της σαρκοφαγιας ἀπεχεται , νεμεται δε την ἰλυν . Κιλικιοι τραγοι : οἱ δασεις : τοιουτοι γαρ οἱ ἐν Κιλικιᾳ
ταυρος φευγων λεοντα ἑαυτον εἰς σπηλαιον ἐβαλεν , ὁπου ἠσαν τραγοι τρεις , οἱτινες ὡς ἑωρακαν τουτον φοβουμενον , κατεγελων
9999975 τραγικης
λυθεντα , μη δραμασι . νυνι δε , ὠ της τραγικης ὀντως , ὠ της ἀωρου και ἀπηνους των γνωρισματων
ἐστιν εἰδος , καθαπερ φησιν Ἀριστοξενος ἐν τῳ περι της τραγικης ὀρχησεως . ἐστι δε τοὐνομα και ἐν τῃ ἀρχαιᾳ
9999974 κατασκευαζουσα
μηπω τολμηθεισα . παλινορτος ] ὑστερον ὁρμωμενη . δολια ] κατασκευαζουσα δολιως τον του ἀνδρος θανατον . μναμων ] μνημονευτικη
ἀηρ . . ῥιπη ] ὁρμη . . τευχουσα ] κατασκευαζουσα . . ὠ μητρος ἐμης σεβας ] περιφραστικως ,
9999974 τραγικοι
τους κυκλικους χορους ἱστασαν και ἠγωνιζοντο οἱ κωμικοι και οἱ τραγικοι ποιηται ἀναγορευοντες τα ὑπογυον αὐτοις πεποιημενα δραματα . ἐρεθισματα
συνηθης . οἱ γαρ της ἀρχαιας κωμῳδιας ποιηται 〚 και τραγικοι 〛 χορους ἱστασαν , οἱ τα χορικα ὑπεκρινοντο και
9999974 κατεκλεισεν
Σηλυμβριανος . οὑτος γαρ του ἐν Σαμῳ Παριου ἀγαλματος ἐρασθεις κατεκλεισεν αὑτον ἐν τῳ ναῳ , ὡς πλησιασαι δυνησομενος .
των ξενων ἐλασει προς ἀφθονιαν μεθιστησιν . ἡμας δε οὐ κατεκλεισεν εἰς τοιαυτην ἰασιν ἡ γη , οὐδ ' ἐστιν
9999973 μανδραγορας
μεν ὁμοιοτερα τουτῳ τον καυλον ἐχει κοιλον , καθαπερ ὁ μανδραγορας και το κωνειον και ὁ ἐλλεβορος και ὁ ἀνθερικος
ἀμφοτερα , ἀνδραχνη αὐτη τε και ὁ χυλος αὐτης , μανδραγορας , κιτριου το περι το σπερμα ὀξυ , πολυγονον
9999972 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999972 ἀπαλλαγεντες
και οἱ χαριν ἐχειν ὁμολογησαντες , ἀν λιμενος ἐφη τυχωμεν ἀπαλλαγεντες τοσουτου κλυδωνος , Σωτηρας ὑμας ἐπιφανεις μετα των θαλασσιων
ἑτεροις ἠδυναντ ' εἰναι χρησιμοι , ἐπει δε των τυραννων ἀπαλλαγεντες ὡμονοησαν προς ἀλληλους , οὐ μονον την πολιν ,
9999972 σπληνικοις
ἑλενιου ἰσα , και ἡμεις οὑτως . Ἀντιδοτος ἡπατικοις , σπληνικοις , ἰκτερικοις , προς θωρακος πονους , ὑποχονδρια διῳδηκοτα
α # βαλλουσιν . Το δια σπυραθων κειται ἐν τοις σπληνικοις . Ἰπωτηριον ὑδρωπικοις , σπληνικοις , ἰσχιαδικοις , ἀρθριτικοις
9999971 ἀκαθαρτους
μεν τας καθαρας ἐπι τον ὑψιστον , τας δ ' ἀκαθαρτους μητ ' ἐκειναις πελαζειν μητ ' ἀλληλαις , δεισθαι
και μαλιστα θελει βαινειν ὁ ἱππος ἐπι τας ἀψηκτους και ἀκαθαρτους και ῥυπαρας . κυει δε δεκα μηνας : τῳ
9999971 διακοσια
πολεμον ] τον περι Ἀμφιπολιν λεγει , εἰς ὁν χιλια διακοσια ταλαντα ἀνηλωθη . προσεσθ ' ] τῃ ζημιᾳ περιφρονησις
: μιλια δ ' ἐστι , φησι Πολυβιος , ταυτα διακοσια ἑξηκοντα ἑπτα . ταυτην δη την ὁδον ἐκ των
9999971 δριμυτερων
τινες ἀλγηδονες ἀλλοιωθηναι μη δυναμεναι , εἰ μη τι των δριμυτερων αὐταις προσενεγκοις . ὁ γουν λογος οὐτε θαυμαζει τουτων
χολην μετα μελιτοϲ . παραιτειϲθαι μεντοι την ϲυνεχη χρηϲιν των δριμυτερων φαρμακων , ϲυνεχωϲ δε κεχρηϲθαι τῳ παλαιοτατῳ ἐλαιῳ .
