τὸ πῦρ ἐναντιούμενος τῇ αἰσθήσει , ἐχρῆν τὴν ὄψιν τοῦ ἀμυδροῦ τοῦ ἐν τῷ ἀέρι ποιεῖσθαι τὴν ἀντίληψιν , οὐκ
προτέραν βιοτὴν ἀνάγοι τις , οἷον γινομένου ἐκ τῶν προτέρων ἀμυδροῦ ὡς πρὸς τὸν πρὸ αὐτοῦ τοῦ λόγου , οἷον
7110190 πεδιοπλοκτυπος
καὶ πλησιάζει ἡμῖν τι ἢ κατά τι ἡμῖν προσπελάζει βοὴ πεδιοπλόκτυπος , ἤγουν τῶν ἁρμάτων , κτύπον ἐμποιοῦσα τῇ γῇ
ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος . . . . πεδιοπλόκτυπος ] καὶ τὸ τῆς γῆς δέ μου πέδον κατακτυπούμενον
6957975 ἡϲυχιη
ὁρῆϲθαι τὰ πάντα ἡδέωϲ . λαλιὴ τῶν παρεόντων φιλομειδήϲ : ἡϲυχίη , θυμηδίη τοῦ νοϲέοντοϲ . ὀϲμαὶ εὐώδεεϲ , ἀβαρέεϲ
μηδὲ βαθείη , ἄθερμοϲ : ὄρθιον δὲ τὸ ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη .
6879344 κωφῳ
ἐλέγετο , ἤγουν ὁ μὴ φθεγγόμενος , ὡς Ὅμηρος κύματι κωφῷ ἦ ἀψόφῳ . καὶ ἡ Πυθία καὶ κωφοῦ ξυνίημι
τέχνας ἐπιτηδεύουσιν . Πολλῶν ἀχύρων ὀλίγον καρπὸν ἀνήγαγον . Παρὰ κωφῷ διαλέγῃ . Πρὸς σῆμα μητρυιᾶς κλαίει : ἐπὶ τῶν
6843364 μηχανηματι
οἰὸς περιβεβλημένος μετὰ τῆς ποίμνης ἐνέμετο τὸν ποιμένα φενακίσας τῷ μηχανήματι . νυκτὸς δὲ γενομένης συναπεκλείσθη καὶ ὁ θὴρ παρὰ
τὸν μελάγκερων . ἴαμβος . Τὸν μελάγκερων ταῦρον λαβοῦσα ἐν μηχανήματι διὰ τῶν πέπλων τύπτει . ἐὰν δὲ γράψηις μελαγκέρωι
6815349 παραιτουμενῳ
Ἑλλὰς ἀπείρως εἶχεν . ταῦτά μοι ἀπολελογήσθω ὑπὲρ τοῦ ἀνδρὸς παραιτουμένῳ αὐτὸν ἀδίκου καὶ πεπανουργημένης αἰτίας : καὶ γὰρ δὴ
τῶν ἐν Λανουβίῳ τὰ πολλά : τῷ τελώνῃ ἐν Τούσκλοις παραιτουμένῳ ὡς ἐχρήσατο καὶ πᾶς ὁ τοιοῦτος τρόπος . οὐδὲν
6802757 κωδωνι
ὃ καὶ τὸ κέρας αὐτῷ προσάπτουσιν ἀναλογοῦν τῷ τῶν σαλπίγγων κώδωνι . Τὸ μὲν πάρεργον ἔργον ὣς ποιούμεθα , τὸ
ὃ καὶ τὸ κέρας αὐτῷ προσάπτουσιν ἀναλογοῦν τῷ τῶν σαλπίγγων κώδωνι . ἐπὶ τούτοις τέλος ἐχέτω καὶ ἥδε ἡ βίβλος
6798288 στενοχωρουμενη
πάντες καὶ ἐσθίουσιν ὡς ἀσθενεῖς . περιπληθής : πληρουμένη , στενοχωρουμένη , γεγεμισμένη , πεπληρωμένη , ταῖς ἀπείροις ἀγέλαις τῶν
ξύλου τοῦ ἰσχυροτάτου , ἣ σιδηροῖς μοχλοῖς τυπτομένη βιαίως ὠθεῖτο στενοχωρουμένη ἐπὶ τὰ ἔνδον , ἀποκλείουσα καὶ συνέχουσα τὴν βοτάνην
6784531 ἐλεδεμνας
ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς ] ἐλαύνων καὶ διώκων ἀπὸ τῶν δεμνίων τοὺς λαούς
, ἤγουν ἐκ τῶν ἁρμάτων κτύπον ἐμποιοῦσα τῇ γῇ . ἐλεδεμνὰς ἀντὶ τοῦ τὸ δέμας καὶ τὸ σῶμα ἡμῶν τῷ
6777589 προσδοκωμενῳ
τὸ σῶμα δυσπαθὲς ἀπεργάσασθαι , ὡς μὴ ῥᾷον εἶξαι τῷ προσδοκωμένῳ συμπτώματι . τοῦτο δὲ γενήσεται διὰ τῆς εἰρημένης ἀγωγῆς
εἰς τί βοᾶτε μεγάλα κεκραγότες ὡς ἐπ ' ἀγάθῳ τινὶ προσδοκωμένῳ ; Εἰ οὖν Ἥλιος μονώτατος ὑπάρχων ὕλην ἅπασαν καὶ
6773545 Τοθι
. ἡ διὰ ψηφίσματος τοῖς νικῶσι γινομένη στήλη . . Τόθι , ἤγουν ὅπου , ἐν τῇ Ῥόδῳ δηλονότι ,
. . . . . . . . . . Τόθι κῶας ὄφις εἴρυτο δοκεύων Πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν
6769531 χωρισμῳ
γαμητὴν εὐθὺς παρασκευάσει . εἰ δ ' Ἄρης ἐν τῷ χωρισμῷ ἀναποδίζει τότε , ὅτε πάλιν εὐπόρευτος καὶ προποδίζων ἔστι
ἔχειν δοκιμάσῃς . Ὁ συνταττόμενος δῆλός ἐστιν ἀνιώμενος ἐπὶ τῷ χωρισμῷ , καὶ εἰ μὴ ὄντως ἀνιῷτο , προσποιήσεται πεπονθέναι
6764627 ἐπιπεμπεται
