νηδὺν ὁ δηχθείς * δέχεται ποτόν : πίνει ὕδωρ * ἀμέτρητον : ἄπειρον * ὀμφαλόν : τὴν πρότμησιν * ἐκρήξειε
. , ; , . * . Ἀπέλεθρον : δύναμιν ἀμέτρητον καὶ πολλήν : πέλεθρον γάρ ἐστι μέτρον γῆς ,
6273286 μετερρυθμιζε
] τοῦ Ποσειδῶνος . πόρον ] τὴν θαλασσίαν ὁδόν . μετερρύθμιζε ] μετέβαλεν εἰς γῆν . πέδαις ] δεσμοῖς ἤγουν
: πρότασιν γὰρ ἀνῄρει καὶ ἀποφαντικὸν λόγον . Πλάτων δὲ μετερρύθμιζε τὸν λόγον ἀντὶ τοῦ λευκός ἐστιν λέγων λελεύκωται .
6165798 βυθος
, καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς υ , ὡς βάθος βύθος , . . , . Βύνη : ἡ Λευκοθέα
αἰγιαιλοὶ παρὰ τὸ κρύος κύειν : ψυχροὶ γὰρ ἤπερ ὁ βύθος . κρόκαι δὲ Μινυῶν οὕτω σύντασσε : ὅντινα ναὸν
6115286 φαραγγα
ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου , καὶ ἀνὰ μέσον αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν , οὐκ ἔχουσαν πλάτος , καὶ δι '
εἰκός ἐστιν ἀποκλίνειν : ἀναβάντων γάρ , φησι , τὴν φάραγγα διαδέχεται ὁ Λίθινος Πύργος , ἀφ ' οὗ εἰς
6112242 ἐψιλωται
φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον , ἀλλ ' ἐψίλωται . καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγετο Φαλάκραι
, ἐκείνη πρώτη ἀναιρεῖται . τοῦτο δὲ λέγει , ἐπεὶ ἐψίλωται . διαβάλλει τοῦτον ὡς ξυρούμενον . μετὰ γὰρ τὸ
6017271 διακοπηναι
κατὰ τὴν ὁδὸν ἐδάφους εἰς τάφρου γεωργικῆς εὖρος καὶ βάθος διακοπῆναι , κατὰ δέος μή τι πρὸς ἐπιβουλὴν ἀφανῶς ἐπικρύπτηται
ὄρνιθες ἢ τοῖς ἀγκίστροις οἱ ἰχθύες , σιδήρῳ δὲ ὅτι διακοπῆναι οὐ χαλεπὴ ἦν : καὶ ὀπὸν ὅτι ἀνίει πολὺν
5926984 βαθυ
τοσοῦτον ἐπιστήμης ἀλλοτριωθῶμεν , ὡς ἄγνοιαν , τὸ μέγα καὶ βαθὺ σκότος , τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς κατασκεδάσαι . διττὸν δὲ
φασὶ δὲ Ἱερώνυμόν τινα ἱστορεῖν ὅτι Τιθωνὸς ἀδελφὸς Πριάμου ἐς βαθὺ γῆρας ἐλάσας καὶ ζῆν μηκέτι ἐθέλων ᾐτήσατο παρὰ τῆς
5920789 νιφετου
δ ' εἰ σᾶμα φέρεις τινὸς ἢ καρποῦ φθίσιν ἢ νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον ἢ στάσιν οὐλομέναν ἢ πόντου κενεῶσιν ἀμ
' ἀνθρώπους ; δὴ γὰρ καὶ ἀεικέϊ τέφρῃ αὐτοῦ πηγνυμένῃ νιφετοῦ ἐπιτεκμήραιο : καὶ λύχνῳ χιόνος , κέγχροις ὅτ '
5872408 πετομενον
λόγῳ δυνατὸν γίγνεσθαι ἂν αὐτὰ ὅμως ὅτε τὸ πρῶτον εἶδον πετόμενον τὸν ξένον τὸν βάρβαρονἐξ Ὑπερβορέων δὲ ἦν , ὡς
τύχοι ἐμὲ τὸν δοῦλον ἐπὶ διακονίᾳ ταχῦναι σταλέντα , ἀνάγκη πετόμενον χέζειν . “ ὁ Ξάνθος : ” τούτου ἕνεκεν
5860237 προτμησιν
ἦρχε καὶ Ἔννομος . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ τὴν πρότμησιν ὠνόμασεν . . ὦ Ὀδυσεῦ πολύαινε , δόλων ἆτ
Χερσιδάμαντα δ ' ἔπειτα καθ ' ἵππων ἀΐξαντα δουρὶ κατὰ πρότμησιν ὑπ ' ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης νύξεν : ὃ δ '
5829573 ἐξαψας
, ὅσαπερ θεατὰ καὶ ἀθέατα : τὸν γὰρ κόσμον ἅπαντα ἐξάψας ἑαυτοῦ καὶ ἀναρτήσας τὴν τοσαύτην ἡνιοχεῖ φύσιν . μηδεὶς
, ἐπηγγέλλετο διείρειν , καὶ Δαιδάλῳ δίδωσιν : ὁ δὲ ἐξάψας μύρμηκος λίνον , καὶ τρήσας τὸν κοχλίαν , εἴασε
5751389 κρυμωδη
ἧπαρ , τυφώδη : εἰ δὲ περὶ τὸν πνεύμονα , κρυμώδη . δεῖται δὲ ὁ τοιοῦτος πυρετὸς ψυχόντων καὶ ὑγραινόντων
καὶ διακεκαυμένην ὀνομάζουσιν . τὴν δὲ κατεψυγμένην ἂν εἴποις κρυώδη κρυμώδη , ψυχράν , σκιεράν κατάσκιον , ἄπυρον , ἀνήλιον
5746288 πολυκαρπον
οὐ μέγα : σκληρὸν δὲ μετρίως οὐκ ἄγαν : οὐδὲ πολύκαρπον ὡς κατὰ μέγεθος . σπάνιον δὲ τὸ ἐν λοβοῖς
Ὁ δὲ κύαμος καὶ εἴ τι τῶν χεδροπῶν ἄλλο μὴ πολύκαρπον δι ' ἀσθένειαν ὀλιγόκαρπον : δι ' ὃ δὴ
5745588 Λαβρον
ὀφθαλμοὺς , τὸ δὲ στόμα ἐν μέσῳ τῶν ὀφθαλμῶν . Λάβρον : λαίμαργον . Αἰεί : διηνεκῶς . ψαμάθοισι :
