ἁλωναι συνεβη , των δ ' ἐνδον Διονυσιος μεν ὁ φρουραρχος εἰς την Μουνυχιαν συνεφυγε , Δημητριος δ ' ὁ
Βρυττιους ἐς την φρουραν προσελαβεν . των δε Βρυττιων ὁ φρουραρχος ἠρα γυναικος , ἡς ἀδελφος ὑπο Ῥωμαιοις στρατευομενος ἐπραξεν
9999979 νομιζομενα
μεν ἐχωρισθη της ἐν ταὐτῳ ἡμιν συνουσιας , τα δε νομιζομενα συνετελεσαμεν και κοινῃ και ἰδιᾳ τιμωντες ἐκεινον , ἐχωριζομεθα
τα καλα και τα αἰσχρα ἀρτεον ὡς ? ψευδως ? νομιζομενα ? , ὁτι οὐ ? ? πασι ταὐτα ἐστιν
9999979 συλλογιστικος
τουτῳ και το Α ὑπαρχει παντι οἱον τῳ Γ , συλλογιστικος οὑτος ὁ λογος . ἐαν δε οὑτως εἰπω ,
γε πως ἐξει το πραγμα ; ὁ δε κατα συστολην συλλογιστικος : ἀλλα μην ἡμερα ἐστιν , φως ἀρα ἐστιν
9999979 θαυμαζεσθαι
ἀπο τυχης : μακαριζω : ἀντι του : ἀξιους κρινω θαυμαζεσθαι : ἀντι του ἐχοντας : ἐπιλεκτοις ἐκκριτοις : την
μαντικης δε εἰς ἐξουσιαν παριουσης , λογων δε εἰς το θαυμαζεσθαι , Ῥωμαιων δε εἰς το θαρρειν , βαρβαρων δε
9999978 ἀγανακτουντας
πλουσιοις των τε κινδυνων και των ἀναλωματων , ὡς εἰδεν ἀγανακτουντας αὐτους , δι ' ἑτερου τροπου την τ '
αὐτο και ἐπι των ῥυθμων γινομενον ἐθεασαμην , ἁμα παντας ἀγανακτουντας και δυσαρεστουμενους , ὁτε τις ἠ κρουσιν ἠ κινησιν
9999978 παραφροσυνην
ἀνακεκλισθαι τους ἀνθρωπους ἐν τῳ ὑγιαινειν : δηλοι γαρ ἠ παραφροσυνην ἠ μεγιστην ὀδυνην των περι την γαστερα χωριων ,
και σφυγμος ἐνειη ἐν τῳ ὑποχονδριῳ , θορυβον σημαινει ἠ παραφροσυνην [ . . ] : τινα των ἀντιγραφων “
9999978 ἐνδεχομενως
τῳ Β ἐνδεχεται , παντων ἀρα των μερων αὐτου κεχωρισται ἐνδεχομενως : ἑν δε των μερων του Β το Γ
ἐπει δε λεγεται ἐνδεχομενον και ὁ ὑπαρχει μεν ἠδη , ἐνδεχομενως δ ' ὑπαρχει και οὐκ ἀναγκαιως , λεγεται δε
9999977 δημιουργησαντος
παντα ποιησαντος και ἑνος μονου , τῃ δε αὐτου θελησει δημιουργησαντος τα ὀντα : τουτο γαρ ἐστι το σωμα ἐκεινου
τα δε [ τινα ] τουτοις ἀνομοια κεκτημενος θεληματι του δημιουργησαντος πνευματος μετειληφεν ὑλικου . τα δε καθ ' ἑκαστα
9999977 νομισθηναι
συνοδων και κοινογαμιων ὀντων . διο και ἐδοξε τισιν διφυης νομισθηναι , οὐκ εἰδοτων των προτερον δια το πληθος τον
οἱ Κορινθιοι , ὡστε και τα ὑστερον εὑρεθεντα ἰδια αὐτων νομισθηναι . ἀλλως : και οὐ μονον νικην παρεσχον ὑμιν
9999977 μυστηριον
τουτο , πολλα τε βεβαμμενου χρυσου το θειον και ἀμεταδοτον μυστηριον . Ἐπειτα και το σωμα της μαγνησιας προσερεται .
, και εἰς ἑν ἐργον συντεινουσιν . Νοησον οὐν το μυστηριον , τεκνον , του φαρμακου της χηρας . Ἡ
9999977 τραχηλοις
το φιλοκοσμον : χρυσοφορουσι τε γαρ , περι μεν τοις τραχηλοις στρεπτα ἐχοντες περι δε τοις βραχιοσι και τοις καρποις
σειομενοι τους ἀναβαινειν ἐπ ' αὐτους ἐπιχειρουντας ἀποσειοιντο , τοις τραχηλοις αὐτων ἐμβαλλονται κυκλῳ τομας και κατ ' αὐτας τους
9999977 σπουδαιους
ἐπειπερ ὀνοματων οἰκειων ἠμοιρησεν , ἐασωμεν τους περι τα τοιαυτα σπουδαιους ταις ἐπινοιαις μανθανειν . Των οὐν ἐπι σηψει αἱματος
κατανοειν . κατασκοπους ἐπιλεκτεον σταθερους , ὀξεις , πιστους , σπουδαιους , δοξης μαλλον ἠ χρηματων ἐρωντας : οὑτοι μεν
9999976 ἐξαιρετον
ἀναξ , Ἀτρεως φιλος παις , τησδ ' ἐρωτ ' ἐξαιρετον μαιναδος ὑπεστη : και πενης μεν εἰμ ' ἐγω
φωσι το ὑγιαζειν κοινον ἰατρου τε και οὐκ ἰατρου καθεστηκος ἐξαιρετον γινεσθαι του τεχνιτου , ἐπειδαν ἰατρικως ἀποτελεσθῃ , τοτε
9999976 θεμελιους
Θρᾳκων ὁ μυς ἀργιλος καλειται , σκαπτοντων δε εἰς το θεμελιους καταβαλεσθαι πρωτος μυς ὠφθη . . . Αὐταριαται :
και ἐξουσιαν λαμβανειν και μαλιστα των προς βορραν τοπων , θεμελιους τιθεναι οἰκοδομης ἀνευ του στεγαζειν , ποταμους διαιρειν ,
9999976 ἀνατελλουσης
