ἐνθυμεῖσθαι , ὅτι ἐγὼ μὲν ἀδελφιδοῦς αὐτῷ , ἡ δὲ ἀνεψιὰ τοῦ τελευτήσαντος , καὶ ὅτι ἡ μὲν δύ '
: γράφεται φίλην : τῆς ἐκ τοῦ σοῦ αἵματος . ἀνεψιὰ αὐτοῦ ἦν πρὸς μητρός : διαμάρτω ἀποτύχω : σοὶ
6363227 Πρισκιανος
καὶ Πρισκιανός . ὁ μὲν ἀνέγνω Τιτιανοῦ τοὺς λόγους , Πρισκιανὸς δέ , τότε γὰρ ἄσχολος ἦν , νῦν ἀπαιτεῖ
ὑμῖν ἔπραξας , καὶ κατῆλθεν εἰς μικρὸν ἡ χάρις . Πρισκιανὸς γὰρ ἐμοὶ τὰ πάντα καὶ τοσοῦτον ὅσον οἱ πάντες
6220535 κηδεσθαι
μέν , ἑαυτοῦ δέ . φέρε γὰρ τὸν Εὔμαιον ἑαυτοῦ κήδεσθαι : τί ἂν γένοιτο ἄλλο ἢ τὸ ἐπεὶ ἕο
καὶ τοιούτως ἐνοχλεῖ , ὥστε περὶ πλείονος ἐποιήσατο δοκεῖν ἐμοῦ κήδεσθαι μᾶλλον ἤ μου κατειπεῖν . ἃ δ ' ἔλεγε
6211371 ἐλλειπω
] μισούμενον . . λῦσαι ] ἐλευθερῶσαι . δέω ] ἐλλείπω . . λέγων ἔοικα ] πολλὰ , φησὶ ,
γυναῖκα μιμουμένοις ὑπτιάσμασιν ] ἤγουν ἐκτάσεσιν ὑπτίαις χειρῶν δέω ] ἐλλείπω Λέγων ἔοικα : τουτέστιν ἐπειδὴ οὐ πείθῃ τοῖς ἐμοῖς
6186301 ἐρρωσο
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε
6172107 παραπεμπομαι
τὰ μὲν περὶ τούτου πολὺς ὁ λόγος : διὸ τανῦν παραπέμπομαι τὴν περὶ αὐτῶν διήγησιν : καὶ γὰρ ἐν ἑτέροις
πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζώου τούτου ἱστορούμενα παραπέμπομαι , ὡς μόνα τὰ χρήσιμα παραθέσθαι . Παρακολουθεῖ δὲ
6130835 ἠρασαμην
γένοιτ ' ἐμοῦ ξυνειδότος , παθεῖν ἅπερ τοῖσδ ' ἀρτίως ἠρασάμην . Ὑμῖν δὲ ταῦτα πάντ ' ἐπισκήπτω τελεῖν ,
Ζεῦ πάτριε καὶ θεοί , ἕτοιμος ἀμύνειν ὡς ὤμοσα καὶ ἠρασάμην : ἐπεὶ δὲ τοῖς ὁμοτίμοις δοκεῖ συνοίσειν τὰ ἐγνωσμένα
6118210 ἐστερημενῳ
καθαροῖς καὶ τρόποις τὴν καρδίαν . δούλῳ γὰρ οἶμαι πατρίδος ἐστερημένῳ χρηστὸς γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ '
εἰ μὲν οὖν μὴ καὶ σοὶ τεταράχθαι τὴν γνώμην ἡγούμην ἐστερημένῳ φίλου δείξαντος ἔργοις τοὔνομα , ἐδεόμην ἄν μοι παρὰ
6086040 ἀχρυσος
. καὶ πρὸ τῆς τούτου βασιλείας ἀνάργυρος , ἔτι δὲ ἄχρυσος ἦν ὁ Πύθιος . ἀνέθετο δὲ καὶ Γέλων ἐν
. καὶ πρὸ τῆς τούτου βασιλείας ἀνάργυρος , ἔτι δὲ ἄχρυσος ἦν ὁ Πύθιος , ὡς Φαινίας τέ φησιν ὁ
6077130 ἀναργυρος
ἄδωρος , ἀδωροδόκητος , ἀδέκαστος , ἀμίσθωτος , ἀδιάφθορος , ἀνάργυρος , ἄπρατος ἐλεύθερος , κρείττων λημμάτων , ἀντιβλέπων πρὸς
ὢν καὶ τῆς γῆς τῶν πολεμίων κρατούντων . . . ἀνάργυρος Ἐπιγένης . . . , . . . ἑβδομευομένου
6075112 ἐνθυμου
τοσαύτης στρατιᾶς ὀλιγανθρωπίαν καὶ φαυλότητα ἐρυμάτων ἐβιάσατο : ἀλλ ' ἐνθυμοῦ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως καὶ τὴν λαμπρότητα τῶν ἐν
εἰ μὴ παραυτίκα , ἀλλ ' ὕστερόν γε ἐπαινέσεται . ἐνθυμοῦ δέ , πόσους ἀπ ' αὐτοῦ μόνου τοῦ δυστυχεῖν
6057263 ἠπορησεν
ἐγέγραπτο . Κλημάτιον δὲ τὸ μὲν ἐρώτημα ἀπαγγείλαντα καὶ ὡς ἠπόρησεν ἀποκρίσεως ἐπαινῶ , μέμφομαι δὲ ὅτι με βουλόμενος ὑγιαίνειν
. εἶτα λοιπὸν κατὰ τὸ προοίμιον ζητεῖ τοῦτο , ἐπειδὴ ἠπόρησεν ἐν τῷ πρὸ τούτου βιβλίῳ ζητῶν εἰ ἄρα ὁ
6056233 ἑηος
. . . . οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο
σὸν κατὰ θυμόν : οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο
6047498 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
6024094 δυσαρεστος
. κατ ' ἔνδειαν τοῦ γ : ἀμίσγαλλος , ὁ δυσάρεστος , ὁ μὴ ἄλλῳ μισγόμενος . . . .
