, το τελος ἐν τοις ξενοις . Εἰς δε το μεσεμβολημα γεννωμενος ὁ ταλας ἐκβολιμαιος πεφυκε και βρωμα τοις θηριοις
. . . . . . . ὁ δε το μεσεμβολημα αὐτου τε και του ἐφεξης ζῳδιου ὡροσκοπουν ἐχων ἐσται
9999962 Ἀρχιλοχος
και Ὁμηρος λεγων : τας πολεις αὐτων εὐ ναιεταωσας και Ἀρχιλοχος ἐν οἱς ἐπισκωπτων τινα φησι : νομος δε Κρητικος
ὁ Χειρων . . . . : Θρια Θρικη : Ἀρχιλοχος : και ὁτι ἀπο Θριων των Διος θυγατερων διωνομασθησαν
9999962 παρηγγελλεν
Ἑλληνες ἐπιδιωκοντες και παλιν ἀναχαζοντες σχολῃ πορευεσθαι : και θαμινα παρηγγελλεν ὁ Ξενοφων ὑπομενειν , ὁτε οἱ πολεμιοι ἰσχυρως ἐπικεοιντο
ἑκαστους την προσηκουσαν λαμβανειν : ἀλλα βασιλευς μεν τοις χιλιαρχοις παρηγγελλεν , ἐκεινοι δε τοις λοχαγοις : παρα δε τουτων
9999962 συλλογιστικως
μεν δη ἑνα τροπον φησι , δι ' οὑ ὁρισμον συλλογιστικως μεν , οὐκ ἀποδεικτικως δε εὑρεθηναι ἐνδεχεται , και
τ ' αὐτο συναγων τῳ ἀνδρειῳ , οὐ πανυ τι συλλογιστικως : ὡς δε ἀκολουθουντος τῳ τους ἐπιστημονας και ἐμπειρους
9999961 ἐθαυμαζον
ἐπιεζε και ἐκολαζε παντα τροπον . τινες μεν οὐν αὐτον ἐθαυμαζον ὡς σοφωτατον παντων , τισι δε μαινεσθαι ἐδοκει ,
των του σωτηρος ἐντολων ἐδεξαντο , τινες μεν ἐξ αὐτων ἐθαυμαζον με , ἀλλοι δε ὠργιζοντο και θυμουμενοι ἐλεγον :
9999961 τεταραγμενη
ἡ ᾠδη ; Πανταπασιν , ὠ Μενιππε , παγγελοιος και τεταραγμενη . Και μην , ὠ ἑταιρε , τοιουτοι παντες
πληθος συνδυο λαμβανομενα ἐν τῳ αὐτῳ λογῳ , ᾐ δε τεταραγμενη αὐτων ἡ ἀναλογια , και δι ' ἰσου ἐν
9999961 ἀνδρειῳ
μεν οὐκ ἐπηλθε κατα σεμνου τινος , φοβερος ἐσται τῳ ἀνδρειῳ , καθοσον δε λυπηρος ἐστιν , οὐδαμως . ὡστε
φιλος οὐδε ὁ δειλος τῳ θρασει : οὐτε μην τῳ ἀνδρειῳ , ἐπειδη ἡ κακια ἀοριστος ἐστι και ἀπειρος ,
9999960 στυπτηριαν
, και ἐχε χρυσον καλλιστον . ΞΑΝΘΩΣΙΣ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ . Λαβων στυπτηριαν ἑως στραφῃ ὡς οἰδας , και ἐπιβαλε ἀργυρῳ :
βραχεις , και ῥανθεις , μυιας ἀναιρει . ἐαν δε στυπτηριαν και ὀριγανον λειωσας χρισῃς , οὐ καθεδουνται . Εἰς
9999959 Ἀλεξανδρου
και βιαιως το δορυ ὠσαμενος διαρρηξας τε την τε ἀσπιδα Ἀλεξανδρου και την δεξιαν ἐπωμιδα διηλασε δια του θωρακος .
κατα τους ὑστερον χρονους Ἀγαθοκλεα τον Συρακοσιων βασιλεα μιμησαμενον την Ἀλεξανδρου στρατηγιαν ἀνελπιστον και μεγαλην νικην περιποιησασθαι : διαβαντα γαρ
9999959 ἐδεισαν
φοβον οὐχ ἡττω της Ἀννιβου τυραννιδος . Περι αὐτης γουν ἐδεισαν Ῥωμαιοι της πολεως . Πολλακις γουν συμμιξαντες και πολλακις
. οἱ δε Ἀθηναιοι της πολεως ταυτης ξυνοικιζομενης το πρωτον ἐδεισαν τε και ἐνομισαν ἐπι τῃ Εὐβοιᾳ μαλιστα καθιστασθαι ,
9999959 συλλογισμου
, τον τε προσεχη των πρωτων δυο , ὁτι περι συλλογισμου , και τον ἀπωτερω των ὑστερων δυο , ὁτι
ὑποθετικοι : τα γαρ ἀμφιβαλλομενα ἐν τοις ὑποθετικοις δια κατηγορικου συλλογισμου δεικνυουσιν , ἱνα μη ἐπ ' ἀπειρον προελθωσιν δι
9999959 ἀτεραμονα
των ὀσπριων ἠ και του παντος σιτου κυαμον και φακον ἀτεραμονα γινεσθαι ψευδος ὑποληπτεον ἀλλα μαλιστα διαπειρωμενοι τουτων δια την
δε και το χωριον ὁτε μεν τεραμονα φερειν ὁτε δε ἀτεραμονα της αὐτης ἐργασιας τυγχανον : και των συνεχων αὐλακος
9999959 κορυφαις
ὑπο του ἐκειθεν ἀναδιδομενου καπνου . λεγει δε ἐν ταις κορυφαις και τῳ πεδῳ δεδεσθαι αὐτον δια το ὑπ '
, πηδαλιον τε νεος , την ἀκροτατῃσι τεμουσα Πηλιου ἐν κορυφαις Παλλας θετ ' ἀν ' ἀστρασιν Ἀργω . οἱ
