και δια παντος ἠγωνισατο : και το μεν ἀπρεπες της συγγνωμης ἐξεφυγε : την δε ἀπο του κεφαλαιου ὠφελειαν τῳ
της πολεως και δημοσιας ἑνεκα χρειας ἀπιων : και ἐπι συγγνωμης , ὁτι ἐχρην σε οὐκ αὐτα εἰπειν τα ἀποῤῥητα
9999977 Συρακοσιους
, ὡσπερ ἀδειαν οὐσαν . ἐγω δ ' ἡγουμαι μεν Συρακοσιους οὐχ οὑτω παραφρονειν ὡστ ' ἀγαπητως και παρα δοξαν
μεν γαρ δια τον ἀπο των πολεμιων φοβον νομιζει τους Συρακοσιους μηθεν ἐπιχειρησειν κατ ' αὐτου πραξαι , καταπονηθεντων δε
9999976 γνωμης
ἰατρος ὡς αὐτον τοις ἀπο της τεχνης τα ἀπο της γνωμης προστιθεις . ἐκλεισεν αὐτῳ τας θυρας ἐλεγξας μεν ἐπ
ἀνασταντας και φωναις μειζοσι και ἐκβοησεσιν ἐπαλληλοις ἐπαινον μεν της γνωμης , ἐπαινον δε και του ποιητου συνειροντας , ὁς
9999976 τερμα
, ὀστεα δ ' ἰσχει γη Μακεδων , ᾑπερ δεξατο τερμα βιου , πατρις δ ' Ἑλλαδος Ἑλλας Ἀθηναι ,
αἰκιζεται ] κολαζει . χαλᾳ ] ἐνδιδωσι . . ἀθλου τερμα ] του καματου τελος . . οὐκ ἀλλο γ
9999975 Συρακοσιων
προς τον κρημνον αὐτοις ἐξειργαστο , ἐπιχειρουσιν αὐθις τῳ των Συρακοσιων σταυρωματι και ταφρῳ , τας μεν ναυς κελευσαντες περιπλευσαι
ἀν Ἀττικων μεν νεων ἀπολομενων ἑξηκοντα , παρα δε των Συρακοσιων ὀκτω μεν τελεως διεφθαρμενων , ἑκκαιδεκα δε συντετριμμενων .
9999974 Συρακοσιος
θεαματων καλων , και ὀνειρων ἀληθινων . Ἠλθεν εἰς Σπαρτην Συρακοσιος σοφιστης , οὐ κατα την Προδικου καλλιλογιαν , οὐδε
ταττειν συν αὐτοις και ἐκεινο γε δηπου . Γελων ὁ Συρακοσιος καθευδων βαθυτατα ἐδοκει διοβλητος γεγονεναι . και το μεν
9999974 κεκακωμενη
πληθυνθησονται οἱ φιλοι αὐτου και ἐπαινετος ἐσται . εἰ δε κεκακωμενη ἐστιν ἡ Ἀφροδιτη , δεος γενησεται περι αὐτου .
ὑπο ἀγαθοποιου , ὑπαρχει δε συν τουτοις και ἡ Σεληνη κεκακωμενη ἐν τοις ὡροσκοποις των ἐναλλαγων των ἐτων και των
9999973 ὀνομασθεισαν
Ἀλφειος , οὐ μην οὐδε ἐν τῃ Ἀρκαδων Πυλον ποτε ὀνομασθεισαν ἰσμεν πολιν . ἀπεχει δε ὡς πεντηκοντα Ὀλυμπιας σταδιους
' ἐκεινης Ὀρτυγιαν ὑπο τε των χρησμων και των ἀνθρωπων ὀνομασθεισαν . ὁμοιως δε και κατα την νησον ταυτην ἀνειναι
9999972 κολλαν
ἀσφαλτος . και τοις μεν χυτοις χρη τα οἰκοδομηματα συνδειν κολλαν , συναπτειν , συναρμοττειν συμπηγνυναι , συμβαλλειν , τιτανῳ
προϲτιθεμενην . Ναρκιϲϲου ἡ ῥιζα ξηραντικηϲ ἐϲτι δυναμεωϲ , ὡϲ κολλαν τραυματα μεγιϲτα μεχρι και των κατα τουϲ τενονταϲ διακοπων
9999972 κλητικης
, παλιν ἡ παραθεσις του ἀρθρου το σχημα διελεγξει . κλητικης μεν γαρ ἐστι το Θυεστα : ἀλλ ' ὁπηνικα
ἐλλειπον μεν ῥηματι εὐθειαν ὁμολογει , οὐ τῃδε δε ἐχον κλητικης ἐστιν πτωσεως το τοιουτον , οἱον ὠ Ἑλικων [
9999972 τυγχανοντι
τας τω γαμω κοινωνιας λαμβανοντες ταν καταρχαν . οὑτοι δε τυγχανοντι ἠτοι πατερες ἠ ἀδελφοι ἠ μητροπατορες ἠ πατροπατορες ἠ
προς τουτοις ἐν Πειραιει , τῳ κοινῳ Ἑλλαδος ἐμποριῳ πολυανθρωπῳ τυγχανοντι : εἰτα τα ἀπ ' ἀρχης ἀχρι τελους .