9999971 ἀποδεικτικοι
δυνανται δεικνυναι ὁτι οὐκ ἐστιν ἡ ἀποδειξις : εἰ δε ἀποδεικτικοι εἰσιν , αὐτοι οὑτοι την ὑποστασιν της ἀποδειξεως ἐκ
ψυχης λαμβανε τας διαφορας των συλλογισμων . οἱ μεν γαρ ἀποδεικτικοι ἐπιστημονικοι εἰσιν δι ' ἀληθων ἀποδειξεων ἐπιστημονικως ὁδευοντες :
9999971 παρασκευαζουσα
ἐστι : περι γαρ την ὀργην το μεσον αἱρουμενη και παρασκευαζουσα τον ἐχοντα , ἐφ ' οἱς μεν δει ὀργιζεσθαι
ἑορτης ἠρεσκεν , οὐκ ἀν ἐκοπιασε δηπου τα αὐτα ταυτα παρασκευαζουσα ἡ βασιλεια καθαπερ ἐν τοις Χουσιν : εὐωχουνται μεν
9999971 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999971 κρατουσαν
το φως συναιτιον της ἐμφασεως : την δε χροαν την κρατουσαν μαλλον εἰς την ἑτεραν ἐμφαινεσθαι ἀει . τον αὐτον
ἐν τῃ ἀτελει και σωματικῃ , και την συνεχουσαν και κρατουσαν ἐν τῃ ἐχομενῃ και ἀρχομενῃ , ὡσπερ ἀν εἰ
9999971 Ἰσοκρατης
Καλλιστρατος , λαμπρος δ ' ὁ καταλογος , Ἀλκιδαμας , Ἰσοκρατης , Ἰσαιος , Εὐβουλιδης . μυριων μεν ἐφελκομενων Ἀθηνησι
και ἀναθρεψαντες και οὐ πολυ ἀποσχοντες του τελειωσαι ῥητορων μεν Ἰσοκρατης ὁ Ἀθηναιος ἐγενετο , φιλοσοφων δε Πλατων ὁ Σωκρατικος
9999971 τετραχορδου
τον ἀπο του βαρυτατου δευτερον του μετα την ὀξυτεραν διαζευξιν τετραχορδου , και παρανητην διεζευγμενων τον τριτον , τριτην δε
ἐν ἑκατερᾳ των διαιρεσεων . το δ ' εἰδος του τετραχορδου ταὐτο , δι ' ὁπερ και τους των διαστηματων
9999971 διεφθειροντο
. Θουκυδιδης ἑβδομῃ : εἰ δ ' οὐδεν ὑπεκρινοντο , διεφθειροντο . και οἱ Ἰωνες οὑτως , ὡς Ἡροδοτος :
, οἱ μεν ἐρριπτεον ἑωυτους κατα του τειχεος κατω και διεφθειροντο , οἱ δε ἐς το μεγαρον κατεφευγον . Των
9999970 κρατηρας
και ταλαντα δια μνημης ἐχεις ; Και τους δυο δε κρατηρας , εἰ βουλει , προσθησω οὑς ἐλαβον ἀποκτεινας Κλεοκριτον
πενταρραβδωι χορδαν ἀρθμωι χερα καμψιδιαυλον ἀναστρωφων ταχος . πρωτοι παρα κρατηρας Ἑλλανων ἐν αὐλοις συνοπαδοι Πελοπος Ματρος ὀρειας Φρυγιον ἀεισαν
9999970 καθαρωτατου
τοις κακιστοις ἐξ ἀταξιας και πλεονεξιας , ἐξεληλακως ἐκ του καθαρωτατου της οὐσιας , οὐρανου . ὁ δε δευτερος κεφαλαιον
ἀρχηγετας του μικτου γενους ὑπελαβεν εἰναι , τουτονι δε του καθαρωτατου και διηθημενου , ὁπερ ὀντως ἐστι λογικον . καθαπερ
9999970 ἐποιησαντο
περι τον Ἑλλησποντον . και λιθινην ἑδραν αὐτῳ ὑψηλην ἐκει ἐποιησαντο , ἐν ᾑπερ ἐφιδρυνθεις ὑστερον , ὁταν παρεγεγονει ,
ὑπο Φιλιππου και πρεσβεις Ἀθηναζε πεμψασιν οἱ Ἀθηναιοι συμμαχιαν τε ἐποιησαντο * * * και βοηθειαν ἐπεμψαν πελταστας δισχιλιους ,
9999970 Ἀρισταρχου
ἀντικρυς , τους δε γραμματικους μηδε λεγοντος ἐκεινου αἰσθανεσθαι ἀπο Ἀρισταρχου και Κρατητος των κορυφαιων ἐν τῃ ἐπιστημῃ ταυτῃ .