Καὶ διελθόντος ἐνιαυτοῦ μετὰ ταύτην τὴν μάχην , Φαβρίκιος αὖθις ἐπιπέμπεται τῷ Πύρρῳ μετὰ στρατιᾶς , ᾧ τὸ τέταρτον τῆς
καθ ' ὃ ἀπό τινος ἀποστέλλεται . ὅτῳ μὲν οὖν ἐπιπέμπεται , θνῄσκει πάντως ἐκεῖνος , ἀφ ' οὗ δὲ
6755581 ἐμβιος
γυμνωθεῖσα δὲ ἀφορμῆς πολλὰ ἂν καὶ καλὰ κακῶς διαθεῖτο . ἔμβιος : Ἀ . Ἀληθείας α : καὶ ἡ σηπεδὼν
' ἄπειρος καὶ ἀδέητος . Καὶ ἡ σηπεδὼν τοῦ ξύλου ἔμβιος γένοιτο . . . . εἴ τις κατορύξειε κλίνην
6742797 νηστισιν
μορίου καὶ τοῦ στάσις ἢ τοῦ ἵστημι στήσω . . νήστισιν αἰκίαις ] ἐστερημέναις τροφῆς καὶ στάσεως . . πληγαῖς
. σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις : Ἐν μάστιξι δὲ σκιρτημάτων νήστισιν παρεγενόμην λαβρόσσυτος καὶ ταχεῖα καὶ ἄγαν ὁρμητική , δαμασθεῖσα
6734537 δακρυοεν
βα - ρυτάτῃ καὶ τέρψει πολλῇ συγκραθείς . Ὅμηρος : δακρυόεν γελάσασα . καὶ ἐν ἄλλοις : τὴν δ '
ἀλλήλας : Τίς ἄρα μ ' εὐπλοκάμους κόμας † ἔρυμα δακρυόεν τανύσας † πατρίδος ὀλομένας ἀπολωτιεῖ ; διὰ σέ ,
6728346 ἐλαφρᾳ
τόπους τε καὶ κινήσεις πολεμίων κατασκοπεῖν . Τοὺς δὲ τοιούτους ἐλαφρᾷ ὁπλίσει χρᾶσθαι καὶ ἵπποις ὁδεύειν ταχέσι καὶ τοὺς μὲν
ἵπποι καὶ οἷοι διαδραμεῖν τὸν Αἰγαῖον αὐχμηρῷ τῷ ἄξονι καὶ ἐλαφρᾷ τῇ ὁπλῇ . ὁ μὲν οὖν ἆθλος εὐδρομήσει τῷ
6719142 πατταλου
ἀπαρέσκει , καλλίων γὰρ ἡ διὰ πανσκαφίας φυτεία τῆς διὰ παττάλου φυτείας . ἐκεῖ μὲν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ τυφλοῦνται ,
οὐρητιάσῃς , αὑτηὶ παρὰ σοὶ κρεμήσετ ' ἐγγὺς ἐπὶ τοῦ παττάλου . σοφόν γε τουτὶ καὶ γέροντι πρόσφορον ἐξηῦρες ἀτεχνῶς
6696352 φασγανων
ἐπανάληψιν ἐπάγει . ἔστι δὲ τὸ ἑξῆς τοῦ λόγου : φασγάνων τε ἀκμὰς συνήψαμεν καὶ ἡττήθημεν κατὰ κράτος ὥσπερ καὶ
παῖς παιδός , ὡς μάθηις , γέρον Πηλεῦ : τοιάσδε φασγάνων πληγὰς ἔχει Δελφῶν ὑπ ' ἀνδρῶν καὶ Μυκηναίου ξένου
6686079 πηδωσα
, ἡ δ ' ἐντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου ἀποκεκλῃμένη , πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα , τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ
, ἵν ' ὁ θυμὸς ἡνίκα ἐν αὐτῇ ἀκμάζοι , πηδῶσα εἰς ὑπεῖκον καὶ ἀναψυχομένη , πονοῦσα ἧττον , μᾶλλον
6674399 ἀχους
ἀλλὰ τότε μὲν ἱλαρᾷ τε καὶ εὐθυμουμένῃ , ὕστερον δὲ ἄχους τε πλέᾳ καὶ διατεθυμμένῃ . καὶ γὰρ αὖ πρὸς
τοῦ κακοποιοῦ , παρὰ τὸ ἄχος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἄχους τὴν βλάβην . Φωλεός . κυρίως ὁ σκοτεινὸς τόπος
6666546 μυξωτηρων
ἐπί τε πουλύπων μετὰ τὴν χειρουργίαν καὶ ἐπὶ τῶν αἱμορραγούντων μυξωτήρων ἐπί τε ἄλλων τῶν ἐν τοῖς πόροις γινομένων παθῶν
οὖν προϲήκει τοὺϲ τὴν ὀϲφρητικὴν δύναμιν βλαβένταϲ ἤ τινα τῶν μυξωτήρων ἐμπεφραγμένον ἔχονταϲ ἐν ξηροτέροιϲ τόποιϲ τὴν διατριβὴν ποιεῖϲθαι ,
6644497 κομιζετ
μὲν οὖν κύνας τε καὶ θηρῶν βρόχους , δμῶες , κομίζετ ' ἐς δόμους τυραννικούς . ἐγὼ δ ' ἐμαυτὸν
ἀσφαλεστάτην : ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ὠφελεῖ δὲ κατθανών , κομίζετ ' αὐτόν , δμῶες , εἶτα χρὴ κυσὶν δοῦναι
6640776 ταρβοσυνῳ
. πάταγον ] κτύπον . θ κτύπον ] πάταγον . ταρβοσύνῳ ] ταρακτικῷ . ταρβοσύνῳ ] τῷ τείροντι διὰ βοῆς
τάρβοντι διὰ τῆς βοῆς . ταρβοσύνῳ ] μετὰ φόβου . ταρβοσύνῳ ] φοβουμένῳ . ταρβοσύνῳ ] + δειλίαν ποιοῦντι .
