. ἐπρεπε δ ' ἀρα και τουτο ἐλευθεριας ἐφοδιον και μεγαλοψυχιας παρεσκευασθαι τῃ πολει . ἐτι τοινυν ἀεναων ποταμων ῥευματα
δε της εὐεργεσιας τροπος ἀξιωματι νικων την ὑπερβολην της ὑμετερας μεγαλοψυχιας ἐνδειξεται . ὡς αἱ μεν ἀλλαι χαριτες κατα τους
9999992 ὁποτερος
ἀλλα καταγελων αὐτων μαστιγοιτο ἀν ἁμιλλωμενος προς τον παιοντα , ὁποτερος ἀπαγορευσειεν . Ὁ Λυκουργος δε και αὐτος , ὠ
ἑστωτες ἠτοι σωματικως ἠ τετραγωνικως ἠ και κατα διαμετρον ἠτοι ὁποτερος αὐτων ἠ και ἀμφοτεροι , σινη και παθη σωματικα
9999991 ὑποπτερος
δωματα . . . . ἱνα μαθωσι τι ἐστιν ἡ ὑποπτερος δρυς και το ἐπ ' αὐτηι πεποικιλμενον φαρος ,
εὑρειν τεχνην , δι ' ἡς ἀρθεις ἀφ ' Ἑλληνων ὑποπτερος , μεταρσιος ἐκεισε πετωμαι . ἀλλα γαρ ἐφθης ,
9999991 βιαζομενους
φυγοντες ἐπι τινα τοπον ἐρυμνον το μεν πρωτον ἠμυνοντο τους βιαζομενους , ἀνυδρον δε κατειληφοτες τοπον και τῳ διψει πιεζομενοι
τοις αὐτοις ἐνεχεσθαι : οὑτως , ὠ ἀνδρες , τους βιαζομενους ἐλαττονος ζημιας ἀξιους ἡγησατο εἰναι ἠ τους πειθοντας :
9999991 ὀνομαζομενους
γενομενου και ζεσαντος , ἐνσκηψαντος μοριῳ τινι , συμραινει τους ὀνομαζομενους ἀνθρακας γινεσθαι , οἱπερ εἰσι χαρακωδη ἑλκη , το
τους ἰδιους λογους και μυθους , τους ἀχρι και νυν ὀνομαζομενους , κατελιπεν εἰς την βιβλιοθηκην και λαβων παρα του
9999990 ἀποστρεφομενος
γαμον αὐτῳ πλουσιαν μεν , αἰσχραν δε την ὀψιν . ἀποστρεφομενος την μνηστειαν ὁ νεος μεταξυ τινος ἑορτης γινομενης ἑτερας
τι ποιουντας ἠλεουν αὐτους , σωφρονων αὐτος , τας τοιαυτας ἀποστρεφομενος ἡδονας , και τα τοιαυτα : τους δε ἑταιρων
9999990 κατασκευαζομενος
, καταλυσαι την Ῥωμαιων ἡγεμονιαν ἐπεβαλετο εἰθ ' ἑαυτῳ τυραννιδα κατασκευαζομενος εἰτε τῳ Σαβινων ἐθνει πραττων ἀρχην και κρατος εἰτ
την διανοιαν καθολου ἐκφερεται , ὁτι πας ὁ πραττων και κατασκευαζομενος τα δι ' ὡν τινα ληψοιτο , οὑτος ἐκεινῳ
9999990 περιστατικων
και το προς τι : ἐνταυθα δε προσηκει ἀπο των περιστατικων τα πεπραγμενα ἐν αὐτῃ τῃ προβολῃ διεξιεναι τα ἀπ
κατηγορος τῳ φευγοντι παραχωρων της ἐξουσιας , ἀπο τινος των περιστατικων ἐνισταται και τουτῳ προς αὐτον διαμαχεται : ἐτι κἀκεινο
9999990 τολμηροτερον
εἰσιν ἰσχυροι , τουτους εἰ μη τις ἐμπροσθεν μαθοι , τολμηροτερον και οὐκ ὀρθως αὐτοις προσενεχθησεται δοκησιν ἐχει ἰσχυος :
και οὐ δωσων δικην ὑπερ ὡν εἰληψαι πεποιηκως , τοσουτῳ τολμηροτερον Δημαδου , ὡσθ ' ὁ μεν προειρηκως ἐν τῳ
