' , Ἐχιονι . τις οὐν ἐν οἰκοις παις ἐγενετο σωι ποσει ; Πενθευς , ἐμηι τε και πατρος κοινωνιαι
και οὑτως ἀτιμως αὐτον θαψασα , δυστυχιαν μεγιστην κατασκευαζουσα τωι σωι βιωι , ὠ Ὀρεστα , ὁ ἐστιν ἱνα δυστυχη
9999429 ἐξεπεμψε
περαν θαλαττης ἐθνων μεταπεμπεσθαι συμμαχιαν . ὁ μεν οὐν Μαριος ἐξεπεμψε προς Νικομηδην τον της Βιθυνιας βασιλεα περι βοηθειας :
αὐτου Δαδαν , μητερα των νεανισκων , εἰς το Πολιον ἐξεπεμψε δια κηρυκος , ὡς ἀν ἐκει συνοικησειεν ὁτῳ βουληται
9999424 σφραγιδα
δε Ῥωμαιοι χαριστηρια της συμμαχιας στεφανον τε ἀπο χρυσου και σφραγιδα χρυσην ἐπεμπον και ἐλεφαν - τινον διφρον και πορφυραν
εἰχες σαυτου ἐχειν ἐργον ὡς ἐπισταμενος δακτυλιους γλυφειν και ἀλλην σφραγιδα σον ἐργον , και στλεγγιδα και ληκυθον ἁ αὐτος
9999421 ἐριδι
: των δε Συρακοσιων ὁ δημος ἐν πολλῃ προς ἀλληλους ἐριδι ἠσαν , οἱ μεν ὡς οὐδενι ἀν τροπῳ ἐλθοιεν
' αὐτο το ὀνομα διωκειν του λεχθεντος την ἐναντιωσιν , ἐριδι , οὐ διαλεκτῳ προς ἀλληλους χρωμενοι . Ἐστι γαρ
9999410 γλυκυριζηϲ
δαφνηϲ ὁ τηϲ ῥιζηϲ φλοιοϲ ϲυν οἰνῳ : ῥεον ποντικον γλυκυριζηϲ χυλοϲ ἀμυγδαλα τα πικρα μαλιϲτα πιϲτακια ἀψινθιου κομη ἀνιϲον
ὠον νεαρον καταρροφουμενον βουτυρον καθ ' αὑτο και μετα μελιτοϲ γλυκυριζηϲ ὁ χυλοϲ και αὐτη ἡ ῥιζα : τουτοιϲ χρηϲτεον
9999395 ὑδαρεα
ἐχοι ἀριστα το σωμα : οἰνον δε κιῤῥον αὐστηρον , ὑδαρεα , και ὀλιγον το ποτον πινετω . Τοισι δε
σιτιων και των ταλαιπωριεων ἀφαιρεειν , και τον οἰνον πινοντων ὑδαρεα τε και ὁτι ψυχροτατον . Ὁκοσοισι δε ὀδυναι γινονται
9999391 ἡδεα
ὀρχησομενος , ἡ Κροκαλη δε ἐκροτει , και παντα ἠν ἡδεα : ἐν τοσουτῳ δε κτυπος ἠκουετο και βοη και
, και τα μεν ὡς ἀναγκαια των πραγματων τα δε ἡδεα δι ' ὡν εὐδαιμονουμεν . οὐκουν την εὐδαιμονιαν τιθεμεθα
9999389 χαλβανηϲ
τερεβινθινηϲ # Ϛ , πιϲϲηϲ ξηραϲ λι . α , χαλβανηϲ # α , ὀποπανακοϲ # α , καππαρεωϲ ῥιζηϲ
γ , λιβανου ⋖ γ , κροκου ⋖ δ , χαλβανηϲ ⋖ β , ϲμυρνηϲ ⋖ α : ὀξει ἐκλειων
9999388 Ἀδωνιδι
γαρ Κυπριδιη πανδημιος ἠλθεν ἑορτη , την ἀνα Σηστον ἀγουσιν Ἀδωνιδι και Κυθερειῃ . πασσυδιῃ δ ' ἐσπευδον ἐς ἱερον
Κλειτῳ και Τιθωνῳ , Δημητηρ Ἰασιωνι , Ἀφροδιτη Ἀγχισῃ και Ἀδωνιδι . δια καλλος δε και ὁ μεγιστος των θεων
9999373 ἀκανθηϲ
. Τροχιϲκοϲ Δοϲιθεου πανυ δοκιμοϲ : βατων ἀκρεμονων ϲυμφυτου ῥιζηϲ ἀκανθηϲ αἰγυπτιαϲ καρπου ὑποκυϲτιδοϲ χυλου . λυκιου ὀπιου λιβανου ῥου
ἁλοϲ ἀμμωνιακου ἁλαϲ Καππαδοκικον . ἀντι ἀρϲενικου ϲανδαραχη . ἀντι ἀκανθηϲ κερατιων ἀκανθα . ἀντι ἀμυλου ξηρα γυριϲ . ἀντι
9999372 ἐϲτω
ὑπερεκπιπτοντεϲ , ὡϲτε εἰϲ ϲυγκοπην πολλακιϲ κατεϲτρεψαν . λεπτον οὐν ἐϲτω το περιβολαιον και ἐμβεβρεγμενον και ἀηρ εὐψυχεϲτεροϲ , και
. τα δ ' ἐν τροφῃ διδομενα παντα τηϲ λεπτυνουϲηϲ ἐϲτω δυναμεωϲ , ὁθεν και δριμυφαγια ἐκ διαλειμματων δοκιμαζεϲθω .