ἐν τε γαρ τῳ Περι ἐνιαυσιου μεγεθους συγκρινας την ὑπο Ἀρισταρχου τετηρημενην θερινην τροπην τῳ νʹ ἐτει ληγοντι της πρωτης
9999970 γυμνικοις
ἀγωνιστικως . ἀλλα τοις μεν κριται καθηνται , τοις δε γυμνικοις ἐφεστασι βραβευται , οὑς και βραβεας ὁ Πλατων καλει
ἐσται καλους κἀγαθους ἐχων συνεργους ; ἀλλα και ἐν τοις γυμνικοις ἀγωσι δηλον ἐστιν , ὁτι , εἰ ἐξην τοις
9999970 τραχηλου
νοσος ἐκ πληθους αἱματος και στεγνωσις και ἐκπυρωσις και του τραχηλου και ὀστεων ἀλγησις και ἀγρυπνια ὑπερβαλλουσα και ἐπιθυμια πολλη
οἱ παιδες , και ὁποτε ἠ πνιγεσθαι συμβαινοι , του τραχηλου ταθεντος ἐξαιφνης ἠ του στομαχου κατασταντος εἰς ἀποριας ,
9999970 ἀντιστραφεισης
. εἰ δε ἀποφατικη και ἡ μειζων ᾐ , παλιν ἀντιστραφεισης της ἐλαττονος εἰς την καταφατικην το συμπερασμα ἑξουσιν ,
το δεινον λελυσθαι του παροτρυναντος την πρωτην αἰσθησιν φασκει , ἀντιστραφεισης αὐθις της χολης προς τα κατω . Των γε
9999970 ἀρκουσης
μεγα . Πολυαρκεος : της πολλας ἐχουσης ἀρκυς ἠ πολλα ἀρκουσης , ὁ ἐστι ῥωννυουσα , πολυδικτυου . Χαραδραις :
και βραχυπεψιαις γινεσθαι . Της τοινυν θρεπτικης δυναμεως ὑλης μεν ἀρκουσης ἀπορουσης , τα κρειττω δε ταυτης προσλαμβανομενης τα χειρω
9999970 ὀξυτατου
γυναικειον αἰδοιον . οὑτω Θεοπομπος . κεπφος : εἰδος ὀρνεου ὀξυτατου . κερας , κερως , κερᾳ : ἐπι της
ποιειν του πρωτου , και ἐπι τα αὐτα ἀπο του ὀξυτατου , δια το και καθολου παν ὁτιουν το κατα
9999970 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999970 φοβερωτατον
ὑπαρξασα προσοδος το ἐπιτηδειον συγκατασκευαζοι ἀν . ὁ δε ἰσως φοβερωτατον δοκει πασιν εἰναι , μη , εἰ ἀγαν πολλα
ὑμιν και τρυφαν μη μιαινομενοις . ἡμας δε σκυθρωποτατον και φοβερωτατον ἐδεξατο βιου και χρονου μερος , εἰς πολλην και
9999970 δραστηριος
τε και παρασκευασαμενων , οὑς ἠγε Λευκιος Μαμιλιος , ἀνηρ δραστηριος , ἐχων την μεγιστην ἐν τῃ πολει τοτε ἀρχην
πραγματα μεν συνιδειν ἱκανος , ἐξικεσθαι δε προς τα συνεωραμενα δραστηριος , οἰκτιρμων τε το ἠθος και χρηστος , και
9999970 ἀκαθαρτος
ἀληθως ἐμψυχον , οἱον και τοιαυτα συνειδως βεβιωμενα ἑαυτῳ ὁ ἀκαθαρτος οὑτοσι τολμησει βλεπειν εἰς ὑμας και τον βεβιωμενον αὑτῳ
και κωμικωτερον ὁ Ἀριστοφανους θυμαγροικος . Κιναιδος , πορνος , ἀκαθαρτος , βδελυρος , καταπυγων , θηλυδριας , γυναικιας ,
9999970 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999970 εὑρισκομενης
ἀνισου τε και ἀνωμαλου και της ἀκριβους ὁμοιοτητος οὐδε παμπαν εὑρισκομενης , οὐπω λεγω κατα τα προσωπα , ἀλλα κατα
ἐστι , και της διαιρεσεως των κεφαλαιων φανερως ἐκ τουτων εὑρισκομενης : εἰ γαρ το πολιτικον ζητημα περι προσωπα και
9999970 πλανην
: ὑπηρετης . και ὁ δουλος . δολον εʹ : πλανην ἐπι κακῳ και ἐπι ἀγαθῳ . και τεχνην .
