μεγάλου καὶ ἑνὸς ρ . . . . , . ἄμπωτις : ἡ ξηρασία , ἡ † ῥιχία . κυρίως
ὑποσταλῆναι τὸ ὕδωρ ἔσω εἰς τὰ κοῖλα τῆς γῆς λέγεται ἄμπωτις , τὸ δὲ πάλιν ἐκρεῦσαι τοῦτο καλεῖται ῥαχία .
7577470 τεναγος
. Τέναγος . παρὰ τὸ τέγγω τὸ βρέχω . τέγγος τέναγος , ὁ ὑπόβροχος τόπος . Τάφρος . πλεονασμῷ τοῦ
τὴν ξυνεχῆ τῇ Ἀράβων γῇ , καὶ ἔνθεν μὲν ἐς τέναγος ἐπὶ πολύ , ἐκ δὲ τοῦ ἐς θάλασσαν κατὰ
7493464 λιψ
ἕπεται νεφέλη . Περὶ γὰρ τοὺς τόπους τούτους ὅ τε λὶψ ἀμφότερα ταχέως ποιεῖ πνέων ἀπὸ τοιαύτης ἀρχῆς , ὅ
νὶψ νιβός : ἔστιν δὲ ὄνομα κρήνης . οὕτως καὶ λὶψ διὰ τοῦ Ι . ὁ δὲ ἄνεμος λέγεται καθὰ
7445550 διωρυξ
γὰρ τοὺς κροκοδείλους τιμῶσι , καὶ διὰ τοῦτο ἥ τε διῶρυξ αὐτῶν ἐστι μεστὴ τῶν κροκοδείλων καὶ ἡ τοῦ Μοίριδος
, εἰς ὃ σαλεύεται . ἦν οὖν τῆς κώμης ὄπισθεν διῶρυξ τοῦ ποταμοῦ μεγάλη καὶ πλατεῖα . ταύτῃ οἱ τεταγμένοι
7416392 πεδιας
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
7416089 πεδιαδος
τὴν προϋπάρξασαν ἀφίκηται τάξιν . καὶ τῆς μὲν χώρας οὔσης πεδιάδος , τῶν δὲ πόλεων καὶ τῶν κωμῶν , ἔτι
ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν γῆν τε κατέχουσα τῆς Καμπανῶν πεδιάδος τὴν πολυκαρποτάτην καὶ λιμένων κρατοῦσα τῶν περὶ Μισηνὸν ἐπικαιροτάτων
7393284 ὑετος
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἀστραπὴ διαΐξασα καὶ βροντὴ καταρραγεῖσα καὶ ὑετὸς ἢ χιὼν ἢ χάλαζα κατενεχθεῖσα καὶ ταῦτα δυσείκαστα πάντα
βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ὑετοί , χειμαίνει . Εὐδόξῳ ὑετὸς καὶ ἄνεμος μεταπίπτων . Δοσιθέῳ ἐπισημαίνει . ηʹ .
7375955 πλημυρις
ὑπὸ τοῦ ἄξονος . πλῆξαι τὸ ἐκ χειρὸς πατάξαι . πλημυρίς τὸ ὅρμημα τῆς θαλάσσης . πλήσσοντο διέβαινον : “
εἶσι ἑρπετὸν οὐδὲ ποτητὸν ἀείρεται . ἔνθ ' ἄρα τούσγε πλημυρίς μυχάτῃ ἐνέωσε † τάχιστα ἠιόνι , τρόπιος δὲ μάλ
7371430 ῥαχιαν
εἰ συνέβη , πλέοντος τοῦ πλοίου , γενέσθαι ἀμπώτιδα καὶ ῥαχίαν . περὶ τούτων Ὅμηρος : Ἔνθεν μὲν Σκύλλη ,
χρήσασθαι τῇ πόλει . τίνα γὰρ μεσόγειαν ἢ ποίαν Ἀτλαντικὴν ῥαχίαν οὐκ ἔσεισεν ; ἢ ποῖον κόλπον ὧν ἴσασιν ἄνθρωποι
7353548 πετρωδεις
. . : τὰ δὲ τῶν νεῶν ἐπιτήδεια ἕρματά ἐστιν πετρώδεις ἕρμακας τοὺς δι ' εἰκόνας ἑρμῶν σεσωρευμένους λίθους :
παρόμοιος κοραλλίῳ . οὗτος φύεται ἐν τῇ Ἰνδικῇ παρὰ τοὺς πετρώδεις τόπους τῆς θαλάσσης , ἔχων ὕψος ὡσεὶ δακτύλων ἕξ
7328125 πελαγων
μεγέθη καὶ ζῴων καὶ φυτῶν ἀμυθήτους ἰδέας , ἔτι δὲ πελαγῶν ἀναχύσεις , ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φοράς , ἀενάων
εἰκότως , τοῦ δι ' Αἰγαίου κομισθῆναι : οὕτω καὶ πελαγῶν καὶ τῶν ἐν τῇ γῇ πάντων οὗτος ὡραιότατος .
7278408 ἀνεμωδης
ὁ ἐν τῷ ἡγουμένῳ ὤμῳ τοῦ Ὠρίωνος κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ἀνεμώδης κατάστασις . Μητροδώρῳ καὶ Καλλίππῳ νοτία . γʹ .
ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : Στάχυς ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις ἀνεμώδης κατάστασις . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ ὀρνιθίαι ἄρχονται πνεῖν ,
7266840 ληϊον
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον :
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ
7259842 χειται
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν
7258571 παλιρροιαις
λέγονται κύματα ἐξερχόμενα καὶ πάλιν εἰσερχόμενα . διαύλοις οὖν ταῖς παλιρροίαις τῶν κυμάτων . δίαυλοι δὲ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν
καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων ἢ παλιρροίαις χρωμένων : εὐρεῖς γὰρ ἔστιν ὅτε κόλποι θαλάττης ὑποσυρείσης
7245781 τελματωδης
ἕλειον ] Βόλβη ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα
ἐν αὐχμῷ μὴ σφόδρα καταῤῥήγνυτο , μήτε ὄμβρων ῥαγδαίων κατενεχθέντων τελματώδης εἴη , ἀλλ ' ἐκδέχοιτο εἰς τὴν λαγόνα πᾶν
7222834 ἀφυσγετος
τῆς ἀνέμου πνοῆς ἐκ παντὸς εἴδους ἀναδιδόμενος ῥύπος ἀκαθαρσίας . ἀφυσγετός : συρφετὸς , ῥῦπος , καὶ ἰλύς . ἐξ
ἀφυλίσαι ' . . . . ἀφυσγετόν : τὸ ἰλυῶδες ἀφυσγετός ' . . . . ἀφύη : ἰχθύδιον μικρόν
7214627 ὑετοι
αὐτὴν τελέσωσι καὶ ὑποστρέψωσιν . ὅτι βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ ὑετοὶ οὔκ εἰσιν ἐν τῆι Ἰνδικῆι , ἄνεμοι δὲ πολλοὶ
ἐὰν ᾖ ἄλυτα , συνίστησι καὶ σῴζει . οἱ δὲ ὑετοὶ κατακλύζουσι καὶ αἱ ψακάδες , καὶ ἡ σελήνη ἀμαυροῖ
7196382 συρομενη
εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος
δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα
7188407 βορεας
: ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις βορέας σφοδρός . Καλλίππῳ καὶ Εὐκτήμονι ἐπισημαίνει . βʹ .
κδ : . . . Αἰγυπτίοις χειμέριος περίστασις , Εὐδόξῳ βορέας ψυχρός . . . . . ἐν δὲ τῇ
7163193 κολποι
τὴν πλευρὰν ἑκατέραν πτέρυγας ἁπλοῖ , καὶ ἐμπῖπτον τὸ πνεῦμα κολποῖ δίκην ἱστίων αὐτάς . Τὴν ὠτίδα τὸ ζῷον ὀρνίθων
παρὰ πλευρὰν ἑκατέραν πτέρυγας ἁπλοῖ , καὶ ἐμπίπτον τὸ πνεῦμα κολποῖ δίκην ἱστίων αὐτάς . Μόσχος ᾄδων Βοιώτιον : Μόσχος
7094319 συστρεφεται
δαιτρεύουσιν : κατακόπτουσιν . Δνοπαλίζεται : συστρέφονται , κόπτονται , συστρέφεται : δνοπάλιξις κυρίως ἡ διὰ τῶν χειρῶν τίναξις καὶ
ὄμβροι τε καὶ πνεύ - ματα ὑπεναντία ἀλλήλοις , τότε συστρέφεται τὸ ὕδωρ καὶ πυκνοῦται κατὰ πολλὰ : ὅ τι
7085720 Τυρσηνικου
ἐπειδὴ ὁ πορθμὸς μέσος κεῖται τοῦ τε Ἀδριατικοῦ καὶ τοῦ Τυρσηνικοῦ πελάγους τὸ μὲν λῆγον , τὸ δὲ ἀρχόμενον .
' ἀμφὶ Σύρτιν καὶ Λιβυστικὰς πλάκας στενήν τε πορθμοῦ συνδρομὴν Τυρσηνικοῦ καὶ μιξόθηρος ναυτιλοφθόρους σκοπάς , τῆς πρὶν θανούσης ἐκ
7082185 αἰγιαλος
ἔχουσι , πέλαγος . Ἐπέδραμον : ἐπιτρέχουσιν . αἰγιαλοῖσι : αἰγιαλὸς παρὰ τὸ αἶα ἡ γῆ καὶ τὸ γείτων καὶ
* κρόκῃσι κρόκαις , αἰγιαλοῖς . κρόκη δὲ λέγεται ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω κερόκη καὶ κρόκη ,
7080671 συρδην
ἀκόντια φέροντες . ἡ πολύχρυσος ] † ἡ πλουσιωτάτη . σύρδην ] ὁμοῦ . ναῶν ] η . ἐπόχους ]
. οὐ γὰρ μόνον ἐκ παραλλήλου φυσῶντες , μᾶλλον δὲ σύρδην φερόμενοι κατεκτύπουν ἡμῶν οἱ ἄνεμοι , ἀλλ ' ἤδη
7065961 τεναγωδης
τῆς ἠπείρου ὡς ἐπὶ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ πορθμὸς τεναγώδης τὸ χωρίον καὶ τὰ μὲν πρὸς τῇ ἠπείρῳ τῆς
Εἶτ ' αἰγιαλός τις Σαλμυδησσὸς λεγόμενος ἐφ ' ἑπτακόσια στάδια τεναγώδης ἄγαν καὶ δυσπρόσορμος ἀλίμενός τε παντελῶς παρατέταται , ταῖς
7054736 ἀργεστης
ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος δύνει . Ἱππάρχῳ νότος ἢ ἀργεστής . Ϛʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ
ἐπιθετικὰ : Ὀρέστης Θυέστης Ἀκέστης . τὸ μέντοι κηδεστής καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ
7043977 βροχη
Λύρα τε σὺν τῷ Καρκίνῳ δύνει καὶ πρὸς ἑσπέραν ἡ βροχὴ τῇ χθονὶ παρεμπίπτει , τῇ δὲ τριτάτῃ ὅμοια ὡς
κατ ' ὀλίγον ποιεῖται . Λυπεῖ δὲ αὐτῷ ψύχος καὶ βροχὴ καὶ νότου πνοή , διαλύουσα τὴν τῶν τόξων δύναμιν
7036731 λιθωδης
. ὁ δὲ τόπος ὁ Φελεὺς ἦν ⌈ πετρώδης [ λιθώδης ] καὶ τραχύς ⌈ πάνυ : ⌈ καλοῦσι δὲ
μήτραν , ὁπότε παρακολουθεῖ πρόδηλος ὄγκος περὶ τὸ ἐπιγάστριον ἀπηνὴς λιθώδης μετὰ κατασπασμοῦ τῶν ὑπερκειμένων ὑποχονδρίων καὶ ἰσχνώσεως ἀχροίας τε
7010781 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
6994504 ἐσαλευε
ἔχοντες : ἐπεὶ δὲ ὁ βασιλεὺς φιλοτιμότερον ταῖς τε μηχαναῖς ἐσάλευε τὰ τείχη καὶ τὴν πολιορκίαν ἐνεργεστάτην ἐποιεῖτο κατὰ γῆν
. καὶ ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ τούτου , ἵναπερ ὁ στόλος ἐσάλευε , καὶ τῆς ἄκρης , ἥντινα καταντικρὺ ἀφεώρων ἀνέχουσαν
6993938 ἐρεθιζεσθω
ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος , αἰθὴρ δ ' ἐρεθιζέσθω βροντῇ σφακέλῳ τ ' ἀγρίων ἀνέμων : χθόνα δ
δι ' ὅλου καυστικός . αἰθὴρ ] ἀήρ . . ἐρεθιζέσθω βροντῇ ] κινείσθω ἐν βροντῇ . σφακέλῳ ] συστροφῇ
6991817 ἁμμου
Ἐχινάσι νήσοις . ἐκδέχονται δὲ ταύτην τὴν παράλιον ἀέριοι θῖνες ἅμμου κατά τε τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος , μέλανες
καὶ φαγεδαίνας καὶ τὰ ἕλκη τὰ σαπρὰ μετὰ γάλακτος καὶ ἅμμου καταπλασσομένη . ἡ δὲ ῥίζα αὐτῆς ὀπτὴ ἐσθιομένη ἔφηλιν
6987581 καθυγρος
ἐδόκει γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρα , πεδιάς τε οὖσα καὶ κάθυγρος , εὔφορος εἶναι εἰς τὰς τῶν κτηνῶν τροφάς .
ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα καὶ πάπυρα ,
6979073 ἀπηλιωτης
ἥλιος εὐθέως ἀνατείλῃ . τέταρτός ἐστιν σχηματισμὸς ὁ καλούμενος μεσημβρινὸς ἀπηλιώτης , ὅταν τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ ὄντος ὁ
Μένανδρος Θετταλῇ . . . εἶτ ' ἀπέδραν μόνος . ἀπηλιώτης : ἐν τῷ π καὶ ἀντήλιος καὶ πάντα τὰ
6971417 σκοπελοις
τὸν ἰχθὺν ἀνασπᾷ καὶ ἱπτάμενος ἔτι πάλλοντα κατεσθίει . τοῖς σκοπέλοις δὲ καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς ἐφιζάνει καὶ ταῖς χοιράσι πέτραις
φαραγγώδης , ἔτι δὲ πέτρους ἔχων πυκνοὺς καὶ μεγάλους ἐοικότας σκοπέλοις . τοῦ δὲ ῥεύματος περὶ τούτους σχιζομένου βιαιότερον καὶ
6967712 γαληνη
ἐρατεινήν : Μειλιχίη δέ τοι αἰὲν ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε γαλήνη παίδεσιν ἠδὲ τοκεῦσιν , ἐπὶ φρεσὶν ἠδὲ νόοιο ,
στησόμεθα : δώσω δὲ ἐγὼ τοῦ χοροῦ τὸ σύνθημα . γαλήνη μὲν ἔχει τοὺς ἀρχομένους ἅπαντας , καθάπερ ἐκ τρικυμίας
6954691 σχιζων
ἐπιπολάζων τῷ ῥεύματι : ἐπειδὰν δὲ ὁμιλήσῃ τῇ πόλει , σχίζων εἰς δύο πόρους τὰ ῥεύματα , εἶτα συνελθὼν αὖθις
γὰρ δὴ Νεῖλος ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν Καταδούπων ῥέει μέσην Αἴγυπτον σχίζων ἐς θάλασσαν . Μέχρι μέν νυν Κερκασώρου πόλιος ῥέει
6949505 ἐξεφθινται
Ἀγδαβάται ] ἔθνος Περσῶν . τὸ ἑξῆς , Ἀγδαβάται γὰρ ἐξέφθινται . φύστις ] ἔκφυσις , γονή . τοῦτο διὰ
μέσου . Ἀγδαβάται γὰρ , ὅ ἐστιν ἔθνος Περσῶν , ἐξέφθινται καὶ ἐφθάρησαν , πολλοὶ φῶτες , ἄνθος καὶ καλλώπισμα
6948128 χιονωδης
καὶ τῷ εὔρῳ ἀνέμῳ : ὁ δὲ χειμὼν κατεψυγμένος καὶ χιονώδης , ὄμβροι δὲ ἔσονται συνεχεῖς καὶ ποταμοὶ μεγάλοι .
ὑδατώδης , μεσάζων δὲ ἀνεμώδης , καὶ λήγων χαλαζώδης καὶ χιονώδης . ἐν τῷ ἔαρι πνέουσιν ἄνεμοι ζέφυροι λαμπροί .
