μουσα ] ἡ μετα γνωσεως οὐσα . και μουσα : μουσα ἡ γνωσις και ἡ ἐμμελης και εὐρυθμος φωνη ,
μετα τας συνθεσεις , σκια ἀσκιος , ὡρα ἀωρος , μουσα ἀμουσος , ἡμερα ἐφημερος , πειρα πολυπειρος . κατα
9999980 ἀπολιπουσα
και το περι ἀφθαρσιας ψυχης ὑπαινιττεται δογμα δια τουτου : ἀπολιπουσα μεν γαρ τον οὐρανιον τοπον , ὡς και μικρῳ
, ἀδελφη δε του Περσεα καταπολεμησαντος Αἰμιλιου μετηλλαξε τον βιον ἀπολιπουσα μεγαλην οὐσιαν , ἡς οὑτος ὑπηρξε κληρονομος . ἐν
9999980 καθηκουσα
ὁμορουσα Γερμανια , μεχρι δρυμου Ἑρκυνιου και των Ῥιπαιων ὀρων καθηκουσα , ἡ δ ' ἐπι θατερα τα προς μεσημβριαν
Ἀραξος . Ἡ δε της Ἠλειας μεση και Σικυωνιας , καθηκουσα μεν ἐπι την προς ἑω θαλασσαν , Ἀχαϊαν δε
9999980 ὑπολαβουσα
τουτο το μελος ὀν ἀλλα και περιττον βαρος προσηρτημενον . ὑπολαβουσα δε τις αὐτων εἰπεν : „ ὠ αὑτη ,
ὑφεσις των ἀκοντιων ὀξεια , και ἡ δεξια ὁπως αὐτα ὑπολαβουσα και ὑπερ της κεφαλης περιενεγκουσα ὁμου μεν ὡσπερ ἐν
9999978 ἐθελουσαν
ὑπερ μεγα τειχος ὀρουσας Ἀλκαθοῳ στονοεντα φερειν ἠμελλεν ὀλεθρον ἁρπαξας ἐθελουσαν ἐυφρονα Τριτογενειαν ἡ τ ' ἐρυμα πτολιος τε και
τους ἐρωντας το ἀναλγητον , ὁπου και Μελανιππῳ τοτε ἐθελοντι ἐθελουσαν ἀγεσθαι Κομαιθω οὐτε παρα των ἑαυτου γονεων οὐτε παρα
9999978 λαβουσαν
ἐκ της πολεως , και μιαν ἡμεραν παρα του Κρεοντος λαβουσαν εἰς την της φυγης παρασκευην , εἰς μεν τα
του ὀντος ἱστασθαι οὐκ ἐᾳ τα πραγματα , οὐδε τελος λαβουσαν την φοραν του φερεσθαι στηναι τε και παυσασθαι ,
9999977 φοινικος
: ἀθληταις δε ἀγαθος , τοις δε λοιποις ἀτοπος . φοινικος δε και ἐλαιας στεφανοι γαμους ἐλευθερων περιποιουσι γυναικων δια
πολλα δηλουσων ἡ λεξις . το μεν γαρ δενδρον “ φοινικος ἐην ἐρνος . ” δηλοι και το κυριον ὀνομα
9999977 ἰσχυουσι
αἰχμαλωτος γεγονα , κρεισσους ἑξω μοχθους , καθο αἱ δυναται ἰσχυουσι παν το ἐπιτασσομενον ποιησαι : ἐαν δε και εὐμορφος
. και γαρ ὑγιαινουσιν οἱ τα σωματα εὐ ἐχοντες και ἰσχυουσι : και πολλοι μεν δια τουτο ἐκ των πολεμικων
9999977 χωρουσης
φευγειν ὁρμησαντες εἰς το πεδιον ὑπο της Ῥωμαϊκης φαλαγγος ὁμοσε χωρουσης ἀπεθνησκον , οἱ δε πλειους αὐτων ὠθουμενοι τε ὑπ
πεπονθα παθος . αἰσθομενος γαρ τα περι ταυτης θρυλλουμενα μη χωρουσης μου της διανοιας ἐπιμελες μεν ἐθεμην ἐκκλιναι τους ταυτα
9999977 ἐμπιπτουσαν
διαιρεσιν και τεχνην ἑτερα διαιρεσις ὡς προς την ὑλην την ἐμπιπτουσαν : ἡ γαρ τεχνη διδασκαλος ὡς προς την ὑλην
σκαιον ῥιον ὠθει . και τῳ μεν κυλινδων την ἀνωθεν ἐμπιπτουσαν φοραν του ἀνεμου ἐμφαινει , τῳ δε ὠθει την
9999977 νευουσαν
: και θεσει δοθεντος κυκλου , ἐναρμοσαι εὐθειαν μεγεθει δεδομενην νευουσαν ἐπι δοθεν . τουτων δε ἐν μεν τῳ πρωτῳ
διωρυχων δυσεφοδωτατη γεγονεν . ἐτειχισε δε και την προς ἀνατολας νευουσαν πλευραν της Αἰγυπτου προς τας ἀπο της Συριας και
9999976 εὐεργεσιαν
των ἀλλων ἐμοι χαριν εἰδεναι και την ἐμην δια παντων εὐεργεσιαν ἐλθεινεἰ ταυτα λεγοντος ἠκουες , τι ἀν ἐποιησας ;
ἀπο του βασιλεως κινδυνων . ὁ δε Ψαμμητιχος την τε εὐεργεσιαν και το προς τους ἱκετας ὁσιον παρ ' οὐδεν
9999976 θεραπειην
ξυνεπειγωϲι , προϲ τουϲδε χρη την διαιταν και την ἀλλην θεραπειην ἁρμοζεϲθαι . τροφῃϲι τε ὠν τελεωϲ λεπτῃϲι , εὐπεπτοιϲι
ὡρης ἐπι των ὀξεων αἱματος ἀποσταξις ἐξαπινης ξυντονιην και πολλην θεραπειην κατα τας φλεβας δηλοι , και ἐς την ὑστεραιην
9999975 λαμβανουσης
. ἐν δε τοις ὑστερον χρονοις της πολεως πολλην ἐπιδοσιν λαμβανουσης δια τε τας ἀπο της θαλαττης ἐργασιας και δια
ἀκεραιοι διηγωνιζοντο . τελος δε της μεν ἐνδον δυναμεως ἀφαιρεσιν λαμβανουσης , των δε πολεμιων ἀει πλειονων εἰς την πολιν
9999975 Ἀρεθουσαν
το τεμενος ἐπικλυσαντος τοπους , ὀνθου τε πληθος ἀναβλυζειν την Ἀρεθουσαν ἐκ των κατα την πανηγυριν θυομενων βοων , και
της θαλασσης χαραδρα τῳ ποταμῳ γινεται : και ἐπι την Ἀρεθουσαν οὑτω τον Ἀλφειον νυμφοστολει . ὁταν οὐν ᾐ ἡ
9999975 μετεωρα
Ϛʹ ὀψει ἀκρωτηριον προτεινον προς ἑσπεραν : παρακειται δε βραχη μετεωρα : φυλασσου παραπλεων : ὀψει δε νησιον ταπει -
. ἐστι δε πολυληιος ἡ Ἀρκαδια και ὑλωδης οὐ τα μετεωρα μονον , ἀλλα και τα ἐν ποσι παντα .