6639923 δρασκαζεις
τρίποδι Μουσῶν : ἐπὶ τῶν λόγους ἀσκούντων . Ἐν ἅλῳ δρασκάζεις : τὸ δρασκάζεις ἀντὶ τοῦ κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν
μεμάντευσαι : ἐπὶ τῶν σκυθρωπῶν καὶ ὠχρῶν . Ἐν ἅλῳ δρασκάζεις : ἤτοι κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν
6637145 Οὐριατθος
τῆς διώξεως γενομένης , ἰδὼν ἐν τῇ φυγῇ τοῦτο ὁ Οὐρίατθος ἐπανῆλθε καὶ κτείνας ἐς τρισχιλίους τοὺς λοιποὺς συνήλασεν ἐς
ἔκτειναν ὧδε : ὀλιγοϋπνότατος ἦν διὰ φροντίδα καὶ πόνους ὁ Οὐρίατθος καὶ τὰ πολλὰ ἔνοπλος ἀνεπαύετο , ἵνα ἐξεγρόμενος εὐθὺς
6633416 δεζ
τῇ ὑπὸ ακη . ἀλλὰ δὴ ἔστω ἀμβλεῖα ἡ ὑπὸ δεζ . ἐκβληθείσης ἄρα τῆς ζε ὀξεῖα ἔσται ἡ ὑπὸ
βγ καταγαγεῖν εὐθεῖαν ἴσην ποιοῦσαν γωνίαν τῇ δοθείσῃ τῇ ὑπὸ δεζ ; δείξομεν οὕτως . ἡ γὰρ ὑπὸ δεζ ►ζ
6632839 ἀναλαμβανοντι
ἔθει τις δρόμῳ δηλώσων τῷ Περσεῖ λουομένῳ καὶ τὸ σῶμα ἀναλαμβάνοντι . ὃ δὲ ἐξήλατο τοῦ ὕδατος βοῶν , ὅτι
καὶ προγνώσεις . Ἐμοὶ γὰρ ἔργον ἔδοξεν αὖθις τὸν λόγον ἀναλαμβάνοντι τὰ δέοντα συμπλέκειν καὶ τοὺς ἐπὶ τούτοις λόγους ἀποδιδόναι
6632606 φωνουντες
. Ἐφέσια γράμματα : ἐπῳδαί τινες ἦσαν , ἅσπερ οἱ φωνοῦντες ἐνίκων ἐν παντί . Ταὐτὸ τῇ , Δαφνίνην φορῶ
. Ἐφέσια γράμματα : ἐπωδαί τινες ἦσαν , ἅπερ οἱ φωνοῦντες ἐνίκων ἐν παντί . ταυτὸν τῇ , Δαφνίνην φορῶ
6621677 ληψηι
κάλλος τύχας δαίμων δίδωσιν : ὧν δ ' ἔχω , λήψηι τάδε . θνητῶν δὲ μῶρος ὅστις εὖ πράσσειν δοκῶν
φήμας δ ' ἐμοὶ ἐσθλὰς ἐνεγκὼν ἀντὶ τῆς ἀχλαινίας ἐσθῆτα λήψηι σῖτά θ ' , ὥστε ς ' ἐς πάτραν
6616905 ἀλγεοντι
ἢν ἐπιπυρεταίνωσιν . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα , κακοήθεα . Ὀσφὺν ἀλγέοντι , ἀναδρομὴ ἐς τὸ πλευρόν : καὶ ἐκφύματα ,
κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς τὸ πλευρὸν , καὶ ἐκθύματα ἃ σὴψ
6615668 μυρεσθαι
Ταρτησία μύραινα : Μύραινα , δαίμων φοβερά : παρὰ τὸ μύρεσθαι . παρὰ τὰ ἐν τῷ Θησεῖ Εὐριπίδου . Ταρτησίαν
. καί φησι μύδρον κυρίως τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρεῖν . νῦν δὲ τὸν χρυσὸν σημαίνει ἐκ
6605731 φρουρουμενη
. χωρεῖτε , λόγχηι [ δ ' ἥδ ' ἴτω φρουρουμένη ] : λάζυσθε τὴν πανοῦργον [ , ὡς ]
οὐ κρυπτόμενον οὐδὲ ἐπαινούμενον ὑγιάζεται , οὕτως οὐδὲ ψυχὴ κακῶς φρουρουμένη θεραπεύεται . . . . . Δημοσθένους . Οὔτε
6604074 Νεφεριν
ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν
ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν
6603359 ἁρμοζου
, μὴ ἐμποδίσωσι σφυγμολογῆσαι . πάλιν δὲ πρὸς τὴν χρείαν ἁρμόζου . εἰ γὰρ συνεχέσιν ἐνέμασι μέλλεις κεχρῆσθαι , καὶ
νοσεύματος ἀκριβὴς εἶναι δοκέῃ , [ καὶ ] τῷ ἕλκει ἁρμόζου τὸ ἐπιτιθέμενον ὀθόνιον , τῷ δὲ καταπλάσματι πρὸς τὸν
6599012 σπασονται
ἰαυθμοὺς ἠθάδας διζήμενοι , καὶ κρίμνα χειρῶν κἀπιδόρπιον τρύφος μάζης σπάσονται προσφιλὲς κνυζούμενοι , τῆς πρὶν διαίτης τλήμονες μεμνημένοι .