9999959 αἰσθητηριοις
αὐτους παθων ἱκανως ἐκτεθειμενων . Ὀσφρησεως δε κοινα τοις ἀλλοις αἰσθητηριοις παθη , ὁσα δια τε το μερος του ἐγκεφαλου
και μη παροντων των αἰσθητων μεχρι τινος μενει ἐν τοις αἰσθητηριοις το ἐγκαταλειμμα , και ἐκ τουτων δηλον . παραπλησιον
9999959 ἐχειρωσαντο
σφισιν ἀνταναχθεισας , και τριτην νεων πενταδα και ὡσαυτως τεταρτην ἐχειρωσαντο . ἀνεθεσαν οὐν ἐς Δελφους ταις ἁλουσαις ναυσιν ἀριθμον
ἀλλων ἐκβαλλωνται κρειττονων . οἱ τε Ῥωμαιοι πολυ ῥᾳον τουτους ἐχειρωσαντο ἠ τους Ἰβηρας : και γαρ ἠρξαντο προτερον και
9999959 δουλοσυνης
. Ἠθελες , ὠ Ζηνων , ἀνδρα τυραννον κτεινας ἐκλυσαι δουλοσυνης Ἐλεαν . ἀλλ ' ἐδαμης : δη γαρ σε
ἐπ ' ἡμεας μουνους ἐστρατηλατεε ὁ Περσης τεισασθαι της προσθε δουλοσυνης βουλομενος , χρην αὐτον παντων των ἀλλων ἀπεχομενον ἰεναι
9999958 ἀσφαλεια
κλεις ὑπερτατας , ὁτι εἰρηνης οὐσης προς ἀλληλους μεγιστη τις ἀσφαλεια γινεται πασι και των βουλων των ὑπερ αὑτων και
, οὐ χρησομεθα τοις ὀθονιοις πασιν : ἡ μεν γαρ ἀσφαλεια της των κατεαγοτων ἐπιδεσεως ἐκ της πιεσεως και του
9999958 ἐβουληθησαν
τιμωριαν ποθεινοτεραν αὐτων λαβοντες και κινδυνων ἁμα τονδε καλλιστον νομισαντες ἐβουληθησαν τους μεν τιμωρεισθαι των δ ' ἐφιεσθαι , ἐλπιδι
τ ' ᾐ παρασκευαζεσθαι . . Ἐνδοξοι και περιβλεπτοι τινες ἐβουληθησαν γενεσθαι , την ἐξ ἀνθρωπων ἀσφαλειαν οὑτω νομιζοντες περιποιησεσθαι
9999958 αἰσθητηριου
δοξειεν ἀν μεταβαλλων ἠ του σωματος μεταβαλλοντος , τουτεστι του αἰσθητηριου , δια τινα χυμον συρρευσαντα ἐκεισε ποτε μεν εἰναι
, οὐκ ὀψεται , οὐχ ὡς οὐκ ὀντος του ὀπτικου αἰσθητηριου , ἀλλ ' ὡς του μεταξυ μη ὀντος ,
9999958 ξηραντικωτερα
ἀναπλαττοντες . ἐστι δε και τα ξηρα φυλλα των χλωρων ξηραντικωτερα . ὁ δε χυλος οὐκ ἐκ των φυλλων μονον
και ξηροτριβειϲθωϲαν ἐν ἡλιῳ : και ἡ λοιπη δε διαιτα ξηραντικωτερα παραλαμβανεϲθω . ταριχουϲ οὐν ἐϲθιετωϲαν και ναπυ και ϲκορδα
9999958 ἀναλαβουσα
του ποδος το παθος καταμαθουσα οἰκτειρει τον νεοττον , και ἀναλαβουσα συν πολλῃ τῃ φειδοι κατειλει την πληγην , και
πραγμα πεπειραμενῳ . Οὑτω γαρ κατασκευαζεται ψυχης καθαρα διαθεσις , ἀναλαβουσα τα καλλιστα : και προς το παντων κυριωτατον νενευκυια
9999958 πολιῳ
ποιμνιων χρηστεον καλαμινθῃ και ἀσφοδελῳ , ἠ γλιχωνι , ἠ πολιῳ , ἠ κονυζῃ , ἠ ἀβρο - τονῳ :
ἀπεκριναμην αὐτοις . Ἀπελθων δε ἐς την πανηγυριν ἐπεστην τινι πολιῳ ἀνδρι και νη τον Δι ' ἀξιοπιστῳ το προσωπον
9999957 νενικηκοτες
. κεκομμενοι γαρ και τεταλαιπωρηκοτες ταχα δη την Καδμειαν νικην νενικηκοτες αἰσθησονται , προς ἡμας ἀκεραιους και καθαρους ἐαν ἀγωνιζωνται
ἐστι δειγμα οὐδε του φιλανθρωπως ἐχειν ὑμιν , Θηβαιοι δε νενικηκοτες ἡκουσι και παρακαλουσι μετεχειν ὑμας ὡν ηὐτυχηκασιν : οὑ
9999957 γιγνωσκομεν
μηδενος ὁλως ἀποτυγχανειν : ἀλλ ' ὡσπερ ἡμεις τα ζῳα γιγνωσκομεν ὁρωντες , ὁτι τουτο μεν ἐστι προβατον , εἰ
οὐ προσδιδασκουσιν , οὐκ ἐννοουντες ὁτι πολλοστον μερος ἐστιν ἁ γιγνωσκομεν ὡν ἀγνοουμεν : ἀλλως τε ὁτι και των ἐναντιων
9999956 Πλουταρχου
ἐπολιορκουν Κλειταρχον , [ ὁς προτερον ] μεν ἀντιστασιωτης ἠν Πλουταρχου και διεπολιτευετο [ ] [ ] προς αὐτον ,
περι Ἠλιν , ἡς Ἱ . μνημονευει . . , Πλουταρχου ἐκ του Περι του διαβαλλειν . Ἱ . λεγει
9999956 ποτηρια
ἐπι τεινας εὐρειης στιβαδος , παρεθηκ ' αὐτοισι θαλειαν δαιτα ποτηρια τε , στεφανους δ ' ἐπι κρασιν ἐθηκεν .