9999972 δακτυλιων
προαγει τον νεοττον . Αἰγυπτιων δε οἱ μαχιμοι ἐπι των δακτυλιων εἰχον ἐγγεγλυμμενον κανθαρον , αἰνιττομενου του νομοθετου , δειν
[ - ] , ὑποβολας παιδιων , ἀναγνωρισμους δια τε δακτυλιων και δια δεραιων , ταυτα γαρ ἐστι δηπου τα
9999972 ἑνδεκατης
: ὑπο ποιαν γαρ κατηγοριαν ταυτα ἀναξομεν ; ἠ δεηθωμεν ἑνδεκατης ; ὁπερ ἀτοπον . Ὁπερ ἐμελλε τῳ Ἀριστοτελει τις
ἑως των αὐτων ἡμερινης . Τῃ τεσσαρεσκαιδεκατῃ , ἀπο ὡρας ἑνδεκατης και τριων μοριων ὡρας νυκτερινης , ἑως των αὐτων
9999972 ὀκτακισχιλιων
τοις Ῥωμαιων διελελυμαστο σωμασι , διαφθαρεντων ἐν μεν τῃ ναυμαχιᾳ ὀκτακισχιλιων , τετρακισχιλιων δε και πεντακοσιων ἑαλωκοτων : του δε
χρονων ἐσχε κωμας ἀξιολογους και πολεις πλειους των μυριων και ὀκτακισχιλιων , ὡς ἐν ταις ἱεραις ἀναγραφαις ὁραν ἐστι κατακεχωρισμενον
9999972 νοτιωτεροι
γνωριζομενων : ἠδη δε τἀπεκεινα δια ψυχος ἀοικητα ἐστι : νοτιωτεροι δε τουτων και οἱ ὑπερ της Μαιωτιδος Σαυρομαται και
αὐτου παραλληλου κεινται , ἀλλα πολλῳ εἰσιν ἀλληλων οἱ μεν νοτιωτεροι , οἱ δε βορειοτεροι : ἐπειτα ἐαν τουτο παραπεμψαντες
9999971 ἐκλειπουσης
, τοις δε παραθαλασσιοις τοποις λοιμον . της δε Σεληνης ἐκλειπουσης ἐν τῃ αʹ τριωρῳ Αἰγυπτιοις νοσους , φονους ,
ἠ και ὑλης ἀει ἐπιτηδειας ἐχομενως ἐμπιπραμενης της δ ' ἐκλειπουσης : ἠ και ἐξ ἀρχης τοιαυτην δινην κατειληθηναι τοις
9999971 ἀπαγγελιαν
ἐτι δε προς τουτοις ἀνασκευαζομεν και κατασκευαζομεν . την μεν ἀπαγγελιαν ἡτις ἐστι , και ἐν τῳ περι της χρειας
γεροντος πιθηκου . Και ταυτα μεν ταυτῃ . Την δε ἀπαγγελιαν βουλονται περιοδων ἀλλοτριαν εἰναι γλυκυτητος ἐγγυς . Ὁ δε
9999971 ἀπετιθεντο
ἀλλα και ἑκαστου των μοναδικων ἀριθμων των ἀχρι δεκαδος ἰδεαν ἀπετιθεντο : ἁπλουστατοι γαρ οὑτοι και εἰδικην ἐχοντες προς ἀλληλους
χρηματα φυλασσοντες , ἁ προτερον κοινῃ οἱ Ἑλληνες ἐν ἀδηλῳ ἀπετιθεντο . „ πληρη μασχαλισματων „ . εἰρηκε τον μασχαλισμον
9999971 ἑτεροτητι
ἀνθρωπικας ποιουσα , ἡτις εἰς ταὐτον τῃ κατ ' οὐσιαν ἑτεροτητι των ψυχων συντρεχει . Δευτερα δ ' ἐστι κρισις
ἀλληλων . ὁλως δε τας μεν ἀρχας ἁμα οὐσας εὐλογον ἑτεροτητι διαφερειν , ὡσπερ και τους της φυσεως λογους ἁμα
9999971 Αἰσχυλος
ἐπι πλου τιθεασιν , πλην και ἐπι ὁδοιποριας , ὡς Αἰσχυλος και Ἀριστοφανης . . , : ἀκταινωσαι . .
: . . . φοιταις ἐπι δειπνον ἀνηστις , και Αἰσχυλος ἐν Φινει : × – ἀνηστις δ ' οὐκ
9999971 Κολοφωνιων
, ὁπου ποτε ἐν τοις δυσκαταλυτοις πολεμοις το ἱππικον των Κολοφωνιων ἐπικουρησειε , λυεσθαι τον πολεμον : ἀφ ' οὑ
ἐκ της πατριδος ὑπεδεξαντο . Μετα δε οἱ φυγαδες των Κολοφωνιων φυλα - ξαντες τους Σμυρναιους ὁρτην ἐξω τειχεος ποιευμενους
9999971 κατηγορησε
και ἐνιοτε οἱς αὐτος τις ἐνοχος ἐστι , ταυτι φθασας κατηγορησε του πλησιον ἐκφυγειν οὑτω πειρωμενος την διαβολην . και
, μαθητου την φωνην αὐτωι χρησαντος Ἀρχαγορου του Θεοδοτου . κατηγορησε δ ' αὐτου Πυθοδωρος Πολυζηλου , εἱς των τετρακοσιων
9999971 Καλλικρατιδας
ἀλλα ἀπεθνησκεν ὑπερ της Σπαρτης : μερος ὁ Ὀθρυαδας , Καλλικρατιδας μερος : τοιγαρουν ἀφαιρουμενων σμικρων μερων , ἐσωζοντο αἱ
ὡρμισατο εἰς τον εὐριπον τον των Μυτιληναιων . ὁ δε Καλλικρατιδας ἐπιπλευσας αὐτῳ ἐξαιφνης δεκα μεν των νεων ἐλαβε ,
9999971 ἀφροσυνης
ἀν εἰη μειζον κακον [ ἠ ] θαλλουσης και εὐφορουσης ἀφροσυνης ; ἀλλα και „ το ποτηριον Φαραω „ ,
περι τον βιον τεχνην , δει θεωρητικον αὐτον εἰναι της ἀφροσυνης καθαπερ και τον τεχνιτην της ἀτεχνιας , δεδεικται δ
9999970 βραχυτερα
τροπων του ἡλιου πορευομενου ἡμερα ἡ προτερον της ὑστερον ἐστι βραχυτερα , ἐλασσων ἀρα ἡ ἡμερα , ἐν ᾑ ὁ
και δυνασταις , και Παρθυαιοις καιπερ οὐσιν ἐχθροις ἐς τα βραχυτερα : ἐπι δε το μειζον ἐργον οὐκ ἀνεμειναν ἐρχομενους
9999970 ἐκινειτο
ἀν εἰχε τα σωματα ὁπου ἠν οὐδε δι ' οὑ ἐκινειτο , καθαπερ φαινεται κινουμενα . παρα δε ταυτα οὐθεν
αὐτων . φλεγων ] θερμως κινουμενος . . ἐπνει ] ἐκινειτο . . Ἀρην ] καθα τον σιδηρον βλεποντων .