9999990 ἀμυνομενους
προσανεβαινον , ἀλλοι δε διηγωνιζοντο προς τους ἀπο των στεγων ἀμυνομενους . οὐ μην οὐδε τοις εἰς τα τεμενη καταφυγουσιν
. κωνωπια τα ἐν τοις ὀλυνθοις γινομενα . Ἀλεξομενους . ἀμυνομενους . Σαγαρεις . πελεκεις , τα ἐκ χειρος ὁπλα
9999990 καταφατικον
, ἐκ μεν των , οἱς ἑπεται αὐτα , το καταφατικον , ἐκ δε των , οἱς ἑπεται ταυτα ,
ἀναιρετικον ἐστι πασων των του ἐνδεχομενου προτασεων . ὡστε οὐτε καταφατικον οὐτε ἀποφατικον ἐνδεχομενον συναγεται . ταυτα μεν οὐν εἰρησθω
9999990 συντεταγμενους
νοουντας τον δημιουργον θεον και ἀει προς το ἐκεινου ἀγαθον συντεταγμενους και ἀπ ' ἐκεινου το εἰναι και το εὐ
ἀκρας μεθιεται , ἀνοιξας δε τας † φυγαδας πυλας ἀπηιει συντεταγμενους ἐχων τους λοιπους , ἀγομενος ἐπι ταις κρατισταις συνωρισι
9999990 ἐνδεικνυμενον
φαντασια μεν οὐν ἐστι παθος ἐν τῃ ψυχῃ γινομενον , ἐνδεικνυμενον ἐν αὑτῳ και το πεποιηκος : οἱον , ἐπειδαν
φαντασμα , φαντασιαν μεν λεγοντες το παθος της ψυχης το ἐνδεικνυμενον ἐν ἑαυτῳ [ . . . . , το
9999990 φαινομενους
ψευδη προτασιν ἐξ ἡς συνηχθη το ψευδος , τους δε φαινομενους ψευδεις συλλογισμους , ἠγουν τους παρα το εἰδος ,
και μη ἐσθιεσθαι , τους δ ' ἐν τῳ φθινοπωρῳ φαινομενους δυο ἡμεραις ἠ μιᾳ , τουτους εἰναι ἐδωδιμους .
9999990 κρατουσιν
ὁπλα και μηχανηματα και στρατοπεδα των ἀναγκαιων ἐστι κτηματων τοις κρατουσιν : ἀνευ γαρ τουτων οὐχ οἱον τε σωζεσθαι την
κροσσοι . θυσθλα τους θυρσους ἠ κλαδους οὑς αἱ Βακχαι κρατουσιν . ἐνιοι δε τα ἐπι την θυσιαν ἐκφερομενα .
9999990 καταφρονουντας
σπουδασαι , ὠ ἀνδρες Ἀθηναιοι , και τους ἀσελγως μεν καταφρονουντας των νομων των ὑμετερων , ἀναιδως δ ' ἠσεβηκοτας
μεν ἐκεινην ἀποβλεποντας και μειδιωντας προς αὐτην , ἐμου δε καταφρονουντας , ὁτι ἐν χρῳ κεκαρμαι και ἀρρενωπον βλεπω και
9999990 μεγαροις
! ! ! ! οισιν ? ἡ δε οἱ ἐν μεγαροις ] θεοεικελα γεινατο τεκνα Ἀργυννον θ ' ] ἡρωα
. πολλα γαρ ἀλγε ' ἐχει πατρος παϊς οἰχομενοιο ἐν μεγαροις ' , ᾡ μη ἀλλοι ἀοσσητηρες ἐωσιν , ὡς
9999990 κατεχομενους
και διδωσι τῃ γῃ . τους δε βιᾳ ὑπο τινος κατεχομενους ἀπαλλασσει : και γαρ το περιεχομενον του περιεχοντος ἀπαλλασσει
βραχιονας αὐτου , τῃ δ ' ἑτερᾳ τους ποδας ῥυτηρσι κατεχομενους μακροις : ἐλαυνοντων δε των ἡνιοχων τας συνωριδας ἀπ
9999990 ἀναστας
τους ἐν τῳ καταλογῳ ὁπλιτας και τους ἀλλους ἱππεας . ἀναστας δε Κριτιας ἐλεξεν : Ἡμεις , ἐφη , ὠ
