ξυμφορᾶς τῷ ἀποβάντι : τῇ ἀποβάσῃ ξυμφορᾷ . ἀμβλύνεσθαι : ἀναπίπτειν . νομίσαι δέ : ἀπὸ κοινοῦ τὸ δίκαιον ταῖς
Θουκυδίδης . ἄναντα : ἄνω , ἀνωφερῆ , δυσχερῆ . ἀναπίπτειν : τὸ ἀθυμεῖν λέγεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς . ἀναρρύει
6883654 ἀχανη
χρυσίου λέγῃ . εἴρηται παρὰ τὸ μὴ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη , τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου ' . . .
χρυσίου λέγει „ . εἴρηται παρὰ τὸ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου , ὡς τὸ ἀχανές πέλαγος
6855763 ἀνοητοτεροι
κινήσει : οἱ δὲ εἰς τὰ ἀριστερὰ ἀπο - κλίνοντες ἀνοητότεροι . ὅσοι δὲ κατακλῶσι σφᾶς αὐτοὺς καὶ ἐγκλίνουσι ,
ἐν τῇ κινήσει . οἱ δὲ εἰς τὰ ἀριστερὰ ἀποκλίνοντες ἀνοητότεροι ὑπάρχουσιν . ὅσοι δὲ κατακλῶσιν ἑαυτοὺς ἐγκλίνοντες , κόλακές
6782932 κοιμηθημεν
' ἐπί τ ' ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ , δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη
' ἐπί τ ' ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ , δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη
6772073 ὀλισθανει
ἑπομένως περὶ χειρὸς ἐξαρθρήσεως οὕτως διασαφεῖ : χειρὸς δὲ ἄρθρον ὀλισθάνει ἢν [ ] εἴσω ἢ ἔξω , εἴσω δὲ
, καὶ ἀποληφθείη ἡ εὐρυχωρίη , καθ ' ἣν μάλιστα ὀλισθάνει ὁ βραχίων . Ὅσοισι δ ' ἂν ὦμος καταπορηθῇ
6750322 παραβολως
ὁ λιμὴν τῶν κατ ' ὀλίγους ναυμαχούντων . ἔνθα δὴ παραβόλως ἀμφοτέρων περὶ τῆς νίκης ἀγωνιζομένων , οἱ μὲν Ἀθηναῖοι
τὴν ἀνδραγαθίαν ταύτην φρονηματισθείς , πολλάκις ἐν τοῖς ὕστερον χρόνοις παραβόλως ἀγωνιζόμενος μεγάλην δόξαν ἀνδρείας ἀπηνέγκατο . Ἀθηναῖοι δὲ περιπλεύσαντες
6671093 ἐνδοτερον
χιτῶνα καὶ εἰσελθὼν δρομαίως εἰς τὸ πανδοχεῖον κατησφαλίσατο εἰς τὸ ἐνδότερον . καὶ ὁ κλέπτης λαβὼν τὸν χιτῶνα ἀπῆλθεν .
καὶ αὐτοὺς ὡς ὁμοφύλους ἐδέξαντο . πέπιθον : ἔπεισαν αὐτοὺς ἐνδότερον ὁρμίσαι τὴν ναῦν : τὸ γὰρ πρότερον ἔξωθεν τῆς
6665644 λαβρακιον
ὥσπερ ἄλλοτε , ἕψειν ἐν ἅλμῃ φημί . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον . τὸν γαλεόν ; ἐν ὑποτρίμματι
: τὸ μὲν γλαυκίδιον ἕψειν ἐν ἅλμῃ . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον : τὸν γαλεόν ; ἐνυποτριμματίζεσθαι .
6652705 ἀπομεμερισμενον
Ἑρμοῦ . κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Αἰγύπτου ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Λιβί . κυριεύει δὲ κνημῶν . ἀναβαίνει δὲ
. κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Περσίδος , ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Ἀπηλιώτῃ . κυριεύει δὲ κεφαλῆς καὶ ὅλου προσώπου
6617193 ἐκπρεπεστερον
μὲν λόγῳ ἐπαίροντος , τὰ δὲ καὶ χρήμασι τούς τι ἐκπρεπέστερον κατ ' ἀρετὴν πονουμένους ἐπικουφίζοντος . ἀλλ ' ἔστε
ἐκ παντὸς οὗ συνῳκίσθησαν χρόνου βίον Ἕλληνα ζῶντες καὶ οὐδὲν ἐκπρεπέστερον ἐπιτηδεύοντες πρὸς ἀρετὴν νῦν ἢ πρότερον . μυρία δ
6607708 ἀναβατης
τι πάσχῃ ὁ ἵππος , ἐν παντὶ κινδύνου καὶ ὁ ἀναβάτης γίγνεται , ὁπλίζειν δεῖ καὶ τὸν ἵππον προμετωπιδίῳ καὶ
ἐπὶ θαλάσσης . ἐπιβάτης ἀναβάτου διαφέρει . ἐπιβάτης ἅρματος , ἀναβάτης ἵππου . ἀναστῆναι τοῦ ἐγερθῆναι διαφέρει . ἀναστῆναι ἐγρηγορότως
6605751 ἀντις
Εἰ μέντοι ἐν τῷ παρεκτείνεσθαι τοὺς ὑπερκεραστὰς βουληθῶσι καὶ οἱ ἀντὶς ὁμοίως παρεκτείνεσθαι ἑαυτούς , δεῖ εὐθέως κατ ' αὐτῶν
τρίχας χρήσιμόν ἐστιν . Εἰς μονομαχίαν μετὰ σκουταρίων καὶ βεργίων ἀντὶς ἀλλήλων , εἰς τὸ ῥῖψαι μήκοθεν βηρύτταν καὶ μαρτζοβάρβουλον
6603652 τετασθαι