9999369 Παριδι
τα δικαια : φησει γαρ αὐτος μεν του ἐραν τῳ Παριδι ἰσως γεγενησθαι αἰτιος , του θανατου δε σοι οὐδενα
, πολεϊ πολεσι , ταχεϊ ταχεσιν , Ἑκτορι Ἑκτορσι , Παριδι Παρισι , Πλατωνι Πλατωσιν : οὑτως οὐν και Δημοσθενεϊ
9999365 Ἀλφειῳ
ὑδατος γενεσθαι εἰ μη ἐκ του Ἀλφειου . ἀλλως : Ἀλφειῳ εἰκοτως ὡς ἐγχωριῳ ἐθυσε ποταμῳ . μετα δε των
Μαντινευς Σημος , ὁς πρωτος ἁρματ ' ἠλασεν παρ ' Ἀλφειῳ . ἀπο Μαντινεας : Μαντινεα πολις Ἀρκαδιας : σημα
9999364 Αἰθιοπιᾳ
δʹ νοτου γʹ Ϛʹ : ἀπο δε μεσημβριας τῃ ἐντος Αἰθιοπιᾳ , ἐν ᾑ Ἀγισυμβα χωρα κατα γραμμην την ἀπο
: ὁπου δ ' αὐ θερινος ὀμβρος πολυς ὡσπερ ἐν Αἰθιοπιᾳ και ἐν Ἰνδοις ἠ περι Αἰγυπτον ὁ Νειλος ἐνταυθα
9999364 Ἀγαθη
λεγων τον λαβοντα τον χρησμον . . . . . Ἀγαθη : πολις Λιγυων ἠ Κελτων : Σκυμνος δε Φωκαεων
ἀσφαλης ἱδρυται πλησιον της Ναρβωνος , ἐφ ' οὑ δε Ἀγαθη κτισμα Μασσαλιωτων . Ἑν μεν οὐν ἐχει παραδοξον ἡ
9999362 Αἰτωλιᾳ
ΓΘ ἀπο του ὀνοματος το πραγμα λεγει : οὐκ ἐν Αἰτωλιᾳ , ἀλλ ' ἐν τῳ αἰτειν . παρα το
. Και Νικανδρος ἐν τριτῃ Αἰτωλικων , ἐκ της ἐν Αἰτωλιᾳ Ὀρτυγιας φησι την Δηλον ὀνομασθηναι , γραφων οὑτως Οἱ
9999359 κυμινῳ
] Ἀλευρον κυαμινον λειον χειροπληθες και μαστιχης ὁμοιως ὀλιγον συν κυμινῳ ὀλιγοστῳ : δει ἑνωσαι μετα του ζωμου των κυδωνιων
σωματα και ] στομια εἰ μεν ὑποδακρυει , μαννῃ ἠ κυμινῳ ἠ ἀλευρῳ ἐπιπαστεον , ἐπειτα ἐριῳ ἐλαιοβραχει κατειλητεον .
9999359 ϲτυπτηριαϲ
, πιϲϲηϲ # δ , ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ # δ , ϲτυπτηριαϲ ὑγραϲ # α ∠ ʹ : ποιει δε και
κανθουϲ δια καδμιαϲ και χαλκιτεωϲ ἠ τουτῳ καλλιϲτῳ ὀντι : ϲτυπτηριαϲ ϲχιϲτηϲ μιϲυοϲ ὀπτου χαλκανθου ἰϲα : ἱκανωϲ ἀποδαπανᾳ ταϲ
9999351 Ἀρχιγενηϲ
δε πλειϲτον θερμον ἐμβιβαϲθεντεϲ δυϲαποτριπτα ῥιγη ἀπετριψαντο , ὡϲ φηϲιν Ἀρχιγενηϲ : ὁ δε Γαληνοϲ προ τηϲ ἐπιϲημαϲιαϲ ἀνατριβειν φηϲι
χοιραϲι , παρωτιϲι , δοθιηϲι , φυμαϲιν . ὁ δε Ἀρχιγενηϲ : προϲ μελικηριδαϲ , φηϲιν , ἀφονιτρον και ἐλλεβορου
9999351 ἀκανθῃ
χρονον ἠ τοδε ἀπειργασθαι προς της αὐτος αὑτου γενεας τρωθεις ἀκανθῃ θαλασσιας τρυγονος ἐτελευτησεν . Ἀλεξανδρος δε ὁ Πριαμου βουκολων
του Ἑρμου , οἱ δε ἐν τῳ σωματι και τῃ ἀκανθῃ του βορειου Ἰχθυος τῳ τε του Διος και ἠρεμα
9999350 βιβλιῳ
ἀλλα και προς ἀνομοιους , δεδεικται ἐν τῳ προ τουτου βιβλιῳ . φιλει γαρ ὁ φαυλος τον σπουδαιον ἀνομοιον ὀντα
ὠν . δεησαν δ ' ἐπιμνησθηναι ἐν τῳ προς ἐκεινον βιβλιῳ και του προς σε τουτουϊ βιβλιου , γραφηναι εἰσ
9999348 κρηπιδα
ὀρος το Κρονιον κατα τα ἠδη λελεγμενα μοι παρα την κρηπιδα και τους ἐπ ' αὐτῃ παρηκει θησαυρους . ἐπι
. το μεν σωμα γῃ κρυπτουσι , λιθου δε ἐποικοδομησαντες κρηπιδα κιονας ἐφιστασι και ἐπ ' αὐτοις ἐπιθημα ποιουσι κατα
9999345 Ἀρτεμιδι
, φιλος ἀνηρ Δημητρι μεν δια το γεωργιᾳ προσεχειν , Ἀρτεμιδι δε δια την θηραν : των γαρ ὁπλων οἱς
, προεσημαινον οἱ μαντεις , ὁτι ἐσοιτο πλους , ἐαν Ἀρτεμιδι θυσωσι την Ἰφιγενειαν . Ἀγαμεμνων δε διδοι σφαγιον αὐτην
9999345 φυγηι
