γὰρ ἀφαιρήσεσθε δίκην καὶ νόμον ἀφαιρούμενοι : στασιάζειν ἡμᾶς αὖθις ἀναγκάσετε καὶ πολεμεῖν ὑμῖν ; ἐξ ἧς γὰρ ἂν ἐξελασθῇ
, ἄγειν εἰρήνην δικαίαν καὶ μένειν ἐπὶ τῆς αὑτοῦ Φίλιππον ἀναγκάσετε , οὗ μεῖζον οὐδὲν ἂν γένοιτ ' ἀγαθόν ,
7330198 ἐπετρεψατε
γὰρ εἴποιεν ἂν πρὸς ὑμᾶς οἱ πονηροί , ὅτι οὐκ ἐπετρέψατε ἡμῖν , ὦ θεοί , ἀγαθοῖς γίνεσθαι , οὐ
ὄντας στρατιώτας ὑπὸ τῆς χρείας γενήσεσθαι ἀνεμείνατε , οὐδ ' ἐπετρέψατε τοῖς πολεμίοις συγκαλεῖν ὑμᾶς . Ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν
7256232 οἰκοσιτους
τὸ μή συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον , ἀλλ ' οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι . Ἂν ἔτι πιεῖν μοι δῷ
ὦ Λάχης , ἀστεῖον ἐπιτήδευμα κρίνω τῷ βίῳ . Οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις . Φιλόμουσον εἶν ' αὐτὸν πάνυ
7244648 πορνους
εὐθὺς ἐξελεύσομαι . „ ἀπὸ τούτου καὶ συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις
πρὸς τὸν χορὸν ἀνάπαιστον , ἐν ᾧ ἦν εἶναί τινας πόρνους μεγάλους Τιμαρχώδεις , οὐδεὶς ὑπελάμβανεν εἰς τὸ μειράκιον ,
7219627 ἀναιρουντας
φυλαττόμενος . ταῦτα ἂν οὖν τις ἔχοι λέγειν πρὸς τοὺς ἀναιροῦντας τὰ σχήματα τῆς διανοίας , ὅτι κἂν πᾶς λόγος
μεθόδου οὕτως παραλογίζονται , τοὺς δὲ δι ' ὧν παρακρούονται ἀναιροῦντας τὰς ἀρχὰς οὐ λυτέον . Ἀντιφῶντος ψευδογράφημα ὁ δὲ
7212208 τοὐναρ
' ὕπνον ὑπὸ λέοντος θνῄσκειν . Ὁ δὲ φοβηθεὶς μὴ τοὖναρ ἀληθεύσῃ , οἴκημα τερπνὸν αὐτῷ κατασκευάσας , ἐζωγράφησε τοὺς
] εἰρίων . δειλή , ἄστηθι . σύ τε μοι τοὖναρ ? [ ] ? ? , εἰ θέλεις ,
7186862 συγχωρησαντας
ἀνελόντας τὸν ἄνθρωπον περὶ εὐδαιμονίας ἀνθρώπου ζητεῖν μηδὲ τὸν σπουδαῖον συγχωρήσαντας εἰς τὸ εἴσω ἐπεστράφθαι ἐν ταῖς ἔξωθεν ἐνεργείαις αὐτὸν
ἴσως ἔδει μὴ συγχωρῆσαι , εἰ δύναμις ἦν ὑμῖν , συγχωρήσαντας δὲ μηκέτι τοῖς πεπραγμένος ἐγκαλεῖν . Ἐμοὶ μὲν γὰρ
7174956 Κηφισιεα
καὶ [ οὐχ ] ὑπομείναντας / τὴν κρίσιν , Ἐπικράτην Κηφισιέα , Ἀνδοκίδην / Κυδαθηναιέα , Κρατῖνον Σφήττιον ? ?
ἀδελφοῦ , καὶ ἐγγυητὰς γενέσθαι Νεαίρας Στέφανον Ἐροιάδην , Γλαυκέτην Κηφισιέα , Ἀριστοκράτην Φαληρέα . Διεγγυηθεῖσα δ ' ὑπὸ Στεφάνου
7163964 ποιησομενους
: ἐπείσθημεν : πρέσβεις ἐπέμψαμεν : ἤγαγον οὗτοι δεῦρο τοὺς ποιησομένους τὴν εἰρήνην . πάλιν ἐνταῦθα περὶ τούτου μέμφεταί τις
δικάσεσθε ; Ἔτι περὶ συμβόλων φησὶ πεπομφέναι πρὸς ὑμᾶς τοὺς ποιησομένους , ταῦτα δὲ κύρια ἔσεσθαι , οὐκ ἐπειδὰν ἐν
7125568 βεβαιουτε
τρόπον σώφρονα . Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται , μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους , καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη
λύετε , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὰς παρανόμους γνώμας , βεβαιοῦτε τῇ πόλει τὴν δημοκρατίαν , κολάζετε τοὺς ὑπεναντίως τοῖς
7078623 δεοιμην
πατέρα καί τι καὶ χαίροντα φιλόστοργον προσειπὼν καὶ πᾶν ὅτου δεοίμην ἀσμένως πειθόμενον , τούτοις αὐτὸν προθωπεύσας ὀμωμοκώς τε κατ
σῇ κεῖται χειρί . κατέμεινε δέ , ὅπως ἀεί σου δεοίμην καὶ ἔχοις , ὅ τι χαρίζοιο . καίτοι τοῦτο
7056608 ἀπολαβε
ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος ,
. ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ
7052726 καταρασομαι
τὸ βλαυτίον . καὶ ὃς οὐθέν , ἔφη , πλεῖον καταράσομαι τῷ κλέψαντι ἢ ἁρμόσαι αὐτῷ τὸ σανδάλιον . ὅτι
βλαυτίον . Καὶ ὃς , Οὐδὲν , ἔφη , πλεῖον καταράσομαι τῷ κλέψαντι , ἢ ἁρμόσαι αὐτῷ τὸ σανδάλιον .