Ῥωμαίων ὑαίνῃ καλουμένῃ , ἧς τὸν τράχηλον κατ ' εὐθὺ τετάσθαι λέγουσιν , κάμπτεσθαι δὲ ἐπὶ θάτερα / ) τῶν
ταῖς ψυχαῖς ὑστερίζωσιν : ἀνάγκη γὰρ αὐτῶν τὴν διάνοιαν ἐκεῖ τετάσθαι πόθῳ τῆς ἀπολαύσεως ὧν ἀφειλκύσθησαν : ὡς γὰρ οἱ
6594817 κουφοτατοις
εἶτα ἀπομαξάμενος τὴν ἰκμάδα τοῖς σαβάνοις , σκέπε τὸ σκέλος κουφοτάτοις ἐρίοις . εἴωθε μὲν οὖν τὸ βοήθημα μηδεμιᾶς ἑτέρας
τοὺς ἑτέρους , τότε νυκτὸς ὁρμήσας δι ' ὁδῶν ἀτριβῶν κουφοτάτοις ἵπποις ἀπέδραμεν ἐς Τριβόλαν , Ῥωμαίων αὐτὸν διώκειν ὁμοίως
6592799 ἀλλασσε
λειώσας ἐπίχριε πτερῷ ἢ βρέχων ῥάκει ἐπιτίθει , καὶ συνεχῶς ἄλλασσε . Τῶν ἑρπήτων οἱ μέν εἰσι φλυκταινώδεις καὶ ὑπέρυθροι
κατασκευαζομένων . τὰ μέντοι σκευάρια μετὰ πρώτην ἢ δευτέραν χρῆσιν ἄλλασσε . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ἐννεακαιδεκάτῃ
6592578 εὐθυμιη
ἐνέπιπτον ἀθυμίαι καὶ ἀπαλλαγῆς βίου ἐπιθυμίη , ὁτὲ δὲ πάλιν εὐθυμίη . Ἡ δὲ Κόνωνος θεράπαινα , ἐκ κεφαλῆς ὀδύνης
ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη . πάγχυ δὲ τοῖϲι τοιουτέοιϲι ξυνομαρτέει δυϲελπιϲτίη : τίϲ
6587932 Ἐξω
Ἔξω Χριστιανούς , “ τὸ δὲ πλῆθος ἅπαν ἐπεφθέγγετο ” Ἔξω Ἐπικουρείους . “ εἶτα Λητοῦς ἐγίγνετο λοχεία καὶ Ἀπόλλωνος
πως ἀγνοήσασα τὴν μέλαιναν βάλῃ ψῆφον ἀντὶ τῆς λευκῆς . Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Ἐξηκεστίδης ἐγένου
6586465 προυχοντα
αὐτῇ περὶ αὐτῆς ἂν ταύτης μᾶλλον κινδυνεύοιμεν . τὸν γὰρ προύχοντα οὐ μόνον ἐπιόντα τις ἀμύνεται , ἀλλὰ καὶ ὅπως
* ἐπίτηδες πρὸς ἔπαινον τῶν ἀθηναίων ἀνακεχρόνισται : τέτρασι γενεαῖς προύχοντα τοῦ θηβαικοῦ πολέμου : ἦν δὲ ὁ εὔμολπος θραικῶν
6583963 Λαιλιος
, μετὰ πλειόνων ἐπελθόντα ἀπεμάχετο πολιορκούμενος . ἐδῄου δὲ καὶ Λαίλιος , ἕτερος τοῦ Κορνιφικίου στρατηγός , τὴν Σεξστίου Λιβύην
εἵπετο κτείνων τε καὶ ζωγρῶν . καὶ τάδε μαθὼν ὁ Λαίλιος διέλυε τὴν τῆς Κίρτης πολιορκίαν καὶ ἐχώρει πρὸς τὸν
6579787 κατακλᾳ
συνθλᾷ . ξυναρπάζει ] † ἕλκει . θραύει ] † κατακλᾷ . πίπτει ] εἰς γῆν . παῖς ] ὁ
τὸ ζητούμενον . διωκόμενος μέντοι ὥσπερ λήϊα τὰ μέγιστα δένδρα κατακλᾷ τῇ ὑπερβαλλούσῃ δυνάμει καὶ φέρεται ῥώμῃ ἀμηχάνῳ καὶ ὁρμῇ
6576466 ἐμβεβροντησθαι
πόλιν † εὐθενεῖσθαι † : τὸν δὲ κατηγοροῦντα τί ; ἐμβεβροντῆσθαι , τὴν πόλιν ἀγνοεῖν , οὐκ ἔχειν ὅποι τὰ
τὰ ῥήματα εὐ - ηθίζεσθαι , μωραίνειν , ἀνοηταίνειν , ἐμβεβροντῆσθαι , ληρεῖν , παραπεπλῆχθαι . καὶ τὰ ἐπιρρήματα εὐήθως
6563696 Δαιτα
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν ,
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος :
6563383 ΓΜΔ
διὰ καταγραφῆς . Λοξοῦ γὰρ ὑποκειμένου κύκλου τῆς σελήνης τοῦ ΓΜΔ , ζῳδιακοῦ δὲ τοῦ ΑΒ , ἀναβιβάζοντος δὲ συνδέσμου
ΖΔ ἐστιν ἴση , λοιπὴ ἄρα ἡ ΑΛΒ λοιπῇ τῇ ΓΜΔ ἐστιν ἴση . καί εἰσι τοῦ αὐτοῦ κύκλου :
6563199 Γαστηρ
, καὶ ἀτιμίαις . ἐγκατέδησε : συνέκλεισεν , ἐδέσμησεν . Γαστήρ : γνώμη . ἀνάσσει : βασιλεύει . Ἠερίῃς :
γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν . Γλουτοί
6559874 ἐκλαπαξαι
ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν
. ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν ἐξαναστῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἐκβαλεῖν
6552379 βραδυνε
οἴκους , ταῦτά μοι πρᾶξον , τέκνον , καὶ μὴ βράδυνε μηδ ' ἐπιμνησθῇς ἔτι Τροίας : ἅλις γάρ μοι
τὴν ἐπαγγελίαν γενόμενος καὶ ἀναρτήσας ἑαυτὸν τῆς ἀκροάσεως “ μὴ βράδυνε ” φησὶν “ ἀλλ ' ἤδη διηγοῦ . ”
6551724 ἐφηδρευεν
παρέθεον αὐτῷ , καὶ Μαάρβαλ , ἑτέρους ἔχων χιλίους , ἐφήδρευεν , ὅπῃ τι πονούμενον ἴδοι . καὶ τάδε πράσσων