ἀποπέμψῃ , ὑπαντλήσῃ . ἀέξῃ : σωρεύσῃ , συναθροίσῃ . Λάβρον : σφοδρὸν , πολὺν , βαρὺν , μέγαν :
5741384 Τερηδονος
δέ φησιν ἐκεῖνον περιπεπλευκότα στόλῳ τὸν κόλπον , ὅτι ἀπὸ Τερηδόνος ἑξῆς ἐν δεξιᾷ ἔχοντι τὴν ἤπειρον ὁ παράπλους ἔχει
καὶ πόλεις ἀποίκους ἑαυτῶν . διέχουσι δὲ αἱ νῆσοι αὗται Τερηδόνος μὲν δεχήμερον πλοῦν , τῆς δὲ κατὰ τὸ στόμα
5715869 βραχυτατον
λεπτομερεστέρων . αἴτιον δὲ ὅτι τὸ παρὰ τὴν ἀλήθειαν καθάπαξ βραχύτατον ὂν ἐν μὲν ταῖς ὀλιγάκις γινομέναις παραβολαῖς οὐδέπω τὴν
ὀσπρίων καὶ τάριχος , ἢ ἰχθὺν , κρέως δὲ χοιρείου βραχύτατον , * καὶ τούτων μεταλαμβάνων κοτύλην οἴνου . Γυναικὶ
5687014 ἀντηυγει
εἰ δὲ πρὸς νέφη βάλοι , κυανωπὸν ὥς τις Ἶρις ἀντηύγει σέλας . καινοῦ δαίμονος ἄρχει , καινοῦ πότμου .
γραφὴν ἔφαινε , χρῶμα δ ' ὄμμασιν λευκὸν μελαίνης ἔργον ἀντηύγει σκιᾶς . ἄλλη δ ' ἐγύμνου καλλίχειρας ὠλένας ,
5679688 διαρκεσαι
ἐκείνου τοῦ πλοῦ βέβαιον οὐδ ' ἀσφαλὲς ἔχοντος οὐδέν . διαρκέσαι μὲν γὰρ ἄχρι παντὸς [ ἢ διαστήματος ] οὐχ
ἑαυτοῦ ἔργον , ἔσθ ' ὅπως ἂν ἐπὶ τὸ πολὺ διαρκέσαι δυνηθείη τὸ σῶμα , ἀλλ ' οὐκ ἂν ἐντὸς
5638502 νοτις
ἐπεμβαίνει γύαις : σιτοφόρα : καλλιπόταμος ὕδατος : ἡ καλλιπόταμος νοτὶς τοῦ ὕδατος τῆς Δίρκης . Δίρκη δὲ ποταμὸς Θηβῶν
ἐναπολειφθείσης εἰς διαμονὴν κόλλα γάρ τίς ἐστιν ἡ μεμετρημένη γλυκεῖα νοτὶς τῶν διεστηκότων καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ παντάπασιν ἀφαυανθεῖσαν αὐτὴν
5633812 ἐπνιξε
ποιήσειεν , οὐ δυνήσεται ἐξ αὐτῆς χωρέειν τὸ ἔλαιον , ἔπνιξε γὰρ τὴν ὁδὸν τὸ ἄλειφα , ἅτε πολλὸν καὶ
, καὶ περιθεὶς τὴν χεῖρα τῷ τραχήλῳ κατέσχεν ἄγχων ἕως ἔπνιξε , καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων ἐκόμιζεν εἰς Κλεωνάς
5623217 βαθειαν
ὀστοῦν . συμβάλλει δὲ ἐπικεκαμμένῃ μετρίως τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ εἰς βαθεῖαν κοτύλην τοῦ ἰσχίου καὶ νεύρῳ ἀπήρτηται ἐκφυομένῳ ἐκ μέσης
: Ἀριστομένης δὲ ἔχων τοὺς λογάδας τὴν μὲν ἔξοδον περὶ βαθεῖαν ἐποιήσατο ἑσπέραν , ἔφθη δὲ ὑπὸ τάχους τὴν ἐς
5621007 οὐρει
. γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν
ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ
5619649 φολισιν
πλάγιός , φησιν , πορεύεται προβάλλων τὴν κοιλίαν καὶ ταῖς φολίσιν ὑποτρίβων τὴν γῆν . * ἐπισκάζων : πλαγίως καὶ
ἐλέφας εἵπετο , ζῷον Βρεττανοῖς οὐχ ἑωραμένον . τοῦτον σιδηραῖς φολίσιν ὀχυρώσας καὶ πύργον ἐπ ' αὐτοῦ μέγαν ὑψώσας καὶ
5613109 φλογα
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ
5612557 νυκτερις
πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν ποιήσαντες ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον καθῆκεν , ἡ δὲ βάτος
ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν ὕστερον , περὶ ὧν πρότερον πταίσωμεν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμενοι ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον
5597519 ἐξαισιον
παρεκελεύοντο σημαίνειν καὶ τὸ παρ ' ἑκατέροις πλῆθος ἐναλλὰξ ἐπαλαλάζον ἐξαίσιον ἐποίει βοήν : πάντες δὲ μετὰ σπουδῆς ἐλαύνοντες τὸ
νεῶν θραυομένων , αἱ μὲν ἐκ τῶν ἐμβολῶν ἀναρρηττόμεναι λακίδες ἐξαίσιον ἐποιοῦντο ψόφον , ὁ δὲ παρὰ τὴν μάχην παρήκων
5597345 βεβιημενος
, τῆς . . . . αὶ τὰ συνεργῆ . βεβιημένος : βιαζόμενος , βιάζων , κατέχων , δυναστεύσας .
βεβιημένος : βιαζόμενος , βιάζων , κατέχων , δυναστεύσας . βεβιημένος : ὑποκάτω τῆς τρόπιος κατέχων , βιάζων : ἐπιτείνει
5559315 εὐκυκλον
λέγουσιν Ἀττικοί , καὶ ὅπλα ἔθεντο ἀντὶ τοῦ ἀνέλαβον . εὔκυκλον σάκος : γράφεται καὶ εὔθετον ἀντὶ τοῦ εὐβάστακτον .
δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοάς : Εἶδεν δ ' εὔκυκλον ἕδραν . ἤγουν τὸν κυκλοτερῆ οὐρανόν , ἀπειλῆφθαι γὰρ
5555758 κεραμιδος
τῶν στρατηγῶν , αὐτὸς ἔπεσεν ἐμπεσούσης ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ κεραμίδος . αἱ δὲ Ἀργολίδες μέγιστον κλέος ἐν τοῖς Ἕλλησιν
πωμάτων , ὀρυττέτω μὲν ἐν τῷ αὑτοῦ χωρίῳ μέχρι τῆς κεραμίδος γῆς , ἐὰν δ ' ἐν τούτῳ τῷ βάθει
5546990 ἐπιβαινοντος
ἐν ἄντρῳ ἠλιβάτῳ , ἤτοι ἐν καταδύσει , ἐν ᾗ ἐπιβαίνοντος ἡλίου δεῖται . εἰ δ ' ἴσως , καὶ
ἄνδρα νόει . καὶ τοῦ μετώπου δὲ εἰς τὸ μέσον ἐπιβαίνοντος ἡ χαίτη δὲ ἑκατέρωθεν ὑποχωρεῖ , μεγαλοψυχίας καὶ πλήρη
5544904 κρυσταλλον
πῆξιν , τὸ δ ' ἐπὶ τῆς γῆς πεπηγὸς ὕδωρ κρύσταλλον , πάχνην δὲ δρόσον πεπηγυῖαν . . . .
: τοσαύτη ψυχρότης ἐνῆν ὑπὲρ τὴν Κασπιακὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον τὸν Κελτικόν . ἡ γοῦν ἀσπὶς ἡ τοῦ αὐτοκράτορος
5528484 ἀζαλεης
εἷος ἐπῆλθε νέμων . φέρε δ ' ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη . ἔντοσθεν δ '
βασιλήων . Πυρκαϊῇ δ ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι πεύκης ἀζαλέης : ὑπὸ δ ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ . Δὴ
5528091 θλιβομενος
πέλεκυς , τὰ δὲ ἐπὶ τῆς γαστρὸς ἐᾶν καθεύδειν ἅμα θλιβόμενος . καὶ πλειστάκις δὲ ἀποκείρασθαι καὶ τοὺς ὀδόντας λευκοὺς
ἐν ἑσπερινῷ σκότει ] . ‖ ‖ Στενοχωρεῖται πᾶς ἔφρων θλιβόμενος ὑπὸ φιλαργυρίας καὶ φιλοδοξίας καὶ φιληδονίας καὶ τῶν ὁμοιοτρόπων
5527149 θαλλοντα
τοῖς αὐτοῖς δένδρα τε ἀναδραμόντα καὶ ὑπὸ τοῖς δένδρεσι λήια θάλλοντα , μᾶλλον δὲ καὶ μεμερισμένως ταῦτα δείκνυσι καὶ κατὰ
πεφύκει , κυάνεόν τε χελιδόνιον χλωρόν τ ' ἀδίαντον καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἰλιτενὴς ἄγρωστις . ὕδατι δ ' ἐν
5511098 ὁλκον
τὸ ἓν ἢ ἄλλο τι τῶν μαθημάτων , οὐκ ἂν ὁλκὸν εἴη ἐπὶ τὴν οὐσίαν , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ δακτύλου
τῶν σοφιστικῶν λόγων διὰ τὸ ἀνεξέλεγκτον , ἀλλ ' ἔτι ὁλκὸν ἔχοντα δύναμιν ταῖς πιθανότησιν ἡμᾶς ἐπάγεται , [ καὶ
5502879 θολεραν
αἱματώδη νηδυίων ] τῶν ἐντέρων θολερὴν μυξώδεα ] μυξώδη καὶ θολεράν θολερήν ] τὸ σκῶρ χεύει ] ἀφοδεύει , χέζει
αἱματώδη νηδυίων ] τῶν ἐντέρων θολερὴν μυξώδεα ] μυξώδη καὶ θολεράν θολερήν ] τὸ σκῶρ χεύει ] ἀφοδεύει , χέζει
5499769 ἀπιδειν
τῶν ἐμῶν νομισμάτων ὠφέλησαι , ἢ τὸν δανεισάμενον δέον ἐστὶν ἀπιδεῖν πρὸς τὴν ὠφέλειαν , ἣν ἀπώνατο καὶ τάξαι τὴν
κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχον : ἀπὸ δὲ τῆς κορυφῆς ἔστιν ἀπιδεῖν ὅλην τὴν πόλιν ὑποκειμένην αὐτῷ πανταχόθεν . ἀπὸ δὲ
5498814 πιληθεισα
, ὅτι νυκτὸς εἶδεν αἵματι τὸν οἶκον αὐτῆς μεμολυσμένον . πιληθεῖσα : ἀναπαγεῖσα ἡ γῆ . αἰνυμένη : ἀπολαβοῦσα .