σατυρικων ζῳων , ἀληθινον ἐχοντων ἱματισμον , οἱς παρεκειτο και ποτηρια χρυσα . Κατα μεσον δε των ἀντρων νυμφαι ἐλειφθησαν
9999956 συνεβουλευσεν
ἡ εἰρηνη ποιει . οὐ μονος δε περι της εἰρηνης συνεβουλευσεν , ἀλλα και ἀλλοι πολλοι ποιηται . οὐδεν γαρ
Πολυνεικους εἰς το Ἀργος προς τον ἐκεισε βασιλευοντα Ἀδραστον και συνεβουλευσεν αὐτῳ στρατευσαι κατα Θηβαιων . Ἐριννυος κλητηρα ] τον
9999956 ἀποδειξεσι
δευτερα Περι του ἐγκρινειν τους ἀρχαιους την διαλεκτικην συν ταις ἀποδειξεσι προς Ζηνωνα βʹ , Περι της διαλεκτικης προς Ἀριστοκρεοντα
δευτερολογιαν : ὁ μεν γαρ ἐπιλογος ἐστι λογος ἐπι ταις ἀποδειξεσι ταις εἰρημεναις ἐπιλεγομενος : ἐν δε ταις δευτερολογιαις εὑρισκεται
9999956 ἰϲχυροτερα
κἀν ἀναβιβρωϲκηται . εἰ δε ποτε τηϲ του καμνοντοϲ δυναμεωϲ ἰϲχυροτερα φαινοιτο , μιγνυναι χρη τοιϲ φυλλοιϲ αὐτηϲ λειωθειϲιν ἠ
και ἀϲιτιαιϲ . και τα μελαντερα των ἀλογων ὡϲ ἐπιπαν ἰϲχυροτερα , ὡϲπερ τα κρεα αὐτων δηλοι ἡδυτερα ὀντα ,
9999956 φαυλοτατα
ὑπηρεσια ἀπο του ὁλου , ἀπο των ἀριστων ἐπι τα φαυλοτατα . Ἀλλ ' ὁρω το προχειρον δη τουτο .
ἐβουλοντο οἱ παριοντες και χειροτονειν ὑμεις , ἐξ ὡν ὡς φαυλοτατα τα πραγματα ἠμελλεν ἑξειν , οὐκ ἀν ἡγουμαι δυνασθαι
9999956 νησου
παρεγενετο τυγχανουσα ἐγκυος , εὐθεως ἐν τῃ γῃ της εἰρημενης νησου δυο καλλιστα φυτα ἀνεβλαστησαν , φοινιξ και δαφνη ,
νησου : πλεοναζει ἡ αι συλλαβη : ἐστι γαρ Αἰης νησου , Αἰα δε μητροπολις Κολχων . νησου δε μεμνηται
9999956 νησιωτης
κτισαντος . ἐκαλειτο δε και Ὀφιουσα και Δρυοπις . ὁ νησιωτης Κυθνιος . και Κυθνιος τυρος και Κυδιας ὁ ζωγραφος
τον Μενελαου φησι . και δη ἁπαντα ἐσκοπιαζον ὁσα ὁ νησιωτης ἐκεινος νεανισκος . ὁρω δε οὐχ Ἑλενην , μα
9999956 παραλαμβανεσθω
ἐνδειξιν [ ἐλαβεν ] , ὡστε το μεν πρωτον λουτρον παραλαμβανεσθω δια την διαθεσιν , το δε δευτερον δια την
ἡ δε διαιτα ἐστω λεπτη και ξηραινουσα . και χρησις παραλαμβανεσθω αὐτοφυων ὑδατων στυπτηριωδων και νιτρωδων μαλλον , εἰτα θειωδων
9999956 ἐγευσαντο
ἐκαθεζοντο περι την βασιλιδα και οὐτε πυρ ἀνηψαν οὐτε τροφης ἐγευσαντο : πεπεισμεναι γαρ ἠσαν ἑαλωκεναι μεν βασιλεα και ἀπολωλεναι
ὁμου προθειναι τοις θηριοις : και τους μεν αὐτικα ὡς ἐγευσαντο διεφθειρεν ὁ φλοιος , το ξυλον δε ἐκεινο ἐκειτο
9999956 χαλκου
ναδιον τε και σαλπιγξ , και κορνικες : ἀνευ δε χαλκου , μονοκαλαμον , δικαλαμον , πολυκαλαμον , και ῥαξ
μελι κεδρινον , ὀλιγον : τα δε ξηρα , ἀνθος χαλκου , σμυρνα , σιδιον αὐον . Ἑτερον : ἀνθος
9999956 σκευαζομενα
ὀξους και χλιαρον ἐπιχεομενον και τα δια γλαυκιου και κροκου σκευαζομενα παντα τον αὐτον τροπον και αὐτα προς μετριας φλεγμονας
παρωτιδας δυναμενων , οἱα ἐστι τα δια ζυμης και ἰξου σκευαζομενα βοηθηματα , οὑτοι φανερως αἰτιοι του πνιγηναι τους καμνοντας
9999956 χαλεπου
δ ' ἀντελλουσα παλιν τουτοις Κυθερεια προς δυσιν ἐρχομενοιο Κρονου χαλεπου μαλ ' ἐοντος , μαχλοις πρεσβυτεραις ἠ και δουλῃσι
Ἰταλους παλιν οὐδαμου ἐλλειποντι το μη οὐχ ὁμοιῳ φαινεσθαι . χαλεπου γαρ του γνωναι ἑαυτον δοκουντος χαλεπωτερον ἐγωγε ἡγουμαι το
9999955 ἀφεισαν
ὑπαρχει τοις οὐσι , και οὑτοι παραπλησιως τοις ἀλλοις ῥαιθυμως ἀφεισαν . . . . . . , λεγει μεν