9999975 βλεπουσαν
δ ' ἰατρου τους συμφωνηθεντας μισθους αὐτην ἀπαιτουντος ὡς καθαρως βλεπουσαν ἠδη και τους μαρτυρας παραγαγοντος : ” μαλλον μεν
ἱστου θοἰματιον καθελομενην ἡμιεργον ἀμφιεσασθαι , εἰς τε το κατοπτρον βλεπουσαν προς την παρ ' αὐτης ἐμφασιν εἰς αὐτο γιγνομενην
9999975 νοσουσαν
πυρι ἐθαλπετο . Ἐδοξε τις ἀδελφην ἐχων πλουσιαν ἁμα και νοσουσαν προ της οἰκιας της ἀδελφης συκην πεφυκεναι και ἀπ
κατακρουσον , και οὑτω προσχωσον . ἐν δε τῳ ἀνθειν νοσουσαν θεραπευ - σεις , τρυγιαν οἰνου παλαιου καταχεων των
9999975 φυλαττουσι
χαρακτηριζεται . ἀλλως τε δη τουτο το ἑν στοιχειον εἰδοπεποιημενον φυλαττουσι , λεγοντες αὐτο εἰναι ὑλικον αἰτιον . ὡστε συμβησεται
Καλως δε εἰρηται , ὁτι τα συνῃρημενα την των ἐντελων φυλαττουσι κλισιν , και οὐχι τα πεπονθοτα την των ἀπαθων
9999975 συλλογισμων
και τοποις . ὁτι μεν οὐν ὁτι μεν οὐν των συλλογισμων οἱ μεν κατα ἀληθειαν εἰσι συλλογισμοι , οἱος ὁ
ὡρισμενα δε ἐχοντων τα ἐμμεσα , γινονται δυο τροποι ὑποθετικων συλλογισμων , ἀμεσων μεν οἱον ὁ ἀριθμος ἠ περιττος ἐστιν
9999975 συλλογισμος
ἀποκριθεις το δοκει ἠ ταχα εὐδαιμων ἐστι , γινεται ὁ συλλογισμος ἐλεγχοειδης , ἠγουν ἐοικως τῳ ἐλεγχῳ : ᾑ μεν
ὁνπερ ἐπι του ὑπαρχειν , ἐσται τε και οὐκ ἐσται συλλογισμος ” . ἠ δει μεταλαμβανειν το ἐνδεχομενον καθολου ἀποφατικον
9999975 λαμβανουσα
. , . : γαστηρ : ἡ παντα τον βιον λαμβανουσα και μη πληρουμενη . οὑτω Φιλοξενος . . .
, και μη οὐσῃ : τῃ γαρ του πεπονθοτος εὐφροσυνῃ λαμβανουσα την συστασιν , οὐ τῃ αὑτης φυσει , ἱκανως
9999974 δουλευουσι
. εἰ δε ἡμιν τε και μεθ ' ἡμων αὐθις δουλευουσι τοις νομοις , πλειω λεγεις ἐκεινων δουλειαν , οὐχι
πρεσβεις ἀπηλασαν , Κλειταρχῳ δε ἐνεδωκαν ἑαυτους , και δη δουλευουσι γε μαστιγουμενοι . Βαρυτητος δε και το τοις σχετλιαστικοις
9999974 ἀναθημασι
και γνωριζουσι μεν οὐχι , θαυμαζουσι δε ὁστις ὠν ἀλλοτριοις ἀναθημασι παραμενοι . Και δη ὁ Λευκων ἐφη ὠ μειρακιον
, ἐνθα ἠν ἱρον Ἀπολλωνος πλουσιον , θησαυροισι τε και ἀναθημασι πολλοισι κατεσκευασμενον : ἠν δε και τοτε και νυν
9999974 ὑπηκουσαν
και οὐ πολεμιοις , και ὁτι οὐδε οἱ πατερες ὑμων ὑπηκουσαν μηδενι , μητε Ξερξῃ μητε Μαρδονιῳ μητε Δαρειῳ μητε
προς ἁρπαγην ὡρμησαν : των δε ἡγεμονων διωκειν κελευοντων οὐχ ὑπηκουσαν ὠφελειαν φανεραν οὐ καλον ἡγουμενοι προεσθαι . Μιθριδατης δε
9999974 πινουσα
ἐδοκεεν ἀποθανεισθαι παντως , ἡκιστα δ ' ἀν , ὑδωρ πινουσα ψυχρον , ἑως ἐμετος εἰχεν : ἐπει δε ἐψυχθη
κηπωρου γυνη , πυρετος εἰχεν αὐτην ξυνεχης : και φαρμακα πινουσα , οὐδεν ὠφελεετο : ἐν δε τῃ γαστρι κατωθεν
9999974 προσαγορευομενη
ἀπηλλακται δε του ξηραινειν και στυφειν . ἡ λυκαψος δε προσαγορευομενη ῥιζαν ἐχει στυπτικωτεραν ταυτης . της δ ' ὀνοχειλου
κατ ' ἀντικρυ νησος ἐστι πελαγια κατα τον ὠκεανον ἡ προσαγορευομενη Βασιλεια . εἰς ταυτην ὁ κλυδων ἐκβαλλει δαψιλες το
9999974 Ἑλλανων
εἰσιοντι εἰς τον ναον ἀριστερας χειρος : Αἱδ ' ὑπερ Ἑλλανων τε και ἀγχεμαχων πολιηταν ἑστασαν εὐχομεναι Κυπριδι δαιμονιᾳ .