, ἐξ οὑ ἐσχε Μενοιτιον , ὁς ἐπῳκησε την Ὀπουντα ἀναστας ἀπο Θεσσαλιας . τινες ἐκ Δαμοκρατειας της Αἰγινης και
9999990 καταστησαντος
ηὐτυχει : και ἐμελλον ἐπι μειζον χωρησαντος αὐτου και ἀντιπαλα καταστησαντος των μεν στερεσθαι , τοις δ ' ἐκ του
εἰς Ἐφεσον κατεφυγον : Ἀτταλου δ ' εἰς Μυοννησον αὐτους καταστησαντος μεταξυ Τεω και Λεβεδου , πρεσβευονται Τηιοι δεομενοι Ῥωμαιων
9999990 μεγαλου
χευνται . . . στευνται ] ὁρμωσι . ἱερου ] μεγαλου . Τμωλου ] ὀρος Λυδιας . πελαται ] πλησιασται
ἀσχολιας εἰπων αἰτιαν ; λογον γαρ τινα συνηγαγον περι του μεγαλου βασιλεως . ἡ δε των Ῥωμαιων παροιμια “ φιλου
9999990 μεγαλαι
του ἐκει αἱ σαρκες : και αἱ φλεβες δε ἐκει μεγαλαι , λογῳ του αἱματικου χυμου . τουτο ἑπεται τῃ
και Θηραιοισι ἐς Σαμιους ἀπο τουτου του ἐργου πρωτα φιλιαι μεγαλαι συνεκρηθησαν . Οἱ δε Θηραιοι ἐπειτε τον Κορωβιον λιποντες
9999990 βουλευομενος
ἐν Ῥοδῳ διηγε μετα των συντροφων , ὁ τι πραξει βουλευομενος : ὁ δε Ἱπποθοος διεγνω την Ἀνθιαν ἀγαγειν ἀπο
ἐγκαλει , και ἐμαρτυρησεν ὡς ὀργιζομενος ἐκεινῳ και οὐκ ὀρθως βουλευομενος ταυτα διεθετο . Πως γαρ ἀν εὐ φρονων ,
9999990 πολιτευομενους
και παλιν ἐπανατασεσι και νουθεσιαις ἐμβριθεστεραις τους κατ ' αὐτον πολιτευομενους ἐκαλεσεν εἰς την ὡν ἐπαιδευθησαν ἐπιδειξιν : οἱ δε
τῃ πατριδι τοσωνδε συμφορων γενομενον , θεραπευσας ὁ Βαρκας τους πολιτευομενους , ὡν ἠν δημοκοπικωτατος Ἀσρουβας , ὁ την αὐτου
9999990 περιπατουντα
τι συ λεγεις ; ἀληθινως γεγαμηκεν , ὁν ἐγω ζωντα περιπατουντα τε κατελιπον ; Μενανδρος δ ' ἐν Ἀρρηφορῳ ἠ
μεσῳ , ὡστε , προ δυο ὡρων της ἡμερας εὐφυως περιπατουντα εἰς το μη συντριβεσθαι , φθασαι πλησιον ὡς ἀπο
9999990 πρακτικον
γουν δυο μερη του νοος εἰσιν , εἰκοτως Κρονιδην το πρακτικον φησι του νοος . καλως δε και του εἰπε
τρεφειν και αὐξειν , ὡς ἑπομενον δε και ἐπι τον πρακτικον χωρειν βιον . Ἡ δε του φιλοσοφου σπουδη κατα
9999989 πραγματευεσθαι
ψυχην τῳ πνευματι τῳ ἁγιῳ και την κατα θεον συζυγιαν πραγματευεσθαι . ψυχη μεν οὐν ἡ των ἀνθρωπων πολυμερης ἐστι
ἐοικεν , ἀπελθειν ὁδον μαλλον ἠ περι των Σκιαποδων ἀνηνυτα πραγματευεσθαι . ἀλλαχη δε οὑτω σφοδρα ἐνθεος γιγνεται ὡστε φαιης
9999989 διπλασιον
παραλληλοις ταις ΒΓ , ΑΕ . ἀλλα το ΑΒΓΔ παραλληλογραμμον διπλασιον ἐστι του ΑΒΓ τριγωνου : ἡ γαρ ΑΓ διαμετρος
ἐστιν ἰση ἡ ὑπο ΔΛΠ γωνια τῃ ὑπο ΚΛΝ : διπλασιον ἀρα ἐστι το ὑπο ΚΛΝ του ὑπο ΛΔΓ .