ἐν τρισιν ἐγγιστα τεταρτημοριοις ὡρας μιας . Της δε Κασσιεπειας ἀνατελλουσης συνανατελλει μεν ὁ ζῳδιακος ἀπο [ του ] Τοξοτου
σχημα τουτο της ἐκφορας . Της δε ἀρχης του Ταυρου ἀνατελλουσης φησιν ὁ Ἀρατος τε και ὁ Εὐδοξος τον Περσεα
9999976 ἁρπαζοντων
τουτεστι της φυσεως ἡμων δεηθεισης αὐτων ἐπενοηθησαν : οἱον πολλων ἁρπαζοντων και φονων ἐκ τουτων γινομενων ὁ νομοι της ἁρπαγης
ἀναιδεια ὑμιν ἐμποδων γενηται τους καδισκους ἀνατρεποντων ἠ τας ψηφους ἁρπαζοντων ἠ ἀλλο τι περι την ψηφοφοριαν ἀκοσμουντων , δειξατε
9999976 ὁποτεροι
δητ ' ἐγνωκας ὡς οὐδεν λεγεις ; και των θεατων ὁποτεροι πλειους σκοπει . και δη σκοπω . τι δηθ
ἐκεινοις οὐ ξυμμαχησειν και σφισι προσιεναι και οὐ διαμελλησειν περισκοπουντας ὁποτεροι κρατησουσιν . ναυσταθμον δε ἐπανα - χωρησαντας και ἐφορμηθεντας
9999976 τετελευτηκοτων
ὁσιοτητος διττος τροπος : ἠ γαρ περι την ἐκφοραν των τετελευτηκοτων αἱ τιμαι γινονται ἠ περι τα νομιζομενα κατα τα
φυσει . φυλαξαμενος οὐν γυμνοις ὀνομασι καλεσαι γονεις ἐπι παιδων τετελευτηκοτων κληρονομιαν , ὑπερ του μη δοκειν ἀπευκτην ὠφελειαν προσνεμων
9999976 χιτωνισκους
τους παλμους , εἰ σωτηριοι : πολλακις δε και τους χιτωνισκους ἀναστειλαντες , εἰ περιπληθης ἐσθ ' ἡ γαστηρ ἐξεταζουσιν
ἐδειτο γαρ Χαιρεας ἐρανον συνεφηβοις ἀπενεγκειν . ὀθονας γαρ και χιτωνισκους τι ἀν λεγοιμι ; και ὁλως ἑρμαιον τι ἡμιν
9999976 χαρακτηριζεται
, εἰπων δε το ζῳῳ εἰναι ἐσημανε καθ ' ὁ χαρακτηριζεται , τουτ ' ἐστι το εἰδος : το γαρ
τῳ θεῳ , δηλον ἐντευθεν : οἱς γαρ το θειον χαρακτηριζεται , τουτοις και ὁ τελειος φιλοσοφος χαρακτηριζεται : και
9999976 ποταμιοι
. ἐστι δε ἡδυς εἰς βρωσιν και καλος . Καρκινοι ποταμιοι λειοι ποθεντες συν γαλακτι αἰγειῳ θεραπευουσιν σκορπιοπληκτους , φαλαγγιοδηκτους
μαλθακης σαρκος ποιητικοι , αἱματος γονιμοι , λαπακτικοι γαστρος : ποταμιοι δε και λιμναιοι κακοστομαχοι , παχυμερους ὑλης δραστικοι ,
9999976 βραχυτεραι
Τοισι δε νεανισκοισιν ἐπωδυνοι μεν οὐχ ἡσσον αἱ ἰσχιαδες , βραχυτεραι δε : και γαρ τεσσαρακονθημεροι ἀπαλλασσονται : ἀλλ '
των ἐλασσονων ἐστι και συμμετρα τῃ θηρᾳ τα σκευη : βραχυτεραι δε ὁρμιαι και ἀγκιστρα και οὐ πολλη τις τροφη
9999975 νης
ψοφου ἀνοιγεσθαι . της δε κατα του τεγους δεχομε - νης τον μοιχον , χλευαζοντας τους γειτονας ἐπι των μηδεν
και οἱ του ἐργου ἐπισταται , ὡς ὁ Δημοσθε - νης ἑαυτον τειχοποιον καλει . ἐρεις δε ταφρον ἠλασαντο ,
9999975 ὀργισθηναι
πριν αἱματος μου την ψυχην ἐξαφρισαι , ἀντι του πριν ὀργισθηναι με αὐτηι . δα : γη Δωρικως ὁθεν και
παθητικοι τουτων λεγομεθα , οἱον καθ ' ἁς ἐσμεν δυνατοι ὀργισθηναι ἠ λυπηθηναι ἠ ἐλεησαι . ἑξεις δε οἱ τροποι
9999975 φεροι
ἐφη ] τυραννον ” : πως ἀν τις ἀτυχιαν ἀριστα φεροι : „ εἰ τους ἐχθρους χειρονα πραττοντας βλεποι „
βορεαο μι ' οἰη φοινισσοιτο , ἐκ βορεω πνοιας κε φεροι , νοτιη δε νοτοιο : ἠ και που ῥαθαμιγγες
9999975 λειοτατης
, ἡ δε συνθεσις ἐστιν αὑτη . Λιθαρ - γυρου λειοτατης δραχμας κ . ψιμμυθιου , ἰου , ἀνα οὐγγιας
χηνος ἠ νησσης νεοσφαγους θερμον διδοναι ἠ τριφυλλου της ἀσφαλτωδους λειοτατης ὁσον κοχλιαρια α ἠ β μεθ ' ὑδατος κοτυλων
9999975 θερμαϲιαν
ἀρχαϲ παροξυνουϲι ταϲ φλεγμοναϲ : ὑϲτερον δε ἐπιτεινειν χρη την θερμαϲιαν . περιπατοι δε και ἀλλαι κινηϲειϲ κατ ' ἀρχαϲ
ϲεϲηποτοϲ , τῳ μη διαπνειϲθαι , τῃ ζεϲει μονῃ την θερμαϲιαν ἐγειροντοϲ , ὡϲπερ ὁ ἐν ταιϲ πιθακναιϲ νεοϲ οἰνοϲ
9999975 Μιλησιους
και το τειχος ὑπερελθοντες ἁθροοι τε ἐντος γενομενοι κατεκαινον τους Μιλησιους . ἐνθα δη κατ ' ἀγνοιαν ἀποθνῃσκει και Διογνητος
τειχων ἐξω προσωρμισαντο . Καισαρ Ἐπικρατη Μιλησιον οἰκετην πεμπει προς Μιλησιους παρακαλων χρηματα ἐπιδανεισαι : οἱ δε παραχρημα ἐπεμψαν .
