κατέζευκτο καὶ ἐπεπίεστο ἡ οἰκουμένη , παραλύσας , οὐ μόνον ἀνείς : οὗτος ὁ καὶ τοὺς φανεροὺς καὶ ἀφανεῖς πολέμους
τάχος ἐκφόρησον αὐτὸν ἐκ τῆς οἰκίας μηδ ' ὀβολὸν αὑτῷ ἀνείς , διαδιδοὺς ἅπασι τοῖς δεομένοις , ᾧ μὲν πέντε
6414565 ἐσπευσεν
τοὺς δὲ ἄλλους ἔξω πυλῶν ἀγαγὼν καὶ ἐς τάξιν καταστήσας ἔσπευσεν ἐπ ' ἐκείνην τὴν πύλην , ἣν ἤνοιξαν οἱ
ἐκ δὲ τῶν οὐ προσχωρουσῶν λεηλατῶν χρήματα τοῖς στρατιώταις , ἔσπευσεν εἰς τὴν Ῥόδον ἀφικέσθαι . ὅπως δ ' ἂν
6385604 προηγε
ἀναλαβὼν τούς τε ὑπασπιστὰς καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας προῆγε τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὰς πύλας , ὡς οὐ προσδεχομένοις
πολλοὺς τῶν μισθοφόρων [ ] τῶν Δερκυλιδείων καλουμένων ἀναστὰς [ προῆγε ] τὸ στράτευμα πάλιν . τῶν δὲ Μυσῶν |
6275080 λυε
. Λαβὼν τῶν ἀπομεινάντων ὠῶν τῶν ἀποσταξάντων μέρος αʹ , λύε ἅμα ἐν ᾧ τῷ ἀποσταλαχθέντι ὕδατι , καὶ βαλὼν
' ἀνθράκων καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίχεε ἐν θυίᾳ , καὶ λύε τῷ δοίδυκι ἐπιβάλλων γάλα γυναικεῖον ἢ ὄνειον , εἰ
6252020 χυλισας
τοῦ κισσοῦ λευκοῦ ἔγχει εἰς μυκτῆρας . ἄλλο . μελάνθιον χυλίσας μετὰ ὑδρομέλιτος καὶ ἶριν , οὕτως χρῶ , ἔλαιον
τὸν τόπον καὶ σικυάζειν : εἶτα μελέας φύλλα κόψας καὶ χυλίσας , δίδου πιεῖν τὸν χυλόν : τῷ δὲ ἀποθλίμματι
6248909 κατακλεισας
τὴν ἄκραν ἐπιπλεύσας τοὺς Καρχηδονίους ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ λιμένος κατακλείσας ἔνδον ἐξέλοι , βορέου πνεύσαντος οὐρίου ἀπόπλουν ἐποιήσατο .
τὸν λίθον ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἰούλου λίθον , καὶ κατακλείσας δίδου φορεῖν ἐπὶ τοῦ στήθους : πάντα δὲ πόνον
6245743 τειχισας
Μητρόπολιν , κειμένην δ ' ἐπί τινος ἐρυμνοῦ λόφου , τειχίσας , ἀπέλιπεν ἐν αὐτῇ φρουράν , αὐτὸς δὲ ταῖς
θυγατρὸς Ἀπάμας , εὑρηκὼς κώμην πρῴην λεγομένην Φαρνάκην : καὶ τειχίσας αὐτὴν ὁ αὐτὸς Σέλευκος ἐπωνόμασε πόλιν , καλέσας αὐτὴν
6227519 ἠλασε
σὺν Ἔρωτι ? : [ τεὴν ] Πόθος ? ? ἤλασε μορφήν . Κάλλινον ? ? ? εὐπατέρεια τεὸν ?
ἐξαιρέθησαν . Λύκιοι δέ , ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν , ἐπεξιόντες καὶ μαχόμενοι ὀλίγοι
6210800 ἐπεθηκε
ἣν δαίονται μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες . μύραιναν δ ' ἐπέθηκε φέρων τὸ κάλυμμα τραπέζης , ζώνην θ ' ,
οἵην δαίνυνται μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες . μύραιναν δ ' ἐπέθηκε φέρων , προκάλυμμα τραπέζης , ζώνην θ ' ,
6182682 ἐμβαλουσα
ἀντὶ τοῦ “ ζέσον ” . γρ . ἄφευε . ἐμβαλοῦσα καὶ μίξασα καὶ τῶν πυρῶν σὺν αὐτοῖς : δοκοῦσι
ἐξ Ὑπερβορέων παραγεγονέναι , ὡς τάχιστα ὤφθη εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβαλοῦσα , ἐμμανῶν γενομένων τῶν μάντεων διεσπάσθη ὑπ ' αὐτῶν
6180469 διαπλευσας
τοῖς ἵπποις ἐπὶ τὸ στράτευμα . καὶ ὁ μὲν Ξενοφῶν διαπλεύσας ἀφικνεῖται ἐπὶ τὸ στράτευμα : οἱ δὲ στρατιῶται ἐδέξαντο
καὶ παρὰ τοσοῦτον ἐγένετο αὐτῷ μὴ περιπεσεῖν τοῖς Ἀθηναίοις . διαπλεύσας δὲ καὶ ὁ Πεδάριτος πρὸς αὐτόν , καὶ ἀναζητήσαντες
6151809 πλησας
: πρὸς δὲ ἐς τὰ δῶρα ὁλκάδα οἱ ἔφη συμβαλέεσθαι πλήσας ἀγαθῶν παντοίων , τὴν ἅμα οἱ πλεύσεσθαι . Δαρεῖος
τῆς σαρκός : καὶ τρίψαι στυπτηρίην μετὰ ταῦτα , καὶ πλήσας τὴν βάλανον καὶ ἐς τὸν ἀρχὸν ἐμβαλὼν , ἐᾷν
6105899 θαψας