χεομένη καὶ πιλουμένη καὶ παντοίως σχηματιζομένη τε καὶ ἀλλοιουμένη . πιληθεῖσα μὲν γὰρ πυκνόν τε καὶ βαρὺ ἀπειργάσατο , ἀραιωθεῖσα
5490830 διειλημμενος
ἑαυτοῦ , καὶ πᾶς δὴ ἦν ἐφ ' ἑαυτοῦ οὐ διειλημμένος εἰς τὸν ἑαυτοῦ ὄγκονοὐδὲ γὰρ ὄγκος ἦνκαὶ τὸ ἐληλυθὸς
τὴν δύναμιν καὶ ἐν τούτοις ἀθρόος ὁ καρπὸς καὶ οὐ διειλημμένος , ἔτι δὲ ὑπόσκιος καὶ οὐχ ὁμοίως ὑπαίθριος καὶ
5488691 ὁρμηι
περιπετῆ ] περιπεπτωκυῖαν ἢ κεκαλυμμένην . παντὶ θυμῶι ] ὅληι ὁρμῆι λαβόντας δηλονότι . προνωπῆ ] ἐνώπιον , πάντων πρὸ
χειρῶν αἵτινες τὸ στόμα αὐτῆς ἐχαλίνωσαν . μένει ] ἀφώνηι ὁρμῆι . κρόκου βαφὰς ] τὰ κροκοβαφῆ πέπλα . ἐς
5487668 κατακαιεται
οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά * ἐμφλέγεται : κατακαίεται ἐμφλογίζεται * πρόπαν : διόλου ἀμφὶ δὲ καύσῳ :
: „ τί , ὅτι ὁ βάτος καίεται καὶ οὐ κατακαίεται „ : τὸν γὰρ ἄβατον οὐ πολυπραγμονεῖ χῶρον ,
5481964 περιστενεται
, πλῆσεν δὲ τιταινόμενον στόμα δειλῆς ἐγχέλυος : πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι
αἵματος : ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄτρομός ἐστι , περιστένεται δέ τε γαστήρ : τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
5479476 ὁδευων
ἀεὶ δεῖ τὰ ὅμοια . ὁ μὲν γὰρ πελαγίζων ἢ ὁδεύων διὰ χώρας πεδιάδος κοιναῖς τισι φαντασίαις ἄγεται , καθ
εἰ μὴ Μάμερκος , ἕτερος Ῥωμαίων στρατηγός , ἐπὶ Σαυνίτας ὁδεύων ἔμαθε τὸ βούλευμα τῶν φυλάκων καὶ ἐπικρύψας τοὺς μὲν
5471126 ὁμιχλην
' ἐλάτῃσιν : ἐν δ ' ἔπεσαν Μινύαισι κατὰ σκοτόεσσαν ὁμίχλην . Οὕς τοι ἐπειγομένους κτεῖνεν Διὸς ἄλκιμος υἱός ,
καὶ διὰ τοῦτο ἐξυβριζόντων . Κακοὶ πίνουσι τῆς τιμωρίας τὴν ὁμίχλην : ἐπὶ τῶν κατ ' ἀξίαν τιμωρουμένων . ὡς
5466439 ὀρυξ
. Ἔστι δέ τις δρυμοῖσι παρέστιος ὀξύκερως θήρ , ἀγριόθυμος ὄρυξ , κρυερὸς θήρεσσι μάλιστα : τοῦ δ ' ἤτοι
. κεφ . κγʹ . περὶ ὄρυγος . ὅτι ἐστὶν ὄρυξ θηρίον κερατῶδες καὶ ἕτερος ὄρυξ σκώληξ , ὡς κερατώδης
5458100 ἐξιησιν
ἐτησίας αἰτίαν παρέχειν , διὰ τοῦθ ' ὁ Νεῖλος οὐκ ἐξίησιν εἰς θάλατταν , ἀλλ ' ἐπ ' αὐτὰ τὰ
Γλαῦκος καὶ ὁ Ἵππος : πληρωθεὶς δὲ καὶ γενόμενος πλωτὸς ἐξίησιν εἰς τὸν Πόντον καὶ ἔχει πόλιν ὁμώνυμον ἐφ '
5453550 αἰθομενη
ἔτ ' ἀσθμαίνοντος ἐνιχρίμψειεν ὀδόντι , αἶψα μάλα σφαιρηδὸν ἀνέδραμεν αἰθομένη θρίξ . καὶ δ ' αὐτοῖσι κύνεσσιν ἐπὶ πλευρῇς
. αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη καὶ ἔστιν ὡς δαοφώνη , ἡ φωνοῦσα ἐν τῷ
5452933 σχιζομενον
ἐρειγμὸς δίκην κεκοσμημένος κύαμος , καὶ ἐρείκη εἶδος φυτοῦ εὐκόλως σχιζόμενον . βολῇσιν : τρώσεσι , καὶ ἀκοντίσι , πτάγῃσιν
χρὴ γινώσκειν ἀνωτέρω τῶν μέσων τῆς ῥινὸς ἑκάτερον αὐτῶν δίχα σχιζόμενον . ἥκει δὲ τῶν μερῶν τὸ μὲν ἕτερον εἰς
5448769 ψαυσαι
τινος πέτρας πρὸς τῆς πατρίδος αὐτοῦοὐ γὰρ ἦν αὐτῷ θεμιτὸν ψαῦσαι τῆς γῆςἐλάλησεν πρὸς τὸν λαὸν περὶ τῆς στρατείας καὶ
ἰδόντες λαμπόμενον στεροπῇ ἴκελον Διός , ὦρτο δ ' ἕκαστος ψαῦσαι ἐελδόμενος δέχθαι τ ' ἐνὶ χερσὶν ἑῇσιν : Αἰσονίδης
5440572 ἀνιησιν
συντείνας αὐτός τε καὶ τὸν ἡγούμενον τὴν ὁδόν , οὐκ ἀνίησιν πρὶν ἂν ἢ τέλος ἐπιθῇ πᾶσιν , ἢ λάβῃ
δασύτερα , στύφοντα ἐν τῇ γεύσει : καυλὸν δ ' ἀνίησιν οὐ μέγαν , ῥίζαν δὲ λεπτὴν καὶ βραχεῖαν :
5440046 ἰλυν
κανθοὺς κάτω σανίδας προσήλωσεν , ὅπως οἱ τροχοὶ ἐς τὴν ἰλὺν τοῦ ποταμοῦ μὴ καταδύοιντο : ἄνδρας δὲ ἐρρωμενεστάτους τὰ
ὑπερανεστηκότες τόποι . λέγεται δὲ πρόσχωμα κἀκεῖνο ἔνθα καταρρέον ὕδωρ ἰλὺν περιττὴν καὶ ψάμμον τίθησι σωρηδόν . . ἐνταῦθα ἤγουν
5432497 ἐκπνεων
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν ,
5431629 στρυφνον
εὐπορώτατον εἶναι διὰ τὸ πλεῖστον ἐνεῖναι κενόν . τὸν δὲ στρυφνὸν ἐκ μεγάλων σχημάτων καὶ πολυγωνίων καὶ περιφερὲς ἥκιστ '
δὲ πάντα δι ' ἐλαίου πολλοῦ σκευάζοντα μηδὲν αὐστηρὸν ἢ στρυφνὸν ἔχοντα , μετὰ δὲ ταῦτα οἶνον , κἂν μηδέπω
5407855 λεπτυνομενος
' ὕδωρ ἐξατμιζόμενον εἰς ἀέρα , ὁ δ ' ἀὴρ λεπτυνόμενος εἰς πῦρ : ἡ δὲ κατάντης ἀπὸ κεφαλῆς ,
, ὃς ἐπὶ μὲν τῶν ἀλόγων ζῴων διὰ στερεότητα μὴ λεπτυνόμενος αἰσθητός ἐστιν , ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων λεπτυνόμενος ὑπὸ
5405349 ἱπταται
τηρεῖσθαι . κορυδαλλῶ : ὁ γὰρ κορυδαλλὸς κατὰ τὸ ἀμφίλυκον ἵπταται ἐπὶ τὰς νομάς . ὁ κορυδαλλὸς καὶ πρῶτος τῶν
] ἦχος . θ ποτᾶται ] πέτεται . ποτᾶται ] ἵπταται . ποτᾶται ] ἐναέριος φέρεται . θ βρέμει ]
5388496 ἀμυδροτατον
. Φράζεο δ ' αὐαλέῃσιν ἐπιφρικτὴν φολίδεσσιν ἀσπίδα φοινήεσσαν , ἀμυδρότατον δάκος ἄλλων , [ τῇ μὲν γάρ τε κέλευθος
ὀρθιάζουσαν * φολίδεσσι : λέπεσσι * φοινήεσσαν : ἐρυθράν αἱματόεσσαν ἀμυδρότατον : ἀσθενέστατον , παρόσον ἀσθενοποιός ἐστιν ἡ πληγή .
