γὰρ οὐδὲν οὐδαμόσε προσεχρῶντο , ἀλλὰ τὸ μέσον ὑπερηφανίας καὶ ἀνελευθερίας μεταδιώκοντες κοσμίας ᾠκοδομοῦντο οἰκήσεις , ἐν αἷς αὐτοί τε
μεγαλοπρεπὴς , οὐ γλίσχρος , ἦν , ὡς μὴ δόξαν ἀνελευθερίας λάβοι . Πρός γε μὴν πόνους καὶ καρτερίαν ,
7217725 κακιστης
τέκνα : κοὐ τὸ σὸν μὲν εὖ παρὰ δίκην ἔσται κακίστης εὔνιδος τιμωρίαι , ἐμὲ δὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε
μεγίστων ὑπόμνημα εἰς ἀεὶ γενησόμενον , τέχνης καλλίστης καὶ ἐπινοίας κακίστης καὶ δικαίας κολάσεως . ἐγὼ μὲν οὖν καὶ τὸ
7124964 ἀχαριστιας
ἀχαριστίας . καὶ διὰ τοῦτο ὁ Περσικὸς νόμος δίκας εἰσπράττεται ἀχαριστίας , ὅτι μάλιστα ἐμποιεῖ μῖσος ὅπη ἂν ᾖ .
ζημίας καὶ ἐναντιώσεις ἐπάγει ἕνεκα γυναικὸς καὶ διαβολὰς καὶ φίλων ἀχαριστίας . Τῷ δὲ Ἡλίῳ ἐπιμερίζουσα ἐπὶ ἡμερινῆς γενέσεως μὴ
6791674 ἀκολασιας
ἀναστρέφονται . Ἡβηδόν . μετ ' ἰσχύος , μετ ' ἀκολασίας , ὀρχηδόν . Ἤλυσιν . ἔφοδον , πορείαν .
ὡς οὐδέν ἐστιν αὐτῶν ἀγαθόν , καὶ περὶ τρυφῆς καὶ ἀκολασίας , καὶ ὅτι παιδείας πολλῆς καὶ ἀγαθῆς δέονται ,
6720297 μικροπρεπεια
ἀπόρους ἀσωτία καὶ πολυτέλεια , πολλοὺς δὲ ἀδόξους αἰσχροκέρδεια καὶ μικροπρέπεια . μετά γε μὴν τὴν κακίαν δευτέρα τῶν τοιούτων
. ἔστι δὲ περὶ χρημάτων δαπάνας ὑπερβολή , ἔλλειψις δὲ μικροπρέπεια , ὧν μεγαλοπρέπεια μεσότης ἐστί . οὐ τὸ μὴ
6554206 καρτεριας
ἐγένετο δι ' εὔνοιαν . ὁ δὲ Ἐπαμινώνδας τῆς τε καρτερίας καὶ λιτότητος καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν ἐκ τῆς Πυθαγορείου
, ἀλλὰ τὴν στερρὰν καὶ ἔτι σφριγῶσαν , τοὺς διὰ καρτερίας καὶ ἀνδρείας καὶ ὑπομονῆς ἐπὶ κτήσει τοῦ ἀρίστου διαθλοῦσαν
6540218 βιαιων
Ἑκάβη : παρὰ τίνος ῥιφῶ τυγχά - νουσα τούτων τῶν βιαίων ἁλμάτων , καί φησιν ὁ Πολυμήστωρ : αὐτὴ ἐν
Ἄρεϊ διά τινας κρίσεων ἐπιφορὰς καὶ κακούργων ἢ μυστικῶν καὶ βιαίων πραγμάτων χάριν ἐπηρεαζομένους . Κρόνος Ἑρμῆς Ἄρης Ἀφροδίτη διὰ
6485475 ἀνελευθερια
δὲ ἡ ἀνελευθερία : ἐν δὲ τῷ λαμβάνειν ἡ μὲν ἀνελευθερία ὑπερβολή ἐστιν , ἡ δὲ ἀσωτία ἔλλειψις . νῦν
ἐνεργείας ὑπερβολὴ μέν ἐστιν ἡ ἀσωτία , ἔλλειψις δὲ ἡ ἀνελευθερία . ἁπλῶς μὲν οὖν σκοποῦντι καὶ εἰλικρινῶς τὴν ἑκατέρας
6449258 μεγαλοψυχιας
τὸν Καύκασον , ὥστ ' ἀνήκοος τῆς τούτων φιλανθρωπίας καὶ μεγαλοψυχίας εἶναι ; οἳ καὶ τὸ τῆς Σμύρνης ὄνομα οὐ
μεγαλοπρεπείας περὶ τὰ μεγάλα μόνον οὔσης ἀναλώματα , οὕτω τῆς μεγαλοψυχίας οὔσης περὶ τὰς μεγάλας τιμὰς ἔστι τις ἀρετὴ περὶ
6447225 θρασυτητος
ἀναδέξεσθ ' ὑπὲρ ὑμῶν πεπρᾶχθαι , καὶ τὰ τῆς τούτων θρασύτητος καὶ πονηρίας ἔργα πράως οἴσετε ; ἀλλὰ μισεῖν ὀφείλετε
ἔπειτα μέντοι καὶ τῆς ἄλλης αὐτοῦ μανίας τε ἅμα καὶ θρασύτητος τοῦ θηρίου καταληφθείς , ἁλῷ , μετὰ ταῦτα δὲ
6439565 μωριας
τε καὶ τοῦ λεγομένου τότε εὐνούχου , καταφρονήσαντος τῆς Καμβύσου μωρίας . Λέγεται δὴ ταῦτά γε , καὶ ἔοικεν σχεδὸν
ἤ τι τοιοῦτο . τὸ δ ' ἐμὲ : Οὐ μωρίας πλέων . . 〛 ἀποσποδῆσαι : Ἀντὶ τοῦ ἀφανίσαι
6431252 ὑπερηφανια
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία ,
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν
6384620 ἀδεκαστου
τῶν αὐτῶν ἀπατᾶσθαι , τοῦ μὴ πρὸς χάριν , τοῦ ἀδεκάστου : ὁ δὲ πειρατικώτερον ἐνεδρεύων τοὺς ἀντιλοχῶντας ἀπάτης ,
καὶ ἐξεταστικῆς παρασκευῆς καὶ νοῦ ὀξέος καὶ διανοίας ἀκριβοῦς καὶ ἀδεκάστου , οἵαν χρὴ εἶναι τὴν περὶ τῶν τηλικούτων δικάσουσαν
6383793 ἀπληστιας
, πᾶσα δὲ ὑπερβολὴ ἀδύνατος , ὡς Ἀριστοφάνης ἐπὶ τῆς ἀπληστίας τῶν Περσῶν φησιν , ὅτι ὤπτουν βοῦς κριβανίτας ἀντὶ
ἀδυνάτου ἐφέλκονται τὸ γελοῖον , ὥσπερ ἐπὶ τῶν Περσῶν τῆς ἀπληστίας ὑπερβαλλόμενός τις ἔφη , ὅτι πεδία ἐξέχεζον ὅλα ,
6360064 καλοκαγαθιας
δήμῳ τῷ Ἀθηναίων ἐπαινέσαι Δημοσθένην Δημοσθένους Παιανιέα ἀρετῆς ἕνεκα καὶ καλοκαγαθίας ἧς ἔχων διατελεῖ ἐν παντὶ καιρῷ εἰς τὸν δῆμον
: γινέσθω δέ σοι ὁ πλοῦτος μὴ κακίας , ἀλλὰ καλοκαγαθίας ὑπηρέτης . Ἠγάγου με , ὦ Εὐθύβολε , οὐκ
6357648 τυραννικης
πολιτικὰ ἦν τὰ τῶν τότε ἡγεμόνων ἤθη καὶ πλεῖστον ἀπέχοντα τυραννικῆς αὐθαδείας , ἣν σπάνιοί τινες τῶν καθ ' ἡμᾶς
ἡ παῖς δὲ τῆς ἐμῆς ἔργον γινομένη χειρὸς αὐτή τε τυραννικῆς ἄπεισιν ἀσελγείας ἀπηλλαγμένη καὶ τῇ πόλει βεβαίαν ἐλευθερίαν ἀνύσει
6347659 πηρωσεως
ἀσθενείας , καὶ ποδωκείας καὶ βραδυτῆτος , καὶ αἰσθήσεως καὶ πηρώσεως . Ὥστ ' εἰ καὶ τὰ σωματικὰ τῶν ἀγαθῶν
Σπαρτοῦ , γενόμενος τυφλὸς τὰς ὁράσεις . οὗ περὶ τῆς πηρώσεως καὶ τῆς μαντικῆς λέγονται λόγοι διάφοροι . ἄλλοι μὲν
6321104 ἐπιεικειας
διά τινος ἐπιπλάστου [ καὶ ] ἀγαθοῦ ἤθους καὶ ὑποκρίσει ἐπιεικείας πιστευθέντα οὕτω κλέψαι , ἐὰν δὲ Ἄρης δυνάμει καὶ
ἐκ τῶν πρεσβυτέρων τε καὶ τῶν πεῖραν ἤδη δεδωκότων τῆς ἐπιεικείας τοὺς προνοησομένους τοῦ κοινῇ συμφέροντος ὀνομάζων ἠξίου ποιεῖν ὑπάτους
6312277 ἐλευθεριοτητος
λέγει , ἀλλ ' ὅτι οὔσης καὶ περὶ ταῦτα τῆς ἐλευθεριότητος , ἡ μεγαλοπρέπεια διοίσει αὐτῆς οὐκ ἐν τῷ εὐλόγως
λαμβάνειν τὸ εὖ πάσχειν : τὸ διδόναι ἄρα οἰκειότερον τῆς ἐλευθεριότητος . ἔτι τῆς ἀρετῆς τὸ καλὰ πράττειν μᾶλλον ἢ
6263322 ἐπιστασιας
καὶ οἷς ἐλπὶς ἐπιτροπεῦσαι πόλεως οἰκειότατον ποιμενικὴ προάγων τις οὖσα ἐπιστασίας καὶ στρατηγίας . ἐνορῶν οὖν ὁ πατὴρ αὐτῷ φρόνημα
γνωρίζομεν , οὓς ἀποστραφεὶς καθάπερ λιποτάκτας ἱερωτάτων θεσμῶν ἐξώρισεν ἀναξίους ἐπιστασίας καὶ ἀρχῆς τῆς ἑαυτοῦ δοκιμάσας ; συνόλως γὰρ εἰδέναι
6257230 εὐνομιας
. κοινωνία νόμων δικαία : διάθεσις . . . ποιητικὴ εὐνομίας . νόμων . . . εὐνομίας . . .
τὸ τερπνότερον μετέβαλλε τὸ μέλος . Καὶ πᾶσαν τέχνην ἐπιδεικνύμενος εὐνομίας μουσικῆς ἐσύριττεν οἷον βοῶν ἀγέλῃ πρέπον , οἷον αἰπολίῳ
6252910 μοχθηριας
ὅθεν Κικόνιον : ὠνομάσθη δὲ καθ ' ὑπερβολὰς χαλεπότητος καὶ μοχθηρίας τῶν ἐποικησάντων : στάσει γὰρ δὴ βιασθέντες ἐξέπεσον τῆς
ἐπιμελητὴν προσπεσεῖσθαί τινι αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ , καὶ προβήσεσθαι μέντοι πόρρω μοχθηρίας . ταῦτα δ ' εἰπὼν οὐκ ἐψεύσατο , ἀλλ
6222606 ἀπειροκαλια
ἐπὶ τὸν ἄρχοντα χειρῶν ἀδίκων ἀναφέρουσι . , . . ἀπειροκαλία ἀλλ ' εἰμὶ λίαν ἀπειρόκαλος , ὡς διαβεβοημένα ἐπιδιηγούμενος
Ἀντωνίου περιγενέσθαι . τοσοῦτος ἦν οἶστρος αὐτῷ κατὰ Ἀντωνίου καὶ ἀπειροκαλία . ἐβεβαίου τε αὖθις τοῖς δύο τέλεσι τοῖς ἀπὸ