. . Λακαινα μεν παρθενων ἀγελα Ὁμολα Ὁμολωϊα Βουλομαι παιδεσσιν Ἑλλανων . . . . * * * ἀν δε
9999974 βαλουσα
ὑποκριθητι μοι ἱνα δαμασω τον Αἰσωπον . και ἀναστασα , βαλουσα ὑδωρ εἰς την λεκανην προσφερε τῳ ξενῳ ὡς νιψουσα
ἐκεινου περιεργου φανεντος , πληγας ληψεται . ἡ μεν οὐν βαλουσα το ὑδωρ εἰς την λεκανην , ᾐει τους ποδας
9999974 πολυτελες
“ Ποιον γαρ ὀψον , ” ἐφη , “ μοι πολυτελες ἠ ποιος οἰνος τιμιωτερος της σης ὀψεως ; ”
ποιειν . Ὁ αὐτος το Σκρηβωνιας μνημα καλον ἐφη και πολυτελες εἰναι , ἀλλα ἐπινοσῳ τοπῳ οἰκοδομησθαι . Σχολαστικῳ λεπτον
9999974 φιλουσα
χοροισι την κυνητινδ ' , ὡσπερ εἰκος , τους καλους φιλουσα . ἡ δ ' ἀκινητινδα ἁμιλλαν του ἀκινητι μενειν
. . , : φιλομειδης : ἐπιθετον Ἀφροδιτης , ἡ φιλουσα τα μειδιαματα , ἐξ οὑ την ἱλαραν σημαινει .
9999974 διηκουσα
Σικελιας λεγει την Αἰτνην οἱονει ὀφθαλμον . εἰς ὑψος γαρ διηκουσα σκοπιαν της τε θαλασσης και πασης της Σικελιας ἐχει
τιγριδες . Παρα δε την ἀγνωστον γην χωρα Αἰθιοπων ἐπιπλειστον διηκουσα , ἡτις καλειται Ἀγισυμβα : ἐχει δε ἡ χωρα
9999974 τετρακοσιοις
ἀπο γης της Χαλδαϊκης , παροικησαντες οὐν ἐν Αἰγυπτῳ ἐτεσι τετρακοσιοις και τριακοντα , ἐν τῳ τον Μωσην μελλειν ἐξαγειν
Λυκιας ἠ τα μικρῳ νοτιωτερα και ἐτι τα Συρακουσιων νοτιωτερα τετρακοσιοις σταδιοις , ἐνταυθα ἡ μεγιστη ἡμερα ἐστιν ὡρων ἰσημερινων
9999974 Ἀνδρονικος
: οὐραγειν δε ἐτετακτο ὁ του καισαρος υἱος ὁ προεδρος Ἀνδρονικος , τας τε των ἑταιρων ταξεις ἐχων και τας
καισαρ και ὁ τουτου υἱος , ὁ των στρατευματων καταρχων Ἀνδρονικος , φροντισι μεγισταις ἐβαλλετο και τον Δουκα μετεπεμπετο Κωνσταντινον
9999974 συλλογισμους
ἀναγκαιων . Περι δε του ἐνδεχομενου . Μετα τους ὑπαρχοντας συλλογισμους και τους ἀναγκαιους και την μιξιν του ὑπαρχοντος και
προτασεις και δειξαντες , ποιους ποιουσι καθ ' ἑκαστον σχημα συλλογισμους , ἑξης λεγομεν περι των ἐκ μιξεως ἀναγκαιας τε
9999974 θαλλουσα
του ὀνοματος τουτο σημαινει : ἡ γαρ κατα τας ὡρας θαλλουσα και ἀναδιδομενη γονιμη της γης δυναμις . Βορεας δε
τ ' ὀρειθαλης : βοτανη ἡ ἀγρωστις ἐν τῳ ὀρει θαλλουσα . ἀναυρων : ἰστεον ὁτι ὑπερβολικως εἰπεν ὡς παντες
9999974 λειπουσα
ἡ ΓΔ ἐσται δεδομενη , και δια τουτο και ἡ λειπουσα εἰς το ἡμικυκλιον ἡ ΓΑ : ὡστε , ἐαν
ἐν οἱς οὐν δισυλλαβει , σαφες ὁτι ἁπλη ἐστι , λειπουσα ἐθιμως αὐτῳ τῃ ἡμων , ἡμων αὐτων ἀπωλομεθ '
9999973 δωδεκατημοριον
ῥητον τοιουτον τι δει νοειν οἱον ἐν τοις διαστηματικοις το δωδεκατημοριον του τονου και εἰ τι τοιουτον ἀλλο ἐν ταις
και ὁσα τουτοις παραπλησια δηλοι . Το δε Καρκινου πρωτον δωδεκατημοριον σημαινει περι ἀρχης ἠ ἀρχιερωσυνης ἠ ἱερουργιας , το
9999973 ἐπελθουσης
οὑτοι μεν δη φυλλασσομενοι τε ἀφανως και της κυριας ἡμερας ἐπελθουσης ἐς την δικην ἀνακαλουμενοι , Μερολας μεν τας φλεβας
ἐξαισιων και κατακλυσμων γενομενων , μιας ἡμερας και νυκτος χαλεπης ἐπελθουσης , το τε παρ ' ὑμιν μαχιμον παν ἁθροον
9999973 κατελαβοντο
ἐχοντας ὡς θεραπαινιδας δωρα τῃ κορῃ κομιζουσας . ἐπει δε κατελαβοντο την οἰκιαν , οἱ μεν τας μαχαιρας ἐσπασαντο ,