6929926 μειουσι
, βίαις ἐξαισίοις πνευμάτων : πάλιν τε ποταμοὺς πλημμυροῦσι καὶ μειοῦσι καὶ πεδία λιμνάζουσι καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν
αἱ μετριότητες ἀπὸ τουτέων σκεπτέαι . Αἱ προαυξήσιες ἑκάστῳ ἃ μειοῦσι , καὶ αἱ μειώσιες ἃ προαυξοῦσι , καὶ τῇσι
6922646 δροσων
, περὶ τετάρτην ὥραν τῆς ἡμέρας , ἤδη ἀνεψυγμένων τῶν δρόσων . ἐπιμελητέον δὲ τοῦ πάσας τὰς ῥάγας ὑγιεῖς εἶναι
ἐν αἰχμαλώτοις Τρωικοῖς οἰκήμασιν ναίουσιν ἤδη , τῶν ὑπαιθρίων πάγων δρόσων τ ' ἀπαλλαχθέντες : ὡς δ ' εὐδαίμονες ἀφύλακτον
6895218 Ἀχερων
τοῦ Πάδου καὶ τῶν Ἄλπεων . τὸ ἐθνικὸν Ἀχερραῖος . Ἀχέρων , Ἀχέροντος , Ἀχερούσιος Ἀχερουσία Ἀχερούσιον . ἔστι καὶ
κατέσχον , ὡς Ἔφορος ἱστορεῖ . παραρρεῖ δὲ αὐτὴν ὁ Ἀχέρων ποταμός . Ἀχέρων δὲ παρὰ τὰ ἄχεα εἴρηται .
6885541 παρασαγγαι
μέχρι οὔρων τῶν Κιλικίων σταθμοὶ δυῶν δέοντές εἰσι τριήκοντα , παρασάγγαι δὲ τέσσερες καὶ ἑκατόν : ἐπὶ δὲ τοῖσι τούτων
δὲ ταύτης ἐς τὴν Κισσίην χώρην μεταβαίνοντι ἕνδεκα σταθμοί , παρασάγγαι δὲ δύο καὶ τεσσεράκοντα καὶ ἥμισύ ἐστι ἐπὶ ποταμὸν
6882819 δρυμος
Σικελίας . Ἆκις παρὰ τὸ ἀκίδι ἐοικέναι τὰ ῥεύματα . δρυμὸς τόπος λέγεται ὁ πολλοὺς ἔχων δρῦς . τινὲς αἰτιῶνται
τὰ ταύτῃ ὄρη . ἐνταῦθα δ ' ἐστὶν ὁ Ἑρκύνιος δρυμὸς καὶ τὰ τῶν Σοήβων ἔθνη , τὰ μὲν οἰκοῦντα
6882415 χαλαζα
: ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι .
τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε
6880106 ὁμιχλη
τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ πρόσωπον τοῦ μέσου ἀορίστου
θαλάσσης πόρον ἀπέκλειον . ἐφέρετο δὲ πολλὴ μὲν ὑπὲρ αὐτῶν ὁμίχλη πολὺς δὲ πάταγος , ἦν δὲ ἀδύνατον καὶ τοῖς
6878225 ὑπερκειμενη
ὁ δὲ τύπος Αἰγύπτιος . Πίναρα , πόλις μεγίστη , ὑπερκειμένη τῷ Κράγῳ ὄρει τῆς Λυκίας . τὸ ἐθνικὸν Πιναρεῖς
καλεῖται , μέγα ἐμπόριον , κτίσμα Μιλησίων . ἡ δὲ ὑπερκειμένη πᾶσα χώρα τοῦ λεχθέντος μεταξὺ Βορυσθένους καὶ Ἴστρου πρώτη
6878207 ἐπομβρος
ὕδρωπας : ἢν δ ' ὁ χειμὼν νότιος γένηται καὶ ἔπομβρος καὶ εὔδιος , τὸ δὲ ἦρ βόρειόν τε καὶ
τὸ πρωϊαίτερον ἢ ὀψιαίτερον , καὶ εἰ ἡ ὥρη ἐγεγόνει ἔπομβρος ἢ αὐχμηρὴ , ψυχρὴ ἢ θερμὴ , νήνεμος καὶ
6873326 ὀρεινη
κλῆμα βότρυος ἔχον : ὀφροκόρινθος ὄνομα τόπου : ὀφρυόεσσα , ὀρεινὴ , ἔνδοξος . ὀχμάζει λαμβάνει : κατὰ δὲ τὸ
μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων συνήχησε μὲν ἡ σύνεγγυς ὀρεινὴ πᾶσα , τὸ δὲ μέγεθος τῆς βοῆς ὑπερῆρε τὴν
6858497 σχιζομενη
τρῆμα κοινὸν στρογγύλον ἴσον εὖρος τῷ πάχει τοῦ νεύρου : σχιζομένη δ ' αὐτίκα τῷ μὲν ἑτέρῳ τῶν μερῶν ὀπίσω
ἄλλῳ [ καὶ ἄλλῳ ] πλάτει , μετὰ δὲ ταῦτα σχιζομένη καὶ τελευτῶσα εἰς δύο κόλπους πελαγίους , τὸν μὲν
6856543 ἐμπυρος
ἀναφυσηθῆναι συμβῇ πᾶσαν τὴν ἄσφαλτον : ὁ δὲ πλησίον τόπος ἔμπυρος ὢν καὶ δυσώδης ποιεῖ τὰ σώματα τῶν περιοικούντων ἐπίνοσα