7050734 γαζοφυλακος
μόνου βασιλέως , Πτολεμαίου δὲ μόνου ναυάρχου , Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακος , Σελεύκου δ ' ἐλεφαντάρχου . καὶ ταῦτα οὕτως
δ ' ἀναγραφὴν αὐτῷ δοθῆναί φησιν ὕστερον ὑπὸ Ξενοκλέους τοῦ γαζοφύλακος . : Ἔσται δὲ Βάκτρα καὶ τοῦ στόματος τῆς
7049001 φενακισαι
ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος ὀργῆς , εἴκων
, καὶ οὐδὲν ἔσθ ' ὅ τι τοῦ παρακρούσασθαι καὶ φενακίσαι λέγεται παρ ' ἡμῶν ἕνεκα , ἀναγνώσεται τὸν νόμον
7041840 Πατανιων
. . . πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
Πατανίων προσελθέτω . Πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . Πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
7025951 ἀδικησεις
δὲ ἀδύνατον . ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ οὗ ἀδίκως ἔπραξας , δὶς ἀδικήσεις . ἄρχων μὲν ἐπιτήδευε πρᾷος εἶναι , ἀρχόμενος δὲ
καὶ Πέρσαις πάλιν μετὰ τὸ τρόπαιον , καὶ τοὺς Ἀθηναίους ἀδικήσεις καὶ δεύτερον : ἀλλ ' οὐκ ἐπιτρέψω σοι τότε
7012117 ἐσηκουον
καὶ Τάμως Ἰωνίας ὕπαρχος ὤν . ὡς δ ' οὐκ ἐσήκουον , προσβολὴν ποιησάμενος τῇ πόλει οὔσῃ ἀτειχίστῳ καὶ οὐ
. Λευτυχίδης μὲν εἴπας ταῦτα , ὥς οἱ οὐδὲ οὕτω ἐσήκουον οἱ Ἀθηναῖοι , ἀπαλλάσσετο : οἱ δὲ Αἰγινῆται ,
6998199 πεπορνευμενους
, εἰς τὰς εὐεξίας αὐτῶν ἀποβλέποντες γιγνώσκομεν , οὕτω τοὺς πεπορνευμένους , κἂν μὴ παρῶμεν αὐτῶν τοῖς ἔργοις , ἐκ
ἤδη λεχθέντων οὔπω τὸ μέγιστον εἴρηται . αὐτοὺς γὰρ τοὺς πεπορνευμένους , οὓς ὀνομάζομεν ἐκ τοῦ τὰ σώματα διαλελύσθαι τῷ
6984404 ὑπηγον
συκοφαντίας ζῶντας καὶ τοῖς καλοῖς κἀγαθοῖς βαρεῖς ὄντας , συλλαμβάνοντες ὑπῆγον θανάτου : καὶ ἥ τε βουλὴ ἡδέως αὐτῶν κατεψηφίζετο
δὲ κακὰ ὑπὸ τὴν λοιπήν . καὶ ἐκάλουν ἐν ᾗ ὑπῆγον τὰ καλὰ ὡρισμένην , ἐν ᾗ δὲ τὰ κακὰ
6979074 ἠδικεις
σοι δεῖ ἀποφεύγειν , ἀνθ ' ὧν [ πρότερον ] ἠδίκεις . ταῦτα γάρ ἐστι τὰ ὠφελοῦντα τὸν λόγον ,
: καὶ γὰρ ἐκείνους καὶ τουτουσὶ καὶ ὅλην τὴν πόλιν ἠδίκεις καὶ κατῄσχυνες . εἰ δὲ μὴ ποιοῦντός σου κατεσκεύαζόν
6963806 πεφευγοτος
πράγματα . καὶ οὗτος κατὰ τοὺς αὐτοὺς χρόνους εἴρηται , πεφευγότος ἤδη τοῦ ῥήτορος , ὡς ἐν αὐτῷ τῷ λόγῳ
τὰ σφέτερα ἀφιγμένοις ἐκδίδοσθαι , εἰ μή γε ὑπὲρ ἑκάστου πεφευγότος τοῖς κατὰ πόλεμον κτησαμένοις ὀκτὼ δοθεῖεν χρυσοῖ : ἔθνει
6960251 καταδουλουσθαι
, κατακρατεῖν ἐπικρατεῖν , καθαιρεῖν : τὸ γὰρ καταπολεμεῖν καὶ καταδουλοῦσθαι ἑτέρας ἐστὶ χρείας , ὥσπερ καὶ τὸ χειρώσασθαι καὶ
, διαλεχθῆναι ἐπὶ πλέοσι . καταδουλοῦσθαι τοῦ καταδουλοῦν διαφέρει . καταδουλοῦσθαι ἑαυτῷ , καταδουλοῦν ἑτέρῳ . τὸ μνηστεύειν [ ?