ὠ ἀνδρες δικασται , και δικας ἐλαχον της ἐπιτροπης και ἀφεισαν ταυτας και τα συγχωρηθεντα χρηματ ' ἐχουσιν , ἀκουετε
9999955 σκοπουσι
ἀν γενοιτο τροφη και ταις τικτουσαις και τοις τικτομενοις , σκοπουσι . τεμνομενου τοινυν εἰς τοσαυτας τομας του σιτου τῳ
; πρωτον μεν ἐπειδη τα ὀνοματα των πραγματων οἱ πολλοι σκοπουσι και ἀπο τουτων ἠ προσιενται τινα των βλαβερων ἠ
9999955 αὐτοϲ
ὡϲτε το ἐν βαθει τηϲ κλειδοϲ ὀϲτουν ἀνακλαϲθηναι , παλιν αὐτοϲ τοιϲ δακτυλοιϲ διαπλαττε το καταγμα . εἰ δε μεροϲ
παραχρημα : ϲυκηϲ ὀποϲ εἰϲ το πληγμα ἐνϲαχθειϲ , ἠ αὐτοϲ ὁ πληξαϲ ϲκορπιοϲ ἐπιτεθειϲ κατα ἀντιπαθειαν τινα ἀκρωϲ βοηθει
9999955 ὡροσκοπος
Ἰχθυσι , Κρονος Σκορπιῳ , Ζευς Ἀρης Ἀφροδιτη Κριῳ , ὡροσκοπος Διδυμοις . ἡ ἀναφορα κλιματος του δευτερου κηʹ :
και τον Λεοντα , Τοξοτην και Καρκινον , εἰ τυχῃ ὡροσκοπος τις ἀπο τουτων των ζῳδιων , και ἡ Σεληνη
9999955 ἀναπληρουν
ἀνδριζομενους , ἀπειλειν τοις ἀποδειλιωσι , παρακαλειν τους μελλοντας , ἀναπληρουν το ἐλλειπον , ἀντιμεταγειν εἰ δεοι λοχον , ἐπαμυνειν
τον μελλοντα βιωσεσθαι καθ ' ἡδονην τας ἐγγιγνομενας ὀρεξεις ἁπασας ἀναπληρουν . ἠ τι φης ; Κἀμοι δοκει . Οὐκουν
9999955 πλεονες
ἐς την θαλασσαν και διεφθειροντο , πολλῳ δ ' ἐτι πλεονες κατεπατεοντο ζωοι ὑπ ' ἀλληλων : ἠν δε λογος
και πανδημον μονος ἐπιβας της Ἰταλιας ὁ ἀνθρωπος ἐποιησατο , πλεονες ἠ δισχιλιοι τοις λογοις ἐνεσχεθησαν , αἱρεθεντες αὐτοι κατα
9999955 χερα
μηδ ' ἀπαγγειληι θεου χορους κρυφαιους . αἱ δε μυριαν χερα προσεθεσαν ἐλατηι κἀξανεσπασαν χθονος . ὑψου δε θασσων ὑψοθεν
' ἐμελλεν εἰς ἁλα , ταυτ ' ἐμβαλων πορπακι γενναιαν χερα αὐτος κομιζει δορυ τε δεξιαι λαβων , ὡς τωι
9999955 ἐθαυμασας
ποδαπα εἰσι ταυτα τα θηρια ἠγουν οἱ μαθηται ; ” ἐθαυμασας ] ἐξεθαμβηθης , ἐξεπλαγης . ἐοικεν ἀντι του φαινεται
ἡγειτο και εἰπεν μοι Ἑνωχ , τι ἐρωτᾳς και τι ἐθαυμασας ἐν τῃ ὀσμῃ του δενδρου , και δια τι
9999955 κατεστρατοπεδευσεν
δε ὡς ἀφικετο προς την πολιν , τῃ μεν πρωτῃ κατεστρατοπεδευσεν ᾑ μαλιστα ἐπιμαχον αὐτῳ ἐφαινετο το τειχος , και
τοις Λακεδαιμονιοις , τοτε μεν ἀναχωρησας μικρον ἀπο της πολεως κατεστρατοπεδευσεν : παραγγειλας δε δειπνοποιεισθαι , καταλιπων των ἱππεων τινας
9999955 ἀντεγκλημα
προσωπων ” πεποιηκε συνεσταναι το ζητημα : και την στασιν ἀντεγκλημα : το γαρ εὐδοκιμον του προσωπου δυναται τοις τα
τῃ ἐναλλαγῃ των λεγοντων , ὡς εἰρηται : το δε ἀντεγκλημα το κεφαλαιον πλατυνεται ὑπο του φευγοντος κοινῳ τοπῳ και
9999955 παρεσκευαζοντο
κειμενην χωραν , αὐτοι δε δογμα γραψαντες ἀκολουθον τοις προειρημενοις παρεσκευαζοντο τα προς την στρατειαν . Περδικκας δε τους τε
του πολεμου παραδοξος ἁπασι γενομενη και ὁ χρονος ἐν ᾡ παρεσκευαζοντο πολυς ἐφελκυσθεις διεχεεν αὐτων τα βουλευματα . των γαρ
9999955 σμικροτης
οὐ μονον ὀξυτης και βαρυτης , ἀλλα και μεγεθος και σμικροτης και λειοτης και τραχυτης φωνης , εὑροι δ '
ἐν τῃ διαστολῃ του σφυγμου ; ὀκτω , μεγεθος , σμικροτης , σφοδροτης , ἀμυδροτης , ταχυτης , βραδυτης ,
9999955 σπουδασας
] οὐδαμως . . οὐκουν ] λοιπον . ἀνυσας ] σπουδασας . , τελειωσας . . τι ] περισσον .