] φάγωσι . σπάσονται ] λάβωσι , φάγωσι . θ σπάσονται ] γεύσονται . σπάσονται ] πάσσονται , ἤγουν γεύσονται
6596630 Γυμνος
: ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γυμνὸς ὡς ἐκ μήτρας : ἐπὶ τῶν ἀπόρων . Γυναικὸς
ἔξωθεν ὑπακουστέον τὸ ἔχε . γυμνὸν ὄνθ ' οὕτως : Γυμνὸς γὰρ ἦν . καὶ τότ ' ἀπέδυν ἐγώ :
6592810 Πασιτιγριν
τοῦ Εὐφράτου : διὰ δὲ τοῦτο κατὰ τὰς ἐκβολὰς ὀνομάζεσθαι Πασίτιγριν . Νέαρχος δὲ τὸν παράπλουν τῆς Σουσίδος τεναγώδη φήσας
Περσίδος , ἀπέχουσαν Σούσων σταδίους * ἑξήκοντα : τὸν δὲ Πασίτιγριν ἀπὸ τοῦ Ὀροάτιδος διέχειν περὶ δισχιλίους σταδίους : διὰ
6584554 δυσποτμον
] πρὸς τὴν ὑποληφθεῖσαν αὐτῷ φαντασίαν τοῦτο λέγει . . δύσποτμον ] δυστυχῆ . τὸ δύσποτμον οὐ πρὸς τὸν δεσμώτην
γε δόλος ἔσχ ' ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς : στυγερὰν ἔχε δύσποτμον ἀρὰν ἐπ ' ἄλλοις : καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο
6584443 αὐσω
: ἐξαυστήρ : σημαίνει σκεῦός τι . παρὰ τὸ αὔω αὔσω αὐστήρ καὶ ἐξαυστήρ . Αἰσχύλος Ἀθάμαντι : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες
μέλλων ἄσω , ὡς ἀπὸ βαρυτόνου : πλεονασμῷ τοῦ υ αὔσω , ὄνομα ῥηματικὸν αὐλή . . . , :
6579508 συνεγινετο
τὰς ἀπαρχὰς παρὰ τῶν ἀνθρώπων . ὄπυιεν . ὡμίλει , συνεγίνετο κατὰ νόμον καὶ ἐμίγνυτο , συνῴκει . ἄρρατον .
ΝΥΚΤΙ . Ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ ἐβουλεύσατο , καὶ συνεγίνετο τῇ Ἀλκμήνῃ , ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ μοιχευθεῖσα . .
6570239 ὀρθιαζοντες
θρηνεῖτε καὶ καλεῖσθε καὶ ἀνακράζετέ με ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Ἅιδου ὀρθιάζοντες καὶ μεγάλως ἠχοῦντες καὶ θρηνοῦντες ἐν γόοις ψυχαγωγοῖς ,
. ὑμεῖς δὲ θρηνεῖτ ' ἐγγὺς ἑστῶτες τάφου καὶ ψυχαγωγοῖς ὀρθιάζοντες γόοις οἰκτρῶς καλεῖσθέ μ ' : ἐστὶ δ '
6567642 ὠχμασεν
ἔχειν , ἔχεμα , καὶ ἔχμα κατὰ συγκοπήν . : ὤχμασεν ] Ἔδησεν : παρὰ τὸ ἔχειν , ἔχεμα ,
καταξίους ποινὰς θεοῖς ἔτεισεν [ μανίας τροχῶι περι [ οἰστρηλάτοισιν ὤχμασεν [ , κἄπειθ ' ἑλὼν ἄπυστον ἀνθρώποισιν [ αἰθέρος
6566141 μελεους
] κατ ' ἀλήθειαν . δῆθ ' ] ἀληθῶς . μελέους ] δυστυχεῖς . μελέους ] ἀθλίους . δόμων ]
κἀγὼ σέ , τὴν δοκοῦσαν Ἰδαίαν πόλιν μολεῖν Ἰλίου τε μελέους πύργους . πρὸς θεῶν , δόμων πῶς τῶν ἐμῶν
6562045 θυτηρ
ἀπαραχώρητος , φευκτέα , κεκωλυμένη . Ἐμπελάσειε : πλησιάσει . θυτήρ : θυστάς . φίλος : καλός . Εὐαγέως :
τὸν Οἴτης Ζηνὸς ὕψιστον πάγον ; Οἶδ ' , ὡς θυτήρ γε πολλὰ δὴ σταθεὶς ἄνω . Ἐνταῦθά νυν χρὴ
6560209 Καμηλος
τὸ τρέχειν . καὶ ἡ κέλευθος δὲ παρὰ τοῦτο . Κάμηλος . καμηρός τις ἐστίν : ἀπὸ τοῦ τοὺς μηροὺς
. Κύπριος βοῦς : ἐπὶ τῶν κοπροφάγων καὶ εἰκαίων . Κάμηλος καὶ ψωριῶσα πολλῶν ὄνων ἀνατί - θεται φορτία :
6555303 σπεισον
, ἄκρατον ἐγκάναξόν μοι πολὺν σπονδήν . Λαβὲ δὴ καὶ σπεῖσον ἀγαθοῦ δαίμονος . Ἕλχ ' , ἕλκε τὴν τοῦ
τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τῆ σπεῖσον Διὶ πατρί , καὶ εὔχεο οἴκαδ ' ἱκέσθαι ἂψ
6554946 αἰνοτατῳ
καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ , ὅτε τε χρόα Σείριος ἄζει , τῆμος δὴ
πάμπαν ἤδη τεθνειῶτα , τέρεν δέ οἱ ἀμφὶ παρειάς δάκρυον αἰνοτάτῳ ἐλέῳ ῥέε κηδοσύνῃ τε . ἦκα δὲ μυρομένη ,
6552107 λαιλαπα
ἐκ δίης : οἷον : αἰθέρος ἐκ δίης ὅτε Ζεὺς λαίλαπα τείνει , ὅτε , φησίν , ὁ Ζεὺς μετὰ
ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον ὁμοῦ στεροπῇσι
6550387 εὐναζεται
αἰτούμενος . Μέση δὲ τουτέων χορηγεῖ πανδέκτειρα κοιλίη , καὶ εὐνάζεται διοικέουσα τὴν πέψιν . Ἔνοχα δὲ κοιλίης , συνθέσιος