6219620 πανουργιας
' ἀγγελικῆς δυνάμεως Ἀζαζὴλ ποιεῖν : Ἔχων σε πρόδρομον ἀντιθέου πανουργίας . Καὶ ταῦτα μὲν ὁ θεόφιλος πρεσβύτης ; ἡμεῖς
γὰρ δὴ ὠνόμασται τοιοῦτον αὐτοῦ ἔργον , ἀλλ ' οὐδὲ πανουργίας ἐχόμενον , ὥστε διὰ τοῦτο λέγεσθαι αὐτὸν σοφόν :
6219523 φαυλης
τὸν καιρὸν χαλεπὸν καθεστάναι , μᾶλλον δὲ ἀδύνατον , ἐκ φαύλης ἀφορμῆς ἐπὶ τὸ τέλος εὖ δραμεῖν . πρὸς δὲ
ἐνθέου τινὸς ἐπιπνοίας , εἰ μέλλουσιν μὴ ταπεινοὶ φανεῖσθαι καὶ φαύλης φροντίδος . Οἶδά τοι , ἔφη , ὦ ἑταῖρε
6215253 μαλακιας
καὶ καρτερίας καὶ τῶν ἀντικειμένων ταύταις , ἀκολασίας ἀκρασίας καὶ μαλακίας . τῶν γὰρ σωματικῶν ἡδονῶν αἱ μέν εἰσιν ἀνθρωπικαί
αὐτίκα τοὺς κατεπτηχότας καὶ δειλούς , μελλήσοντας ὑπὸ τῆς ἐμφύτου μαλακίας ἁλίσκεσθαι καὶ δέος τοῖς ἄλλοις συμμάχοις ἐμποιεῖν . τὸ
6193159 κοσμιοτης
τὴν ψυχήν . , ; , . . κοσμιότης τάττουσα κοσμιότης καὶ σωφροσύνη οὐ μόνον εἰσὶν ἀπαλλαγαὶ καὶ ἀφαιρέσεις τῶν
ἀλήθεια θέμις ἁγιστεία εὐορκία δικαιοσύνη ἰσότης εὐσυνθεσία κοινωνία ἐχεθυμία σωφροσύνη κοσμιότης ἐγκράτεια πρᾳότης ὀλιγοδεΐα εὐκολία αἰδὼς ἀπραγμοσύνη ἀνδρεία γενναιότης εὐβουλία
6189591 καταπληξεως
τὸ συνέδριον ἐπέσχεν . μόγις δὲ τῶν Καρχηδονίων ἀπὸ τῆς καταπλήξεως ἀναλεξαμένων , μόνος ὁ Βλάννων καλούμενος οἰκείαν τῆς περιστάσεως
κίνησιν παραλάμποντα . Μητρόδωρος τῶν ὁρώντων ὀφθαλμῶν μετὰ δέους καὶ καταπλήξεως εἶναι στιλβηδόνας . Πλάτων τὰς ἐπισημασίας τάς τε θερινὰς
6164781 ἀδικιας
ἄνευ τοῦ κοινοῦ ταῦτα βουλεῦσαι σφῶν τὸν βασιλέασυνειδότας ὡς ἄρξαιεν ἀδικίας , τοῦ φόνου σφᾶς τοῦ Τηλέκλου δίκας οὐκ ἀπαιτῆσαι
πρός γε τὴν τοῦ ὀχυρώματος τούτου καθαίρεσιν ὁ πειρατὴς τῆς ἀδικίας καὶ φονῶν αἰεὶ κατ ' αὐτῆς εὐτρέπισται , ὃν
6164468 εὐλαβεια
μὲν οὖν ἐστιν εὐλάβεια ὀρθοῦ ψόγου . βʹ Ἁγνεία δὲ εὐλάβεια τῶν περὶ θεοὺς ἁμαρτημάτων . Ἐπαινετὰ μέν ἐστι τὰ
ᾧ τὸ καθαρὸν χρυσίον δοκιμάζεται . ὄκνος . ἀνάδυσις , εὐλάβεια , ἀναβολή . δυνατή ἡ τῶν ἀρχόντων φύσις .
6163695 ἀναισχυντιας
προστάξεσιν ὑπηρετοῦντες . πῶς δὲ οὐ παράλογα καὶ γέμοντα πολλῆς ἀναισχυντίας ἢ μανίας ἢ οὐκ ἔχω τί λέγω διὰ γὰρ
γε πάνυ θαρραλέον ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ πόρρω θρασύτητος καὶ ἀναισχυντίας ἐστίν . καὶ ἔμοιγε εἴη μηδὲν μὲν τοιοῦτο σφάλλεσθαι
6154832 ἀντιδοσις
πρόφασις εἴη φιλίας ταῖς πόλεσιν ἡ πρὸς ἀλλήλας τῶν ἐπιτηδείων ἀντίδοσις . Ὃ τοίνυν ἐν μέσῃ τῇ Καίσαρος ἔργον σοι
. ἅτε μήτε πλεονεκτοῦν μήτε πλεονεκτούμενον : ὥσθ ' ἡ ἀντίδοσις καὶ ἡ ἀντέκτισις τῶν δυνάμεων ἀναλογίας ἐξισουμένη κανόσιν ὑγιείας
6152394 μεταμελειας
καὶ μελαγχολικῶν νόσων καὶ φροντίδων καὶ κατηφείας καὶ στυγνότητος καὶ μεταμελείας καὶ συγχύσεως καὶ βίας καὶ ἐκεχειρίας τῶν ὠφελίμων πράξεων
, οἷον ἀνεμοφόρητα : οὕτως Ἀπίων . οἱ δὲ τὰ μεταμελείας ἄξια . μηκάδες Λ . . . . μ
6144187 ὑπερηφανιας
ὁρμῆς οὐδ ' ὅλως ἀφέξεται . Δεῖ γὰρ τὸ τῆς ὑπερηφανίας μέγεθος καὶ τὸ τῆς ἐσθῆτος τυραννικὸν οἴκοι φυλάττειν ,