9999970 ἀπαγορευσαι
κοψας παραθειναι . και ὀψωνων μηθεν πριαμενος εἰσελθειν . και ἀπαγορευσαι τῃ γυναικι μητε ἁλας χρηννυειν μητε ἐλλυχνιον μητε κυμινον
σον οἰκον ἀπειπειν με , και τουτο ποιησω : τουτεστιν ἀπαγορευσαι ὑπο κηρυκων . ἀπηγορευον οἱον : ὁδε οὐ βουλεται
9999970 ἐκρεματο
, ὑπο μυρριναισι κἀνεμωναις κεχυμεναι . τα δε μηλ ' ἐκρεματο τα καλα των καλων ἰδειν ὑπερ κεφαλης , ἐξ
εἰναι του Προμηθεως του Τιτηνος το ἀντρον , ἐν ὁτεῳ ἐκρεματο ἐπι τῃ κλοπῃ του πυρος . Και ἐν Σιβαισιν
9999970 δεδομενῃ
εἰδει εἰδος , ἀπο δε της ἑτερας χωριον παραλληλογραμμον ἐν δεδομενῃ γωνιᾳ , ἐχῃ δε το εἰδος προς το παραλληλογραμμον
. Κοσμει Σπαρταν ἡν ἐλαχες : ὁτι δει στεργειν τῃ δεδομενῃ τυχῃ και ἀνεχεσθαι . Καδμεια νικη : ἡ ἐπι
9999970 Θετταλιας
. το ἐθνικον Μελιευς ὡς Ὑριευς . Μελιβοια , πολις Θετταλιας . Στραβων ἐνατῳ . το ἐθνικον Μελιβοευς , ὡς
των Λακεδαιμονιων συμμαχιαν : αὐτος δε μετα της δυναμεως δια Θετταλιας την πορειαν ποιησαμενος ἡκεν εἰς Διον της Μακεδονιας .
9999970 κατεσκαψεν
τον δ ' ἀλλον ὀχλον ἀπεδοτο , την δε πολιν κατεσκαψεν . Ἐπι δε της ἑβδομηκοστης ὀλυμπιαδος , ἡν ἐνικα
πολεις τας ὑπο Μουσικανῳ τεταγμενας ἐπελθων τας μεν ἐξανδραποδισας αὐτων κατεσκαψεν , εἰς ἁς δε φρουρας εἰσηγαγε και ἀκρας ἐξετειχισε
9999970 Πεισανδρου
ἐξοισων ἐπιγυον . ἠ δωρ ' αἰτων ἀρχην πολεμου μετα Πεισανδρου πορισειεν . ἠ βοιδαριων τις ἀπεκτεινε ζευγος χολικων ἐπιθυμων
Ἀρισταγορου ἀρετης εὐμαρες ἠν διαγνωναι συμβαλοντας , ὁτι του Λακωνικου Πεισανδρου ἀπογονος ἠν , του ποτε συν τῳ Ὀρεστῃ ἀποικιαν
9999969 μνημης
Ὀρθως μην ἐχει , διωρισμενων των τετταρων , ἑνος ἑκαστου μνημης ἑνεκα ἐφεξης αὐτα καταριθμησασθαι . Τι μην ; Πρωτον
. ὡς γαρ εἰδε το σταδιον , ἰλιγγιασας ἐξενηνεκτο της μνημης και ἐβοα μηδε τοτε πεπαυσθαι τον γοητα ἐμε :
9999969 γεγραμμενα
της γραφης λεγειν , μη κωλυειν τον νομον ἠ αὐτον γεγραμμενα λεγειν ἠ ἐκεινον ἀγραφα : τον γαρ νομον οὐκ
ἐστι καταγεγραμμενα : κενα μαλλον ἠ ὁτ ' ἠν οὐδεπω γεγραμμενα οὐδ ' ἐστιν εἰπειν περι μαγειρικης : ἐπει εἰπ
9999969 μεμαρτυρηκεν
ἀποφευγειν αὐτῳ προσηκει , ἀλλ ' ἀν αὐτος ὡς ἀληθη μεμαρτυρηκεν ἀποφηνῃ . Ἐφ ' ᾡ τοινυν , ὠ ἀνδρες
προσαποτισαι χρηματα . Διος μεν οὑτω περι των προειρημενων ἡμιν μεμαρτυρηκεν . . . οἱ μεν μεθεξιν λεγουσι και αἰτιον
9999969 σιδης
ἠ ἐπι των ῥοιων εἰρηται . * νεαλεις : νεαροι σιδης δ ' ὑσγινοεντας : και γαρ ῥητεον προς το
του βουτομου μελανα , τῳ δε μεγεθει παραπλησιον τῳ της σιδης . του δε φλεω την καλουμενην ἀνθηλην , ᾡ
9999969 ἀκριβεστεροι
Ἀθηνησιν , ἐν οἱς οἱ νομοι περιεχονται . οἱ δε ἀκριβεστεροι ἀξονας μεν τετραγωνους λιθους , κυρβεις δε τριγωνους :
. του δε κενου παραδειγμα μεν ἐν τοις ἀριθμοις οἱ ἀκριβεστεροι των λογων οὐκ ἀπολιμπανουσιν , ἐπει μηδ ' ἐν
9999969 κεινῳ
: “ Μεντορ , μηκετι ταυτα λεγωμεθα κηδομενοι περ : κεινῳ δ ' οὐκετι νοστος ἐτητυμος , ἀλλα οἱ ἠδη
ἀτειρεα μιτρην . Ἀλλοις δ ' ἱππηεσσι και ὁπποσοι ἠματι κεινῳ ἠλθον ἀεθλευσοντες Ἀχιλληος ποτι τυμβῳ δωρα πορεν παντεσσιν .