6941344 ἀξιωτεον
ἀήθειϲ πρὸϲ ψυχρολουϲίαν κατὰ βραχὺ ἐθίζειν καὶ πρῶτον μὲν θέρουϲ ἀξιωτέον ἄρχεϲθαι τῆϲ χρήϲεωϲ καὶ τὰϲ πρώταϲ μὴ εἰϲ ἀκραιφνὲϲ
οὖν ὁπλὴν ἐπὶ βοὸς ῥηθεῖσαν οὐκ οὖσαν τῶν μονωνύχων συγγνώμης ἀξιωτέον . διότι δὲ σημεῖον ἐξεῦρεν ἱκανὸν ἀρκοῦντος ὄμβρου τοῖς
6939146 κασαλβασω
ἐρασταῖς , εἰκότως ὁ ποιητὴς τῇ λέξει ταύτῃ κέχρηται . κασαλβάσω ] λοιδορήσω . ἐγὼ δέ γ ' ἤνυστρον βοός
λοιδορηθείην . πρὸς δὲ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ ἑτέρου “ κασαλβάσω τοὺς στρατηγοὺς ” ἀντέθηκε “ καὶ Νικίαν ταράξω ”
6931332 ὁμογαλακτας
' ἐκ τῆς αὐτῆς μητρὸς ὁμομήτριοι καὶ ὁμομήτορες : καὶ ὁμογάλακτας δὲ τούτους καὶ ὁμογάστορας καὶ ὁμογαστρίους ὀνομαστέον , καὶ
γένους τῶν λʹ γενῶν , οὓς καὶ πρότερον φησὶ Φιλόχορος ὁμογάλακτας καλεῖσθαι . Ἰσαῖος μέντοι τοὺς γεννήτας ἁπλῶς ἐξ αἵματος
6930079 ἐξηλεγξα
ἑξῆς . Ἔτι ἐφέλκονται νοήματα καὶ αἱ ὑποστάσεις , οἷον ἐξήλεγξα τὸν Φίλιππον φανερῶς οὕτως , ὥστε τοὺς ἐκείνου συμμάχους
. ἐγὼ γὰρ ὥσπερ καὶ τοῦτον τοσαῦτ ' ἔχοντ ' ἐξήλεγξα , οὕτως κἀκείνων ἑκάτερον οὐκ ἐλάττω τούτων ἔχοντ '
6928498 εηʹ
τοὺς παραλλήλους λοξός ἐστιν : ἡ γζʹ ἄρα περιφέρεια τῆς εηʹ περιφερείας μείζων ἐστὶν ἢ ὁμοία . Ἔστω τῇ εηʹ
διαπορευομένου τὸ βʹ ἄστρον φαίνεται δῦνον : μόνην ἄρα τὴν εηʹ περιφέρειαν τοῦ ἡλίου διαπορευομένου τὸ βʹ ἄστρον φανήσεται δῦνον
6926641 ἐγγραφω
τῆς τέχνης τὴν ἡδονήν . εἰς τοὺς σοφιστὰς τὸν μάγειρον ἐγγράφω . ἑστήκαθ ' ὑμεῖς : κάεται δ ' ἐμοὶ
. Ἡρόδοτον δὲ ἀξιῶ μή μοι μηνίειν , εἰ μύθοις ἐγγράφω ὅσα ὑπὲρ τῆς τῶν ἔχεων ὠδῖνος ᾄδει . Φυσικὴ
6925490 σκωπτοντας
ἐνδόξων τε καὶ πλουσίων , διαβληθέντας αὐτῷ ὡς ἀπαρεσκομένους καὶ σκώπτοντας αὐτοῦ τὸν βίον . ἠγάγετο δὲ γυναῖκα τὴν εὐγενεστάτην
μὲν τὸν Διόνυσον , ὡραίαν δὲ τὴν Ἀριάδνην , οὐ σκώπτοντας δὲ ἀλλ ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας , πάντες
6916966 ᾐτιασω
ἀναγνώσομαι ἤδη ξυγγεγραμμένον . Ἀνάγνωθι : οὐ πάντα γὰρ ἀλόγως ᾐτιάσω . καὶ δεῖ τὰ πολλὰ αὐτῶν ἐπισχεῖν , ὡς
ὅ γε Περικλῆς ὑπεύθυνος ἦν , ὃν σὺ μάλιστα πάντων ᾐτιάσω καὶ τοῖς κακοῖς ἐπιμεληταῖς τῶν ὄνων τε καὶ βοῶν
6913472 διαβεβλημενους
γενέσθαι μαντεύεται . ἐτήρησα δὲ πολλάκις καὶ ἄνδρας πλουσίους σημαίνουσαν διαβεβλημένους ἐπὶ κιναιδίᾳ . Πάρδαλις δὲ καὶ ἄνδρα καὶ γυναῖκα
ὅτι ἡμέας οὗτοι οἱ ἄνθρωποι μέλλουσι προόπτῳ θανάτῳ δώσειν , διαβεβλημένους ὑπὸ Θεσσαλῶν , ὡς ἐγὼ εἰκάζω : νῦν ὦν
6902533 προτιμητεον
: εἰ δὲ κατὰ τὴν αἰτίαν τοῦ γενομένου καλῶς , προτιμητέον τὴν θεωρίαν . Ὥστε καὶ σπονδὰς ἑκατέρῳ σπεισάμενοι ,
τὰ ἴδια τῶν κοινῶν , ἀλλὰ τὰ κοινὰ τῶν ἰδίων προτιμητέον . οἷον δέ σοι καὶ τὸ τῆς παραμυθίας εἶδος
6892786 ἐξελεγξω
ἦν . ὥστ ' ἐγὼ μὲν οὐδὲ ψέγω οὐδ ' ἐξελέγξω , δέδοικα δὲ μή τις ἐμοῦ γοργότερον βλέπων φῇ
Ἐτεόκλεις , πίστευσον , οὐ φανήσομαι : σὲ δ ' ἐξελέγξω πάντοτ ' ἠδικηκότα : Ἐτεοκλέης σκῆπτρα συγγόνῳ φέρειν [
6891380 χλευαζει
ἐγγύς . . γίνεται : Λείπει βοηθός . . . χλευάζει ὅτι καὶ αὐτοὶ γέροντες . . οὐ γὰρ εἰσιόντας
ἐν Παρασίτῳ : ἢ μετὰ Πλάτωνος ἀδολεσχεῖν κατὰ μόνας . χλευάζει δ ' αὐτὸν καὶ Ἀναξίλας Βοτρυλίωνι καὶ Κίρκῃ καὶ
6888931 μεσουρανει
ἀπὸ Καρκίνου μοίρας ηʹ μέσης ἕως Λέοντος ιθʹ μέσης : μεσουρανεῖ δὲ ἀπὸ Ἰχθύων κʹ ἕως Ταύρου ιβʹ μέσης .