. Καὶ ἐν αὐτοῖς μὲν τοῖς τόποις καὶ τοῖς συνεχέσιν ἔμπυρος ἡ πνοὴ γίνεται , πορρωτέρω δὲ προϊοῦσιν οὐχ ὁμοίως
6854814 βυθος
, καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς υ , ὡς βάθος βύθος , . . , . Βύνη : ἡ Λευκοθέα
αἰγιαιλοὶ παρὰ τὸ κρύος κύειν : ψυχροὶ γὰρ ἤπερ ὁ βύθος . κρόκαι δὲ Μινυῶν οὕτω σύντασσε : ὅντινα ναὸν
6849836 σφακελῳ
δὲ καὶ ὁ ἀὴρ ἐρεθιζέσθω καὶ κινείσθω ἐν βροντῇ , σφακέλῳ τε ἀγρίων ἀνέμων , τουτέστι συντόνῳ κινήσει . σφάκελος
βόστρυχος . αἰθέρα δὲ ἐνταῦθα τὸν ἀέρα λέγει . : σφακέλῳ ] Σπασμῷ : συντόνῳ κινήσει . : Σφάκελος νόσος
6844931 Εὐξεινοιο
ἀυτῆς , ἐσσυμένως μάλα πᾶσαν ἀνεπλήμμυρε θάλασσαν ὅσση ἀπ ' Εὐξείνοιο κατέρχεται Ἑλλήσποντον , καί μιν ἐπ ' ἠιόνας Τροίης
πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . τῷ δ ' ἐνὶ ναιετάουσιν ἑωθινὸν ἔθνος
6836860 στεινον
τε ] ὑπερμήκεα ἐόντα , διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι , δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός
πρότερον ἢ ἐπράχθη τὸ ἔργον : ἦ τότ ' ἀμειψάμενος στεινὸν πόρον Ἑλλησπόντου † αὐδήσει Γαλατῶν ὀλοὸς στρατός , οἵ
6836162 ὑφαλοι
ἃς ἐναυάγησαν οἱ Ἕλληνες . σπίλοι δὲ καὶ σπιλάδες αἱ ὕφαλοι πέτραι καὶ τραχεῖαι λέγονται . * γωλειὰ δὲ καὶ
ναῦν περιπεσεῖν ἐν χειμῶνι , ἕρματα ἕρματα κρύφια , πέτραι ὕφαλοι , σκόπελοι , σπιλάδες , βράχη , χοιράδες ,
6827410 ἁλυσεων
. μετὰ δὲ ταῦτα παραρτήματα ἐκ τροπῶν παχέων συγκείμενα διὰ ἁλύσεων χαλκῶν κρεμάμενα . τριῶν δὲ ἱστῶν ὑπαρχόντων ἐξ ἑκάστου
λίθοι βαρεῖς κατάκεντροι ἀπὸ μαγγάνων ἄφνω χαλώμενοι διὰ σχοινίων ἤτοι ἁλύσεων καὶ πάλιν ἀνασπώμενοι δι ' ἑτέρων ἀντιβαρημάτων . Πρὸς
6825895 ἁλυσεσιν
μεγάλας ἐπάγοντες περιεσταύρουν τὸ τεῖχος , τὰς δὲ καὶ ἐξαρτῶντες ἁλύσεσιν ἀνέκλων τὴν φορὰν τῶν λίθων , καὶ οὐδὲν τοσοῦτον
. μετερρύθμιζε ] μετέβαλεν εἰς γῆν . πέδαις ] ταῖς ἁλύσεσιν αἷς συνέδησε τὰς ναῦς . . ἤνυσε ] εἰργάσατο
6823930 τυλωδης
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ
6821473 Τριφυλια
μὲν Σαμικόν , ἐν δεξιᾷ δὲ ὑπὲρ αὐτὸ ἥ τε Τριφυλία καλουμένη καὶ πόλις ἐστὶν ἐν τῇ Τριφυλίᾳ Λέπρεος .
καὶ γὰρ εὔκαρπός ἐστι καὶ ἐρυσίβην γεννᾷ καὶ θρύον ἡ Τριφυλία : διόπερ ἀντὶ μεγάλης φορᾶς πυκνὰς ἀφορίας γίνεσθαι συμβαίνει
6812435 ἐλυμα
μέσον εὔτονον , διὸ πρίνινον τὸν γύην . ἐλύματι : ἔλυμα μέρος τι τοῦ ἀρότρου ἐν τῷ μέσῳ ἔνθα συμβάλλεται
. δάφνης δ ' ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες . δρυὸς ἔλυμα , πρίνου δὲ γύην . βόε δ ' ἐνναετήρω
6812209 χθαμαλαι
λοετρῶν ἀέναοι ταμίαι : παρὰ δὲ χλοάουσι ῥέεθροις ποῖαί τε χθαμαλαί , μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι εὔδιον ἐκ καμάτοιο ,
ηὐδάξαντο : εἶπον , ὠνόμασαν . Ἄλλαι : πέτραι . χθαμαλαί : βαθεῖαι . χαμηλαί : κοῖλαι , ταπειναί .