οἱ φησαντες περι Σικελιαν ἠ Ἰταλιαν γενεσθαι τῳ Ὀδυσσει την πλανην καθ ' Ὁμηρον : ἐστι γαρ ἀμφοτερως τουτο δεξασθαι
9999970 κατεθεντο
ἐμεναι : τωι παντ ' ὀνομα ἐσται , ὁσσα βροτοι κατεθεντο πεποιθοτες εἰναι ἀληθη , γιγνεσθαι τε και ὀλλυσθαι ,
ἐκινδυνευσε παρ ' ὀλιγον πολις εἰναι : ἐν ταυτῃ γαρ κατεθεντο της πολεως την κτισιν οἱ της ἀποικιας ἡγεμονες .
9999970 μακαριος
ἡγειται , παντων δε ἀνθρωποις : ἡς ὁ γενησεσθαι μελλων μακαριος τε και εὐδαιμων ἐξ ἀρχης εὐθυς μετοχος εἰη ,
ἀθλιος μεν οὐδεποτε γενοιτ ' ἀν , ἀλλα μονον οὐ μακαριος της γε τυχης ἑνεκα , ἐαν Πριαμικαις περιπεσῃ τυχαις
9999970 ἀνομοιομερες
. . 〚 τι το φλαττοθρατ : Συστημα κατα περικοπην ἀνομοιομερες στιχων ἰαμβικων τριμετρων ἀκαταληκτων ιγʹ . ἐπι τῳ τελει
. ἡμετερα + τον ἁμον νυν : συστημα κατα περικοπην ἀνομοιομερες και στροφη κωλων εʹ . το αʹ ἀντισπαστικον τριμετρον
9999970 διαιρεθεισης
οὐσαν την στιγμην και οἱον λανθανουσαν ὑστερον ἀναφαινεσθαι το και διαιρεθεισης γραμμης δυο σημεια γιγνεσθαι ποιειται : οὐ γαρ δη
και τεταρτου Νισου , και της Ἀττικης εἰς τετταρα μερη διαιρεθεισης , ὁ Νισος την Μεγαριδα λαχοι και κτισαι την
9999969 κυριευσαντες
Αἰγιου τους Ἀριστοδημου μισθοφορους μεταπεμψαμενοι παλιν ἐπεθεντο τῃ φρουρᾳ και κυριευσαντες της ἀκρας την μεν πολιν ἠλευθερωσαν , των δε
ἀδοξως βιουντες . χρηματων γαρ ἐξ ἀσεβειας και παρα φυσιν κυριευσαντες δια γοητειαν νυν εἰσιν περιβλεπτοι . και Ξενοκρατης δε
9999969 Ὀλυμπον
το ὑδωρ και ὁ ποταμος ὁ Συςτων δε περι τον Ὀλυμπον χειμαρρων και ὁ Συς ἐστι , τοτε οὐν οὑτος
προσεφη Τελαμωνιον υἱον : Αἰαν ἐπει τις νωϊ θεων οἱ Ὀλυμπον ἐχουσι μαντεϊ εἰδομενος κελεται παρα νηυσι μαχεσθαι , οὐδ
9999969 ἀπερισκεπτως
ἡδυ . ἐπειτα οὐχ ὡς ἐτυχεν ἀξιοι ταυτα τιθεναι οὐδε ἀπερισκεπτως συναρμοττειν θατερα τοις ἑτεροις , ἀλλα διακρινουσα τα ποια
ἀλλ ' υἱωνους αὐτου γραφοντα τους παιδας . πανταπασι γαρ ἀπερισκεπτως και ῥᾳθυμως οἱ συγγραφεις περι αὐτων ταυτην ἐξενηνοχασι την
9999969 ἐκειτο
Ὀλυμπιῳ Διι , λογος δε ὁ ποιηθεις εἰς την πανηγυριν ἐκειτο , ἐμε δε τα τε ἀλλα ἐτηκε και ἀγρυπνια
χορευτης ἠν λαβων ἀκοντιῳ : ἀλλος στερηθεις της κεκαρμενης καρας ἐκειτο πρηνης σταυρικως ἡπλωμενος και τους ἑαυτου δυστυχως κινων ποδας
9999969 διμετρα
και το λθʹ μονομετρα ἀκαταληκτα . τα δε λοιπα παντα διμετρα ἀκαταληκτα των δυο προσωπων ὡς ἐπιτοπλειστον διμετρον κωλον ἀποτελουντων
ἡ ἐκθεσις . . . βραχυκαταληκτον : τα δε ἑξης διμετρα ἀκαταληκτα πλην του δωδεκατου και ἑπτακαιδεκατου , ἀναπαιστικων βασεων
9999969 πιστευτεον
ἀταραξια ἀφοβια ἐλευθερια . οὐ γαρ τοις πολλοις περι τουτων πιστευτεον , οἱ λεγουσιν μονοις ἐξειναι παιδευεσθαι τοις ἐλευθεροις ,
