| ξηραὶ φάρμακά τε ξηρά , ὑφ ' ὧν τὸ κεχηνὸς μύσει , καὶ στύμματα δὲ κύτινοι ῥοιῶν καὶ σχῖνος καὶ | ||
| ἔδεθλον Ξουθίδας ᾠκηκότας . γλήναις δ ' ἄγαλμα ταῖς ἀναιμάκτοις μύσει , στυγνὴν Ἀχαιῶν εἰς Ἰάονας βλάβην λεῦσσον φόνον τ |
| ΔΕΚ τῇ ὑπὸ ΔΗΛ , καὶ ὅλη ἄρα ἡ ὑπὸ ΛΗΒ ἴση ἐστὶν συναμφοτέραις τῇ τε ὑπὸ ΔΕΖ καὶ τῇ | ||
| τουτέστιν συναμφότεραι ἥ τε ὑπὸ ΚΕΖ γωνία καὶ ἡ ὑπὸ ΛΗΒ δυσὶ ταῖς ὑπὸ ΔΕΖ ἴσαι εἰσίν . ἐπεὶ γὰρ |
| ἐπὶ τὸν Ὀξίναν ποταμὸν τριάκοντα . καὶ ἀπὸ Ὀξίνου εἰς Σανδαράκην ἐνενήκοντα . Σανδαράκη ὅρμος ναυσὶ σμικραῖς . ἐνθένδε εἰς | ||
| βορβορίζουσα τῇ γεύσει καὶ ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθεῖσα . Σανδαράκην προκριτέον τὴν κατακορῆ καὶ πυρρὰν καὶ εὐανθῆ , καθαρὰν |
| ϲημείωϲιν : ἔπειτα τὸ μέϲον ἀνατείναντεϲ ἀγκίϲτρῳ λίνον ἢ νεῦρον περιβαλοῦμεν περὶ τὴν ἐγχάραξιν ἀγκύλην κατὰ τῆϲ ἐφάψεωϲ τάττοντεϲ . | ||
| τῆς σαρκὸς ὑπεροχὰς ἀποξύσομεν . μετὰ δὲ τοῦτο μολύβδου σωλῆνα περιβαλοῦμεν τῇ βαλάνῳ πάσῃ , κατειλήσαντες αὐτὴν ἐσκελετευμένῃ παπύρῳ : |
| κολάζεθ ' οὗτος ὑπὸ συνειδότος θεοῦ . } Ὁ μὴ κολασθεὶς τῷ νόμῳ πράξας κακῶς , αὐτὸς ὑφ ' ἑαυτοῦ | ||
| ἀναγγεῖλαι πᾶσι , καὶ σπεύδει ἵνα κριθῇ περὶ αὐτῆς καὶ κολασθεὶς ἀποθάνῃ . Ἐὰν δὲ ᾖ δοῦλος , συμβάλλει αὐτὸν |
| ϲκαμμωνίαϲ λειοτάτηϲ # α ναρδοϲτάχυοϲ # α καὶ τοῦ διὰ μαράθρων καθαρτικοῦ # α καὶ ἑνώϲαϲ χρῶ . οὕτωϲ προκενώϲαϲ | ||
| καθαρσίων αἰεὶ , πρότερον μὲν τῇ πυρίῃ τῇ ἐκ τῶν μαράθρων , ἔπειτα δὲ τῇ ἐκ τῶν θυμιημάτων . Τὰς |
| πολλὸν ἐπὶ χρόνον ἀγχόθι μίμνε χηραμοῦ : ἣ δ ' ἀλέεινεν : ὃ δ ' ἐνθέμενος δόλον αἰνὸν θάμνῳ ὑπεκρύφθη | ||
| : ἐκ δὲ πάλιν κίεν ἔνδοθεν , ἄψ τ ' ἀλέεινεν εἴσω , τηΰσιοι δὲ πόδες φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα |
| καὶ οἱ σκυτοδέψαι τὰ δέρματα τὰ λευκά . ἄνθος λευκὸν βοτρυῶδες , τῷ σχήματι δὲ τὸ ὁλοσχερὲς ὄστλιγγας ἔχον ὥσπερ | ||
| σπερματοῦσθαι καὶ ἔτι τόπον εὔειλον ἔχῃ : τὸ δὲ ἄνθος βοτρυῶδες καὶ λευκὸν καθάπερ τῶν ἀγρίων . . . ταῦτα |
| : ἀντιόωσαν , ὡς τὸ βοόωντα . . . . ἀντίπηξ : ἡ κιβωτός † τοῦ πήσσω . . . | ||
| φαίνεται παραληγόμενα τῷ ω , οἷον πήληξ ἡ περικεφαλαία , ἀντίπηξ ἡ κιβωτός , ὕσπληξ ἡ ἀφετηρία τοῦ δρόμου . |
| τοῦ βυθοῦ κλυσθέντος ἰσχυρῶς καὶ χειμῶνος ἔξω γενομένου πολλάκις ἀδήλως ἐπεσήμηνε καὶ τοῖς λιμέσιν . οἴεσθε ἀγορᾶς καὶ θεάτρου καὶ | ||
| ὧν πολλάκις τινῶν κατὰ τὰς πολεμικὰς περιστάσεις φαγόντων , παραδόξως ἐπεσήμηνε τὸ θεῖον καὶ μεγάλαις συμφοραῖς περιέβαλε τοὺς τολμήσαντας προσενέγκασθαι |
| ὀμφακίτις . ἀντὶ ἐρίκης καρποῦ , κισσὸς ὄμφαξ . ἀντὶ ἐρίνου φύλλων , φύλλα μορέας ἢ κόπρος ἴβεως . ἀντὶ | ||
| καὶ κλώθοντος * κλώθοντος : στρεφομένου καὶ ἠρτημένου ἐν ἀρπέζαισιν ἐρίνου : ἐρινεὸν Ἀθηναῖοι ὀνομάζουσιν : ἔστι δὲ ἡ ἀγρία |
| καὶ Μαάρβαλ ὁμοῦ τοὺς περὶ σφᾶς ἐπῆγον ἀπλέτῳ κραυγῇ καὶ βαρβαρικῇ , νομίσαντες ἐκπλήξειν τοὺς ἐναντίους . οἳ δὲ καὶ | ||
| τοῖς λεχθεῖσι τόποις ταῖς ναυσὶ διασπαρέντες , βοῇ τε χρησάμενοι βαρβαρικῇ καὶ τραχείᾳ , ἐφώρμησαν τῷ τείχει , ταῖς κώπαις |
| ἑκατέρου μέρους τοῦ ξύλου τοῦ παγέντος καὶ τῶν σκελῶν ἐμβάλλονται ὀνίσκοι τετορνευμένοι , ἐξ ὧν τὰ ὅπλα ἐξήρτηται τὰ ἀνέ | ||
| στρούθιον μετὰ μέλιτος καὶ γάλακτος ἰᾶται πινόμενον . ἄλλο . ὀνίσκοι οἱ ὑπὸ τῆς ὑδρίας γεννώμενοι , λεῖοι δι ' |