. Ὡς Ἀθηναιοι διαπλευσαντες εἰς τον μεγαν λιμενα των Συρακοσιων κατελαβοντο τους περι το Ὀλυμπιον τοπους . Ὡς Ἀθηναιοι τας
9999973 κυουσαν
δεησεως την πτηνην και μεταρσιον ἀρετην Σεπφωραν Μωυσης λαβων εὑρισκει κυουσαν ἐξ οὐδενος θνητου το παραπαν . ταυτα , ὠ
τῃ Ὀρχομενου μιγεις , ὠσεν αὐτην εἰς την γην ἠδη κυουσαν , δεδιως την της Ἡρας ζηλοτυπιαν . Ἐκεινης δε
9999973 ἐκελευσαν
. χορευουσαι τοινυν ποτε αἱ Νηρεϊδες ἐπεφανησαν τῳ Σισυφῳ και ἐκελευσαν εἰς τιμην του Μελικερτου ἀγειν τα Ἰσθμια . ἀλλως
ἐδησεν ἐν τοις ξυλοις . Ἀνακαλεσαντες δε τους στρατηγους ἀνειπειν ἐκελευσαν Ἀθηναιων τους μεν ἐν ἀστει οἰκουντας ἰεναι εἰς την
9999973 εὐπρεπους
και στρατιας κατηναγκασμενης , και στρατηγιας ἀκουσιου , και φυγης εὐπρεπους . Ταυτα τοινυν φημι τας περιστασεις διαφευγειν ἐκεινον τον
τοιαυτην . Τισιφονη μια των Ἐρινυων εἰς ἐπιθυμιαν ἐμπεσουσα παιδος εὐπρεπους , Κιθαιρωνος τοὐνομα , και μη στεγουσα την ἐπιτασιν
9999973 δοξουσι
προςφερειν ἐδεσματα ἠ ποτα : και γαρ εἰ προς ὀλιγον δοξουσι παρηγορεισθαι των ἐνοχλουντων πνευματων εἰς διαφορησιν ἐλθοντων , ἀλλ
' ἐκ τουτων , και σοι παντες οὑτοι μαρτυρες παρειναι δοξουσι τῳ ἀνδρι , μη διακονον μηδε των προς ἡδονην
9999973 φιλτατης
καλλει προηκειν της ἐμης εὐμορφιας και σης , Ἀθανα , φιλτατης ἐμοι θεων , εἰ μη κατασκαφεισαν ὀψομαι πολιν Πριαμου
ἐξαφειλετο , ὁς ς ' ὡδε μοι προὐπεμψεν , ἀντι φιλτατης μορφης σποδον τε και σκιαν ἀνωφελη . Οἰμοι μοι
9999973 συλλογισμοις
εἰπομεν τροπον . λογικη δε ἠ ἐν προτασεσιν ἠ ἐν συλλογισμοις . και ἐν μεν προτασεσιν , ὁταν την δοθεισαν
και Ἀλκιβιαδης καθηνται , ἀλλα τους ἐν τοις ὑποθετικοις καλουμενοις συλλογισμοις κατα το συνημμενον ἠ το διεζευγμενον λεγομενον παραλαμβανομενους ,
9999973 ἐφυσαν
οὐ πεντε καθ ' ἑκατερον , ἀλλα τετταρες ἠ ἑξ ἐφυσαν οἱ γομφιοι . καλουνται δ ' οὐχ οὑτως μονον
Δι ' , ἐφην ἐγω , ἁ τε οἱ θεοι ἐφυσαν σε δυνασθαι και ὁ νομος συνεπαινει , ταυτα πειρω
9999973 ἐδηλωσαμεν
δε μικται : ἠθικαι μεν και παθητικαι , ἁς ἠδη ἐδηλωσαμεν , μικται δε αἱ ἀπο ἀμφοιν , οἱον ἐαν
οὑτως ἀποφαινεσθαι . περι μεν οὐν τουτων ἐν τοις παραγγελμασιν ἐδηλωσαμεν : ἱνα δε μη δοξωμεν πολυλογειν , αὐτα τα
9999973 διδασκουσι
φυουσιν ἀλληλοις και κροκοδειλους ποιουσι και τα τοιαυτα ἀπορα ἐρωταν διδασκουσι τον νουν . Ἀλλα ἐμε ἀμαθη και ἀπαιδευτον εἰναι
ἐκδιδασκει . και αἱ Ἰδεαι δε το βιβλιον εὑρεσεις τινων διδασκουσι . τι οὐν ἐστιν εἰπειν ; ἠ ὁτι ἐν
9999973 κατεστησατο
πολιταις . εἰθ ' ἑξης λεγων περι της ὀλιγαρχιας ἡν κατεστησατο μετα των φιλων ἐπιφερει : και πολλας μεν γυναικας
ἀρχης οὐπω το των εἰρηνοδικων συστημα παρα Ῥωμαιοις ἠν . κατεστησατο δ ' αὐτο Νομας ὁτε Φιδηναταις ἐμελλε πολεμειν λῃστειας
9999972 Συρακουσαι
Ἀλεξανδρειας προς δυσεις ὡρᾳ α ∠ ʹιε : αἱ δε Συρακουσαι την μεγιστην ἡμεραν ἐχουσιν ὡρων ιδ ∠ ʹη ,
δε Κατανη πολις , ὑπερ δε ὀρος Αἰτνη . . Συρακουσαι : πολις Σικελιας μεγιστη , ὡς Ἑκαταιος Εὐρωπηι .