Διδυμων ὁμοιως το ὑπερ γην ἡμισφαιριον της ἡμερας ἐστιν . πιστευτεον οὐν ἐν τῳ Ὑδροχοῳ μονον πιπτειν τον ὡροσκοπον .
9999969 ἀνες
. ἐπειτ ' ἀκουσον , του ταχους δε τουδ ' ἀνες : εἰς μεν γαρ ἀλλο παν ἁμαρτανειν χρεων ,
προσηκοντα τῃ ἀρχῃ πραττε , ἐμε δε τον καιρον τουτον ἀνες τῳ Ἡλιῳ , δει γαρ με την εἰθισμενην εὐχην
9999969 κοχλιαριου
ἐμπνευματωσεις κυμινον ἀγριον , ὁ δη αἰθιοπικον καλουσιν , ὁσον κοχλιαριου πληθος μεθ ' ὑδατος θερμου κυαθων δυο ἠ τριων
ταυτα κοψαντα δει και ϲηϲαντα διδοναι καθ ' ἑκαϲτην ἡμεραν κοχλιαριου πληθοϲ νηϲτει τε και εὐπεπτῳ μεθ ' ὑδατοϲ ψυχρου
9999969 πτερυγεσσιν
Γεραιστεια . Πρωτεσιλα ] Τα Πρωτεσιλεια . Εἰη μιν εὐφωνων πτερυγεσσιν ] Ἠγουν τοις ὑμνοις και ταις ᾠδαις ὡσπερ τισι
' ἐγγυθεν ὀξυ κεκληγως πωτατ ' ἐνθα και ἐνθα τανυσσαμενος πτερυγεσσιν : ὡς οἱ γ ' ἀλλοθεν ἀλλος ὑπετρεσαν ὀβριμον
9999969 ἐλεγοντο
συνημμενα και τα διεζευγμενα . προς δη ταυτα τοιουτοι τινες ἐλεγοντο λογοι : καθολου ταυτα εἰναι συστηματα συνεχη ὡν οἱ
ἐδυνατο , ἀπεθνῃσκε δε δυσωδιας τινος τῳ τραυματι ἐγγινομενης : ἐλεγοντο δε χριειν τα βελη μαλαχης ἰῳ . ἐχομενοι δε
9999969 κατεσκευασμενην
Σφιγγα την ὠμοσιτον ἐνωμα και ἐκινει και ἐφερε προσμεμηχανημενην και κατεσκευασμενην ἐν σακει χαλκηλατῳ γομφοις , ἠτοι διαπεπερονημενῳ τοις ἡλοις
, ἠ το μελαιναν θηκην ἐχον , ὡς ἐκ δερματος κατεσκευασμενην , ἠ το ἐκ μελανος σιδηρου δεδεμενον . Ὁ
9999969 παρεστησατο
ἀλλ ' ἑωρα την των Σικελιωτων ὁρμην ἀκατασχετον οὐσαν , παρεστησατο κηρυκας τους μετα βοης δηλωσοντας τοις Μοτυαιοις φυγειν εἰς
ἀριστως ἐξεθετο , και πρωτα μεν την εἰς Α καταληξιν παρεστησατο δι ' ἑνος κανονος του βηματος , ἐπειδη και
9999969 θελοντι
σεληνη : τι μοι μαχεσθ ' , ἑταιροι , καὐτωι θελοντι πινειν ; Ἡ Τανταλου ποτ ' ἐστη λιθος Φρυγων
την μητερα και συμπαριστασθαι και βοηθειν τῳ Διι , ἐμοι θελοντι και ἐκεινῳ . . : προσλαβοντι ] Συναιρομενῳ τῃ
9999969 πιστευων
τοις τας εὐθυνας διαφυγουσιν : ἀν δε τις τουτων , πιστευων τῳ κεκρισθαι , την ἀνθρωπινην φυσιν ἐπιδειξῃ κακος γενομενος
πιστον γενεσθαι , και ᾡ Κυρος ἀνεβη ξενικῳ δια μισθοδοσιας πιστευων τουτῳ ἐμε καταβηναι δι ' εὐεργεσιαν ἰσχυρον . ὁσα
9999969 θαυμασιωτατος
ἐκ της Μιλητου ἐκεινην Ἀσπασιαν , ᾑ και ὁ Ὀλυμπιος θαυμασιωτατος γε αὐτος συνην , οὐ φαυλον συνεσεως παραδειγμα προθεμενοι
Σωφρων δε στρουθωτα ἑλιγματα φησιν ἐντετιμημενα . Ὁμηρος δε ὁ θαυμασιωτατος των στρωματων τα μεν κατωτερα λιτα εἰναι φασκει ἠτοι
9999969 ἀγανακτησαντες
ἱερον , παντες ἐνοχοι τῃ δικῃ γεγονασιν , ὡς μη ἀγανακτησαντες ἐπι τῳ ἀσεβηματι . Δει γαρ μη ἐπιτρεπειν τοις
παροντες δε ἐγελων . Ἀνθ ' ὡν αὐτοι τε ἀνεληλυθαμεν ἀγανακτησαντες και σε ἀξιουμεν τιμωρησειν ἡμιν τα ἐσχατα ὑβρισμενοις .