| τοῖς σπόγγοις τοῖς ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ὕδατος μόνοις μετὰ τῆς χαμαιμήλου βοτάνης . εἰ δὲ φλεγματικώτερος εἴη , τοῖς τε | ||
| εἴ τι ἄλλο τούτοις ὅμοιον εὑρίσκεται . χρὴ οὖν καὶ χαμαιμήλου ἢ ἀνήθου ἢ κυπρίνου ἐλαίου προσεμβάλλειν ἐν τῇ ἑψήσει |
| διαφύηται ἐν τῷ ὕδατι . φύλλον δ ' ἔχει παρόμοιον τήλει . βλαστάνει δὲ τὸ πρῶτον μονοφυὲς ἐπὶ ἔτη μάλιστα | ||
| . κεφαλὴν δὲ πληροῖ μέν , οὐχ ὁμοίωϲ δὲ τῇ τήλει . πτιϲϲάνηϲ δὲ χυλὸϲ δύναται ϲκύβαλα διαλῦϲαι ϲκληρὰ καὶ |
| τῶν καταϲτάϲεων , ἀλλὰ καὶ κωλύϲει γενέϲθαι ταῖϲ τοῦ περιέχοντοϲ ἀμέτροιϲ κράϲεϲιν τὴν ἐναντίαν ἐπιτεχνώμενοϲ δίαιταν . ὅϲα μὲν οὖν | ||
| λεγομένων . Περὶ τῶν ἐπὶ διαρροίαιϲ ἢ αἱμορραγίαιϲ ἢ ἱδρώτων ἀμέτροιϲ κενώϲεϲι λειποθυμούντων . τοῖϲ μὲν οὖν ἐπὶ χολέραιϲ καὶ |
| ἀποθνήσκουσιν . Ἄλλοι δὲ τὸν καθ ' ὑπόκρισιν γέλωτα γινόμενον Σαρδόνιον καλεῖσθαι λέγουσιν , ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι τοῖς ὀδοῦσι . | ||
| γὰρ ἡγοῦντο δακρύειν καὶ θρηνεῖν . Τὸν οὖν προσποίητον γέλωτα Σαρδόνιον κληθῆναι . Τίμαιος δέ φησιν αὐτοὺς ἱστάντας τοὺς γονεῖς |
| ἀρσενικὸν καὶ σανδαράκη καὶ τίτανος ἄσβεστος , τῶν σφοδρῶν δηλονότι θραυομένων τῇ τῶν ἀσθενεστέρων μίξει . τὰ δὲ λεπτύνοντα τὰς | ||
| ἁπλῶς δὲ τῶν παραγγελλομένων οὐδεὶς οὐδὲν ἤκουε , τῶν σκαφῶν θραυομένων καὶ παρασυρομένων τῶν ταρσῶν , ἅμα δὲ καὶ τῇ |
| τε καὶ μεῖζον τὸ τὴν ἐσθῆτα τὴν εἰς τὸ συνέδριον εἰσάγουσαν λαβόντα κοινωνῆσαι τῆς ἐν αὐτῷ τελετῆς . σὸν οὖν | ||
| ἀφαιρεῖται πᾶσαν τὴν πολυτέλειαν ἐπὶ τῇ προφάσει τῆς εὐσεβείας ἡδυπάθειαν εἰσάγουσαν . καλῶς οὖν τοῦ Λάκωνος εἰπόντος , ὃς ἐρωτηθεὶς |
| ἀπὸ τῶν χιλίων δραχμῶν τῶν παρὰ τοῦ οἰκέτου , ὅτι ἐδανεισάμην παρὰ τούτου . καὶ οὐ μόνον ἔλεγεν ταῦτα , | ||
| οὐ γὰρ μόνον δικάζεσθαι , φησί , μέλλω ὑπὲρ ὧν ἐδανεισάμην χρημάτων ἕνεκεν σοῦ ὥστε ἀποδοῦναι αὐτά , ἀλλὰ εἰσὶ |
| πίναξ ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν Ἀρείᾳ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῇ Καρμανίᾳ τε καὶ τῷ Περσικῷ κόλπῳ , ἀπὸ δὲ δύσεως | ||
| ὁρμηθείς . φέρονται δὲ δι ' αὐλῶνος παμφόρου συνάπτοντος τῇ Καρμανίᾳ καὶ τοῖς ἑωθινοῖς μέρεσι τῆς χώρας , καθάπερ καὶ |
| τὸ βοῦς καὶ τὸ κονεῖν τὸ ἐνεργεῖν καὶ διατρίβειν : κονεῖ γὰρ ἢ ἐνεργεῖ τι περὶ τὰς βοῦς ὁ βουκόλος | ||
| τὸ βοῦς καὶ τὸ κονεῖν τὸ ἐνεργεῖν καὶ διατρίβειν : κονεῖ γὰρ ἢ ἐνεργεῖ τι περὶ τὰς βοῦς ὁ βουκόλος |
| καὶ φίλοι τῇ ἀναιδείᾳ : ὄχθοις ἱεροῖς : πρὸ τῶν ὄχθων τῶν περὶ τὴν πόλιν ἐν ᾗ . πόλει , | ||
| μούνους : Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα . Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς |
| . τὸ μὲν βαρύτονον , φησίν , ὄνομα ἐπὶ τῆς καθιεμένης μολιβδίδος παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι τίθεται , τὸ δὲ ὀξύτονον | ||
| ἢ τῆς πλευρᾶς ἁπλῶς , ὡς τοῦ ͵Η , σπάρτου καθιεμένης βάρος ἐχούσης κωνικὸν καὶ ἠρτημένον ἀπὸ τοῦ κέντρου τῆς |
| κόστου , εὐζώμου σπέρματος , ἠρυγγίου ῥίζης , πολίου , ἐχίου , εὐπατορίου , ἀρκευθίδων ἴσα ἀναλάμβανε μέλιτι ἀπέφθῳ . | ||
| τοῖς ὀφιοδήκτοις βοηθούς ἔνθα δύο ἐχίεια : ἤγουν δύο εἴδη ἐχίου . οὕτω δὲ ὠνόμασται διὰ τὴν ἐξ αὐτῶν ὠφέλειαν |