9999975 ἐθελησεις
ὁ τι ἀν ἐθελῃς , εἰδως ὁτι οὐχ ὡς ἐχθρῳ ἐθελησεις , ἀλλ ' ὡς Ἀλεξανδρος Πωρῳ τῳ Ἰνδῳ και
ὑπο του χρονου ἀναλωται . εἰ δε δη τουδ ' ἐθελησεις κοινωνειν του βιου μεθ ' ἡμων ἐνθαδε , ἑως
9999975 συγγνωμονικον
ἐν παθεσιν ᾐ τα ἀπ ' ἀρχης ἀχρι τελους , συγγνωμονικον ὑπαρξει το χρωμα , ὡς ἐπι της δακρυουσης νυκτωρ
διαφοραν αὐτων δεικνυσιν : λεγω δε το παραγραφικον , το συγγνωμονικον : ἐκει μεν γαρ ἐφαμεν τα του δικαιου μορια
9999975 ἑτεροτητα
λογος . ἑτερομηκεις δε οἱ τοιουτοι κεκληνται , ἐπειδη πρωτην ἑτεροτητα των πλευρων ἡ προσθηκη τῃ ἑτερᾳ πλευρᾳ της μοναδος
ἑκατερον , ὡς το ἰσον και ὁμοιον , τα δε ἑτεροτητα ἐχει ὡς πατηρ και υἱος , δουλος και δεσποτης
9999975 σφοδροτητος
ἐπιφοραν φησι την καταφοραν , οἱ δε καταφορικοι των λογων σφοδροτητος οἰκειοι . [ , ] τι γαρ δηποτε ,
ἐμβαλοντα . ἐμβεβληκοτα ] ἐπαγαγοντα . θΞ ἐμβεβληκοτα ] μετα σφοδροτητος . Ξ εἰ και δικαιως προς τον πολεμον ὡρμησας
9999975 ἀποδεικνυων
πεδαις δεσμευων εἰς τας συνεργασιας ἐνεβαλλε , τους δε νομεις ἀποδεικνυων οὐτ ' ἐσθητας οὐτε τροφας ἐχορηγει τας ἁρμοττουσας .
, ὁ δε διωκων ἀδικον αὐτο δια των ἐναντιων λογισμων ἀποδεικνυων . ἐν μεν γαρ ἀντιληψει λεγοντος του φευγοντος εἰ
9999975 βραχυτατοις
Λεοντος του βασιλεως Ῥωμαιων Αἰθιοπες ἐκομισαν καμηλοπαρδαλεις και δυο ἐν βραχυτατοις σωμασιν ἀνδρας φρενοβλαβεις , οὑς δη πυγμαιους Ὁμηρος ὠνομασε
περι φυσεως συγγραμμα και ἀλλο το περι θεων ὡς ἐν βραχυτατοις αὐτον ἀνεδιδαξεν . ἠλθε μεν γαρ Ἀβαρις ἀπο Ὑπερβορεων
9999975 Ἱππολοχος
και ᾑρεθησαν οἱδε : Πολυχαρης , Κριτιας , Μηλοβιος , Ἱππολοχος , Εὐκλειδης , Ἱερων , Μνησιλοχος , Χρεμων ,
κατεκτανε κυδαλιμοισι : την δε χολωσαμενη χρυσηνιος Ἀρτεμις ἐκτα . Ἱππολοχος δε μ ' ἐτικτε , και ἐκ του φημι
9999975 χοινικος
ἐστι τοις εἰρημενοις και τουτο : ὁς κεν ἐμης γε χοινικος ἁπτηται : λεγει γαρ τα ἐμπεριεχομενα τῃ χοινικι .