9999969 δικαστικη
κρισεως και ὁ ἀδικειν νομισθεις μη εἰσπραχθειη πλεον ἠπερ ἡ δικαστικη βουλεται ψηφος . εἰ γαρ μη ὑπηρχον οἱ ταυτα
ταις πολεσιν ἀκολασταινοντας και παρανομουντας ὀρθως κολαζει ; οὐχ ἡ δικαστικη ; Ναι . Ἠ ἀλλην οὐν τινα καλεις και
9999969 Στρατοκλης
σε φασιν , Ἀπολλωνιε , τουτι γαρ ἀπηγγειλεν ἐνταυθα και Στρατοκλης ὁ Φαριος ἐντετυχηκεναι σοι φασκων ἐκει , και την
γαρ και Ἁγνιας , ὠ ἀνδρες , και Εὐβουλιδης και Στρατοκλης και Στρατιος ὁ της Ἁγνιου μητρος ἀδελφος ἐξ ἀνεψιων
9999969 ἀμφισβητουσι
του , „ τους ἡγεμονας ἀνειλεν ὁ θεος φυλαττεσθαι και ἀμφισβητουσι προς ἑαυτους οἱ ῥητορες και οἱ στρατηγοι , ”
οἱ τον Εὐξεινον οἰκουντες το ἀγαλμα εἰναι παρα σφισιν , ἀμφισβητουσι δε και Λυδων οἱς ἐστιν Ἀρτεμιδος ἱερον Ἀναιιτιδος .
9999968 κατελειφθη
ὁς ἀφικομενος μετα πολλης στρατιας , περικαθεσθεις την πολιν , κατελειφθη ὑπο των οἰκειων , τῳ Μαξεντιῳ προςτεθεντων , και
και σεληνης και των ἀλλων ἀστρων καταλαμπεται . Τεταρτη δε κατελειφθη και κοινη παντων ἡ γη . ἡ μεν γαρ
9999968 ἀγανακτησας
ἀποδημιαν . Ὁ μεν ταυτα ἐλεγεν . ὁ δε Ἀλεξανδρος ἀγανακτησας ἐπι τῳ ἐλεγχῳ και μη φερων του ὀνειδους την
, ἐβλασφημουν τον νεανιαν ὡς ἀνανδρον : ὁ δ ' ἀγανακτησας και ἐπιλαθομενος του πατρος , συνεβαλε και ἐνικησεν :
9999968 γιγνωσκει
αὐτον ἑκαστον διεστη και περιεγραφη : δια τουτο και ἀλληλα γιγνωσκει και τον ὁλον : ὁλος δε και πας ἐν
ψογον τρεμουσα δημοτων ἐλειπετο . ξυνηχ ' : ὑποπτος οὐσα γιγνωσκει πολει . τοιαυτα : μισειται γαρ ἀνοσιος γυνη .
9999968 ἐσημειωσαντο
ἀριθμος : τεταρτον δε , ὁ και οἱ προσθεν παντες ἐσημειωσαντο , οἱ ἐν τοις ἐλαττοσιν ὁροις λογοι συγκρινομενοι προς
της ἐκλειψεως αὐτης θανατον ἀνθρωπων ἁπανταχου σημαινει . Καθολικως δε ἐσημειωσαντο Αἰγοκερωτι , Ὑδροχοῳ , Ἰχθυσι , Κριῳ ἐκλειψεως γενομενης
9999968 νοτιωτερα
ἐξ ἀρχης , ὁτι οὐ μεταθετεον την Ἰνδικην ἐπι τα νοτιωτερα , ὡσπερ Ἐρατοσθενης ἀξιοι , σαφες ἀν γενεσθαι τουτο
τον ἡλιον κινουμενη παραλλαττει τῳ πλατει , ἠ βορειοτερα ἠ νοτιωτερα γινομενη . ὁταν μεντοι το πλατος αὐτης κατα τον
9999968 δεδοικεν
οἰει με ἀνδρεια καλειν , ἁ δι ' ἀνοιαν οὐδεν δεδοικεν ; ἀλλ ' οἰμαι το ἀφοβον και το ἀνδρειον
και τους ὀνυχας σου ἐκτιλῃς . ταυτα γαρ ἡ κορη δεδοικεν . ” ὁ δε εὐθεως δια τον ἐρωτα ἑκατερα
9999968 ἐστρατευσεν
Πανηγυρικῳ . Κυρειον στρατευμα το μετα Κυρου συναναβεβηκος , ὁτε ἐστρατευσεν ἐπι τον ἀδελφον Ἀρταξερξην : οὑ μετειχε και Ξενοφων
, ἀλλα και ἐκ των πλησιον πολεων , ἀξιολογῳ δυναμει ἐστρατευσεν ἐπι τας Θηβας . ἀντιταχθεντων δε των Θηβαιων ἐγενετο
9999968 παραγραφικῳ
εἰληπται : Ἡ δ ' αὐ ἀγραφος διαιρειται προβολῃ , παραγραφικῳ , τῳ ἀπο του ῥητου , μεταληψει , συλλογισμῳ
οἱ ἀστυγειτονες ὡπλισμενοι , και ἐπαυσατο ἡ στασις . ΟΡΙκῳ παραγραφικῳ : και τις της ἐπιβουλης ἡ ἀποδειξις ; οὐτε
9999968 εὐγενες
] οὐ προσηκον εἰσερχῃ . . ἀγεννεις ] ἀνελευθερους . εὐγενες γαρ λεγομεν πολλακις το ἐλευθερον . . . .
τοις σχημασι σημειοις μονον των ᾀδομενων , τηρουντες ἀει το εὐγενες και ἀνδρωδες ἐπ ' αὐτων , ὁθεν και ὑπορχηματα
9999968 ἐσπεισατο
ὁσοι ἐνησαν διαφθειρει : και τον Ἱππιαν ὑστερον ἐσαγαγων ὡσπερ ἐσπεισατο , ἐπειδη ἐνδον ἠν , ξυλλαμβανει και κατατοξευει .