ἐπανελθὼν δὲ εἰς Φολόην Ἡρακλῆς καὶ Φόλον τελευτήσαντα θεασάμενος , θάψας αὐτὸν ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρου θήραν παραγίνεται , καὶ
τὸν μὴ θάψαντα τὸν ἑαυτοῦ πατέρα μὴ θάπτεσθαι : μὴ θάψας τις τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐτελεύτησε παῖδα ἔχων , ὁ
6096579 λουσον
ἢν ἔχῃ , ῥοφεέτω ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡσαύτως : ἔπειτα λοῦσον θερμῷ . Ἄλλο ὁμοίως : ἄννησον , κεδρίδας ,
ὅσον ἡμικοτύλιον , δὸς πιεῖν νήστει ὀβολοὺς δύο , καὶ λοῦσον θερμῷ καλῶς . Ἄλλο ὁμοίως ἔχον : ἐχίνους θαλασσίους
6090529 ἐμβαλων
. ἐπὶ δὲ τούτοις Κάσσιος φθάνει Δολοβέλλαν ἐς τὴν Συρίαν ἐμβαλὼν καὶ σημεῖα τῆς ἡγεμονίας ἀνέσχε καὶ δυώδεκα τέλη στρατοῦ
γεγενῆσθαι . καὶ ὁ Ἑτοιμοκλῆς τοίνυν ἐδόκει μοι τὴν ἐπιστολὴν ἐμβαλὼν ἐς τὸ μέσον ὥσπερ τι μῆλον οὐ μείω τῆς
6090364 λοχαν
ἐκ τῶν προσφαγμάτων : λοχήσας αὐτόν : γράφεται λοχαίας . λοχᾶν γὰρ αὐτὸν θέλει ὁ Ἡρακλῆς κρυφθείς : καὶ περιβαλὼν
καὶ ἐκδέρεσθαι ἀπ ' αὐτῶν . Λόχμη . ἀπὸ τοῦ λοχᾶν ἐν τοῖς τοιούτοις τόποις . ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ
6081538 τρησας
Εἰ σπόδρ ' ἐπιτυμεῖς τὴ γέροντο πυγίσο , τὴ σανίδο τρήσας ἐξόπιστο πρώκτισον . Μὰ Δί ' , ἀλλὰ λύσω
σφαιρία δίδου τὸ ἀπόβρεγμα τῆς κολοκυνθίδος , οὕτω ποιῶν : τρήσας κολοκυνθίδα μεγίστην καὶ ἐκκενώσας τὰ σπέρματα μόνα , ἐγκαταλιπὼν
6080705 Λαδωνα
καὶ Ἀκραίων . ὁ δ ' Ἀλφειὸς παραλαβὼν τόν τε Λάδωνα καὶ τὸν Ἐρύμανθον καὶ ἄλλους ἀσημοτέρους διὰ τῆς Φρίξης
ὀμμάτων φαίνεται . Σύριγξ νύμφη διωκομένη ὑπὸ Πανὸς εἰς τὸν Λάδωνα ποταμὸν αὑτὴν ἔρριψε , καλάμων δὲ φυέντων Πᾶν τεμὼν
6072507 Ἰδα
Λυγκέα ἀνεῖλεν , Ἴδαν δὲ ὁ Ζεὺς ἐκεραύνωσε πρότερον τοῦ Ἴδα στήλην ἐκ τοῦ τάφου τοῦ πατρὸς ῥίψαντος ἐπὶ τὸν
: χάλκεον δέ οἱ γνάθων ἐκ πολιᾶν φθεγγομένας ὑπάκουε μὲν Ἴδα Τένεδός τε περιρρύτα Θρηίκιοί τε φιλήνεμοι γύαι . οὐχ
6060051 κενωσας
δέ νιν περισταδὸν κύκλωι κατεῖχον οὐ διδόντες ἀμπνοάς , βωμοῦ κενώσας δεξίμηλον ἐσχάραν , τὸ Τρωϊκὸν πήδημα πηδήσας ποδοῖν χωρεῖ
, κἀγὼ ' ξεπήδης ' ὡς συναρπάσαι θέλων , λόχμην κενώσας ἔνθ ' ἐκρύπτομεν δέμας . ἡ δ ' ἀνεβόησεν
6041786 συνδησας
ἄνακτος , οὗ ποτ ' Οἰκουρὸς δόρυ γνάμψει Θέοινος γυῖα συνδήσας λύγοις , Τάρχων τε καὶ Τυρσηνός , αἴθωνες λύκοι
ἐπειδὴ τοῦδ ' ἐλώφησεν φόνου , τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν ποίμνας τε πάσας εἰς δόμους κομίζεται , ὡς
6034195 ἐνεχθεις
γῆς δένδρων , ἀλλ ' ὑπὸ φύσεως λογικῆς καὶ σπουδαίας ἐνεχθείς . παρὸ καὶ ἡ τεκοῦσα αὐτὸν φύσις ” στῆναι
, ὑπὸ τούτου μὲν ἀφεθείς , ὑπ ' ἐκείνου δὲ ἐνεχθείς : καὶ ὁ μὲν ἐτεθνήκει : τὴν γῆν δὲ
6033339 πορθησας
τὸν ὑπὲρ καθάρσεως τῆς κόπρου τῶν βοῶν καὶ τὴν Ἦλιν πορθήσας ἐκ τῶν λαφύρων ἐκεῖσε ἀγῶνα τῷ Ὀλυμπίῳ Διὶ συνεστήσατο
ποιήσασθαι τῶν νεκρῶν . κρατῶν δὲ τῶν ὑπαίθρων καὶ πολλὴν πορθήσας τῆς Λοκρίδος ἐπανῆλθεν εἰς Δελφοὺς ἐμπεπληκὼς ὠφελείας τοὺς στρατιώτας
6031286 διατρησας
εἶτα τυφλώσας τὸν σαῦρον καὶ χύτραν κεραμέαν τῶν νεωστὶ εἰργασμένων διατρήσας πάνυ λεπταῖς ὀπαῖς , ὡς μὴ εἴργειν μὲν τὸ
καὶ μάλιστα ἐπ ' ἀλλήλαις ποιούμενος τὰς καύσεις , λήσεται διατρήσας αὐτήν . ἄμεινον οὖν κατὰ μέρος πρῶτον τὸ ἔνδοθεν
6028936 κατεθηκεν
ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ : καὶ τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας θυμοῦ δευομένους : ἀπὸ γὰρ μένος