πυρ μαχαιρᾳ μη σκαλευειν , ζυγον μη ὑπερβαινειν , ἐπι χοινικος μη καθιζειν , καρδιην μη ἐσθιειν , φορτιον συγκαθαιρειν
9999975 συμπτωσις
ῥυσιν ; ἀπο γαρ της συμπτωσεως οὐ δυνανται , ὁτι συμπτωσις οὐ μονον ἐπι ῥυσει κενουμενων των σωματων γινεται ,
ἀρσιν της ἁφης . σστʹ . Συστολη ἐστι συναγωγη και συμπτωσις τουτων κατα μεν αἰσθησιν οὐ κινουσα , τῳ δε
9999975 ἀναγκαζει
του Ἐρεσιου Θεοφραστου οὑτως λεγομενον ἐν τῃ περι φυτων ἱστοριᾳ ἀναγκαζει με ἐπι των κιτριων ἀκουειν τα σημαινομενα . φησι
του Κερσοβλεπτου γραφει ὁ Ἀθηνοδωρος συνθηκας , καθ ' ἁς ἀναγκαζει τον Κερσοβλεπτην ὀμοσαι προς θ ' ὑμας και τους
9999975 δημαρχος
ὁ δε τουτο το πολιτευμα εἰσηγησαμενος ἠν Μαρκος Δοελλιος ὁ δημαρχος ἀχθομενων ἠδη των πολιτων και των πολεμιων γενεσθαι προσδοκωντων
του δημαρχου ἐπαγγειλαντος μη ἀναιρωνται οἱ προσηκοντες , ὁ μεν δημαρχος ἀπομισθωσατω ἀνελειν και καταθαψαι και καθηραι τον δημον αὐθημερον
9999975 παρανομιᾳ
ποιῃ , κοινος ἀναγραφεσθω πολεμιος , | [ γεγραφθω ] παρανομιᾳ συνυφαινων ἀναισχυντον θρασος , ἐαν δε κρυφα , λανθανειν
γαρ και κολασιν ἐπιθειναι ποτε φασι τῃ εἰς την μουσικην παρανομιᾳ , ζημιωσαι τε τον [ ἐπιχειρησαντα ] πρωτον [
9999975 λιθοις
το πελαγος και εὐθυνων ἐπι τον ἐσπλουν . ἐχου δε λιθοις τε μεγαλοις και πυκνοις , ἱνα μη ὑπο του
, ἐπι τουτοις ἐστι και ἡ λαμπροτης : οἱον οὐ λιθοις ἐτειχισα την πολιν οὐδε πλινθοις ἐγω , οὐδ '
9999975 ἀπενεγκασθαι
τε και ἱκανως : ὡστε τα πρωτεια της ἰατρικης εὐκλειας ἀπενεγκασθαι των καθ ' ἑαυτον ἰατρων , παραβαλλεσθαι δε ἠδη
τα πρωτ ' ἐσεσθαι : ἀντι του : τα πρωτεια ἀπενεγκασθαι και βασιλευσειν κατα την Κορινθιαν ἁμα τοις ἐκ Γλαυκης
9999975 Συρακουσιος
δεξαιτο ὁ Ἱερων . οἰκοθεν οἰκαδε : ὁτι Ἀρκας και Συρακουσιος ὁ Ἀγησιας . ὁ δε νους : οἰκειον ὀντα
, συνετους δε τινας και νομοθετικους . Ἀρχετιμος δε ὁ Συρακουσιος [ ] ὁμιλιαν αὐτων ἀναγεγραφε παρα Κυψελωι , ἡι
9999974 συλλογισμον
ταυτα του πατρος , ὁ ἐστι του κατηγορου , τον συλλογισμον ἐπαγοντος , και ὡς μηδεν διαφερουσι λεγοντος , οὐ
εὑρισκεται το προς τι ἀπο του ἰσου , σιωπωμεν τον συλλογισμον , εἰ μη ἀρα δυναμεθα αὐτον μεθοδῳ τινι εἰσαγαγειν
9999974 ἀγανακτουντων
των κατα την ἀγοραν των μεν οἰκτειροντων , των δε ἀγανακτουντων , των δε ὁμοσε τοις δεδρακοσι χωρειν ἐσπουδακοτων .
τας τουτων οὐσιας ἀφῃρειτο . ἐφ ' οἱς δυσχεραινοντων και ἀγανακτουντων , την παρα παντων ὀργην ἐπαναιρουμενος ταχυ τοις ὑποτεταγμενοις
9999974 θαυμαζοντων
των δε Λατμιων προελθοντων και την εὐσεβειαν αὐτης θεωμενων και θαυμαζοντων οἱ ἀποκεκρυμμενοι ἐξανασταντες κατελαβοντο την πολιν κρατησαντες αὐλοις και
της πραξεως γενομενης καθ ' ὁλην την Ἑλλαδα και παντων θαυμαζοντων το παραδοξον , ὁ μεν βασιλευς Κρεων θαυμασας την
9999974 συμπρεσβεις
τα γε δη καταγελαστα παντελως , ἐφ ' οἱς οἱ συμπρεσβεις ἐνεκαλυψαντο , ὡς ἐξενισε τους πρεσβεις τους Φιλιππου ,
. Ὁτι δ ' ἀληθη λεγω , καλει μοι τους συμπρεσβεις και την μαρτυριαν αὐτων λεγε . Ἐπειδη τοινυν ,
9999974 συμβουλευουσι
προαιρησονται συμβουλευειν μη ὀρθως . εἰ δ ' αὐ ταὐτα συμβουλευουσι , τι δει παντας αὐτους συμβουλευειν ; εἱς γαρ
φυτευειν . ἀλλοι δε ἀπο τεταρταιας αὐτης ἑως ὀκτωκαιδεκατης φυτευειν συμβουλευουσι . τινες ταις προσεληνοις μοναις , τουτεστι ταις πρωταις
9999974 Πολυευκτος
, ἀλλ ' ὑπολειφθεισων χιλιων δραχμων και ὁμολογηθεισων ἀπολαβειν ὁταν Πολυευκτος ἀποθανῃ , ἑως μεν ὁ Λεωκρατης ἠν κληρονομος των
της Ἑστιας ; ποτερον καταφαγων την πατρῳαν οὐσιαν , ὡσπερ Πολυευκτος ὁ καλος ; οὐ δητ ' , ἀλλ '
9999974 γεγραμμενοι
και ὁ οἰσυπηρος και οἱ παραπλησιοι ἐν τῳ ιδʹ λογῳ γεγραμμενοι . χριονται δε συν οἰνῳ γλυκει , μιγνυνται δε
” φησι “ βουστροφηδον ἠσαν οἱ ἀξονες και οἱ κυρβεις γεγραμμενοι ” δεδηλωκεν Εὐφοριων ἐν τῳ Ἀπολλοδωρῳ . ἠ ἐπει
9999974 ἐγρηγοροτων
ἠ μεταξυ του ἐγρηγορεναι και καθευδειν ὀντων ἠ και παντελως ἐγρηγοροτων αἱ φωναι ἀκουονται . Και ποτε μεν ἀναφες και
σοι και δοξαν , ὁσην δικαιον , και πληθος ὁμιλητων ἐγρηγοροτων . ἐν δ ' αὐ τοις πολλοις ἀγαθοις ἑνος