: και παλιν ἐπρεσβευσε Φρυνων περι εἰρηνης προς Φιλιππον : ἐσπεισατο τον παιδα ὡραιον ἐκει καταλιπων : ἐγραψατο αὐ -
9999968 ὑπεδεξαντο
πολεις τε και οἰκιας οὐ καλως οὐδ ' ἐν δικῃ ὑπεδεξαντο , ἀλλ ' ὡστε θανατους τε και σφαγας και
νοητων ἡ δε των αἰσθητων ἀυλως και γνωστικως ἐν αὐτοις ὑπεδεξαντο . ὡστε ἐσται αἰσθησις ψυχης δυναμις μερικη γνωστικη ,
9999968 ἀπομελι
, τοτε παλιν συμφερει μεταβαινειν ἐπι το ὑδαρες μελικρατον ἠ ἀπομελι παρεχειν αὐτο κατ ' ὀλιγον και μη ἀθροως :
και χωρις πυρετου το νευρωδες πεπονθοσιν . ὑδρομελι δε και ἀπομελι και μελιμηλον αὐτα μεν ἐφ ' ἑαυτων οὐκ ἐπιτηδεια
9999968 ἑπτακισχιλιων
ἀνῃρεθησαν δε των Ἰλλυριων ἐν ταυτῃ τῃ μαχῃ πλειους των ἑπτακισχιλιων . Ἡμεις δ ' ἐπει τα κατα την Μακεδονικην
μηδε μοιραν των τρισχιλιων , μηδε μερος των ἑξακισχιλιων ἠ ἑπτακισχιλιων . Εἰ δε συμβῃ πλεον του λεχθεντος μετρου εἰναι
9999968 δειλια
ἐξωθεν προσπιπτοντα και δια τουτο περι φοβους ἠν ἡ τε δειλια και ἡ ἀνδρεια , οὐχ οὑτω και ὁ ἀκολαστος
, δυο το ἑν γενοιτ ' ἀν : ἡ γαρ δειλια κακον και ἀγαθον , το μεν τῃ φυσει το
9999968 ἐμπειρια
Ἐμοιγε , εἰ μη τι συ ἀλλο λεγεις . Τινος ἐμπειρια ; Χαριτος τινος και ἡδονης ἀπεργασιας . Οὐκουν καλον
, καταπλαγεις το ἀξιωμα των ἀνδρων : μεγαλη γαρ τις ἐμπειρια περι τουτους εἰναι δοκει και παρατηρησις των ἀστρων ἀκριβεστατη
9999968 δικαιῳ
οὐκ ἐστιν , ἠ τῳ δικαιῳ προσκεισεται ἠ τῳ οὐ δικαιῳ , καθαπερ το ἐστι : διοπερ το μεν ποιησει
' ἀνθρωπων τῳ ἀδικῳ παρεσκευασθαι τον βιον ἀμεινον ἠ τῳ δικαιῳ . Ταυτ ' εἰποντος του Γλαυκωνος ἐγω μεν αὐ
9999968 θελουσα
διηγε και τον Δαφνιν ἐλανθανεν ἐπι πολυ , λυπειν οὐ θελουσα : ὡς δε ἐλιπαρει και ἐνεκειτο πυνθανομε - νος
Ἐν τῳ ποτ ' οἰκῳ προβατον εἰχε τις χηρη , θελουσα δ ' αὐτου τον ποκον λαβειν μειζω ἐκειρ '
9999968 εὐδαιμονια
μεν ἐστι τα θεια πραγματα , τελος δε ἡ θεωρητικη εὐδαιμονια : ἡ δε λογικη πραγματεια οὐτε ὑλην την αὐτην
εὐδαιμονει και ὁλως ἐφ ' ὁσον ἡ θεωρια και ἡ εὐδαιμονια διατεινει οὐ κατα συμβεβηκος ἀλλα κατ ' αὐτην δηπου
9999968 λεχθεισης
προ της Μασσαλιας αὐτης τα δε προ της ἀλλης της λεχθεισης ᾐονος . των δε λιμενων ὁ μεν κατα τον
αὐτης λογος , ὁ μεν ἰδιος του ἐθνους ἑνεκα της λεχθεισης ἀποικιας , ὁ δε κοινος κατα φυσεως ἀκολουθιαν και
9999968 ἀντιλαμβανομεθα
αὐτον . Ὁταν γουν εἰς τι σκευος ἐγχεωμεν τι , ἀντιλαμβανομεθα ἐξιοντος του ἐν αὐτῳ πνευματος , και μαλιστα ,
παντα μιξεις πολυπλοκωτατας ἐχοντα και κρασεις . αὐτικα των χρωματων ἀντιλαμβανομεθα πως ; ἀρ ' οὐ συν ἀερι και φωτι
9999968 προαιρετικα
ἐφ ' ἡμιν μεν προαι - ρεσις και παντα τα προαιρετικα ἐργα , οὐκ ἐφ ' ἡμιν δε το σωμα
ἐν ἑαυτοις πορωδεις τε και λιθωδεις συστασεις πηγνυσθαι τε τα προαιρετικα νευρα και τους συνδεσμους και τους τενοντας , ἐπιτηδειως
9999967 Μενανδρου
τοιαυτα πιπρασκουσιν ἐθελοις καλειν , εὑροις ἀν ἐν ταις Συναριστωσαις Μενανδρου το ὀνομα . εἰποις δ ' ἀν την πρασιν
ἀριστησαι , ἠριστησα συνηριστησα , ἀριστοποιουμενους , ἀριστωσαι και το Μενανδρου δραμα Συναριστωσαι , και ὁ παρα Ξενοφωντι ἀναριστος και
9999967 ξυμμαχων
και Λακεδαιμονιοι ξενηλασιας μη ποιωσι μητε ἡμων μητε των ἡμετερων ξυμμαχων , τας δε πολεις ὁτι αὐτονομους ἀφησομεν , εἰ
' ἀλλον μηδενα τειχος ἐχοντα , το δε πλεον των ξυμμαχων ἐξοτρυνοντων και φοβουμενων του τε ναυτικου αὐτων το πληθος
9999967 κατηντησε
του φοβουμενος . . [ ἀπεπτατο : Εἰς το αὐτο κατηντησε του γελοιου χαριν . ] [ ὡς ἀνδρειος εἰ