Κριοῦ μοίρας ζʹ καὶ κʹ μέσης ἕως Ταύρου ιδʹ : μεσουρανεῖ δὲ ἀπὸ Καρκίνου μοίρας λʹ ἕως Λέοντος μοίρας αʹ
6887770 ἐμπορικην
; λογιστικὴ καὶ μετρητικὴ ἡ κατὰ τεκτονικὴν καὶ κατ ' ἐμπορικὴν τῆς κατὰ φιλοσοφίαν γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν καταμελετωμένωνπότερον ὡς
ἀλλὰ τοὺς τριηράρχους οὓς καθιστᾶσιν οὗτοι εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον , ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσι . τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ
6885404 κομισαμενους
αὐτοῖς τοὺς νῦν [ οἴκοι ] σκληρῶς ἐκεῖ πολιτεύοντας ἐνθάδε κομισαμένους πλουσίους ὁρᾶν . ἀλλὰ γάρ , ὦ ἄνδρες ,
τοὺς Μεγαλοπολίτας εἰς τὴν Μεσσήνην γραμματοφόρους , ἀξιῶν αὐτοὺς ἀβλαβῆ κομισαμένους τὴν ἑαυτῶν πατρίδα κοινωνῆσαι τῶν ἰδίων πραγμάτων , ταῦτα
6882157 διωκαθω
τοῦ τέλους εἰς Ω ἐποίησε τὸ ῥῆμα : κιάθω ἀμυνάθω διωκάθω . τὸ μέντοι φιλομαθῶ καὶ εὐσταθῶ περισπῶνται : παρ
] γρ . αὐτὸς . γραφὴν ] ψυχικὸν ἔγκλημα . διωκάθω ] καταδιώξω , ἐξάξω . γραψάμενος ] κατηγορίαν αὐτῶν
6881710 Καλει
ἤγουν εἰς τρίτον τέταρτον καὶ πέμπτον , γεγόνασιν ἕξ . Καλεῖ δὲ τὸ τρίτον μέρος τῆς γραμματικῆς διόρθωσιν : περιέχει
ἄστατος . . δόλιος . . [ μίαν πόλιν : Καλεῖ νῦν πόλιν τὸ περιέχον ἅπαν . ] βλέπε νῦν
6876447 ἀφηκας
ῥητορικῆς καθάπαξ ὡς κολακείας κατηγορεῖς , καὶ ὅπου τοὺς ἄνδρας ἀφῆκας οὓς ᾐτιάσω , πῶς ἐλέγχεις ῥητορικὴν ἣν αὐτὸς καὶ
πονηρὸν οἰόμενος ἐπέδησας , μεταπεισθεὶς δὲ ὡς οὐδὲν ἠδίκουν ἐλεύθερον ἀφῆκας εἶναι , ἆρ ' ἄν σοι πρὸς καιρὸν ὀργισθέντι
6874400 πλημμελησαντας
. . . . . ὧν καθεζομένων παραδώσειν αὐτῷ τοὺς πλημμελήσαντας : εἰ δὲ μή , τότε πορθητέον . Ἄλλως
καταστήσας , καὶ τῇ παρ ' ἑαυτῶν λύπῃ κολάσας τοὺς πλημμελήσαντας , αἰσθομένους ἐξ ὧν οὐκ ἀντέπαθον κακῶς οἷα ἠδίκησαν
6862994 ἐπεξιοντας
Καῖσαρ τὸν τόπον , ὅτι ἐνταῦθα ἐνίκα τῇ μάχῃ τοὺς ἐπεξιόντας ἐπ ' αὐτὸν μετὰ Ἀντωνίου , καὶ λαβὼν ἐξ
ἔχειν χώραν τὴν γεωργουμένην . εἰκὸς οὖν ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν τὴν παρ ' αὐτοῖς γῆν γεωργεῖν .
6854897 ζωγραφους
ἕνεκα ἀργύριον , τοὺς δὲ δημιουργοὺς αὐτοῦ τούτου , τοὺς ζωγράφους , ἀτιμάζοι τε καὶ μὴ βούλοιτο παρ ' αὐτῶν
' ἦν [ ἡ Λαὶς ] καλὴ ὡς καὶ τοὺς ζωγράφους ἐρχομένους πρὸς αὐτὴν ἀπομιμεῖσθαι τῆς γυναικὸς τοὺς μαστοὺς καὶ
6853714 ἐπιπιων
Ἑρμοῦ λόγῳ ἀπέπαρδε . Θ . ἣν ἔπαρδον . . ἐπιπιὼν : Δι ' ὅλου πιών . . 〚 τὸν
γ ' ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας κᾆτ ' ἐπιπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω
6852948 ἀναλαμβανοντες
, τὰ παρ ' οὖς ἀνίστησιν . Οἱ ἐκ μακρῶν ἀναλαμβάνοντες , εὔσιτοι , μηδὲν ἐπιδιδόντες , ὑποστρέφουσι κακοηθέως .
κατασκευάζοντες ὅλως τὰ πράγματα , ὥσπερ οἱ τὰς πεπονηκυίας οἰκίας ἀναλαμβάνοντες . κἂν ἐμοὶ πεισθῆτε καὶ κατάσχητε ὑμᾶς αὐτοὺς ,
6848963 Πυγμαλιων
, Διδώ , γυνὴ Τυρία , ἧς τὸν ἄνδρα κατακαίνει Πυγμαλίων , Τύρου τυραννεύων , καὶ τὸ ἔργον ἐπέκρυπτεν .
βιώσας ἔτη λβʹ , ἐβασίλευσεν ἔτη κθʹ . τοῦτον διεδέξατο Πυγμαλίων , ὃς βιώσας ἔτη νϚʹ ἐβασίλευσεν ἔτη μζʹ .