ἀναπείσας Βουλίδα τὴν Αἰγυπιοῦ μητέρα καὶ ἀγαγὼν εἰς τὰ οἰκεῖα εὐνάζεται σὺν αὐτῇ : προμαθὼν δὲ τὴν ὥραν , ἣν
6548597 σκιαζεται
καὶ τὸ μὲν ἀληθείᾳ ἐστί , τὸ δὲ ὑπὸ φαντασίας σκιάζεται . τὸ δὲ ἀσθενέστερον τοῦ ἰσχυροτέρου καὶ τὸ ἔλαττον
ὁ ἀήρ , ἅμα δὲ τῷ ὑπὸ τοῦ ὁρίζοντος κρυφθῆναι σκιάζεται . Καὶ εἰ καθ ' ὑπόθεσιν ἐμπίπτων εἰς τὸν
6548076 τεθνεωτι
ὑπό τινων ὑστερόποτμος : οὕτω δὲ ἔλεγον ὁπόταν τινὶ ὡς τεθνεῶτι τὰ νομιζόμενα ἐγένετο καὶ ὕστερον ἀνεφάνη ζῶν . Ὁ
δὲ ὑπ ' ἐμοῦ κινούμενος . δώσει δέ μοι καὶ τεθνεῶτι χάριν τῷ σοί τι χαρίζεσθαι πολλοῖς μὲν ἔργοις ,
6535649 ταραχθεισα
θεῶν βασίλεια : ὁ ἀλλά κεῖται ἀντὶ τοῦ δέ . ταραχθεῖσα τῇ ψυχῇ καὶ ὑπερζέουσα τῷ θυμῷ , οὐ τότε
ἤδη παραπτομένην τῆς εἰς τὸ νοσῶδες παρατροπῆς ἐπὶ ταῖς ἀμυχαῖς ταραχθεῖσα κνήμη καὶ ἐκδοῦσα ἄλυπον καὶ ὅσην θέλομεν τὴν ἐπίδοσιν
6530556 εἰωθεις
. ὁρῶντες γὰρ ὑπεριδόντα σε τοῦ πατρός , ᾧ πᾶσαν εἰώθεις αἰδῶ τε καὶ θεραπείαν προσάγειν , εἰκόνι σοι χρήσονται
σύνοικος ἠρώτα “ πῶς οὐδὲν ἦλθες ἄρας , ὡς πρὶν εἰώθεις ; ” ὁ δ ' εἶπε “ πῶς γάρ
6530026 ἀδημονων
Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς ,
ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ]
6528409 καθῃρημενον
” κατηγορία τοῦ Γύννιδος , καλῶ γὰρ οὕτω τὸν ἄρτι καθῃρημένον τύραννον , ἐπειδὴ ἀσελγείᾳ πάσῃ τὰ Ῥωμαίων ᾔσχυνε .
Ἀθηναίοις ἀποδοῦναι , τὸ μὲν Πάνακτον ὑπὸ τῶν Βοιωτῶν αὐτῶν καθῃρημένον ηὗρον , ἐπὶ προφάσει ὡς ἦσάν ποτε Ἀθηναίοις καὶ
6527879 ΗΕΘ
ἄρα πρὸς τὴν ΕΔ μείζονα λόγον ἔχει ἤπερ ἡ ὑπὸ ΗΕΘ γωνία πρὸς τὴν ὑπὸ ΖΕΘ . καὶ ἐκ μὲν
τῇ ὑπὸ ΟΝΜ . ὥστε ἑκατέρα τῶν ὑπὸ ΤΕΣ , ΗΕΘ τῇ πρὸς τῷ Ο ἴσαι εἰσίν . ἡ ἄρα
6527207 θεσπιῳδει
ταῦτα μὲν δὴ ταῦτα : τῷ δὲ Λοξίᾳ , ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου , μέμψιν δικαίαν μέμφομαι ταύτην ,
δ ' ἢν ἐς ὑγρὸν πόντιον πέσῃ βάθος ; ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου καὶ προσκυνῶ γε πρῶτα μὲν τὸν
6524554 σκοτοδινιω
' , ὦ φίλαι . Εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος καὶ σκοτοδινιῶ . Κἀγὼ καθεύδειν βούλομαι καὶ στύομαι καὶ σκοτοβινιῶ .
ἐφθεγξάμην . Γ κἀστωμυλάμην ] πανούργως ἐφθεγξάμην . ἰλιγγιῶ : σκοτοδινιῶ , ὑπὸ τῆς γαστρὸς συνέχομαι . τοῦτο δὲ οἱ
6521622 προσεγγισας
τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων γενόμενος ἐγκρατής , καίτοι τοῖς οὐδοῖς προσεγγίσας τοῦ γήραος , μᾶλλον δὲ καὶ τούτων ἔνδον γενόμενος
ὁ ἄνθρωπος οὗτος : προσελεύσομαι πρὸς αὐτόν . ” εἶτα προσεγγίσας λέγει “ πατερίων , χαίροις . ” ὁ ἄγροικος
6519430 θαλπωρην
. Ἔπειτα εἰ διὰ τὸ προστυχὸν κρύος παχυνθείη , διὰ θαλπωρὴν τοῦ περιέχοντος λεπτυνθείη ἄν . Ἀλλὰ μὴν ἔστιν ἰδεῖν
καὶ τὸν φόβον κρυόεντα προσαγορεύει , ἐκ δὲ τοῦ ἐναντίου θαλπωρὴν τὸ θάρσος καὶ τὴν ἀγαθὴν ἐλπίδα . τὰ μὲν
6517524 λαμπρυνεται
. Εἰ γοῦν εἰς σκοτεινὸν οἴκημα φῶς εἰσενεχθείη , εὐθέως λαμπρύνεται ὁ ἐν αὐτῷ ἀήρ , καὶ εἰ σβεσθείη τὸ
χἄτερον κτᾶσθαι φίλον . κἄπειτ ' ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος λαμπρύνεται , οἱ δ ' αἴτιοι τῶνδ ' οὐ κλύους
6516037 παρειστηκει
αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων περὶ τῆς πόλεως τοιαύτη δόξα παρειστήκει , ὡς εἰ μὲν πρότερον ἐπ ' ἄλλην πόλιν
τράπεζα . τὸν πέπλον ἡπλωμένον εἱστήκει κρατοῦσα θεράπαινα : Φιλομήλα παρειστήκει καὶ ἐπετίθει τῷ πέπλῳ τὸν δάκτυλον καὶ ἐδείκνυε τῶν
6514230 παραβαλου
τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὠόπ . τὸ δὲ παραβαλοῦ
. . ἢ παῦε τῆς ὁμιλίας . τῷ δὲ πλοίῳ παραβαλοῦ . πρὸς τὴν γῆν δὲ φθάσας φησὶ ταῦτα .