γίνεται , τοῖς ἀνθρωπίνοις ἐντυχών , ἅπερ ἐν τοῖς προπυλαίοις ἐφήδρευεν , ἵνα αὐτὸ μόνον ἐκκύψαντα ἔνδοθεν ἐξαρπάσῃ . τὸν
6540186 χρονιᾳ
. χρονίᾳ ] χρονίως καὶ βραδέως , ὀψὲ μετηλλαγμένος . χρονίᾳ ] ποτέ . χρονίᾳ ] μετὰ ταῦτα . θ
ἀξιόχρεων , ὅπως δὴ προσκαθεζόμενοι καὶ ἔνδον τοὺς δυσμενεῖς ἐγκατείργοντες χρονίᾳ γοῦν αὐτοὺς παραστήσοιντο πολιορ - κίᾳ . καὶ οἱ
6528653 σχαζειν
βιοτὴν ἔχει . Κεδμάτων , τὰς ἐν τοῖσιν ὠσὶ φλέβας σχάζειν . Λαγνείη τῶν ἀπὸ φλέγματος νούσων ὠφέλιμον . Θερμοκοιλίοισιν
τὸ ἴχνος ἀλύπως ἐπεκτείνηται κατὰ τὸν τῆς φλεγμονῆς καιρόν . σχάζειν δ ' ἀναγκαζόμεθα τὸ δέρμα , τοῦτο μὲν κενοῦντές
6502643 δορατιου
δόρυ ἀπέκλασε τῇ σφοδρᾷ ῥύμῃ τρώσας : ἀντὶ τοῦ : δορατίου σπανίσας : ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖ : τουτέστιν :
τὰ γεωργικὰ σκεύη λαβόντας εἰς ἀγρὸν ὡς τάχιστ ' ἄνευ δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου : ὡς ἅπαντ ' ἤδη '
6501164 ἐσθορειν
δηλονότι . . ἐπισχέθοι ] κωλύσει τῆς ὁρμῆς . . ἐσθορεῖν ] εἰσπηδῆσαι . πωλικῶν θ ' ἑδωλίων ] παρθενικῶν
. Ξ ἐσθορεῖν ] πηδῆσαι . ἐσθορεῖν ] ὁρμᾶν . ἐσθορεῖν ] πηδᾶν . ἐσθορεῖν ] ἐσπηδῆσαι . θ δόμον
6498956 καθεζομενων
θέρμην ἔχοντα , λέσχην δὲ τὴν γενομένην ἐκεῖ φλυαρίαν τῶν καθεζομένων . ἔνιοι δὲ λέσχην , ἐν ᾗ ἀθροίζονται ἅλις
συκοφαντοῦντας εἰσήγγελλον , + + + ὡς μὲν Φιλόχορος χιλίων καθεζομένων , ὡς δὲ Δημήτριος ὁ Φαληρεὺς χιλίων πεντακοσίων .
6495725 ἀλθαινω
Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . . ἀλθαίνω : παρὰ τὸ ἄλθω ἀλθαίνω : ἢ παρὰ τὸ
βαρυτόνων συμφώνου ψιλοῦται , οἷον ἀλδαίνω , τὸ αὔξω , ἀλθαίνω , τὸ θεραπεύω , καὶ ἆλτο ἀντὶ τοῦ ἐπήδησε
6493749 κἀφ
ἣν οὐδ ' ἂν εἴποις οὐδὲ μετρήσειας ἂν ὅση πέφυκε κἀφ ' ὅσον διέρχεται . αὕτη τρέφει σὲ κἀμὲ καὶ
πρὸς αἰτιατικήν . σημείωσαι τὸ ἀνέχομαι καὶ μετὰ αἰτιατικῆς . κἀφ ' ἡμῖν ] χάριν ἡμῶν , ἕνεκεν ἡμῶν ,
6490317 ἐσῳζον
ὑμῶν οἱ λαχόντες , ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὰ δίκαια ποιοῦντες ἔσῳζον , καὶ τοὺς ὑπὸ τούτου συκοφαντουμένους ἀπεψηφίζοντο , καὶ
' ἔγωγε δίκαια πέπονθα . τί γὰρ τούτους νηπίους ὄντας ἔσῳζον , οὓς ἔδει καὶ ηὐξημένους ἀναιρεῖν ; „ οὕτως
6487623 ἁρμια
γίνεται ἁρμαλιά : παρὰ γὰρ ἁρμός , καὶ ὡς καθαίρω ἁρμιά , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς γίνεται ἁρμαλιά .
ἁρμός , ὡς καθαίρω καθαρμός . παρὰ οὖν τὸ ἁρμὸς ἁρμιά , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ἁρμαλιά . .
6471909 πολιορκησαι
περιτειχίσαι , μαθόντας δὲ ὕστερον ἀποστῆναι αὐτῶν ἀποστεῖλαι στρατὸν καὶ πολιορκῆσαι καὶ ἀποτειχίσαι αὖθις , ὡς τὸ πρότερον . τηρεῖν
στενῶν καὶ ἀποκρήμνων ὁδῶν ἐπορεύθησαν , βουλόμενοι Λᾶον πόλιν εὐδαίμονα πολιορκῆσαι . ἐπειδὴ δὲ παρεγενήθησαν εἴς τι πεδίον κύκλῳ λόφοις
6471031 κατερριμμενον
ἐπὶ τειχομαχίᾳ γεγενημένην ποτέ , καὶ μάλιστα δὴ περὶ τὸ κατερριμμένον τοῦ τείχους . μεθυσθέντες γὰρ τῷ πολέμῳ καὶ ὅλους
δὲ ἐντὸς τοῦ ἄστεος ὁρῶντες τό τε πολὺ τοῦ τείχους κατερριμμένον καὶ τὸν βασιλέα ὅσον οὐκ ἤδη προσβαλοῦντα αὐτοῖς ἰσχυρῶς
6470495 κωλυσειν
ὃ δὲ Ῥωμαίους οἱ μόνους αὐξομένῳ μάλιστα ἐμποδὼν ἔσεσθαι καὶ κωλύσειν ἐς τὴν Εὐρώπην περαιούμενον . οὐδενὸς δέ πω φανεροῦ
προενστατέον καὶ προαγορευτέον : οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα τὸν πυνθανόμενον κωλύσειν Εἰ προαισθάνηται , φησίν , ὁ ἐρωτῶν ὅτι μεταφέρεις
6469995 Καρις
. Σαρπίς : ὁ σάρπος . Ῥιπίς : ῥιπίδιον . Καρίς : ἢ καριδάριον . Ψάρ : ὄνομα ἔθνους .