ἐς εὐνην βαρβαρων και , ὡς ἀν εἰποις συν παιδιᾳ σπουδασας , βιον Μηδικον τε και Περσικον . ἐστι δε
9999955 Κασσανδρου
και το συμμαχικον τουτο ἐγενετο Ἀθηναιοις αἰτιον μαλιστα διαφυγειν τον Κασσανδρου πολεμον . Ὀλυμπιοδωρῳ δε τουτο μεν ἐν Ἀθηναις εἰσιν
ἀνδρας Μακεδονας , και δια ταυτα οὐκ ἀναξια ὑστερον ὑπο Κασσανδρου παθειν νομισθεισης , Αἰακιδην [ οὐν ] κατ '
9999955 ὑποδημα
διαλεκτῳ νεοποικιλτον ἐπαγγειλαι ὑμνον . πεδιλον δε κυριως μεν το ὑποδημα , νυν δε το μελος . το δε Δωριῳ
τετραγωνον οἱ τεσσαρες ὁροι : ὁ οἰκοδομος ὁ σκυτοτομος το ὑποδημα ἡ οἰκια : ὁ οἰκοδομος μεν , ἐφ '
9999955 κομισθεντα
δενδρα ταυτα τα ἀγλαοκαρπα , ὁτι σοι μη ἐθελοι δευρο κομισθεντα βριθομενων των κλαδων ἐναρμοσθεντα τῃ γῃ ταὐτον ποιειν .
λαβειν . τα μεν οὐν εἰς Ἰταλιαν ὑπ ' Αἰνειου κομισθεντα ἱερα τοις εἰρημενοις ἀνδρασι πειθομενος γραφω των τε μεγαλων
9999955 ἱκοντο
και οὐκ ἐθελοντε πιθοντο . Ἐς δ ' ἀρα νηας ἱκοντο συν Ἀργειοισι και ἀλλοις μαντιν ἀγασσαμενοι τον ἀρ '
Φορκυν , ἀμφω ἀδελφειους , οἱ τ ' ἐκ Σαλαμινος ἱκοντο Αἰαντος νηεσσι και οὐκετι νοστον ἑλοντο . Τοισι δ
9999955 παραλληλογραμμῳ
. ἐστι δε και το μεν ΓΖ παραλληλογραμμον τῳ ΒΜ παραλληλογραμμῳ ἰσον , το δε ΓΗ τῳ ΒΝ : ἀπεναντιον
ἐστι [ και ὁμοιον ] το ΚΛ παραλληλογραμμον τῳ ΓΝ παραλληλογραμμῳ . δια τα αὐτα δη και το μεν ΚΜ
9999955 σπουδασαι
μαθων αὐτο ἀποθανω . λογος ἐχει Ἀτλαντι φοιτησαντα τον Ἡρακλεα σπουδασαι τα οὐρανια . ταυτα τοι και συγγεγραφθαι διαδεξασθαι τον
τον Λαμψακηνον , γνωριμον ὀντα αὐτου , ὁν και πρωτον σπουδασαι του ποιητου περι την φυσικην πραγματειαν . πρωτος δε
9999955 ἐσωσαν
φυγοντας ἐκ της τροπης ὑποδεξαμενοι τραυματιας και ἀνοπλους ἁπαντας ὀντας ἐσωσαν , οὐκ ἀγνοουντες , ὁτι κοινον ἐπηγον ἁπασι τοις
θεοις εἰδεναι χαριν ὁτι κἀν τον ἑτερον ὑμιν των βασιλεων ἐσωσαν , παυσασθαι δε ἠδη τας ψυχας και τας γνωμας
9999955 ᾐσχυνοντο
εὐκαταφρονητον ὑπηρχε τοις φοιτηταις , ἀλλα τον νεον ὡς πρεσβυτην ᾐσχυνοντο την ἐπιστημην αἰδουμενοι . Περικλεους μεν οὐν το μεγα
συγγενων , ὡς , ὁτε μεν προὐκειτο , ὠκνουν και ᾐσχυνοντο λογους περι αὐτου ποιεισθαι , ἐξενεχθεντος δε ἠ περι
9999955 ἀμφισβητησεως
ἡς ὁ φιλοσοφος γεγραφεν , ἐν ᾑ το κυριωτατον της ἀμφισβητησεως κεφαλαιον ἠν ἐκ του προς ἀλληλα τοπου ; ἡ
και ταδε ἐτι λεγουσιν , ὡς γενομενης προς Ἀρκαδας Ἠλειοις ἀμφισβητησεως περι γης ὁρων εἰπεν οὑτος ὁ Πυτταλος την δικην
9999954 προσδιορισμῳ
* * * συναληθευειν , ἐαν ποιησωμεν την ἀποφασιν τῳ προσδιορισμῳ συναπτοντες την οὐ ἀρνησιν : ἀλλα ποτε μεν συναληθευει
και κατα τουτον τον τροπον δυναμενης της ἀρνησεως μη τῳ προσδιορισμῳ ἀλλα τῳ κατηγορουμενῳ συμπλεκεσθαι . το δε ἀπο των
9999954 σκορπιου
περι ὁλον το σωμα συναισθησις γινεται κνησμωδης . [ Περι σκορπιου . ] Τοις δε ὑπο σκορπιου πληγεισιν ὁ μεν
, κολοκυνθις ἀγρια , βρυωνια , κυκλαμινος , ἀνδραχνη , σκορπιου θαλασσιου πνιγεντος οἰνῳ το ἀποβρεγμα . Ἀγνου σπερμα ,
9999954 κικλησκουσι
. Γλαυκην δ ' ἐγρεκυδοιμον ἀταρβεα Τριτογενειαν σφωϊτερων καματων ἐπαμυντορα κικλησκουσι . Φαρμακα δ ' ὁσσα πελονται ἀτασθαλα και καταδεσμοι
καλεισθαι : οἱς ἠδη κιχλην οἰνωδεα , την καλαμηες σαυρον κικλησκουσι και αἰολιην , ὀρφισκον , πιοτατον κεφαλῃ . Νικανδρος
9999954 Κρητικης
φοινωδεα ] φοινικουν σιδη το ἀνθος της ῥοιας Κρησιδος ] Κρητικης Κρησιδος : εἰδος ῥοιας οἰνωπης : εἰδος ῥοιας και