9999974 ἐξηγησασθαι
εἰκαστης : και ἁ μεν μετα χειρας ἐχοι , και ἐξηγησασθαι οἱος τε , ὡν δ ' ἀπειρος εἰη ,
τοις συγγραμμασιν ἀσαφεις και κατα πολυ της κοινης ἀνακεχωρηκυιας ὁμιλιας ἐξηγησασθαι λεξεις , και μαλιστα ἐπει πολλοι των ἐκ του
9999974 Τειρεσιου
το ἐκ της περιφρασεως νοητον ἀπηντησε . ψυχη γαρ Θηβαιου Τειρεσιου ἐστιν ὁ Τειρεσιας . διο ἐπηνεγκεν ἐχων , οὐκ
Μοψιον δ ' ὠνομασται οὐκ ἀπο Μοψου του Μαντους της Τειρεσιου , ἀλλ ' ἀπο του Λαπιθου του συμπλευσαντος τοις
9999974 κληθηναι
τουτῳ γαρ τῳ ἀγωνι Ἀθηναια ὀνομα ἠν , Παναθηναια δε κληθηναι φασιν ἐπι Θησεως , ὁτι ὑπο Ἀθηναιων ἐτεθη συνειλεγμενων
ὀκτω . Μερος Ἰλλυρικιανων βανδα ὑπερκερασται βανδα ἡμισεος δευτερου Λεγει κληθηναι ὡς ἑκαστον μερος του ἐν αὐτῳ στρατου εἰς τα
9999974 νομιζουσι
! ! ! και οἱ Πυθαγορειοι δε ἑνα ἀριθμον εἰναι νομιζουσι : και τινα τουτον ; τον μαθηματικον , πλην
στασιν , και ταυτην ἐν μιᾳ ὡρᾳ ποιησαμενοι , εἰσκρινειν νομιζουσι τι πνευμα : καιτοι τι ἀν γενοιτο ἀπο τουτων
9999974 παρεχουσης
. [ το δε δραμα την ἐπιγραφην ἐσχεν ἀπο της παρεχουσης την ὑποθεσιν Ἀντιγονης . ] Κειται δε ἡ μυθοποιια
Ζακυνθῳ λιμνης φησιν Εὐδοξον ἱστορειν ὁτι ἀναφερεται πισσα , καιτοι παρεχουσης αὐτης ἰχθυς . Ὁ τι δ ' ἀν ἐμβαλῃς
9999974 καλαμινθης
δυναμενων , οἱον ἠ πευκεδανου ἠ καστοριου ἠ γληχωνος ἠ καλαμινθης ἠ θυμου , και ἐπιχριειν το μετωπον ἠ καστοριῳ
κηρου δρ . ηʹ , Ἀμμωνιακου δρ . ιϚʹ , καλαμινθης δρ . θʹ , κεδριας δρ . ιηʹ ,
9999974 καταφρονητικως
το χαλεπως ἐχειν προς ἀτιμιαν , ἐκ τουτων δε το καταφρονητικως ἐχειν της τυχης . οὑτοι μεν οὐν των ἀτομων
δε της ἑαυτων εὐγενειας ὑπομνησθεντες και φραξαμενοι δυνατωτερᾳ χειρι μαλα καταφρονητικως ᾐεσαν ὡς αὐτοβοει περιεσομενοι και συμπλακεντες τους μεν εὐθυς
9999974 πολυτελεσι
των ναυτων και ταις ὑπηρεσιαις και τἀλλα σημειοις και κατασκευαις πολυτελεσι χρησαμενων , και ἐς τα μακροτατα προθυμηθεντος ἑνος ἑκαστου
αὐτος δε ἐπιλεξαμενος τετρακοσιους Περσων τους μεγιστους , ἐσθησι τε πολυτελεσι και χρυσῳ κεκοσμημενους ἱππων τε και τοξων παρασκευῃ ,
9999974 κυαμους
μελικρατου παλαιου ἐνσταζουσαν ἠ κροκον μετα του οἰνου τριψασαν ἠ κυαμους τους Αἰγυπτιους . ὑγραινονται δε τοις τοιουτοις του γαλακτος
και εὐτελη τα τοιαυτα γινεται . Ἡ ὀροβακχη φθειρει τους κυαμους και τους ἐρεβινθους περιπλεκομενη . το ζιζανιον , το
9999974 Πολυευκτον
πεπιστευμενον αὑτον ὡς οὐ πανταπασιν ἀνοσιον ὀντα , προσκαλεσαμενος τον Πολυευκτον ἀποφερει γραφην κατ ' αὐτου κακωσεως προς τον ἀρχοντα
Πολυευκτου ἐκφυλλοφορηθεντος ἐνδειξει . μηποτε παλιναιρετον λεγει ὁ ῥητωρ τον Πολυευκτον , ἐπειδηπερ συκοφαντων τινας , ἐπειτα λαμβανων δωρα τουτοις
9999974 χαιρουσαν
καχαλω καγχαλω . παρα το ἐν χαλασματι εἰναι την ψυχην χαιρουσαν , εἰ γε το ἐναντιον ἐν τῃ λυπῃ συνεσταλται
με παρα το εἰωθος και τῳ προσωπῳ και τοις ὀφθαλμοις χαιρουσαν ὠ Γλυκεριον ἠροντο , τι σοι τηλικουτον γεγονεν ἀγαθον
9999974 παραβολη
. μεθεπουσιν : συρουσιν , Ὡς δ ' ὁτε : παραβολη . νηπιαχα : μωρα . οὐρεσιφοιτον : ἐν ὀρει
ἀνειλον . ὡς δ ' ὁτε δουρατα μακρα : ἡ παραβολη προς παντα ἁρμοδιος και ὑγιης . ξυλοις γαρ εἰκαζει
9999974 Ἀλεξανδρεις
Διονυσιος δε ὁ Θρᾳξ και Ἀπολλωνιος ὁ τους Ἀργοναυτας ποιησας Ἀλεξανδρεις μεν , ἐκαλουντο δε Ῥοδιοι . περι μεν Ῥοδου
ἀρρητον ἀγαλμα του Αἰωνος ὑπο του θεου κατεχομενον , ὁν Ἀλεξανδρεις ἐτιμησαν , Ὀσιριν ὀντα και Ἀδωνιν ὁμου κατα μυστικην
9999974 κατειδως
κακα . ὁπερ εἰ οὑτως εἰποις , νοησεις το οὐ κατειδως οὑτως , ἀντι του οὐ γινωσκων . το ἐαν
. χαλεπον ὁταν τις ὡν πιῃ πλεον λαλῃ , μηδεν κατειδως , ἀλλα προσποιουμενος . ὀργῃ παρα λογισμος ποτ '
9999974 δεικνυουσι
[ ] ἐν ταις βιβλοις του πατρος ἡμων , αἱ δεικνυουσι την τε ἀποκαλυψιν αὐτου και ἁρπαγην της αὐτου ἀποστολης
το οὐνομα ἐπι τοιουτῳ πρηγματι ὀνομαζειν , την δε δευτερην δεικνυουσι ὑποδεεστερην τε ταυτης και εὐτελεστερην , την δε τριτην
9999974 ἀκαθαρτον
ὁ μεν γαρ λογος τροφη διανοιας ἐστι : τουτον δε ἀκαθαρτον ἡ πονηρια ποιει των ἀνθρωπων . Ἀνδοκυδου Πυθαγορειου .