5380948 ἐπικηρον
χρὴ τὸν θεὸν ποτνιᾶσθαι καὶ λιπαρῶς ἱκετεύειν , ὅπως τὸ ἐπίκηρον ἡμῶν γένος μὴ παρέλθῃ , κελεύσῃ δὲ διαιωνίζειν αὐτοῦ
ἀνθρώπους καὶ τὰ ἄλλα ζῷα συγγένειαν κατὰ τὸ τοῦ σώματος ἐπίκηρον , ἀθανάτου δὲ διὰ τὴν τοῦ γεννᾶν πρὸς θεὸν
5378689 ἀπεπνιγετο
ἐπὶ τῆς ἴσης ἀρχῆςτί οὖν ἐποίησεν ; ὠχρία τε καὶ ἀπεπνίγετο καὶ ὅμοιος ἦν βαλλομένῳ καὶ τιτρωσκομένῳ δεινὸν ποιούμενος ,
λίμνην . αὐτοῦ δὲ καταδύντος εἰς βάθος , ὁ μῦς ἀπεπνίγετο , καὶ θνήσκων εἶπεν : ” ἐγὼ μὲν ὑπὸ
5375826 στενην
. * Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον , ὡς ἐρρέθη . * στενὴν δὲ Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον λέγει : οὕτως γὰρ ἐκαλεῖτο
εὐρὺς τῷ σώματι , καὶ πῶς δυνήσομαι εἰσελθεῖν εἰς τὴν στενὴν πύλην , εἰς ἣν οὐ δύναται ἐλθεῖν παιδίον πέντε
5374324 πλανωμενον
τί ; Ἄλλον τιν ' εἶδες ἄνδρα κατὰ τὸν ἀέρα πλανώμενον πλὴν σαυτόν ; Οὔκ , εἰ μή γέ που
' ἐκ Παραιτονίου , καίπερ νότων ἐπιπεσόντων , βιάσασθαι : πλανώμενον δ ' ὑπὸ τοῦ κονιορτοῦ σωθῆναι γενομένων ὄμβρων καὶ
5373729 θεουσαν
: τὰ μίλια , τὰς ὁδοὺς , τὰ πελάγη . θέουσαν : διατρέχουσαν . Ἀμφιχανών : ἀνοίξας , καὶ μεγάλως
τῆς Ἀττικῆς , ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν . γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος
5371790 καμηλου
δοκεῖ καὶ αὐτὴ δύο θηρῶν , ἐς ταὐτὸ συνελθόντων , καμήλου τε καὶ παρδάλεως . ἀνὴρ γὰρ Ἰνδὸς διὰ Γάζης
ἰάϲῃ . Ὀριβαϲίου πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ . μυοχόδων # α ὄνθουϲ καμήλου ε κεκαυμένουϲ κριθῆϲ κεκαυμένηϲ δράκα δάφνηϲ δεϲμίδιον χειροπληθὲϲ κεκαυμένον
5367123 συριζων
: οὐδὲ ὁ Πὰν ἠμέλητο : ἐκαθέζετο δὲ καὶ αὐτὸς συρίζων ἐπὶ πέτρας , ὅμοιος ἐνδιδόντι κοινὸν μέλος καὶ τοῖς
καταπληκτικαῖς γνάθοις . συρίζων ] ἐκπνέων . εἰκότως εἶπε τὸ συρίζων , ἐπειδὴ ὀφέων κεφαλὰς εἶχε , τούτων δέ ἐστι
5364267 χαμαιζηλα
οὐρανίου τὸν ἦχον ἐξάγων . φανερὸν μὴν τὸ καὶ τὰ χαμαίζηλα τῶν ὀνομάτων ἰσχνότητα ἐμποιεῖν τῷ λόγῳ , ὡς ἔχει
, ἀλλὰ καὶ διότι βλάπτεσθαι τὰ νεόφυτα καὶ τρόπον τινὰ χαμαίζηλα ἔμελλε κωλυόμενα ἐρνοῦσθαι . πολλοὶ γοῦν τῶν γεωπόνων ἔαρος
5364001 νεογνον
ἀρέσκει . ἄμεινον δ ' αὐτοῦ τὸ παρ ' Ἡροδότῳ νεογνόν : ἀλλὰ καὶ τοῦτο Ἰωνικόν . αὐτοετές , ἔτειον
γενέθλη ” . παρὰ ταύτην ἐλθεῖν Ῥέα λέγεται Δία φέρουσα νεογνόν . οἱ ταύτην οἰκοῦντες Ἄλυβες , ἀντὶ τῶν ἀργυρείων
5358731 οἰηκα
κελεύθοις , ὃς νοερῆι στροφάλιγγι γονὴν βιότοιο φυλάσσων , Ἁρμονίης οἴηκα παλινδίνητον ἀείρων , ποιμαίνει λυκάβαντα δυωδεκάμηνον ἑλίσσων καὶ χρόνον
σὺ γὰρ νωμήτορι κύκλωι ἀξονίην στροφάλιγγα θεηδόχον ἀμφιελίσσεις καὶ βιοτῆς οἴηκα παλιννόστοιο φυλάσσεις . ὦ πάτερ , ἀχράντου λοχίης αὐτόσπορε
5354995 προσοψιν
τὸ βλέπειν : καὶ βλοσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , . , , . . β . .