| τὸν Ἄδμητον . ἄλλοι δὲ ἀνωτέρω τούτων ὑπὸ μὲν τὸ λουτήριον Λεώκριτός ἐστιν ὁ Πουλυδάμαντος τεθνεὼς ὑπὸ Ὀδυσσέως , ὑπὲρ | ||
| ψαλίς , μηλωτρίς μήλη , ὀδοντοξέστης ὀδοντάγρα , ἐξάλειπτρον , λουτήριον , σικύα , ὑπόθετον , λεκανίς , σπογγία , |
| Αἰήτου ἐνταῦθα κατοικησάντων καὶ κτισάντων τὴν πόλιν , ἥτις τῇ Κολχίδι φωνῇ Πόλαι καλεῖται σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος τοὺς φυγάδας , | ||
| οὐδὲ κάτ ' εἰς Κόρινθον οὐ Μαγνησίαν ναῖεν ἀλόχου δὲ Κολχίδι συνάστεος θράνου † Λεχαίου τ ' ἄνασσε συνορμάδας φοινίκεον |
| , μαϲουχᾶ , μαϲτίχηϲ , ϲτύρακοϲ ἀνὰ # β , ἀψινθίαϲ # γ , οἰνάνθηϲ # γ , γλευκίνου # | ||
| μέλιτι ἢ καλαμίνθηϲ χυλὸν ἢ ϲκαμμωνίαν ϲὺν ὄξει ἢ χυλὸν ἀψινθίαϲ . τὸ δὲ ἔλαιον ἐνϲταζόμενον τῷ πόρῳ ἄχριϲ ἄνω |
| ἐϲ εὖροϲ κέχυται . ἔϲτω δὲ καὶ ἡ ὑπὸ τῇ ϲικύῃ φλὸξ πολλή , ὡϲ μὴ μοῦνον ἑλκύϲαι , ἀλλὰ | ||
| , ἢ ἐρυϲίπελαϲ ἐμφανέωϲ . καὶ ἰητρὸϲ δὲ ἀγαθὸϲ ἢ ϲικύῃ ἐϲ τὸν θώρηκα τὸ κακὸν ἀνήγαγε , ἢ ϲίνηπι |
| , ὃς τὰ ἔνδον ἀφεὶς ἔξω τῆς οἰκίας κάθηται . Μόρυχος δὲ Διονύσου ἐπίθετον , ἀπὸ τοῦ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ | ||
| , δύναται καθέζεσθαι . Μορυχίᾳ . τῇ ἀπὸ Μορύχου . Μόρυχος δὲ γάστρις τις ἄνθρωπος , ὃν καὶ ἡ κωμῳδία |
| . εἰς τοὐναντίον . τουναντίον . . . : εἰς τουναντίον . . . . πᾶς ἡμῖν ; . γρ | ||
| δι ' ὕλης ἔνδειαν : μᾶλλον δ ' αὖ διὰ τουναντίον γίνεται τὰ ξανθά . Τὰ μὲν γὰρ πυρρὰ διὰ |
| καὶ λίνου λευκοῦ καὶ μέλανος ἄλλου καὶ κυπείρου καὶ φελλῶν μολίβου τε καὶ πίτυος καὶ ἱμάντων καὶ ῥοῦ καὶ λίθου | ||
| τῶν διαιρέϲεων ὑπεροχὰϲ τῆϲ ϲαρκὸϲ ξύϲομεν . μετὰ δὲ τοῦτο μολίβου ϲωλῆνα περιβαλοῦμεν τῇ βαλάνῳ πάϲῃ κατειλήϲαντεϲ αὐτὴν ἐξηραϲμένῃ παπύρῳ |
| τὸ τέτλαθι . . , : τραπέουσι : δηλοῖ τὸ πατοῦσι . παρὰ τὸ τρέπω . . , : τροπός | ||
| τοῦ σίτου σπαρέντος ἐπάγουσι τὰς ἀγέλας αὐτῶν . Αἱ δὲ πατοῦσι καὶ ἐς ὑγρὰν τὴν γῆν ὠθοῦσιν , ἵνα μείνῃ |
| ἐκάθευδεν . ἐπεὶ δὲ διυπνίσθη καὶ ἐθεάσατο τὸν Κῦρον , περιπλακεῖσα αὐτῷ κατὰ τὸν συνήθη τρόπον ἐφιλοφρονεῖτο αὐτόν . ὃ | ||
| Ἀχιλλέως ἱκέτευσεν λαβεῖν τὸ τοῦ Ἕκτορος σῶμα . Πολυξένη δὲ περιπλακεῖσα τοῖς ποσὶ τοῦ Ἀχιλλέως ἐδέετο δουλεύειν αὐτῶι καὶ παραμένειν |
| δὲ τινὲς καὶ ὥσπερ ἴδιαι τῆς ἀφελείας , ὡς τὸ ἀδελφίζειν παρὰ τῷ Ἰσοκράτει καὶ ὁ κλαυσίγελως παρὰ τῷ Ξενοφῶντι | ||
| ὤν , [ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος . καὶ ] ἀδελφίζειν τὸ ἀδελφὸν καλεῖν , . , . , + |
| προϊοῦσι καρπῶν τε αὐτομάτων καὶ πόας οὐ σκληρᾶς ἅμα δρόσῳ γλυκείᾳ καὶ νάμασι νυμφῶν ποτίμοις , καὶ δὴ καὶ τοῦ | ||
| : τῇ ἡδυτάτῃ εὐωδίᾳ , πνοῇ ἡδυτάτῃ . νηδυμίῃ : γλυκείᾳ . δεδονημένοι : κεκινημένοι . ὦκα : ταχέως . |
| ἑξήκοντα πλεῖστον ἢ πεντήκοντα ἢ ἑκατὸν ἀμφοτέροις , ἐάνπερ ἡ δᾷς τυγχάνῃ πίειρα . συνθέντες οὖν αὐτὴν οὕτως καὶ κατασκεπάσαντες | ||
| . . ἀκατάληκτον . ἔργον ] χρεία , πρᾶγμα . δᾷς ] δᾳδίον , λαμπάς . ἱέναι ] διδόναι . |
| καὶ τραυμάτων οὐδὲ σωροῖς νεκρῶν ἀδιηγήτων , ἀλλὰ μόνῃ τῇ προσεδρίᾳ καὶ τῇ καρτερίᾳ . Ἦν τις ἐπὶ τῶν προγόνων | ||
| μηδὲν ἰσχύειν ὑπὸ τῶν κακῶν : ὡς ἄσχολός γε συγγόνου προσεδρίᾳ : οὕτως σοι πείσομαι ὡς ἀσχολουμένη περὶ τὴν προσεδρίαν |
| , ὃν διὰ φαυλότητα ὀνόσαιτό τις . ψεύδεα ῥινός : φύσκαι ἐπὶ τῆς ῥινὸς λεπταὶ αἱ λεγόμεναι ἴονθοι ὡς κατὰ | ||
| τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν λιπαρὰν κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ |
| Ἀντιφάνης περί τινος Καλλισθένους ὀψοφαγοῦντος ὅτι κατεσθίει γε ἐπὶ μιᾷ τρίγλῃ τὴν οὐσίαν . μέμνηται δὲ καὶ Ἄλεξις Φαύλλου τινὸς | ||
| ' αὖθις ἐρυγγάνει : βρύκει γὰρ ἅπαν τὸ παρόν , τρίγλῃ δὲ κἂν μάχοιτο . ἥβης ἐκείνης , νοῦ δὲ |
| ταριχείαν ἐπιτήδεια . καὶ τὰ κητώδη δὲ τῶν θαλαττίων ζῴων ταριχευόμενα βελτίω γίνεται , περιττωματικὴν ἔχοντα καὶ αὐτὰ τὴν σάρκα | ||
| καὶ λαβράκων καὶ σμυραινῶν καὶ τῶν ὁμογενῶν . πρόσφατα δὲ ταριχευόμενα καὶ ἐσθιόμενα πᾶσαν ἀήθειαν ἰῶνται . Καὶ ταῦτα μὲν |
| δὲ ἀρχιτέκτονα ὅστις ἐγένετο οὐ μνημονεύουσι . διὰ πέμπτου δὲ ὑφαίνουσιν ἔτους τῇ Ἥρᾳ πέπλον αἱ ἓξ καὶ δέκα γυναῖκες | ||
| σκώληξ , ἐξ οὗ ἀναπηνιζόμεναι αἱ γυναῖκες τὰ βομβύκινα ἐπιβόλαια ὑφαίνουσιν . ἐκ δὲ τῶν ἐν τοῖς ξύλοις καταδεδυκότων σκωλήκων |
| ὁμοίων ὑφ ' ἑνὸς περιέχεσθαι πίνακος ἐν ἐλάττοσι τῶν κύκλων διαστάσεσιν . Οὐδὲν γὰρ ἔτι δεῖ καὶ πάντας τοὺς πίνακας | ||
| τῇ κορυφῇ , ἀλλὰ πάντη εἰσὶν ἐξηλλαγμέ - νοι ταῖς διαστάσεσιν . ὡς οὖν ἀκροτήτων δύο κύβου τε καὶ σκαληνοῦ |
| εὐφυεῖς ἄνδρας δηλοῦσιν , οἱ δὲ στενοὶ καὶ προμήκεις καὶ κυρτοὶ ἀναισθήτους καὶ θηριώδεις , οἱ δὲ σκολιοὶ [ καὶ | ||
| κατόπιν κάμπτεται . ἢν δὲ ἐϲ τὸ ἔμπροϲθεν ἕλκωνται , κυρτοὶ μὲν τὰ νῶτα : ἐπ ' ἶϲον τοῖϲι μεταφρένοιϲι |
| ὑπὲρ σίτου , τῆς γὰρ τῶν ἐλάφων καὶ συῶν θήρας ἔξωροι γεγονότες τοὺς πιθήκους λαφύσσουσιν ἐς τοῦτο χρώμενοι τῇ λοιπῇ | ||
| . εἰ δὲ λῆροι ὡς τὰ πολλὰ τῶν γερόντων οἱ ἔξωροι καὶ μωραίνει κἀν ταῖς μέθαις καὶ τοῖς ὕπνοις καὶ |
| πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν Κυματολήγῃ ῥεῖα πρηΰνει καὶ ἐυσφύρῳ Ἀμφιτρίτῃ , Κυμώ τ ' Ἠιόνη τε ἐυστέφανός θ ' | ||
| ὃ καλεῖται Μεσόγειον , τότε ἐνταῦθα Ποσειδῶνι μὲν ταῦρον , Ἀμφιτρίτῃ δὲ καὶ Νηρηΐσι ζῶσαν καθιέναι παρθένον : ὄντων οὖν |
| τελευτὴν τοῦ βασιλέως καὶ τόδε , ναύτην δέ φασιν ἐκκολυμβήσαντα περιθέσθαι τῇ κεφαλῇ τὸ διάδημα καὶ ἐνεγκεῖν ἄβροχον Ἀλεξάνδρῳ καὶ | ||
| , ὑπερησθεῖσα τῷ δώρῳ οὐ παρῃτήσατο καὶ παρόντος τοῦ Ἰάσονος περιθέσθαι τὸν κόσμον : ῥυθμίζει συντίθησι καλλωπίζεται : ἄψυχον εἰκώ |
| δεῖ ποιεῖν τὰ ἀγάλματα ἢ τὰς εἰκόνας ἢ ἐκτυπώματα ἐπὶ σφραγίδων καὶ τελεῖν ἕκαστον καὶ ἀνανεοῦν προσφόρως ἐν τοῖς προλελεγμένοις | ||
| τῶι ἱερῶι πεδηθεὶς ὑπὸ Κύρου λύεται τρίτον ἀοράτως , καίτοι σφραγίδων τῶι ἱερῶι ἐπικειμένων καὶ τούτων τὴν φυλάκην Οἰβάρα ἐμπεπιστευμένου |
| ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί . πλὴν | ||
| , διὰ τοῦτο πόντιον εἶπεν . πίσυνοι ] θαρροῦντες . λεπτοδόμοις ] λεπτοῖς . πείσμασιν ] σχοινίοις . μηχαναῖς ] |
| μηνύουσιν , ἠχοῦσιν . κινύρονται ] πέμπουσι , σημαίνουσι . κιννύρονται ] ἀπηχοῦσι . κιννύρονται ] ἠχοῦσιν . θ κιννύρονται | ||
| γενύων ] στομάτων . θ ἱππείων ] ἱππικῶν . θ κιννύρονται ] βοῶσι , μηνύουσιν , ἠχοῦσιν . κινύρονται ] |
| Γυμνοὺς τούτους οἰκεῖν μὲν ἐπί τινος λόφου , φασί , ξυμμέτρου μικρὸν ἀπὸ τῆς ὄχθης τοῦ Νείλου , σοφίᾳ δὲ | ||
| , ἵνα τὸ πνεῦμα ἐγγυμνάζοιντο . δεῖ δὲ αὐτοῖς ἐλαίου ξυμμέτρου καὶ πεπαχυσμένου τῇ κόνει , τουτὶ γὰρ τὸ φάρμακον |