9999972 ἀδιαφορως
. . . . ἑτερον ] παρατηρησαι ὁτι οἱ Ἀττικοι ἀδιαφορως λεγουσι το ἑτερον οὐ μονον ἐπι δυο , ἀλλα
ἐλαττων ἀποφατικη γενηται : εἰ δε καταφατικον το συμπερασμα , ἀδιαφορως προστιθεται . εἰ δε ἀπο του πρωτου εἰς το
9999972 κολοσσος
Φαιδρῳ . Παρα το Κυψελιδων ἀναθημα σφυρηλατος ἐν Ὀλυμπιᾳ ἐσταθη κολοσσος , ἀλλ ' οὐ των Κυψελιδων . Κυψελου δε
δε συνταξις οὑτως ἐχει : κολοσσοβαμων δε σταθεις ἠγουν ἀνδριαντογλυφος κολοσσος γαρ ὁ ἀνδριας σταθεις δε που ; ἐν ταις
9999972 συγχωρουσι
προς την τυχην ἠ προς τους ἐρωτας , ὁτι μη συγχωρουσι θεσμον φιλιας διαμενειν βεβαιον , ἀλλ ' ἀλλοτε ἀλλους
δε και Ἐπικουρος ὁσοι το αὐτοματον εἰσαγουσιν , οὐδετερον τουτων συγχωρουσι , φυσει δε τινι ἀλογῳ διοικεισθαι . Ἀριστοτελης οὐτε
9999972 ἐκλειπτικας
ὡς ἐπιπαν μηνων σεληνιακων δυνατον ἐσται τας συζυγιας των φωτων ἐκλειπτικας γινεσθαι , χρησιμον ἀν γενοιτο τοις προαποδεδειγμενοις προσθειναι ,
ὑπερβαλλειν , ἐκει δυνατον ἐσται και τας ἀκρας συνοδους ἀμφοτερας ἐκλειπτικας γινεσθαι . . . και τα ἑξης . Ἐπει
9999972 Ὀλυμπικον
αὐθαιρετον συμφοραν ἀπεχθανομενοι τε Ἠλειοις και σπουδην ποιουμενοι τιθεναι τον Ὀλυμπικον ἀγωνα ἀντι Ἠλειων , οἱγε ὀλυμπιαδι μεν τῃ ὀγδοῃ
. . ωνα [ ] Ῥοδιον : ἀγωνα τε και Ὀλυμπικον . . . λοκρινωλε . . . . .
9999972 κλησεως
, οὐδεν κωλυει και τας λοιπας ἐγκλισεις μετατιθεσθαι της ἰδιας κλησεως , ἀναδεξαμενας την ἐκ των συνδεσμων δυναμιν . οὐ
, τον αὐτον και Βριαρεων καλων . περι δε της κλησεως του πελαγους . . . μεν ἐν τῳ τριτῳ
9999972 σπουδαζοντα
Και τους ἐπιτηδειους καιρους δεινως στοχαζομενα τουτοις ἀνυπερθετως κεχρηνται , σπουδαζοντα οὐ τοσουτον τους ἐχθρους χειρι καταγωνισασθαι , ὁσον ἀπαταις
ἡν ἐκεινας ἀνεστησαν ” . Ἀριστοτελης ὁ φιλοσοφος ἰδων νεον σπουδαζοντα περι τας θεας , „ ὁρα „ , εἰπεν
9999972 εὐφροσυναις
. θυμον ἀλδαινουσαν ] την ψυχην αὐξουσαν . . ἐν εὐφροσυναις ] ἁς ἐχω εἰς τους θεους τιμαις . .
μηδεν περι της αὑτου τελευτης εὐλαβηθεις , ἀλλα ταις ἀρχαιαις εὐφροσυναις νεας ἑτερας προσειληφως οὐ μονον δια μνημην των προτερον
9999972 Νικομαχος
Ἀριστοτελης . Ἀριστοτελης Νικομαχου και Φαιστιδος Σταγειριτης . ὁ δε Νικομαχος ἠν ἀπο Νικομαχου του Μαχαονος του Ἀσκληπιου , καθα
συκοφαντουντα αἰτιασασθαι ; ἐγω μεν γαρ ἐγνωκεναι ὑμας ἡγουμαι ὁτι Νικομαχος ὑπο των ἐχθρων πεισθεις των ἐμων τουτον τον ἀγωνα
9999972 ἀγανακτουντες
ἀνδραποδων και χρηματων ἀφθονους ἀγοντες ὠφελειας . Ῥωμαιοι δ ' ἀγανακτουντες ἐπι τῃ συμφορᾳ και τον ἑτερον των ὑπατων Ποστομιον
κατηγορουντες αὐτοι τα αἰσχιστα ἡδονης ἑνεκα ποιειτε και πασχετε , ἀγανακτουντες εἰ τις μη καλεσειεν ἐπι δειπνον : εἰ δε
9999972 ἠκολουθησαν
Πορκιος και Πεισων Καλπουρνιος και των ἀλλων συγγραφεων οἱ πλειους ἠκολουθησαν , γεγραφε : ὡς κελευσαντος Ἀμολιου τα βρεφη λαβοντες
Πεισων Καλπουρνιος και των ἀλ - λων συγγραφεων οἱ πλειους ἠκολουθησαν , τῃδε γραφει : Ὡς κελευσαντος Ἀμουλιου τα βρεφη
9999972 Μεδουσαν
: κατελιπε δε κορας τρεις , Σθενω , Εὐρυαλην , Μεδουσαν . αὑται γημασθαι μεν οὐδενι ἠβουληθησαν , διελομεναι δε
ἀλλως : ἠ γενος ἀντι του θυγατερα , την προειρημενην Μεδουσαν . λυγρον τ ' ἐρανον Πολυδεκτᾳ : ἐπει ἐν
9999972 ἀναποδεικτως
την διαφωνιαν ἐπικριθηναι ἀμηχανον ἰσως εἰναι δοξει . οὐτε γαρ ἀναποδεικτως προκρινοντες τινα των στασεων των προειρημενων πιστοι ἐσομεθα οὐτε