9999989 ἀποδεχεσθαι
φανω ψευδομενος ; νομιζω δ ' ἐγωγε παντα μεν προσηκειν ἀποδεχεσθαι των δι ' εὐνοιαν ὁτιουν λεγοντων και μηδενα ὀχληρον
ἀποδεχομαι οὑτω . καιτοι πανταπασι γε μοι δοκει χαλεπα μεν ἀποδεχεσθαι εἰναι , ἀλλον δ ' αὐ τροπον χαλεπα μη
9999989 παραδειγματος
των συμφορων ἡττηθεντες ἐτραχυνθησαν προς αὐτον . και μοι του παραδειγματος ἐνταυθ ' ἀναμνησθητι του των ἡνιοχων . ταχ '
ψυχικη ἀπο της νοερας προεισιν , ὡς εἰκων ἀπο του παραδειγματος . Οὑτω γαρ και οἱ τοις διωρισμενοις νοημασι τε
9999989 πολεμικων
: τοις Λακεδαιμονιοις . των ἐς τον πολεμον : των πολεμικων . ἀσκησιν . . . δημοσιᾳ παρειχε : ἠτοι
ἀπαγγελλομενον ἐκπληξις : ὑπο γαρ ἐμφυτου δειλιας και ἀπειριας των πολεμικων ἀναπεπταμενοις μεν τοις ὠσι , τεθορυβημενοις δε τοις ὀφθαλμοις
9999989 ἀδικηματων
οὐκ ἀνεῳξεν αὐτοις ὁ στρατη - γος και κρινεται δημοσιων ἀδικηματων : ἐνταυθα γαρ και ὁ κατηγορος ἀπο πρεσβυτερων ἀδικηματων
ἀνανδρος ἐστιν , το δε ἀδικειν φοβειται : πολλων γαρ ἀδικηματων γεμοντα την ψυχην εἰς Ἁιδου ἀφικεσθαι παντων ἐσχατον κακων
9999989 κατεχεις
, σκηπτουχε κλεινοιο πολου , πολυωνυμε , σεμνη , ἡ κατεχεις κοσμοιο μεσον θρονον , οὑνεκεν αὐτη γαιαν ἐχεις θνητοισι
τι ἐργῳ , το δε προτιβαλλεαι ἀντι του σωφρονιζεις , κατεχεις . . . . ἀϊδηλος : κεινος δ '
9999989 κρατουνται
δεκα δε ἐλαττους , οἱ τριακοντα δε οὐδε κρατουσιν οὐδε κρατουνται , προσγενομενου δε ἑνος ὑπερεχουσιν ἠδη του κινητου ,
πριζουσιν . Δαιτρευουσι : τρωγουσιν , ἐσθιουσιν . Ἐχονται : κρατουνται . Ὑπερνεμεθονται : τρωγουσιν . Ἐχθρα : ἐχθρως .
9999989 μεγαν
δ ' ἀναψυξωσι πονοιο . ἀλλ ' ὁτ ' ἀεθλευωσι μεγαν πονον ἐξανυοντες , εὐχομενοι μακαρεσσιν ἁλος μεδεουσι βαθειης ἀρωνται
εἰναι των προκληθεντων , ἐφωνει και αὐτους ἐκαλει και τον μεγαν δομεστικον ἐπιδεικνυειν ἐπηγγελλετο : οἱ δε προς αὐτον ἀφικομενοι
9999989 θερμαινομενου
το σωμα θερμαινεται : και γαρ ἀπο της ταλαιπωριης τουτου θερμαινομενου και ἡ ἰκμας ἐν αὐτῳ διαχεεται , και γινεται
ἁφης δε , ὁταν μεταξυ ᾐ του θερμαινοντος τε και θερμαινομενου , και ἐπι της γευσεως , εἰ των ὑγρων
9999989 κομιζομενον
μετεσχηκοτα και τεθεαμενον θεον τον αὑτου νεων τον ἐν ἀστει κομιζομενον μετα την ἐξω τειχους διατριβην την κατα νομον .
