν καὶ σχῖνος καὶ
ἔδεθλον Ξουθίδας ᾠκηκότας . γλήναις δ ' ἄγαλμα ταῖς ἀναιμάκτοις μύσει , στυγνὴν Ἀχαιῶν εἰς Ἰάονας βλάβην λεῦσσον φόνον τ
5689185 ὁδοιπορῳ
, οὐ Θρᾳκῶν ὅρια , καὶ Ἰλλυριῶν , δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ : ἀλλὰ νῦν ἐπανήκει μὲν τοῖς ἱππεῦσιν , ἐπανήκει
γεωργοῖς μὲν οὐ σφόδρα τίμια , κόραις δὲ παιζούσαις καὶ ὁδοιπόρῳ καμόντι καὶ βασιλεῖ Μήδων , ᾧ καὶ χρυσῆ πλάτανος
5688279 καλυπτρας
ἁπαλαῖς χερσί : πολλαὶ δὲ γυναῖκες κατερεικόμεναι καὶ σχίζουσαι τὰς καλύπτρας καὶ τοὺς ἰδίους χιτῶνας τέγγουσι καὶ βρέχουσι τοὺς κόλπους
ἄρχεσθαι πνεῖν , καὶ τοὺς κόκκους ἐκπίπτειν , ῥηγνυμένης τῆς καλύπτρας . Ἡ σχῖνος χαίρει μὲν καθύγροις χωρίοις , φυτεύεται
5688065 καθαρϲιοϲ
ἐν ὀργῇ καὶ ἐν παιδιῇ . καὶ κούρῃϲι δὲ μέχρι καθάρϲιοϲ ἐπιμηνίων τάδε ξυνήθεα . χώρη δὲ τίκτει Αἴγυπτοϲ μάλιϲτα
φάρμακον τῆϲ μελαγχολίηϲ τόδε , ϲτομάχου καὶ ἥπατοϲ καὶ χολῆϲ καθάρϲιοϲ ἄκοϲ ἐόν : ἀτὰρ καὶ μαλάχηϲ ϲπέρματοϲ ὁκόϲον ὁλκῆϲ
5687600 φθινοπωρου
δὲ ἐγεννήθη ἀπὸ τοῦ θέρους , ἀπεκλείσθη δὲ ἀπὸ τοῦ φθινοπώρου . ὅθεν τὸ φθινόπωρον τὰ μὲν δι ' ἑαυτοῦ
μηκώνιον ξυλλέγων ταμιεύου , καὶ θεράπευε . Ἐν Θάσῳ , φθινοπώρου περὶ ἰσημερίην καὶ ὑπὸ πληϊάδα , ὕδατα πουλλὰ ,
5685866 ἠντησαν
. Ἐσπεσέειν : εἰσελθεῖν . κευθμῶνα : τὸ βάθος . ἤντησαν : ἔτυχον , ἀπέλαυσαν . ἔρωτος : ἐπιθυμίας .
ἐτάνυσσαν : ἥπλωσαν , ἐξήπλωσαν . Χαλεπῆς : κακῆς . ἤντησαν : ἀπέλαυσαν , ἐπέτυχον . Οἰδάνεται : ὀγκοῦται :
5684373 τρυγι
τὴν κατάντλησιν φακοὺς ἑφθοὺς ἐν οἴνῳ λειώσας κατάπλασσε : ἢ τρυγὶ ὀξηρᾷ κατάπλασσε : ἢ βολβὸν πρόσφατον οἴνῳ μίξας κατάπλασσε
ᾔκασεν Λυσίστρατος : “ ἔοικας , ὦ πρεσβῦτα , νεοπλούτῳ τρυγὶ κλητῆρί τ ' εἰς ἀχυρὸν ἀποδεδρακότι . ” ὁ
5680034 χαλεπαι
τὸν ἐνιαυτὸν καὶ Κρόνῳ παραδεδωκώς . αὗται οὖν αἱ ἀντιπαραδόσεις χαλεπαὶ καὶ ἐπιτάραχοι : ἴσχυσε δὲ Ζεὺς σὺν τῇ Σελήνῃ
ἐμέτου ἐς ἡμέρας πέντε . Ἀλλὰ καὶ πλάνοι καὶ ἀναβάσιες χαλεπαὶ ταὐτὰ σημαίνουσιν . Ποταμῶν διαβάσιες καὶ ὁπλῖται καὶ πολέμιοι

Back