θηρ δ ' ὁδ ' ἡμιν πραος οὐδ ' ὑπεσπασεν φυγηι ποδ ' , ἀλλ ' ἐδωκεν οὐκ ἀκων χερας
νεβρος χλοεραις ἐμπαιζουσα λειμακος ἡδοναις , ἁνικ ' ἀν φοβεραν φυγηι θηραν ἐξω φυλακας εὐπλεκτων ὑπερ ἀρκυων , θωυσσων δε
9999344 Σικελικῳ
Δωριεις μονον ἀλλα και Ἀττικων τινες , ὡς Διφιλος ἐν Σικελικῳ οἱον ἀγοραζειν παντα , μηδε ἑν δ ' ἐχειν
μαλιστα , ὁτε τας σπονδας ἐλυσαν , αἱ ἐπι τῳ Σικελικῳ πολεμῳ σφισιν ἠσαν γενομεναι . ἐλυσαν δ ' ἐκ
9999343 κολοκυνθιδα
ἀποβρεγμα κολοκυνθιδος . γινεσθω δε το ἀποβρεγμα οὑτω : λαβων κολοκυνθιδα πληρωσον ἑψηματος καθαρας αὐτην προτερον καλως , ὡς μηδεν
και ἡ καθαρσις ἡ δια των κοκκων των ἐχοντων την κολοκυνθιδα και το εὐφορβιον , ὡν ἡ συνθεσις ἐχει οὑτως
9999339 αἱμορραγιαϲ
δυναμιν ἀφαιρειν . ταϲ δε αὐτοματουϲ ἐν πυρετοιϲ δια ῥινων αἱμορραγιαϲ κριτικωϲ μεν γινομεναϲ δεχεϲθαι , ἀμετρωϲ δε φερομενον το
ἠγουν ἑξαϲκελεϲιν ἐπιδεϲμοιϲ χρηϲομεθα . εἰ δ ' ἐτι δεοϲ αἱμορραγιαϲ εἰη , πτυγμα ἐπιβλητεον ἀπο ὀξυκρατου ἠ ὑδροροδινου ,
9999338 δωρεα
οἰνον ἁρπαζοντες λανθανουσι κινδυνευοντες . Ἡ φιλοτιμος και δικαια σου δωρεα μεχρι μεν πρῳην ἀνεπαφος ἠν , ἐπει μηδε ἰδειν
, ἡν διαιρουντες Ἰωνες προϊκα λεγουσιν ὡσπερ οὐν ἡ προιξ δωρεα διδοται , οὑτω φησιν , Οὐ δωρεαν μου καταγνωσεται
9999323 μυδιῳ
την ἀποδοραν , δι ' ὁ μετα την ὑποτομην βλεφαροκατοχῳ μυδιῳ , τουτεϲτι προϲ την περιφερειαν του βλεφαρου ἐϲχηματιϲμενῳ ,
και προϲ ϲυνουϲιαν ὁρμωϲιν . διοπερ ὑπτιαϲ ἐϲχηματιϲμενηϲ τηϲ γυναικοϲ μυδιῳ καταϲχοντεϲ το περιττον τηϲ νυμφηϲ ἐκτεμωμεν ϲμιλῃ φυλαττομενοι το
9999323 Ἐμπεδοκλεα
ἑκτηι ὀλυμπιαδι [ ] γενεσθαι φασι τον Ἀβδηριτην Δημοκριτον , Ἐμπεδοκλεα τε και Ἱπποκρατην κτλ . , . . ,
, το κατθανειν δε ζην νομιζεται βροτοις ; ἀλλα και Ἐμπεδοκλεα : οὑτως οὐτ ' ἐπιδερκτα ταδ ' ἀνδρασιν οὐτ
9999320 Φιλιππῳ
τις τἀλλοτριον , παραχωρει δε των ἰδιων . και το Φιλιππῳ δε μετα βαρυτητος εἰρηται . τινι γαρ , εἰπε
τῃ ἰσῃ δη που και ὁμοιᾳ ποιησεσθε ὡσπερ ἀει : Φιλιππῳ δ ' ἀκολουθειν ἀναγκη . τουτο δε ὁσον διαφερει
9999319 ἐλλεβορῳ
ἀγκωνος φλεβοτομειν : εἰ δ ' ἀλλως γενοιτο , φαρμακευειν ἐλλεβορῳ μελανι ἠ σκαμμωνιᾳ . τας δ ' ἐκ των
κἠν ἐκ μελαγχολιηϲ ταδε γιγνηται , τα ἐπιγιγνομενα ἀνηκεϲτα . ἐλλεβορῳ ὠν χρεεϲθαι ἐϲ ἰηϲιν του κακου : ἐπιπροϲθεν δε
9999319 Ἀγαθοκλεα
ὡς ἱστορει Δουρις ὁ Σαμιος ἐν τῃ τριτῃ των Περι Ἀγαθοκλεα ἱστοριων . : Εὐρυβατος : πονηρος , ἀπο του
αʹ Περι δικαιοσυνης . Δουρις δε ἐν δʹ των Περι Ἀγαθοκλεα ἀπο του Ὀδυσσεως ἑταιρου . . . . ,
9999318 Φιλιππωι
: μετα την Ὀλυνθιων ἁλωσιν , ἀρχοντος Θεμιστοκλεους , συνθηκαι Φιλιππωι προς Ἀθηναιους ἐγενοντο περι φιλιας και συμμαχιας . αὑται
οὐ μονον , ὠ ἀνδρες Ἀθηναιοι , τα συμμαχικα τωι Φιλιππωι προς ὑποψιαν ἡκοντα και δυσμενειαν , ἀλλα και τα
9999317 Αἰσχυλωι
. : . . . ἡ μυθοποιια κειται παρ ' Αἰσχυλωι ἐν Πενθει . . . . . . ,
δε οἰει δειν ἁ φαμεν ποιειν , μη μελλε πειθομενος Αἰσχυλωι και ἐτι προτερον Ἡσιοδωι . . . . .
