ἐπανορθοῖ , ἀλλ ' ἐλέγχει μόνον , ὅτι ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται , ὅπερ ποιεῖν πειρᾶται ὁ Ἵππαρχος ἔν τε
θέλωσιν ᾄδοντας δεῖξαι , ὅτε καὶ οἱ προηγουμένως φιλοσοφοῦντες πολλὰ μαχομένως λέγουσιν . τῶν δὲ γραμματικῆς κατηγόρων ὁ μὲν Πύρρων
7828185 διηγοιμην
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ '
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον
7735251 ἀναγαργαριζεσθω
. θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω . [ στʹ . Πρὸς αἱμοῤῥαγίαν ἐκ τοῦ στόματος
πότιζε ἢ ὄξος μετὰ θύμου δριμύ : μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργαριζέσθω θερμῷ ὕδατι . Κεφ . ιγʹ . [ Πρὸς
7727997 Ζαυηκες
οἰκοῦντες Ζαριασπηνοί ἐγχωρίως . ἀπὸ δὲ τοῦ Ζαριάσπη Ζαριασπεύς . Ζαύηκες , ἔθνος Λιβύης , Ἡρόδοτος δʹ . ” Ζαύηκες
Περιηγήσει Ἀσίας : ἐξ αὐτῆς σιτοφάγοι καὶ ἀροτῆρες . . Ζαύηκες : ἔθνος Λιβύης . Ἡρόδοτος δ . Ζαύηκες ἔθνος
7716339 ἀμειβῃ
εὖ παθὼν οὐ τοῖς ὁμοίοις ἡμᾶς , ὥσπερ δίκαιον , ἀμείβῃ , ἀλλ ' εἰ μηδὲ σὺ σεαυτοῦ πρός με
' ἑκάστην γε κατηγορίαν εὖ παθὼν οὐ τοῖς ὁμοίοις ἡμᾶς ἀμείβῃ , ἀλλ ' εἰ μηδὲ σὺ σεαυτοῦ πρός με
7702148 φιλοπονει
ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ . χρῶ τοῖϲ ὀπωδεϲτάτοιϲ καὶ δριμέϲιν καὶ φιλοπόνει καὶ ϲυνουϲίαζε . εἰϲὶ δὲ ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ ἡμέραι
δεϲπότου ἄκρατον | ἀποδίδωϲι | τὴν χάριν διπλῆν . = φιλοπόνει = ὅταν ποιῶν πονηρὰ | χρηϲτά τιϲ λαλῆι καὶ
7699404 Χυτραν
τοῖς νεκροῖς ἐπιφερόμενα : ἐκόμιζον γὰρ εἰς τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι
κατεφίλουν ἐν Ὀλυμπίᾳ . Ὕπερον κοσμεῖς : ὅμοιον τῷ , Χύτραν ποικίλλεις . Ὑπέρου περιστροφή : ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ
7685657 Ἀνδανιος
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη :
7654830 τἀξευρηματα
καὶ ἡ φροντίς . Ξ τἀξευρήματα ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη .
] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . Ξ γνῶθι ] νόησον . γνῶθι
7653728 δορυπονα
ἐλθόντας . ἐπιμόλους ] τοὺς ἐπελθόντας ἐχθρούς : τούτους γὰρ δορύπονα κακὰ λέγει . θ ἐπιμόλους ] τοὺς κατὰ τῆς
πληρεῖτε . τελεῖθ ' ] εἰς τέλος ἄγετε . θΞ δορύπονα ] καὶ τὰ ἐκ τοῦ πολέμου . δορύπονα ]
7646030 τευχηστην
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . .
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην .
7644370 ὀλιγαρχεισθαι
καίπερ ἐπαναστάντων αὐτοῖς τοῖς ὀλιγαρχικοῖς τῶν δημοκρατούντων ὑπὲρ τοῦ μὴ ὀλιγαρχεῖσθαι ἀνεθήσεται : ἀφήσεται . τὰ πράγματα : ἡ ὀλιγαρχία
. πλὴν ὅσοις . . . : πλὴν ὅσοι ἐβούλοντο ὀλιγαρχεῖσθαι ἐκπληκτικός : ἤγουν ἔκπληξιν ποιῶν τοῖς ἀκούουσιν . ἐφεδρευόντων
7636139 Λαμπαιος
, πόλις Ἰωνίας . τὸ ἐθνικὸν Τραμπαῖος , ὡς Λάμπη Λαμπαῖος . Τραμπύα , πόλις τῆς Ἠπείρου πλησίον Βουνίμων .