6848868 Δυσι
ταῖς φαντασίαις εὐαρεστήσας προφητεύῃ διὰ τῶν ὀνείρων τὰ μέλλοντα . Δυσὶ δὲ μόναις ἡμέραις ἐπιτρέπει τὴν χρῆσιν τῆς τοῦ σωτηρίου
καὶ μένει τὰ μείζονα τῶν ἐλασσόνων τριπλάσια . η . Δυσὶ δοθεῖσιν ἀριθμοῖς προσθεῖναι τὸν αὐτὸν ἀριθμὸν καὶ ποιεῖν τοὺς
6847693 πεπεικα
εἶπε „ σὺ μᾶλλον γόης , ἃ γὰρ μὴ ἐγὼ πέπεικά πω τὸν βασιλέα , ὡς οὐκ εἰμί , σὺ
[ ἀλλὰ οὐδὲ ] ἐγὼ ὅμως ἀθυμήσω , ὅτι οὐ πέπεικά σε , καὶ ⌈ μενῶ οὕτω κείμενος , [
6837794 μονομματους
στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου κυνοκεφάλους καὶ στερνοφθάλμους καὶ μονομμάτους , ὅπου γε οὐδὲ τοῖς πεζῇ συγγράφουσιν ἐν ἱστορίας
δ ' ὥστ ' ἀνασπᾶν δένδρα καὶ ῥήττειν νευράν , μονομμάτους τε ἄλλους ὦτα μὲν ἔχοντας κυνὸς ἐν μέσῳ δὲ
6830733 Πυλιους
Σοφοκλῆς δὲ Ἀλουσίους : τινὲς δὲ Ἀλίους ὡς Πύλος Πύλιος Πυλίους . . . ἄλπεια : ἡ ἠϊὼν πρὸς ἄρκτον
δὲ φυγάδες , ἀπέσφαττον . μετὰ δὲ ταῦτα τούς τε Πυλίους , ὡς οὐδεὶς αὐτοῖς ἐβοήθει , σὺν αὐτῷ τῷ
6827615 ἀνασταντος
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας
6825748 εὐνουστατους
καὶ εἴ τινων ἄλλων ἡγεμόνων προσδεῖν αὐτῷ δόξαι , τοὺς εὐνουστάτους τῇ πατρίδι , πιστοτάτους , εὐρωστοτάτους , ἔνθεν δ
τοὺς τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον κρινεῖν ὀμωμοκότας νομίζετ ' εὐνουστάτους , τῶν δὲ πολιτευομένων οὓς ἴστε σαφῶς τοὺς τῆς
6806525 τιτρωσκομενους
* τὰ κουφῶς ἐλαυνόμενα . × παρὰ τὸ κύπτειν τοὺς τιτρωσκομένους . Κίμμερός θ ' : Κιμμέριοι ἔθνος περὶ τὸν
, ὤρυττον , ὅπλα προσέφερον , δόρατα ἔθηγον , τοὺς τιτρωσκομένους ἐθεράπευον , ὥστε καὶ οἱ Λάκωνες εὐτολμότεροι πρὸς τὸν
6802311 ἐπανασταντας
, ὡς φάναι κατὰ τὸν Σιμωνίδην . ὥστε μηδὲ τοὺς ἐπαναστάντας αὐτῷ συκοφάντας τούτους ἀρνεῖσθαι , τὸ μὴ οὐ πάντῃ
ἀπήγαγε . , . . εὐλόφως ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάντας εὐλόφως ἀγωνισάμενος ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον , ὃν
6800697 κεκληκα
: πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; λέγει : ἐγὼ κέκληκα μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; χολᾷς . οὐδεὶς παρέσται .
οὐδὲ εἷς ; σφόδρα ἠγανάκτησεν ὥσπερ ἠδικημένος , εἰ μὴ κέκληκα Δαιτυμόνας . οὐδ ' ἄρα θύεις ἐρυσίχθονα ; οὔκ
6795717 ἐατε
; θαῦμ ' ἂν πόρρωθεν ἰδοίμην . Ἒ ἔ , ἐᾶτέ με , – ˘ – , ἐᾶτέ με δύσμορον
Ἒ ἔ , ἐᾶτέ με , – ˘ – , ἐᾶτέ με δύσμορον ὕστατον εὐνάσαι , ἐᾶτέ με δύστανον .
6776219 ἀποτροπιαζομεθα
πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς ὄνυξιν . οὐχ
ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . ἀποτροπιαστὴν δὲ τῶν ὀνείρων φασὶν εἶναι
6772408 ΧΑΛΚΟΥ
, καῦσον ἄλλας ἡμέρας γʹ , ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν
καὶ ἐκπυρὶ αὐτὸν , καὶ γίνεται λευκός . ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΙΣ ΧΑΛΚΟΥ ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ . Λαβὼν σανδαράχην καὶ θεῖον ἄπυρον , κοράλλιον
6772224 βοακας
τε τριγκούς τε . Σπεύσιππος δὲ καὶ οἱ ἄλλοι Ἀττικοὶ βόακας . Ἀριστοφάνης Σκηνὰς καταλαμβανούσαις : ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα
σε πείσῃ μηδὲ εἷς , πρὸς τῶν θεῶν , τοὺς βόακας , ἄν ποτ ' ἔλθῃ , λευκομαινίδας καλεῖν .
6772148 ὠμοσατε
μὴ προσδέχεσθε , πρῶτον μὲν τῶν ὅρκων ἕνεκα , οὓς ὠμόσατε , δεύτερον δὲ ὑπὲρ τοῦ μὴ παρακρουσθῆναι ὑπὸ ἀνθρώπου
ἐμπεδώσεως τῶν ὅρκων , οὓς ἀφ ' ἡμῶν ἀρξάμενοι πάντες ὠμόσατε , ἢ τῆς συγχύσεώς τε καὶ ἐπιορκίας ; καὶ
6768286 λουσαμενους
οἱ δὲ σὺν πολλῷ πόνῳ ἡμέρωσαν . τῆς ὑστεραίας ἐκέλευσε λουσαμένους ἥκειν . ἐπεὶ δὲ ἧκον , προέθηκεν αὐτοῖς εὐωχίαν
ἱστορεῖ κρήνην ἐν Χρωψὶ τῆς Θράικης , ἐξ ἧς τοὺς λουσαμένους παραχρῆμα μεταλλάσσειν . . : . . . .