9999969 μεταφορικως
. : ἡμιοπος : αὐλος ὁ ὑποτεταγμενος τωι τελειωι . μεταφορικως δε ἡμιοπος † θρασος † . . Ὀνομαστ .
“ κυτταρον ” δε “ οὐρανου ” λεγοι ἀν νυνι μεταφορικως το κοιλοτατον και μυχαιτατον : μεταφορικως δε το κοιλοτατον
9999969 ἀφοριζειν
ὡς ἐν τῳ προ τουτου λογῳ εἰρηται , γενεσθαι , ἀφοριζειν ἀπο ἑνος και δευτερου βανδου ἠ και προς το
γ κυκλων παραλληλων συνεστηκεν , ὡν οἱ μεν το πλατος ἀφοριζειν Λεγονται του ζῳδιακου κυκλου , ὁ δε δια μεσων
9999969 τετελευτηκοτας
αὐτον εὐνοιαν . Ἀλεξανδρος δε μετα την νικην θαψας τους τετελευτηκοτας ἐπεβαλε τοις Ἀρβηλοις και πολλην μεν εὑρεν ἀφθονιαν της
τους δισμυριους . μετα δε την μαχην ὁ βασιλευς τους τετελευτηκοτας ἐθαψε μεγαλοπρεπως , σπευδων δια ταυτης της τιμης τους
9999968 σεληνην
δυσεων , και ἀπο της ἁλω της γινομενης περι την σεληνην , και ἀπο των διαϊσσοντων ἀστερων , και ἀπο
σεληνης τας προσηγοριας των ἡμερων κατωνομασθαι . Του δε κατα σεληνην ἀγειν ἀκριβως τας ἡμερας παραδειγμα ἐστι το τας μεν
9999968 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999968 κρατεροι
κλονεουσι ῥινοισιν πισυνοι σακεεσσι τε και τελαμωσι , τους οὐτε κρατεροι γενυων ταμνουσιν ὀδοντες , οὐτε σιδηρειων ὀνυχων πειρουσιν ἀκωκαι
, νυν μοι ἐελδομενῳ τεκμηρατε , οἱ τινες ἐστε ἐκπαγλως κρατεροι και ἀμυμονες : ἠ γαρ ἱκανει ἐργον ἀναγκαιης .
9999968 Ἀμφιδαμαντος
Κερκυονος του Ποσειδωνος . ὡς δε Ἑλλανικος , Μειλανιωνος του Ἀμφιδαμαντος του Ἐποχου του † ἀργηπου του Κηφεως του Ποσειδωνος
καλλιγυναικα . ἐνθα δ ' ἐγων ἐπ ' ἀεθλα δαϊφρονος Ἀμφιδαμαντος Χαλκιδα [ τ ' ] εἰσεπερησα : τα δε
9999968 πινομενοϲ
οὐτε πυκνοϲ ἐϲτιν οὐτε καρτεροϲ και δυναται μετ ' οἰνου πινομενοϲ ἀκρατου αἱμοπτυικουϲ ὠφελειν . ὁ δε ἐκλευκοϲ και ϲποδιζων
ὀξυκρατου διδοαϲιν . Ἀκτηϲ του φλοιου τηϲ ῥιζηϲ ὁ χυλοϲ πινομενοϲ ὁϲον # β ϲυν οἰνῳ ὑδωρ ἀγει . Κολοκυνθιδοϲ
9999968 πιστευσαντα
τουτοις ἐπειτα παντων ἀμνηστιαν λαβων και κακος φανεις περι τον πιστευσαντα ἐπανεστη κατα του βασιλεως . και πρωτα μεν λαθρᾳ
εἰκοτ ' , ἀλλ ' ὁμως σε βουλομαι θεοις τε πιστευσαντα τοις τ ' ἐμοις λογοις φιλου μετ ' ἀνδρος
9999968 κρατησαι
κρινομαι : εἰ δε της πολιορκιας ἀπαλλαξαι , και του κρατησαι των πολεμιων , οὐ κρισεως οὐδε μεμψεως τα κατ
και παντι τροπῳ ἀποβαντας των τε ἀνδρων και του χωριου κρατησαι . και ὁ μεν τους τε ἀλλους τοιαυτα ἐπεσπερχε
9999968 Ὀλυμπιον
τεως την Ἀθηναν την ἐν πολει ἠ τον Δια τον Ὀλυμπιον , και σοι ταυτα ἀποχρησει προς το Φειδιαν θαυμασαι
αἰνησα , τον εἰδον κρατεοντα χερος ἀλκᾳ βωμον παρ ' Ὀλυμπιον κεινον κατα χˈρονον ἰδεᾳ τε καλον ὡρᾳ τε κεκραμενον
9999968 προσελθουσα
και ἐργατικον ἰδιωμα , οὑτως ἡ ἑνωτικη δυναμις της μοναδος προσελθουσα τῃ δυαδι , εὐποριας και χυσεως οὐσῃ πηγῃ ,
ἡ ψυχη ζωην ἀλλην ἰσχει τοτε και προσιουσα και ἠδη προσελθουσα και μετασχουσα αὐτου , ὡστε γνωναι διατεθεισαν , ὁτι
9999968 μακαρας
σωτηρας ἐχοντες : χαιρε , σεβιζω ς ' ἰσα και μακαρας πλουτου μεγαλης τ ' εὐδαιμονιας . τας σας δε
ἀκαχημενος , αὐταρ ἀοιδος Μουσαων θεραπων κλεια προτερων ἀνθρωπων ὑμνησει μακαρας τε θεους οἱ Ὀλυμπον ἐχουσιν , αἰψ ' ὁ
9999968 μακαριζειν
μακαριζειν τους ἀχρηματους , ἐνηλλαξε , και ἀντι του εἰπειν μακαριζειν λαμπειν εἰπεν . . ταυτα μοι διπλη μεριμν '
και ζητωμεν , εἰ οὐ δει ζωντας ἀλλα μετα τελευτην μακαριζειν : ταχα γαρ ἀν ἐξ ἐκεινης θεωρηθειη και το
9999968 Πεισανδρον
Εὐρυαδην δ ' ἀρα Τηλεμαχος , Ἐλατον δε συβωτης , Πεισανδρον δ ' ἀρ ' ἐπεφνε βοων ἐπιβουκολος ἀνηρ .
δη του πατρος ἀεικεα τισετε λωβην . Ἠ , και Πεισανδρον μεν ἀφ ' ἱππων ὠσε χαμαζε δουρι βαλων προς
9999968 γινομενηϲ
προϲτιθεμενον ἀπαμβλυνει ταϲ εἰϲ την ἐκκριϲιν προθυμιαϲ . ϲυχνηϲ δε γινομενηϲ τηϲ ἐξαναϲταϲεωϲ ἀγαθιον ἐγκειϲθω προϲτετυπωμενον τῃ ἑδρᾳ ἀπο θερμων
τα ὑπερ των ἰξυων τηϲ ϲυναφηϲ τουδε κατα την ὀϲφυν γινομενηϲ παλιν τα περατα των ἱμαντων τουτων ϲυζευξαντεϲ ἑτερῳ τε
9999968 κελευομενα
προς τα πραγματα και ἡ των πατρικιων νεοτης ἑτοιμος τα κελευομενα ποιειν : μεγιστον δε παντων ὁπλον και δυσκαταγωνιστον ,
των ἀλλοτριων ἐσθητων ἑκαστος οὐ φειδομενος ἑτοιμοτερος ἠν πραττειν τα κελευομενα . Χαρης ἀπηγε στρατοπεδον ἐκ Θρᾳκης : ἐπεκειντο οἱ
9999968 κατηντησεν
ἐτους ἐκεινου , ἀλλ ' ὁρωμεν το ζῳδιον ἐν ᾡ κατηντησεν ὁ περιπατος ἀπο του ἀφετου εἰτε αὐτος ὁ Ἡλιος
, οὐκ ὀλιγην δε ἐρημον διελθων ἐπι τα Ὠρειτιδος ὁρια κατηντησεν . εἰς τρια δε μερη την δυναμιν διελομενος του
9999968 ἐφαινοντο
και ἐκ των ταξεων ὁσοι ἐς φυλακην της χωρας ἱκανοι ἐφαινοντο , πολιν τε ἐνταυθα κτισαι ἐκελευσεν ἐπ ' αὐτῃ
δε ἀντιπραττειν οὐδεν , ἀλλ ' ἀτρεμειν , ὡς ἐκεινοις ἐφαινοντο , ἐπει δ ' αὐτοι προσῃεσαν , πρηστηρες αὐτους
9999968 τραυματι
. Το ἡδυοσμον ἀχρησιμον εἰναι νομιζεται . ᾡ γαρ ἀν τραυματι προσενεχθειη , οὐκ ἀν ἐτι τουτο ῥαδιως ὑγιασθειη .