| στυφούσαις ἐμβροχαῖς ἀδιαλείπτως ἀπαντλήσομεν μάννῃ τε πολλῇ χρησόμεθα ἐπιπάττοντες καὶ Λημνίᾳ σφραγῖδι καὶ ἀστέρι Σαμίῳ καὶ σπόγγῳ καινῷ , πίσσῃ | ||
| δ ' αὐτοῖς καὶ λείοις κατάπλασσε : περίχριε δὲ καὶ Λημνίᾳ σφραγίδι ἢ ἀλόῃ μετὰ μέλιτος διεθείσῃ . πρὸς δ |
| ἕνεκα χρηματιστέον : οὐ γὰρ ἐσθῆτος πολυτελείᾳ ἀλλὰ σώματος εὐεξίᾳ κοσμοῦνται . οὐδὲ μὴν τοῦ γε εἰς τοὺς συσκήνους ἕνεκα | ||
| γυναῖκες : καὶ γάρ τοι παραπλέκονται μάλα ἐξ αὐτῶν καὶ κοσμοῦνται ὡραίως , ταῖς πλοκαμῖσι ταῖς συμφύτοις καὶ ταύτας ὑποδέουσαι |
| ἄλλο , τοῦτο τὸ φάρμακον ὀνίνηϲιν , ἔξωθέν τε τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ καταπλάϲμαϲι μιγνύμενον , εἴϲω τε τοῦ ϲώματοϲ λαμβανόμενον , | ||
| καὶ τῇ τρίτῃ ἀποπυριᾶν καὶ γάλακτι ἐγχυματίζειν καὶ καταπλάττειν τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ , εἶτα ὑπαλείφειν τοῖϲ πρὸϲ τὰϲ παλαιὰϲ διαθέϲειϲ , |
| τῇ παρὰ τὸν ποταμὸν πυλίδες ἐπῆσαν , ὅσαι περ αἱ λαῦραι , τοσαῦται ἀριθμόν : ἦσαν δὲ καὶ αὗται χάλκεαι | ||
| , λευκόχρους Ἕλληνες . λαύρας καὶ τὰς ἀμάρας Ἀριστοφάνης . λαῦραι δὲ καὶ τὰ ἄμφοδα . λητουργεῖν διὰ τοῦ η |
| ἢ γιγάρτων ἢ ῥοιᾶς . ἄλλο . σπέρμα ῥόδου σὺν μαστίχῃ δίδου σὺν οἴνῳ στυπτικῷ πίνειν ἢ σὺν οἴνῳ ἑψήματος | ||
| , εἰ μὲν ἐπὶ βραχὺ πρᾶξαι τοῦτο βουληθείημεν , ἀναμιγνύντες μαστίχῃ πέπερι , πλέον δὲ κενῶσαι βουλόμενοι , πύρεθρον ἢ |
| τῇ προϲηκούϲῃ ἀνακομιδῇ . τὰϲ δὲ τῶν φρενιτικῶν ἀναλήψειϲ ποιητέον φυλαττομένουϲ μέθαϲ , ὀργάϲ , ϲιτίων διαφθορὰϲ καὶ πρὸ πάντων | ||
| . τροφὰϲ εὐδιοικήτουϲ δοτέον εὐχύμουϲ , οἶνον ὀλίγιϲτον ὑδαρῆ , φυλαττομένουϲ δριμυφαγίαϲ καὶ τροφῆϲ πλῆθοϲ : ἑτοίμωϲ γὰρ αὐταῖϲ τὰ |
| δὲ τῶν λιθιώντων καὶ βετονίκη μίγνυται καὶ κέϲτρου τῆϲ καλουμένηϲ ϲαρξιφάγου . ἀπέχεϲθαι δὲ χρὴ τοὺϲ γέρονταϲ ἐδεϲμάτων καὶ πομάτων | ||
| ἀνὰ # α , ἄμεωϲ , ϲικύου ἡμέρου ϲπέρματοϲ , ϲαρξιφάγου , ϲταφίδων ἐκγεγιγαρτιϲμένων , ἀλθαίαϲ ϲπέρματοϲ , φαϲιούλου λευκοῦ |
| . ἀποπτύω : ἀπὸ τοῦ πετῶ πετύω , καὶ συγκοπῇ πτύω , τὸ ἀποπεταννύμενον . . . . ἄπορος : | ||
| καὶ Φιλόξενος . . , : πτύον : παρὰ τὸ πτύω : τὸ ἀποπτύον καὶ ἀπορρίπτον τῶν καρπῶν τὰ ἄχυρα |
| ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι , καὶ πολύποδι μύραινα . ἐπὶ μείζονας : κατὰ | ||
| τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , μαινίδι δὲ χρύσοφρυς ἀνέλκεται : αὐτὰρ ἀνιγραὶ μύραιναι μετὰ σάρκας |
| τρώξιμος καὶ τρώκτης . τρώξιμον : τὴν ὥριμον σταφυλήν . τρώξιμον : πέπειρον . πάντα δόλον τεύχοισα : γράφεται κεύθοισα | ||
| τε καὶ κιχώριον καὶ σόγχος καὶ ἔτι μᾶλλον τούτων τὸ τρώξιμον . ἐπειδὴ καὶ τὸ πικρὸν καὶ τὸ ἐκφρακτικόν ἐστιν |
| στασιάζειν οὖν ἐπεπόλασε παρ ' αὐτοῖς ἡ μάστιξ , ὥστε διπλαῖς χρῆσθαι μεγάλαις ἢ ὅτι οἱ Κορκυραῖοι χαλεπῶς τύπτουσιν . | ||
| γὰρ βούλεται ὁποῖος ἂν εἴη ὁ τοῦ φιλοσόφου βίος . διπλαῖς τε χρῆται ταῖς ἐπιγραφαῖς καθ ' ἑκάστου τῶν βιβλίων |
| † Κία πρὸς τῇ Ἐφέσῳ : ἀπὸ τοῦ ἐν τῷ παραλίῳ αὐτῆς πρῶτον αὐτομάτως ἅλας πηχθῆναι . ἢ πόλις Θεσσαλίας | ||
| ὃ καλεῖται Θρᾴκιος Βόσπορος , καὶ τῇ ἐφεξῆς τοῦ Πόντου παραλίῳ μέχρι τοῦ πρὸς τὴν κάτω Μυσίαν ὁρίου , ὃ |
| ἐνηλλαγμένος . θ μεταλλακτὸς ] + διά τινος χρόνου . μεταλλακτὸς ] ἴσως ἀλλοιωθείη ἄν . Ξ ἴσως ] τάχα | ||
| ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα ἐνηλλαγμένος . . θαλερωτέρῳ ] ἡμερωτέρῳ |
| κωπέων πλατουμένων : τῶν εἰς κώπας ξύλων ἐπιτηδείων . Γ τύλων ] τῶν ξυλίνων ἥλων . θαλαμιῶν ] τῶν ναυτῶν | ||
| πολυχρήϲτοιϲ κολλυρίοιϲ . Περὶ τραχωμάτων καὶ δαϲυμάτων , ϲυκώϲεων καὶ τύλων τοῦ αὐτοῦ . ἐπειδὴ ὁ λόγοϲ ϲυγγένειαν βοηθημάτων τεθέαται |
| . Ἔστι δ ' ὥσπερ χερρονήσου μεγάλης ἰσθμὸς οὗτος , σφιγγόμενος θαλάτταις δυσὶ τῇ τε τοῦ Ἰσσικοῦ κόλπου μέχρι τῆς | ||
| ἐπιστάντος ῥᾳδίως ἄπεισιν , ὡς ἂν οὐκέτι βίᾳ κρατούμενος οὐδὲ σφιγγόμενος . ἐκ τούτων ἐνίοτε οἱ θεοί τινας καὶ παρέδρους |
| ὁρμᾷ , ἤτοι φεύγει καὶ ἐκκλίνει τὴν τυπὴν καὶ τὴν τύψιν τῆς τεφρώδους ἐχίδνης . * περκνός : μέλας καὶ | ||
| χέας τρύγα φυρήσασθαι ἢ ὄξευς , νεαλεῖ δὲ πάτῳ περὶ τύψιν ἑλίξαις . Ὄφρα δὲ καὶ πάσῃσιν ἀλεξητήριον ἄταις τευξάμενος |
| μέρη β . ἀντὶ Ἀϲϲίου λίθου γαγάτηϲ λίθοϲ ἢ ἅλεϲ ἀμμωνιακοὶ κεκαυμένοι . ἀντὶ ἀλώπεκοϲ ϲτέατοϲ ϲτέαρ ἄρκειον . ἀντὶ | ||
| ἀδάρκης . ἀντὶ Ἀσίου λίθου , λίθος γαγάτης ἢ ἅλες ἀμμωνιακοὶ ἢ σανδαράχη . ἀντὶ ἀσπαλάθου , ἐρίκης καρπὸς ἢ |
| τὸ μικρὸν καὶ ὁ χυλὸς αὐτοῦ , κριθαὶ μετρίως , κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα λειουμένη μετρίως , κυάμου | ||
| δαῦκοϲ κονία καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ ϲυκίνηϲ τέφραϲ κράμβη κρίθμον κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα ὀμφάκιον πλατάνου ὁ φλοιὸϲ |
| τὸ ἐλεύσθω ἐλεύσθη καὶ ἐλύσθη : οἱ δὲ παρὰ τὸ εἰλῶ εἰλύω εἰλύσθη , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ι , ἐλύσθη | ||
| , ἵν ' ᾖ τὸ ἐν τῷ αὐτῷ εἰλεῖσθαι : εἰλῶ εἰλίνω καὶ ἐλίνω καὶ ἐλινύω . εἰς δὲ τὸ |
| καὶ ἐρευγματώδεα , καὶ χολέρης γεννητικά : ἔστι δὲ τὰ εὐωδέστατα , στερεὰ καὶ ἥδιστα , ταῦτα ἄριστα δίεφθα καὶ | ||
| τοῖς δυσώδεσι , περισκέποντας πάντοθεν , ταῖς δὲ ῥισὶν ὀσφραντὰ εὐωδέστατα προσάγειν : συμμέτρῳ τε καὶ εὐχύμῳ τροφῇ χρήσθωσαν , |
| ] + ἐκ παραλλήλου . ξηροῖς ] ἀνύδροις , τοῖς ἀδακρύτοις , τοῖς ἀσυμπαθέσι . Ξ ἀκλαύστοις ] ἀναλγήτοις . | ||
| τελεία ] τελεσθῆναι δυναμένη . Ξ ἀρά ] κατάρα . ἀδακρύτοις , ἀναλγήτοις διὰ τὸ τυφλοὺς εἶναι τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ |
| μόνον δὲ διὰ τῶν ἔξωθεν προσφερομένων πειρᾶσθαι δεῖ βοηθεῖν τοῖς ἐμψύχουσιν , ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ μηχανᾶσθαι τὸν ἀέρα μεταβάλλειν | ||
| μέχρις ὀμφαλοῦ , καὶ ἐγχυματισμοῖς δὲ χρηστέον στύφουσι καὶ ἠρέμα ἐμψύχουσιν , ὡς τῷ ἀρνογλώσσου χυλῷ καὶ πολυγόνου καὶ στρατιώτου |
| : καὶ ἐκοιμᾶτο χαμαὶ ἐπὶ στιβάδος : φύλλων κεκλιμένων χθαμαλαὶ βεβλήατο εὐναί . ἀρκεῖ γὰρ ταῦτα καὶ εἰς τὸ προσηνῶς | ||
| . . . . ? ἡ διπλῆ ὅτι συλληπτικῶς εἴρηκε βεβλήατο ἐπὶ τῶν οὐτασμένων . . τὰς γὰρ πρώτας πεδίον |
| ⋖ δ , κόψαϲ ϲήϲαϲ τὴν τραγάκανθαν διάλυε ὠῶν ὠμῶν προϲφάτων τῷ λευκῷ καὶ ϲυλλεάναϲ ἅμα ἀνάπλαττε καταπότια καὶ ξήραινε | ||
| , τραγακάνθηϲ ⋖ δ , διάλυε τὴν τραγάκανθαν ᾠῶν ὠμῶν προϲφάτων τῷ λευκῷ , καὶ ὅταν διαλυθῇ , ἐπίβαλλε τρίψαϲ |
| φησιν : αἱ λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ θρίσσαι ἀχυρώδεις καὶ ἀλιπεῖς καὶ ἄχυλοι . Δωρίων | ||
| σκορπίος ἀϊκτήρ , δίδυμον γένος , ἀμφότεραί τε σφύραιναι δολιχαὶ ῥαφίδες θ ' ἅμα τῇσιν ἀραιαί : ἐν δὲ χάραξ |