το αἱμα . τουτο οὐν ἀναδιδοται εἰς παν το σωμα ἀκαθαρτον ὀν , και λοιπον καινοτομειται το της φυσεως νομιμον
9999974 χαλκους
και Ἀπολλωνος εἰσι Προοψιου . και ἐν Παρνηθι Παρνηθιος Ζευς χαλκους ἐστι και βωμος Σημαλεου Διος : ἐστι δε ἐν
κρωμακισκος οὑτοσι γαλαθηνος . Ἡνιοχος Πολυευκτῳ : ὁ βους ὁ χαλκους ἠν ἀν ἑφθος δεκαπαλαι , ὁ δ ' ἰσως
9999974 εὐδαιμονιαν
το δ ' ὁτι συχνας διδωσιν ἡ ποιητικη ἀφορμας προς εὐδαιμονιαν δηλον ἐκ του την ὀντως κρατιστην και ἠθοποιον φιλοσοφιαν
ἑκτεον . αἰει [ ] δε των εὐπαγων ἑνεκα προς εὐδαιμονιαν και των κατασκευαζομενων [ ] τους λογους ποιητεον [
9999974 ἀγανακτων
λαβοντα ἀποχωρειν . και μηδεις νομισῃ ὡς ἐγω ὑπερ ἐμαυτου ἀγανακτων ταυτα εἰρηκα μαλλον ἠ ὑπερ ὑμων δεδιως μηποτε ἀρα
ἐπι τῃ τυραννιδι αἰτιαν σχων και φυγῃ ἀιδιῳ ἐλασθεις , ἀγανακτων τ ' ἐπι τῃ συμφορᾳ και τιμωριαν παρα των
9999974 πικροτατον
ἐστι το κρεας : το δε αἰτιον , πεφυκεν εἰναι πικροτατον . Εἰναι δε ἀλογα μεν ζῳα , φυσικην δε
σον ἐστιν , ὁμοια σε τῳ Σαλαιθῳ ποιειν , ὁς πικροτατον κατα μοιχων θεις τοις Κροτωνιαταις νομον και θαυμαζομενος ἐπ
9999974 συνελεγοντο
δη ἀλλο Ἀρκαδικον οὐτε τι παρελυε του κοινου δογματος και συνελεγοντο ἐς την Μεγαλην πολιν σπουδῃ : Λυκαιαται δε και
γαρ ταγματων ὀντων ἑκαστου ταγματος οἱ πεσοντες εἰς ἰδιαν πυρκαϊαν συνελεγοντο : εἰπεν ἐν ταις Θηβαις ὁ υἱος του Ταλαου
9999974 κατεπλευσαν
παρεδοσαν . μετα δε την ναυμαχιαν οἱ μεν Κορινθιοι καταπλαγεντες κατεπλευσαν εἰς Πελοποννησον , οἱ δε Κερκυραιοι θαλαττοκρατουντες της κατ
ὁτι ἡ Μυτιληνη ἑαλωκεν . βουλομενοι δε το σαφες εἰδεναι κατεπλευσαν ἐς Ἐμβατον της Ἐρυθραιας : ἡμεραι δε μαλιστα ἠσαν
9999974 προστεθειη
ἐνεργειας διοικουσα , και ταυτης χωρις οὐκ ἀν ἡ τροφη προστεθειη τῳ σωματι , δηλον ὁτι προς τον αὐτον τονον
, του τετρακοτυλιαιου και της κοτυλης : πως γαρ ἀν προστεθειη τι τῳ μηδεπω ὀντι ; και ἀλλως , εἰ
9999974 ἀποχρωσαν
ἐξαψαι τας ὁρμας ἀνεχαιτισαν αὐτων : οὑ γενομενου , ἐδοκει ἀποχρωσαν φυλακην ἐγγιστα των τειχων της πολεως καταλειφθηναι , μη
και ἀστεϊσμων . , . . ἐνεβη ἐνεβη δε ναυν ἀποχρωσαν τοις ἑταιροις . εἰς Ἀθηνας και Προκλον ἀπαιρει ἐτι
9999974 ἀφαιρεθηναι
τε ὑποδεχονται τον πολεμον οὐκ ἀξιουντες τους δυνατωτατους των ἀστων ἀφαιρεθηναι , και πριν ἀφικεσθαι Ῥωμαιων δυναμιν ἐπι σφας αὐτοι
προσθεσθαι δειν σιτια , οὐτε ἐπι την ἀῤῥωστιην , ὡστε ἀφαιρεθηναι : προστεκμαρτεα δη και ἡ ἰσχυς και ὁ τροπος
9999974 ἀποτροπην
περιεχουσιν ἰνες ὁμοιαι ῥυτισιν ἠ και γραμμαις . Τουτον προς ἀποτροπην παντων των ἑρπετων φασι χρησιμωτατον εἰναι και οἱ γε
παρακλησεσιν ἱκετευουσα . . φλαυρον ] κακον , φοβερον . ἀποτροπην τελειν ] ἀποδιωξιν πληρουν . . φθιτοις ] νεκροις
9999974 Σεληνης
Σεληνην του φυγοντος τον δεσποτην δηλοι ταχεως ἀποθνῃσκειν . της Σεληνης και του οἰκοδεσποτου αὐτης και του ὡροσκοπου ἐν τροπικοις
' ὁμοιον ἀποτελει και ὁ του Ἑρμου ἐπι των της Σεληνης και των οἰκειων ζῳδιων μαρτυρουμενος ὑπο Ἀρεως και Κρονου
9999974 ἀγανακτουντος
περι του τον γυμνασιαρχον , των ἰσχιων αὐτου ἡπτετο : ἀγανακτουντος δε , ἐφη , “ τι γαρ ; οὐχι
Ἐκλαβων γαρ ὡς ἐοικεν ἱππον ἀλινδουμενον γραψαι , τρεχοντα ἐγραψεν ἀγανακτουντος δε του ἀνθρωπου γελασας ὁ Παυσων κατεστρεψε τον πινακα
9999974 τιμωρησασθαι