Παραισοῦ καὶ Ῥιθύμνης . τὸ ἐθνικὸν Στηλαῖος , ὡς Λάμπη Λαμπαῖος . ἀλλὰ καὶ Στηλίτης , ὡς παρὰ τὸ ἀγαλμαϊστὸν
7636027 Ῥᾳθυμια
φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον
ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα
7633179 πτερωτοι
χρυσοῦν καὶ ἵππους ὑποπτέρους ἀντὶ τοῦ ταχυτάτους : οὐ γὰρ πτερωτοὶ ἦσαν : ἀκαμάτους ἤγουν οὐ κοπιῶντας . ἕλεν δέ
ἀεὶ τὰ πτερὰ ἐγηγερμένα ἐστὶ καὶ εὔλυτα , διὸ καὶ πτερωτοὶ λέγον - ται , οὐχ ὑπόπτεροι : ἐπὶ δὲ
7629396 Δαιτα
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν ,
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος :
7606910 ἀλλασσε
λειώσας ἐπίχριε πτερῷ ἢ βρέχων ῥάκει ἐπιτίθει , καὶ συνεχῶς ἄλλασσε . Τῶν ἑρπήτων οἱ μέν εἰσι φλυκταινώδεις καὶ ὑπέρυθροι
κατασκευαζομένων . τὰ μέντοι σκευάρια μετὰ πρώτην ἢ δευτέραν χρῆσιν ἄλλασσε . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ἐννεακαιδεκάτῃ
7604617 Τυφρηστος
πόλις θηλυκῶς ὡς Εὐφορίων βουκολέων Τρηχινῖδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς . . Τυφρηστὸς καὶ πόλις καὶ ὄρος Τραχῖνος ἀπὸ Τυμφρηστοῦ τινος βασιλέως
τῶν Μαγνήτων ἀπὸ πόλεως Εὐρυάμπου λεγομένης . * καὶ * Τυφρηστὸς ὄρος Μηλιέων * . . καὶ τὸν δυναστὴν :
7601377 κοπιασαι
ὁ Ἀλκιβιάδης . κοπεῖσαι : ἐπὶ τοῦ κακοπαθῆσαι καὶ οἱονεὶ κοπιᾶσαι εἴρηται ἐξάγγελτοι : ἤγουν δῆλοι . ʃ ἡ διάνοια
ὁδὸν πορευθῆναι ἐπ ' ἀγαθῷ . ἐν ἄλλοις δὲ πολλὰ κοπιᾶσαι καὶ ὀλίγα κτήσασθαι δηλοῖ . Ὀφθαλμοῦ ἀριστεροῦ τὸ ἄνω
7601019 Στυπτηριας
Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ , σμύρνης
δὲ καὶ τοῦτο ᾧ ἐχρήσατο Ἀρχιγένης πρὸς τοὺς αἱμοῤῥαγοῦντας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ αʹ , κόμμεως ὀβολὸν αʹ , τραγακάνθης
7598399 βραδυνε
οἴκους , ταῦτά μοι πρᾶξον , τέκνον , καὶ μὴ βράδυνε μηδ ' ἐπιμνησθῇς ἔτι Τροίας : ἅλις γάρ μοι
τὴν ἐπαγγελίαν γενόμενος καὶ ἀναρτήσας ἑαυτὸν τῆς ἀκροάσεως “ μὴ βράδυνε ” φησὶν “ ἀλλ ' ἤδη διηγοῦ . ”
7594860 ἐστυκως
ἀνδρῶν ὄφελος . οὐδὲν πρὸς ἔπος . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐδ ' ὑφ ' ἕνων Ἀττικοὶ ἀντὶ
' ἔπεισας μᾶλλον ἢ νυνδὴ λέγων . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐκ ἂν φθάνοιμι τὴν μάχαιραν παρακονῶν .
7582499 ἐξεβακχευθη
. θέλει δὲ εἰπεῖν : τὴν πρὸς σὲ διάθεσιν καταλιποῦσα ἐξεβακχεύθη : τὸ σὸν λιποῦσα : ἀντὶ τοῦ φίλτρον .
ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω
7576870 ἐπιβλεποντων
ἰδίοις ταπεινώμασι δεσμοὺς καὶ συνοχὰς παρέχουσιν , ἀγαθοποιῶν δὲ συμφώνως ἐπιβλεπόντων αὐτοὺς ἀποκαθίστανται τοῖς οἰκείοις τόποις . καὶ τὸν ὡροσκόπον
ἰδίοις ταπεινώμασιν δεσμοὺς καὶ συνοχὰς παρέχουσιν , ἀγαθοποιῶν δὲ συμφώνως ἐπιβλεπόντων αὐτοὺς ἀποκαθίστανται εἰς τοὺς οἰκείους τόπους . καὶ τὸν
7574170 δυστοκει
κακῶς πάσχει , ἐκ μεταφορᾶς τῶν δυστοκουσῶν γυναικῶν . ἢ δυστοκεῖ λέγει ἀντὶ τοῦ , κακὰ γεννήματα προάγει . Ἀλκιβιάδης
Ἀλκιβιάδου τίν ' ἔχετον γνώμην ἑκάτερος ; Ἡ πόλις γὰρ δυστοκεῖ . Ἔχει δὲ περὶ αὐτοῦ τίνα γνώμην ; Τίνα
7559502 ἐκκοβαλικευεται
μάσθλης . Εἶδες οἷ ' ὑπέρχεται : ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται . Ὦ πόλις καὶ δῆμ ' , ὑφ '
ἐπιχειρεῖ ἀπατᾶν . κόβαλα γὰρ καλοῦσι τὰ πανουργήματα . ΓΘ ἐκκοβαλικεύεται : λῃστεύει : κόβαλοι γὰρ οἱ μετὰ ξύλου λῃσταί
7545410 ἐξηγου
. σκῆψιν οὖν λέγει τὸ ὀμωμοκέναι αὐτῇ . τὸ δὲ ἐξηγοῦ θεούς ἀντὶ τοῦ : ὀνόμαζε τοὺς θεοὺς οὓς βούλει
πέρι , γένοιτο δ ' οὕτως . τἄλλα δ ' ἐξηγοῦ φίλοις , τοὺς μέν τι ποιεῖν , τοὺς δὲ
7544883 Ἀμαθια
βέλτιον αἱρεῖσθαι , μηδὲ σφαλέντας μεταμέλειαν ἔχειν τοῦ γνωσθέντος . Ἀμαθία γὰρ οὐκ ἐπαινεῖται , διότι καὶ σφάλλεται : εὐβουλία
ἂν λανθάνοι . Τί δὴ τοῦτο φράζεις τὰ νῦν ; Ἀμαθία τις μάλα χαλεπή , δοκοῦσα εἶναι μεγίστη φρόνησις .
7542930 Βοστρηνος
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
7540082 Πανακος
[ κδʹ . Πρὸς τὰς ἐκ τοκετοῦ χλωράς . ] Πάνακος ῥίζας τρίψας ἐν οἴνῳ γλυκεῖ δίδου πιεῖν νηστικῇ .
νίτρου λεάνας , δίδου πίνειν μεθ ' ὕδατος θαρρῶν . Πάνακος ῥίζης , κυμίνου , ἀνὰ δραχμὰς δύο , νίτρου
7537932 ἀποπλεειν
αὐτῶν , οἱ μὲν ὡς ἐς τὴν Πελοπόννησον χρεὸν εἴη ἀποπλέειν καὶ περὶ ἐκείνης κινδυνεύειν , μηδὲ πρὸ χώρης δοριαλώτου
, τότε λόγος τοὺς Ἕλληνας νικήσαντας τῇ ἐπὶ Θερμώδοντι μάχῃ ἀποπλέειν ἄγοντας τρισὶ πλοίοισι τῶν Ἀμαζόνων ὅσας ἐδυνέατο ζωγρῆσαι :
7536538 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
7533389 ψηφιζουσιν
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . Ἀβέβηλον καὶ βέβηλον [ ] [ ] διαφέρει
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . ἀβέβηλα καὶ βέβηλα διαφέρουσιν , ἄμφω ἐπ '
7524330 προαναιρει
ἢ κατὰ παρέμβασιν πρῶτον θεωρήσῃ τὸν κλῆρον τοῦ πατρός , προαναιρεῖ τὸν πατέρα , εἰ δὲ ὁμοίως τὸν κλῆρον τῆς
τοῦ θανάτου φόβῳ . ὁ γὰρ ἐν θαλάσσῃ θάνατος βραδὺς προαναιρεῖ πρὸ τοῦ παθεῖν : ὁ γὰρ ὀφθαλμὸς πελάγους γεμισθεὶς
7519848 Ἀσκαλαφον
τε Νεστορίδην Θρασυμήδεα ποιμένα λαῶν , ἠδ ' ἀμφ ' Ἀσκάλαφον καὶ Ἰάλμενον υἷας Ἄρηος ἀμφί τε Μηριόνην Ἀφαρῆά τε
διαφθεροῦσι . λέγει δὲ τοὺς περὶ Πάτροκλον καὶ Πηνέλεων καὶ Ἀσκάλαφον καὶ Ἀρκεσίλαον καὶ τοὺς παραπλησίους . πολλοὺς δὲ ἀριστεῖς
7518740 Ἡπατικον
πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ .
πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ .
7518648 Διωρης
θυμήρης φρενήρης τριήρης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ΩΡΗΣ : Διώρης Λυκώρης , ὅπερ Καλλίμαχος ὀξύνει . Τὰ εἰς ΤΗΣ
Εὐρύτου , Ἀκτορίωνε : τῶν δ ' Ἀμαρυγκεΐδης ἦρχε κρατερὸς Διώρης : τῶν δὲ τετάρτων ἦρχε Πολύξεινος θεοειδὴς υἱὸς Ἀγασθένεος
7517388 Σφυρον
. παρὰ τὸ ἀγχοῦ , καὶ τὸ πλησίον ἀλλήλων . Σφυρόν . παρὰ τὸ συνεσφίχθαι τὸ ἄρθρον τῇ συνθέσει καὶ
. Λελειμμένα : σμιμμένα . Ἀελλοπόδεσς ' : ταχυπόδεσιν . Σφυρόν : γουνόν . Κερόεσσα : εἰς εἶδος κέρατος .
7512564 παραθαρσυνων
ἡ δὲ Ἀθηνᾶ τῆς σωτηρίας αἰτία . ταῦτα δέ φησι παραθαρσύνων αὐτούς . Αἰσονίδη , τύνη δέ : ἐπειδή ,
Ὅτι ὁ Φίλιππος συννοήσας τὴν ἀθυμίαν τῶν στρατιωτῶν , τούτους παραθαρσύνων ἐδίδασκεν ὅτι τοῖς μὲν νικῶσιν οὐδὲν τούτων γίνεται ,
7511833 μαλθακιστε
αὐτὸς λέγει ὅτι : ἀπόλωλα ἤδη . οὐ μαλθακιστέον . μαλθακιστέ ' : πρὸς τὰ δήγματα τῶν κόρεων . δεῖ
περιφρονοῦντα καλύπτεσθαι κατακείμενον ἢ τοῖς ἱματίοις ἢ τοῖς νοημάσιν . μαλθακιστέ ' ] δεῖ μαλθακίζεσθαι , ἄξιον μαλθακίζεσθαι . μαλθακιστέα
7507401 περιμαδαρα
, ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς
οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί
7507106 χιονωδη
ἐν Σκυθίᾳ ἐστίν . σκόπελον ] κορυφήν . νιφόεντα ] χιονώδη . Μίμαντος ] ὄνομα ὄρους ⌈ τῆς Μυσίας .
Ἄτλαντος : ὄνομα ὄρους ἐν τῇ Λιβύῃ . νιφόεντα : χιονώδη , ψυχρόν . πάγον : ἀκρωτήριον , ὄρος ,
7506974 κηρυκευματων
κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα
κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] κηρυγμάτων . γνῶθι
7504142 εὐθυμιη
ἐνέπιπτον ἀθυμίαι καὶ ἀπαλλαγῆς βίου ἐπιθυμίη , ὁτὲ δὲ πάλιν εὐθυμίη . Ἡ δὲ Κόνωνος θεράπαινα , ἐκ κεφαλῆς ὀδύνης
ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη . πάγχυ δὲ τοῖϲι τοιουτέοιϲι ξυνομαρτέει δυϲελπιϲτίη : τίϲ
7503622 εὐκολωτατα
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' :
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν
7503542 Λιξον
, Λύγγα δ ' ὁ Ἀρτεμίδωρος προσηγόρευκε , Ἐρατοσθένης δὲ Λίξον : κεῖται δ ' ἀντίπορθμον τοῖς Γαδείροις ἐν διάρματι
ἔσται . Ὁ δὲ ἐπείσθη τε καὶ διὰ ταῦτα ἀφῆκε Λίξον . Μετὰ δὲ ταῦτα ἐπὶ δεῖπνον ἐκάλεσε , χαμαί
7502141 εἰσχυσις
νϚʹ γοʹʹ Ἄβου ποταμοῦ ἐκβολαί καʹ νϚʹ ∠ ʹʹ Μεταρὶς εἴσχυσις κʹ ∠ ʹʹ νεʹ γοʹʹ Γαριέννου ποταμοῦ ἐκβολαί κʹ
δεκτικὰ τῶν ὑγρῶν ἀγγεῖα , ἵνα οὕτως ἡ τῶν ὑγρῶν εἴσχυσις γένηται , οὕτω δεῖ πρῶτον ἡμᾶς τὰ κεφάλαια τὰ
7500657 διαχειριᾳ
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ]
7496117 ἀλαζονευματων
βοῦς . Καὶ τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας ; Τῶν ἀλαζονευμάτων . Καὶ ναὶ μὰ Δί ' ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου
βοῦς . καὶ τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας ; τῶν ἀλαζονευμάτων . καὶ ναὶ μὰ Δί ' ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου
7494780 καπηλευσειν
] νοθεύσειν , μολύνειν , νενοθευμένην δεῖξαι τὴν μάχην . καπηλεύσειν ] ἀναβαλέσθαι . καπηλεύσειν ] ἐκκλίνειν , οὐ καλῶς