και ἐπαταξε τον κροταφον αὐτου τον εὐωνυμον και ἐτραυματισεν αὐτον τραυματι μεγαλῳ και βαρει , και ἐπεσεν ἐκ του ἱππου
9999968 μακαριους
δε και ὁ αὐτος ἑτερον : νοσησας μεν γαρ τις μακαριους κρινει τους ὑγιαινοντας , και κρειττον παντων ἀποφαινεται την
αὑτον μαλιστα ἐθαυμαζε και ἐξεπληττετο , σοφους ἀν ἡγεισθαι και μακαριους : ὁμως δε προλεγω ὑμιν ὁτι ἐσπουδακατε ἀνδρος ἀκουσαι
9999968 κατεστησαντο
μεθ ' ὁπλων διαπραττονται , ἠ και προ τουτου φοβησαντες κατεστησαντο την τοιαυτην πολιτειαν . ἠ οὐχ οὑτως ; Οὑτω
των παλαιοτερων οὐδεμιαν ἡκει μνημην , αὐτοι δε ἀρεσαν σφισι κατεστησαντο Ἠλειοι . δρομου μεν δη και παλης ἐτεθη παισιν
9999968 σπουδαζειν
τοις δημοκρατουμενοις πρεπειν ὡς περι το ἰσον και το δικαιον σπουδαζειν . δει τοινυν τους λιαν ἐπ ' αὐτα παρακαλουντας
τοις ὁμοιοις τουτων . ἐγω μεν οὐν οὑτως οἰμαι ἰασθαι σπουδαζειν τους ἐσχηκοτας καταρρουν ἐπι θερμῃ δυσκρασιᾳ και ἀναπτυσαντας αἱμα
9999968 συνεστησατο
τῃ ἑπταχορδῳ λυρᾳ την ὀγδοην Πυθαγορας προσθεις την δια πασων συνεστησατο ἁρμονιαν . Πως οἱ ἀριθμητικοι των φθογγων λογοι εὑρεθησαν
προτεραν και πρεσβυτεραν ψυχην σωματος ὡς δεσποτιν και ἀρξουσαν ἀρξομενου συνεστησατο ἐκ τωνδε τε και τοιῳδε τροπῳ . της ἀμεριστου
9999968 ἀφαιρεσεις
μαθειν τι προτερον . Διδασκουσι μεν οὐν ἀναλογιαι τε και ἀφαιρεσεις και γνωσεις των ἐξ αὐτου και ἀναβασμοι τινες ,
λαμβανοντα οὐκ ἀναγκαιας ὡς προς τον νουν , τοτε δε ἀφαιρεσεις ἀτελη ποιουσας την διανοιαν , ἁς οὐκ ἀλλου τινος
9999968 ῥητορικους
ἡ παιδευσις τῃ Γοργιου πραγματειᾳ : λογους γαρ οἱ μεν ῥητορικους οἱ δε ἐρωτηματικους ἐδιδασκον ἐκμανθανειν , εἰς οὑς πλειστακις
δε ἀνηρ εὐδοκιμος ἐπι τῃ τεχνῃ γεγονως Ἑρμογενης και κριναι ῥητορικους λογους ἱκανωτατος , ὡς δηλοι αὐτου τα γε εἰς
9999968 δημιουργικους
δε τοιαυτα παντα ὁ Πλατων ἰδεας προσηγορευσε λεγων λογους εἰναι δημιουργικους , και ἐξ αὐτων τα τῃδε γινεσθαι κατα μεθεξιν
δεσμον του σωματος τον δεθεντα ὑπο της προνοιας ἀνατρεπει τους δημιουργικους νομους : οὐ δει οὐν θαναταν . εἰ τοινυν
9999968 ἀπολωλεκας
τραπεζαν βαρβαρικην και ἁρμαμαξαν Περσικην , περσιζεις , βαρβαριζεις , ἀπολωλεκας τον Παυσανιαν : Μηδος εἰ , Μαρδονιος εἰ .
Ἀνθρωπε , ὑπηρχες αἰδημων και νυν οὐκετι εἰ : οὐδεν ἀπολωλεκας ; ἀντι Χρυσιππου και Ζηνωνος Ἀριστειδην ἀναγιγνωσκεις και Εὐηνον
9999968 τελεαν
Χαριτων ἑκας ἁ δικαιοπολις ἀρεταις κλειναισιν Αἰακιδαν θιγοισα νασος : τελεαν δ ' ἐχει δοξαν ἀπ ' ἀρχας . πολλοισι
ἀγαθοι [ δε ] και συναγωνιζεσθαι ὠφελιμοι και ἐπιμαχομενοι ἱκανοι τελεαν την ἡτταν τοις βαρβαροις τοις προς των πεζων τραπεισι
9999968 Δημοσθενεις
τους Πηλεις ὠ Πηλεις , οἱ Δημοσθενεις τους Δημοσθενεις ὠ Δημοσθενεις : οὑτως οὐν και οἱ βους τους βους ὠ
ἀπαλειφειν τους νομους λαβοντος την φρουραν του Πεισιστρατου και οἱ Δημοσθενεις τρεις , ὁ μετα Χαιρωνειαν προσαγων ἑαυτον και ὁ
9999968 κατεπιεν
, ὀρος Ἀρκαδιας , ἐν ᾡ τον λιθον ὁ Κρονος κατεπιεν . οἱ ἐνοικουντες Θαυμασιοι . Θαψακος , πολις Συριας
ἀνασπασας την βοτανην ταυτην , τον μεν χυλον αὐτης διαμασησαμενος κατεπιεν ὡς ἀποκρουστικον του ἰου , το δε μασημα ἐπεθηκε
9999967 ἐπλανηθησαν
τε ἐπαγονται και ἐκβαλλουσι τον δημον . και οἱ μεν ἐπλανηθησαν ὡς ἑκαστοι , οἱ δε δυνατοι ὁμολογησαντες Συρακοσιοις και
των Λεοντινων . ἐπαγονται : εἰς βοηθειαν της πολεως . ἐπλανηθησαν ὡς ἑκαστοι : πλανηθεντες διεστησαν . ὁμολογησαντες : συνθεμενοι
9999967 ἀπαλλαγεις