9999315 θριδακινηϲ
δε ἐπιτιθεναι δει φυλλα λαπαθου ἠ ἀμπελου ἠ τευτλου ἠ θριδακινηϲ : ὁ δε ὀξυγαλακτινοϲ τυροϲ και τα μειζονα τραυματα
ῥοδινον ἠ ὀμφακινον ἐλαιον ἠ χυλον ἀειζωου ἠ κοτυληδονοϲ ἠ θριδακινηϲ ἠ ψυλλιου ἠ ὀμφακοϲ τριψαϲ ὁμοιωϲ καταχριε . διαιταϲθω
9999309 Χαλκιδα
καλεουσι θεοι , ἀνδρες δε Σκαμανδρον . και παλιν : Χαλκιδα κικλησκουσι θεοι , ἀνδρες δε Κυμινδιν . διαπαιζει οὐν
Μουσων γοναις , ἐπι τινος πολλας θυγατερας ἀπογεννωσης : ἐπειδη Χαλκιδα της Εὐβοιας πολιν φασι ποτε ἀνθησαι δορασι τε και
9999303 κυβερνητῃ
τῳ κυριῳ αὐτου ἠ τῳ κυβερνητῃ του μηνος ἠ τῳ κυβερνητῃ της ἡμερας . Και αὑται μεν εἰσιν αἱ του
τα σεαυτου , τῳ κυβερνητῃ ἠ τῳ φιλοσοφῳ ; Τῳ κυβερνητῃ ἐγωγε . Οὐκουν και τἀλλα πανθ ' οὑτως ,
9999298 σφυρῳ
σκορπιον ἀνηκε κατ ' αὐτου και κρουσθεις οὑτος ἐν τῳ σφυρῳ τεθνηκεν . Οἱ οὐν θεοι ἐλεησαντες αὐτον δι '
τῃ ἀλοχῳ χαριν της ἡρακλεους σπερμογονιας : Ὀρθῳ ἐστασας ἐπι σφυρῳ . ἀντι του : ἀσφαλη αὐτοις ἀπειργασω την βασιν
9999298 Ἀιδα
ὠ γεραιε συ τε ταλαινα ματερ , ἁ τον ἐν Ἀιδα δομοις ποσιν ἀναστεναζεις . † μη προκαμητε ποδα †
ποιειται , τουτεστιν ἀθανατα φρονει δια την παρεστωσαν εὐφροσυνην . Ἀιδα τοι λαθεται : πας γαρ ἀνηρ ἁρμοδια πραξας τῃ
9999297 Αἰγαιῳ
. . . . νε Ϛʹ μα Ἐν δε τῳ Αἰγαιῳ πελαγει , Φρυγιας μικρας ἠ Τρωαδος Ἀλεξανδρεια Τρωας .
τας νησους τας Κυκλαδας καλουμενας κατα μεν την προς τῳ Αἰγαιῳ θαλατταν ἡ τε Εὐβοια και τα ἀκρα αὐτης ,
9999296 Δωριδι
ποδηρεις ἠσαν χιτωνες , αἱ δε γυναικες ἐβρυαζον ἐν τῃ Δωριδι στολῃ . διοπερ και εἰς ἡμας πολλοι τας ἀχιτωνας
μεντοι ἐκ του δηκω πεποιησθαι φησι τουτο δυσι διαλεκτοις , Δωριδι και Ἰαδι . οἱ τε γαρ Δωριεις προστιθεασι ,
9999296 κολοκυνθη
φυλλα βλιτον βρυον θαλαττιον γλαυκιον δορυκνιον ἰξοϲ ἰτεαϲ τα φυλλα κολοκυνθη κοτυληδων κωνειον πευκη το δενδρον μαλαχη ἡμεροϲ μηκων μηλα
τρις ὀλιγιστην . ῥοιαι δ ' ὀλιγοτροφοι , ἀπιοι , κολοκυνθη , σταφιδες αἱ αὐστηραι και ἀλιπεις . Φασιλοι ,
9999294 σκοπῃς
ἐρασθεντος ἠ θεου θνητης ἠ θνητου θεας . ἐαν οὐν σκοπῃς και τουτο κατα την Ἀττικην την παλαιαν φωνην ,
ἐλεφαντων τετταρων . Ὁ γαρ παρασιτος ἐστιν , ἀν ὀρθως σκοπῃς , κοινωνος ἀμφοιν , της τυχης και του βιου
9999292 κλινῃ
. πως γαρ ἀν ἐπι τῃ στρωμνῃ , και τῃ κλινῃ , ἐφ ' ᾑ κατεκλιθη ὁ νοσων , και
ξυλον προς την κλινην , οἱονει ὡσπερ αὐτο ὑποκειται τῃ κλινῃ , οὑτως ὑδωρ ἠ γη ἠ των ἀλλων ὁτιουν
9999292 Ἀμφιτρυωνι
δεικνυσθαι το δεπας το δοθεν Ἀλκμηνῃ ὑπο Διος , ὁτε Ἀμφιτρυωνι εἰκασθη . . . . , Χαρων . .
δια νυκτος ἐλθων και την μιαν τριπλασιασας νυκτα , ὁμοιος Ἀμφιτρυωνι γενομενος Ἀλκμηνῃ συνευ - νασθη και τα γενομενα περι
9999291 σκοροδα
μαλιστα προσδεχηται πειρεομενος : σιτιοισι δε χρησθω μαλθακοισι , και σκοροδα ἐσθιετω και ὠμα και ἑφθα : και τῳ ἀνδρι
Ἐπιτηδεια δε τουτοις και τα μικτα παντα καταπλασματα , οἱον σκοροδα λεια μετα μελιτος , κρομμυα μεθ ' ἁλων ,
9999288 Ἐννεα
το σωμα κατα τον ἀγρον της γυναικος ἐν ταις καλουμεναις Ἐννεα τυρσεσιν , οὐσαις τῳ βαρει των ἐργων θαυμασταις .