' ἐκ θαλάμοιο φέρεν ἐσθῆτα φαεινήν . καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐϋξέστῳ ἐπ ' ἀπήνῃ : μήτηρ δ ' ἐν
6025959 καταθου
ὅθεν καὶ τὸ αἰγίβοτον καὶ τὸ ἱππόβοτον . ἔρειδε : κατάθου . καὶ πῶς ὦ κίναδ ' εὖ : Σικελιῶται
βούλει σπερμάτων , καὶ εἰς βάθος μὴ ἔλαττον παλαιστῶν δύο κατάθου , προϋποπάσας ἁπαλὴν κόπρον , καὶ ἀραιὰν διαθείς ,
6013029 ἐμφυσα
ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δειρῆς καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνιεῖ πρὶν ἂν διαφάγῃ . Ὁ μὲν δὴ
γὰρ θήλεια συμπλακέντος ἄρα αὐτῇ καὶ συμμιγνυμένου τοῦ ἄρρενος , ἐμφῦσα τοὺς ὀδόντας κατὰ τοῦ αὐχένος , ἀποκόπτει αὐτοῦ τὴν
6006910 ταινιαν
Καὶ σχοῖνος μὲν οὐκ ἦν , ἡ δὲ Χλόη λυσαμένη ταινίαν δίδωσι καθεῖναι τῷ βουκόλῳ : καὶ οὕτως οἱ μὲν
κυρτότερα φιλοῦσιν ῥέπειν , διὰ τοῦτο δεῖ σε πλατεῖαν βάλλειν ταινίαν καὶ οὕτως πιέζειν τὸν βραχίονα . εἶτα , ἵνα
6005899 προσηγε
, διέβη τε παρὰ δόξαν πεζῇ τὸν Εὐφράτην , καὶ προσῆγε τὸν στρατὸν τῇ πόλει , ἐν ᾗ τάς τε
πολὺ κρατίστη τῶν ἄλλων ἔσται πολιτειῶν . ἐπαρθεὶς δὲ τούτοις προσῆγε τοὺς ἀρίστους καὶ συνεφάπτεσθαι παρεκάλει , κρύφα διαλεγόμενος τοῖς
6003323 ἐξεδειρεν
ἀδελφὸς ἦν Μαρσύου , ὃν Ἀπόλλων ὑπερτενῆ κρεμάσας ἐκ πίτυος ἐξέδειρεν , ἐρίσαντα αὐτῷ περὶ μουσικῆς . Βουλό - μενος
πόδα λευκὰς ἐγύμνου σάρκας ἐκτείνων χέρα : θᾶσσον δὲ βύρσαν ἐξέδειρεν ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν , κἀνεῖτο λαγόνας
5995240 χαλασας
καὶ κίνει ἑψῶν μαλακῷ πυρὶ μέχρις ἀμολύντου . εἶτα κάτω χαλάσας βάλλε τὸν κηρὸν καὶ τὴν πιτυΐνην καὶ , ἐπὰν
δὲ πρῶτα μὲν οὔρει κατὰ τὴν κυνικὴν ἀδιαφορίαν εἰς σύρμα χαλάσας καὶ καθεὶς τὸ τριβώνιον , ἔπειτα καὶ Δωρίδα τὴν
5986978 ἐξελων
οὐ γὰρ ἀλλὰ δεῖ δοῦναι μέρος . θάψω νεκροὺς γῆς ἐξελὼν Ἀσωπίας . ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδυνευτέον . πολλοὺς
καπνὸν μὴ ἰσχύῃ , ποιῇ δὲ ὀσμὴν θείου : καὶ ἐξελὼν ψύγε . Εἶτα λείωσον : καὶ πρόσβαλε χολὴν ἰχνεύμονος
5973775 μηνοειδως
εἰ δὲ κονδότερον , εὐθέως ἐκ τοῦ μέρους ἐξέρχεσθαι καὶ μηνοειδῶς ἐμπεριλαμβάνειν αὐτό : εἰ δὲ ἴσον , ὀλίγον παρεκτείνειν
χάλασμα ἔχουσα καὶ οἷον ἐμπλέουσα . περιρρηδές : ἑκατέρωθεν ἐγκεκλιμένον μηνοειδῶς . ἔνιοι δὲ περιφερές . περιτενές : περιτεταμένον .
5973294 αὐλακα
που τοῦ φρουρίου τοῦ Ἀετοῦ καλουμένου καὶ τὸν ἐκεῖσε ὑπερβὰς αὔλακα ἐχώρει διὰ τῆς πεδιάδος . Ἀλλ ' οὐκ ἔλαθε
κέρας σκληρὸν νένευκεν , ἀντὶ δὲ Κρίσης ὅρων Κροτωνιᾶτιν ἀντίπορθμον αὔλακα βοῶν ἀροτρεύσουσιν ὁλκαίῳ πτερῷ , πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον
5969446 τεμων
καί μοι δοκεῖ βουληθεὶς ὁ θεὸς ὁ τὴν γῆν δίχα τεμὼν ἑκάτερον μέρος ἐξ ἴσου κοσμῆσαι καὶ καθάπερ ἐν ζυγῷ
ᾳ καθήρμοσε [ ] [ [ . . ] λου τεμὼν [ . . ] φορα ? ? ! !
5950658 ἀνεπαυετο
ταῖς πρόπλοις καταπλέοντα καὶ ὡς ἐπὶ δύο χρηστοῖς καὶ ἀδοκήτοις ἀνεπαύετο . Ἅμα δ ' ἡμέρᾳ τὴν θάλασσαν ἐφορῶν ἐθεᾶτο
τὴν καταγωγὴν αὐτοῦ παρῆλθέ τε ἀφύλακτος καὶ τὴν νύκτα ὁμοίως ἀνεπαύετο χωρὶς δορυφόρων παρ ' αὐτῷ . τὰ δ '
5949049 καταγων
. : Ὅτι Μύρων ὁ Σικυωνίων βασιλεὺς , ἀπὸ Ὀρθαγόρου κατάγων τὸ γένος , ἦν περί τε τὰ ἄλλα καὶ
ὅτι Καρκίνου μὲν ἀνατέλλοντος δύνει ἀπὸ γόνατος ἕως τῶν ὤμων κατάγων τὸν Ὄφιν [ ἕως τοῦ ] αὐχένος ἐγγύς ,
5928851 ᾐονα
, ὃ καὶ πρὸς μεσημβρίαν προπίπτει πλέον παρὰ τὴν ἄλλην ᾐόνα , οὕτω καὶ ἡ παρὰ τὸν Ἰνδὸν πλευρά .
. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἀνταναγαγόμενοι ἐναυμάχησαν περὶ Ἄβυδον κατὰ τὴν ᾐόνα , μέχρι δείλης ἐξ ἑωθινοῦ . καὶ τὰ μὲν
5925386 κηκιδα
δ ' ἀφ ' ἱδρώτων ἕλκη ἐν ὀσχέῳ γένηται , κηκῖδα λείαν ἢ στυπτηρίαν ἐπίπασσε . πρὸς δὲ τὰ ἐν
πεσεῖν πυριατέον σπόγγοις τὸ μόριον , καὶ εἰ αἱμορραγοίη , κηκῖδα κεκαυμένην ἢ σπόγγον καινὸν ἀποβάψαντα εἰς πίσσαν ὑγρὰν καὶ
5919142 ἀποδησας
τὴν κεφαλὴν καθαίρειν , ἐν ὕδατι τρίψας , ἐς ῥάκος ἀποδήσας , προσθεῖναι . Ἕτερον : σμύρναν , ἅλας ,
Χολὴ πᾶσα ἀποτίθεται τρόπῳ τούτῳ : λαβὼν τὴν πρόσφατον καὶ ἀποδήσας τὸ στόμα αὐτῆς λίνῳ κάθες εἰς ζέον ὕδωρ διαλιπὼν
5918395 ἐντιθει
μέλιτι δεύων ταῦτα , λείου καὶ χρίε τὸν σπόγγον καὶ ἐντίθει . ἐὰν δὲ μετὰ τὴν σπόγγου ἐξαίρεσιν μὴ δόξῃ
. χαλκῖτιν λεάναϲ ἀνάλαβε δεδευμένῳ ὕδατι ἐλλυχνίῳ ἢ πριαπίϲκῳ καὶ ἐντίθει τοῖϲ μυξωτῆρϲιν ἢ ᾠοῦ τὸ ὄϲτρακον καύϲαϲ μίϲγε αὐτῷ
5917190 κατεστρατοπεδευσε
ἔθνος Ἰνδικὸν Ἰνδῶν τῶν αὐτονόμων . καὶ τῇ μὲν πρώτῃ κατεστρατοπέδευσε πρὸς ὕδατι οὐ πολλῷ , ὃ δὴ ἀπεῖχε τοῦ
ὑπενοεῖτο . Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἀναζεύξας ἐπὶ τὴν Ὑρκανίαν τριταῖος κατεστρατοπέδευσε πλησίον πόλεως τῆς ὀνομαζομένης Ἑκατονταπύλου . εὐδαίμονος δ '
5916838 Χθονα
δονάκων ? ? ? εἰς ? βένθος ἀμαυρόν ? . Χθόνα δ ' ὠγυγίαν ἐπικεκλόμενος χθόνιόν θ ' Ἑρμῆν πομπὸν
μὴ τὸ μικρὸν ἄνθος ἀπὸ σοῦ δρόμου με παύσῃ . Χθόνα καὶ πόλον τοσοῦτον Φαέθων ἐγὼ κυκλεύω . πόθεν οὖν
5916054 λεανας
ἐν βαλανείῳ . Ἄλλο . Μελανθίου καὶ νίτρου ἴσα ὕδατι λεάνας , ὡς ἔχειν γλοιοῦ πάχος , χρῶ . Ἄλλο
. Πρὸς τὰ ἐν μαστοῖς φύματα καὶ ψώρας . Σμύρναν λεάνας ἐλαίῳ σαμψυχίνῳ , κατάχριε ὡς μεγίστῳ βοηθήματι . Ἄλλο
5908241 προσβαλων
τοῖς πεντήκοντα ὄντας , τοὺς πολεμίους ἀνέστελλε πολλάκις μὲν αὐτοῖς προσβαλών , τοσαυτάκις δ ' ἡττήσας . Ἐπεὶ δὲ τὰς
μὴν ἐφικνεῖταί γε τοῦ δέοντος μόνῳ τῷ τῆς ὑπαγωγῆς εὐπορωτέρῳ προσβαλών , καὶ τῶν ἄλλων δυσχρήστων , ἃ διήλθομεν ,
5907483 ἀπεσεισατο
ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο , ἣ δεινὸν φρίξας ' ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα ἐν Νεμέᾳ , ἀνάγους ' αὐτὸν διὰ
ὅτι ῥῖνες διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι γεγόνασι ; καὶ πάντα μὲν ἀπεσείσατο , ἀσμένως δὲ προσῆλθε τῷ γάλακτι , καὶ ἐκ
5905873 ἐζωσατο
. ὁ δὲ νοῦς : δι ' ἀνάγκην τέως τοῦτον ἐζώσατο μὴ ἔχουσα πολυτελέστερον . Γ πῶς οὖν ξυνοίσει Γ
τὸ σχοινίον καὶ τὸν σάκκον ἐκ τῆς ὀσφύος αὐτῆς καὶ ἐζώσατο διπλῆν ζώνην λαμπρὰν τῆς παρθενίας αὐτῆς , μίαν ζώνην
5892414 ἡρπασε
τὸν θεὸν μηδὲ χρησμῳδεῖν . ὀργισθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ Ἡρακλῆς ἥρπασε τὸν μαντικὸν τρίποδα καὶ πρὸς αὐτὸν εἵλετο τὴν μάχην
, εἶτα διανοίᾳ μεταδιώκοντα ἄντικρυς ἐκβοῶσι : „ θηρίον πονηρὸν ἥρπασε καὶ κατέφαγεν Ἰωσήφ „ . ἀλλ ' οὐ θηρίον
5892116 πεπτωκοτι
δίς : κἀν δυοῖν οἰμωγμάτοιν μεθῆκεν αὐτοῦ κῶλα : καὶ πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι , τοῦ κατὰ χθονός , Ἅιδου ,
φόνου κατεῖχεν , ὡς καὶ μετὰ τὴν πληγὴν παρεστάναι τῷ πεπτωκότι ἐφηδόμενον τοῖς ἔργοις ὥσπερ ἀριστέα . Ἰστέον δὲ καὶ
5877612 ἀναστησας
. καὶ ταὐτὰ διαθεὶς ὅσα τὰς πρότερον ἁλούσας ἕωθεν εὐθὺς ἀναστήσας τὴν δύναμιν ἦγεν ἐπὶ Κορβιῶνα . ὄντι δ '
μὲν τῆς ἀγχόνης , παρὰ δὲ πάντων μωμευθῶ τὸ εἴδωλον ἀναστήσας . ὅμως στηλοποιήσω κἀγὼ μὲν ζήσω ποιήσας , οἱ