6767309 ἀορτας
δὲ ἀορταὶ εἴρηνται ἐν Ποσειδίππου Ἐπιστάθμῳ : σκηνὰς ὄχους ῥίσκους ἀορτὰς τάχανα λαμπήνας ὄνους : τὸ γὰρ ἐν Μισογύνῃ Μενάνδρου
δὲ ἀορταὶ εἴρηνται ἐν Ποσειδίππου Ἐπιστάθμῳ : σκηνὰς ὄχους ῥίσκους ἀορτὰς τάχανα λαμπήνας ὄνους : τὸ γὰρ ἐν Μισογύνῃ Μενάνδρου
6767229 προὐκαλουμην
παρέχεται Ἀπολλόδωρος . Λέγε δὴ αὐτὴν τὴν πρόκλησιν , ἣν προὐκαλούμην ἐγὼ Στέφανον τουτονί . Τάδε προὐκαλεῖτο Ἀπολλόδωρος Στέφανον περὶ
αὐτάς , εἰ ταῦτ ' ἀληθῆ ἐστι , καὶ ὡς προὐκαλούμην , λαβέ μοι τὴν μαρτυρίαν . Μαρτυροῦσι παρεῖναι ὅτε
6765644 τασσομεν
καὶ ἡμεῖς οὐχ ὅπη ἔτυχεν , ἀλλ ' ὅπη δεῖ τάσσομεν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ πέρατα δὲ τῶν ἐπιδέσεων τιθέναι
. μετὰ δὲ ταῦτα τὴν πρώτην ἀγκύλην κατὰ τῆς τελευταίας τάσσομεν ἀγκύλης , καὶ ἅπαξ ἢ δὶς ἐπιστρέψαντες διὰ μέσου
6762855 ηὑρες
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ '
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν
6762301 λαρυγγιω
καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας κἆτ ' ἐκπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω . καὶ πάλιν :
Πύλῳ στρατηγούς ” , οὕτω καὶ οὗτος ἐχρήσατο τῷ “ λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω :
6761752 ποιησασθε
ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος λόγος , ἐκείνως τὴν ὑπόλοιπον ποιήσασθε ἀκρόασιν . Ὥσπερ ὅταν περὶ χρημάτων ἀνηλωμένων διὰ πολλοῦ
αὐτὸς ὁ λογισμὸς αἱρῇ : οὕτω καὶ νῦν τὴν ἀκρόασιν ποιήσασθε . Εἴ τινες ὑμῶν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν χρόνων ἥκουσιν
6759953 ἐξελεγχω
οὐ προσθεὶς ἐπειδὰν δῷ λόγον καὶ εὐθύνας , ἐγὼ δὲ ἐξελέγχω τὸ παράνομον μάρτυρας ἅμα τοὺς νόμους καὶ τὰ ψηφίσματα
νομοθετεῖ . ἐγὼ μὲν τοίνυν τούτους παρέχομαι ὑμῖν , καὶ ἐξελέγχω αὐτοὺς ἀμφοτέρους παραβεβηκότας , Φορμίωνα μὲν ἐξ ἀρχῆς ἀδικήσαντα
6759073 ζηλοις
αὐτάρκειαν ἀσπάζῃ , φιλόσοφε , τί οὐ τοὺς Πυθαγορικοὺς ἐκείνους ζηλοῖς , περὶ ὧν φησιν Ἀντιφάνης μὲν ἐν Μνήμασι τάδε
διδάσκει κἂν ἄμουσος ἦι σοφὸν Καρχηδόνιον . . . . ζηλοῖς , λαβών τε τὴν [ ! ! ! !
6757620 κριβανιτας
αἱ ἀσπίδες 〛 . Γ ἐμῆς ] νοεῖται γαστρός . κριβανίτας ] ἄρτους κριθίνους . κριβανίτας ἄρτους φασὶ τοὺς κριθίνους
, παῖ , τῆς ἀσπίδος . Καὶ τῆς ἐμῆς τοὺς κριβανίτας ἔκφερε . Φέρε δεῦρο γοργόνωτον ἀσπίδος κύκλον . Κἀμοὶ
6757302 μετῳκησε
τὴν τότε μὲν Χαναναίαν λεγομένην , νῦν δὲ Ἰουδαίαν , μετῴκησε , καὶ οἱ ἀπ ' ἐκείνου πληθύναντες , περὶ
. γνῶθι δέ : Κλεόβουλος ἐξ Αἰγύπτου παρ ' ἡμᾶς μετῴκησε , ποιητής τε ἀγαθὸς καὶ διδάσκαλος οἷος οὐκ ἄλλος
6753135 ἐπουρισας
οἴκους λαβεῖν . ἀλλ ' οὔτι ταύτηι σὸν φρόνημ ' ἐπούρισας , ψυχὰς δὲ πολλὰς κἀγαθὰς ἀπώλεσας παίδων τ '
μετετράπη : ἐκφαυλίσαντα : πόλεμον : λείπει τὸ ὥστε : ἐπούρισας : ἔστησας ἐφώρμισας . ἢ ἐστήριξας , ἀπὸ τῶν
6749712 ματτοντας
ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ
θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον
6746902 περιβοητως
σκληρὸν γὰρ τὸ ἐληλεγμένως , ἐπιρρήτως δὲ καὶ ἐπιβοήτως καὶ περιβοήτως . τὸ δὲ κεκηρυγμένως ἄηθες . ἐκ δὲ τῶν
, ζηλωτῶς , λαμπρῶς , ἐκφανῶς ἐπιφανῶς , περιβλέπτως , περιβοήτως , γνωρίμως . τὰ δὲ ῥήματα εὐδοκιμεῖν , εὐδοξεῖν
6742893 ἐξαιρεισθαι
ὑπὲρ ὧν ἄλλοι ἔπραξαν ἀπολογεῖσθαι σπουδάσομεν : μόνον γὰρ ἑαυτοὺς ἐξαιρεῖσθαι τῆς αἰτίας ἀγωνιζόμεθα : ἐνταῦθα δὲ ζητοῦσί τινες ,
καὶ Καλχηδόνιοι πάλιν κατάγουσι τὰ πλοῖα καὶ ἀναγκάζουσι τὸν σῖτον ἐξαιρεῖσθαι , δανεισάμενος ἐγὼ ἀργύριον παρ ' Ἀρχεδήμου μὲν τοῦ
6741385 ξεε
ιβʹ . χρῶ . Ἄλλο θαυμαστόν . Ἀσφοδέλου ῥίζας λαβὼν ξέε τὸ ἐπιπολῆς καὶ συγκόψας ἕψε σὺν ἐλαίῳ ἀρκοῦντι καὶ
Τζέτζης λέγει : ἀλλ ' οὐδαμῶς , ἄνθρωπε : μηδαμῶς ξέε : οὕτω γάρ , οἶδα , Ἀττικοῦ τρόπου λόγος
6738589 ἐπιπωρουται
φλεβὸς , ἀρτηρίης . Μυελὸς τροφὴ ὀστέου , διὰ τοῦτο ἐπιπωροῦται . Δύναμις πάντα αὔξει καὶ τρέφει καὶ βλαστάνει .