της ἀκτης το ἀνθος . καρυοφυλλον το ἐκ της Ἰνδιας κομιζομενον . κονια ἠτοι ἡ στακτη ὀνομαζομενη . κισσανθεμον ἠτοι
9999989 ὑπερικου
ἀντι ὑποκυστιδος χυλου , ἀκακιας ἠ ἀκανθης χυλος . ἀντι ὑπερικου , ἀνηθου σπερμα . ἀντι ὑσσωπου κηρωτης , μυελος
, ἀμωμου , ἀκορου , καρποβαλσαμου , φου Ποντικου , ὑπερικου , ἀκακιας , καρδαμωμου , κομμεως , ἀνα ⋖
9999989 πλατειας
μεμαρτυρημενων τῃ πειρᾳ ἐξευρον . και πρωτον γε των τας πλατειας ἑλμινθας ἀναιρειν δυναμενων μνημονευσομεν , ἐπειδη των ἀλλων μαλλον
. ἐστι δε δριμεια και δηκτικη , διο και τας πλατειας ἑλμινθας ἐκβαλλει και ἀποσυρει μετα πολλης καθαρσεως χολωδους βιᾳ
9999989 χρησαντος
τῳ Δημοσθενει ἐν τῳ παραπρεσβειας , ἐν οἱς του θεου χρησαντος τους ἡγεμονας φυλαττεσθαι κατασκευαζει ὁ ῥητωρ ἀπο του καιρου
ποτε και τον ἐκ Δελφων ἐπανελθοντα ἡμων ἑταιρον οὐδεν αὐτῳ χρησαντος του θεου ἀχρηστον . δειξιν δε ποτε λογων δημοσιᾳ
9999989 πασαν
οὐν κατ ' ἐναντιωσιν ἐστιν ἐξ οὑ τῳ ἐρωτωμενῳ περι πασαν ἀποκρισιν ἀκολουθησει το ἐναντιον , οἱον : ὁ ἐμος
και οὑτω οὐκ ἐν Σαϊ μουνῃ καιεται ἀλλα και ἀνα πασαν Αἰγυπτον . Ὁτεο δε εἱνεκα φως ἐλαχε και τιμην
9999989 εἰργασμενους
τους ὡς ἐφην ἀξια μυριων θανατων , οὐχ ἑνος , εἰργασμενους . ἀλλως τε τοις συγγενεσι και φιλοις του δολοφονηθεντος
παλιν ἐπι την αὑτου φιλανθρωπιαν , ἡμερουμενος προς τους ἀνημερα εἰργασμενους , και φησι : μη ἐπιδυετω ὁ ἡλιος ἀνεσκολοπισμενοις
9999989 ὀνειδιζομενος
σου θεων ἐν γουνασι κειται εἰ παλιν ληψομαι . ” ὀνειδιζομενος ὁτι αὐτος αἰτει , Πλατωνος μη αἰτουντος , “
ἐν κουρειῳ , ” φησι , “ κειρομαι . ” ὀνειδιζομενος ὁτι παρ ' Ἀντιπατρου τριβωνιον ἐλαβεν , ἐφη ,
9999989 καταλιπειν
του Ὑρτακου , ὁτι του στρατηγου κελευσαντος ἐξω της ταφρου καταλιπειν τους ἱππους μονος οὐχ ὑπηκουσεν , ἀλλα συν αὐτοισιν
Ἀριστοτελης ἐπιτρεψει . πειραται δε προσαναγκαζειν αὐτους ἠ ὁρον τινα καταλιπειν ἐν τοις πραγμασι και μη παντων ἀταξιαν και ἀοριστιαν
9999989 ῥοφηματων
και ἐπι τουτοις χυλον πτισανης ἠ τι ἀλλο των σιτηρων ῥοφηματων : τον δ ' εὐσιτον ὠα τε και χονδρον
. χρη οὐν ὁτι μαλιϲτα δια πτιϲανηϲ χυλου και χονδρου ῥοφηματων θρεψαντα και ἀρτου τι προϲεπιδιδοντα θεραπευϲαι ποϲει ψυχρου τον
9999989 δηλουσθαι
ληφθῃ το μη τα αὐτα τοις αὐτοις ὀνομασι και λογοις δηλουσθαι . παρα δε την προσῳδιαν Πεμπτος τροπος των παρα
ὁ λογος . οἱ μεν γαρ οὐδεν ἠ γενεσιν ἀριθμου δηλουσθαι νομιζουσι τῃ μιξει της ἀμεριστου και μεριστης οὐσιας :
9999989 προσδεισθαι
μοι τα ῥηθεντα : λογων γαρ πλειονων οὐκ οἰμαι ὑμας προσδεισθαι . Τουτων ῥηθεντων οἱ δικαζοντες ὁμογνωμονες γενομενοι προεκριναν τον
των μεν τινων ἀναπαυοντων λογων , των δε τινων ἐπιμελουμενων προσδεισθαι . δια τουτο οἱ μεν ὁταν παρελθωσιν εἰς το
9999989 τερατευομενος
. τον γουν γραφεντα κατα Κτησιφωντος Δημοσθενης πολλα βοων και τερατευομενος ἡρπασεν . ὁθεν και ὁ Αἰσχινης κακον ἐθος φησιν
] ἱνα δυνηται πιπρασκειν τα κτηματα . . . . τερατευομενος ] τερας τι και παραδοξον λεγει με ἐπαγγελλειν .