τον αὐτον δε τοπον και το πεζον στρατοπεδον των Πελοποννησιων κατηντησε και πλησιον του στολου κατεστρατοπεδευσε . Φορμιων δε τῃ
9999967 δακτυλιος
ψυχῃ : ὡν γαρ εἰσηγαγεν ἑκαστη των αἰσθησεων , ὡσπερ δακτυλιος τις ἠ σφραγις ἐναπεμαξατο τον οἰκειον χαρακτηρα : κηρῳ
τυχοι , Ἀχιλλεως και κηρια πολλα παρακειμενα , ὁ δε δακτυλιος σφραγιζετω τους κηρους παντας . ὑστερον δε τις εἰσελθων
9999967 διεχρησατο
Κρονου . Κρονος δε υἱον ἐχων Σαδιδον ἰδιῳ αὐτον σιδηρῳ διεχρησατο , δι ' ὑπονοιας αὐτον ἐσχηκως , και της
πολεμιοις ἐγενοντο . Τοτε τοινυν ποικιλως αὐτους προτερον αἰκισαμενος ἁπαντας διεχρησατο , τρεις τε μεδιμνους δακτυλιδιων εἰς ἀποδειξιν των ἀνῃρημενων
9999967 κλητικην
και συνῃρημενη κατα την τελευταιαν συλλαβην ἐχει την αἰτιατικην και κλητικην ὁμοφωνον αὐτῃ , . , . . . ,
κατα τας ἑξης πτωσεις , τουτου χαριν οὐτε κατα την κλητικην φυλαττει αὐτην ἀλλ ' ἀποβολῃ του ς ποιει την
9999967 τραχεια
τεσσαρεσκαιδεκατῃ ” Κιλικιας δε της ἐξω Ταυρου ἡ μεν λεγεται τραχεια ἡ δε πεδιας . το τοπικον Τραχεωτης . ἀρχη
, εἰπερ μεταδιδωσι μηδενι . [ , ] λεξις δε τραχεια ἡ τετραμμενη και ἐφ ' ἑαυτης σκληρα τετραμμενη μεν
9999967 προαιρετικη
τον ἡλιον και περι την σεληνην ἰδια τις ἐστι και προαιρετικη και κατα φυσιν ἡ κατα πλατος κινησις , καθ
οἰκειαϲ κοιλοτητοϲ ἐπι το ἀϲυνηθεϲ , ὑφ ' ἡϲ ἡ προαιρετικη παραποδιζεται κινηϲιϲ . διαφοραϲ δε τουτου λεγειν ἑτεραϲ οὐκ
9999967 ἀριστερῳ
κορυδαλου ἐξαιρουντες την καρδιαν περιαπτον ποιουσιν ἐν τῳ μηρῳ τῳ ἀριστερῳ περιθεντες αὐτο . Χοιρου λαβων ἐκ του τυφλου ἐντερου
δεξιῳ τριγωνῳ τῳ δια του θʹ , ἐν δε τῳ ἀριστερῳ τριγωνῳ τῳ δια εʹ , ἐν δε τῳ δεξιῳ
9999967 παρεσκευασατο
, ἐξεφερε δη και ἀλλας Μηδικας στολας , παμπολλας γαρ παρεσκευασατο , οὐδεν φειδομενος οὐτε πορφυριδων οὐτε ὀρφνινων οὐτε φοινικιδων
χρηματα παντα διαγνους κατακομιζειν ἐπι θαλασσαν , ἁμαξας και καμηλους παρεσκευασατο και μετα της δυναμεως ἐχων ταυτα προηγεν ἐπι της
9999967 ἐστρατοπεδευσαντο
. Χειρισοφος μεν οὐν και ὁσοι ἐδυνηθησαν του στρατευματος ἐνταυθα ἐστρατοπεδευσαντο , των δ ' ἀλλων στρατιωτων οἱ μη δυναμενοι
ἀπαγουσιν αὐτους ἀπο του λοφου και προελθοντες ἐς το ὁμαλον ἐστρατοπεδευσαντο ὡς ἰοντες ἐπι τους πολεμιους . Τῃ δ '
9999967 ἀγανακτησαι
συμποσιοις θορυβους και παροινιας . ἐπι σου δε μονου εἰκοτως ἀγανακτησαι μοι δοκω , ὁς τοσουτον χρονον ὑπ ' ἐμου
περι τυχης διεξηλθεν . ΑΛΛη ἀντιθεσις : ἀλλ ' εἰκος ἀγανακτησαι το δαιμονιον , εἰ τιμησομεν ὁν τιμασθαι τῃ συμφορᾳ
9999967 εἰωθεισαν
ταις ναυσιν ὀντες του λιμενος ἐστερημενοι , τροφης δε ἀπορουντες εἰωθεισαν καθ ' ἡμεραν ἐπι την χωραν ἐξιεναι και τας
ἐν οἰκῳ θυριδας μη ἐχοντι . και γαρ ἀντιπαθειᾳ τινι εἰωθεισαν ὡς ἐπιπαν οἱ ἀγριοι κροκοδειλοι νυκτος ἐπερχεσθαι τῳ δηχθεντι
9999967 λαμβανοιεν
δυο αἰτιαϲ , ἠ διψῃ πολλῃ πιεζομενοι , εἰ μη λαμβανοιεν ποτον , ἠ λαμβανοντεϲ ποτον ἀπο πολληϲ πληρωϲεωϲ ἠ
ἐτι του Εὐκτημονος , μισθωται δε αὐτοι γενομενοι τας προσοδους λαμβανοιεν . Και ἐπειδη πρωτον τα δικαστηρια ἐπληρωθη , ὁ
9999967 τριγενες
και Ταρπαιον ὀρος . και ἐθνικον Ταρπαιος ὡς Ῥωμαιος , τριγενες . Ταρρα , πολις Λυδιας . [ ἀφ '
: ψαμαθος κυαθος καλαθος και λαπαθος . το μεντοι ἀγαθος τριγενες . το δε ὁρμαθος και γυργαθος ὀξυνεται ἀπο μακρας
9999967 θαυμασμου
” , “ Ποσειδον ” και “ Ἀπολλον ” ἐπι θαυμασμου , ἐπιρρηματικως , ἐκπληκτικον , ἐπι θαυμασμου τουτο .