των ὁσιων χρηματων , ἠ τον τουτους πειρωμενον σῳζειν μη τιμωρησασθαι ; και τι κωλυσει ἁπαντας εἰναι πονηρους , ὠ
ὁτι καλον , ὑπηκοον ἐχειν υἱον , ὁτι δικαιον αὐτον τιμωρησασθαι , ὁτι συμφερει , ἱνα ὠσιν οἱ παιδες πειθηνιοι
9999974 προστιθεισα
, ἱερα , ταφους , ἐλευθεριαν , ὑπαρξιν , οὐδαμου προστιθεισα πολιν την Καρχηδονα , παρακρυπτουσα δε την ταυτης ἀναιρεσιν
χρωματι διαπρεπη . αἰδως δ ' ἐπερρυθμιζεν ἠπιωτατον ἐρυθημα λαμπρῳ προστιθεισα χρωματι : κομαι δε κηροχρωτος ὡς ἀγαλματος αὐτοισι βοστρυχοισιν
9999974 γραφουσι
' ἡμας ἐπιτελουνται χρονων . Ταυτα δε γενεσθαι τινες μεν γραφουσι κατα τον πρωτον ἐνιαυτον της Ῥωμυλου ἀρχης , Γναιος
ἐκεινον φασιν αὐτοι γεγονοτες . εἰτ ' οὐ δικαιως προσπεπατταλευμενον γραφουσι τον Προμηθεα προς ταις πετραις και γινετ ' αὐτωι
9999974 χαρακτηρος
και παραλλαξιν , οὐπω δε συστροφην τινα και συστασιν του χαρακτηρος ἐν τῳ το προελθειν ἐστη και περιεγραφη : τουτο
της αὐτης φυσεως και οὐδεμιαν ἐχομεν ἐπιτηδειοτητα προς ζηλον ἑτερου χαρακτηρος : εἰ δε πλησιασομεν τοις τεσσαρακοντα , παλιν το
9999974 παραδειγματικως
ὡς ἀδικουντες παρωξυναν , την συνηθη πολιτειαν ζητησαντες ; εἰτα παραδειγματικως τουτο εἰπε : δια τουτο προς Δαρειον ἡμεις παρεταξαμεθα
Πολιτειᾳ γραμμης εἰκονας μεν εἰναι των νοητων , προεσταναι δε παραδειγματικως των αἰσθητων : ἐν δε Φαιδωνι της ἀναμνησεως ἡμιν
9999974 πεντεκαιδεκατον
δια των σκιοθηρικων δεικνυται . Το δε του ὁλου κυκλου πεντεκαιδεκατον πεμπτον ἐγγιστα της διαμετρου γινεται . Ἀν τοινυν ἐπιπεδον
ἐστιν αὐ συν εἰκαδι , Ὑδροχοου τεσσαρα λαμπρομοιρια , Το πεντεκαιδεκατον αὐ συν εἰκαδι , Των Ἰχθυων δε δωδεκα συν
9999974 στρατευματι
τῃ ἐπιγιγνομενῃ ἡμερᾳ ἐξηταζοντο και ἐλαθον αὐτους παντι ἠδη τῳ στρατευματι ἐκ της Κατανης σχοντες κατα τον Λεοντα καλουμενον ,
' αὐ Κυρος ταυτα ἰδων περιισταται τον λοφον τῳ παροντι στρατευματι , και προς Χρυσανταν πεμψας ἐκελευε φυλακην του ὀρους
9999974 ἀποκριτικης
δικην ἀψυχου : δευτερον , το ἐπι πλημμελει βλαβῃ της ἀποκριτικης δυναμεως γινομενον . Τοιγαρ ὁτι της ἀποκριτικης δυναμεως πλημελως
κρισεως παχος ἐχοντα παρυφισταμενα φαινεται , δια ῥωμην μαλλον της ἀποκριτικης δυναμεως γινεται , τα φαυλα και ἀρχεια πανυ διωθουμενης
9999974 ἀπογραφης
φαινεται . ὁ κἀμοι δοκει οὐδενος ἐλαττον εἰναι τεκμηριον της ἀπογραφης ὁτι ἀληθης οὐσα τυγχανει : εἰ γαρ μη πολλα
. τουτ ' ἐσθ ' ἡ τεχνη , οὐκ ἐξ ἀπογραφης οὐδε δι ' ὑπομνηματων . και μαγειρων μεν ἁλις
9999974 λεληθεν
βουλη , ἠ παντος ἁμαρτανειν ἀναγκη . τους δε πολλους λεληθεν ὁτι οὐκ ἰσασι την οὐσιαν ἑκαστου . ὡς οὐν
: ὁταν οὐν ταυτην ἐφ ' ἑνος τις παριδῃ , λεληθεν ἑαυτον ἐφ ' ἁπαντων τουτο πεποιηκως . καιτοι ῥᾳδιον
9999974 τιμωρησαι
παιδι τεθειμενῳ : και το ἐπεξελθειν δ ' αὐτῳ και τιμωρησαι τοιαυτα πεπονθοτι παντων εἰναι δικαιοτατον . Ὁ μεν δη
, ὁθεν μηνισαι μεν ὑπερ Παλαμηδους ὁμου πασιν Ἑλλησι , τιμωρησαι δε Πατροκλῳ τε και Ἀντιλοχῳ . τα τοι προς
9999974 τελευτησει
μγʹ , νβʹ , ξϚʹ , οδʹ , πθʹ : τελευτησει δε ἐπι της ἰδιας κοιτης . ὁ δε το
διαγινωσκειν , ὁπη ἑκαστον , και οἱως , και ὁκοτε τελευτησει , ἠν τε ἐς το ἀκεστον τραπηται , ἠν
9999974 τεταγμενα
πασιν Ἑβραιοις ὁμου , ἐπειτα βασιλει τα ὑπ ' ἐμου τεταγμενα , ὁπως συ λαον τον ἐμον ἐξαγοις χθονος .