9999989 κολαζομενος
ὁ μεν ποιει καλα , ὁ δε πασχει , ὁ κολαζομενος . Ναι . Οὐκουν εἰπερ καλα , ἀγαθα ;
θηρωνται . Φρυγεται δια του θερους ὁ κοραξ τῳ διψει κολαζομενος , και βοᾳ την τιμωριαν μαρτυρομενος , ὡς φασι
9999989 Ἀρισταιος
ἐλθειν . εὑρισκονται γουν πολλοι των Πυθαγορειων αὐτηι κεχρημενοι ὡσπερ Ἀρισταιος ὁ Κροτωνιατης και Τιμαιος ὁ Λοκρος [ . ]
Αὐτουχον και Ἀρισταιον : Αὐτουχος μεν ἐν Λιβυηι ἐμεινεν , Ἀρισταιος δε ἀφικετο εἰς Κεω . . . . :
9999989 κατορθουμενων
εἰ στεφανουν ἐπι τοις ἠτυχημενοις ἠξιου την βουλην : των κατορθουμενων γαρ ἐγωγ ' ἡγουμην ἐργων τας τοιαυτας ὡρισθαι τιμας
ἐπιεικειας κρινομενα παντων ἐστι των ἀγαθων των παρα του φρονιμου κατορθουμενων , προς ἀλλον του ἐπιεικους την οἰκειαν ἐνδεικνυμενου ἐνεργειαν
9999989 ἐπιτιθεμενους
παιδειας ἀγωνα προς τους γενεσιουργους πολεμιους , τους τε ἐξωθεν ἐπιτιθεμενους και τους ἐνδον προδιδοντας . , . . Ἀμμωνιανος
ἱεραξ μεν φανερους και ὁμοσε χωρουντας , ἰκτινος δε λαθρᾳ ἐπιτιθεμενους . Κοραξ δε μοιχῳ και κλεπτῃ προσεικαζοιτ ' ἀν
9999989 πρακτων
πραττουσι παντες , οὑτω και εἰ τι κοινως των ἁπαντων πρακτων ἐστι τελος , τουτ ' ἀν εἰη το πρακτον
ποιων αἱρετεον . οὐκ ἐστι δη ὡσπερ περι των ἀλλων πρακτων καθολου περι των τοιουτων διορισαι , ἀλλα δει τοις
9999989 ἐπικρατειας
ἀρχης εἰς τους της Ἀγαρ διαλυθεισης και της μεν Σαρακηνων ἐπικρατειας μη μονον Περσιδος και Μηδιας και Βαβυλωνος και Ἀσσυριων
' ἀν προβαιη ἡ διαλυσις , καθ ' ὁσον ἀν ἐπικρατειας και το πνευμα ἐφικηται , ὡσπερ κἀπι των διεξασμων
9999989 καταφρονουντων
ἀποκειρεται . Ἀει με τοιουτοι πολεμοι διωκοιεν : ἐπι των καταφρονουντων τινων . Ὁμοια , Πολλων ἐγω θριων ψοφους ἀκηκοα
τους δημους κινουντων και μαργιτην αὐτον ἀποκαλουντων και ὑβριζοντων και καταφρονουντων τῳ μεν εἰναι παντων κυριος ἀπεσφαξεν ἀν , εἰπερ
9999989 προσαγοντων
, δυστυχης ἀν ἠς και ἀθλιος , εἰ κατεμυες , προσαγοντων σοι των χρωματων : ὁτι δε μεγαλοψυχιαν ἐχων και
παροντα μετριως τῃ των μελλοντων ἐλπιδι . Των Πομπηιανου παιδων προσαγοντων μοι Νικητην τουτονι συν πολλοις ἐγκωμιοις οὐκ εἰχον ἀπιστησαι
9999989 ἐπιμελησομενους
γεγονοτες , πεπαιδευμενοι δε καλλιστα των ὁμοεθνων , ἱνα τους ἐπιμελησομενους του σωματος και πασαν ἡμεραν και νυκτα προσεδρευοντας ὁ
δημοσιων τοπων και της κατα την ἀγοραν εὐ - ετηριας ἐπιμελησομενους . λαβοντες δε και τουτο το συγχωρημα παρα της