καθόλου τῆς τιμωρίας ἀπαλλάξαντες . ταῦτα μέν τις εἶπεν ἀνὴρ δυσάρεστος , ὡς ἐγὼ δοκῶ , καὶ πολλὰ λελυπημένος κατὰ
6007003 πεφυκα
τί σοι κακόν ἐστιν ἐνταῦθα ; οἷα λέγεις ; πέτεσθαι πέφυκα ὅπου θέλω , ὕπαιθρον διάγειν , ᾄδειν ὅταν θέλω
ἐξετείνοντο ἐπὶ συγκεκροτημένοις καὶ ὄγκον ἔχουσι μέλεσιν , ἀπὸ τοῦ πέφυκα παρακειμένου , ἐνεστὼς πεφύκω , ὡς ἀπὸ τοῦ δέδοικα
6005103 καταδεεστερου
ἔσχομεν , ὡς καὶ νῦν μὲν ἔτι ὄντος ταπεινοῦ καὶ καταδεεστέρου τῆς πόλεως , τότε δὲ ἢ νῦν μᾶλλον ἂν
ἐπήκοος αὐτοῦ ταῖς εὐχαῖς : ἀλλὰ τὸ μὲν σέβεσθαι πολὺ καταδεεστέρου , τὸ δὲ ἵλεως εἶναι πολὺ ὑπερέχοντος . Ἀκριβῶς
6003372 Ὀλιγου
καὶ τἀληθῆ ψηφιεῖσθε , ἃ καὶ ἐγὼ ὑμῶν δέομαι . Ὀλίγου δέω χάριν ἔχειν , ὦ βουλή , τῷ κατηγόρῳ
, ἔφη . Καὶ ἐγὼ αὖ πάλιν μετανοήσας εἶπον ὅτι Ὀλίγου καταγέλαστοι ἐγενόμεθα ὑπὸ τῶν ξένων ἐγώ τε καὶ σύ
5990017 διετεις
διὰ τέλους , τεμνόμεναι δὲ διὰ πενταετηρίδος , νέαι μὲν διετεῖς ἐκφέρουσιν ἤδη καρπόν , τέλειαι δ ' ἀποδιδόασι τοσοῦτον
ἥπατα . ἔστωσαν δὲ οἱ χῆνες μὴ ἐνιαυσιαῖοι , ἀλλὰ διετεῖς ἕως τετραετῶν . Τὰ νηκτά τινες καλοῦσι νήσσας .
5986418 ἐκπλησαι
? ? κράτει θεραπευόντων με καὶ προσκυνούντων ἐδυνάμην εἰς κόρον ἐκπλῆσαι πᾶσαν ἀπόλαυσιν : ἦν τε ἄν μοι τοῦτο ποιήσαντι
δὲ καὶ ὅταν ἐπιπονήσαντες ἀγαθόν τι πράξωσιν οἱ στρατιῶται , ἐκπλῆσαι τὰς γνώμας αὐτῶν : ὥστε καὶ τοῦτο μεμαθήκασι πάντες
5978501 γονιμωτατη
, εὑρήσεις τὸν κατὰ σύνθεσιν τὸν νεʹ . πέμπτον ἡ γονιμωτάτη ἑξὰς ἐφ ' ἑαυτὴν πολυπλασιασθεῖσα δυνάμει ἐπιγεννᾷ τὸν λϚʹ
ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς φυτοῖς μάλιστα
5977616 κοινωνω
' ἀφαιρῶν , ἐκείνων ἔχομαι , πῶς οὖν οὐ διπλάσιον κοινωνῶ τῆς γνώμης ὑμῖν ἢ καθ ' ὅσον διέστηκα ;
? ? ? ? ? ? ? ? ιε εἰ κοινωνῶ τῷ πράγματι ιϚ εἰ προκόπτω ? ? ? ?
5964869 βουληθεντος
ἔσχε Πειρίθῳ , τῷ μετασχόντι τῆς ἁρπαγῆς , ὥστε , βουληθέντος αὐτοῦ μνηστεῦσαι κόρην τὴν Διὸς καὶ Δήμητρος , καὶ
εἴ τι δεύτερον μετ ' αὐτό , οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος οὐδὲ ὅλως κινηθέντος ὑποστῆναι αὐτό . Πῶς οὖν καὶ
5955935 ἀπιστου
μὲν ἔαρος ἀρχομένου , καταρραγέντων ἐξαίφνης μεγάλων ὄμβρων καὶ χαλάζης ἀπίστου τὸ μέγεθος : μνααῖαι γὰρ ἔπιπτον , ἔστι δ
Σίβυλλα νικήσειεν . ἐπιφυομένων δὲ πολλῶν καὶ τὸν βεβαιωτὴν ὡς ἀπίστου καὶ παραλόγου τῆς ἱστορίας ἀπαιτούντων , ἐπιτυχῶς ἀναμνησθεὶς ἀπέφαινον
5955055 ἠξιους
μάρτυς αὐτὸς γέγονας . ὅτε γὰρ τὰ μητρῷα πρὸς μέρος ἠξίους νέμεσθαι , ὄντων παίδων ἐκ τῆς γυναικὸς Φορμίωνι τουτῳί
ἐκείνης ἀναμνήσθητι , ἐν ᾗ πονηρούς τε ἐκάλεις καὶ σώζειν ἠξίους . ἥμαρτον μέν , ἀλλὰ τρεφέσθων : ἐλύπησαν μέν
5955008 Ἑρμοδακτυλου
κε . ιηʹ . ἡ δόσις γρ . δʹ . Ἑρμοδακτύλου . . . . . . γρ . αʹ
. καὶ ἀλύπως καθαίρει καὶ ἀνωδύνους ποιεῖ τοὺς πάσχοντας . Ἑρμοδακτύλου . . . . . . οὐγγ . γʹ
5951473 ἐνεγκοντος
τὰ δεύτερα ἐν στρατηγίαις ἐνεγκαμένου καὶ μυρίας τροπὰς τῆς τύχης ἐνεγκόντος . οὗτος τοίνυν ἀεὶ θεοῖς εὐχόμενος καὶ θύων καὶ
τὸ φάρμακον ἔβλαψε πολλάκις τοῦ σώματος δι ' ἀσθένειαν οὐκ ἐνεγκόντος καὶ ὁ κλινόπους κατεάγη συμπηγνύμενος : ἀλλ ' ὅμως