ἐλθὼν ] παραγενόμενος . ἔοικεν ] φαίνεται . Ξ οὐ καπηλεύσειν ] οὐ κιβδηλεύσειν , ἤτοι οὐ ψεύσεσθαι . Ξ
7491950 Κατηγορει
ὅτι ἄγασαί τε αὐτοῦ καὶ ἐπιθυμεῖς φίλος αὐτοῦ εἶναι ; Κατηγόρει , ἔφη ὁ Κριτόβουλος : οὐδένα γὰρ οἶδα μισοῦντα
ἢ παραπρεσβεῦσαι ἢ ὅλως δημόσιόν τι καὶ κοινὸν διαχειρισάντων . Κατηγόρει δὲ ὁ βουλόμενος , καὶ τοῖς δικασταῖς ἐφεῖτο τιμᾶν
7481982 Γερασα
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως .
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . .
7481145 ὑθλοι
ἂν πράγματος μὴ τὸ δυνατὸν ἡγῆται , τό γε λοιπὸν ὕθλοι καὶ σκιαί . νὴ Δί ' αἰσχρὸν γὰρ φυγεῖν
: ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα πολὺν
7476158 Θαυμαστικον
Τῷ ναῷ . Θ . . . πῶς δοκεῖς : Θαυμαστικὸν , ἀντὶ τοῦ λίαν . . . τὸν Πλοῦτον
Ἀντὶ τοῦ ταχέως . . ὅσην ἔχεις τὴν δύναμιν : Θαυμαστικὸν τὸ ὅσος . . ὅσην : Θαυμαστικὸν , ἤγουν
7474070 ΑΥΤΕ
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα
7472001 Ἀλαβων
Συρίας . Χάραξ ὀγδόῃ χρονικῶν . τὸ ἐθνικὸν Ἀλαβούριος . Ἀλαβών , πόλις [ Σικελίας ] καὶ ποταμός , ὡς
ἐξ ἧς μέγας ποταμὸς εἰς τὴν πλησίον θάλατταν ἐξερεύγεται καλούμενος Ἀλαβών . κατὰ δὲ τὴν νῦν Ἀκραγαντίνην ἐν τῷ Καμικῷ
7470028 ρξεʹ
καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ
αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ
7469664 ἀπεπυδαρισα
] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι
ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην .
7465333 κυνοκραμβη
, φοινίκων ὁ καρπός , κοχλιῶν κεκαυμένων ἡ τέφρα , κυνοκράμβη πάνυ , βατραχίου ἡ ῥίζα καὶ ἡ σύμπασα πόα
, μελιτίτης , ῥύπος , κοχλιῶν κεκαυμένων ἡ τέφρα . κυνοκράμβη δὲ πάνυ θερμαίνει καὶ βατραχίου ἡ ῥίζα καὶ σύμπασα
7462503 ἀποσοβησεις
δ ' ἐστὶ θέρος : καὶ πολλὰ τῶν τοιούτων . ἀποσοβήσεις γὰρ πολλοὺς τῶν ὠνουμένων καὶ προσεστηκότων . τοῦτο δὲ
φιλορνιθίᾳ τότε ; οὐδὲ γὰρ τὰ πασῶν ἀηδόνων μέλη ξυμφέρων ἀποσοβήσεις αὐτοὺς ἐγκειμένους τε καὶ ἐρείδοντας , ἀλλ ' ἐπαντλεῖν
7458537 ἐφθασας
γὰρ ὁ γύψ . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . τόσον ἔφθασας : τοσοῦτον προέφθασας , φησί , μεταπεμψαμένη με πρινὴ
: οὐ γὰρ δὴ φρονιμώτερος γέγονας οὐδὲ μικρὸν , ὅτι ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ
7453872 ὑποφατιες
καὶ τῷ διαβαλλομένῳ καὶ τῷ πρὸς ὃν διαβάλλουσιν . διαβολιᾶν ὑποφάτιες : ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι , παρὰ τὸ φατίζειν καὶ
πάλιν κατ ' ἐκείνων πρὸς αὐτοὺς διεξέρχονται . Τὸ δὲ ὑποφάτιες ἀντὶ τοῦ ὑποβολεῖς διαβολιῶν . Ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι
7451110 προσωιδια
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
7450111 μανικους
αὐτούς . ὀφθαλμοὶ ἔνυγροι γοργὸν βλέποντες θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ
ἔρχονται . ὀφθαλμοὶ γοργὸν βλέποντες ἔνυγρον θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ
7449756 ἀλθω
καὶ ἀπαλθήσεσθον : σημαίνει δὲ τὸ ἰαθήσεσθον . τὸ δὲ ἀλθῶ παρὰ τὸ ἄλδω , ὃ σημαίνει τὸ αὐξάνω .