ὡς ἐπελογισαμεθα , ὀφειλει ἀποδεδειχθαι : παν γαρ ἀδηλον , ἀναποδεικτως λαμβανομενον , ἐστιν ἀπιστον . ἠτοι οὐν ὑπο γενικης
9999972 θεραπευσαι
ἐμβαλειν , και δουναι προσθεσθαι . Ἑτερον κυητηριον : γυναικα θεραπευσαι , ὡστε ξυλλαβειν ἐν γαστρι : οὐρον λαβων παλαιον
ἀπενεμε τῳ Ἐρασιστρατῳ , ὁτι τυχον εἰ μη θελεις αὐτον θεραπευσαι , φονευω σε . και φησιν ὁ Ἐρασιστρατος τι
9999972 ἑλουσα
πασαι Ἀθηνῃ χειρας ἀνεσχον : ἡ δ ' ἀρα πεπλον ἑλουσα Θεανω καλλιπαρῃος θηκεν Ἀθηναιης ἐπι γουνασιν ἠϋκομοιο , εὐχομενη
ὀλεθρον : ἀλλ ' ὑδρηναμενη , καθαρα χροϊ εἱμαθ ' ἑλουσα , [ εἰς ὑπερῳ ' ἀναβασα συν ἀμφιπολοισι γυναιξιν
9999972 φευγουσαν
ἐπλεο κιρρος , Τυνδαρεην ? μεθεπεις , ἀλλ ' οὐ φευγουσαν , ἀκοιτιν . ὀψεαι και μετα ? ? ταυτα
μη διαλειπειν αὐτην ὁτε μεν διωκουσαν τον ἡλιον ὁτε δε φευγουσαν , εἰτα ἐν τῳ ζῳδιακῳ μετερχομενην ζῳδια και ταχεως
9999972 αἰσθητου
ὑπεμνησαμεν . μη ὀντος οὐν ἐν τῃ φυσει των πραγματων αἰσθητου τινος ἀφ ' οὑ ἡ νοησις ἐσται του σωματος
την αἰσθησιν παθους , ἀφ ' οὑ δε καθαπερ του αἰσθητου , προς ὁ και ὁμοιοτητα τινα σῳζει . τουτο
9999972 ἐξαιρετους
μετα ἀδειας ὡν ἐκτησαμεθα πονων : δυνησομεθα δε αὐτους ἐλεγεν ἐξαιρετους παρα Ἀψυρτου λαβειν δωρεαν . Ταυτα εἰπων ῥᾳδιως ἐπειθεν
, εἰς ἁφην : ἑκαστῃ μεντοι προσενειμεν ὁ ποιων και ἐξαιρετους ὑλας και κριτηριον ἰδιον , ᾡ δικασει τα ὑποπιπτοντα
9999972 Συρακουσιοις
και λεγουσιν ἀλλο παραδειγμα : ἀναγομενων Ἀθηναιων ἀπο Κερκυρας ἀπαγγελλει Συρακουσιοις ὁ Ἑρμοκρατης την ἀφιξιν : ἰδου γαρ ἐνταυθα φασιν
ἐπιβαινοντες οὐδε τας κεφαλας ἐπι τοις ὠμοις φεροντες . Κορινθιοι Συρακουσιοις βοηθειαν πεμποντες , μαθοντες εἰκοσι ναυς Ἀττικας περι Ναυπακτον
9999972 νουσημα
ἐπιχωρια ἐστιν : χωρις δε , ἠν τι παγκοινον κατασχῃ νουσημα ἐκ μεταβολης των ὡρεων , και τουτεου μετεχουσιν .
: ὁκοταν δε αἱ ἡμεραι παρελθωσιν ἐν ᾑσι κρινεται το νουσημα , ὁ τε πονος ἐλασσων ἐχῃ , ἀναμαρτητον διαιτησθαι
9999972 διδουσα
ταυτα μεταθεντες τα κωλα . βαρυδοτειρα ] βαρεα και δυστυχη διδουσα . μογερα ] ἀθλια . ποτνια ] σεβασμια .
αὑτη ἡ ἀρχη των ἀλλων εἰδος και περας και μορφην διδουσα , και οὐκ ἐστιν ἐν τοις οὑτω κατα λογον
9999972 Αἰγυπτιους
οὐλοκρανοι ὡς Αἰθιοπες . οἱ δε βορειοτεροι τουτων κατ ' Αἰγυπτιους μαλιστα ἀν εἰεν τα σωματα . ἐθνεα δε Ἰνδικα
τἀνθρωπων κακα . ἀλλα καθ ' Ὁμηρον φαναι παντας ἀνθρωπους Αἰγυπτιους ἰατρους εἰναι . διεγνω δη ὁ Πλατων και τοις
9999972 μολουσα
σοφος . Ὠ δαϊα Τεκμησσα , δυσμορον γενος , ὁρα μολουσα τονδ ' ὁποι ' ἐπη θροει : ξυρει γαρ
ὡς ἐγω λογοις τοις νυν παρουσιν ἐκπεπληγμενη κυρω . Πευθου μολουσα τἀνδρος , ὡς ταχ ' ἀν σαφη λεξειεν ,
9999972 κρατησει
, ἐφ ' ᾡ , εἰ μεν αὐτος νικησει , κρατησει και της των Ἀθηναιων ἀρχης , εἰ δε ὁ
των θεων γνωμης ἐπανελεσθαι τον πολεμον ἐπηρωτησε την Πυθιαν εἰ κρατησει του βασιλεως των Περσων . ἡ δ ' ἐχρησεν
9999971 Λακεδαιμονιος
ἐποιησε πολιν . βοηθησαντες δε ἐς αὐτο Πασιτελιδας τε ὁ Λακεδαιμονιος ἀρχων και ἡ παρουσα φυλακη προσβαλοντων των Ἀθηναιων ἠμυνοντο
σε , σπευδων τοι ξενος γενεσθαι . . Χιλων Δαμαγητου Λακεδαιμονιος . οὑτος ἐποιησεν ἐλεγεια εἰς ἐπη διακοσια , και
9999971 ἐκλειψεως
των τοσουτων ὡρων παροδον , ὁσων ἐστιν ὁ πας της ἐκλειψεως χρονος , μηδεμιαν πανταπασιν αἰσθητην ποιειν την της ὑπεροχης