Ἀθηναιων κτισμα ἐν τῳ τοπῳ ἱδρυμενον τουτῳ , ὁς καλειται Ἐννεα ὁδοι : εἰτα Γαληψος και Ἀπολλωνια , κατεσκαμμεναι ὑπο
9999283 ἑβδομαδι
' ἡ ἑβδομας κωλυεται . ἐν δε γε τῃ δευτερᾳ ἑβδομαδι , πλειονος μεν ἠ κατα την πρωτην ἑβδομαδα ὀντος
συντεθεντων ἀποτελειται ἑβδομας . ἀμηχανον δ ' ἠν τα σωματα ἑβδομαδι μετρεισθαι κατα την ἐκ διαστασεων τριων και περατων τετταρων
9999283 φονεα
μεν ἀφεθεντα μη τεθναναι , του δε ἐμαυτου πατρος μη φονεα γενεσθαι . Τι δ ' ἀν οὐ προ γε
εἰκοτων προσποιουμενοι με ἐλεγχειν . οὐκ εἰκοτως ἀλλ ' ὀντως φονεα με φασι του ἀνδρος εἰναι . Τα δε εἰκοτα
9999282 δακρυω
ὁ Ἀλεξανδρος δουλεια ζυγα ἠνυσεν ἀπο κοινου το καταλειπομενην σε δακρυω ἡδυ ἐστι τα δακρυα τοις ἀτυχουσι και ἡ Μουσα
. ἀντι του : οὐκ ἐρευνω και ἀκριβολογουμαι : οὐ δακρυω , παρα την ἰκμαδα : τας δια των τροχων
9999280 Ὀλυμπιαδα
βραχυκαταληκτον . . Ψαυμιδι : ὁ Ψαυμις ἐνικησε την πβʹ Ὀλυμπιαδα τεθριππῳ . ἠν δε Σικελος ἀπο Καμαρινης πολεως ,
και εὐτυχης , προτερον ναυτης ὠν . ἐγραψεν Ἀπολογισμον προς Ὀλυμπιαδα της ἑαυτου δωδεκαετιας : Ἱστοριαν περι Δηλου και της
9999279 ὁρμησῃ
διηλθε το θηριον , την τριτην μηδ ' ἰχνευσας εὐθεως ὁρμησῃ δι ' αὐτης . δυναμει γαρ τουτο αὐτον λογιζεσθαι
δε δει την ἀναλογιαν λαμβανειν ὡς εἰς ὁποτερον ἀν τουτων ὁρμησῃ θατερον ἐλλιπεστερον ἐσται : διαρκειν γαρ οὐ δυναται προς
9999277 κομῃ
και μελανα . το δε δενδρον εὐμεγεθες ὀρθοφυες εὐρυθμον τῃ κομῃ : σχεδον γαρ ὡς ἐπι το πολυ στροβιλοειδες σχημα
εἰωθος , ἀνελθων ἐπι μεσης της πυρας ἐστη ἐστεφανωμενος καλαμου κομῃ . και ὁ μεν ἡλιος αὐτον προσεβαλλεν , ὁ
9999276 Μελιτῃ
ἐπει ταχιστα ἐγενετο ἐν τῃ γῃ ταυτῃ , ἐνετυχε πρωτα Μελιτῃ κρηνῃ : και προεθυμειτο πριν ἐπι τον Ξανθον ἐλθειν
ἀρτι γαρ ἐνθενδε οἰκαδε οἰχεται , οἰκει δε ἐγγυς ἐν Μελιτῃ . Ταυτα εἰποντες ἐβαδιζομεν , και κατελαβομεν τον Ἀντιφωντα
9999274 ἑλκεα
οἱ δανος ὠπασεν Ἑκτωρ . Κωκυτος τοι μουνος ἀφ ' ἑλκεα νιψεν Ἀδωνιν . Τον δ ' ἐκαλυψε θαλασσα λιλαιομενον
, ἀγαθον και ἰσχναινειν εὐ , ὡς τα των ἁλιεων ἑλκεα : ταυτα γαρ οὐδ ' ἐκπυει , ἠν μη
9999273 ὁλκαδα
. προσβαλουσης γαρ της νεως ἐφ ' ᾑ ἐπεβατευεν προς ὁλκαδα τινα , ἐμαχετο ἐχων δορυδρεπανον , διαφερον δη ὁπλον
ἀνδρας παντας ἀπεκτειναν . και ἐπι τας λοιπας ἐμπρησαι βουλομενοι ὁλκαδα παλαιαν κληματιδων και δᾳδος γεμισαντες ἀφεισαν [ την ναυν
9999272 Ἀναγυρῳ
οὐ δια † του κερατος † Βουκεφαλος ὠνομαστο Ἀριστοφανης ἐν Ἀναγυρῳ , οἱον : μη κλαι ' ἐγω σοι βουκεφαλον
και το ὑποθημα του ὁλμου ὑφολμιον , ὡς Ἀριστοφανης ἐν Ἀναγυρῳ . και ὑπερον δε και κοσκινον , και κρησερα
9999272 Παρῳ
ἠδη . Του αὐτου ἐκ του πλατους . Ἐν τῃ Παρῳ τῃ νησῳ Ἀριστοτελης λεγει μυς εἰναι : και μεντοι
, αἰχμητα δυω . δοκει δε πρωτος Ἀρχιλοχος νικησας ἐν Παρῳ τον Δημητρος ὑμνον ἑαυτῳ τουτον ἐπιπεφωνηκεναι . Λυσιστρατης τις
9999266 λιτρῳ
ἡπατι † ϲτηθεα . τεγξιϲ μεν ὠν ξυν ἀλοῃ ἠ λιτρῳ : εἰρια πινοεντα οἰϲυπῳ . χρεοϲ ὠν ἐμψυξιοϲ ,
ἐοι , ὑποκλυζειν χυλῳ δριμεϊ , ἁλϲι μεν προϲ τῳ λιτρῳ , ἡ ῥητινη δε τηϲ τερμινθου ξυν τῳ μελιτι
9999264 κοκκυγα
τους σκληροσαρκους , οἱον ὀρφον , γλαυκον , κηριδα , κοκκυγα και ὀκταποδα και σηπιας , και των ὀστρακοδερμων ἀστακους
, ὁπου νυν ἐστιν ἱερον Ἡρας τελειας . τον δε κοκκυγα ἰδοντα καταπετασθηναι και καθεσθηναι ἐπι τα γονατα αὐτης πεφρικοτα
9999262 Προδικῳ
μεν και Ἱππιᾳ δεος τε και φοβος εἰναι τουτο , Προδικῳ δε δεος , φοβος δ ' οὐ . Ἀλλ
Πρωταγορᾳ τε πολυ ἀργυριον δεδωκας ἐπι σοφιᾳ και Γοργιᾳ και Προδικῳ και ἀλλοις πολλοις , ἡμας δ ' ὁρᾳς αὐτουργους
9999260 Ἰλιαδα
του Τηλεφου τελευτησαι φησιν ὁ τα ἐπη ποιησας την μικραν Ἰλιαδα . διο και ταδε αὐτος οἰδα περι το Ἀσκληπιειον
. γεγραφε δε και Ζηνων ὁ φιλοσοφος εἰς τε την Ἰλιαδα και την Ὀδυσσειαν , και περι του Μαργιτου δε
9999260 ὀξυ
τε , ὁκοταν νηστιες ἐωσιν , και ἐμεουσιν οἱον ὑδωρ ὀξυ : και ἠν προς ἀναντες πορευθῃ , θασσον ἀσθμα
ἀρξαμενοι φθογγου εἰς ὀξυν τελευτωσιν , ὀδυρται , δυσθυμοι : ὀξυ δε και αὐχμηρον φθεγγεσθαι ποικιλου ἀνδρος ἐστιν . ὁ
9999254 Θηβαιῳ
των ἀρμενα χαλωντων . παντα λιθον κινειν : Πολυκρατῃ τῳ Θηβαιῳ χρησμος ἐξεπεσε πριαμενῳ τοπῳ , ἐνθα Μαρδωνιος ἐσκηνωσεν ,
ὁ Ἡρακλεης ἡντινα ἐφορεε , Μεγασθενης λεγει ὁτι ὁμοιην τῳ Θηβαιῳ Ἡρακλεϊ , ὡς αὐτοι Ἰνδοι ἀπηγεονται : και τουτῳ
9999252 Συνεφη
ἠ ὁσου τῳ ξενῳ , οὑτος εἰη ἀν πλουσιωτερος . Συνεφη και ταυτα . Εἰ δε τις σοι διδοιη αἱρεσιν
ποιουντα ἀνιας ποιει ; Ὁμολογοιεν ἀν , ὡς ἐγᾠμαι . Συνεφη ὁ Πρωταγορας . Οὐκουν φαινεται , ὠ ἀνθρωποι ,
9999252 ναρκη
του ἐτους τικτουσι και μαλιστα τῳ μετοπωρῳ , ἡ δε ναρκη και αὐτη μεν δις * * τῳ φθινοπωρῳ .