Κλυτιη . τον δε Πανδαρεων Μιλησιον τε ἐκ Μιλητου της Κρητικης ὀντα ἰστω τις και ἀδικηματος ἐς την κλοπην Τανταλῳ
9999954 παρεσχετο
μελεταν . ὁτι δ ' ἐν τοσουτῳ λογῳ οὐδαμου μαρτυρας παρεσχετο ὑμιν , ὡς ἠ διατιθεμενῳ τῳ πατρι τῳ ἐμῳ
τραπεζαν ἑνδεκα ταλαντα εἰς τας παρακαταθηκας . Ἁς μεν τοινυν παρεσχετο συνθηκας ὡς κατα ταυτας μισθωσαμενος την τραπεζαν , αὑται
9999954 ὀξυτερα
ἡ γη διολου κυκλοτερης , ἀλλα κατα τι μερος , ὀξυτερα δε προς ἑκατεραν ὁδον , δυτικην τε και ἀνατολικην
μικροτερων διαστηματων ἐλαττοσι μερεσι της χορδης ἐλαττω πληττοντες ἀερα τα ὀξυτερα ἠχησομεν , τῳ δ ' ἐναντιῳ λογῳ δηλαδη τα
9999954 βαρυτερα
ἐπι των βαρων ἐστιν ἰδειν : συνιοντα γαρ τα βαρη βαρυτερα γινεται ἠ ὁταν ᾐ διακεκριμενα . και προς τουτοις
χρωματικη μεχρι της βαρυτατης χρωματικης ἡ τε της διατονου συντονωτατης βαρυτερα πασα ἐστι διατονος μεχρι της βαρυτατης διατονου . νοητεον
9999954 νεανισκους
ἐστι πλανωσα τον νουν και την διανοιαν , και καταγει νεανισκους εἰς ᾁδην , οὐκ ἐν καιρῳ αὐτων . Και
γυναικας : ὁταν δε τουτων ἀπολαυσωσιν , αὐθις αὐτοις εἰσαγουσιν νεανισκους ἀκμαζοντας , οἱ πλησιαζουσιν αὐτοις ἐκεινοις . ἀφροδισιαζουσιν δε
9999954 δικαστηρια
δικανικου , συμβουλευτικου , πανηγυρικου , τοποι του μεν δικανικου δικαστηρια , του δε συμβουλευτικου ἐκκλησιαι και δικαστηρια , του
ἁπαντας μεν γαρ τους ὁμιλουντας οὐ . πολλοις γαρ τα δικαστηρια μεταλλα . δει δε οὐδε ἁπαντων κατεγνωκεναι κακιαν .
9999954 ἐκαλουντο
μεχρι του χανειν ἐπ ' ἀνθρακων ὀπτωμενοι : σωληνισται δε ἐκαλουντο οἱ συναγοντες τα ὀστρεα . Φαινιας γουν φησιν ὁ
νυν ἐπ ' ἀδοξον μετακειται πραγμα , προτερον δ ' ἐκαλουντο παρασιτοι οἱ ἐπι την του ἱερου σιτου ἐκλογην αἱρουμενοι
9999954 γεγονοσι
τριχας δουλειαν και ταλαιπωριαν σημαινει [ και ] τοις εὐ γεγονοσι . δουλοις δε και δεσμα περιτιθησιν : ὡς γαρ
Πλαταιας δε και Θεσπιας οἰκιζειν και την χωραν τοις προτερον γεγονοσι κυριοις ἀποκαταστησαι . ἀποκριναμενων δε των Θηβαιων , ὡς
9999954 ἐμποιουν
τουτο την μεν γλωσσαν οἰδει , φλεγον αὐτην και παραφροσυνην ἐμποιουν ἐσθιειν αὐτην παρασκευαζει . δικην δε ἰξου την τροφην
ἐλαιου : λιπαρον γαρ ὀν και ἐν τῳ ἐξεμεισθαι ὀλισθον ἐμποιουν , οὐκ ἐᾳ καταξυεσθαι τα σωματα : λιθουμενη γαρ
9999954 ἐρρωμενη
ἀγαθοις : ἡ τε γαρ γη παμφορος τε ἐστιν αὐτῃ ἐρρωμενη προς ἁπασας γονας και παντα μετα δαψιλειας παρεχομενη ,
φησιν Ὁμηρος ἐνειναι τῳ Μενελαῳ το θαρσος , οὑτως ἠν ἐρρωμενη και ἀφοβος την ψυχην . δηχθεντος δε του μειρακιου
9999954 συνεστηκε
του το συνεχον ἐκλελοιπεναι τυγχανῃ γενομενον , ἐνδοξου προσωπου ἐπιλαμβανομενον συνεστηκε , ἠν δε ἐκ του το αἰτιον , ἀδοξου
. ἐπει γαρ ἐκ των ἐν τῳ τι ἐστι κατηγορουμενων συνεστηκε μονῳ τε ἁρμοζει τῳ πραγματι πρωτως , οὐδεν ἀλλο
9999954 διεκειτο
ὑγιεια ἐναντιαῥητεον ὡς ἐστι μεν ἡ ἐναντια διαθεσις , ἡν διεκειτο ὁ ὀφθαλμος ὁτε ὑγιαινεν , οὐ κειται δε αὐτῃ
ὀνομα κυριον , ὁ εὐνουχος ὁ τριπρατος . οἰκειως δε διεκειτο προς Ἀριστοτελην , και την θετην αὑτου θυγατερα ἐδωκε
9999954 ἐνεισι
ἐς την Ἐρυθρην καλεομενην θαλασσαν , ἐν τῳ αἱ λιθοτομιαι ἐνεισι αἱ ἐς τας πυραμιδας κατατμηθεισαι τας ἐν Μεμφι :
νους ἐνουσας ἰδεας τῳ ὁ ἐστιν ζῳον , οἱαι τε ἐνεισι και ὁσαι , καθορᾳ , τοιαυτας και τοσαυτας διενοηθη
9999954 αὐχημα
* . χαλεπον γενεσθαι λιμον ἐπι τῳ δραγματι . Σικελιας αὐχημα τροφαλις . ὠρθωμενην προς ἁπαντα την ψυχην ἐχω .