6510664 διαβεβηκως
ὃν δὴ χρόνον ἦλθε καὶ Σέλευκος ἐκ τῶν ἄνω σατραπειῶν διαβεβηκὼς εἰς Καππαδοκίαν μετὰ πολλῆς δυνάμεως καὶ κατασκευάσας στεγνὰ τοῖς
οἱ μετρικοὶ καλοῦσιν , ὑψηλός τε καὶ ἀξιωματικός ἐστι καὶ διαβεβηκὼς ἐπὶ πολύ : παράδειγμα δὲ αὐτοῦ τοιόνδε ὦ Ζηνὸς
6505700 τανυσσει
διὰ τὸ θαυμάσαι ταύτην . Ὅμηρος ἠύτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσει . διὸ καὶ ἐμυθεύσαντό τινες αὐτὴν ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν
εἶδεν Ὀλύμπου : ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα
6502862 πολυξυλος
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής ,
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος ,
6501782 κομπους
Ἄρεος , ἀντιπάλου δυσχείρωμα δράκοντος . Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει , καί σφας ἐσιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους ,
φθόνει αὐτῷ ἐν τῷ ἐπαινεῖσθαι καὶ ἀπολαύειν τοὺς ἐξ ἐκείνων κόμπους , ἀνθ ' ὧν ἐπόνησεν . καὶ γὰρ ἡρώων
6500600 κοιμωμενην
ἐνιαυτῷ Ῥωμαίοις παρέδοσαν , τήν τε φρουρὰν τὴν ἐν αὐτῇ κοιμωμένην εὑρόντες κατέσφαξαν πλὴν ὀλίγων , οἳ ἔτυχον ἀφυστεροῦντες ,
τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας , ἥτις ἐπιστραφεῖσα † δὰξ εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν
6493860 εἰσελευσομαι
ἐν τῇ φυλακῇ , ἐξέρχομαι : ἂν πάλιν σχῆτε , εἰσελεύσομαι . μέχρι τίνος ; μέχρις ἂν οὗ λόγος αἱρῇ
ἐξελῶ ] ἐξελάσω . περιόψεται ] παραβλέψει . εἴσειμι ] εἰσελεύσομαι εἰς τὴν οἰκίαν . ⸎ . . πεσών γε
6489653 Ποτι
Ὀφιόνεον : ὄφιν , ἴχνος . Χειῇ : ῥιπτομένως . Ποτὶ δῆριν : εἰς μαχήν . Ἑρπετόν : ὄφιν .
φανερόν . Πολύς : πᾶς . ὄχλος : ἔνοχλος . Ποτὶ χθόνα : καὶ εἰς τὴν γῆν . Ἐπασσύτερον :
6488373 ἐφορμησασα
στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασεἡ διπλῆ ὅτι ἐπιεισαμένη ἐστὶν ἐπελθοῦσα , ἐφορμήσασα , ἀπὸ τοῦ εἶμι , ὡς τὸ ἢ τάχα
] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα : ἐφορμήσασα τῶι Ὀρέστηι . τὸ δὲ ἀτμῶι κατισχαίνουσα ἀντὶ τοῦ
6487756 ἀστρολαβῳ
περὶ τὰς κγ μοίρας ὄντος τοῦ Τοξότου ἐμεσουράνει ἐν τῷ ἀστρολάβῳ Παρθένου μοῖρα βʹ , καθ ' ὃν χρόνον ὁ
Καρκίνου μοίρας ιϚ ια , ἐμεσουράνει δ ' ἐν τῷ ἀστρολάβῳ ἡ βʹ μοῖρα τοῦ Κριοῦ : τότε δὲ πρὸς
6481371 Εὐγενης
. Γλαὺξ οὐκ ἂν νοσσοποιήσειε ἑτέρας προλαβούσης τὸ δῶμα . Εὐγενὴς ἵππος σκύβαλον ἑτέρου ἵππου οὐκ ἂν προσενέγκοιτο . Γῦπες
Εὐρυκλῆς πᾶς ἐγγαστρίμυθος : ἀπὸ Εὐρυκλέους τοιούτου τινὸς μάντεως . Εὐγενὴς ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι
6479525 διαμελλησας
τῆς ἔξω στρατιᾶς ἄρχειν . Καὶ ὁ Μάρκιος οὐθὲν ἔτι διαμελλήσας ἧκεν ἄγων τὴν δύναμιν ἐπὶ Κιρκαίαν πόλιν , ἐν
τῆς ἀληθείας ταλαίπωρον . Μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον οὐδὲν ἔτι διαμελλήσας ὁ Ταρκύνιος ἐπάγεται γυναῖκα τὴν Τυλλίαν οὔτε τοῦ πατρὸς
6476344 ἐτελεσεν
τὰ Μιτραίων ὄρη , διαναπαύων μεταξὺ τὴν παῖδα , τριταῖος ἐτέλεσεν ἐκ Μαχλύων ἐς Σκύθας . καὶ ὁ μὲν ἵππος
καὶ πάντας τοὺς σπερματικοὺς καρποὺς δέδωκε , καὶ τὰ μυστήρια ἐτέλεσεν αὐτούς , καὶ ἔδειξε πῶς δεῖ τελεῖν καὶ τελεῖσθαι
6473718 Μολις
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι
6473239 ἀλοιτης
Λοίτης : Ἀνεμοίτης : Ἀροίτης : Ἀνδροίτης : Σακοίτης : ἀλοίτης : τὸ πρεσβύτης : εὐλύτης : μεγύτης : βασανύτης
σπείρω σπορά , ἀλείφω ἀλοιφή . οὕτως οὖν καὶ ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ
6471649 Μαρκιανῳ
προνοίᾳ τῶν ἀγρῶν ἡ σωτηρία . ἔστω δὴ καὶ τῷ Μαρκιανῷ σωτηρία καὶ καταφυγὴ τὸ παρὰ σοῦ τε ἐγνῶσθαι καὶ
προτέρου δὲ τἀνδρὸς ἢ τοῦ παιδίου . βοήθησον τοίνυν καὶ Μαρκιανῷ καὶ τοῖς νόμοις καὶ ποίει τοὺς ἀδικοῦντας ἀσθενεῖς .