τα ὑπ ' αὐτων κελευομενα παντας βιουν , σπουδαζοντες μειζονος θαυμασμου και σεμνοτητος τυχειν , ἀνεπλασαν περι αὑτους ὑπερβαλλουσαν τινα
9999967 φανερωτατα
ἁρμονιαν και ἀναρμοστιαν εἰσδεχεσθαι και ποιοτητα ὑποκεισθαι ποιοτησιν . ἐτι φανερωτατα ὁ λογος ἐλεγχεται , εἰ τις πειραθειη ἀποδιδοναι τα
' ὑμιν γενεσθαι , τρια δε τα μεγιστα και τα φανερωτατα . πρωτον μεν , ὁτι ἐγκαλουντες ἡμιν ὡς ἡμαρτηκοσιν
9999967 διδασκουσα
χρησεται , ἡ παρθενος δε ἑπεται κοσμιως το θηλυ χορευειν διδασκουσα , ὡς εἰναι τον ὁρμον ἐκ σωφροσυνης και ἀνδρειας
λεγεται . λεγεται γαρ το ὀργανον και ἡ μεθοδος ἡ διδασκουσα ἡμας το πως δει ἀποτελειν και ἐργαζεσθαι τα ἐν
9999967 σανιδας
ἀνιενται οἱ κρατουντες καλοι και ἐπιπιπτει τοις τειχεσι τα ξυλα σανιδας ἐπ ' ὀλιγον ἐχοντα ἐγγυς του πυργου . Ἱνα
ἠδη καταφρονουντες ἐβιαζοντο την ἀναβασιν , ξυλα και μηχανηματα και σανιδας ἐπι τα διαστηματα διατιθεντες , ἀσθενων τα σωματα των
9999967 μισθοφοραν
, ἱναπερ αἱ πεντε σπειραι εἰσιν ἱδρυμεναι . και την μισθοφοραν τῃ στρατιᾳ ἐδωκα και τα ὁπλα εἰδον και το
τῃ παραβολῃ ἐχρησατο δεικνυς ὁτι νοσουσιν ἀνοιαν . οὐκουν συ μισθοφοραν λεγεις ; ] ἀνθυποφορα το σχημα : οἱον ἱν
9999967 ἀπεστειλαν
και τους ἀλλους βαρβαρους λῃστευοντες . Ἡρακλεωται δε και Σινωπεις ἀπεστειλαν αὐτοις πλοια , δι ' ὡν αὐτοι τε και
προφασεις , πρεσβευτας ἐξ ἑκαστης πολεως τους ἐπιφανεστατους εἰς Ῥωμην ἀπεστειλαν , οἱ κατασταντες ἐπι την βουλην ἐλεγον κατηγορεισθαι την
9999967 κρυσταλλου
κωλυοντων το διψος και ἰσχοντων , τουτο δε ὁταν τις κρυσταλλου πεπηγοτος την χειρα προτεινας ἀπονιψαμενος θερμοτερος αὐτος αὑτου και
ἠδη προηκων , οὐκ ἀν αὐτον θεασαιτο τις ὑπεκδυομενον του κρυσταλλου και ἐμπιπτοντα ἐς τον βοθρον , ἀλλ ' ἠ
9999967 πολυειδες
και ἐφ ' ὁσον το τε των ἐνεργειων και δυναμεων πολυειδες και διαφορον , και περι τουτων ἐντελως τι παρηκαν
και ἐστι το μετεχομενον μονοειδες μεν κατα την ὑπαρξιν , πολυειδες δε κατα μεθεξιν , ἀλλοτε ἀλλοιον δια την αὐτων
9999967 ὠνομασθησαν
' ἀπο του συνοικησαντος αὐτῳ Μεγαρεως του Ποσειδωνος οἱ Μεγαρεις ὠνομασθησαν . ἀριστευοντες ἐρετμοις : ναυτικοι γαρ εἰσι . μαρ
ἀνηλωκεναι κρομμυων και σκοροδων και τυρου ταλαντα μυρια πεντακοσια . ὠνομασθησαν δε πυραμιδες ἀπο των πυρων , οὑς ἐκει συναγαγων
9999967 μεγαλητορι
γαρ τοι ἐγωγε πολλ ' ἀπεμυθεομην : συ δε σῳ μεγαλητορι θυμῳ εἰξας ἀνδρα φεριστον , ὁν ἀθανατοι περ ἐτισαν
γαρ τοι ἐγωγε πολλ ' ἀπεμυθεομην : συ δε σῳ μεγαλητορι θυμῳ εἰξας ἀνδρα φεριστον , ὁν ἀθανατοι περ ἐτισαν
9999967 ἀπροσδοκητως
δε φερομενη μετριως ὠφελει και πραξεις και συστασεις και κερδη ἀπροσδοκητως ποιει . Ὁ Ἑρμης δε λαβων την ἐπικρατησιν του
παθων , . , . . . . Ἀνωϊστι : ἀπροσδοκητως : παρα το οἰω , ὁπερ ἐν διαιρεσει γινεται
9999967 ἀφανισθεν
πρωτως ἐξωθεν ἐφαπτεται του κυκλου της σκιας , και το ἀφανισθεν αὐτης μερος προς μεσημβριαν τε και ἀνατολας νευει ,
του οἰκειου καταστησαι παλιν τις δυναται σχηματος : τουτο δε ἀφανισθεν ἁπαξ οὐδαμως ἐτι σωθηναι δυνησεται : τις γαρ ἐτι
9999967 ἐμονομαχησεν
ἀλλα και ψευδομεθα μη ψευδομενοι , ὡς ὁταν εἰπωμεν Αἰας ἐμονομαχησεν Ἑκτορι : τουτο γαρ και ἀληθες και ψευδος δια