οὑτως ἐρημων . ἐστω δη , φησι , μονος θεος αὐχημα σου και μεγιστον κλεος , και μητ ' ἐπι
9999954 ἀπετελεσεν
ταυτα το σταδιον το ὑπερ τον Ἰλισσον ἐσω τετταρων ἐτων ἀπετελεσεν ἐργον ξυνθεις ὑπερ παντα τα θαυματα , οὐδεν γαρ
ζῳδιῳ και του Διος ἐν Ὑδροχοῳ λαμπρον και ἐνδοξον τουτον ἀπετελεσεν . ὁμοιως και ἡ Σεληνη πληθουσα ἐν τριγωνῳ σχηματι
9999954 ἀκαιρως
δε Διομηδης τι ποτε αὑτῳ βουλεται ἀθυμουντι τῳ Ἀγαμεμνονι λοιδορουμενος ἀκαιρως , ὡς ἀν τις οἰηθειη , και ἀσυμφωνως τῃ
τοποις ὀπιθεν κρυπτειν , ἱνα μη προ πολλου τοις ἐχθροις ἀκαιρως προφαινομενη αὐτη μεθοδευεται και ὑπο ἐνεδρων τε και ἀλλων
9999954 Πυθαγορικων
Περι φυσιος [ ] πολλα διεξιασιν . . και των Πυθαγορικων δε πολλοι την αὐλητικην ἠσκησαν , ὡς Εὐφρανωρ τε
Θηβαιον αὐλειν μαθειν παρα Ὀλυμπιοδωρῳ και Ὀρθαγορᾳ . και των Πυθαγορικων δε πολλοι την αὐλητικην ἠσκησαν , ὡς Εὐφρανωρ τε
9999953 ἀποδειξω
τους διαφερομενους προς ἀλληλους και των ῥητορων και των ἀλλων ἀποδειξω γ ' ἐν τωι λεγειν πεπονθοτας προς ἀλληλους ,
ὑπο των ἀνταγωνιστων ἐπιδοξα λεγεσθαι παλιν ὡς δει προκαταλαμβανειν , ἀποδειξω : ἰσως οὐν ὀδυρειται αὑτου πενιαν , ἡς οὐκ
9999953 καταπλασμασι
πλειον ποτον και τα οὐρητικα , ταις πυριαις δε και καταπλασμασι και ἐγκαθισμασιν ἀνιεναι τα μερη , και κενουν την
σκληροτερα τυχῃ , συν τινι των λεπτομερων ἐλαιων . και καταπλασμασι δ ' ἀν τις ἐπι των φλεγμαινοντων και σηπομενων
9999953 βακτηριαν
˘˘˘ – ἀπαλλαγηναι ] . . α ἀζημιος ] ι βακτηριαν ] ι ] προς το “ φενακισας ” φησι
τις ἐγενετο ἀνηρ Ἀθηνησι μεγιστων τιμων λαχων . Δαφνινην φορω βακτηριαν : ἐπι των ὑπο τινων ἐπιβουλευομενων : παροσον ἀλεξιφαρμακον
9999953 Σικελικων
. και Ἀνδρεας ὁ Πανορμιτης ἐν τῳ τριακοστῳ τριτῳ των Σικελικων των κατα πολιν , ὡς ἀπο δυο νεων προσαγοιτο
δευτερῳ . : Ὑκκαρον , φρουριον Σικελιας , ὡς Φιλιστος Σικελικων πρωτῳ . Ἀπολλοδωρος δ ' ἐν δευτερῳ Χρονικων πολιν
9999953 ἐπιτιθεσθω
καταφρονησις ἀκαιρος εὐεπιβουλευτος τολμα . Ἀνοχας δε ποιησαμενος μηδ ' ἐπιτιθεσθω μηδ ' αὐτος ἀφυλακτος ἐστω : ἀλλα το μεν
, και κατ ' αὐτου ὁλου του πλευρου σπληνιον κεκηρωμενον ἐπιτιθεσθω . του δε βαθους ῥευματιζομενου , καταπλασμα στυπτικην ἐχον
9999953 Ὀλυμπιας
ἐλσαις ὁλον τε στρατον : ἐν χωριῳ τινι χωριζομενῳ της Ὀλυμπιας κατα την των γεωγραφων βουλην σταδιους τρεις . ὁ
ἀγωνος του ἐν Ὀλυμπιᾳ : ὁθεν , ἠγουν ἀπο της Ὀλυμπιας , ὁ ὑμνος , οὑ πολυ κλεος , πλεκεται
9999953 εἰργαζοντο
σχολαζουσιν ὁρμη ἐνεπεσε περιστασιν ἐκτειχισαι το χωριον . και ἐγχειρησαντες εἰργαζοντο , σιδηρια μεν λιθουργα οὐκ ἐχοντες , λογαδην δε
βοσκηματα κατεβιβαζον ἐκ των ὀρων και της χωρας τα πλειστα εἰργαζοντο . ἐπει δε ἐδοκουν τῳ Ἀγησιλαῳ πανυ ἠδη θαρρειν
9999953 Ἀπολλωνιδης
και πληθυντικως ἐπιγραφεται Τριαγμοι , καθα Δημητριος ὁ Σκηψιος και Ἀπολλωνιδης ὁ Νικαευς ἀναγραφουσιν . * * δε ἐν αὐτωι
, ὁτι ὀγδοηκοντα μονον κεραμια παρηγετο ἐν τῳ πλοιῳ . Ἀπολλωνιδης Ἁλικαρνασσευς μαρτυρει εἰδεναι δανεισαντα Ἀντιπατρον , Κιτιεα το γενος
9999953 εὐπρεπει
. ἠν δε πολυ και το προς ἐχθραν συν προφασει εὐπρεπει ἀπελαυνομενον ὑπο των διαφορων : ὡστε πολλαι αἱ ἀπαναστασεις
τῃ κλησει την τυχην . ὁ δε Ῥωμυλος ἐπικλησει τε εὐπρεπει το πραγμα ἐκοσμησε πατρωνειαν ὀνομασας την των πενητων και