6471602 Διωξιππος
ὅπλων μεγάλην ἐπιφέρων κατάπληξιν Ἄρει παρεμφερὴς ὑπελαμβάνετο , ὁ δὲ Διώξιππος ὑπερ - έχων τε τῇ ῥώμῃ καὶ διὰ τὴν
τὰς σατραπῶν καὶ βασιλέων κελεύων με δειπνοῦντα προσφέρεσθαι κεφαλάς . Διώξιππος δὲ ὁ Ἀθηναῖος παγκρατιαστὴς τρωθέντος ποτε τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
6468907 ἐμεουσιν
τάδε γίνεται : πυρετὸς ἴσχει ἰσχυρὸς καὶ δίψα , καὶ ἐμέουσιν ἔνιοι χολήν : ἐνίοισι δὲ καὶ κάτω διαχωρέει :
ἐν τῷ πλεύμονι , ἢ ἕλκεα ἔνδοθεν , ἢ αἷμα ἐμέουσιν ἢ πτύουσιν , ἢ ἄλγημά τι ἔχουσιν ἢ ἐν
6466210 τιλλεσθαι
ἡ λέξις παρὰ τὴν μάσησιν ἢ παρὰ τὸ εἰς μικρὰ τίλλεσθαι τοὺς ἄρτους καὶ οὕτως ἐσθίειν . ἐξωμμάτωται : ὅρα
τὰ τοῦ βίου πταίσματα . Βαΐν : διὰ τὸ βίᾳ τίλλεσθαι . Βουνός : διὰ τὸ βαίνειν τὴν ἄνω .
6452994 φλογιζομενος
μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας . : ἰπνούμενος : Καιόμενος , φλογιζόμενος : ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ἴπνου . γράφεται κτλ .
καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . : χροιᾶς ] Χροιᾶς καὶ στοιᾶς φασὶν Ἀθηναῖοι
6451611 βεβοηθηκεν
τὸν ἑταῖρον Ἄνθιον . καὶ ἴσως μέν τί σοι κἀκεῖνος βεβοήθηκεν : εἰ δὲ οὐδέν τι προσέσχεν , ἀλλ '
καὶ καθ ' αὑτὰ τιμίων ἡ περὶ τὰ μαθήματα φιλοσοφία βεβοήθηκεν ἡμῖν . καὶ γὰρ τῶν δημιουργικῶν τεχνῶν οὐκ ὀλίγαις
6445848 δαινυσθε
ἀγαθοῦ . δ . τοῦ ἰδίου . ἀλλ ' ἀκέων δαίνυσθε . ἀκέων . Δ . ἀκέων ἀκέουσα : ”
, μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι γενέσθω . καὶ τότε μοι δαίνυσθε καὶ ἐς χορὸν ὀτρύνεσθε στησάμενοι κρητῆρας ἐλευθερίης ἐρατεινῆς .
6444245 φλογιζω
. ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω , καὶ τοῦ εὔω τὸ φλογίζω , ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . Ἀττικὴ ἡ
ΑΥΣΤΑΛΕΗ . Ἡ κατάξηρος , ἀπὸ τοῦ εὕω εὕσω τὸ φλογίζω . Εὐσταλέα καὶ αὐσταλέα τροπῇ Δωρικῇ τοῦ έ εἰς
6440741 σοβαρα
Ἡδονὴν ἐπιστήσας ἡγεμόνας ἑκατέρᾳ τῇ ὁδῷ : ἡ μὲν αὐτῷ σοβαρὰ τῶν ἡγεμόνων , ἡ δὲ εὐσχήμων ἰδεῖν , βαδίζουσα
, ἐγώ , ἡ θυγάτηρ Πεντεφρῆ τοῦ ἱερέως , ἡ σοβαρὰ καὶ ὑπερήφανος , σοὶ προσφέρω , κύριε , τὴν
6439560 ἐμβαλει
ἐλάμβανον οἱ στρατιῶται ἐξερχόμενοι πρὸς μάχην . ἱππαπαί , τίς ἐμβαλεῖ ; : ἰδίως τὸ κροῦσαι ναυσὶν ἐμβαλεῖν λέγουσιν :
ὡς λήψεται πυρούς . Ὁ Μανῆς δ ' οὑμὸς αὐτοῖς ἐμβαλεῖ . Πρός γε μέντοι τὴν θύραν προαγορεύω μὴ βαδίζειν
6438945 Τιμην
εἴτε φιλίαν . Ἐν τῷ δεκάτῳ δόξαν ἐκ βασιλέων , Τιμήν τε πολλὴν καὶ προμηνύειν σθένει , Ὡς γραμματικὸς οὗτος
βιβλίων συμμαρτυροῦντα ἔχων . Χρόνος ] Αὐτοῦ . Ὄλβον ] Τιμήν . Οὕτω ] ὡς νῦν . Κτεάνων ] Κτημάτων
6434563 φεροιμην
ἐπὶ θυμῷ αἶψά κεν ἠὲ φέροιτο μέγα κράτος , ἠὲ φεροίμην . Ὣς ἔφαθ ' , οἳ δ ' ἄρα
στήσομαι , ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος , ἦ κε φεροίμην . ξυνὸς Ἐνυάλιος , καί τε κτανέοντα κατέκτα .