] ? περὶ τοῦ κουφίζειν ? [ ] [ ? ὑπερηφανίας ] ἐπιτομὴν ? [ τὸ ἴδιον ] μὲν ἔβλεπεν
6137993 ἡμεροτητος
' οὐκ ἄξιον ἐρασθῆναι τῶν νόμων , οἳ τοσαύτης γέμουσιν ἡμερότητος ; δι ' ἣν οἱ μὲν πλούσιοι διδάσκονται μεταδιδόναι
βασιλέας ἔχει καὶ βίον οὐ παντελῶς ἄγριον οὐδ ' ἀνθρωπίνης ἡμερότητος ἐξηλλαγμένον . τὸ δὲ τρίτον γένος οὔτε βασιλέως ὑπακοῦον
6133509 πανουργια
μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ
: πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία φαίνεται . ὧν ἕνεκα πρῶτον καὶ
6116728 προπετεια
, ἅ , κἂν ἡσυχάζητε , ἑτέρων λεγόντων ἀκούσεσθε : προπέτεια τοίνυν ἐστὶ μετὰ ἀναισχυντίας , ὕβρις μετὰ βίας ,
ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε . Καλὸν ἡσυχία . Ἐπισφαλὲς προπέτεια . Ἀεὶ αἱ μὲν ἡδοναὶ θνηταί , αἱ δὲ
6106854 παραμυθιας
ἀδελφοὶ τεθνᾶσιν ὑπὸ Ῥωμαίων καὶ κτήματα καὶ χρήματα ἀφῃρημένοι χρῄζουσι παραμυθίας . φύσει δὲ γαῦρον ὁ νενικηκώς , καὶ τὰ
ἀναγκαίαν καὶ προστακτικήν . λέγω δὲ τοῦ μὲν ἑκουσίου καὶ παραμυθίας ἐχομένην τὴν τῶν ποιητῶν , τοῦ δὲ ἀναγκαίου καὶ
6096580 ἀπιστιας
τοῦ πνεύματος ἀπεκεκλείμην , καὶ μετὰ πολλῆς τῆς πραγματείας καὶ ἀπιστίας μόλις ἄν ποτε ἀνέπνευσα βιαίως καὶ ἀγαπητῶς , πνιγμοί
λήψονται , τῆς αὐτῆς ἐπ ' ἀμφοτέρων ὑποπιπτούσης πίστεως ἢ ἀπιστίας , ἐὰν δὲ ἐξ ἀποδείξεως , εἰς ἄπειρον ἐκπεσοῦνται
6093666 τυφλωσεως
ταῦτα δέ φησι καὶ τὰ ἑξῆς , ὡς καὶ τῆς τυφλώσεως αὐτοῦ οὔσης ἐν τῷ ποιήματι . Ἄλλως . ἐνταῦθα
ὑποκρινόμενος Κύκλωψ καὶ λάχανα ἐπιφερόμενος , ὡς δὲ καὶ τῆς τυφλώσεως αὐτοῦ οὔσης ἐν τῷ ποιήματι . “ κραιπαλῶντα ”
6093176 ποικιλης
δ ' ἧττον πάντα ταῦτ ' ἔχουσα . καὶ τῆς ποικίλης ἡ μὲν μεῖζον ἡ δ ' ἔλαττον τὸ φύλλον
ἐστι τέχνης τὸ νῦν ζητούμενον , ἀλλ ' εὖ μάλα ποικίλης . καὶ γὰρ οὖν ἐν τοῖς πρόσθεν εἰρημένοις φάντασμα
6079374 θρασυτης
ἀρήγει : τῇ νεότητι μὲν βοηθεῖ ἡ περὶ τὸ πολεμεῖν θρασύτης . τοῦτο δὲ ἐν τῷ καθόλου γνωμικῶς ἀναπεφώνηκεν .
φίλε , ἐγὼ ἤδη ἠπόρουν , καί μου ἡ πρόσθεν θρασύτης ἐξεκέκοπτο , ἣν εἶχον ἐγὼ ὡς πάνυ ῥᾳδίως αὐτῷ
6074334 ἀτεχνιας
εἶναι ἡ φρόνησις τῆς ἀφροσύνης ὥσπερ καὶ ἡ τέχνη τῆς ἀτεχνίας : οὐχὶ δέ γε ἡ φρόνησις δύναται εἶναι θεωρητικὴ
θεωρητικὸν αὐτὸν εἶναι τῆς ἀφροσύνης καθάπερ καὶ τὸν τεχνίτην τῆς ἀτεχνίας , δέδεικται δ ' ἄληπτος αὐτῷ ἡ ἀφροσύνη ,
6067967 ῥᾳδιουργιας
σώματος αὐτοῦ διαλυθέντος εἰς φθειρῶν πλῆθος οἰκείως τῆς περὶ αὐτὸν ῥᾳδιουργίας κατέστρεψε τὸν βίον ἐν τῇ Μοργαντίνῃ . ἐντεῦθεν Ῥουπίλιος
βίον ἀξιοῦσι σκοπεῖν . Τοιγαροῦν ἐμπέπλησται πᾶσα πόλις τῆς τοιαύτης ῥᾳδιουργίας , καὶ μάλιστα τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα
6063759 μετεχουσα
: καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ , μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως , ἡ δὲ ἐνδιδομένη
ῥᾳδίως ποτὲ πᾶσα φύσις ἱκανὴ γένοιτο θεωρῆσαι , μὴ θαυμαστῆς μετέχουσα φύσεως . ὃ νῦν εἰρήκαμεν ἐροῦμέν τε , ὥς
6024642 πρασεως
ῥᾳδίας οὔσης τῆς περὶ τοὺς πυροὺς διαθέσεως , πολλῆς μὲν πράσεως οὔσης πολλῆς δ ' ὠνῆς . καὶ ἑτέρως .