ὑποκεισθω και ἀπογειον του ἡλιου και του μεσου χρονου της ἐκλειψεως . και το μεν Δ το του ἡλιου κεντρον
9999971 ἀδελφος
ἐπαγγελιαν ἐπαγγελειν ἡνπερ ἐγω Τιμαρχῳ , και ἐπειδη Κρωβυλος ὁ ἀδελφος αὐτου ἐδημηγορει , και ὁλως ἀπετολμων ὑμιν οὑτοι περι
ὁ μεν Ἀρχιαδης οὐκ ἐγαμει , ὁ δε Μειδυλιδης ὁ ἀδελφος αὐτου , παππος δε τουτουι ἐγημε . και οὐδεπω
9999971 ἐγεννησαν
, ἐκβαλλοντες γαμετην ἑτερην εἰσαγονται , γεννησαντες ἐθαψαν , θαψαντες ἐγεννησαν , παλιν τρεφουσι , γηρας ηὐξαντο , ἐς αὐτο
. προς δε ταις εὐεργεσιαις και την ἐφ ' οἱς ἐγεννησαν ἀρχην ἐλαβον , οὐχ ὡσπερ ἐν ταις πολεσι κατα
9999971 ἀκμαζουσαν
ἀλλα δι ' ὡν μαλιστα τεκνοις εὐνοουσι γονεις και την ἀκμαζουσαν ἡλικιαν : ἀπιθανον γαρ παιδιον βραχυ τεθνηκος οὑτω πατερα
την ἀρχην , στρατοπεδον τε σωσας φιλιον και πολεμιων δυναμιν ἀκμαζουσαν καθελων πολιν τε αὐτων πορθησας και φρουραν αὐτης ὑπολιπων
9999971 ἀπεσταλησαν
ὠνησομενους : Ποπλιος δε Οὐαλεριος και Λευκιος Γεγανιος εἰς Σικελιαν ἀπεσταλησαν . . . . τυραννοι δε τοτε κατα πολεις
ὁ Νειλευς και οἱ λοιποι των Κοδρου παιδων ἐς ἀποικιαν ἀπεσταλησαν , ἀγαγοντες μεν και αὐτων Ἀθηναιων τον βουλομενον ,
9999971 ἑπτακαιδεκατον
. το δεκατον . . . τῳ τεταρτῳ . το ἑπτακαιδεκατον . . . το εἰκοστον ὁμοιον τῳ πεντεκαιδεκατῳ .
δε και των σμγʹ τα ιεʹ μειζον μεν μερος ἠ ἑπτακαιδεκατον , ἐλαττον δε ἠ ἑκκαιδεκατον , ὡστε συντεθεντων αὐτων
9999971 τελευτωσαν
ὁμως ἐτεσιν ἀντεσχε πολεμῳ τοσῳδε και λιμῳ , τοτε ἀρδην τελευτωσαν ἐς πανωλεθριαν ἐσχατην , λεγεται μεν δακρυσαι και φανερος
μηκος δ ' ἐκτεταμενα ὁσον τριακοσιων σταδιων και ποιουντα ῥαχιν τελευτωσαν πως ἐπι τα στενα . ἐν μεσῳ δ '
9999971 ἐμετοι
ἰσχυρας ἀνατροπας του στομαχου : ὡσπερ γαρ ἐν τοις εἰλεοις ἐμετοι μετα σφοδρας γιγνονται συντονιας , ὡς και κοπρον ἐμειν
δε δει συνεργασασθαι , ὡς ἀργοτεροι γε τοις κατακειμενοις οἱ ἐμετοι γινονται , ἀθρουν τε εἰσπνευσας ἐπικυπτετω , οὐ παριοντος
9999971 ὁποτερως
και τα Θησει συμβαντα και Δαιδαλωι . ταυτα μεν οὐν ὁποτερως ἐχει , χαλεπον εἰπειν . ἐστι δε και ἀλλος
. . ὁποτερα ] καθ ' ὁποτερον , ὁποιως , ὁποτερως , ὁπως . , πως εἰκῃ ; ὁποτεραν ]
9999971 παρακολουθημα
του ἀριθμου . Τις οὐν ἡ φυσις αὐτου ; Ἀρα παρακολουθημα και οἱον ἐπιθεωρουμενον ἑκαστῃ οὐσιᾳ , οἱον ἀνθρωπος και
Πλατων την τυχην ἀπεφαινετο αἰτιαν ἐν ἀπροαιρετοις κατα συμβεβηκος και παρακολουθημα και συμπτωμα και προαιρεσεως κατα την προς το τελος
9999971 δοξαζουσι
εἰδοτες διαφοραν ἀκολαστου και ἀκρατους συγκεχυμενως , ἠτοι ἀδιαφορως , δοξαζουσι τον ἀκολαστον ἀκρατη εἰναι και τον ἀκρατη ἀκολαστον .
Εἰ οὐν δικαιως , τα ἐργα και το παρα τοις δοξαζουσι βελτιον : εἰ δ ' οὐ δικαιως , ἐπι
9999971 ἐπεκρατησεν
προς τας μηχανας ὑπηντησεν . ὀφειληται ] χρεωστηται . οὐδετερον ἐπεκρατησεν . ἐχεις ἐπιτηδειοτητα εἰς το λεγειν . λεγειν μεν
ἐν δευτερῳ προσωπῳ διφθογγον ἐχει την μετα του ι , ἐπεκρατησεν ἡ οι διφθογγος ἐκθλιβεντος του υ . τυπτει :
9999971 τεκτονικην
καταπλασσε , ἠ λεπιδος χαλκου και χαλκανθου , ἠ κολλαν τεκτονικην μετα μιλτεως καταχριε . [ Προς τους ἐπι του
, ἡ νυν οὐχ εὑρισκεται : ὡσπερ δε ἀνατιθεαμεν την τεκτονικην και ὑφαντικην τῃ Ἀθηνᾳ , οὑτω και την ὁπλοποιητικην
9999971 μακαριοτητος
και την ἀνθρωπινην μικρολογιαν τῃ ἀγενητῳ και ἀφθαρτῳ και πληρει μακαριοτητος και εὐδαιμονιας φυσει παρα θεμιν και δικην προσνεμοντων .