: τὸ ἐθνικὸν Ἀπτερεύς . . . ἀπαλθήσεσθον : ἀλθέω ἀλθῶ πρώτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , ὁ μέλλων ἀλθήσω ἀλθήσομαι
7445462 Ἐπαινει
: τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων αὐτοῖς τὸν θάνατον Σωκράτους . Ἐπαινεῖ δὲ ὁ φιλόσοφος τὸν Ἰσοκράτην οὐ κατὰ τὴν τῶν
λέξεων , ἀλλ ' οὖν ἐπρέσβευον αὐτῶν τὴν διάκρισιν . Ἐπαινεῖ Πλάτωνα διακρίναντα τῶν εἰδῶν τὰ μαθήματα , καθάπαξ δέ
7444069 Ἡρακλεεες
, Ἡρακλεέων Ἡρακλεῶν , Ἡρακλέεσι Ἡρακλῆσι , Ἡρακλέεας Ἡρακλέας , Ἡρακλέεες Ἡρακλέεις . Ἑνικά . Ἡρακλῆς , Ἡρακλέος Ἡρακλοῦς ,
' οὐ συναιρεῖται κατὰ τὴν τελευταίαν συλλαβήν , ἀπὸ τοῦ Ἡρακλέεες γὰρ γέγονε κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο εε τῶν πρώτων
7440657 ϲκληρουϲ
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι
7440519 ἡρμοττε
ἐπὶ τῇ γυναικὶ λαβεῖν τὴν χώραν ταύτην , τότε μὲν ἥρμοττε λέγειν καὶ ἐρρήθη ὡς ἐνεδέχετο ἀκριβέστατα , νυνὶ δὲ
τῆς ἐπιεικείας ἐμμένειν οὐ πέφυκεν . Ἡ ἀφωνία μὲν ἴσως ἥρμοττε τοῖς παροῦσι δυσκόλοις , καὶ καιρὸν ἴσως ἄδικον σιωπὴ
7435146 δυσφημως
τῇ ε . Λίνδιοι τὴν θυσίαν : παροιμία ἐπὶ τῶν δυσφήμως ἱερουργούντων . Ἀπὸ Ἡρακλέους ἐν Λίνδῳ βοῦν ἀποσπάσαντος γεωργοῦ
. ἀντ ' ἐκείνων , ἤγουν ἀνθ ' ὧν ἄλλων δυσφήμως εἴρηκας , τοῦτο μᾶλλον παρὰ σοῦ αἱροῦμαι . .