5875865 θερμηνας
πτισάνης χυλόν , τρῖβε : καὶ ὅταν μέλαν γένηται , θερμήνας κατάχριε . ὄρυζαν , κυάμους ἐρειχθέντας , πτισάνην ἕψει
μαστίχης . ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων ἀναπλάσας τὸ κολλύριον καὶ θερμήνας πυρί , σιάλῳ τὴν σφραγῖδα προχρίσας ἐπετίθει καὶ ἀπέματτε
5870451 Θρηικης
τ ' ἔχειν καλῶς στρατῶι τε μὴ δόξαιμι Κασσάνδρας χάριν Θρήικης ἄνακτι τόνδε βουλεῦσαι φόνον . ἔστιν γὰρ ἧι ταραγμὸς
πηγαίαις κόραις . ἔνθ ' ἐκτραφεὶς κάλλιστα παρθένων ὕπο , Θρήικης ἀνάσσων πρῶτος ἦσθ ' ἀνδρῶν , τέκνον . καί
5863610 Ἐλαιουντα
. Ἔστι δ ' ἐν τῷ περίπλῳ τούτῳ τῷ μετὰ Ἐλαιοῦντα ἡ εἰσβολὴ πρῶτον ἡ εἰς τὴν Προποντίδα διὰ τῶν
, ᾗ ὄνομα Ἀγορά . Χερρονήσου μῆκος ἐκ Καρδίας εἰς Ἐλαιοῦντα στάδια υʹ . Μετὰ δὲ τὴν Χερρόνησόν ἐστι Θρᾴκια
5863525 καυσας
ξηρῷ προσάπτου , πρότερον ἀναγαργαρίσας ὕδατι θερμῷ : ἢ σχιστὴν καύσας ἐπιμελῶς παράπτου : ἢ ἀσκαλαβώτην ἐπ ' ἀμπελίνοις ξύλοις
τῶν ὤμων μέχρι τῶν νεφρῶν ὀστοῦν τῆς ῥάχεως πυρώσας ] καύσας δυστέκμαρτον ] δυσκατανόητον τέχνην ] ἤγουν τὴν θυτικὴν μαντείαν
5860845 ἀρνειου
ἔνι βόθρον ὀρύξας , νήησεν σχίζας , ἐπὶ δ ' ἀρνειοῦ τάμε λαιμόν αὐτόν τ ' εὖ καθύπερθε τανύσσατο :
. ἐκείνη γὰρ ἡ ἔρις αὐτοῖς ἡ περὶ τοῦ χρυσομάλλου ἀρνειοῦ εἰργάσατο ἐλεεινὰ βρώματα καὶ σφαγὰς ἀνοσίους εὐγενῶν τέκνων τοῦ
5860070 σκυλος
καστηνοῦ , καρύοιο λαχυφλοίοιο κάλυμμα , νείαιραν τόθι σάρκα περὶ σκύλος αὖον ὀπάζει δυσλεπέος καρύοιο τὸ Καστανὶς ἔτρεφεν αἶα .
] ἕσσασθαι ἔκδειρεν [ δ ' ἄρ ' ] ἅπαν σκύλος ἄλκιμον ? ? : [ αἶψα δ ' ἔπειτα
5859774 ἀποστελλει
δέκεσθαι ἔφη . Ἐντειλάμενος δὲ καὶ τούτῳ ταῦτα ὁ Δαρεῖος ἀποστέλλει αὐτοὺς ἐπὶ θάλασσαν . Καταβάντες δὲ οὗτοι ἐς Φοινίκην
τοῦ δεξιοῦ κέρατος ἑτέρους ἱππεῖς , ὅσους ὑπέλαβεν ἀρκεῖν , ἀποστέλλει βοηθοὺς τοῖς ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων διωκομένοις . ἐν οἷς
5857754 ἀνηγαγε
οὐκ ἀργῶς τοῦτο εἴρηκεν , ἀλλ ' ἐπὶ ἔνδοξον πρόσωπον ἀνήγαγε τὴν κρίσιν . οὐ γὰρ ἰδιώτης , φησίν ,
τὸ πολὺ δέος ἐπὶ τὰς τῶν ὀρῶν κορυφὰς τοὺς ἀρτοπόπους ἀνήγαγε καὶ σωτήριον ἓν ἐφαίνετό μοι κατελθεῖν τε ἐκείνους καὶ
5855455 ἐπιπλευσας
: ἐὰν δὲ λάβῃς ἀτάκτως - φερομένας ἢ ἱστιοδρομούσας , ἐπιπλεύσας ἐν τάξει παντὶ τῷ στόλῳ τὰς μὲν ἀμυνομένας πειρῶ
ἐς τὴν χώραν ἀδεῶς ἐξῄεσαν : ὁ δὲ διεσκεδασμένων πάλιν ἐπιπλεύσας ἐς τὴν Σάμον πολλῷ πλείονα λείαν τῆς προτέρας ἥρπασε
5851324 ὑποδεχθεις
τοῦτον περιεβάλετο τὸν τρόπον εἰσπλεύσας κατὰ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ ὑποδεχθεὶς ὑπὸ τῶν ταύτῃ κατοικούντων . ἀφ ' οὗ μαθόντες
τὸ ἄστυ μετὰ πάσης εὐφημίας τε καὶ παραπομπῆς τοῦ δήμου ὑποδεχθεὶς ἐς τὴν βασίλειον ἐπανῆλθεν αὐλήν . πειραθεὶς δὲ τοσούτων
5850006 στρατοπεδευεται
ὁρίοις αὐτῶν ἐν τρισὶ καὶ τριάκοντα ταῖς ὅλαις ἡμέραις καὶ στρατοπεδεύεται αὐτοῦ . καὶ αὐτίκα κελεύει Μαχουμούτεα τρεῖς ἴλας ἀπολεξάμενον
δύναμιν αἰφνίδιος ἐν τῇ κατόπιν νυκτὶ τὴν ὁδὸν διανύσας καὶ στρατοπεδεύεται δίχα τοῦ δικτάτορος ἐφ ' ἑτέρας ῥάχεως ὀρεινῆς πάνυ
5849870 ἐπληξε
ὁ ἰχνεύμων κώλοις , ἤτοι τοῖς ποσίν , ἔτυψε , ἔπληξε * κώλοις : μέλεσιν τάρταρον δὲ τὸν βυθὸν ἐνθάδε
ἀπολαβεῖν , ἐπειδὴ παρὰ φύσιν ἦν αὐτῇ τὸ αἰωρεῖσθαι , ἔπληξε δὲ παριόντα τὸν ἄνθρωπον . ἔστι μὲν οὖν καὶ
5848981 χλωραν
δὲ εἶδος φυτοῦ ὅμοιον πεύκῃ . * ἔγχλοα : χλωρόν χλωράν κρότωνος : εἴρηται τὸν φλοιὸν ἢ αὐτὴν τὴν ῥίζαν