6803904 πλημμυρις
τὰ πρὸς τὸν ἄνεμον φωτίσαντες ἄγουσιν ἡσυχίαν , ἐπὰν δὲ πλημμυρὶς ἐπέλθῃ , τὰ πρὸς τὴν ἄγραν ὡς προείρηται ,
τὰς διελθόντας χρῆν εἶναι ἔσω ἐν τῇ Παλλήνῃ , ἐπῆλθε πλημμυρὶς τῆς θαλάσσης μεγάλη , ὅση οὐδαμά κω , ὡς
6803688 συμμικτα
κώνους , ὅσους ἐθρέψατο ἡ πεύκη , τουτέστιν ὅλα ὁμοῦ σύμμικτα ἑψήσας δίδου πιεῖν κώνοις ] καρποῖς : κῶνος λέγεται
πολλῶν ζώων συνιόντων καὶ ἀλλήλοις ἐπιβαινόντων , ἐξηλλαγμένα ἀποτελεῖ καὶ σύμμικτα ζῶα . Λευκὴν μᾶζαν φυρῶ σοι : ἐπὶ τῶν
6798759 Κασπια
Κρονίου ὠκεανοῦ πληρούμενος . Ἴσως δι ' ἀδήλων τόπων ἡ Κασπία ἐπὶ τὰ βόρεια ὀφείλει τετάχθαι περὶ Σκυθίαν , ὡς
. . . . „ γίνεται δὲ Κασπιανός ἐκ τοῦ Κασπία ὡς Καρδιανός . Κασάνδρεια , πόλις Μακεδονίας πρὸς τῇ
6797660 χαραδρας
τὰ μικρὰ προσφιλοτιμουμένων . Ὅμοιόν ἐστιν εἴ τις θαλάττῃ ἐκ χαράδρας ὕδωρ ἐπεισάγει , καὶ χαρίζεσθαι δοκεῖ . Βοῦς ἐπὶ
πόρον ἐργάζεται . καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ ,
6794596 Ἐρημος
πλάτος . Ἐξόδιον : διὰ τὸ ἔξω ὂν βίου . Ἔρημος : διὰ τὸ ἠρεμεῖν ἤγουν ἡσυχάζειν . Εὐκτήριον :
Βαβυλωνία : πίναξ εʹ Ἀσσυρία Μηδία Σουσιανή Περσίς Παρθία Καρμανία Ἔρημος : πίναξ Ϛʹ . Ἀραβία Εὐδαίμων Καρμανία : πίναξ
6791888 μηνοειδης
τῇ νουμηνίᾳ , βραδυτάτη δὲ τῇ γῃ : καὶ μένει μηνοειδὴς ὁτὲ μὲν ἕως τῆς εης , ὁτὲ δὲ βραδύτατον
σχηματισμῶν τῆς σελήνης φωτεινοί εἰσιν οἵδε . . . . μηνοειδὴς μὲν οὖν ἐστιν , ὅταν ὑπὸ γραμμῶν μὴ ὅλως
6787392 ψακας
ἄρτον πάππαν με καλοῦσαι , ἔνδον δ ' ἀργυρίου μηδὲ ψακὰς ᾖ πάνυ πάμπαν . Ἢν δ ' ἐγὼ εὖ
λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς καὶ ψακὰς ἢ νότος , βροντή . θʹ . ὡρῶν ιδ
6783139 χαλαζης
οὐρανόν , καὶ εἰσῆλθον μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς κύκλῳ αὐτῶν : καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν
ἤτοι ὑπὸ κάμπης ἢ ἀκρίδος ἢ μυῶν ἢ κατακλυσμῶν ἢ χαλάζης καὶ τῶν τοιούτων . Ὁ δὲ τοῦ Διὸς ὁμοίως
6776714 Δοσιθεῳ
ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Δοσιθέῳ ὑετία . ιαʹ . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ :
: Ἀρκτοῦρος ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ζέφυρος . Εὐδόξῳ καὶ Δοσιθέῳ νοτία . ηʹ . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς ἢ ζέφυρος πνεῖ
6774798 βαθεις
. βαθυκόλπων ] τῶν πλουσίων . Ξ βαθυκόλπων ] τῶν βαθεῖς τοὺς κόλπους ἐξ ἱματίων ἐχόντων . θ στηθέων ]
ἀρξαμένους : οἷον ἐν τῇ ἐπόμβρῳ μήτε μεγάλους ὀρύττοντας μήτε βαθεῖς ὅπως μὴ πολὺ συνιστάμενον ἐκσήπῃ τὸ ὕδωρ : διὰ
6770125 ἐξιησιν
ἐτησίας αἰτίαν παρέχειν , διὰ τοῦθ ' ὁ Νεῖλος οὐκ ἐξίησιν εἰς θάλατταν , ἀλλ ' ἐπ ' αὐτὰ τὰ
Γλαῦκος καὶ ὁ Ἵππος : πληρωθεὶς δὲ καὶ γενόμενος πλωτὸς ἐξίησιν εἰς τὸν Πόντον καὶ ἔχει πόλιν ὁμώνυμον ἐφ '
6766441 δροσοι
! ! ! ! ] οι ? ? τέγξαν Ἀχελώιου δρόσοι [ : ] [ ! ! ! ! ]
μέντοι αἴρειν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ αἰθρίου : κωλύουσι γὰρ αἱ δρόσοι τὴν σύστασιν . ἐκλέγου δὲ τὸ ξανθὸν καὶ εὐθρυβές
6758466 φυστις
: ἡ πεφυρμένη καὶ ἐπὶ γῆς πεσοῦσα . λέγεται καὶ φύστις ἡ ἔκφυσις , γονή . τοῦτο δὲ διὰ μέσου
ἐξ ἀγγελίας μάθησις , οὕτω καὶ ἐκ τοῦ φύω φύσω φύστις ἡ φυὴ καὶ ἡ φύσις . . ἐξέφθινται ]
6758106 ζεφυρος