| , ὁποῖός ἐστι παρὰ Ἡροδότῳ τοῦ αὐλητοῦ , καὶ παρὰ Φιλίστῳ τοῦ ἵππου : ἐν ἑκατέρῳ ἐν τῇ πρώτῃ καὶ | ||
| δὲ ὁποῖός ἐστι παρὰ Ἡροδότῳ τοῦ αὐλητοῦ , καὶ παρὰ Φιλίστῳ τοῦ ἵππου καὶ τῶν ἐν ἑκατέρῳ ἐν τῇ πρώτῃ |
| . ἔστι δ ' ὅμοιον τῷ αὐτουργός , αὐτεπάγγελτος . ἀνεμεστώθη : καὶ ἀνεμέστωσεν : ἀντὶ τοῦ ἐπληρώθη καὶ ἐπλήρωσεν | ||
| οὐράνιον ὅσον : , . . . . , . ἀνεμεστώθη : , . . . . , . ἀνέλκειν |
| διηθήματι τῆς εἰρημένης γῆς . καὶ καταχρίσαντα πλύμασι μολύβδου μετὰ μυρσινίνου ἐλαίου ἢ μηλίνου ἢ στύμμασιν , ὁμοίως τὸ προπεπτωκὸς | ||
| ἀδίαντον καὶ λάδανον ἴσα λειώσας μετ ' ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ μυρσινίνου , ἢ σχινίνου ἐπίχριε . ἄλλο . λάδανον ἀποβρέξας |
| . ἀσμένῳ ] χαίροντι . . ἀσμένῳ ] μετὰ περιχαρείας διάγοντι , διὰ τὸ μὴ καίεσθαι τὴν νύκτα παρὰ ἡλίου | ||
| πρὸς Κωνστάντιον ἐνεχείρισαν Κωνσταντίνῳ τὴν βασιλείαν τῷ τούτῳ παιδὶ , διάγοντι κατὰ τὰς Βρεττανίας , καὶ τὴν ἀρχὴν ἐδέξατο τοῦ |
| τὸ νέον . ἐνιλλώπτειν : τὸ ὀφθαλμοῖς καταμωκᾶσθαι , καὶ ἰλλώπτειν καὶ ἐπιλλοῦν τὸ μυκτηρίζειν , καὶ κατιλλώπτειν τὸ καταμυκτηρίζειν | ||
| κωμῳδίᾳ . ἰλλὸς δὲ ὑπὸ τῶν ποιητῶν καλεῖται , καὶ ἰλλώπτειν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ τὸ παραβλέπειν , καὶ κατιλλώπτειν τὸ |
| τοῦ καὶ τοῖς θρέμμασι χιλὸν τεταμιεῦσθαι , τῶν ἀχύρων καὶ ἀθέρων ἐκ τῆς τοῦ καρποῦ καθάρσεως διακρινομένων . ἐπιμελητὴν δὲ | ||
| : αἶπος γὰρ τὸ ἀκρώρειον . Ἀθερίζειν , ἀπὸ τῶν ἀθέρων , ἢ ἀπὸ τῶν θερίζεσθαι μὴ δυναμένων καρπῶν διὰ |
| ἐς Ἀντώνιον , διωκόντων αὐτοὺς τῶν Καίσαρος φίλων καὶ σπονδὰς προτεινόντων καὶ οὐκ ἐθέλουσιν ἐνοχλούντων τὰ πεζὰ μάλιστα : ὧν | ||
| μὲν νουθεσίαις περιόδοις ἀκολουθῆσαν , ἁγνεῦσαν δὲ τῶν ὁλκὸν ἀπατεῶνα προτεινόντων δύναμιν αἰσθητῶν . ἆρά γε οὐχὶ τοῦτον τὸν τρόπον |
| Εἰς κόλπους πτύειν : ὅμοιον τῷ : οὐ μεγαλοῤῥημονεῖν . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δολιεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν . μετενήνεκται δὲ | ||
| τῶν ῥᾳδίως τι ποιούντων . Καθ ' ἑαυτοῦ Βελλεροφόντης . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δουλεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ |
| ὡϲ κἂν μόνον προϲθίγῃ τῷ ἄϲθματι , βλάπτειν τοὺϲ πληϲίον γινομένουϲ . πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζῴου ἱϲτορούμενα παραπέμπομαι , | ||
| . πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ πάχεϲι καὶ γλίϲχροιϲ γινομένουϲ χυμοῖϲ ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ μέλιτι κλύζε . Ἄλλο |
| κλωσὶν ὑψηλήν . τὴν τοιαύτην γοῦν βοτάνην , ἤγουν τὸ σκορπίουρον , δὸς τῷ πεφαρμαγμένῳ ἑψηθεῖσαν μετὰ μέλιτος πιεῖν ὕψι | ||
| τὴν ῥίζαν μετὰ τῶν φύλλων τῆς δασείας μελισσοφύλλου : ἢ σκορπίουρον τὴν λεγομένην ἰσχύουσάν τε καὶ ἡλιοτρόπιον , λευκὰ φύλλα |
| ἐστιν ἐν Ἀθήνῃσι τελουμένη , καθ ' ἣν ἐγκρυφίου ἄρτου ὀπτωμένου ἐπὶ τῆς ἑστίας ἐπιτρέχουσι . τὸ δ ' αὐτὸ | ||
| γαγάτηϲ λίθοϲ κέραϲ αἴγειον καὶ ἡ ὀϲμὴ τοῦ αἰγείου ἥπατοϲ ὀπτωμένου καὶ αὐτὸ τὸ ἧπαρ ἐϲθιόμενον . Διεγερτικὰ τῶν καταπεϲόντων |
| κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι , σχαλίδες σχαλιδώματα , ξίφη , δόρατα , ἀκόντια , δρέπανα | ||