5947049 ἱκετεια
τοῦ ι γράφονται : οἷον , ἱκεσία : τὸ δὲ ἱκετεῖα διὰ τῆς ι διφθόγγου : ἱκετεύω γάρ : μετουσία
τοῦ ι γράφονται : οἷον , ἱκεσία : τὸ δὲ ἱκετεῖα διὰ τῆς ι διφθόγγου : ἱκετεύω γάρ : μετουσία
5943134 κενταυρειου
βεττονίκης ⋖ κδʹ , πηγάνου ἀγρίου σπέρματος ⋖ ιϚʹ , κενταυρείου λεπτοῦ ⋖ ιϚʹ , κασίας ⋖ κδʹ , ἐλλεβόρου
, σκίρρους ἥπατος καὶ σπληνός . Χαμαίδρυος # θ , κενταυρείου λευκοῦ ἐγκάρπου # η , ἀριστολοχίας μακρᾶς ὀρεινῆς #
5939527 φιλοικτιρμων
καρδία τάλαινα , πρὶν μὲν ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί , ἐς θοὐμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ , Ἕλληνας ἄνδρας
Χαλκηδόνιος , ὁ ἑταῖρος Πλάτωνος , τά τε ἄλλα ἦν φιλοικτίρμων καὶ οὐ μόνον φιλάνθρωπος , ἀλλὰ καὶ πολλὰ τῶν
5933169 ἐπιδικασια
ὑπεραμφισβητῶ , μέτειμι , μεταδιώκω : ἡ γὰρ ἀμφισβήτησις καὶ ἐπιδικασία καὶ μέθοδος ἑτέροις μᾶλλον προσήκουσιν , ἡ δὲ μεταδίωξις
ὁμοπάτριον Φιλάγρῳ τῷ πατρὶ τῷ Εὐβουλίδου : καὶ ὁπότε ἡ ἐπιδικασία ἦν τοῦ κλήρου τοῦ Ἁγνίου Εὐβουλίδῃ πρὸς Γλαύκωνα ,
5930738 ἀρρητ
] κατάρχομαι μέν , σφάγια δ ' ἄλλοισιν μέλει [ ἄρρητ ' ἔσωθεν τῶνδ ' ἀνακτόρων θεᾶς ] . ἃ
οἴμοι , τί λέξεις ; χρυσὸν ὡς ἔχοι κτανών ; ἄρρητ ' ἀνωνόμαστα , θαυμάτων πέρα , οὐχ ὅσι '
5928067 Μουσωνιου
ἐν πρώτοις γενόμενον τοιοῦτον ἦν : προτρέπων μέ τις θαρρῆσαι Μουσωνίου διῄει λόγον : ἐκεῖνος , ἔφη , βουλόμενός τινα
Νέρωνα , τί ἂν ἔπαθες ; „ καὶ ἐάσθω τὰ Μουσωνίου πλείω ὄντα καὶ θαυμασιώτερα , ὡς μὴ δοκοίην θρασύνεσθαι
5923056 ἀπαιτω
σε σώιζουσιν θανεῖν . καὶ σέ : δεύτερον δ ' ἀπαιτῶ σκῆπτρα καὶ μέρη χθονός . οὐκ ἀπαιτούμεσθ ' :
γέρον , ὃς οἰκεῖς τόνδε λάινον τάφον , ἀπόδος , ἀπαιτῶ τὴν ἐμὴν δάμαρτά σε , ἣν Ζεὺς ἔπεμψε δεῦρό
5911596 Θεονοη
: Μενέλαε , διαπεπράγμεθ ' : ἐκβαίνει δόμων ἡ θεσπιωιδὸς Θεονόη : κτυπεῖ δόμος κλήιθρων λυθέντων . φεῦγ ' :
ἢ ἀρετῆς ἵστωρ . Διόνυσος . Διδοίνυσος . Ἀθηνᾶ . Θεονόη : ἡ τὰ θεῖα νοοῦσα . Ἥφαιστος . φάεος
5905332 ἐπιπληξαι
μὲν γὰρ ἐκείνοις ἐπιτιμᾶν ὀργὴν ἐργάζεται , τὸ δὲ σαυτῷ ἐπιπλῆξαι καὶ λέγειν ἐν τῷ λέγειν ἡμαρτηκέναι συγγνώμης ποιήσει τυχεῖν
εὔπορόν ἐστιν , γνῶναι δ ' ἰδόνθ ' ἕτερον καὶ ἐπιπλῆξαι ῥᾴδιον . ἀλλὰ τί τούτων ἐμοὶ πρὸς σέ ,
5904832 ὁσιου
φησίν . Εὐθύφρονα δὲ τῷ πατρὶ γραψάμενον ξενοκτονίας δίκην περὶ ὁσίου τινὰ διαλεχθεὶς ἀπήγαγε . καὶ τὸν Λύσιν δὲ ἠθικώτατον
Γραφὴ ἡ δημοσία . Πλάτων ἐν τῷ Εὐθύφρων ἢ περὶ ὁσίου : ” οὔτοι δὴ Ἀθηναῖοί γε , ὦ Εὐθύφρον
5902741 Μονῳ
κακῶς ἔχει ἅπας ἰατρός , ἂν κακῶς μηδεὶς ἔχῃ . Μόνῳ δ ' ἰατρῷ τοῦτο καὶ συνηγόρῳ ἔξεστ ' ,
' ἐμισθούμην ναύτας ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων , δανειζόμενος ἀργύριον . Μόνῳ τοίνυν τούτῳ τῶν ἄλλων διαδόχων οὐκ ἔστι πρόφασις ὑπολειπομένη
5900022 Χαρισιου
δὲ Κοραξοί „ . Χαρισίαι , πόλις Ἀρκαδίας , ἀπὸ Χαρισίου παιδὸς Λυκάονος . Παυσανίας ὀγδόῳ „ ὠνομάσθησαν δὲ [
Ἑπτὰ γὰρ ταύτας παιδίσκας ἐκ μικρῶν παιδίων ἐκτήσατο Νικαρέτη , Χαρισίου μὲν οὖσα τοῦ Ἠλείου ἀπελευθέρα , Ἱππίου δὲ τοῦ
5899548 ὑπηρχες