γαρ και παρεϲιϲ και ναρκη νευρων , ὑπνοϲ πουλυϲ : ναρκη δε και ψυξιϲ ϲατυριηϲιν ἰηται . γιγνεται δε το
9999252 Αἰγεα
δε την Μηδειαν , ὁτι μετα φονον του παιδος προς Αἰγεα κατεφυγεν ἀλητευσασα : οἱ δε την Φερσεφονην , διοτι
εἱρπε προς την κιγκλιδα . τον Ἐρεχθεα μοι και τον Αἰγεα καλει . ἀπολωλα : τιλλων τον λαγων ὀφθησομαι .
9999248 νιτρῳ
ἐγραφομεν . . . ταυτι μοι τα στιγματα σευτλου ἀφεψηματι νιτρῳ τε ὀπτῳ και ὀροβινῳ σμηγματι ἀπορρυπτεται : ἠν δε
τηϲ χρηϲεωϲ πυρια , ἀνατριβων τον τοπον ϲυκηϲ φυλλοιϲ και νιτρῳ ἀποϲμηχων , καταχριε τῳ φαρμακῳ καθ ' ἡμεραν .
9999246 πιθανῳ
και ὁσα το ποιητικον νεμεται γενος ἀφειναι και ἐπιτρεψαι τῳ πιθανῳ και μαλλον ἀναπειθοντι τον ἐντυγχανοντα , τα δε προϊοντα
, και τους των Ἀθηναιων ῥητορας διαβαλλομενους εὑρων , τῳ πιθανῳ προς την των ἀναγκαιων λυσιν χρησαμενος τον λογον συνεθηκε
9999245 γλωττηϲ
μη κουφιζομενων δε παρ ' αὐτα και ταϲ ὑπο τηϲ γλωττηϲ φλεβαϲ τμητεον ἠ και αὐτην ἐγχαρακτεον την γλωτταν ,
γλωττα . εἰ δε ἐπι πολυ ἡ τραχυτηϲ ἐπιμενει τηϲ γλωττηϲ , χηνειον ϲτεαρ εἰ παρειη , εἰ δε μη
9999242 δακτυλιῳ
τῃ δεξιᾳ χειρι : τελεσας οὐν οὑτως ἐχε φορων τῳ δακτυλιῳ , και ποιει παντα ὁσα και ὁ σμαραγδος .
ἠ και μετα οἰνου ποτισθεις : φορουμενος δε ἐν τῳ δακτυλιῳ ποιει τον φορουντα εὐπροσηγορον και εὐομιλον και εὐπειθη και
9999232 Ναβουχοδονοσορ
ἑρμηνειαν οἱονει Ἑλληνικην προφητειαν ἐνεργεισθαι , ἐπει κἀν τῃ ἐπι Ναβουχοδονοσορ αἰχμαλωσιᾳ διαφθαρεισων των γραφων κατα τους Ἀρταξερξου του Περσων
συν ἀλλοις εὐγενεσι . μετα μικρον δ ' ὑπεραρθεις ὁ Ναβουχοδονοσορ και την της τυχης εὐνοιαν οὐ δυνηθεις βαστασαι ,
9999232 ὁληϲ
γαρ ἀλλοιϲ αἰτιοιϲ οὐ παντεϲ ἁμα περιπιπτομεν οὐτε δι ' ὁληϲ ἡμεραϲ ὁμιλουμεν , ὁ δε περιεχων ἡμαϲ ἀηρ ἐξωθεν
ὀθονιον ἐμπλαϲαϲ και ξυρηϲαϲ ταϲ τριχαϲ , ἐπιτιθει καθ ' ὁληϲ τηϲ κεφαληϲ και ταινιδιῳ καταδηϲαϲ φυλαττε μεχρι τηϲ ἐπιουϲηϲ
9999226 χοινιξ
λυραν ἀμετριαν . μετρων δ ' ὀνοματα μεδιμνος ἡμιμεδιμνος , χοινιξ τριχοινικον πενταχοινικον , καπιθη ὡς Ξενοφων , ἀρταβη ὡς
, φησι , πηρα δυναμιν ἡλικην ἐχει , θερμων τε χοινιξ και το μηδενος μελειν . τῳ ὀντι μεγα και
9999224 πυξιδι
ϲπερματοϲ ⋖ α , ἀποτιθεναι ξηρανθεν ἐν τῃ ἡλιωϲει ἐν πυξιδι χαλκῃ . χρω πρωτον ξηρῳ , ἱνα ἐϲχαρωθῃ ,
: | ἐξεραμα κυνοϲ ἀραϲ ξηρανον και λεαναϲ θεϲ ἐν πυξιδι και χρω ὡϲ καλλιϲτῳ προϲ λυϲϲοδηκτουϲ θαρρων . ἐκ
9999224 Ἀμφιαραῳ
ἐπ ' αὐτῳ ] ὁμως δε ἐπ ' αὐτῳ τῳ Ἀμφιαραῳ ἀντιταξομεν και ἀντιστησομεν πυλωρον , ἠγουν φυλακα των πυλων
, ἡτις ὡσπερ τις ὁρκος πιστοτατος δοθεισα τῳ Ὀϊκλεος παιδι Ἀμφιαραῳ και γυνη αὐτῳ γενομενη ἐσβεσε την μαχην , και
9999223 φλεβοϲ
δε ϲαρκοϲ ὑποτραφειϲηϲ , ἀλλοτε δε και αἱματοϲ ϲυναναδοθεντοϲ δια φλεβοϲ ἠ ἀρτηριαϲ ῥηξιν , ὡϲ ἐπι των ἀνευρυϲματων ,
. τα ϲπερματικα δε ἀγγεια φλεβεϲ εἰϲιν ἀπο τηϲ κοιληϲ φλεβοϲ εἰϲ τουϲ ὀρχειϲ ἑλικοειδωϲ φερομεναι , δι ' ὡν
9999220 ἀμμιγα