ἡ προσήκουσα , τοῖσιν ὀθονίοισιν ἐπίδεσις . Μὴ ἐμπεσὸν γὰρ ἐπιπωροῦται ἔξωθεν . Ἐκ γενεῆς δὲ ἢ ἐν αὐξήσει ἐξαρθρήσαντα
6738090 εὐτραπελος
σύνθετον εὐτράπελος . . . . . . εὐτράπελος : εὐτράπελος : . . . ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ εἴκω
τις ἐμμελής . καλεῖται δὲ εὐτραπελία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν εὐτράπελος , οἷον εὔτροπός τις ὤν , φησίν . εὔτροπον
6737701 Εὑρησεις
, γνώσεσθαι δέ μ ' ἔφη τεκμηρίῳ τῷδε : ” Εὑρήσεις γάρ , ὦ Σώκρατες , ἀνθρώπους ἀνοσιωτάτους μὲν ὄντας
ἡμιόλιος . Ὁ δὲ διὰ πασῶν , ὁ διπλάσιος . Εὑρήσεις δὲ , εἰ σκοπήσεις , ἐνταῦθα τρεῖς ἐπιτρίτους ,
6736713 Ἀκουετ
πόλιν πολλῷ τῶν προεστηκότων μᾶλλον . λέγε τὰς μαντείας . Ἀκούετ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τῶν θεῶν οἷ
' αὐτῆς πάντα κατ ' ἀνθρώπους ἄρτια καὶ πινυτά . Ἀκούετ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , περὶ τῶν τοιούτων
6736404 ἐτιμωρησασθε
| ] τι εἰργασμένων | [ ἐμὲ ] | [ ἐτιμωρήσασθε ] | [ ; τοιούτων ] | [ γάρ
ὅτι δῶρα καθ ' ὑμῶν ἐξηλέγχθησαν λαμβάνοντες , ἀλλ ' ἐτιμωρήσασθε , καὶ δικαίως , οἷς εἰ μὴ πάντ '
6734471 ἐμπλαστωδη
ὅλον . Παλαιότατον ἔλαιον ἕψε , ἕως οὗ σύστασιν λάβῃ ἐμπλαστώδη , καὶ ἐπιπάσας λειότατον νίτρον καὶ ἀναλαβὼν χρῶ ἐμπλάσας
ἐπί τε βρογχοκηλικῶν καὶ ὑδροκηλικῶν , ἀσίτου πυάλου δεύοντες ὡς ἐμπλαστώδη σύστασιν σχεῖν . κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ
6725203 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
6725151 Πενεστας
ὅτι θεῶν ἕνεκεν ἔπλευσε κακὸς ὤν , εἴσεται . Γ Πενέστας δὲ λέγεσθαί φασι τὸ ⌈ ἀπὸ Ἡρακλέους θητικὸν παρὰ
τὸ ⌈ ἀπὸ Ἡρακλέους θητικὸν παρὰ τοῖς Θετταλοῖς . Γ Πενέστας Θετταλοὶ τοὺς μισθωτοὺς ὀνομάζουσι δούλους . ⌈ παλαιὸν δὲ
6724229 καταπληττομαι
τύχῃ λέγων ὁ πλούταξ , πάνυ τοῦτ ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι δοκῶν τοῖσι λόγοισι χαίρειν . εἶτ ' ἐπὶ δεῖπνον
] ὦ ἰὼ ] ὦ πέφρικ ' ] φοβοῦμαι καὶ καταπλήττομαι πρᾶξιν ] τὴν δυστυχίαν , τὸ πάθος ἡμέτερα †
6722842 ἀδικωτερον
τοῦ αὐτοῦ σοφιστοῦ συγκείμενος . Λέγει γὰρ ὡς οὐδέν ἐστιν ἀδικώτερον φήμης , ἀγοραῖα τεκμήρια καὶ παντελῶς ἀκόλουθα τῷ αὑτοῦ
πάντα κελεύουσιν ὑπηρετεῖν προσδεδωκότες , οὗ τί γένοιτ ' ἂν ἀδικώτερον ; διότι σε νοσήσαντα χαλεπῶς οὕτως ἀνέστησα , διὰ
6716930 φευξουμεθα
μεῖναι τήνδ ' ἔασον ἡμέραν καὶ ξυμπερᾶναι φροντίδ ' ἧι φευξούμεθα παισίν τ ' ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς , ἐπεὶ πατὴρ
βοηθήσας ἰατρὸς ῥᾳδίως . εἰ τοὺς ἀδικηθέντας , πάτερ , φευξούμεθα , τίσιν ἂν βοηθήσαιμεν ἄλλοις ῥᾳδίως ; τὸ μηδὲν
6714325 περιεπεμπε
συνῆγε καὶ Νίκανδρον τὸν πειρατὴν σὺν ὀλίγοις ἐς τὴν Σάμον περιέπεμπε , κατὰ τὴν γῆν ὄπισθεν τοῦ Παυσιμάχου θορυβοποιεῖν .