τῷ αὐτοῦ ἔρωτι . * † ἀφανής . * † ὑπῆρχες . * τῇ Εὐρυανάσσῃ : † τῇ Εὐρυανάσσῃ τοὔνομα
μεμήνυκε τῇ γραΐ : ἤτοι πάλαι ποτέ μοι ἄκοντι χρησίμη ὑπῆρχες διὰ τὴν ἔνδειαν , νῦν δ ' οὐκέτι σου
5890145 χαιρησεις
. Ἔτι γὰρ μένεις ; Ἄπειμι : σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος . Τίς οὗτός ἐστιν
ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει , κἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων . Οὐ χαιρήσεις , ἀλλά σε κλέπτονθ ' αἱρήσω ' γὼ τρεῖς
5885674 ἀσεβεστατος
κατ ' Ἀγαθοκλέους ἔγωγε λοιδορίαις , εἰ καὶ πάντων γέγονεν ἀσεβέστατος , εὐδοκῶ . λέγω δὲ τούτοις , ἐν οἷς
διθυραμβοποιός , ὃς τὰ ἐν Ἐλευσῖνι μυστήρια ἐξορχησάμενος καὶ ἐξειπὼν ἀσεβέστατος ἐκρίθη . ἀπ ' ἐκείνου οὖν τοὺς Μηλίους ἐπὶ
5880829 σπενδομαι
μὲν τὰς αἰτίας , πείθουσα δὲ ἐγκωμιάζειν . καί σοι σπένδομαι καί φημί σε μὴ μόνον εἰδέναι γελᾶν , ἀλλὰ
τοῦτο σωφρονεῖν οὐδ ' ἀγαθὰ διανοεῖσθαι . ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι , χὠ καιρὸς τῆς ἐμ . . . ἐλλείχοντα
5880358 ἰστον
μὲν , ἀλλὰ νῦν γε αὐτοὺς οὐχ ὁρῶ . . ἴστον : ἀντὶ τοῦ ἐγνώκατε . τὸ δὲ ἴστον δυϊκόν
' ἐγὼ γὰρ ὁ βλέπων . Ἄφετόν με νῦν : ἴστον γὰρ ἤδη τἀπ ' ἐμοῦ . Μὰ Δί '
5878491 ΑΛΛΑ
καὶ κλέψας κατήγαγε τοῖς ἀνθρώποις ἐν κοίλῳ νάρθηκι . . ΑΛΛΑ ΖΕΥΣ ΕΚΡΥΨΕ . Ἀλλὰ ὁ Ζεὺς ἔκρυψε τὸν τῶν
Ἀρχιέπην , ἕτεροι δὲ Στησίχορον τὸν μελῳδὸν ἐξεδέξαντο . . ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ . Ἀλλὰ ταῦτα , ἤγουν
5877196 προσχηματος
ὑποπτεύειν , ὡς πάλαι μὲν ἐπεθύμει λαβεῖν , ἐκαρτέρει δὲ προσχήματος ἀπορῶν τὸν πόθον αὐτῷ συσκιάζοντος : ἐπεὶ δὲ τὸν
φύσις πλημμελεῖν αἱρουμένη , εἰ μὴ μετ ' εὐλόγου δυνηθείη προσχήματος , ἀπαρακαλύπτως γε μὴν πονηρεύεται . ἀλώπηξ ὑπό τινος
5874233 Θεμιστιου
, οὗπερ ἐν τοῖς προθύροις ἀνάκεινται οἱ ἐξ Ἐπιδαύρου τοῦ Θεμιστίου διπλοῖ στέφανοι . ἢ οὕτως : ὡς ἐν Αἰγίνῃ
τῶν ἀδήλων . Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή : Θεμιστίου περὶ γήρως : καίτοι περί γε τῶν γερόντων ὁ
5870494 Ἀρκεισιος
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον :
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα
5869814 δανεισματος
οὐκοῦν δανείσασθαι μὲν τὰ χρήματα ὁμολογοῦσι καὶ συνθήκας ποιήσασθαι τοῦ δανείσματος , φασὶν δ ' ἀποδεδωκέναι τὸ χρυσίον Λάμπιδι τῷ
, προσῆκέν γε τοσοῦτο χρυσίον ἀποδιδόντα , καὶ πλέον τοῦ δανείσματος , περιβόητον ποιεῖν ἐν τῷ ἐμπορίῳ , καὶ παρακαλεῖν
5867888 παιδαγωγου
τὸ κεκολάσθαι καὶ τὸν μὲν παῖδα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν , τὸν δὲ ἄνδρα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ
ἰδοὺ ἥκω σοι ” , ἔφη „ βασιλεῦ , ῥήτωρ παιδαγωγοῦ δεόμενος , ῥήτωρ ἡλικίαν περιμένων „ καὶ πλείω ἕτερα
5867481 θανουμεθα
ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί
ἐλεύθεροι γὰρ κοὐδὲν ἠδικηκότες τῆς σῆς ἕκατι ζημίας [ ] θανούμεθα . [ ] πολλοῖσι δῆλον [ ὡς θεήλατον ]
5859046 εὐφρανθην
χαιρηδόνος ; Ἐγᾦδ ' ἐφ ' ᾧ γε τὸ κέαρ εὐφράνθην ἰδών , τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν .
, φασίν , αὐτόν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , εὐφράνθην μετ ' αὐτῶν μείνας . Τί , φησίν ,
5856547 ξυγχωρω
γάρ , ὅ με Ἰνδοὶ ἡγοῦνται , Ἰνδῶν δὲ οὐ ξυγχωρῶ ἅπτεσθαι . ἀλλ ' εἰ μέν τις ὑγιῶς καὶ
' ἀνθρώποις ἄρ ' ἦν ψυχὴ τέκνα ; „ ” ξυγχωρῶ , ἔφη „ σοφῶς γὰρ καὶ δαιμονίως εἴρηται ,
5854950 Οὑτωσι
σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν , ὅταν σὺ βούλῃ . Οὑτωσὶ τοίνυν , ὦ παῖ καλέ , ἐννόησον , ὡς
λέγω , τούτων ὑμῖν αὐτὸν τὸν Μεγακλείδην μάρτυρα παρέξομαι . Οὑτωσὶ μὲν οἰκείως φαίνεται χρώμενος , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
5852809 ἀξιωσον
. * * αὐτοῖς . ἄγαγε : † ἤτοι πλείονος ἀξίωσον τῆς ἐπιμελείας . . Ὁ Θήρων οὗτος Ἀκραγαντίνων βασιλεύων
τριχῶν , αἳ ἐπιμελείας ἀξιοῦνται . οἱ δὲ , ἐπιμελείας ἀξίωσον : ὡς γάρ τινες , φυγὰς ἦν : ἀνακόμισον
5852674 Λαρον
διεβάλλετο . Λάρισα : πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν
ἐκτυφλοῖ . Ἔνθα : ὅπου . Μένουσι : καρτεροῦσιν . Λαρόν : ἡδὺ , τὸ γλυκὺ ἢ τὸ θερμόν .
5851917 ῥᾳδιου
δεῖξαι ὅτι μεταπέσοι ἄν , οὐ μέντοι σμικροῦ γε οὐδὲ ῥᾳδίου , δυνατοῦ δέ . Τίνος ; ἔφη . Ἐπ
τείχους τὴν ἀσπίδα καὶ ἀποκτείνας τὸν πολέμιον . καὶ καθάπαξ ῥᾳδίου τοῦ μαθήματος ὄντος χρειώδους δὲ ἀνθεκτέον . Τὸ δὲ
5851306 ἐλυσιτελει
' ἡμῖν αὐτοῖς τὸν σφαγέα ζητεῖν . οἷς γὰρ οὐκ ἐλυσιτέλει ζῶν , οὗτοι δὲ ἦσαν οἱ ζῶντες οὐ κατὰ
ἵππον ἂν εἱλόμην καθίζεσθαι ἄπειρος ὢν ἱππικῆς , ἀλλ ' ἐλυσιτέλει μοι πεζῷ εἶναι , κἂν εἰ ταπεινότερος πολὺ τοῦ
5848214 ἐνδεικνυμενου
ἠθικοῦ τόπου , εὐθὺς ἀπ ' αὐτοῦ τοῦ κατὰ διαφορὰν ἐνδεικνυμένου . Φίλων ἐγένετο Λαρισσαῖος , φιλόσοφος Ἀκαδημικός , ἀκουστὴς
τοῦ βασιλέως ὁμοίως δωροφοροῦντος ἃ προσῆκον ἦν ἑκάστοις , καθάπερ ἐνδεικνυμένου πρός τε τὸν Ὄσιριν καὶ τοὺς κάτω παρέδρους ὅτι
5848012 ἐπαινοιεν
. . . ὅτι σύνηθες ἦν τὸ ἐπιλέγειν , ὁπότε ἐπαινοῖέν τι ἢ συνομολογοῖεν , καὶ Εὔπολις Κόλαξι . καὶ
. . . ὅτι σύνηθες ἦν τὸ ἐπιλέγειν , ὁπότε ἐπαινοῖέν τι ἢ συνομολογοῖεν , καὶ Εὔπολις Κόλαξι . καὶ
5847587 καὐτη
γὰρ διὰ τοὺς ἐλέγους καὶ τοὺς θρήνους : Μοῦσα δὲ καὐτή : καὶ αὐτὴ δὲ , φησὶ , παραμυθία ἐστὶ
] : τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην . καὐτή γε λυπῆι καὶ κακῶν κοινωνὸς εἶ . σάφ '
5846257 ΙΔΩΝ
, ὀβελίζει τοὺς ἑπτὰ τούτους στίχους : ἀπὸ τοῦ ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ , μέχρι τοῦ , ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ
ὑψηλότατα οἰκήματα οἰκεῖ : τουτέστι τὸν οὐρανόν . . ΚΛΥΘΙ ΙΔΩΝ . Ὡς πάντα ἐφορῶν καὶ ἀκούων τῶν γινομένων ,
5844544 Μετωπη
τοῦ τῆς ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς
ἀφ ' ἧς ἡ Πινδάρου πατρίς . προσέλκεταί με ἡ Μετώπη ὑμνεῖν σε διὰ τὴν οἰκειότητα : Ἀρκὰς γὰρ ,
5841417 Μυρμηξ
ʹγιβʹ . Νῆσοι δέ εἰσι παρὰ τὴν χώραν αἵδε : Μύρμηξ νῆσος . . . . . . . .
καιροὺς τούτους στρατηγούντων . ἐκωμῳδοῦντο δὲ ἐπὶ πονηρίᾳ Κλέων , Μύρμηξ καὶ Νικόμαχος καὶ Ἀρχέμορος μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου
5838997 ψευσματος
φίλε Πολύβιε , φαίη τις ἄν , ὥσπερ τούτου τοῦ ψεύσματος ἐναργῆ παρίστησι τὸν ἔλεγχον ἡ πεῖρα ἐξ αὐτῶν ὧν
ὃς ἂν ἀκούσῃ τὴν ἐντολὴν ταύτην καὶ ἀφέξεται τοῦ πονηροτάτου ψεύσματος , ζήσεται τῷ θεῷ . Ἐντέλλομαί σοι , φησίν
5832407 εὐτυχουντος
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος .
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . .
5831675 προτιμηθειη
ταῖς ἄλλαις διαβάλλοι ʃ παραβόλως κατηγορήσειεν ἢ ὑπόπτως διακονήσειε . προτιμηθείη δέ : ἐν εἰρωνείᾳ τὸ προτιμηθείη λέλεκται τοῖς πολλοῖς
οὐδὲν πώποτε αὐτὸν ἐν ταῖς πρὸς βασιλέα διακονίαις παραβάλοιτο , προτιμηθείη δ ' ἐν ἴσῳ τοῖς πολλοῖς τῶν διακόνων ἀποθανεῖν
5830983 ἀτονιαϲ
προτρέπει πολλὰ καὶ τὰϲ καθ ' ἧπαρ ἐμφράξειϲ τε καὶ ἀτονίαϲ ἰᾶται ϲτόμαχόν τε ῥώννυϲι καὶ γαϲτέρα λαπάττει . Καππάρεωϲ
προτρέπει πολλὰ καὶ τὰϲ καθ ' ἧπαρ ἐμφράξειϲ τε καὶ ἀτονίαϲ ἰᾶται , καὶ ὁ χυλὸϲ δὲ αὐτῆϲ ὀξυδερκήϲ ἐϲτιν
5825251 λυπρως
φορμὸς δέ ἐστι πλέγμα τι ἐκ φλέω . τάττεται ἐπὶ λυπρῶς καὶ κακῶς κοιμωμένων , οὐκ ἐχόντων κνάφαλλον . [
ῥᾴδιονπλουσίους μὲν ὀνομάζειν τοὺς ἀπορωτάτους καὶ τῶν ἀναγκαίων ἐνδεεῖς , λυπρῶς καὶ ἀθλίως ἀποζῶντας , μόλις τὸ ἐφήμερον ἐκπορίζοντας ,
5823763 κοὐδαμως
. ἔπαιρέ νυν σεαυτόν , ὄρθωσον κάρα . γέροντές ἐσμεν κοὐδαμῶς ἐρρώμεθα . ἥκω γε μέντοι χάρμα σοι φέρων μέγα
: καὶ Εὔπολις Ἱπποκράτους τε παῖδες ἐμβόλιμοί τινες βληχητὰ τέκνα κοὐδαμῶς γε τοῦ τρόπου . εἴξεις ] ὁμοιωθήσῃ . εἰκότως
5820027 Κανδυος
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . , . , :
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . . . Καθολικὴ προσωιδία
5819365 ἀζημιους
καταμεμαθηκέναι : χρηστοῦ μέντοι πονηροὺς ἤδη εἶδον , οὐ μέντοι ἀζημίους γε . τὸν δὲ ἐπιμελητικοὺς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας καὶ
μὴ δι ' αὐτῶν τὰς διαβάσεις ποιεῖσθαι καὶ τοὺς ὑποτελεῖς ἀζημίους φυλάττειν . εἰ δὲ ἀνάγκη πάντως δι ' αὐτῶν
5818333 λιπτοντα
ὃν δὴ νῦν Χείρωνος ἐν ἤθεσι Κενταύροιο νηιάδες κομέουσι τεοῦ λίπτοντα γάλακτος , χρειώ μιν κούρης πόσιν ἔμμεναι Αἰήταο Μηδείης
Ἡλίου θυγατρὸς Ἰχναίας βραβεύς , ἐπεσβολήσας λυγρὰ νοσφιεῖ γάμων , λίπτοντα κάσσης ἐκβαλὼν πελειάδος . ὃς τοὺς Λύκου τε καὶ
5817125 Οὐδενος
τίνος ἔτι ἐνδεῖ πρὸς τὴν ὅλην τῆς εὐδαιμονίας συγκληρίαν ; Οὐδενὸς ἄλλου πάντως ἢ τοῦ γῆμαί τε εὐτυχῶς καὶ πατράσι
ἀπέπεμπεν ἐς Ῥώμην καὶ συνέπεμπεν ἄλλο παρ ' ἑαυτοῦ . Οὐδενὸς δὲ δεινοῦ περὶ Συρίαν φανέντος τάδε μὲν ἐχείμαζεν ἐν
5816587 ἐπηρεια
δὲ ἐπισυκοφαντεῖν ἔφη . καὶ τὸ πρᾶγμα συκοφαντία , ἐπηρεασμός ἐπήρεια , ψευδολογία , ψευδομαρτυρία : Κρατῖνος δὲ καὶ ψευδομαρτύριον
ἀνιόντων . ἦν δέ , ὡς ἔοικεν , οὐ Τύχης ἐπήρεια τοῦτοοὐ γὰρ ἂν εἷλες τὸν τόπον , ἐπίνοια δέ
5816117 Δαμασκηνου
τοῦ Σεβαστοῦ αὐτοκράτορος σφόδρα χαίροντος τῷ βρώματι , Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἑταίρου ὄντος αὐτῷ καὶ πέμποντος φοίνικας συνεχῶς . τῶν
Προσθείη δ ' ἄν τις τούτοις καὶ τὰ παρὰ τοῦ Δαμασκηνοῦ Νικολάου . Φησὶ γὰρ οὗτος ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ ἐπὶ
5815198 Εὐρυπωντος
Ἄγιδος τοῦ Εὐρυσθένους τοὺς δ ' [ Εὐρυπωντίδας ἀπὸ ] Εὐρυπῶντος τοῦ Προκλέους : τοὺς μὲν [ γὰρ δυναστεῦσαι ]
ἀπὸ Ἄγιδος τοῦ Εὐρυσθένους , τοὺς δ ' Εὐρυπωντίδας ἀπὸ Εὐρυπῶντος τοῦ Προκλέους : τοὺς μὲν γὰρ δυναστεῦσαι δικαίως ,
5811338 ὑπακουσονται
αὐτοῦ τὰς ἱερὰς καλουμένας νόσους , συγγράφεσθαι ἠνάγκαζεν , ὅτι ὑπακούσονται αὐτῷ δοῦλοι περισωθέντες . Καὶ ἠκολούθουν ὁ μέν τις
πραότερον τῶν συναγωνισαμένων ἄρχοιεν : τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ῥᾳδίως ὑπακούσονται εἴ τι ἄλλο : δι ' ἄλλο τι .