ἐσχατον ὑδωρ . Νηρεα μεν πρωτιστα καλω πρεσβυστον ἁπαντων , ἀμμιγα πεντηκοντα κοραις πασαισιν ἐρανναις : Γλαυκην δ ' ἰχθυοεσσαν
ἐστιν , ἐπην εἰς σφαλματα νευσῃ . τουτοις δ ' ἀμμιγα πασι Κρονου συναλωμενος ἀστηρ τειχοδομους τε τιθησι , και
9999220 βλαβη
και προλεγειν ὡς ἀσφαλεα , εἰ ἀλλως ἐθελοις , ὁτι βλαβη μεν οὐδεμιη , οὐτε σμικρη , οὐτε μεγαλη ,
τον κληρον του πατρος , σωθησονται και ὑφεσιν δεξεται ἡ βλαβη . ὁτε δε ἐστιν ὁ Ζευς χρονοκρατωρ ἠ ἐπιμεριζων
9999220 βεβαιῳ
φιλονικιαν , μηδε ἀνθρωπον ὀντα και τυχῃ χρωμενον , οὐ βεβαιῳ πραγματι , κωλυσαι τους κινδυνευειν ἐν τυχαις ἠ χρειαις
, το ἐξ ἁπαντος του χρονου πεφυλαχθαι τους νομους ἐν βεβαιῳ : ἀλλ ' ἐκεινο θαυμασιωτερον , ὡς ἐοικε ,
9999217 χυλοϲ
παντι . τοιαυται δε εἰϲιν : ὁ τε τηϲ πτιϲϲανηϲ χυλοϲ ψυχροϲ λαμβανομενοϲ ὁ τε του ἀλικοϲ χονδροϲ ὁμοιωϲ πτιϲϲανῃ
ἐνεργηϲῃ ϲφοδρωϲ αἱματωδη κενοι και μαλλον ὠφελει . ὁ δε χυλοϲ αὐτηϲ παραπληϲιαϲ ὑπαρχων δυναμεωϲ , τουτεϲτι τηϲ ξηραντικηϲ τε
9999212 ὀξεα
, τα δε αὐϲτηρα μαλλον εἰϲιν εὐϲτομαχα : τα μεντοι ὀξεα τοιϲ φλεγματωδεϲι και περιττωματικοιϲ ϲτομαχοιϲ ἁρμοττει δια το τμητικον
. διχα δε ἀκανθων ποιησεις τας κιναρας , ἐαν τα ὀξεα των σπερματων ἀμβλυνῃς παρατριψει λιθου . διαβεβαιουνται δε τινες
9999210 Ἀνδρογεω
ὁ Μινωταυρος . Μινωος δε ὀργιζομενου Ἀθηναιοις δια τον του Ἀνδρογεω φονον , ὁς ὑπο των ἐν Ἀθηνησι νεων δια
ἐφ ' ἁπασαν πολιν . ἐνοσησαν μεν Ἀθηναιοι δια τον Ἀνδρογεω θανατον και τῳ πατρι του τετελευτηκοτος τον δασμον τους
9999210 ὀμφακινῳ
ὀξυῤῥοδινου , μη παροντος δε του ῥοδινου ἐλαιου , χρηστεον ὀμφακινῳ , τετρασι μερεσι του ἐλαιου συμπλεκοντας ὀξους μερος ἑν
αὐτην οὐϲαν . προηγουμενωϲ δε ἐμβροχαιϲ δαψιλεϲτεραιϲ χρηϲτεον , ἐλαιῳ ὀμφακινῳ ἠ ῥοδινῳ τῳ καλλιϲτῳ χρωμενοι δι ' ἐριου χειροπληθουϲ
9999208 ὑελινῳ
ἀπο συκαμινου , συκαμινα λευκα φερει . συκαμινα δε ἐν ὑελινῳ βικιῳ πλειστον διαμενει χρονον . Φυτευεται δε ἐν διτταις
ὑγρον ἑως μελιτωδους συστασεως , και χρω ἐμμοτῳ ἀποθεις ἐν ὑελινῳ σκευει , και μελιτι προσπλεκε εἰς ἀνακαθαρσιν και γαλακτι
9999205 γαϲτηρ
κἠν μεν ἐπι τοιϲι ἰϲχηται μεν ὁ ἱδρωϲ και ἡ γαϲτηρ ὁ τε ϲτομαχοϲ δεχηται τα ϲιτια και μη ἐμεῃ
φαρμακου , εἰτα καθαραν χολην . πολλακιϲ δε και ἡ γαϲτηρ ὑπερχεται κατω : ὁτε δε και εὐφορωτερα ἡ καθαρϲιϲ
9999202 χλανιδα
' ἡμων ; Εὐ γε μεντἀν διετεθην . Ἀλλα γαμικην χλανιδα δοτω τις δευρο μοι . Ἐστι δ ' ἐν
το ἐνοχλειν , ὡς Μενανδρος ἐν Ἡνιοχῳ . χλαιναν και χλανιδα διαφερειν φησι Τρυφων ἐν τῳ πεμπτῳ Περι Ἑλληνισμου και
9999199 κηκιδα
ἑψησας ἐν οἰνῳ το στομα συγκλυζε : ἠ ῥουν και κηκιδα ἐν οἰνῳ ἑψησας ὁμοιως χρω . Κεφ . ιʹ
των ἀγρυπνουντων δια σφοδραν ὀδυνην χρησθαι . Προς βεβρωμενους ὀδοντας κηκιδα λειαν λυκιῳ ἠ τερμινθινῃ ἀναλαβων περιπλαττε , περικαθαρας προτερον
9999197 κυνοϲ
ὠφελει ϲυν ὀξει πινομενη . Ἡπαρ το μεν του λυττωντοϲ κυνοϲ ὀπτηθεν , εἰ βρωθειη , τοιϲ ὑπ ' αὐτου