ἀνήρ , ἐστρατευμένος ποτὲ Ῥωμαίοις , ἐκ δὲ αἰχμαλωσίας καὶ πράσεως ἐν τοῖς μονο - μάχοις ὤν , ἔπεισεν αὐτῶν
6019636 εὐψυχια
Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς
Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται
6018571 προστασιας
φίλων ἢ ὑπερεχόντων ἢ ἐκ παιδείας καὶ συνέσεως καὶ ἱεροῦ προστασίας , χάριν δὲ δόξης πολλὰ δαπανήσει καὶ κρίσεις ἕξει
. καὶ δῆτα προσελθεῖν μοί τινας αὐτῶν , ὥς τινος προστασίας χρῄζοντας , ἐγκαλεῖσθαι γὰρ ὑπό τινων . ὡς δ
6017685 ἀλαζονευεσθαι
φησὶ δὲ καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους τῇ σφόδρα εὐτελείᾳ τῆς ἐσθῆτος ἀλαζονεύεσθαι . καὶ γὰρ τὸ εἰς τὸ πέρα τοῦ δεόντος
ἡλικίας , νέων ἐστὶ τὸ καὶ τυραννίδας ἀπειλεῖν καὶ τοιαῦτα ἀλαζονεύεσθαι : καὶ ἀπὸ ἐλέου ἐστὶ μετάθεσις , ὡς ἐπὶ
6012892 ἀκοσμιας
παίειν : καὶ δι ' ὀλίγου πᾶσα ἡ πόλις ἦν ἀκοσμίας πλήρης καὶ θορύβου . ἅμα δὲ τῇ στάσει τῇ
πολέμων . ἐξηττώμενοι δὲ τῆς κραυγῆς τῶν νέων καὶ τῆς ἀκοσμίας τό τε φιλότιμον αὐτῶν ὑφορώμενοι καὶ τὸν ἐπιπολασμόν ,
6006067 ἀνθρωπικης
οὐ χαλεπὸν συνιδεῖν . ἁπάσης γὰρ φωνῆς ὀργανικῆς τε καὶ ἀνθρωπικῆς ὡρισμένος ἐστί τις τόπος ὃν διεξέρχεται μελῳδοῦσα ὅ τε
εἴρηται τὸ ἔμαρπτε τροπικὴ γάρ ἐστιν ἡ λέξις ἀπὸ τῆς ἀνθρωπικῆς περὶ τὰ ἐρωτικὰ πτοίας ἐπὶ τὴν τοῦ θείου ἀπάθειαν
6005989 ὀρφανιας
γράφω ὅτι οὗτος ὁ Χρυσόγονος ὀρφανὸς καταλειφθεὶς μείζονι συμφορᾷ τῆς ὀρφανίας ἐχρήσατο πονηροῖς ἐπιτρόποις , οἳ δεσπότας αὑτοὺς τῶν τούτου
πατέρα καλούντων , κοινῇ δὲ ἁπάντων φύλακα . Ὢ τῆς ὀρφανίας , ἣ κατείληφε τὴν γῆν , ἣν κάμνουσαν ἀνορθώσας
6001562 ἀνδραγαθια
δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος , οἷον οἱ μονομάχοι ἀπαρασκεύαστοι . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει : ἀνδρεία μὲν γὰρ σώματος δύναμις ἐπαινουμένη
ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος
5979748 αὐταρκειας
καὶ οἷον τὸ τῇ Ἑλλάδι : συγχαίρω σοι . Τῆς αὐταρκείας καρπὸς μέγιστος ἐλευθερία . Ὁ γενναῖος περὶ σοφίαν καὶ
οὐκ ὂν οὐσία , ἀλλ ' ἐπέκεινα ταύτης καὶ ἐπέκεινα αὐταρκείας . Ἀρκεῖ οὖν ταῦτα λέγοντας ἀπαλλαχθῆναι ; Ἢ ἔτι
5974858 κλοπαι
ἐπιθυμία , μετὰ θράσους ἀπόνοια , μετὰ πανουργίας ἀδικία , κλοπαὶ μετὰ ἁρπαγῆς , σὺν ψευδολογίαις ψευδορκίαι , μετὰ παρανομιῶν
αὐτῶν τῶν φασιανῶν ἀρξάμενον ; Πάντα ταῦτα , Ἰκάριε , κλοπαὶ ἢ εἰ βούλει γε , μισθὸς παρὰ μὲν οὔπω
5962319 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
5955881 προσοδου
ὠφελοῦνται εὐθὺς ἀποστερήσονται , μάλιστα δὲ τῆς ἀπὸ τῶν ξυμμάχων προσόδου ἧσσον διαφορουμένης , οἳ τὰ παρ ' ὑμῶν νομίσαντες
' ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν ξυμμάχων τῇ πόλει ἄνευ τῆς ἄλλης προσόδου , ὑπαρχόντων δὲ ἐν τῇ ἀκροπόλει ἔτι τότε ἀργυρίου
5919949 ἀπαιδευσια
πονηρία , μοχθηρία , φαυλότηςφλαυρότης δὲ σκληρόν , σκαιότης , ἀπαιδευσία , πανουργία , ἀμαθία , μισολογία , ἄνοια ,
τῦφος καὶ μαλακία καὶ ἡδυπάθεια καὶ ἀσέλγεια καὶ ὕβρις καὶ ἀπαιδευσία . δεῖται δή σου ἐπ ' ἐκεῖνα μὲν οὐδαμῶς
5919140 ἀξυνεσιας
οὐκ ἴσμεν ὅπως τάδε τριῶν τῶν μεγίστων ξυμφορῶν ἀπήλλακται , ἀξυνεσίας ἢ μαλακίας ἢ ἀμελείας . οὐ γὰρ δὴ πεφευγότες
' ἐπιφερομένης πείσας τε ὕποπτος γίγνεται καὶ μὴ τυχὼν μετὰ ἀξυνεσίας καὶ ἄδικος . ἥ τε πόλις οὐκ ὠφελεῖται ἐν
5910553 πραοτητος
: τοῦτο δὲ οὐκ ἀναισθήτου . Μετὰ τὴν μεγαλοψυχίαν περὶ πραότητος διαλέγεται , ὡς καὶ αὐτῆς περὶ τιμὴν οὔσης .