βλέπειν . καὶ † βλοσσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , ὡς βοῶπις γλαυκῶπις , , . . .
5354919 μελανσιν
ἐκκενώσας ὡς θεῖον νᾶμα καὶ τὴν ῥέουσαν στήσας οὐσίαν πλῦνον μέλανσιν ἔκσμηξόν τε γαίας πανσόφως καὶ λεύκανον σκοτασμὸν ἐγκεκρυμμένον ἐνδοσθίοις
θεῖα ὥσπερ ἐξησκημένος . ταυτὴν λαβὼν φύλαττε σώματος δίχα ῥύψας μέλανσιν ἔνδον ὡς κεκρυμμένην . αὕτη καλύψει κάλλος ἔκλαμπρον σκότει
5353945 εὐαισθητον
ὅτι ἐπὶ τῶν τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ἐχόντων ἀσθενὲς καὶ εὐαίσθητον οὐ δεῖ τοῦ λευκοῦ ἑλλεβόρου ἐμβαλεῖν ἐν τῷ καθαρσίῳ
γὰρ ἄγαν πρὸς αὐταῖς τυλοῖ τὸ στόμα , ὥστε μὴ εὐαίσθητον εἶναι , ὁ δὲ ἄγαν εἰς ἄκρον τὸ στόμα
5353543 ἀπολειποντα
πλατύτερον προσκολλῆσαι χρὴ πρὸς τὸ ἄνω μέρος τῆς γνάθου , ἀπολείποντα καὶ τοῦτον ἀπὸ τοῦ τρώματος , ὅσονπερ ὁ ἕτερος
ἀπὸ τῆς Λιγυστικῆς εἰς τὴν Τυρρηνίαν ἐμβάλλει , στενὴν παραλίαν ἀπολείποντα : εἶτ ' ἀναχωροῦντα εἰς τὴν μεσόγαιαν κατ '
5351960 ἐξηρτημενον
πηδήματα . καὶ Θουκυδίδης δὲ δελφινοφόρον εἴρηκε τὴν ναῦν τὴν ἐξηρτημένον ἔχουσαν δελφῖνα τοιοῦτον . δελφῖνας ] ναυτικὸν ὄργανον .
' εἴ τιν ' εἰσίδοιμ ' ἀνὰ πτόλιν τυφλὸν προηγητῆρος ἐξηρτημένον , ἀδημονοῦντα συμφοραῖς ἐλοιδόρουν , ὡς δειλὸς εἴη θάνατον
5344885 ἐκτεταμενην
ὀλίγον παρατροπὰϲ καὶ μετρία κατάταϲιϲ ἀποκαθίϲτηϲι , τῶν μὲν ὑπηρετῶν ἐκτεταμένην τὴν χεῖρα κατά τε τὸν βραχίονα καὶ τὸν πῆχυν
, ποικίλη τὴν τρίχωσιν , δολιχόδειρος , γλῶσσαν ἐπὶ πολὺ ἐκτεταμένην ἔχουσα πυκνῶς περιστρεφομένην καὶ σείουσα τὸ οὐραῖον . Ταύτην
5344826 χωνειας
σκωρίδιον αὐτοῦ ἔοικεν αὐτῷ τῷ σκωριδίῳ τῷ ἐκφερομένῳ διὰ τῆς χωνείας τῆς χρυσάμμου . Διὰ τοῦτο καὶ μάλιστα εἰς αὐτὸν
μηχανῆς . ἰπνοὶ δὲ δύο σύνεγγυς τούτων ἀμφοτέρωθεν κατεσκευάζοντο εἰς χωνείας , ἰσχυρότατοι μέντοι καὶ βεβαιότατοι , τὰ μὲν ἔνδον
5334149 βλαστην
: ἡ δ ' εἰς τὸ ἄνω διϊοῦσα πρὸς τὴν βλάστην καὶ τὸ μῆκός ἐστιν . Ἐφισταμένης οὖν καὶ ὥσπερ
στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ , συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ , ἡ δ ' ἐντὸς μετὰ τοῦ
5329656 καρπογονιαν
τί κωλύει τοῦτο συμβαίνειν ἐπὶ τῶν ἄλλων ὥσπερ πηρουμένων πρὸς καρπογονίαν ; ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὡς ἐπιδοξαζόμενον εἰρήσθω , δεῖ
: ὕστερον γὰρ ἐκδᾳδοῦνται καὶ ὅλως τὴν τοιαύτην ὑγρότητα τὴν καρπογονίαν λαμβάνουσιν ὥστε γε καὶ πλῆθος εἰπεῖν : τότε γὰρ
5322680 καιομενον
εἰ δὲ χρονίϲοι , καὶ αὐτοῦ τοῦ δέρματοϲ ἅπτεται , καιόμενον δὲ λεπτομερέϲτερον γίνεται . Ἀρτεμιϲίαι ἀμφότεραι θερμαίνουϲι μὲν κατὰ
κτήμασι τοῦ δυνατοῦ πλούτου οὕτω διαλάμπει ὡς ἐν νυκτὶ πῦρ καιόμενον . ἄριστον μὲν ὕδωρ : ἀρχὴ γὰρ τῶν ὅλων
5320836 κατεπεσεν
, γευσαμένη δὲ ὥρας ἀνθρωπίνης ἔκαμε καὶ τῆς σπουδῆς ἐκείνης κατέπεσεν , ἐς δὲ θητείαν μετήχθη πικράν . λʹ .