τερπνός . Καρκίνος . παρὰ τὸ κάρη κινεῖν συνεχῶς . Καρίς . παρὰ τὸ σκαίρειν , σκαρίς τις οὖσα .
6459446 ἀπολογισμος
. : ἔλεγον ἐξ ἀνάγκης ἀκολουθεῖν , ἵν ' εὐπρεπὴς ἀπολογισμὸς αὐτοῖς ᾖ : οὐχ ἧσσον δὲ βουλόμενοι ἤπερ ἐξ
βʹ περὶ Ἰνδικῆς . Ἑδωλιάσαι : Λυκοῦργος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ ἀπολογισμὸς ὧν πεπολίτευται ἐπὶ τοῦ συγκαθίσαι . καὶ ἑδώλια αἱ
6454627 ᾠεσθε
κινδυνεύματα καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς πλεονεξίας ταύτης ἀγῶνας τοῖς ἡμετέροις ᾤεσθε δεῖν καταχρῆσθαι σώμασιν . ὅσας μὲν οὖν πόλεις κατὰ
πομπεῖα ἐλέγετο πομπεία : φανερὰ ὕβρις μεταφορικῶς ὑπερημέρους : ἐκπροθέσμους ᾤεσθε χρῆναι : ἐνομίσατε δεῖν καὶ τὰ δίκῃ καὶ ψήφῳ
6454554 ἐληλυθαμεν
ἦν δ ' ἐγώ : ἀλλ ' ὅμως ἐπείπερ ἐνταῦθα ἐληλύθαμεν , ὅσον οἷόν τε σαφέστατα κατιδεῖν ὅτι ταῦτα οὕτως
καὶ πεφυζότες . . . , : εἰλήλουθμεν [ ἤγουν ἐληλύθαμεν ] , ὃ κατὰ τὸν ῥηθέντα Ἡρακλείδην πεποίηται διαλέκτοις
6452500 πεττουσα
περὶ ἄρτου αὐτοῦ ὄντος οὑτωσὶ λέγει : ἐξεπήδης ' ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον . ΕΠΙΔΑΙΤΡΟΝ πλακουντῶδες μάζιον ἐπὶ τῷ δείπνῳ
εἰς εὐκαρπίαν ἄφθονον μὲν τροφὴν ἔχουσα ταύτης τε κατακρατοῦσα καὶ πέττουσα ῥᾳδίως . Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ λειμωνία δοκεῖ
6450185 Σολυμα
Σόλυμοι ἔθνος βαρβαρικόν . ἔστι δὲ καὶ κατὰ Πισιδίαν ὄρη Σόλυμα καλούμενα . σόλος Ἀπίων δίσκος σιδηροῦς , ὁτὲ δὲ
Ἱεροκολπίτης . Ἱεροσόλυμα , ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας , ἣ Σόλυμα ἐκαλεῖτο , ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν . ὁ πολίτης
6442580 ἐπικαθεζεσθαι
φόβον καὶ εἰς τοσοῦτον κατεφρόνησαν αὐτοῦ , ὥστε ἐπιβαίνειν καὶ ἐπικαθέζεσθαι τούτῳ . μὴ ἀξιοῦντες δὲ τοῦτον ἔχειν βασιλέα ἐκ
τὸ ἡγεμόνι ὑποτετάχθαι , ἀναιροῦσι δὲ διὰ τὸ τοῖς ἀψύχοις ἐπικαθέζεσθαι . ἐγκλείειν δὲ μελίσσας ἀγαθόν , καὶ ἀναιρεῖν ὁμοίως
6439853 ὑποφευγοντες
, ἵνα δῆθεν προαγάγοιεν τοὺς πολεμίους εἰς τὰς ἐνέδρας ὡς ὑποφεύγοντες . Πορευθέντες δὲ εἰς τόπον ὅπου ἦν αὐτοῖς ξενικὸν
. ἱμᾶν : ἀντλεῖν . Ἴμβριοι : οἱ τὰς δίκας ὑποφεύγοντες , ἐπεί τινες δίκην καλούμενοι ἐσκήπτοντο ἐν Ἴμβρῳ εἶναι
6430458 πανολεθριᾳ
φύλακες . Ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης . Ἐξώλεις : οἱ πανολεθρίᾳ φθειρόμενοι : προώλεις , οἱ πρὸ τῆς εἱμαρμένης ἀποθνήσκοντες
καὶ ἀνῃρέθη ὑπὸ Γέλωνος ἐξ ἐπιβουλῆς . Ἐξώλεις . Οἱ πανολεθρίᾳ φθειρόμενοι . Καὶ ἔχων Ἴσχανδρον τὸν Νεοπτολέμου δευτεραγωνιστήν .
6430433 τἀξευρηματα
καὶ ἡ φροντίς . Ξ τἀξευρήματα ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη .
] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . Ξ γνῶθι ] νόησον . γνῶθι
6417754 Ἀναλαβων
καταλήγει Ἱστορία . Ἱστορία δὲ ἡ ἐφεξῆς τάδε ἀφηγεῖται . Ἀναλαβὼν Κόττας τὰ Ῥωμαϊκὰ στρατεύματα κατὰ τῆς Ἡρακλείας ἐχώρει .