τοινυν τοις ἀλλοις ἐγωγ ' ὁρω πασιν ἀνθρωποις διωρισμενα και τεταγμενα πως τα τοιαυτα . ἀδικει τις ἑκων : ὀργην
9999974 παραγενοιτο
, ὡς δει θεοσεβειαν ἀσκειν . αὑτη δε οὐκ ἀν παραγενοιτο , εἰ μη τις ἀφομοιωσειε τῳ θεραπευομενῳ το θεραπευον
ἐκαιε , και την ἐντελη πολιτειαν ἐλεγεν ἀποδωσειν , εἰ παραγενοιτο ἐκ Παρθυαιων Ἀντωνιος : πειθεσθαι γαρ κἀκεινον ἐθελειν ἀποθεσθαι
9999974 χαλεπωτερον
, προς Ἱμεραιους καταψευσομαι σου , κἀν ἐτι παραστῃ . χαλεπωτερον δε σοι οἰμαι και τουθ ' , ὁπερ προπεμπειν
, ἀλλα χαλεπωτερον γε ἐκεινου και ποικιλωτερον : πως δε χαλεπωτερον και ποσαχως συμβαινει και πως προς αὐτο ἐνστατεον ,
9999974 γαληνης
ταυτα ἐχειν ἀμεινον ἠ ἐχει , μετα πολλης ἀδειας και γαληνης , οὐδενος αὐτῳ τοιουτου παρενοχλουντος , ἐσθιει και κοιμαται
γινομενης . Ἐξαυτης : παραυτικα . ἐξ αὐτης : της γαληνης . ἀσπετα : πολλα . φυρματα : ῥυποι ,
9999974 ὁρμητηριον
κεφαλαιωδη και περι των Ῥωμαιων των κατασχοντων αὐτην και κατεσκευασμενων ὁρμητηριον προς την συμπασαν ἡγεμονιαν , προσειληφθω και ταυτα ,
των ἐν Ἰωνιᾳ : λειπει ἡ ἀπο . ὁρμωμενοι : ὁρμητηριον ἐχοντες . ἐλπιδα δ ' εἰναι : ἐφασκε δηλονοτι
9999974 εὐπραγιας
παντας τους Μακεδονας ὑπερφρονειν ἐδοξε , τας [ τε ] εὐπραγιας αὐτωι φθονου ἐπαξιας ἐποιει . ἐπι δε τωι φθονωι
εἰρηνης . ἐω λεγειν τας των βασιλεων μεγαλας και ὑπερογκους εὐπραγιας , οἱς ἀγωνισμα πρωτον εὐθυς ἁμα τῃ παραληψει της
9999974 παρασκευαζει
ὑπερ . πορσυνεται : εὐτρεπιζει , παρεχει , εὐτρεπιζεται , παρασκευαζει , ποιει , ἀπο του πορω το παρεχω ,
τι ὀξυωπες της διανοιας φαρμακον , ῥωμην αὑτη οὐκ ἀγεννη παρασκευαζει προς την θεαν των ὁλων : ἀθεατοι δε οἱ
9999974 Κυρηναιους
αὐτος Στρατονικος σπαταλωνας και θερμοποτας θεωρων ἐφη αὐτους λευκους εἰναι Κυρηναιους . και αὐτην δε την Ῥοδον ἐκαλει μνηστηρων πολιν
, ὡσπερ ἐκ του ὀλεθρου , τους Ῥοδιους ἐκαλει λευκους Κυρηναιους και μνηστηρων πολιν , την Ἡρακλειαν Ἀνδροκορινθον , το
9999973 Κυπριους
: ἀπεκτεινε δε και ἀλλον ἀδελφον γεγονοτα ἐξ Εὐρυδικης , Κυπριους ἀφισταντα αἰσθομενος . Μαγας δε ἀδελφος ὁμομητριος Πτολεμαιου παρα
διαφορων ἐν Ὀρθαννῃ δια τουτων : δεινον μεν ἰδοντα παριππευσαι Κυπριους ἀρτους : Μαγνητις γαρ λιθος ὡς ἑλκει τους πεινωντας
9999973 σκευαζειν
. τιμωρεισθαι . και ἀντικαταλλασσεσθαι . ἀρτυειν γʹ : το σκευαζειν . το ἐπιβουλευειν . και το τελειουν . ἀσαι
ψυχρα δυσκρασια , τουτῳ μαλλον ἁρμοζει κεχρησθαι . δει δε σκευαζειν και αὐτο οὑτω : κροκου . . . .

Back