] ἐρημωθέντα καταστρυφθέντα ] ὑπὸ τῶν πολεμίων μετ ' ἤχου κατέπεσεν δέδουπε ] ἐδούπησεν , ἤχησεν δέδουπε ] ἔπεσεν τοῖο
5306579 καιομενης
. γίνεται καὶ ἐν τῇ πρὸς ἑσπέραν Ἰβηρίᾳ τῆς ὤχρας καιομένης καὶ μεταβαλλούσης εἰς μίλτον . Μίσυ παραληπτέον τὸ Κύπριον
κιόνων σκιὰς ὁρῶμεν ἀποτελουμένας ἤτοι λαμπάδος τινὸς ἀπ ' ἀντικρὺ καιομένης ἢ λύχνου . τούτων δὲ εἰ καὶ πᾶσι πλεῖστον
5305955 ἱκνεισθαι
, ἡ δεικνύουσα τὸ πῦρ . ἢ παρὰ τὸ λίαν ἱκνεῖσθαι . Λίθος : παρὰ τὸ λίαν θέειν . Λικμᾶν
, ὁ δέ μ ' οὐκ ἐλεήσει . ” ἱκάνειν ἱκνεῖσθαι , παραγενέσθαι . καὶ ἵκανε παρεγένετο . ἰλαδόν ἐν
5304935 ἐμπιπλαται
τοῖσι ποσὶν ἐμπλάσσεται βοθροειδέα , καὶ ἤν τι φάγῃ , ἐμπίπλαται , καὶ φλεγμαίνει , καὶ ἐπειδὰν ὁδοιπορήσῃ καὶ ἔργον
ἅτε προσκειμένου τοῦ στόματος τῶν μητρέων τῇ λαπάρῃ , καὶ ἐμπίπλαται ἀπ ' αὐτέου , καὶ ἐξίσταται ἅτε πληρευμένη τοῦ
5304689 βαστασαι
: εἶτα καὶ τὴν σεαυτοῦ φύσιν κατάμαθε , εἰ δύνασαι βαστάσαι . πένταθλος εἶναι βούλει ἢ παλαιστής ; ἴδε σεαυτοῦ
Ἄττιν . „ αὖτις καὶ αὖθις : ἑκατέρως λέγουσιν . βαστάσαι : οὐ τὸ ἆραι δηλοῖ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ,
5297864 βαινουσα
καὶ τῷ σφενδόνῃ ἐοικυῖα . . ὀξυτέρη βεβαυῖα ἀντὶ τοῦ βαίνουσα καὶ προερχομένη . . σφενδόνῃ εἰοικυῖα ] κωνοειδής .
κἄπειτ ' ἀναστᾶς ' ἐκ θρόνων διέρχεται στέγας , ἁβρὸν βαίνουσα παλλεύκωι ποδί , δώροις ὑπερχαίρουσα , πολλὰ πολλάκις τένοντ
5292668 ἐμβαλλει
τὸ λοιπὸν τοῦ ταρσοῦ μέρος ἥμισυ τὸ καθ ' ἑαυτὸν ἐμβάλλει . καὶ τοίνυν ὅταν μὲν ὁ πρότερος εἰρημένος ἐνεργῇ
δὲ Χαδισίου εἰς Ἀγκῶνος λιμένα , ἐν ᾧ καὶ Ἶρις ἐμβάλλει , στάδια ρʹ , μίλια ιϚʹ . Ἀπὸ δὲ
5292557 βυσσινον
εἴριον λαβὼν ἀναδεῦσαι τῷ φαρμάκῳ , καὶ ἐνελίξαι ἐς ὀθόνιον βύσσινον , μέλιτι ὑποχρίσας τὸ ὀθόνιον , καὶ ποιῆσαι πρόσθετον
' ἐπ ' ὤμων πατέρ ' ἔχων κεραυνίου νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος . κύκλῳ δὲ πᾶσαν οἰκετῶν παμπληθίαν : συμπλάζεται
5287284 σκυλακιον
τῶν ἁδροτέρων ζῴων δορκὰς ἢ ἔλαφος ἀλλὰ καὶ τῶν βραχυτάτων σκυλάκιον ἢ λαγωδάριον μὴ σφόδρα ἐπειγόμενον ῥύμῃ καὶ ἀπνευστὶ θέοντας
, ξυλήφια δὲ ὑποθεὶς , ἐς τὸν ἐχῖνον ἐνθεὶς τὸ σκυλάκιον , οἶνον ὡς εὐωδέστατον ἐπιχέαι , καὶ πυριῇν διὰ
5281259 αὐον
τοῦ σκληρόν . Γ στερρόν ] ἀντὶ τοῦ γεγηρακὸς καὶ αὖον . σκληρὸν καὶ γεγηρακός , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκμαζόντων
. ἁ σταφυλὶς σταφὶς ἔσται : ὃ νῦν ῥόδον , αὖον ὀλεῖται . μὴ ' πιβάλῃς τὴν χεῖρα . καὶ
5280543 βαθυν
βιάζου σὺ διανοίγειν αὐτὸ διοχλίζων τὸν κυνόδοντα καὶ ἰρινέου μαλλὸν βαθὺν κορέσκων ἕλκοις , ἀντὶ τοῦ ἕλκε τὸν ἰὸν μετὰ
οἷον ἐλαιηραὶ στάγες ὕδασιν ἐμφορέοντο . Ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσεπέρησαν , ὅς τ ' εἰς Ἠριδανὸν μετανίσσεται
5278693 ἀνθουν
ὄμβρος πέφυκεν . . Ἀλλὰ γάρ τοι καὶ τὸ σμύρνιον ἀνθοῦν διηνεκῶς οἰκείως ἔχον εὕροις ἂν εἰς τὴν τούτων χρείαν
παρακολουθεῖ δὲ μέχρι τοῦ θέρους τὸ μὲν κυοῦν τὸ δὲ ἀνθοῦν τὸ δὲ σπέρμα τίκτον , μικρὰν ἰκμάδα καὶ κέντρον
5266760 ἀπορρεον
' ἀπορροίας αἰσθανόμεθα , οὔτε ἔτι μᾶλλον τῶν χρωμάτων τι ἀπορρέον ποιεῖ τὴν ὅρασιν , ἀλλὰ τῷ ἐνεργεῖν ὁρᾶται .