πλουτεῖν διαφέρει : καλὸς δὲ πεινῶν ἐστιν αἰσχρὸν θηρίον . Ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . Ὅτε τὰς μορίας ἔτρωγεν
6414819 κατωρθωται
τινα πηγῆς ἐραστὴν ᾀδέτω σμικρολόγος ἀνήρ : ᾧ γὰρ μεγάλα κατώρθωται , τοῦ - τον ὁ τὰ βραχέα φέρων εἰς
τὰς συναιρουμένας . Σημειοῦται τὸ ποσί , ἄλλῳ δὲ κανόνι κατώρθωται : πᾶσα γὰρ δοτικὴ ἑνικῶν εἰς δι λήγουσα τροπῇ
6406701 ἐξεκαιεν
καὶ ἠχῇ πάντα ἐκεῖνα ἐπέφλεγεν , ἤτοι τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ ἢ πάντα τὰ ἐκεῖσε περίχωρα
, ἐν βοῇ , ἐν ἤχῳ . ἐν ἤχῳ . ἐξέκαιεν , ἀνήγειρεν . ἐτάρασσεν . παραυτίκα . ἠχητικῆς .
6405259 συγκρουσεσιν
δαμασθεὶς ] καταβληθείς . ναίοισιν ] ναυτικαῖς . ἐμβολαῖς ] συγκρούσεσιν . στροφὴ ἑτέρα κώλων δʹ . ἴυζ ' ]
. ταῖς διὰ νηῶν προσβολαῖς . συνελεύσεσι . συγκρούσεσι . συγκρούσεσιν . πλήθους ] τοῦ . ἀληθῶς . γίνωσκε .
6394125 θρασυτατα
θαρρεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα τολμηρῶς τολμηρότατα , θρασέως θρασύτατα , φιλοκινδύνως , ῥιψοκινδύνως , παρακεκινδυνευμένως , παρακινδυνευτικῶς ,
τῶν τε δημάρχων Μᾶρκον Καίλιον πριάμενος ἐς τὴν πόλιν κατῄει θρασύτατα . καὶ αὐτὸν ὁ Καίλιος εὐθὺς ἐσιόντα εἷλκεν ἐς
6384210 ἀνετρεψαν
δὲ ὡς ἤκουσαν , ἐπὶ θάτερα τοῦ πλοίου ἑαυτὰς συνώσασαι ἀνέτρεψαν αὐτό . καὶ οἱ μὲν κακοῦργοι παραχρῆμα διεφθάρησαν ,
, κατέσεισάν τι τοῦ τείχους , κατέρρηξαν , καθείλκυσαν , ἀνέτρεψαν , κατέσυραν τὰς ἐπάλξεις , καθεῖλον , κατήνεγκαν ,
6380532 Γερμανικον
τοῦ θεοῦ τὸν νικητὴν ἢ τὸν θριαμβευτὴν ἀνακαλεῖται ἢ τὸν Γερμανικὸν ἢ τὸν Σκυθικόν , ἀλλὰ τὸν φιλάνθρωπον καὶ τὸν
πεποίηται τὸ ζεῦγμα ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων νυνὶ τῶν στρατηγούντων τὸν Γερμανικὸν πόλεμον . πέραν δὲ ᾤκουν Οὔβιοι κατὰ τοῦτον τὸν
6377705 Οὐριατθον
αὐτούς , ὅτι τοὺς δράσαντας οὐχ εὕρισκον , ὑπερήλγυνεν . Οὐρίατθον μὲν δὴ λαμπρότατα κοσμήσαντες ἐπὶ ὑψηλοτάτης πυρᾶς ἔκαιον ἱερεῖά
δώροις τε μεγάλοις καὶ ὑποσχέσεσι πολλαῖς ὑπέστησαν αὐτῷ κτενεῖν τὸν Οὐρίατθον . καὶ ἔκτειναν ὧδε : ὀλιγοϋπνότατος ἦν διὰ φροντίδα
6376931 γυον
τῆς χειρὸς , παρὰ τὸ γύω , ἀφ ' οὗ γύον καὶ γύϊον . τὸ δὲ γύω , παράγωγον τοῦ
, ἀφ ' οὗ γῆ , ἡ πάντα λαμβάνουσα . γύον οὖν καὶ πλεονασμῷ τοῦ αλ γύαλον . . .
6372155 Πετρα
καὶ μνῆμα τῷ Πύρρωνι οὐ πόρρω τοῦ Ἠλείων ἄστεως : Πέτρα μὲν τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα , λέγεται δὲ ὡς
γʹ καὶ ιεʹ : Τῆς δὲ Πετραίας Ἀραβίας ἡ μὲν Πέτρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ , καὶ διέστηκεν
6370525 βεβουλευνται
δεήσει , ἐν ᾗ ἄμεινον ἂν ἴσως βουλεύσαιντο ἢ νῦν βεβούλευνται , παραδόντες ἑαυτοὺς ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὥσθ ' ὁπόσοις ἂν
γὰρ ἐν καλῷ φρονεῖν . Ἦ ταῦτα δή με καὶ βεβούλευνται ποεῖν ; Μάλισθ ' : ὅταν περ οἴκαδ '
6368253 ἀπωθειν
τοὺς ῥήτορας . ἀπὸ κοινοῦ ἐκληπτέον τὸ δεῖν βοηθεῖν καὶ ἀπωθεῖν ἐκεῖ τὸν πόλεμον . εὔθυναι ] αἱ βάσανοι .