οὐν ἰδων ἑρμαιον ᾠηθην , εἰ των κατα ἀστυ πραγματων ἀπαλλαγεις εἰς ἀγρον βαδιοιμην και συνεσοιμην ἀνδρι φιλῳ , γεωργῳ
αὐτου φυσιν ὠσθη εἰς ὁ ἐχει και ἐνταυθα και ἐντευθεν ἀπαλλαγεις εἰς ἀλλον τοιουτον τοπον φυσεως ὁλκαις . Τῳ δε
9999967 νοσουσαν
πυρι ἐθαλπετο . Ἐδοξε τις ἀδελφην ἐχων πλουσιαν ἁμα και νοσουσαν προ της οἰκιας της ἀδελφης συκην πεφυκεναι και ἀπ
κατακρουσον , και οὑτω προσχωσον . ἐν δε τῳ ἀνθειν νοσουσαν θεραπευ - σεις , τρυγιαν οἰνου παλαιου καταχεων των
9999967 λειπουσης
ἡ στροφη και ἀντιστροφος κωλων θʹ . το αʹ ἰαμβελεγος λειπουσης της πρωτης συλλαβης [ ἠ του τελους μετακειμενου ἐπι
, οὑτως οὐδε εἰ ἐστιν ἀλλα τινα αἰσθητα εἰσομεθα , λειπουσης ἡμιν της κριτικης αὐτων αἰσθησεως . ὁτι δε οὐκ
9999967 μιγνυσθαι
Ἀσελγαινειν : σημαινει μεν κυριως το παρα φυσιν ταις γυναιξι μιγνυσθαι : καταχρηστικως δε το ὁπωσδηποτε ἀκολασταινειν . εἰρηται δε
μετα το ἐπιφανηναι ἐπιμεινασαν , ὁκοταν ἠδη ξηρη ᾐ , μιγνυσθαι . Ἡ | τινι ἀν ἡ μητρη ἐμπυος γενηται
9999967 κυριωτατων
, ἡλιῳ καθαρῳ τον ἰδιον βιον ἀνταυγασοντες και δια των κυριωτατων αἰσθησεων τους συλλογους ὀνησοντες , ὁρωντας μεν ἡδιστας ὁμου
ἐκει - νως σημαινει , περι δε των μεγιστων και κυριωτατων δια καλλιστου ἀγγελου σημαινει ; τι ἐστιν ἀλλο ,
9999967 θαυμασιος
ῥωμῃ γενναιας φυσεως και θεων ἀγχισπορου ἐν ταις ἐξηγησεσιν ἠν θαυμασιος . , . . ἀμηχανον ποθῳ τε ἀμηχανῳ της
παμφαγον δοκιμαστηριον των ἁμαρτωλων . και ὁ μεν ἀνηρ ὁ θαυμασιος ὁ καθημενος ἐπι του θρονου , αὐτος ἐκρινεν και
9999967 θαυμαζοντες
λεως , ἐπῃνουν και δια τιμης ἠγον , αἰδουμενοι και θαυμαζοντες με και μονονουχι προσκυνουντες , εἰ και μη σφοδρα
παυσωνται οἱ ἀνθρωποι προς σε μονον ὁρωντες και σε μονον θαυμαζοντες . δια τουτο ἀν μεν τινα αἰσθῃ καταγελαστον και
9999967 Συρακουσιους
στρατευσαντες ἐπι την Ἑλλαδα : ἑτερον δε , τῳ μονους Συρακουσιους , ἀν κατορθωσωσι , δοκειν νενικηκεναι τους Ἀθηναιους ,
Φιλιστον : και πρωτον μεν ἀποδυσαντας αὐτου τον θωρακα τους Συρακουσιους , και γυμνον ἐπιδειξαμενους το σωμα , προπηλακιζειν ,
9999967 ἡμετεροισι
: μαλα δε χρη σπευδεμεν ἐμπης : μνηστηρας κατεπεφνον ἐν ἡμετεροισι δομοισι λωβην τεινυμενος θυμαλγεα και κακα ἐργα . ”
? ? ? ] , βελεεσσιν ? ? ὑφ ' ἡμετεροισι ? δαμεντας [ ? , ] ὀφρα τις ἐν
9999967 βελτιονων
ᾑ και τα ἐμψυχα : ἐδει γαρ εἰς την των βελτιονων δηλωσιν γενεσιν ὑποστηναι και των χειρονων ὑπο δυναμεως της
ἀν αὐτοι φησαιτε . ἀλλ ' ὁτι βελτιων και ἐκ βελτιονων ὁ φευγων ἐμου ; ἀλλ ' οὐδ ' ἀν
9999967 δοκευει
, ἡ τ ' αὐτου στρεφεται και τ ' Ὠριωνα δοκευει , οἰη δ ' ἀμμορος ἐστι λοετρων Ὠκεανοιο .
, ἡ τ ' αὐτου στρεφεται και τ ' Ὠριωνα δοκευει , οἰη δ ' ἀμμορος ἐστι λοετρων Ὠκεανοιο :
9999967 ὑπαρχουσης
ὁ Ἀριστοτελης ἐκ της μειζονος ἀναγκαιας της δ ' ἐλαττονος ὑπαρχουσης ἀναγκαιον φησιν συναγεσθαι την ἐλαττονα προς τῳ ἀναγκαιῳ λαμβανων
κωδιου και δυειν προσκεφαλαιων . τοιαυτης δε της σκληροτατης στρωμνης ὑπαρχουσης , ἐξεστι λογιζεσθαι την κατα τον λοιπον βιον τρυφην
9999967 φαραγγος
την σκολιοτητα και την ἐκ τοσουτου συναγωγην και το της φαραγγος βαθος εὐθυς τοις πορρωθεν προσιουσιν ὁ ψοφος βροντῃ προσπιπτει
! ! ! ! ! ! ] ν αἰγα της φαραγγος [ ] ἐξειλκον ! ! ! ! ! καλου
9999967 κινδυνευσαντες
' ὡρας , εἰ μεν ἑξ εἰη ταγματα , δυο κινδυνευσαντες , εἰ δε πεντε , δυσιν ἐτι μικρον ἐπιθεντες
ἐναντιων φοβηθεντες , ἀλλ ' ἐν τοις σωμασι τοις ἑαυτων κινδυνευσαντες , τροπαιον μεν των πολεμιων ἐστησαν , μαρτυρας δε

Back