7433919 Φαιεν
δέ ; οὐ σοφὰ καὶ περὶ σοφῶν ἥκουσιν ἀκουσόμενοι ; Φαῖεν ἄν , ὥς μοι δοκοῦσιν . Ἀλλὰ μὴ τὸν
, ὅτι ταῦτα ἀγαθὰ μέν ἐστιν , ἀνιαρὰ δέ ; Φαῖεν ἄν ; Συνεδόκει . Πότερον οὖν κατὰ τόδε ἀγαθὰ
7432877 Ποτειδεατων
: ὀμόσαι γὰρ αὐτοῖς ὅρκους ἰδίᾳ τε , ὅτε μετὰ Ποτειδεατῶν τὸ πρῶτον ἀφίσταντο , καὶ ἄλλους ὕστερον . οὔκουν
οἱ Κορίνθιοι . αὐτοῖς : τοῖς ἐπὶ Θρᾴκης . μετὰ Ποτειδεατῶν : ἀφισταμένων . ἀφίσταντο : οἱ ἐπὶ τῆς Θρᾴκης
7431766 διαυθαιρετα
, ὡς εὐγένειαν . Ἔτι τῶν ἀγαθῶν τὰ μὲν εἶναι διαυθαίρετα μόνον , ὡς ἡδονὴν καὶ ἀοχλησίαν : τὰ δὲ
' αὑτὰ φευκτά , καὶ τὰ τῆς ψυχῆς ἀναγκαῖον μέρη διαυθαίρετα ὑπάρχειν , καὶ τὰς ἀρετὰς αὐτῶν καὶ τῆς ὅλης
7430639 ἀποτριτωσας
, ἀπυρέτους μετ ' οἴνου . ἄλλο . τρίφυλλον βοτάνην ἀποτριτώσας δίδου πιεῖν . [ Πρὸς ἰκτεριῶντας . ] Λοῦε
παλαιοῦ δὸς πιεῖν : ἢ βάτου καρπὸν σὺν τοῖς φύλλοις ἀποτριτώσας δὸς πιεῖν . ἄλλο . κύμινον Ἑλλαδικὸν καὶ κηκίδα
7426641 ἀντροπαιᾳ
κατ ' ἀλλήλων ἄμφω τὼ ἀδελφὼ ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα
. Ξ ἀντροπαίᾳ ] ἀλλοιώσει . ἀντροπαίᾳ ] ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ , ἀνατροπῇ .
7426155 ἀπαιολη
. ἡ βασίλεια , ἡ βασιλίς καὶ ἡ βασίλισσα . ἀπαιόλη ] σοφιστικὴ δύναμις καὶ παραλογιστική . τὸ “ ὥστε
] : ἰστέον δὲ ὅτι ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν
7425997 Πυκνον
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις :
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς :
7424050 μητριδιων
Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ
αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ
7423568 ἀποτροπιαζομεθα
πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς ὄνυξιν . οὐχ
ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . ἀποτροπιαστὴν δὲ τῶν ὀνείρων φασὶν εἶναι
7423391 ΤΟΙΣΙ
καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ
ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν ,
7423338 Αἰνειωο
οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως
. . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . .
7422200 ἠριστηκοτας
' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας πάσχειν , ἐάν τι καὶ παθεῖν ἡμᾶς δέῃ .
' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας πάσχειν , ἐάν τι καὶ παθεῖν ἡμᾶς δέῃ .
7421636 ΓΕΝΟΣ
' ὅμως τιμὴ ἀκολουθεῖ καὶ τούτοις . . ΤΡΙΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΕΝΟΣ . Τοῦτο τὸ γένος εἰκότως τρίτον , οὔτε νωθρὸν
τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν φησὶ
7415957 Δορυλαευς
Ἀρριανὸς ἐν Βιθυνιακοῖς . τὸ ἐθνικὸν Μαζαεὺς ὡς Μιδαεὺς καὶ Δορυλαεύς . . . , . , . Ἀρριανὸς δὲ
Φρυγίας , ὃ καὶ Δορύλαιον Δημοσθένης φησί . τὸ ἐθνικὸν Δορυλαεύς . Δουλίχιον , μία τῶν Ἐχινάδων νήσων , ἡ
7414790 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
7414391 ὑπουργησω
δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς
. . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη .
7413480 Ὡμολογησαμεν
; Φημί . Ἐναντίον δὲ ὂν κακῷ ἀγαθὸν εἶναι ; Ὡμολογήσαμεν γάρ . Ὁρᾷς οὖν , ἐπιχειρεῖς με ἐξαπατᾶν ,
αὐτό γε τὸ τοῦ σώματος ἄρχον ὡμολογήσαμεν ἄνθρωπον εἶναι ; Ὡμολογήσαμεν . Ἆρ ' οὖν σῶμα αὐτὸ αὑτοῦ ἄρχει ;
7413419 Σκοτουσσαιος
Ἀνητοῦσσα , πόλις Λιβύης . Ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος , ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ Πολυΐστωρ φησίν . Θύνη , πόλις
. Ἀνητοῦσσα , πόλις Λιβύης . ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ πολυΐστωρ φησίν . Ἀνθάνα , πόλις
7412696 λαιμαργων
: ἐπὶ τῶν εὐπλοούντων . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ ζῷον . Κενὰ κενοὶ βουλεύονται
. Κενοὶ κενὰ βουλεύονται . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ ζῶον . Κριὸς τὰ τροφεῖα
7412228 χειρωναξια
τὴν αἰτίαν τοῦ Διὸς εἰς τὴν τέχνην μετήγαγεν . : χειρωναξία : Ἡ διὰ χειρῶν ἐργασία . : οὐδὲν αἰτία
Προμηθέως , ὡς ἁπλῶς διὰ λόγου ἐστὶν εἰπεῖν . . χειρωναξία ] ἡ διὰ τῶν χειρῶν ἐργασία : καὶ χειρῶναξ
7410425 Τελληνος
Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ ποιητὴς ὢν
σοι γεγονέναι τὸν δασμόν . οὐδὲ γάρ , εἰ τὰ Τέλληνος ᾄδοι τις , οἷός τε ἔσται πρὸς αὑτόν σε
7408495 συναιρομαι
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι
7404428 καθιστων
δημαγωγούς , τοὺς νομομαθεῖς : ῥήτορας γὰρ νομομαθεῖς ταῖς Ἀθήναις καθίστων . . . ὡς ] ὅτι παραχρῆμ ' ]
οὐδ ' οὕτω γεραρόν : βασιλῆι δὲ ἀνδρὶ ἔοικεν . καθίστων δὲ καὶ πολλοὶ τοὺς καλλίστους βασιλέας , ὡς μέχρι
7401560 ἀπομεμερισμενον
Ἑρμοῦ . κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Αἰγύπτου ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Λιβί . κυριεύει δὲ κνημῶν . ἀναβαίνει δὲ
. κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Περσίδος , ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Ἀπηλιώτῃ . κυριεύει δὲ κεφαλῆς καὶ ὅλου προσώπου
7400696 καταπραϋνει
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
7399866 ἀνδραποδισασθαι
ἄπρακτος ἐπανῄει . Ὅτι ὁ Ἀττήλας μετὰ τὸ τὴν Ἰταλίαν ἀνδραποδίσασθαι ἐπὶ τὰ σφέτερα ἀναζεύξας τοῖς κρατοῦσι τῶν ἑῴων Ῥωμαίων
ἱκετεύοντας Ζαγκλαίων ἀποκτείνειν καὶ τοὺς λοιποὺς γυναιξὶν ὁμοῦ καὶ παισὶν ἀνδραποδίσασθαι : Γόργος δὲ καὶ Μάντικλος παρῃτοῦντο Ἀναξίλαν μὴ σφᾶς
7394215 ΧΡΥΣΟΥ
, καὶ φιμώσας ἐκτρόχιζε ὕελον λευκόν . ΧΡΥΣΟΠΟΙΙΑΣ ΖΩΜΟΙ . ΧΡΥΣΟΥ ΜΑΛΑΞΙΣ ΩΣΤΕ ΕΝ ΑΥΤῼ ΣΦΡΑΓΙΖΕΙΝ . Λαβὼν νίτρου πυρροῦ
ἐμβαῖνον κρόκου ὠμοῦ ὄξος τετιμημένον , οὕτως ποίει . ΚΑΤΑΒΑΦΗ ΧΡΥΣΟΥ . Λαβὼν μίσιος μεταλλικοῦ μέρη δʹ , ἐλυδρίου ῥίζης
7392472 Αἰπεια
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται
7389312 ἠχουϲ
ἐντέρων ἐκχέω . πρὸϲ δὲ τοὺϲ ἐπὶ πνεύματι φυϲώδει ϲυνιϲταμένουϲ ἤχουϲ χρήϲιμά ἐϲτι τὰ τοιαῦτα . Ἀπολλωνίου πρὸϲ τοὺϲ ἐξαίφνηϲ
δὲ τὸν ἀκουϲτικὸν πόρον ἐνϲτάζειν ἁρμόζει μὲν καὶ τὰ πρὸϲ ἤχουϲ ἀναγεγραμμένα , ἰδίωϲ δὲ ταῦτα : αἰγὸϲ οὖρον καὶ
7388642 παραιβασιαν
χρησμῶν τοῦ Ἀπόλλωνος παράβασιν . παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς
παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς . ὃν ταχέως ὁ Ἀπόλλων
7388447 Ἀβιοι
. . . . Ἐθν . . , . : Ἄβιοι : ἔθνος Σκυθικόν . . . . . Αἰσχύλος
, : Ἀρριανὸς δέ φησιν ὅτι οἰκοῦσι τὴν Ἀσίαν οἱ Ἄβιοι Σκύθαι αὐτόνομοι διὰ πενίαν καὶ δικαιότητα . Π .

Back