τὸ περιττὸν ἀναπέμπειν , τὸν δὲ εἰς τὸν ἔξωθεν ἀέρα ἀπωθεῖν . Ἐπίκουρος τὰ πάθη καὶ τὰς αἰσθήσεις ἐν τοῖς
6363789 Σαλα
Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν ἐτῶν ρλʹ , τούτου δὲ υἱὸς Ἕβερ
ὢν ἐτῶν ρʹ ἐτέκνωσεν τὸν Ἀρφαξάθ , Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν
6363533 ἐφθασας
γὰρ ὁ γύψ . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . τόσον ἔφθασας : τοσοῦτον προέφθασας , φησί , μεταπεμψαμένη με πρινὴ
: οὐ γὰρ δὴ φρονιμώτερος γέγονας οὐδὲ μικρὸν , ὅτι ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ
6362163 ἀπαρασκευοις
. προσπεσόντες δὲ συντεταγμένοι μὲν ἀσυντάκτοις , ἕτοιμοι δ ' ἀπαρασκεύοις , τῆς τε παρεμβολῆς ἐκράτησαν καὶ τῶν στρατιωτῶν πολλοὺς
πολεμεῖν . δεδογμένον δὲ αὐτοῖς εὐθὺς μὲν ἀδύνατα ἦν ἐπιχειρεῖν ἀπαρασκεύοις οὖσιν , ἐκπορίζεσθαι δὲ ἐδόκει ἑκάστοις ἃ πρόσφορα ἦν
6361396 μαχομενως
ἐπανορθοῖ , ἀλλ ' ἐλέγχει μόνον , ὅτι ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται , ὅπερ ποιεῖν πειρᾶται ὁ Ἵππαρχος ἔν τε
θέλωσιν ᾄδοντας δεῖξαι , ὅτε καὶ οἱ προηγουμένως φιλοσοφοῦντες πολλὰ μαχομένως λέγουσιν . τῶν δὲ γραμματικῆς κατηγόρων ὁ μὲν Πύρρων
6360892 φειδομενων
, ἣν δίδωσιν ὁ τῆς ἀρετῆς σκοπός , μήτε σωμάτων φειδομένων ἡμῶν μήτε χρημάτων , ἀλλ ' ἑκόντων αὐτοῖς ὑποταττο
, παστάδα λυμαινομένων , παρθένους βιαζομένων , παίδων ὥρας οὐ φειδομένων . οὐκ ἀπώκνησα τοίνυν γυνὴ δόξαι τοῖς ἐναντίοις ,
6356087 τραγικωτερα
! ! ! ! ! ! πεφρικότα ] ? ? τραγικώτερα ? ? ? δάκρυα λείβειν ? ? . [
. . . . ταῦτα μέντοι καὶ πολλὰ τούτων ἕτερα τραγικώτερα τοῖς Ἐμπεδοκλέους ἐοικότα τεράσμασιν ὧν καταγελῶσιν εἱλίποδ ' ἀκριτόχειρα
6355680 καταξιως
προσαγόντων δὲ τὰ θύματα πολύ τι πλῆθος ἀλλὰ φόβῳ καὶ καταξίως μεγάλης θειότητος ἅπαντ ' ἐπιτελεῖται . Μεγάλην δὲ ἔκπληξιν
εὖ κυρεῖ . Ἥκιστ ' : ἐπείπερ οὔτ ' ἐμοῦ καταξίως πράξειας οὔτε τοῦ πορεύσαντος ξένου . Ἀλλ ' εἴσιθ
6351018 Λαιτον
φυλάσσοντα . ἀνοίξας δὲ ἐκεῖνος καὶ θεασάμενος στρατιώτας ἐφεστῶτας καὶ Λαῖτον , ὃν ᾔδει ἔπαρχον ὄντα , ἐκπλαγεὶς καὶ ταραχθεὶς
μὲν ἄλλους πάντας στρατηγοὺς αὑτοῦ μεγάλως ἠμείψατο , τὸν δὲ Λαῖτον μόνον , ὡς εἰκός , μνησικακήσας διεχρήσατο . ἀλλὰ
6350582 ἐφημεναι
ἤτοι τῷ φάρυγγι . ἢ τοῦ ἥπατος ἢ τοῦ στομάχου ἐφήμεναι ] καθήμεναι ἔνθα ] ὅπου αἰέν ] ἀεί ἀθροιζόμενον
γυναικὸς ἔῃ γενέθλη , τοῖσιν δὲ συνείη Ἀφρογενής , τεγέεσσιν ἐφήμεναι αἴσχεα δρῶσιν . ὁππότε δ ' ὡρονομῇ Στίλβων ζῶον
6348535 Παραγγελλει
δεξιά , παραγγέλλει : ! Ἐὰν δὲ ἀριστερά : ! Παραγγέλλει : ! Καὶ κινεῖ . Παραγγέλλει : ! Καὶ
τοῖς δεομένοις , ὡς εἰσὶν ἐν τῇ παρατάξει αὐτῶν . Παραγγέλλει ὁ μανδάτωρ : ! ! ! ! ! !
6347806 ἀποφευγουσι
μὲν δὴ συγκατακαίονται τοῖσι μάντισι βόες , πολλοὶ δὲ περικεκαυμένοι ἀποφεύγουσι , ἐπεὰν αὐτῶν ὁ ῥυμὸς κατακαυθῇ . Κατακαίουσι δὲ
εὐπρεπέστερον κτῶνται τἀγαθὰ τῶν φίλων συμποριζόντων αὐτοῖς ; τίνες δὲ ἀποφεύγουσι τὰ κατὰ ῥᾷον ἢ οἷς ἂν φίλοι συμμαχῶσι ;
6347040 ῥωσω
ὑγιαίνω , τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , οὗ ὁ μέλλων ῥώσω ῥωστός καὶ ἄρρωστος , . , . Ἀρσίνοος :
ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων ῥώσω καὶ ὄνομα ῥῶσις . παρὰ τὸ ῥῶ καὶ τὸ
6343879 ἀπεχωρουν
ὄντα ἤδη Ἀλέξανδρον κατὰ σπουδὴν μέν , ξυντεταγμένοι δὲ ὅμως ἀπεχώρουν ἀπὸ τῆς ὄχθης : καὶ Ἀλέξανδρος ξὺν μόνῃ τῇ
δείσας ὁ βασιλεὺς προήγαγε τὸ πεζόν . οἳ δ ' ἀπεχώρουν . καὶ τέλος ἦν τοῦτο τῇ πρώτῃ Πομπηίου καὶ
6339621 κολαζοντων