τοῦ σφετέρου διατειχίσματος , πόαν εἴ τινα εὕροιεν ἢ φυλλάδα χλωράν , νεμόμενοι . καὶ τοὺς ἀποψύχοντας ὁ Λεύκιος ἐς
5845521 συντριψας
ναύκληρος ἀποθύει τις εὐχήν , ἀποβαλὼν τὸν ἱστὸν ἢ πηδάλια συντρίψας νεώς , ἢ φορτί ' ἐξέρριψ ' ὑπέραντλος γενόμενος
καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πτερὰ συντρίψας ἰσοδίαιτον τοῖς πολλοῖς ἐποίησεν , καὶ τὸ μὲν τραγικὸν
5840370 προσηνεχθη
δὲ μνησικακήσας μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ βασιλέως ὅτε πλέων ἀκουσίως προσηνέχθη τῇ Κύπρῳ ὁ Ἀνάξαρχος , συλλαβὼν αὐτὸν καὶ εἰς
Περσεῖ . ἀλλ ' ἡ σύγκλητος ἀμνησικάκως καὶ μεγαλοψύχως αὐτοῖς προσηνέχθη , τὴν ἐλευθερίαν ἀντὶ δουλείας χαρισαμένη . ὁμοίως δὲ
5827578 δεξαμενος
] [ ὁ ] δὲ γέγαθ ' , ὅτι νόῳ δεξάμενος ἀμβρόταν Διὸς ? [ ἐπέγνω φρέν ] ' :
φύσει παραχωρήσωσιν : ὁ μὲν γὰρ τὴν Ἀσίαν ὅλην ἐπιφερομένην δεξάμενος καὶ ζῶν ἐμάχετο , καὶ τελευτήσας οὐκ ἔπεσεν ,
5821237 ἐπληρωσε
ἐξίστατο , κἀκεῖνος ἅπαντα ἐπιὼν ἐν ὀλίγαις ἡμέραις τὴν θάλατταν ἐπλήρωσε τῶν ἀπὸ τῆς Ἀσίας ἐσφορῶν . ἐπεκάλει δὲ οὐδεὶς
καὶ τοὺς ἐν τοῖς στενωποῖς καθ ' ὅλην τὴν πόλιν ἐπλήρωσε ξύλων , καὶ τοῖς ἐπὶ τῶν ἐργαστηρίων ἔδωκε σχίδακας
5820781 ἐσπασατο
δὲ γένος , συμπαίζουσαν τῷ βασιλεῖ , νομίσας πολεμίαν , ἐσπάσατο περιχανὼν τὸν δεξιὸν τὸν ὦμον καὶ ταύτης σάρκας καὶ
δὲ ἄρα ἰχθὺς πυνθάνομαί ἐστιν . ἐξ ὅτου μὲν οὖν ἐσπάσατο τὴν ἐπωνυμίαν ἐκείνην , εἰπεῖν οὐκ οἶδα : κέκληται
5810662 ἁπαλης
κόλαξι παρεχόμενος , οὐ χρυσίου μόνον , ἀλλὰ νέου ψυχῆς ἁπαλῆς καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν τοιούτων θηρίων καταβοσκομένης , ὥσπερ
ἤν τε ὕδωρ : τρωγέτω δὲ καὶ τῆς ὀριγάνου τῆς ἁπαλῆς ὡς πλεῖστον , ἐς μέλι ἀποβάπτων : ἢν δὲ
5810327 ἀλειφε
δέμας νεοθῆγι μαχαίρᾳ . καὶ πολλῷ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ τοῦτον ἄλειφε : χαίρει γὰρ δαπανῶντας ὁρῶν , ἐστὶν δ '
καὶ κισσοῦ δάκρυον ποιήσας ἔμπλαστρον ἐπίθες , ἢ τράγειον ἀξούγγιον ἄλειφε τὴν πληγὴν καὶ κέρας αἰγὸς μελαίνης ἐπίπασον . ἄλλο
5810015 διαβαινει
δέ φασι τὸν Ἀμφίονα πρὸς ταῖς Προιτίσι * * : διαβαίνει : καταβόστρυχος : τοῖς βοστρύχοις , τοῖς πλοκάμοις ,
ὅτι πλεῖστον καὶ σίδηρον . γενόμενος δ ' ἐν Στρυμόνι διαβαίνει τε τοῦτον καὶ παραμείψας τὴν Βόλβην λίμνην καὶ προσελαύνων
5806391 ἐλασας
καὶ συντακτέον : ὁ ἄγγελος ὁ ἐλεδέμνας , ἤγουν ὁ ἐλάσας ἡμᾶς τῶν δεμνίωνστικτέον γὰρ καὶ ἐν τούτῳὁ πρὸ μικροῦ
ἐφαίνοντο : εἵλετο δ ' οὖν ἐπ ' αὐτὸν Ἀλέξανδρον ἐλάσας ξὺν τῇ στρατιᾷ πάσῃ πρὸς τὸ καρτερώτατόν τε τῶν
5800828 ἀγρευσας
καὶ ἀκανθόχοιρος ζῷόν ἐστι μικρόν , πονηρὸν πάνυ . τοῦτον ἀγρεύσας καὶ ταριχεύσας ἔχε ὡς μέγα ἴαμα . τὴν μέντοι
τῇ χλωρᾷ . Τὴν ἡλιακὴν σαύραν ἐὰν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἀγρεύσας ποιήσῃς περόνας βʹ ἢ χρυσᾶς ἢ ἀργυρᾶς καὶ δι
5796991 ἀδοκητως
' αὐτοῖς : μετὰ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἐλπίδα . ἀδοκήτως γὰρ ἔστιν ὅτε . . . : πολλάκις ,
κεκμηκέναι ὑπό τε τῆς χορείας αὐτοὺς καὶ τῆς ὕβρεως , ἀδοκήτως ἀναπηδήσασα καὶ ἐσθοροῦσα τοὺς μὲν τοῖς ὄνυξι διέξηνε ,
5787238 καθεζομενην
ὡς ἔνιοι Γλαυκίδος , ἥν φασι τὴν πρώτην ἡλικίαν ἡταιρηκέναι καθεζομένην ἐν οἰκήματι πρὸς τῷ τοῦ Καλαμίτου ἡρῴῳ , ἔπειτα