9999989 ἀπαλλαττομενος
, τους μεν βαδιζειν εὐθυ του ἱερου , αὐτος δε ἀπαλλαττομενος δεξιουσθαι τε αὐτους και χαριν ἐχειν , ὁτι πανταχου
ὡστε ὁ μεν προσιων θεῳ στασεως ἐφιεται , ὁ δε ἀπαλλαττομενος ἁτε γενεσει τῃ τρεπομενῃ προσιων κατα το εἰκος φορειται
9999989 μεσουρανηματος
ἐπι πασι των κατα το θʹ τουτεστι το προηγουμενον του μεσουρανηματος . το δε ὑπο γην παν ἡμισφαιριον , φησιν
καταβιβαζοντος ἀφελοντας κεντρικον διαστημα , τουτεστι ἀπο ὡροσκοπου ἑως του μεσουρανηματος , τας λοιπας παλιν ἀπο του ὡροσκοπου ὡς ἐπι
9999989 λογιζομενους
ἁπλως , φησι , πειρατεον πασι το οἰκειον ἀπονεμειν , λογιζομενους ὁτι ὁδε ἐστι μοι χρησιμος εἰς τοδε και δει
, και ὡς περι μικρων προς μειζω μυστηριων περι ἀμφοιν λογιζομενους ἑκατερᾳ την προσηκουσαν ἀξιαν και τιμην ἀπονεμητεον , και
9999989 διακεισθαι
φερειν , και ἀκοπον εἰναι . Ἀριστον μεν οὑτω παντα διακεισθαι τον ἀνθρωπον , και ἀσφαλεστατ ' ἀν γενοιτο ὑγιης
ἐχοντα : δοκει δε μοι ἀνδρι ἀγαθῳ ἀρχοντι νυν εὐαρεστοτερως διακεισθαι ἡ πολις . το μεν γαρ θαρσος ἀμελειαν τε
9999989 παρειχον
συμφορᾳ . ἐγω δε ἀνεβοησα τε και το βιβλιον παρενεγκων παρειχον ἀναγινωσκειν ἀμφω και δους ἀντιγραφα δεομαι πεμπειν ὑμιν την
της συνεχους και καθ ' ἡμεραν πολιτειας , ἐν ᾑ παρειχον ἐμαυτον ἐγω πολιτευομενον , οὐδεμιας ὀργης οὐδε δυσμενειας οὐδ
9999989 καταγελαστον
σε μονον θαυμαζοντες . δια τουτο ἀν μεν τινα αἰσθῃ καταγελαστον και του παντος ἡμαρτηκοτα , τουτῳ και εὐμενης εἰ
; ἀρα τους πνευματα ἐχοντας τουτεστι δαιμονια ; ἀλλα τουτο καταγελαστον . πνευματιας γαρ καλει τους ἐχοντας μεγαλην και πυκνην
9999989 παιδος
σωμα ἐπαναπλεειν ὑμιν ἐπεα κακα , τοιουτῳ φαρμακῳ δολωσας ἐκρατησας παιδος του ἐμου , ἀλλ ' οὐ μαχῃ κατα το
ὑστερον δε τῳ Θησει ἐπιβουλευσασα ἐκβαλλεται της πατριδος μετα του παιδος , ὁς βαρβαρων ἐπικρατησας την ὑπ ' αὐτον Μηδειαν
9999989 μιγνυμενον
ἐπι την ἐκκρισιν : ὀλιγον δ ' εἰναι χρη το μιγνυμενον αὐτῳ μελι , μη πως γενηται δακνωδες . ἐλαιαι
δε καθ ' ἑκαστον ἐστι το συνεκτρεφομενον και συνανα - μιγνυμενον εἰτε δια τας χωρας , ὁπερ οὐκ ἀλογον ,
9999989 κυντερον
, καθως φησιν Ὀδυσσευς τετλαθι δη , κραδιη : και κυντερον ἀλλο ποτ ' ἐτλης . τριτη ἀπορια : εἰ
κραδιην ἠνιπαπε μυθῳ : τετλαθι δη , κραδιη : και κυντερον ἀλλο ποτ ' ἐτλης . Πανταπασι μεν οὐν ,
9999989 ἐπιστατουντος