ἀλλὰ δίκαιον εἶναι . ἔπειτα δέονται πολλῶν τῶν ἀπειλούντων καὶ κολαζόντων , ὡς οὐ δυνάμενοι αὐτοὶ ἀπέχεσθαι τῶν ἀδικημάτων ,
στρατιωτῶν , ἀεὶ τῶν ἐπιβουλευόντων τὰ στρατεύματα θεραπευόντων , οὐ κολαζόντων . ἐπεὶ δὲ οὐκ ὤκνησεν οὐδὲ τὴν ἄλλην Ἀντωνίου
6338400 ἡμιθνητες
τῶν ἄλλων . . κύρισσον ] προσέκρουον : πεσόντες γὰρ ἡμιθνῆτες ποσί τε καὶ κεφαλῇ ἐστροβοῦντο . εἴρηται δὲ τὸ
μένοντες , οἱ δὲ ἐκθέοντες ἐγκαταλαμβανόμενοι , οἱ δὲ ἀπολειφθέντες ἡμιθνῆτες , οὐκ ἔχοντες ἐξαναδῦναι οὐδὲ αὑτοὺς ῥύσασθαι , κακῶν
6338059 Πομπισκος
φανεροῖς παραγγέλμασι καὶ κηρύγμασι χρῆσθαι τοὺς στρατιώτας εἰς τοὐναντίον . Πομπίσκος περιστρατοπεδεύων πόλιν ἐπὶ μὲν τὴν πολλὴν τῆς χώρας ἐξιέναι
, προελθόντες πολλὰ ἐκ τοῦ στρατοπέδου διήρπαζον . ὁ δὲ Πομπίσκος ἀναστρέψας , ἐπιθέμενος , καταλαβὼν ἐκράτησεν αὐτῶν τε καὶ
6337765 ΕΙτα
κἀγὼ ποιεῖν ἔμελλον καὶ εὐτρεπίσθην , καὶ ὅσα τοιαῦτα . ΕΙτα ὁ ἐπίλογος , μὴ λῦσαι τὸν νόμον , μὴ
σαφῶς δεικνύντος τοῦ προσώπου τὸν κωμῳδούμενον καὶ οὐχ ἕτερον . ΕΙτα θήσεις ἀντίθεσιν μεταληπτικὴν τὸ , σωφρονίζων αὐτοὺς τότε πεποίηκα
6336537 ὑπερτιθεσθαι
ἐριώλην ] τὴν τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφήν . διατρίβειν ] τὸ ὑπερτίθεσθαι καὶ μέλλειν † αὐτούς † . Γ πολλῶν γὰρ
ἐλπίσι διακρατεῖν τοὺς ἐραστάς . [ πρὸς ὑμᾶς δὲ οὐδὲ ὑπερτίθεσθαι ἔξεστιν , ὥστε φόβον εἶναι κόρου . ] λοιπὸν
6334035 διαβαινοντα
ἁπλοῦν , καὶ ἰδιωτικόν , καὶ δημοτικόν , ἢ ποταμὸν διαβαίνοντα ἀνακαλούμενον , ἢ Ἀλκιβιάδου ἔρωτα ἀναβαλλόμενον , ἢ ἀπολογεῖσθαι
ἀγῶνι , καὶ ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ κοπωθέντα μείζονος ἐρρυηκότος ἀπείρως διαβαίνοντα , καὶ ὑπό τε Ἀστεροπαίου τοῦ Παίονος [ ἑώρα
6332013 φυσωντος
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ
6331744 ἀντροπαιᾳ
κατ ' ἀλλήλων ἄμφω τὼ ἀδελφὼ ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα
. Ξ ἀντροπαίᾳ ] ἀλλοιώσει . ἀντροπαίᾳ ] ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ , ἀνατροπῇ .
6322183 ρξεʹ
καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ
αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ
6321705 Καππαδοκικου
τε καλούμενα Μοσχικὰ , διατείνοντα παρὰ τὸ ὑπερκείμενον μέρος τοῦ Καππαδοκικοῦ Πόντου , καὶ ὁ Παρυάρδης , οὗ τὰ πέρατα
ἁλμυρὸν ὕδωρ πρὸς ἀντιπάθειαν αὐτῆς . ἅλμην δὲ κελεύει πιεῖν Καππαδοκικοῦ ἁλός ναιομένην δέ , ἤτοι πατουμένην , ὁδευομένην ἢ
6320889 Μασσανασσου
ἔτι τῶν πλεόνων τῆς πατρῴας ἀρχῆς ἐπικρατῶν . πόλεις τε Μασσανάσσου τὰς μὲν ὑπήγετο , τὰς δ ' ἐβιάζετο .
Πτολεμαῖος δ ' ὁ βασιλεὺς ἐν ὀγδόῳ Ὑπομνημάτων , περὶ Μασσανάσσου τὸν λόγον ποιούμενος , τοῦ Λιβύων βασιλέως , φησὶ
6318256 Καταναιων
, καὶ ἐσελθόντες ἠγόραζον ἐς τὴν πόλιν . τῶν δὲ Καταναίων οἱ μὲν τὰ τῶν Συρακοσίων φρονοῦντες , ὡς εἶδον
ἡ μὲν ἔρημος ἐς ἅπαν , ἡ δὲ κώμη τε Καταναίων ἡ Γερεᾶτις καὶ ἱερόν σφισιν Ὑβλαίας ἐστὶ θεοῦ ,
6316494 χερνιβες
καιρὸς ἀντιλάζυται ; ἔκπεμπε παῖδα δωμάτων πατρὸς μέτα : ὡς χέρνιβες πάρεισιν ηὐτρεπισμέναι προχύται τε , βάλλειν πῦρ καθάρσιον χεροῖν
τὸν νόμον ἀνάγκη τὸν προκείμενον σέβειν . οὔκουν ἐν ἔργωι χέρνιβες ξίφος τε σόν ; ἁγνοῖς καθαρμοῖς πρῶτά νιν νίψαι
6315123 Μαχουμουτεα
γέγονε δῆλον . βασιλεὺς γὰρ παραγενόμενος ἐν Ἄργει αὐτίκα κελεύει Μαχουμούτεα στρατιὰν ἱκανὴν ἀναλαβόντα νυκτὸς ἀπελθεῖν ἐς Σπάρτην καὶ κατακλεῖσαι
ὅλων πραγμάτων ἐπιμέλειαν τὸν ἐπὶ τῇ ἑτέρᾳ θυγατρὶ αὐτοῦ κηδεστὴν Μαχουμούτεα , ἄνδρα τὰ πρῶτα μὲν φέροντα τοῦ γένους Ῥωμαίων
6311058 ἀνειργειν