6433294 Λερνης
' πολακτίσῃς λέχος τὸ Ζηνός , ἀλλ ' ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν λειμῶνα , ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός ,
ναῦται πρῶτα Καρνῖται κύνες , οἳ τὴν βοῶπιν ταυροπάρθενον κόρην Λέρνης ἀνηρείψαντο , φορτηγοὶ λύκοι , πλᾶτιν πορεῦσαι κῆρα Μεμφίτῃ
6431773 Μαρσυα
. Μαρσοί , ἔθνος Ἰταλικόν . τὸ κτητικὸν Μαρσικός . Μαρσύα , πόλις Φοινίκης , ὡς Ἀλέξανδρος καὶ Φίλων ,
ἐς τὴν νίκην χαίροντος . αὐτοῦ καὶ ὁ ποταμὸς τοῦ Μαρσύα τὴν ἐπωνυμίαν ἀμείψων . ὅρα μοι καὶ τὴν τῶν
6425683 Οὐξιων
ἐπὶ τὸν Τίγριν ποταμὸν ἀφίκετο . ὃς ῥέων ἀπὸ τῆς Οὐξίων ὀρεινῆς τὸ μὲν πρῶτον φέρεται διὰ χώρας τραχείας καὶ
ἐκ Σούσων καὶ διαβὰς τὸν Πασιτίγριν ποταμὸν ἐμβάλλει εἰς τὴν Οὐξίων γῆν . Οὐξίων δὲ οἱ μὲν τὰ πεδία οἰκοῦντες
6422465 Βαργυλια
' εὐθὺς ἡ Μύνδος λιμένα ἔχουσα , καὶ μετὰ ταύτην Βαργύλια , καὶ αὕτη πόλις : ἐν δὲ τῷ μεταξὺ
. Ἐκ Μύνδου εἰς Πάνορμον στάδιοι πʹ Ἐκ Μύνδου εἰς Βαργύλια στάδιοι σνʹ . Ἀπὸ Πανόρμου εἰς Ποσείδιον [ τὸ
6421173 Ἐλπις
ἀπὸ τουτέου τοῦ πτυέλου , ἑβδομαίου ἐόντος τοῦ νουσήματος . Ἐλπὶς δὲ τὸν τὰ τοιαῦτα πτύοντα ἀποθανεῖσθαι τεσσαρεσκαιδεκαταῖον , ἢν
φιλοτεχνῆσαι καὶ παραστῆσαι σαφῶς , ὅπως ἑκάστῳ βιῶναι προσήκει : Ἐλπὶς δὲ ἡ πάντα πείθουσα παραχωρεῖ τοῖς ἐκείνου πλεονεκτήμασι καὶ
6420869 λυτρωσαμενῳ
τὴν ἑαυτοῦ , ἐπαγγελλόμενος δώσειν τὴν θυγατέρα πρὸς γάμον τῷ λυτρωσαμένῳ : πλεύσας τις ἐπὶ τὴν λύτρωσιν τὸν μὲν κατέλαβε
θήσεις τὸ ῥητὸν τοῦ ἐναντίου ἐξ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ τῷ λυτρωσαμένῳ , φησὶν , ὁ πατὴρ καθυπέσχετο δώσειν τὴν κόρην
6418968 ἀποπεμψον
σὺ δ ' αὐτῷ καὶ συγγενόμενος καὶ διαλεχθεὶς καὶ εὐφράνας ἀπόπεμψον ἡμῖν τοῖς ὑπ ' ἀνάγκης καθημένοις τὸν δυνηθέντα δραμεῖν
οἴκαδέ μ ' ὡς τὴν μαῖαν , ὦ Λυσιστράτη , ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα . Τίνα λόγον λέγεις ; Τί τοῦτ
6415760 προσαπτει
δ ' αἰνοὺς ψυχμοὺς ἠδὲ νόσους παρέχει , σίνεσίν τε προσάπτει , αὐτοὺς δ ' ἀπροκόπους καὶ δειμαλέους περὶ πρῆξιν
μηδὲν εἶναι τὰ κατὰ τὸν ἀνθρώπινον νοῦν , ἅπαντα δὲ προσάπτει θεῷ , ὁ δὲ πάλιν ἀποδιδράσκων θεὸν τὸν μὲν
6414954 ἐμβαμματι
ὡραῖοϲ καὶ ϲμικρόν τι μαλάχηϲ ἢ κράμβηϲ ἡμίεφθον ξὺν κυμίνου ἐμβάμματι . ἐϲ δὲ δεῖπνον ϲταφυλῖνοϲ ἡ ῥίζα καὶ χόνδροι
πεπέρεωϲ κόκκοι ν γάρου μέλανοϲ # γ μίξαϲ , χρῶ ἐμβάμματι ἢ ὡϲ βούλει , καθαίρει χολήν . Ἄλλο .
6412712 ἀνασωσαι
προβαλλόμενοι . οὔτι προσδοκῶν τὸν τόπον τὸν προειρημένον δυνήσεσθαι αὐτοὺς ἀνασῶσαι καὶ κομίσασθαι . πόθεν ; ἀλλ ' ἵνα ὑπὲρ
μὴ φιλῶν οὐδένα ἀδικεῖ : τὸν τοίνυν ἀγαθὸν ἀλλοιωθέντα ἀδυνατῶν ἀνασῶσαι ἀφίσταται τῆς πρὸς αὐτὸν φιλίας : εἰ μὲν οὖν
6412573 κεκευθως
αὐτόν . . πιανῶ ] δοξάσω , κοσμήσω . . κεκευθὼς ] κρυβεὶς , κατακευσθείς . . ὑπὸ ] γρ
. μάντις ] ὁ Ἀμφιάραος . κεκευθὼς ] κρυφθείς . κεκευθὼς ] κρυβείς . Ξ κεκευθὼς ] κρυβείς , καταχωσθείς

Back