9999953 ὡροσκοπουντα
. ἀν δε ἀγαθοποιοι και κακοποιοι ἐπιβλεψωσι τα προειρημενα ζῳδια ὡροσκοπουντα , ἐν πασῃ καταρχῃ ἀβεβαιον την ἐξοδον του πραγματος
και τα τοιαυτα σημαινει τα ζῳδια αὐτα καθ ' ἑαυτα ὡροσκοπουντα , τυχοντες δε ἐν αὐτοις και οἱ πλανωμενοι ἑκαστος
9999953 πινετωσαν
κατα τον ὑποδεδειγμενον τροπον . οἱ δε λοιποι μεχρι πληρωσεως πινετωσαν : ἐπι δε των καταξηρων και μεμυκοτων τῃ σαρκι
ἐγχρονιζετωσαν ἐν αὐτῃ . μετα δε το λουτρον εὐθυς μη πινετωσαν οἰνον πλην εὐκρατον . και οὑτως ἐσθιετωσαν , ὡς
9999953 σκορπιος
, ὡς Σοφοκλης ἐν Αἰχμαλωτισιν : ἐν παντι γαρ τοι σκορπιος φρουρει λιθῳ . * λαι : πετρῳ το δε
' ἐχω περιβαριδας . ὠ και λεων και μυγαλη και σκορπιος κρεαδιον τι φαυλον ἠ ταριχιον οὐδ ' ὀψοφαγος οὐδ
9999953 αὐτοφωρῳ
τους δ ' ἐχοντας , ὁμολογουντας , ἐξελεγχομενους ἐπ ' αὐτοφωρῳ ἐπι τῳ των συμμαχων ὀλεθρῳ ταυτα πεποιηκοτας , τουτους
ὁ Ἑρμης φησιν ἐπιβοωμενος τον Δια δια το ἐπ ' αὐτοφωρῳ καταλαβειν τους ἀνασπωντας την Εἰρηνην . ναι προς των
9999953 παυσαιτο
, ἁρπασας τυραννικως . ἀλλ ' ἐκεινος μεν ἀναισχυντιᾳ μη παυσαιτο συνοικων , συ δ ' , ὠ ἀριστε ,
, και πασι την τετρυπημενην οὑτος φερει : και μη παυσαιτο φθονων τοις ἀριστοις . ἀλλ ' ὑμεις μεν ἀπιτε
9999953 αὐταρκες
ἁπλουν και αὐταρκες ὀντως οὐδεν δειται : το δε δευτερως αὐταρκες , δεομενον δε ἑαυτου , τουτο δειται του νοειν
ἐκρινεν αὐτην , τῃ δ ' ἀναλογικῃ ἁρμονιᾳ : | αὐταρκες τ ' ἐνομιζε μεχρι του δια πασων στησαι την
9999953 παρεστησε
Μειον και μειαγωγος : Ἰσαιος ἐν τῳ προς Στρατοκλεα “ παρεστησε ” μειον . “ θυμα ἐστιν ὁ τοις φρατορσι
καταφαναι ἠ ἀποφαναι ὁ Ἀριστοτελης εἰπεν , ἀλλ ' αὐτο παρεστησε το ὀν ὡς μη ἐνδεχομενον ἀλλως ἀληθευειν ἠ μονον
9999953 ἀναφορα
διπλη ὁτι συν τῳ ν ἡ κλητικη . ἡ δε ἀναφορα προς το ᾡ τε συ , Καλχαν , ὁτι
Πολυϊδος ὁ τον Μινωος ἀνευρων παιδα μαντις . ἡ δε ἀναφορα προς το Αἰθρη Πιτθηος θυγατηρ . . ὀνειροπολοιο :
9999953 ἀποφορα
ἐχει κυκλοτερη τα κατω . ἀποφορα και εἰσφορα διαφερει : ἀποφορα μεν γαρ ἐστιν το ὑπο των δουλων τοις δεσποταις
[ οὐ ] γινεται δε τουτο : οὐκ ἀρα ἡ ἀποφορα αἰτια ἐστι της ῥυσοτητος . * * συλλεγουσι ?
9999953 ποιῳ
συνδεσμους εἰδεναι καθως προειπομεν , σκο - πειν δε ἐν ποιῳ κλιματι εὑρισκεται ἀπο των κεντρων ἠτοι προς ἀνατολας ἠ
τριων δε οὐσων κινησεων φυσικων , της ἐν ποσῳ και ποιῳ και που , εἰτ ' οὐν φορας , ἀλλοιωσεως
9999953 Μακεδονικων
Θερμαιου κολπου προς ἀρκτον ἐχουσης τον πλουν παραλιας και των Μακεδονικων κολπων μεχρι της Θρᾳκιας χερρονησου . Κατα δε ταυτην
Ἀκαρνανες [ και τινα ] των Ἠπειρωτικων ἐθνων και των Μακεδονικων : [ δει δε , ] ὁπερ ἐφαμεν και
9999953 λαμβανετωσαν
και ῥυπτικον των κατα τον θωρακα παθων . ἀμυγδαλων οὐν λαμβανετωσαν ἠ πιστακιων ἠ σταφιδων ἠ στροβιλιων και τας ἐκ
εὑροι τουτου τοις ὑδεριωσι καλλιον βοηθημα ; των δε προποματων λαμβανετωσαν ἀψινθατου και μαλιστα του ἐχοντος και ναρδοσταχυος πλειονος ἠ
9999953 Ὀλυμπος
ἐπι τον Ὑμηττον ᾐ χειμωνος ἐπιτασιν σημαινει . Ἀθως και Ὀλυμπος και ὁλως ὀρεων κορυφαι κατεχομεναι ὑπο νεφελων χειμεριον .
λαβων δολιχου νικην . του μεν δη την εἰκονα ἐποιησεν Ὀλυμπος , Πυριλαμπει δε ὁμωνυμος και ὁ πλαστης , γενος

Back