γὰρ κρατῆι τὸ περιέχον συνθλῖβον καὶ μηκέτι θύραθεν εἰσιὸν δυνήται ἀνείργειν , μὴ δυναμένου ἀναπνεῖν , τότε συμβαίνειν τὸν θάνατον
τοῖς στρατιώταις φασὶν ἐμπεσεῖν ὥστ ' ἔργον εἶναι τοῖς ἡγεμόσιν ἀνείργειν τοὺς στρατιώτας ὠθουμένους εἰς τὸ πρόσθεν . ἐπεὶ μέντοι
6310516 ἐκκοβαλικευεται
μάσθλης . Εἶδες οἷ ' ὑπέρχεται : ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται . Ὦ πόλις καὶ δῆμ ' , ὑφ '
ἐπιχειρεῖ ἀπατᾶν . κόβαλα γὰρ καλοῦσι τὰ πανουργήματα . ΓΘ ἐκκοβαλικεύεται : λῃστεύει : κόβαλοι γὰρ οἱ μετὰ ξύλου λῃσταί
6307223 διηρπασε
οὖν Εὔμαχος μίαν μὲν τούτων τῶν πόλεων ἑλὼν κατὰ κράτος διήρπασε , τὰς δὲ δύο προσηγάγετο . πυνθανόμενος δὲ τοὺς
πόλιν παρεισέπεσεν ἐντὸς τῶν τειχῶν , καὶ τὰς μὲν κτήσεις διήρπασε , τῶν δ ' ἀνδρῶν φεισάμενος ἀπέδωκε τοῖς Μηθυμναίοις
6306978 περιεβαλλον
ἄγειν παρήγγελλον : τοὺς δ ' ἀπειθοῦντας ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις περιέβαλλον . εἰ δέ τις τῶν ἐκ τῆς ἑταιρίας αὐτῶν
, τῆς ἁρμονίας τῇ ᾠδῇ . καὶ γὰρ μετατραπέντες ἀλλήλους περιέβαλλον , ἠσπάζοντο δακρύοις . [ . . , .
6306810 ἀκαμπεσι
χαρά : τοῦ δ ' ἀσκητοῦ καὶ πόνοις ἀτρύτοις καὶ ἀκαμπέσι περιποιησαμένου τὸ καλὸν ὁ στέφανός ἐστιν ὅρασις θεοῦ .
Οἰδίποδος καὶ μὴ δυναμένους διὰ τὴν πήρωσιν κατάγειν δάκρυα . ἀκαμπέσι καὶ ἀσυμπαθέσιν ὀφθαλμοῖς προσιζάνει καὶ προσκάθηται καὶ ἐφορᾷ ἡμᾶς
6304697 Παυσωνα
στίχος : οὐ γὰρ ἀκολούθως καλεῖ ἐν Ἀθήναις οὖσα . Παύσωνα : τὸν σύντροφον καὶ διαιτητήν . Παύσων δὲ ἐπὶ
δὲ ἐπὶ πενίᾳ κωμῳδεῖται ζωγράφος ὤν . μετακαλοῦ σύντροφον τὸν Παύσωνα κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ πενίᾳ ὁ Παύσων ζωγράφος ὤν .
6304603 θωρακεια
πύλας πυργωμάτων ὁρμᾶσθε πάντες , σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ , πληροῦτε θωρακεῖα , κἀπὶ σέλμασιν πύργων στάθητε , καὶ πυλῶν ἐπ
γεμίζετε . πληροῦτε ] γεμίζετε ἑαυτῶν τὰς ἐπάλξεις . θ θωρακεῖα ] τὰς ἐπάλξεις τῶν τειχῶν . θωρακεῖα ] τὰ
6304470 Διωλυγιον
καλόν : ὅτι χρὴ περὶ τῶν καλῶν πολλάκις λέγειν . Διωλύγιον κακόν : ἐπὶ τῶν μέγα τι καὶ δεινὸν ὑφισταμένων
κύριον , ναύαρχος Ἀθηναίων . Διόφαντος : ὄνομα κύριον . Διωλύγιον : Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ” πράγματα διωλύγια
6301357 ἀποπειρασαι
αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος , ἀναγκασθέντα καὶ τῶν ἀεὶ Ῥωμαίοις ἐχθίστων ἀποπειρᾶσαι : δηλώσειν τ ' αὐτὸν αὐτίκα , ὅτε μάθοι
τηνικαῦτα Ὀρέστην ἔγραψα καὶ Ὕλλον [ καὶ ] Ὀρέστου βασιλεύοντος ἀποπειρᾶσαι καθόδου τῆς ἐς Πελοπόννησον . φαίνοιτο δ ' ἂν
6301225 ἐξαλισας
. . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ
ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον
6299623 συναθροιζομενοι
. Ἀγρόμενοι : ἀγειρόμενοι , κατὰ συγκοπὴν , συναθροισθέντες , συναθροιζόμενοι . Πολλοὶ δ ' ἀγρόμενοι : ὅτι τῷ ἔαρι
, ὕστερον , μετὰ ταῦτα . ἀγειρόμενοι : ἀνορθούμενοι , συναθροιζόμενοι , ἀγείροντες . Βαιόν : ὀλίγον , μικρὸν ,
6299535 ἐπικαμψαι
οὐκ ἐκτανύουϲιν τὴν ἰγνύαν οὔτε τὸ γόνυ , οὔτε δὲ ἐπικάμψαι δύνανται , πρὶν ἢ τὸν βουβῶνα ἐπικάμψωϲιν : καὶ
καὶ τοὺς σὺν Νεάρχῳ ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς πλέοντας , πρὶν ἐπικάμψαι ἐς τὸν κόλπον τὸν Περσικόν , οὐ πόρρω ἀνατείνουσαν
6297917 λειουσιν
ὀνυχοποιήσαντες μίγμα , καὶ λοιπὸν βάλλοντες , τὸν μὲν μόλυβδον λειοῦσιν καὶ τὸν κασσίτερον ὁμοίως λειοῦσιν , καὶ μίσγουσιν καὶ
βάλλοντες , τὸν μὲν μόλυβδον λειοῦσιν καὶ τὸν κασσίτερον ὁμοίως λειοῦσιν , καὶ μίσγουσιν καὶ πλύνουσιν , καθὼς λειοῦται ἔμπροσθεν

Back