κεκομμεναϲ και ϲεϲηϲμεναϲ . ὁποταν δε τιϲ δηχθῃ ὑπο λυϲϲωντοϲ κυνοϲ , εἰϲ οἰνου ἀκρατου κυαθουϲ τρειϲ ἠ τεϲϲαραϲ ἐμπαϲϲειν
9999195 κυαθουϲ
το ἀποβρεγμα ἠ χυλον αὐτεου προ τηϲ τροφηϲ , ὁκοϲον κυαθουϲ δυο του ἀποβρεγματοϲ ἠ κυαθον πικρου του χυλου ξυν
μικρα μυϲτρα τεϲϲαρα . Το ὀξυβαφον και το μεγα μυϲτρον κυαθουϲ τρειϲ . Ἡ κοτυλη και το τρυβλιον ὀξυβαφα δυο
9999193 ἐξηνεγκε
οὐκ ἠν τι γνωναι Πυθαγορειον δογμα . οὑτος δε μονος ἐξηνεγκε τα διαβοητα τρια βιβλια , ἁ Πλατων ἐπεστειλεν ἑκατον
τοσαυτα δειγματα και τοιαυτα ὁσα και οἱα ὁ βασιλευς οὑτος ἐξηνεγκε ; Και πρωτον γε την εἰς χρηματα δικαιοσυνην αὐτου
9999193 ὀποπανακοϲ
λι . α ∠ ʹ , εὐφορβιου , τερεβινθινηϲ , ὀποπανακοϲ ἀνα # Ϛ , καϲτοριου # γ : των
Ἀντιοχου . Χαμαιδρυοϲ ἀγαρικου κολοκυνθιδοϲ ἐντεριωνηϲ ϲτοιχαδοϲ ἀνα ⋖ ι ὀποπανακοϲ ϲαγαπηνου πετροϲελινου ἀριϲτολοχιαϲ πεπερεωϲ λευκου ἀνα ⋖ ε κινναμωμου
9999192 ὀλυμπιαδα
εἱλωτας , ἐπελαβεν ἀπο Λακεδαιμονιων ὑστερον ἀποστηναι κατα την ἐνατην ὀλυμπιαδα και ἑβδομηκοστην , ἡν Κορινθιος ἐνικα Ξενοφων , Ἀρχιμηδους
τοις ἀλλοις ; . ἠκμαζε δε και κατα την ἑξηκοστην ὀλυμπιαδα [ ] , και αὐτου το συστημα διεμενε μεχρι
9999187 κριϲιϲ
ἀγαθαιϲ πεφυκυια : δει δε παντωϲ εἰ μελλοι ἀγαθη γενηϲεϲθαι κριϲιϲ , προδεδηλωϲθαι μαλιϲτα μεν ἐν τοιϲ οὐροιϲ , ἠδη
τηϲ ἀρχηϲ του νοϲηματοϲ και μηδεμιαϲ προδηλου προγεγενημενηϲ ἐξαιφνηϲ ἐγενετο κριϲιϲ , πωϲ δει ἐξευρειν το ἀμφιβαλλομενον . ἐφ '
9999187 γλυκεα
, δι ' ὁ και τα πολλα των ἀνθων ἐστι γλυκεα . Και τουτο κατα λογον ἐκλελυμενην τε και θηλυτεραν
διδοσθω , πολεμιωτατον δε αὐτοις το ψυχρον : τα δε γλυκεα παντα των προποματων παραιτητεα . Τα μεν οὐν κατα
9999184 Φοινιξ
ἁρπαζειν δεδοκημενος ἐμπυρον ὁρμην ἐς μορον αὐτος ἑκων αὐταγρετον ἐδραμε Φοινιξ τεφρωσας πυρι γυια , και ἡδεϊ κεκλιτο ποτμωι .
Φοινιξ ἀλαλατος και ὁ Τυρσηνος ἀλα - λατος . Ὁ Φοινιξ ] Ἠγουν οἱ Φοινικες . Τυρσανων ] Τυρσηνων .
9999184 σατυρικῳ
μοι των κακων παροψιδες . Ἀχαιος δ ' ἐν Αἰθωνι σατυρικῳ : κεκερματισθω δ ' ἀλλα μοι παροψιδων καθεφθα και
εἰποντος ἐν Ἀχαρνευσιν . Εὐριπιδης μεν γαρ εἰρηκεν ἐν Αὐτολυκῳ σατυρικῳ τους ὀνους τους λαρκαγωγους οἰσειν ἐξ ὀρους ξυλα :
9999184 ἑβδομη
και τριτη συν εἰκαδι , Εἰκας συν αὐτῃ παλιν ἐστιν ἑβδομη , Ἡ δωδεκατη πεντε συν λοιποις δεκα , Εἰκας
και κατασκευαζομενου : ἑκαστου γαρ μηνος ἡ νουμηνια και ἡ ἑβδομη ἀφιερωτο τῳ Ἀπολλωνι : ἡ δε τεταρτη τῳ Ἑρμῃ
9999183 Τυχη
κατωρθωκεν : ἀξιον δε ἀκουσαι τον τροπον . Ἐπεβουλευσεν ἡ Τυχη τῃ σωφροσυνῃ της γυναικος : ἐρωτικην γαρ ποιησομενοι την
ἀγαθον ἀντι κακου τον Θεοδωρου του οὐ δικαιως ἀποθανοντος ἡ Τυχη ἐδωκε μεν σωτηριαν , ἐδωκε δε ἐλευθεριαν , ἐδωκε
9999183 φλεω
λ και πλεονασαντος του ο . οἱ δε παρα το φλεω και φλυω , φλοισμος και ἀφλοισμος ἐν πλεονασμῳ του
βω βαινω , ἀναδιπλασιασμος παπταινω . Παφλαζων . παρα το φλεω , ὁπερ και φλυω λεγεται . μονοσυλλαβησαν φλω ἐγενετο

Back