τοῦ οἴκου . ἔδοξέ τις τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐπὶ πορνείου καθεζομένην ἐν ἱματίοις πορφυροῖς ὁρᾶν , καὶ ἐποιησάμεθα τὴν κρίσιν
5784034 Κιον
ἐν τῆι Προποντίδι . Ἔφορος δ ' ἐν τῶι ε Κίον αὐτήν φησιν εἶναι . . . Βρυλλὶς ἡ χώρα
πόλις ἐν τῇ Προποντίδι . Ἔφορος δὲ ἐν τῷ εʹ Κίον αὐτήν φησιν εἶναι . τὸ ἐθνικὸν Βρυλλιανός , καὶ
5783875 διηκε
γῆς ὑπερθανὼν πύργων ἐπ ' ἄκρων στὰς μελάνδετον ξίφος λαιμῶν διῆκε , τῆιδε γῆι σωτηρίαν , λόχους ἔνειμεν ἑπτὰ καὶ
ἔκοπτε τὰ δένδρα . καὶ τοῦτο μὲν στρατευσάμενος τὸ θέρος διῆκε καὶ τὸ Μακεδονικὸν στράτευμα καὶ τὸ τοῦ Δέρδα :
5779401 ἐρριψε
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
5771118 δραξαμενος
Μακεδόνων βασιλεὺς ἔσχεν υἱοὺς δύο , Περδίκκαν καὶ Φίλιππον . δραξάμενος δὲ τῆς ἀρχῆς ὁ Περδίκκας ἀπεξήλασεν τὸν ἀδελφὸν αὑτοῦ
μόνον βασκανίᾳ καὶ κακουργίᾳ κινούμενος ἐπεβούλευε Μαχουμούτει τῷ πασίᾳ . δραξάμενος οὖν ἐπιτηδείου πρὸς κακουργίαν καιροῦ καὶ θαρρήσας τῇ δυσχωρίᾳ
5770880 βαλων
γογγύλων πετρῶν ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς ἔπειτα σὺ βαλὼν διώσηι ῥαιδίως Λίγυν στρατόν . “ ὥσπερ οὐν κρεῖττον
' εὐδίφου χειρὸς ἐλεγχομένας . αὐαλέου δ ' ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ
5765880 προσχωσας
φαίνεσθαι τὰς ῥίζας , περίπλασσε κόπρῳ βοείᾳ νεαρᾷ , καὶ προσχώσας , εὐθὺς ἄρδευε . ὅταν δὲ αὐξηθῶσιν , ἐπίσχισον
τὰς ῥίζας περιορύξας τοῖς κλωνίοις ἐπιβάλῃς ἐλλεβόρου μέρος , καὶ προσχώσας ἐάσῃς . Τοὺς σικύους ἔμβαλλε εἰς τρυγίαν ἡδεῖαν καὶ
5765552 ἐμβαλλει
τὸ λοιπὸν τοῦ ταρσοῦ μέρος ἥμισυ τὸ καθ ' ἑαυτὸν ἐμβάλλει . καὶ τοίνυν ὅταν μὲν ὁ πρότερος εἰρημένος ἐνεργῇ
δὲ Χαδισίου εἰς Ἀγκῶνος λιμένα , ἐν ᾧ καὶ Ἶρις ἐμβάλλει , στάδια ρʹ , μίλια ιϚʹ . Ἀπὸ δὲ
5759099 λαμπραν
δὲ τῆς γεννήσεως τὸν γεννηθέντα τότε εὐγενῆ μὲν ἀπέδειξεν καὶ λαμπρὰν τὴν ἀρχήν του , πρὸς δὲ τὰ τέλη δύσκολον
ἵππον ἀνὰ κράτος παρῆν ἐπὶ τὸν χάρακα καὶ πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γενέσθαι καλέσας Μάρκον Ὁράτιον τὸν περιλειφθέντα ἐκ τῶν τριδύμων
5757320 λοχμης
. ἔγωγε . πρῶτον μέν γ ' ἔχω τὰς μασχάλας λόχμης δασυτέρας , καθάπερ ἦν ξυγκείμενον . ἔπειθ ' ὁπόθ
καὶ ἀλώπηξ . καί που καὶ σῦν ἐγείρουσιν ἐκ τῆς λόχμης αἱ αὐταὶ τῇ ὑλακῇ , καὶ λέοντα ἐπιστρέφουσι ,
5752663 Λαβουσα
οὐκ ἂν ἔλθοιμι , οὔτε ἂν τοιαῦτα πεισθείην κελευούσῃ . Λαβοῦσα ταῦτα τὰ γράμματα ἡ Μαντὼ ἐν ὀργῇ ἀκατασχέτῳ γίνεται
ὑός . Ἀπὸ τηγάνου τ ' ἔφασκεν ἀφύας φαγεῖν . Λαβοῦσα μὲν τῆς χοίνικος τὸν πύνδακ ' εἰσέκρουσεν . Τὸ
5751755 συλλειωσας
ἐμπλαστῶδες γένηται , τὰ δὲ ξηρὰ χνοώδη τῇ σταφίδι λειοτάτῃ συλλειώσας ἐπίβαλλε τὸ μέλι , ἔπειτα μαλάξας καὶ ἑνώσας χρῶ
νίτρον ἐξ ἴσου καὶ γλήχωνα ὀλίγον ἑνώσας καὶ μετὰ ἐλαίου συλλειώσας ἄλειφε τὰ ἄκρα καὶ τὴν ῥᾶχιν . εἰ δὲ
5751501 ὑπερμεγεθη
τραχήλῳ γινόμενα , καὶ τῶν ἐν ἄλλοιϲ δὲ τόποιϲ τὰ ὑπερμεγέθη , παραιτηϲόμεθα χειρουργεῖν διὰ τὸ μέγεθοϲ τῶν ἀγγείων ,
εὐρεῖαν , πλατεῖαν , προμήκη ὑπερμήκη μηκίστην , μεγάλην μεγίστην ὑπερμεγέθη παμ - μεγέθη , ὑπέρογκον , ἡπλωμένην , ἐκτεταμένην
5748674 ὑπτιαν
τοῦ μύρου συμπλέκου τῷ ἀνταγωνιστῇ : δύο μηρῶν σπάσας κλῖνον ὑπτίαν , ἔπειτα ἀνώτερος ὑποβάλλων διὰ μηρῶν καὶ διαστείλας αἰώρει
ἡ λέξις ὡς ἂν τύχῃ προάγεσθαι [ ἀλλ ' ] ὑπτίαν ἐμφαίνουσα καὶ μηδεμίαν ἐπιτήδευσιν τῆς λέξεως . ἔτι ἐν
5739551 Αἰγιαλεα
ὡς ˈ [ ! ! ! ! ] σι ? Αἰγιαλέα ? τοῦ Ἀδράστου ? ? ? [ ] ?