5810441 ἐφθαρης
ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες ] ἐφόνευσας
νεκρός . . μαίνεται ] ταράσσεται . . ἔφθισο ] ἐφθάρης . . διπλᾶ λέγειν ] πάρεστι . . ἀχέων
5805087 θεραπευτικος
εἶναι Πλάτωνι . Εἶτα οὐκ ἦν τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων θεραπευτικὸς ὁ Ξανθίππου Περικλῆς ; ἐμοὶ μὲν δοκεῖ . ὁσάκις
. ἐνθυμοῦ δὲ καὶ ὅτι δοκεῖς τισιν ἐνδεεστέρως τοῦ προσήκοντος θεραπευτικὸς εἶναι : μὴ οὖν λανθανέτω σε ὅτι διὰ τοῦ
5803032 ἀνεπιστρεπτος
ἀνάλγητος καὶ ἀναλγὴς διαφέρει . ἀνάλγητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος , ἀναλγὴς δὲ ὁ μὴ ἀλγῶν .
ἄνεσις . . ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος . . ἀνάμνησις μέν , ὅταν τις
5801919 καθωμιληται
, ἀπὸ τοῦ τῆτες πεποιημένον . τὸ δ ' ἐπέτειον καθωμίληται . ἐπὶ ῥητοῖς : οἷον ὡμολογημένοις καὶ συγκειμένοις .
λ . , : Ἀχιλλέα δὲ ὅτι Πάρις ἀνεῖλε τοξεύσας καθωμίληται . Σώστρατος δὲ ἱστορεῖ Ἀλέξανδρον Ἀπόλλωνος ἐρώμενον καὶ μαθητὴν
5797094 φρ
] τ ' οὖσα του [ ⌊ διὰ τί Κράτεια φρ [ ! ] ? [ ὁ τοῦτο ? ⌊
! ] ! ! [ διὰ τί , Κράτεια , φρ ! ? [ ὁ τοῦτο πράξαϲ ἑ ? !
5793705 ἠμελησας
Ἄνανδρε καὶ δειλέ , πόσον ἐβράδυνας ἐρῶν χρόνον ; πόσον ἠμέλησας ; ἀπὸ τῶν ἐμαυτῆς κακῶν ἃ πέπονθας οἶδα .
δόντος παραδείγματα καθ ' ἃ δέοι ἀποκρίνεσθαι , τούτου μὲν ἠμέλησας , λέγεις δέ μοι ὅτι ἀρετή ἐστιν οἷόν τ
5789862 μωρια
ἐστι φρόνησις ἀπηλλαγμένη πανουργίας καὶ οἷον ἁπλῆ τις οὖσα , μωρία δὲ ἐρημία φρενῶν . λαμβάνεται δὲ πολλάκις καὶ ἡ
οἱ ἐξ αὐτοῦ γεννώμενοι γνωρίζουσι τὸν πατέρα . τι - μωρία μὲν δὴ καὶ τοῖς ἀλόγοις ἐπ ' ἀνδροφονίᾳ παρὰ
5783688 ἀοκνως
θάλατταν παραπομπῆς , ἵν ' ἀκινδύνου τῆς παρουσίας σφίσιν οὔσης ἀόκνως παρακομίζωσι τὸν εἰς τὰ ἐπιτήδεια φόρτον . Ἐπειδὰν δὲ
ὑπὸ Εὐρυσθέως γυμναζόμενος οὐκ ἐνόμιζεν ἄθλιος εἶναι , ἀλλ ' ἀόκνως ἐπετέλει πάντα τὰ προσταττόμενα : οὗτος δ ' ὑπὸ
5782696 Πειρω
Τυρώ , ἐξ ἧς καὶ Κρηθέως Νηλεύς , ἐξ οὗ Πειρώ , ἐξ ἧς Ἀλφεσίβοια . Κυθέρειαν : τὴν Ἀφροδίτην
εἰς Καρίαν τῆς Ἰώνων ἀποικίας , ἧς τὸ κύριον ὄνομα Πειρώ φασιν εἶναι . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἐλεγαίνειν τὸ
5781903 ἰσχομεν
καλοῦμεν , τοῖς δὲ ὡς ὀφειλέταις οὐχ ὅπως ὧν πράττουσιν ἴσχομεν χάριν , ἀλλὰ καὶ ἤν ποτ ' ἐλλίπωσι τοῦ
διατιθέμεθά πως τὴν ὄψιν , καὶ οὐχ οὕτως αὐτὴν διακειμένην ἴσχομεν ὡς πρὶν τοῦ βλέψαι διακειμένην εἴχομεν : κατὰ μέντοι
5778454 καυχησαμενος
τὸ δὲ μέγα εἰπών , ἤγουν μεγαλορρημονήσας περὶ τούτων καὶ καυχησάμενος : Καλλίας ἀδῶν . υἱὸς κρέοντος ὁ καλλίας ,
ἐπειδὴ οὖν , ὦ ἑταῖρε , κατέπληξάς με λόγοις κενοῖς καυχησάμενος ἐν τοῖς θεοῖς σου τοῖς λιθίνοις καὶ ξυλίνοις ,
5776655 ὑβριζουσι
κατηγοροῦσι . Τοῖς μὲν γάρ φησιν , ὡς οἱ δεῖνες ὑβρίζουσί σε καὶ διαβολὴν τούτων πρὸς αὐτοὺς ποιοῦνται : τοῖς
κατηγοροῦσι . τοῖς μὲν γάρ φασιν , ὡς οἱ δεῖνες ὑβρίζουσί σε καὶ διαβολὴν τούτων πρὸς αὐτοὺς ποιοῦνται . τοῖς