ἢ ἔπομβρος καὶ ἀνέμων ἀκρασία . Δοσιθέῳ εὐδία , ἐνίοτε ζέφυρος πνεῖ . ιβʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς
καὶ τὸ λοιπὸν τῶν Πλειάδων ἀνίσχει , καὶ τὴν ὀγδόην ζέφυρος ὄρθρου ἄρχεται πνέειν , καὶ τὴν ἐννάτην ζάλη γὰρ
6756079 ἑλωδεις
καὶ ἧσσον κεχυμένην τε καὶ διακεκριμένην . οἱ δ ' ἑλώδεις τῶν πυρῶν ἄτροφοί τέ εἰσι καὶ κουφότεροι καὶ τὸ
παρὰ τὰς τῶν ποταμῶν εἰσβολὰς καὶ παρὰ τοὺς ἰλυώδεις καὶ ἑλώδεις τόπους καὶ ἔνθα ἐκδιδόασιν ὀχετοὶ διαιτώμενοι , λιπώδεις μὲν
6749136 ἀκται
κατὰ τὸ θυρῶν ἀρασσομένων . νωλεμές : συχνῶς . ἁλιμυρέες ἀκταί : αἱ ὑπὸ θαλάσσης περιρρεόμεναι ἢ περιρραινόμεναι . θελήμονα
πετράων νωλεμὲς οὔατ ' ἔβαλλε , βόων δ ' ἁλιμυρέες ἀκταί : δὴ τότ ' ἔπειθ ' ὁ μὲν ὦρτο
6748782 ἐκυριευσαν
' ἀμυνομένους ὀλίγους ταχὺ τοὺς ἀντιστάντας τρεψάμενοι τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐκυρίευσαν . ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ἀντίγονος μὲν συνάψας μάχην
τὴν σκληροτραχηλίαν , καὶ Μηδικῆς ὑπόφορον ἐποίησεν ἰσχύος . κἀντεῦθεν ἐκυρίευσαν οἱ Μῆδοι τῆς Ἀσίας . ἀλλ ' οὐδ '
6748763 Μυκαλη
. Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . τὸ ἐθνικὸν Μυήσιος ὡς Φαγρήσιος . Μυκάλη , πόλις Καρίας . Ἡρόδοτος πρώτῃ . τὸ ἐθνικὸν
Ἄνδρος , Τῆνος , Μύκονος , Ἰκαρία , Σάμος , Μυκάλη : ἡ δὲ Εὐρώπη ἀπὸ τοῦ εὔρους ὠνομάσθη :
6744768 ζεφυρου
: ἐξ οὗ μυθολογεῖται πάντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους κυΐσκεσθαι χωρὶς ζεφύρου καὶ βορέου : θεογενεῖς γὰρ οὗτοι . εἶτα Προμηθεὺς
ὁπόσαι ὑπὸ ἡλίῳ εἰσί , καὶ τὸ πέλαγος οἰκειοῦται , ζεφύρου τε πηγὰς ἔχει , ἀλλ ' ἀνδράσιν ἐστεφανῶσθαι αὐτὴν
6741096 Ἐκειθεν
ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ δὲ εἶπεν : † Ἐκεῖθεν μεταβαίνω . Δυσκόλῳ τις ναυκλήρῳ ἀπαντήσας εἶπε : Τὸν
, ὀλίγον ἢ μικρὸν πρὸς ἀνατολὴν ἄχρι τῶν Ἐλανῶν . Ἐκεῖθεν δὲ ἀπὸ τῶν Ἐλανῶν πρὸς ἀνατολὰς ἡ τῶν εὐδαιμόνων
6740858 ὑποβρεμει
] συμπίπτων , συγκρούων . . κελαινὸς ] μέλας . ὑποβρέμει ] ὑπηχεῖ . . γᾶς ] γῆς . ἁγνορρύτων
θάλασσα , καὶ ὁ μέλας τόπος τῆς γῆς τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει . αἱ πηγαί τε τῶν καθαρῶν ὑδάτων στένουσιν ἄλγος
6738463 πνεουσιν
τοῖς ἀνεπιπλήκτοις ; λιπῶσιν , εὐρύνονται , πιαίνονται , λαμπρὸν πνέουσιν : εἶτα αἴρονται τὰ ἀσεβείας , οἱ πανάθλιοι καὶ
, Κύπρι , τὰ σὰ μὴ φέρουσα κέντρα . Γάμιαι πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ
6737652 λιβος
Φάψ Φαβός , φλέψ φλεβός , Νίψ Νιβός , λίψ λιβός , Ἄραψ Ἄραβος , Χάλυψ Χάλυβος , Κίνυψ Κίνυφος
τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος εἶναι μετασχεῖν , οὐ φιλοσπόνδου λιβός , βωμῶν τ ' ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρὸς μῆνιν
6737156 χειμαζει
. Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς ἢ ζέφυρος . Δοσιθέῳ νότος . Καίσαρι χειμάζει . κζʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τοῦ
ὡρῶν ιε : τὸ αὐτό . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Δοσιθέῳ χειμάζει . Δημοκρίτῳ ψύχη ἢ πάχνη . Ἱππάρχῳ νότος πυκνός
6736492 διεζωσμενη
τῆς Ἑλλάδος ἀρχὴ κατὰ πολὺ ἀνερχομένη προσεγγίζει , διπλῇ θαλάσσῃ διεζωσμένη ἢ περιεχομένη , τῇ Αἰγαίᾳ δηλονότι καὶ τῇ Σικελικῇ
κατάπλεως , εὔδενδρος ἅπασα , λάσιος , ποταμοῖς καὶ πηγαῖς διεζωσμένη πρὸς ἄφθονον ὑδρείαν , ὡς ἐκ τῶν προπόδων ἄχρι