δευτέραν στρατείαν πάντων σωθέντων , αὐτὸς μόνος τὸν υἱὸν ἀπέβαλεν Αἰγιαλέα , ὥς φησιν Ἑλλάνικος λέγων ἐν Γλίσαντι τὴν συμβολὴν
5739155 πορθων
ὥρμησεν , ἀλλὰ τήν τε χώραν πυρπολῶν καὶ τὰς πόλεις πορθῶν φανερὸς ἦν . Βοιωτοὶ δὲ οὐχ ὑπομένοντες ὁρᾶν τὰς
οὐδὲν ἐπέραινεν , ἀναστήσας τὸ στράτευμα προῆγεν εἰς τὸ πρόσθε πορθῶν καὶ λεηλατῶν τῆς χώρας τὴν ἀκέραιον . ἀφικόμενος δὲ
5738825 ἠλαυνε
ἔξεστιν ἐπαινεῖν . θαυμάζω τὸν Ἀχιλλέα , διότι τοὺς Τρῶας ἤλαυνε , θαυμάζω τὸν Παλαμήδην ἀπὸ τῆς σοφίας . ὁ
οὗτοι τὰ αὐτὰ ἂν ἔγραφον , εἰ μὴ ὁ μὲν ἤλαυνε Πέρ - σας , Ῥουφῖνος δὲ πλησίον ἦν τῶν
5737798 ἀναλαβων
ἁπαλοῖϲ προϲκατάπλαϲϲε . Ἄλευρον πίϲϲῃ μίξαϲ ἐπιτίθει . Θεῖον λεῖον ἀναλαβὼν ὑείῳ ϲτέατι ἐπιτίθει . Ἰξοῦ δρυίνου , ϲανδαράχηϲ ,
ἐκεῖνος μὲν οὐ βασιλικὴν μεγαλοφροσύνην ἀλλ ' ἰδιωτικὴν τοῦ τυχόντος ἀναλαβὼν μικροψυχίαν , ἅμα τῇ βασιλείᾳ πάσῃ καὶ τὸν τηρηθέντα
5735837 συναθροισαι
ἐλλιπῶς . Συστρέψαι τὸ σῶμα , συνελκύσαι , συναγαγεῖν , συναθροῖσαι , συστεῖλαι , συσπειρᾶσαι , συγκάμψαι . παραπλήσιον δέ
: προδότης , ὃς λαβὼν παρὰ Κροίσου χρήματα , ὥστε συναθροῖσαι στρατόπεδον , ηὐτομόλησε πρὸς Κῦρον . Οἱ δέ φασιν
5728946 λεηλατειν
καὶ Σαβῖνοι πόλεμον ἐπενεγκεῖν ἐτόλμησαν ἡμῖν καὶ τὴν χώραν ἐπιόντες λεηλατεῖν , οἱ τέως ἀγαπῶντες καὶ τοῖς θεοῖς πολλὴν χάριν
ἱππεῖς τρισχιλίους . τὴν δὲ ναυτικὴν δύναμιν Στίλπωνι παραδούς , λεηλατεῖν ἐπέταξε τὴν Βρεττίων χώραν : οὗτος πορθῶν τὰς παραθαλασσίους
5722182 σχιστην
ἄλιθον καὶ τυρῶδες ἀποπνέουσαν : ἐνεργεστέραν δὲ τῆς στρογγύλης τὴν σχιστὴν ἡγητέον : καίονται δὲ καὶ ὀπτῶνται ὡς ἡ χαλκῖτις
ἀγηράτου ἄνθος μίξας δίδου ἀναγαργαρίζειν ἢ κράμβης χυλῷ μίξας στυπτηρίαν σχιστὴν ἀναγαργαριζέτω , ὠφελεῖ καλῶς . [ Καυστικὸν κιονίδος .
5721558 ἐνεβαλεν
. Εἷς δὲ τῶν θεωρῶν ἁρπάσας Μυρτίλαν τὴν προφῆτιν , ἐνέβαλεν εἰς θερμοῦ παρακείμενον λέβητα . Ἄλλοι δὲ φασὶν ,
γλυκεραῖς εὐναῖς , τουτέστιν ἔρωτά τινα μετ ' αἰδοῦς αὐτοῖς ἐνέβαλεν , ἁρμόζουσα καὶ ποιοῦσα καὶ τῷ θεῷ τῷ μιχθέντι
5719196 Περσικην
, καὶ ταῦτα ἀπὸ στρατείας ἥκοντος , ἆρ ' οὐ Περσικήν τινα καὶ Μηδικὴν ἐξηγεῖται , σχεδόν τε οὐ πολὺ
ἔχοις , ταῦθ ' ἡμῖν ἐμέμψω ; καὶ οὐδὲ τὴν Περσικήν τε καὶ Λακωνικὴν τάξιν τῆς δίκης ἐτίμησας , οὐδὲ
5707765 κρανους
εἰς τουτὶ τὸ ὄρνεον αὐτοῖς ὅπλοις , ὡς ἔτι τοῦ κράνους τὸν λόφον ἔχειν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ . διὰ τοῦτο
τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου ' πήδησεν εὐχάλκου κράνους , πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον . ἵππους δ '
5706884 κατελαβετο
δὴ ἄλλα τῆς πόλεως ἐπόρθουν , Τιμοκλείας δὲ τὴν οἰκίαν κατελάβετο Θρᾷξ ἵππαρχος . οὗτος ὁ Θρᾷξ μετὰ τὸ δεῖπνον
κουριδίου ταύτῃ τέλος ἔσχεν . Κυάνιππος δέ , ὡς ἐπελθὼν κατελάβετο λελωβημένην τὴν Λευκώνην , μεγάλῳ τε ἄχει ἐπληρώθη καὶ
5705057 κολωνης
. τοῦτον , φασίν , ἐποίησεν Ἄρτεμις ἀναδοθῆναι ἐκ τῆς κολώνης τῆς Χίου νήσου , καὶ τὸν Ὠρίωνα πλῆξαι ,
' ὑπέδεκτο βαρὺν καμέεσθαι ἄεθλον , δρυμὸν ἀναρρήξας λασίης καθύπερθε κολώνης , αὔτανδρον φλέξειν δόρυ νήιον , ὄφρ ' ἀλεγεινήν
5704513 λουτροφορος
ἀπόντος τοῦ Μειδυλίδου ἄγαμος ὤν . τί τούτου σημεῖον ; λουτροφόρος ἐφέστηκεν ἐπὶ τῷ τοῦ Ἀρχιάδου τάφῳ . ἐν δὲ
τῷ στάχυι γιγνομένων ἢ τῶν ἀνθερίκων . . . . λουτροφόρος καὶ λουτροφορεῖν : ἔθος ἦν τοῖς γαμοῦσι λουτρὰ μεταπέμπεσθαι

Back