λαμβάνειν γὰρ πάντες ἡσσῶνται βροτοί οὐκ ἔστιν ἐπιτήδευμα χρησιμώτερον τῆς πραότητος εἴθ ' ὤφελεν τὸ κάλλος ὅ με διώλεσεν κακῶς
5907708 βαναυσια
' ἂν κατὰ Πλάτωνα καὶ δευτερουργοὺς τέχνας χειροτεχνία χειρουργία , βαναυσία βαναυσουργία . χειροτεχνεῖν χειρουργεῖν , βαναυσουργεῖν . χειροτέχνης χειρουργός
ταῦτα γὰρ ἅπαντα , οἶμαι , τύρβη καὶ ὄχλος καὶ βαναυσία , καὶ ἀρχαῖα μὲν τὰ θεάματα , ἀχρεῖα δὲ
5899811 κτησεως
τῇ δὲ αἰτίᾳ τῶν πράξεων παρέπεται , πότερον ἕνεκεν ἀγαθῶν κτήσεως γέγονεν ἢ χάριν κακοῦ ἀπαλλαγῆς , ἢ διὰ φιλίαν
ναῦς ὑμῖν παρεδώκαμεν καὶ ἄλλας οὐκ ἐπικτώμεθα καὶ θήρας καὶ κτήσεως ἐλεφάντων ἀπέστημεν καὶ ὅμηρα τὰ κράτιστα καὶ πάλαι καὶ
5887443 δικαιοσυνης
εὐσεβείας καὶ ὁσιότητος καὶ τὸ πρὸς ἀνθρώπους διὰ φιλανθρωπίας καὶ δικαιοσύνης : ὧν ἑκάτερον εἰς πολυσχιδεῖς ἰδέας καὶ πάσας ἐπαινετὰς
, πιστοφύλαξ , αἰεὶ πανυπέρτατε , πᾶσιν ἀρωγέ , ὄμμα δικαιοσύνης , ζωῆς φῶς : ὦ ἐλάσιππε , μάστιγι λιγυρῆι
5883965 μεγαλοπρεπεια
γὰρ ἐλευθεριότης περὶ δόσιν ἐστὶ καὶ λῆψιν , ἡ δὲ μεγαλοπρέπεια περὶ τὴν δόσιν . καλείσθω γὰρ ἡ δαπάνη καὶ
τε καὶ βαναυσία τῆς ἀσωτίας διαφέρει , οὕτως καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς ἐλευθεριότητος διοίσει . λέγονται δὲ βάναυσοι καὶ οἱ
5883424 ὑπερβαλλουσης
κοινῶς αἰσθάνεται . ἔμπαλιν δὲ τὴν ἀρετὴν εὑρήσεις μετὰ χαρᾶς ὑπερβαλλούσης [ καὶ ] κυοφοροῦσαν καὶ τὸν σπουδαῖον σὺν γέλωτι
βέλτιον . κἀγὼ οὖν , φησὶ , τῆς μεγάλης καὶ ὑπερβαλλούσης εὐτυχίας τὴν συμμετρίαν προκρίνω . ἐν ταύτῃ γὰρ [
5875475 κακουργιας
Ἄρεϊ οὐκ ἀγαθός : ἔχθρας καὶ κρίσεις ζημίας τε καὶ κακουργίας ἐπάγει πλαστογραφίας καὶ ἐγγύας καὶ δάνη ἐπιθέσεις τε καὶ
ἐκ τοῦ πλάτους . Αἱ δὲ ἀλώπεκες εἰς ὑπερβολὴν προήκουσαι κακουργίας καὶ τρόπου δολεροῦ ὅταν θεάσωνται σφηκιὰν εὐθηνουμένην , αὗται
5874936 ἀφροσυνη
ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ νοῦς : πρῶτον μὲν τὸ πειρᾶσθαι ἀγῶνος
φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον αἰώνιον
5867547 ἀποστερεισθαι
αὐτοῦ δὲ τοῦ μηδὲν ἔχειν ἀντειπεῖν πλέον ὀδυνωμένη συνετῆς οὕτως ἀποστερεῖσθαι παιδὸς μικρὸν ὕστερον μέλλουσα . τοιαύτης μοι γέγονε θυγατρὸς
μέτριος ἄνθρωπος βούλοιτο ἕτερον κακῶς πάσχειν καὶ τῶν δικαίως δεδομένων ἀποστερεῖσθαι δι ' αὑτόν ; ἢ πῶς οὐκ ἂν ὀργίζοιτο
5855883 εὐεξιας
ἀθλητικῶς ἄγειν , ἀλλ ' αὐτὸ μόνον ἐρυθήματος χάριν καὶ εὐεξίας . Κατεῖχον δὲ οἱ παῖδες πολλὰ ποιητῶν καὶ συγγραφέων
δὲ κρεῖττον τοῦ πωλοδαμνεῖν [ εἶναι ] τῷ μὲν νέῳ εὐεξίας τε ἐπιμελεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ καὶ ἱππικὴν [ ἐν ἢ
5852284 πικρια
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες ,
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος :
5852124 εὐεξια
οἷα πρότερον ἦν πρὸ τῆς πόλεως , οἷον ὑγίεια , εὐεξία , καὶ ὁποῖα τὰ νῦν . Τὸ δὲ κεφάλαιον
, ὀρεξία : ἔχω , ἕξω , ἔξια , καὶ εὐεξία : πέψω , πεψία , καὶ ἀπεψία . Τὰ
5847091 ἐγκρατεια
μὴ ἡττᾶσθαι τὸ νικᾶν : διὸ βέλτιον καὶ αἱρετώτερον ἡ ἐγκράτεια τῆς καρτερίας : βέλτιον γὰρ νικᾶν ἢ μὴ ἡττᾶσθαι
φαύλων ἡδονῶν . Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία :
5842438 ἐγκρατειας
. διὸ σπουδάζωμεν ἕκαστον τῶν εἰρημένων στομίων καταδεῖν τοῖς ἀρρήκτοις ἐγκρατείας δεσμοῖς : ” ὅσα γὰρ οὐχὶ δεσμῷ καταδεῖται ”
τὸ αὔξεσθαι , σχεδὸν ἐκ παίδων τοῖς περὶ καρτερίας καὶ ἐγκρατείας καὶ ἀρετῆς πάσης λόγοις ἐπαντληθέντες . διὸ εἰ καὶ
5836736 παιδευσεως
καὶ μάλα γε σοφούς , καὶ ἠκρίβουν τὰ ἐκ τῆς παιδεύσεως , οὐκ ἐψεύσαντο τῆς διδασκαλίας τὸν πόνον , φασίν