6735722 περιεπλεον
ὁ Ἀντιγένους . καὶ οἱ μὲν ἄραντες τῇ παρασκευῇ ταύτῃ περιέπλεον , οἱ δὲ Πελοποννήσιοι χρόνον ἐμμείναντες ἐν τῇ Ἀττικῇ
χωρίῳ , οἱ μὲν πολλοὶ ἐπέβησαν ἐπὶ τὰς ναῦς καὶ περιέπλεον τὸν Ἰχθῦν καλούμενον τὴν ἄκραν ἐς τὸν ἐν τῇ
6733960 παραπλεουσι
ἔμπαλιν ἐν ἀριστερᾷ τὴν γῆν τὴν Σουσίδα ἔχοντες , καὶ παραπλέουσι λίμνην , ἐς ἣν ὁ Τίγρης ἐσβάλλει ποταμός ,
. Ἐπίνοσοι δὲ δεινῶς οἱ τόποι , καὶ τοῖς μὲν παραπλέουσι λοιμικοὶ , τοῖς δὲ ἐργαζομένοις πάντοτε θανατώδεις , ἔτι
6732128 ἐπομβρια
εἴρηται , ὡς ἐπὶ τὸ πᾶν δὲ μᾶλλον αὐχμὸς ἢ ἐπομβρία ξυμφέρει τῷ σίτῳ : οἱ γὰρ ὄμβροι καὶ ἄλλως
φθέγγονται δὲ οἷον τριγμόν . νοσεῖ δὲ συκῆ καὶ ἐὰν ἐπομβρία γένηται : τά τε γὰρ πρὸς τὴν ῥίζαν καὶ
6730507 Κοπτον
τῆς Ἰνδικῆς εἰς Μυὸς ὅρμον : εἶθ ' ὑπέρθεσις εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καμήλοις ἐν διώρυγι τοῦ Νείλου κειμένην :
ἰατρόν , τούτους μὲν ἀνεῖλεν , αὐτὴν δὲ ἐξέπεμψεν εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καὶ τὴν οἰκείαν ἀδελφὴν Ἀρσινόην ἔγημε καὶ
6729768 Θρακης
εἶναι γένει τῶν Σιθώνων Γιγάντων . Σιθὼν δὲ βασιλεὺς ἦν Θράκης . * Ὄμβρων : Ὄμβροι γένος Γαλατῶν . *
. . ὁ δὲ περιηγητὴς Διονύσιος καὶ τὸν τόπον τῆς Θράκης φησίν , ὅθεν ὁ βορρᾶς πνεῖ , τὴν Ἴσμαρον
6729449 χελωνων
Χρεία ἐστὶ μηχανημάτων εἰς πολιορκίαν τούτων : χελωνῶν κριοφόρων , χελωνῶν διορυκτρίδων , χελωνῶν πρὸς τὰ κυλιόμενα βάρη , κριῶν
, τοῦ κλύδωνος θραυομένου περὶ τὰς ἄκρας τῶν νήσων , χελωνῶν δὲ θαλαττίων πλῆθος ἐνδιατρίβει περὶ τοὺς τόπους τούτους ,
6729426 πλημμυρας
τε τοῦ Ὠκεανοῦ κατά τε ἀνατολὰς καὶ δύσεις ὑποχωρήσεις , πλημμύρας τε καὶ ἀμπώτεις τοῦ τε Ἀτλαντικοῦ πελάγους καὶ τῆς
εὐετηρίας ἀφορίαν καὶ ἔμπαλιν ἐκ λιμοῦ φοράν , ἐνίοις δὲ πλημμύρας ποταμῶν καὶ κενώσεις καὶ θεραπείας λοιμικῶν νοσημάτων καὶ ἄλλων
6726123 ἀνυδρος
ἐπὶ τὴν Κητίαν ἄκραν στάδιοι ιεʹ : ὕφορμός ἐστιν , ἄνυδρος δέ . Ἀπὸ τῆς Κητίας ἄκρας εἰς Διονυσιάδας στάδιοι
: τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων . Ἐκείνους ὦν τοὺς νεηνίας
6723140 θινες
δ ' ἐστὶ κόλπος νήσους ἔχων σποράδας , καὶ συνεχῶς θῖνες ψάμμου μελαίνης τρεῖς ἄγαν ὑψηλοί , καὶ μετὰ τούτους
θαλάσσῃ ἀπὸ τοῦ ἄγνυσθαι τὰ κύματα ταῖς πέτραις προσαρασσόμενα : θῖνες δὲ οἱ ἀμμώδεις αἰγιαλοί . ἀναβάτης μὲν ἵππου :
6717176 λαβρος
, παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι
Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά .
6713706 καταβαινοντι
ἀφθόνους καὶ αὐτὴ πηγάς . ἐπὶ θάλασσαν δὲ ἐς Γύθιον καταβαίνοντί ἐστι Λακεδαιμονίοις [ ἡ ] κώμη καλουμένη Κροκέαι καὶ
ζητούμενον ἐν τῶι περὶ ἀρκτικοῦ λόγωι . εὐθὺς μετὰ τοῦτον καταβαίνοντί ἐστιν ὁ καλούμενος θερινὸς τροπικός , ὅτι γενόμενος ἥλιος
6707843 τηλεφανεις
' Ὠκεανοῦ βαρυαχέος ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς ἔπι δενδροκόμους , ἵνα τηλεφανεῖς σκοπιὰς ἀφορώμεθα καρπούς τ ' ἀρδομέναν ἱερὰν χθόνα καὶ
ἵνα “ ⌊ δακτυλικὸν δίμετρον : τὸ ζʹ ⌋ ” τηλεφανεῖς σκοπιὰς ἀφορώμεθα “ δακτυλικὸς τετράμετρος : τὸ ηʹ ”
6702892 παρεμφερης
ποτὲ [ δὲ ] γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ ,
' ὕδωρ , ποτὲ γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ ,

Back