| προβόλια , ἄρκυες , ἐνόδια , δίκτυα , κυνοῦχος , σχαλίδες , στάλικες , σχαλιδώματα , ποδάγραι , ἁρπεδόναι . |
| διὰ κολοκυνθίδος καὶ ἰρίνου μύρου . Ἄλλος πεσσὸς καθαρτικός . Κυκλαμίνου χυλοῦ , κολοκυνθίδος ἐντεριώνης , νίτρου ἐρυθροῦ , λινοζώστεως | ||
| ἧττον , ἔχει δὲ καὶ τούτου ἡ γραφὴ οὕτως . Κυκλαμίνου ξηρᾶς . . δραχ . ηʹ νίτρου ἐρυθροῦ . |
| ' ἕκαστον τῶν κυάμων , ὧν ἴσα τὰ μεγέθη πετάσῳ Θετταλικῇ τὸν αὐτὸν ἔχοντα καυλὸν τῷ τῶν κυάμων . συντρίψαντι | ||
| σχολαστικὰ θηρεύων . καὶ σοφιστεύσας ἐν Μεσσήνῃ κἀν Λαρίσῃ τῇ Θετταλικῇ καὶ πολλὰ ἐργασάμενος χρήματα ἐπανῆλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας . |
| λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα | ||
| τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ |
| σώφροσιν εἰς εὕρεσιν τοῦ βελτίστου συμβαλλόμενον , τοῖς δὲ θρασέσιν ἀνεῖργον τὴν ἀσέλγειαν ταῖς ἀπὸ τῆς σοφίας ἀνάγκαις καὶ καθάπερ | ||
| παρὰ τὰ ἴδια κέρδη φροντὶς ἦν , παίοντες ὥσπερ ἀνδράποδα ἀνεῖργον ἐκ τῆς ἀγορᾶς . Ὁ δὲ πλείστους τε περὶ |
| ὡς ἐκ Τίρυνθος ἔφευγεν Εὐρυσθέα , παρὰ Κήυκα φίλον ὄντα μετοικίζεται βασιλεύοντα Τραχῖνος . ἐπεὶ δὲ ἀπελθόντος ἐξ ἀνθρώπων Ἡρακλέους | ||
| τὸ βούκερων ἄγαλμα τὸ Αἰγύπτιον , ἀφεῖσα τὴν Μέμφιν δεῦρο μετοικίζεται κινήσασα μὲν ὀνείρασι Σέλευκον τὸν ἀπὸ τοῦ Σελεύκου τέταρτον |
| ] ἤγουν δι ' ἀργύρου ὠνουμένην . παγκαίνιστον ] διόλου νεάζουσαν . εἱμάτων ] ἱματίων . βαφάς ] λέγω . | ||
| ] γεννᾶν . ὕβρις ] τὴν ἁρπαγὴν λέγει Πάριδος . νεάζουσαν ] νέαν . λέγει δὲ τὴν ἐκ τῆς ἁλώσεως |
| καὶ κύκνους ᾄδειν , καὶ τρυγόνας τρύζειν , καὶ περιστερὰς γογγύζειν , καὶ κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ | ||
| τονθορύζειν καὶ τονθρύζειν : τετρασυλλάβως καὶ τρισυλλάβως . σημαίνει τὸ γογγύζειν . ὑπόξυλος ποιητής , ῥήτωρ , φίλος καὶ τὰ |
| τὸ ἀντιγράφειν τῷ Λυσίου λόγῳ καὶ ἁμιλλᾶσθαι βασκάνου τινὸς καὶ φιλονείκου νέου ἔοικεν εἶναι , κωμῳδοῦντος τὸν ῥήτορα καὶ εἰς | ||
| τὸ παντάπασιν ἀνανταγώνιστον . ἐρεθίζεται γὰρ ἀεὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τοῦ φιλονείκου πρὸς τὸ φιλόπονον ἡ ψυχή . διὰ τοῦτο οὐκ |
| διαφόροις , περιπάτοις , ἀναφωνήσεσιν , ἀλείμμασι , σικύαις καὶ δρώπαξι κατὰ τῶν ὑπερκειμένων , παροπτήσεσιν , ἡλιώσεσι καὶ τρίψεσι | ||
| νάπυοϲ ἐπιλανθάνεϲθαι , χρῆϲθαι δὲ καὶ τοῖϲ δριμέϲι ϲμήγμαϲι καὶ δρώπαξι κατά τε μεταφρένου καὶ τῆϲ γαϲτρόϲ . ἐπὶ δὲ |
| τὸ παρὸν κῶλον : ” κλαύσει : τὴν χεῖρ ' ἐπιβάλλεις ; “ ἵν ' εἴη ἑφθημιμερὲς ὡς ἀποθετικόν , | ||
| τὴν χώνην δύο ἢ τρία διὰ τὴν μάλαξιν . Εἶτα ἐπιβάλλεις τὸ ξηρίον μετὰ κερκίδος σιδηρᾶς τῇ # τοῦ χαλκοῦ |
| : τὸν λίαν πυρόν * λεπυρόν : κεκαλυμμένον λέπος * Πήδασα : πόλις ἢ ὄρος Καρίας ὄρος ἐστὶ † Σικελίας | ||
| ' ἐστιν . ἐν δὲ τῆι μεσογαίαι τῶν Ἁλικαρνασέων τὰ Πήδασα ὑπ ' αὐτῶν ὀνομασθέντα ἦν πόλις , καὶ ἡ |
| ' , ἑλικ [ ! ! ! ! ] δὲ πορφυρέᾳ σὺν κρόκᾳτιν [ ! ! ] ? ? ? | ||
| τῆς μελαίνης ἵππου τῆς τρισμυρίας θανὼν ἔτεγγε καὶ ἔβρεχεν ἐν πορφυρέᾳ βαφῇ , ἤτοι τῇ διὰ τοῦ αἵματος , τὴν |
| Πραξαγόρας τε ταὐτά φησι : ἐπαινεῖ δὲ τὸ ὄμβριον , Εὐήνωρ δὲ τὰ λακκαῖα : χρηστότερόν τε εἶναι φάσκει τὸ | ||
| φησιν συλλαμβάνειν αὐτάς , εἰ δὲ μή , τοὐναντίον . Εὐήνωρ δὲ καὶ Εὐρυφῶν ἐπὶ δίφρου μαιωτικοῦ καθίσαντες τοῖς αὐτοῖς |