μηδενὸς συνεπιμερίζοντος αὐτῷ ἢ συσχηματιζομένου , δηλοῖ προσθήκην γνώσεως καὶ παιδεύσεως καὶ φρονήσεως καὶ πλούτου καὶ προσκείσεται ταῖς γραφαῖς καὶ
5836117 δειλια
θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος , κάλλος ,
κακίας πρὸς τοῖς τῶν πολεμίων : οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία . καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
5822419 ἐπαινουμενης
αὐτῷ περιττότερον τοὺς πεπαιδευμένους . καθόλου δὲ τοὺς ἀπό τινος ἐπαινουμένης μούσης ὁρμωμένους εὐεργέτει , συλλαμβάνων ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας
ἢ χρημάτων ἢ σώματος ἢ γένους , ἀλλὰ μὴ γελᾶν ἐπαινουμένης ἀκούοντα ; ὡς δή τοι εἴ τις ἔχει ψευδῆ
5813926 καματηρας
ἐνεργείας ἢ χρηματισμῶν , τὸ θʹ περὶ φορτίου πράσεως ἢ καματηρᾶς ξενιτείας , τὸ ιʹ περὶ ἐπηρείας τινὸς ἢ ξένης
, ἄγοντας δ ' ἐκεχειρίαν καὶ διαφειμένους πάσης ἐπιπόνου καὶ καματηρᾶς φροντίδος , σχολάζοντας οὐχ ὡς ἔνιοι γέλωσιν ἢ παιδιαῖς
5807666 ἀνδρειας
οὗ τοσοῦτον ἦν παρὰ τοῖς πολεμίοις δέος καὶ τοσοῦτον τῆς ἀνδρείας θαῦμα ὡς βουλευομένου τε ἄριστα καὶ ἐπιτελοῦντος ἔργοις τὰ
: μᾶλλον δὲ χρησιμώτεροι ἂν εἶεν πρὸς τὸν πόλεμον οἱ ἀνδρείας μὲν οὐ πάνυ μετέχοντες , τῶν ἄλλων δὲ ἀγαθῶν
5791718 ἀκρασια
μὴ ἁλίσκονται . κακία μὲν οὖν ἁπλῶς οὐκ ἔστιν ἡ ἀκρασία , ἀλλά πῃ ἴσως , διὰ τὸ μὴ ὅλην
δύνει . Εὐκτήμονι καὶ Δοσιθέῳ χειμὼν καὶ ὑετία . Καίσαρι ἀκρασία ἀέρος . κϚʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ :
5789912 μεγαλοφροσυνης
ἐξέπληξαν τῷ τε μιμητικῷ καὶ τῷ ἐναργεῖ καὶ τῷ μετὰ μεγαλοφροσύνης νουθετικῷ . περὶ μὲν δὴ πλάσματος λόγου καὶ σχηματισμῶν
, καὶ προςέπεσε πρὸς τὰ γόνατα . Ἀλλ ' ἐκ μεγαλοφροσύνης ὁ Πομπήιος τόν τε στέφανον ἐπέθηκεν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ
5787582 μεγαλοπρεπειας
Ὁ δ ' οὖν Αἰσχύλος πρῶτος ὑψηλός τε καὶ τῆς μεγαλοπρεπείας ἐχόμενος , καὶ ἠθῶν καὶ παθῶν τὸ πρέπον εἰδώς
' ὃν Κλεόφαντον Θηβαῖον . Διόπερ Θ . παράδειγμα ἐκτέθειται μεγαλοπρεπείας τὸ τοιοῦτον κῶλον : τῶν μὲν περὶ τὰ μηδενὸς
5784607 εὐψυχιας
σε κοσμεῖσθαι καλῶς , πολλῶν ἕκατι , τῆς τε σῆς εὐψυχίας καὶ τοῦ δικαίου . τλημονεστάτην δέ σε πασῶν γυναικῶν
παῖς τοῦ Μιθριδάτου : καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ἀγάμενος τῆς εὐψυχίας , δίκροτα πολλὰ ἐπιπέμψας , ἐξήρπασεν . ὅσα δὲ
5784162 ἀπαθειας
δεῖ ἀπαθῆ εἶναι οἴεσθαι , καὶ τίς ὁ τρόπος τῆς ἀπαθείας . Πρῶτον δὲ ληπτέον ἐπὶ τοῦτο στελλομένοις καὶ περὶ
τῶν Μνήμης ἤνυσε θυγατέρων . Οὗτος ἡγήσατο καὶ τῆς Διογένους ἀπαθείας καὶ τῆς Κράτητος ἐγκρατείας καὶ τῆς Ζήνωνος καρτερίας ,
5783289 μισανθρωπια
μοχθηρῶν : ταῦτα δ ' ὑπάρχει γέλως καὶ ἐπιχαιρεκακία καὶ μισανθρωπία , ἃ καὶ ἐπιτεινόμενα καὶ ἀνιέμενα καὶ ὁπωσποτοῦν ἔχοντα
αὐτοῦ τρόπου μισολογία τε καὶ μισανθρωπία . ἥ τε γὰρ μισανθρωπία ἐνδύεται ἐκ τοῦ σφόδρα τινὶ πιστεῦσαι ἄνευ τέχνης ,
5779062 δικαστικη
. τέτταρα δὲ πάντα τῆς πολιτείας τὰ μέρη νομοθετικὴ καὶ δικαστική , γυμναστικὴ καὶ ἰατρική . ἐπεὶ γὰρ ἐκ ψυχῆς
πολῖται καὶ πολιτικοὶ λέγονται . ἡ δὲ ἰδίως πολιτικὴ καὶ δικαστική , διότι τοιαύτη ἐστὶ κατ ' ἐνέργειαν , κρεῖττον
5775263 σαθρους
ἅλατος δίδου εἰς ἐργαλεῖον . [ Εἰς τὸ λευκᾶναι ὀδόντας σαθροὺς καὶ μέλανας . ] Λαβὼν ἅλατος λείου μέρος αʹ
πρὸς αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς μαχόμεθα τῶν ἀντιλεγόντων , δεικνύντες αὐτοὺς σαθροὺς ὄντας , ἢ ἑτέραν εἰσηγούμεθα γνώμην , διὰ τῆς
5771940 ἀλαζονειας
, ἐν μεθορίῳ στήσαντες αὐτάς , ἐπειδὴ τό τε ὑπέραυχον ἀλαζονείας γέμον πολλῆς | κακὸν καὶ τὸ ταπεινοῦ καὶ ἀφανοῦς