ὑπο ἑνος ὀνοματος ταυτα σημαινηται : ὁταν γαρ εἰπωμεν Αἰας ἐμονομαχησεν Ἑκτορι μη διορισαμενοι περι ποτερου των Αἰαντων ἀποφαινομεθα ,
9999967 ἐλευθερουν
ἁλωσις ὑπο Συρακοσιων . θʹ . Ὡς Ἀκραγαντινοι τους Σικελιωτας ἐλευθερουν ἐπεχειρησαν . ιʹ . Ὡς των Συρακοσιων εἰκοσι ναυς
Λεωτυχιδην συνεδρευσαντες μετα των ἡγεμονων και διακουσαντες των Σαμιων ἐκριναν ἐλευθερουν τας πολεις , και κατα ταχος ἐξεπλευσαν ἐκ Δηλου
9999967 Μακεδονικοις
και των γιγαντων μαχη ἐνταυθα μυθευεται γενεσθαι . Θεαγενης ἐν Μακεδονικοις . : Παρθενοπολις , Μακεδονιας πολις , ἀπο των
την Ὁμολην ἀποδοτεον αὐτοις : εἰρηται δ ' ἐν τοις Μακεδονικοις ὁτι ἐστι προς τῃ Ὀσσῃ κατα την ἀρχην της
9999967 κατεστρεψατο
, ἠρχε νομιμως των Αἰγυπτιων και μεγαλης ἐτυγχανεν ἀποδοχης . κατεστρεψατο δε και τας ἐν Κυπρῳ πολεις και πολλα των
των ἐθνων ἀκολουθως Κτησιᾳ τῳ Κνιδιῳ πειρασομεθα συντομως ἐπιδραμειν . κατεστρεψατο μεν γαρ της παραθαλαττιου και της συνεχους χωρας την
9999967 ἐνδοθεν
τε Παριν δαμασαντο Φιλοκτηταο βελεμνα ἠδ ' ὁποσοι δολοεντος ἐσηλυθον ἐνδοθεν ἱππου ἀνερες ὡς τε ποληα θεηγενεος Πριαμοιο περσαντες δαινυντο
καταποσει συνεργειν ἐδεικνυτο τα μεγιστα : κατα δε την ἀρτηριαν ἐνδοθεν μεν τους χονδρους ὑπαλειφει και αὐτην ἀνασπᾳ μετα του
9999967 κερατοειδης
τουτων φθασει τυφλωθηναι , ἡλος προσαγορευεται . ὑποπυος δε ὁ κερατοειδης ἐνιοτε γινεται , ποτε μεν δια βαθους , ποτε
ὁ ἐπιπεφυκως και ὁ ῥαγοειδης ἐχουσι φλεβας , ὁ δε κερατοειδης ἀφλεβος ἐστι δια την χρειαν αὐτου , και ὁτι
9999967 ἀμεινοσι
διαθεσεως ἐπι θερμοτητι πλειονι ἐφελκυσθειη ἀν τα περιττα προς τοις ἀμεινοσι χυμοις , ὁτε λειπεσθαι χωρις παρυφισταμενων τελειν τα ἐνουρουμενα
ἐπηγγελλες φιλων ἠν κηδομενου και ὡς ὁσων μνησθειης εὐθυς ἐν ἀμεινοσι και ὡς ὁ διδους παρῃει την του λαμβανοντος ἡδονην
9999967 σπλαγχνοις
' εἰς ἀκμην ἡκοι και τῳ προσωπῳ προσβαλοι και τοις σπλαγχνοις ἑδρασειεν , ἀνελπιστος . δει οὐν τουτους φλεβοτομειν μετ
συνεψεθηναι ἠ εἰς ζεμα χαμαιμηλων προσηνες και εὐκρατον ἐπιπλασθεν τοις σπλαγχνοις . οὑτω γαρ το ζεον πραϋνθησεται και τα διατεταμενα
9999967 εἰδες
ἐκπλαγεις οὐν ὁ Χαιρεας ἀνεκραγε “ που γαρ συ Καλλιροην εἰδες την ἐμην ; ” “ οὐκετι σην ” εἰπεν
τοπον , τον χρονον , ποτε , που , πως εἰδες : εἰ δε μετεχων , ἐνοχος εἱς ταις αὐταις
9999967 προμηθειᾳ
κατηνεχθη και τους παιδας αὐτῳ διδασκαλῳ κατελαβε , θειᾳ δε προμηθειᾳ ὁ Γελων περιῃει μονος , και το γε παραδοξον
ἠδη μελλων ἀνηνυτον και ἀτελη πονον διαθλειν ἐπικουφιζεται ἐλεῳ και προμηθειᾳ του παντων σωτηρος θεου , ὁς ἐχρησεν ἐκ των
9999966 ἀκριβης
Και ταυτα μεν του ἀμφημερινου τα γνωρισματα . Ὁ δε ἀκριβης τριταιος γινεται και παροξυνεται ἐπι πληθει και σηψει της
συνεκδεξασθαι δει τῳ και τριποδ ' ὠτωεντα το φερεσθαι : ἀκριβης γαρ ὁ ποιητης περι τα ἀκτα και φορητα .
9999966 Ἀναξαρχος
ἐπι τον οὐρανον ἀνθρωπους φερουσαν ὁδον Ἀθηναιους εἰδεναι μονους . Ἀναξαρχος δε ὁ εὐδαιμονικος φιλοσοφος , ὡς ἱστορει Σατυρος ,
[ και δογματος ] ὡσπερ ἡ Εὐδαιμονικη : ὁ γαρ Ἀναξαρχος τελος της κατ ' αὐτον ἀγωγης την εὐδαιμονιαν ἐλεγεν

Back