, τῷ τείχει παρεζευγμένον : ἐς ὃ τῇ μὲν ἑτέρους περιέπεμπε , τῇ δ ' αὐτὸς σὺν πελέκεσι καὶ κλίμαξι
6712487 Τεταχθωσαν
τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ δου τρεῖς ποιεῖν Μο κζ . Τετάχθωσαν οἱ τέσσαρες ʂ α . καὶ ἐὰν ἄρα ἀπὸ
ἀριθμοῦ λόγον ἔχει ὃν ⃞ος ἀριθμὸς πρὸς ⃞ον ἀριθμόν . Τετάχθωσαν οἱ ζητούμενοι ⃞οι , ὃς μὲν ΔΥ α ,
6712173 ἀτιζω
ἀτίζων ἔρχεται : τίω καὶ ἀτίω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ζ ἀτίζω . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀτιμάζω κατὰ συγκοπήν , .
. ἔστιν γὰρ ἀταλός ἀναδιπλασιασμόν ' . . . . ἀτίζω : εἰ μὲν σημαίνει τὸ ὑπερορῶ , γίνεται παρὰ
6711301 συλλεγεις
δὴ βουλόμενος ἀγαθὸς γενέσθαι , ἔφη , ὦ Εὐθύδημε , συλλέγεις τὰ γράμματα ; ἐπεὶ δὲ διεσιώπησεν ὁ Εὐθύδημος σκοπῶν
ἀωτεῖς ; ἀντὶ τοῦ τὸ κάλλιστον τοῦ ὕπνου ἀπανθίζῃ καὶ συλλέγεις ' . . . . ἀωρία : ἐκ τοῦ
6707643 τρυφεροσαρκους
παλαιούς , μὴ χροακούς . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων πάντας τρυφεροσάρκους ἐσθίειν οἷον λαπίνας , χάνους , κόκκυγας , σπάρους
μέλαιναν χολήν . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων λαμβάνειν πάντας τοὺς τρυφεροσάρκους , καὶ πετραίους , καὶ μαλακοσάρκους : ἀπέχεσθαι κεφάλων
6706570 πεπεικεν
τὰ δεύτερα ἀεὶ τῶν προτέρων ἀμείνω . ταῦθ ' ἡμᾶς πέπεικεν ἐν σοὶ τὰς ἐλπίδας περὶ τοῦ παντὸς ἔχειν .
ἐχούσῃ , λέγω δὲ οὐκ αὐτὸς ἐπαΐων , ἀλλά με πέπεικεν ὁ Καρχηδόνιος ἐκεῖνος . ὥστ ' εἴ σοι συμβεβήκει
6706110 ἀνειληφεναι
μολύβδινον πῖλον ἀθρόως , ὥστε τοῦ βάρους αἰσθόμενον οἰηθῆναι πάλιν ἀνειληφέναι τὴν κεφαλὴν ὑπερχαρέντα τε καὶ διὰ τοῦτο ἀπαλλαγῆναι τῆς
αἰτήσουσαν τῆς ἁρπαγῆς , ἵνα δὴ δι ' ἀνάγκην δοκῶσιν ἀνειληφέναι τὸν πόλεμον οὐ τυγχάνοντες τῶν δικαίων , καὶ τοὺς
6704237 Οὐηρου
ἡμέρας ιʹ . γίνεται οὖν ὁ χρόνος τῶν Καισάρων μέχρι Οὐήρου αὐτοκράτορος τελευτῆς ἔτη σκεʹ . ἀπὸ οὖν τῆς Κύρου
ιʹ . ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκράτορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ . Ὁμοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου συνάγονται
6698097 συνεδοξε
. ὁ μὲν οὕτως εἶπε : τοῖς δὲ φίλοις πᾶσι συνέδοξε ταῦτα , καὶ οὕτως ἐποίουν . Ἐκ δὲ τούτου
καὶ ὅπως τὸ πρᾶγμα καταστήσαιτο , ἀλλ ' ἢ τοσοῦτον συνέδοξε κοινῇ βουλευομένοις ἡμῖν τε καὶ τοῖς ἄρχουσι , ποιήσασθαι
6696121 ἠμειψαντο
ἔνθα καὶ ἔνθα βάλλει ἁλός , πεδίον τε τὸ Λαύριον ἠμείψαντο , δή ῥα τότε Κρονίην Κόλχοι ἅλαδ ' ἐκπρομολόντες
ἀναγκαίας . . . ἐξ ὧν . . . ἡμᾶς ἠμείψαντο τοῖς τιμίοις καὶ φιλανθρώποις : διόπερ ὀφείλω μᾶλλον εὐλογεῖν
6694671 πορευθεντας
. ὁ δ ' αὐτοῖς ἀνεῖλεν παρὰ Κροῖσον τὸν Λυδὸν πορευθέντας ὠνεῖσθαι παρ ' ἐκείνου . καὶ οἱ πορευθέντες παρὰ
καὶ μετὰ τὴν ἐκ τῆς ὑφάλου πέτρας ἀναπεμπομένην φλόγα ἐκεῖθεν πορευθέντας ἡμερῶν ὀλίγων ὁδὸν ἐς τὰ οἰκεῖα ἀφικέσθαι καὶ γνῶναι
6693222 τἀδικειν
' ἂν εὐξαίμην , εἴ ποτε διανοηθείην ἀδικεῖν , ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν
λόγον ἔχοντα , πλούτου , δόξης , ἡδονῆς , καὶ τἀδικεῖν ἐπαινοῦντα ὡς αἴτιον ἑκάστου τῶν εἰρημένων πολυαργύρους γὰρ καὶ
6687378 ἐρωτησομεν
τις λεγέτω , ὅτι ἅμα συμφθείρεται ταῖς ἐνεργείαις ἑαυτῆς : ἐρωτήσομεν ἤδη , ὑφ ' ἑαυτῆς ἢ ὑπό τινος τῶν
τὴν ἱστορίαν , ἄχρηστον γὰρ οὕτως ἐπιδείξομεν τὴν ἱστορίαν , ἐρωτήσομεν , πότερον λόγῳ ἢ πείρᾳ κρίνουσι τὴν ἱστορίαν .

Back