ἐπιμέλειαν καὶ θερα - πείαν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς , μακρὰν ἀλαζονείας καὶ ἀπάτης καὶ τρυφῆς , εὐτέλειάν τε καὶ σωφροσύνηνκαὶ
5768245 πρᾳοτητος
πάσχειν δοκοῦντος κακῶς παρορώμενος . δίκαιος οὖν ἀπολαῦσαι τῆς σῆς πρᾳότητος ὁ τῆς ἐκείνου μὴ ἐθελήσας : καλόν τι διασώσασθαι
μὲν καὶ βροτόεντα ἔναρα , φέροντας δὲ καὶ ἁγιώτερα τρόπαια πρᾳότητος καὶ φιλανθρωπίας , ἄσυλα καὶ ἱερὰ καὶ ἀναίμακτα καὶ
5760360 καυχησεως
: ἢ πρόσφορος καὶ ἀγαθή τις ἡ τῆς τῶν ἐπῶν καυχήσεως ᾠδὴ ἢ ἡ καυχητικὴ ᾠδή . ὁ δὲ νοῦς
τρυφῆς πονηρᾶς , ἀπὸ ἐδεσμάτων πολλῶν καὶ πολυτελείας πλούτου καὶ καυχήσεως καὶ ὑψηλοφροσύνης καὶ ὑπερηφανίας , καὶ ἀπὸ ψεύσματος καὶ
5756801 καταφρονει
παρ ' αὐτῶν τιμάς . καὶ ὁ μὲν δικαίως αὐτῶν καταφρονεῖ : δοξάζει γὰρ ἀληθῶς ὅτι κρείττων ἐστὶ τῶν ἄλλων
Κυαξάρῃ : νῦν δὲ ὡς ᾔσθετο τοὺς πολεμίους ἐπιόντας , καταφρονεῖ καὶ οὔτε τὸ στράτευμα πέμπει ἡμῖν οὔτε τὸν δασμὸν
5755557 εἰκαιοτητος
τῆς ἀλαζονείας δυσχερῆ παρακολουθεῖ , καὶ ἰδίως τὰ ἐκ τῆς εἰκαιότητος καὶ τὰ διὰ τῆς ὀργῆς τούτων οἷς οὕτω προσφέρεται
καὶ ὑπερηφανίας καὶ ὑπεροψίας , μετέχων δὲ καὶ πολλῆς ? εἰκαιότητος . τοιοῦτος [ ] γάρ ἐστιν , φησὶν ὁ
5754041 πιστεως
ἐπινοεῖσθαι δυναμένου : ἑκατέρου γὰρ αὐτῶν δεομένου τῆς παρὰ θατέρου πίστεως , οὐχ ἕξομεν ἀπὸ τίνος αὐτῶν ἀρξόμεθα τῆς ἐννοίας
τόπον καὶ τὸν ἀριθμὸν εἶπεν , ἵνα ὁ λόγος αὐτῷ πίστεως ἔχεσθαι δοκῇ , καὶ μὴ 〚 μάτην 〛 ἄλλως
5749348 μεγαλοψυχια
οὐχὶ διὰ τοῦτο σφάλλει ; ἀλλὰ θέασαι , εἰ προσηνέστερον μεγαλοψυχία , ἐλευθερία , ἁπλότης , εὐγνωμοσύνη , ὁσιότης .
οὐδ ' ἂν εἷς ἔτ ' ἀξιώσαι τοῦ νόμου κρατοῦντος μεγαλοψυχία πρὸς τὴν πόλιν ἐν τῷ τῶν πραγμάτων ἀπαιτοῦντι .
5742946 εὐχαριστος
καὶ ἤδη δυνάμενον σπείρειν , * * * κἂν ἐκεῖνος εὐχάριστος ὢν πρὸς τὰ παιδεύματα , δι ' ὧν ἀρετῇ
. Λύει δὲ λύπην παντὸς ἀνθρώπου λόγος . Λόγος τις εὐχάριστος ἀπόδοσις καλή . Μηδέποτε πλούτει , θάνατον εὐλαβούμενος .
5738782 φιλοπονια
χρόνος γὰρ ὑπηκόων εὔνοιαν οὐ ποιεῖ , ἀλλὰ προμήθεια καὶ φιλοπονία καὶ τὸ μηδὲν τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος προὔργου ποιεῖσθαι ,
, ; , ; , ; , . . στοιχεῖα φιλοπονία ἔρως ἀγχίνοια ἄτρυτος ) τρία τὰ ὁμολογούμενα στοιχεῖα πρῶτα
5737408 ὑπερβολη
ἡ Ζ γωνία τῇ Δ γωνίᾳ . Ἔστω ἡ τομὴ ὑπερβολή , καὶ γεγονέτω , καὶ ἔστω ἐφαπτομένη ἡ ΓΔ
ἕν . ἔστωσαν ἀντικείμεναι αἱ ΑΒΓ , ΕΖΗ , καὶ ὑπερβολή τις ἡ ΔΑΓ ἐφαπτέσθω μὲν κατὰ τὸ Α ,
5733331 εὐεπηβολος
φόβων καὶ ἐναντιωμάτων δηλωτικός . Ἑρμῆς Ἡλίῳ παραδιδοὺς τὸ ἔτος εὐεπήβολος κοινωνικὸς πρακτικός , συστάσεις ἐπάγων μειζόνων καὶ αἰτήσεις καὶ
πρὸς τὰς αἰτίας γενήσονται . Ἑρμῆς Διὶ πρακτικὸς μὲν καὶ εὐεπήβολος συστάσεις καὶ φιλίας ἐπάγων κατορθώσεις τε πραγμάτων καὶ διοικονομίας
5724172 φιλαργυριας
εἶναι καὶ Βάτωνα καλεῖσθαι . ἀτηρότερον δ ' αἰτῶν ὑπὸ φιλαργυρίας ἴσχυσε Θηβαῖος γενέσθαι . Φέρει μὲν οὖν σπουδαῖον οὐδέν
οὖν , τέκνα μου , ἀπὸ τῆς πορνείας καὶ τῆς φιλαργυρίας , ἀκούσατε Ἰούδα τοῦ πατρὸς ὑμῶν , ὅτι ταῦτα
5722836 σπανεως
πάντοθεν πρὸς αὐτοὺς κομιζομένης ἀγορᾶς , ἀντὶ τῆς τῶν ἐπιτηδείων σπάνεως ταχέως πάντων ἔσχον δαψίλειαν . ὁ δὲ δυνάστης μετεωρισθεὶς
αὐτοῦ κατεσκευασμένων οἷς καθῆκε ποιῶνται δεόντως . Οὐ γὰρ ἕνεκεν σπάνεως χρυσοῦ τὰ προσυντετελεσμένα βραχύμετρα καθέστηκεν , ἀλλὰ φαίνεται πρός
5722440 νουθετει
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ
5721748 δρασμους
καὶ ἀπροσωπίας καὶ θλίψεις βιωτικὰς καὶ ἐκ δούλων ἐπιθέσεις ἢ δρασμοὺς ἢ κλοπὰς ἢ νόσους θρεπτῶν καὶ στομάχου καὶ ἔχθρας
εἰ μὲν ὑπὸ Κρόνου θεωρηθῇ ζημίας ἐπιφέρει ἐκ δούλων ἢ δρασμοὺς ἢ στομαχικὰς διαθέσεις , εἰ δὲ ὑπὸ Ἄρεως θεωρηθῇ

Back