λαμβάνων ἐπί τινος ἄκμονος ἐπιτίθει τοὺς πυρούς , καὶ τὸ ἀπορρέον ἐξ αὐτῶν ὑγρὸν ἔτι θερμὸν λαμβάνων ἐπίχριε τοὺς λειχῆνας
5263250 ποταμιαν
ὅθεν Ἀλφειώας Ἀρτέμιδος ἐκεῖ φασιν εἶναι ἱερὸν , ἣν νῦν ποταμίαν εἶπεν . ἄλλως : ἕδος Ἀρτέμιδος : ἵδρυται γὰρ
πεδίον ἤκουσαν , ἐν ᾧ οἱ ἱππικοὶ ἀγῶνες ἐτελοῦντο . ποταμίαν εἶπε τὴν Ἀκράγαντα διὰ τὸ ὁμωνυμεῖν τῷ ποταμῷ .
5262840 βαθος
Οἰκίς , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς υ , ὡς βάθος βύθος , . . , . Βύνη : ἡ
ὑπὸ τῇ ἄκρᾳ , καὶ μετὰ τοῦτον ἐγκολπίζουσα ᾐὼν εἰς βάθος , ἐν ᾗ αἱ Βαῖαι καὶ τὰ θερμὰ ὕδατα
5260615 σκοτον
? ? : ἐὰν μὲν ἐν ἰλίῳ ἔσται τὸ ὑπὸ σκότον καλυφθέντες τῷ πλήθει τῶν βελῶν ἐφεύγομεν : ἐὰν δὲ
μικρῶς τοῖς πολλοῖς . ὃ δέ φησιν Ἀριστοφάνης περὶ Αἰσχύλου σκότον εἶναι τεθνηκότος , τοῦτ ' ἄξιον καὶ περὶ τούτου
5260404 νηχομενος
νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς . ” νέεσθαι πορεύεσθαι . νέων νηχόμενος . νεῶν ὕπερ ἄνω τῶν νεῶν : “ νεῶν
ζωγραφοῦσιν : οὗτος γὰρ κύει μὲν διὰ τοῦ στόματος , νηχόμενος δὲ καταπίνει τὸν γόνον . Ἄνθρωπον ἀνθρώπων χρώμενον μίξει
5259325 αἰγανεης
ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ . ὅσση δ ' αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέτυκται , ἥν ῥά τ ' ἀνὴρ
: οὐδ ' ὅ γε πυκνῆς χερμάδος ἱπταμένης οὐδ ' αἰγανέης ἀλεγίζει , ἀλλ ' αὔτως ἄτρεστον ἔχει θάρσος τε
5257341 αὐξανομενον
εὐφημοῦσιν ὡς εὐφορίας αἴτιον , νομίζοντες αὐτὸ τὸ ὕδωρ τὸ αὐξανόμενον εἶναι θεόν . Ἐσέβοντο δὲ τὰς ἴβεις , τοὺς
ἀφ ' ὧν ἄν τις ἐγκωμιάζοι . ὥσπερ γὰρ σῶμα αὐξανόμενον , τῷ χρόνῳ φήσεις προεληλυθέναι αὐτὴν εἰς μέγεθος ,
5255480 καταφερων
οὕτω κληθῆναι παρὰ τὴν τοῦ Νείλου ἰλύν . Ἣν πολλὴν καταφέρων ἐκεῖνος προσέχωσε τὴν κάτω χώραν κατὰ Ἡρόδοτον πᾶσαν πάλαι
σαρξί . ῥεῖ δὲ ποταμὸς δι ' αὐτῶν ψῆγμα χρυσοῦ καταφέρων , οὐκ ἴσασι δ ' αὐτὸ κατεργάζεσθαι : καλοῦνται
5253284 σκιαν
τινα φέρων κρέας , καὶ κατὰ τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν θεασάμενος , οἰηθεὶς ἕτερον εἶναι κύνα μεῖζον κρέας ἔχοντα
οἷον δὲ θέρους ὑποδραμεῖν σπήλαιον καὶ σχεδιάσαι χαμεύνιον καὶ ὑπὸ σκιὰν ἀναπαύσασθαι , ἡλίκη δ ' αὖρα [ ] γλυκυθυμία
5252652 αἰγειροιο
ὕψος , καὶ αὔξεσθαι : ὅθεν Ὅμηρος φησί : μακεδνῆς αἰγείροιο . οὕτως εὗρον ἐν τῇ Ὀρθογραφίᾳ Ἡρωδιανοῦ . Ἄτρακτος
τουτέστιν εἰς ὕψος αἴρεσθαι καὶ αὔξεσθαι : Ὅμηρος : μακεδνῆς αἰγείροιο . πρόσκειται , ὅτι τὸ παρὰ Θεοκρίτῳ , οἷον
5251781 κεχυμενον
δ ' ὡς μάλιστα , μὴ κατατεινόμενον εἰς μῆκος , κεχυμένον δ ' εἰς πλάτος διαφυλάττειν τὸν ὄγκον . πρὸς
ἐγένετο αὐτοῖς ἡ πλίνθος εἰς λίθον „ γὰρ μανὸν καὶ κεχυμένον τῆς μὴ σὺν λόγῳ φορᾶς εἰς ἀντίτυπον καὶ στερεὰν
5251620 δροσερα
ἕλειος καὶ λειμωνία βοτάνη δαψιλὴς οὖσα τῶν τε ὀργάδων ἡ δροσερὰ καὶ κατάρρυτος ἄπειρος ὅση θέρει νέμεται καὶ παρέχει διὰ
μελέτη ; τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι ; πάρα γὰρ δροσερὰ πύργοις συνεχὴς κλειτύς , ὅθεν σοι πῶμα γένοιτ '
5250550 ἀμβροσιης
θείω . ] ” ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα , κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν : αὐτὰρ ὁ
δ ' ἔκποθεν Οὐλύμποιο Ζεὺς ψεκάδας κατέχευεν ὑπὲρ νέκυν Αἰακίδαο ἀμβροσίης , δίῃ τε φέρων Νηρηίδι τιμὴν Ἑρμείην προέηκεν ἐς

Back