5775809 οἰκτιρω
. ὅσον προσήκει μὴ γένους κοινωνίαν ἔχοντι λύπης τὸν σὸν οἰκτίρω γόνον . ὄλοιτο μὲν Οἰνεΐδας , ὄλοιτο δὲ Λαρτιάδας
Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν . Οὐ παρτέν ' ἐστίν ,
5774179 δικαιοτερος
οἷον δικαιέστερος καὶ ἀρχέστερος λέγοντες . ὤφειλεν γὰρ τὰ προειρημένα δικαιότερος εἶναι καὶ αἰδοιότερος καὶ ἀφθονώτερος . οὕτως Φιλόξενος εἰς
οἶμαι προσήκειν ἐκ τοῦ τόκου τὴν μητέρα σεμνῦναι . καὶ δικαιότερος ἐπαινέτης ὁ τὴν εὐκοσμίαν τῶν παίδων εἰς τοὺς τεκόντας
5772950 ἀποστερουμενον
τοσούτῳ μειζόνως τἀμὰ ἑλομένης , ὅσῳπερ μᾶλλον ἑώρα τῶν δικαίων ἀποστερούμενον , εἶδεν ὁ γενναῖος ἐκεῖνος καὶ πρὸς τῷ Νικοστράτῳ
τούτων τῶν ἔργων , καὶ τὸν ὑὸν αὐτοῦ τῶν χρημάτων ἀποστερούμενον ἐσώσατε , τοὺς ἔχοντας ἀποδοῦναι τὰ ὄντ ' αὐτῷ
5769671 συμβαλλομενοις
ἐνταῦθα ζητούμενα , καὶ προτρέπεται χρῆσθαι ἐκείνοις πρὸς τὰ ἐνταῦθα συμβαλλομένοις . Εἰπὼν ὅτι ἐν τοῖς ἐξωτερικοῖς λόγοις ἱκανῶς περὶ
τόδε τι πέπραχεν ἢ μέλλει πράττειν . καὶ τούτων τοῖς συμβαλλομένοις ἡμῖν χρηστέον . Τελικὰ δὲ κεφάλαια κυρίως μέν ἐστι
5767843 ἀκορητον
μὲν παρὰ νηυσὶ κορωνίσι θωρήσσοντο ἀμφὶ σὲ Πηλέος υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί , Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἐπὶ
τι κῖκυς οἵηπερ πάρος ἔσκεν ἐπὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον
5767648 καταφιλησαι
αὐτὸν ἐπῄνεσεν γενομένου πότου , ὁ Χάρων ἐκέλευσε τὸν παῖδα καταφιλῆσαι τὸν Ἀλέξανδρον : καὶ ὃς μηδαμῶς , εἶπεν ,
αὐτὸν ἐπῄνεσε γενομένου πότου , ὁ Κράτερος ἐκέλευσε τὸν παῖδα καταφιλῆσαι τὸν Ἀλέξανδρον : καὶ ὃς , Μηδαμῶς , εἶπεν
5767265 ἀποδειλιων
ἀπόκρισις . λόγοις . . . . . καταμαλθακισθεὶς καὶ ἀποδειλιῶν αἰσχύνης μετέσχον κακῆς . . . ὤκνει ὡς δὴ
, φιλοψυχεῖν φιλοσωματεῖν : καὶ ἀπ ' αὐτῶν αἱ μετοχαὶ ἀποδειλιῶν , εὐλαβούμενος , κατεπτηχώς , φιλοψυχῶν φιλοσωματῶν , ὀκνῶν
5761166 διαπερανασθαι
, φράσαι , ῥῆσιν ἀποτεῖναι , λόγον ἐξενεγκεῖν , λόγον διαπεράνασθαι , εἶραι , συνεῖραι ἀπνευστὶ περιόδους , ἀντίθετα ,
, μὴ πρότερον ἀντιπροσαγορεῦσαι πρὶν ἢ τὸν λόγον ὃν ἔλεγε διαπεράνασθαι . ἀτυφότατος δὲ ὢν πολλάκις τῆς ἡμέρας ἑαυτῷ ἐμελέτα
5760123 Ἀλκιμεδοντος
Ἰφίων δὲ καὶ Καλλίμαχος κατὰ μέν τινας ἁπλῶς συγγενεῖς τοῦ Ἀλκιμέδοντος , κατὰ δὲ ἐνίους ὁ Ἰφίων μὲν πατὴρ ,
. ἢ οὕτως : εἰ δὲ ἐκ τῶν ὕμνων τοῦ Ἀλκιμέδοντος ἐπὶ τὸ τοῦ Μελησίου κῦδος ἀνέδραμον , ὃ ἔσχεν
5759846 συνεβουλευες
οὖν πρὸ τῆς τυραννίδος τὰ περὶ αὐτῆς μοι διηγησάμενος κακὰ συνεβούλευες , πάντως ἂν ἐπείσθην μὴ τυραννῆσαι , τύραννος δ
ἐντεῦθεν ταμιεύεσθαι πρὸς τὸ γῆρας . Ὀψὲ ἔμαθον ὅτι μοι συνεβούλευες καλῶς , παιδεύων με ἀποδιδράσκειν τὰς ἑταίρας : λαβεῖν
5758399 λυμαινω
δαῖτας . ὥστε διττὸν τὸ ὄνομα λέγεται . Λύμη , λυμαίνω : ἀπὸ τοῦ λύμη λυμαίνω . τοῦτο παρὰ τὸ
παρὰ τὸ λυμαίνειν τὸ ὑποκείμενον . ἀπὸ οὖν τοῦ λῦμα λυμαίνω , καὶ ἀπολυμαίνω . φύσει δὲ τὸ ὕδωρ τῆς

Back