ὁ τι δἀν ἐπιθυμῃ , και το δη τελος ἁπασης μακαριοτητος εἰναι το παντα ταυτα κεκτημενον ἀθανατον εἰναι γενομενον ὁ
9999971 ποταμια
. ἀλλα και ἡ ναρκη ἡ τε θαλασσια και ἡ ποταμια καθ ' ἑτερον τροπον οὐ ταις μικραις μονον ,
την Μαρεωτιν ἀναχεομενων . συλληβδην δ ' εἰπειν , ἡ ποταμια μονον ἐστιν Αἰγυπτος ἡ ἑκατερωθεν * ἐσχατη του Νειλου
9999971 ὀσσαν
ποσσιν . ἐνθεν ἀπορνυμεναι κεκαλυμμεναι ἠερι πολλῳ ἐννυχιαι στειχον περικαλλεα ὀσσαν ἱεισαι , ὑμνευσαι Δια τ ' αἰγιοχον και ποτνιαν
ψαυω . τα . Ἀπολλοδωρος μεν ἀπο του δεχεσθαι την ὀσσαν φησιν . οὑτως ἐν τῳ ς της καθολικης Προσῳδιας
9999971 καθηκουσης
ἀσκαριζω . ἀρωματοπωλαι δοκιμον . ἀωροθανατος : ὁ προ της καθηκουσης ὡρας ἀποθανων , ἀνηρ και γυνη . ἀστρατηγια :
ιϚʹ . Ἐντευθεν τα μερη Θρᾳκης της εἰς τον Ποντον καθηκουσης ἐκδεχεται , και ὁροι των Θρᾳκων . Τα δε
9999971 θαυμασιωτατον
: ὁ δ ' ἁπαντων ἐστι των του ἀνδρος ἐγκωμιων θαυμασιωτατον και οὐπω τετευχε λογου , τουτ ' οἰομαι δειν
ἐποτισεν αὐτον ἑως ἐπαυσατο πινων „ , προς φιλανθρωπιαν διδαγμα θαυμασιωτατον : ἐαν γαρ τις πλειονων μεν τυγχανῃ χρειος ὠν
9999971 ἐρωτικην
, πολιτευσαμενης Ἀφροδιτης τον γαμον , και ὡς δι ' ἐρωτικην ζηλοτυπιαν Χαιρεου πληξαντος αὐτην ἐδοξε τεθναναι , ταφεισαν δε
ὀντι ζῳδιοις ἠ και ἀμφοτερα ἀνδρας ὑποταγηναι ποιει δι ' ἐρωτικην τινα συμπαθειαν . κἀν δε ὁ Ἡλιος ᾐ παλιν
9999971 ὡροσκοπουντων
μετα Κρονου ἠ και Ἀρεως ἠ και τουτων των ἀστερων ὡροσκοπουντων και τοτε συντυχε τῳ δυσωπουντι σε : τοτε γαρ
ὑπο ἐξουσιας τινος και φρουρας . Ἀρεως δε και Κρονου ὡροσκοπουντων ἑαυτους παραδωσουσιν ἐξουσιαις τισιν . Ἀρης δε και Ἀφροδιτη
9999971 δασυνει
μωλωπας ταχιστα θεραπευσει . ἀποσμηχει και φακους , και ἀλωπεκιας δασυνει : τελευταια δε ἐσθιομενη πνευματος ἀποκαθαρσιν ποιειται . Μεγαλα
και παν ἑλκος εὐθεως εἰς οὐλην ἀγει . ἀλωπεκιας δε δασυνει μετα στεατος ἀρκειου ἠ δελφινιου ἠ ὑειου ἀλειφομενον .
9999971 παρελθουσης
„ Λυκηρον τον βασιλεα ἠδικησεν , ὠ βασιλευ , της παρελθουσης νυκτος οὑτος ὁ αἰλουρος : ἀλεκτρυονα γαρ αὐτου πεφονευκε
ἐθεασαμην . εἰδον . εὐφρονης παροιθεν ἐπι , και της παρελθουσης νυκτος , ἐπι της παρελθουσης νυκτος δυϊκως : ἐνομισθησαν
9999971 ἀγανακτησιν
και ἀντιθεσις κινηθησεται : ὡς δεος μη τῳ δαιμονιῳ κινησωμεν ἀγανακτησιν , τιμωντες ὁν τιμασθαι τῃ συμφορᾳ κεκωλυκεν : βαρυνομενος
μη τοις ὁμοιοις ἡμων της κακιας ὑπολισθαινοντες πλημμελημασι την θειαν ἀγανακτησιν ἐφ ' ἑαυτους ἐπισπωνται . οὐδε γαρ ἀλλου τινος
9999971 στενοτητα
Τιτανην ὁδος σταδιων μεν ἐστιν ἑξηκοντα και ζευγεσιν ἀβατος δια στενοτητα : σταδιους δε προελθουσιν ἐμοι δοκειν εἰκοσι και ἐν
Βοιωτιᾳ και Λοκριδι και τοις Μαλιευσι . δια δε την στενοτητα και το λεχθεν μηκος ὑπο των παλαιων Μακρις ὠνομασθη
9999971 Μεσοποταμιας
υἱοι μεθ ' ἡμων , μετα το ἐλθειν ἡμας ἐκ Μεσοποταμιας ἀπο Λαβαν . Και πληρωθεντων δεκαοκτω ἐτων , ἐν
ἐθνος Ἰβηρικον των ἐκτος Ἰβηρος ποταμου . Καρραι , πολις Μεσοποταμιας , ἀπο Καρρα ποταμου Συριας . το ἐθνικον Καρρηνος

Back