λοχαγου τοπον ἀντιμεταλαβῃ , οἱον λοχαγουντος του αβγδε και ἑξης ἐπιστατουντος του ζηθικ και ἐφ ' ἑξης του λμνξο ,
καταπολεμησαι τουτον παρεσκευαζετο . μετα δε ταυτα Θρασυδαιου του Θηρωνος ἐπιστατουντος της των Ἱμεραιων πολεως βαρυτερον του καθηκοντος , συνεβη
9999989 ἀνεκτος
δικαιοις ἁπασιν ἑαλωκεν , ἑτερος δ ' οὐδε εἱς ἐστιν ἀνεκτος αὐτῳ λογος , περι τουτων ῥᾳδιον διδαξαι . δυοιν
το ἀποθνῃσκειν παρισον . εἰ μετριος εἰη μεχρι δευρο , ἀνεκτος , ἀλλ ' οὐκ ἀνησει . παλιν γουν ἐν
9999989 τοιους
μυδρος ὁ θ ' ὑγρος εἰς γην ὀμβρος ἐκπορευεται . τοιους δε περιεστησεν ἀνθρωποις φοβους , δι ' οὑς καλως
μεν ἐχῃ κεντρον σοφος Ἑρμης , αὐταρ ἐπαντελλῃ Παφιη , τοιους ἀνεφηναν , προς δ ' ἐτι και πασης τεχνης
9999989 καταλυσαντες
εἰ δουλευειν τοις ἰδιοις ἐκγονοις δυσανασχετουμεν , ἀλλ ' οἱ καταλυσαντες αὐτας ἀρχηθεν και ἐργῳ ἐπιχειρησαντες ἀθεμιτῳ κρειττω ποιησαι του
θʹ . την δε της διαιτης της τοιαυτης σκληροτητα ὑστερον καταλυσαντες οἱ Λακωνες ἐξωκειλαν εἰς τρυφην . Φυλαρχος γουν ἐν
9999989 συμπαντος
του τε στομαχου και της ὑπερωας και κεφαλης ὁλης και συμπαντος του σωματος οὑτως ἐχειν ὡστε ἐπ ' ἐσχατον ἐλθειν
ὁ Ἁλικαρνασσευς και Πλειστιας ὁ Κῳος , ἀρχικυβερνητης ὠν του συμπαντος στολου . Πτολεμαιος δε το μεν πρωτον ἐτι νυκτος
9999989 πονηριας
ὑπο παντος πονου , πασης ὑβρεως ἀνεπαφον , πασης ἀναισθητον πονηριας , ἀθλητην ἀθλου του μεγιστου , του ὑπο μηδενος
εἰ τι ἐλεγον ὑγιες , οὐκ ἀν κατα της ἐκεινου πονηριας παρειχοντο μαρτυρας , ἡς οὐδεν μοι προσηκει φροντιζειν ,
9999989 μετεωρον
ἐλαα και θερμον και πυκνον ἐν τοις ψυχροις δια το μετεωρον των ῥιζων : ἐμπηγνυται γαρ : ἡ δε ἀχρας
ἐφ ' ἁρμα δια το κουφον ἀναβαινει , φυσωμενος και μετεωρον αἰωρων ἑαυτον ἐπι καθαιρεσει ἰσοτητος . Ὁ μεν δη
9999989 ἀναπληρουμενου
, της σεληνης οὐσης κατα το Ο , και πρωτου ἀναπληρουμενου της σεληνης , αὐτης οὐσης κατα το Ξ ,
προς μεσημβριαν της δυτικης τομης , ἐπι δε του ἐσχατου ἀναπληρουμενου του ἡλιου και του πρωτου ἀναπληρουμενου της σεληνης ὡς
9999989 στενους
θερμα πλειοσιν αὐλοις ἐκ πετρας ὑψηλης εἰς θαλατταν διηθειται , στενους ἐχοντα πορους , οὐ γλυκεος ὑδατος , ἀλλα πικρας
το του πελαγους , ὁτι ἐσπειρετο . τινες δε τους στενους πορθμους βοσπορους εἰρησθαι . ἠ ὁτι το παλαιον ,
9999989 πεισθεντος
το δικαστηριον ἐβουλεσθε μεν θανατῳ κολασαι , του δε προβαλλομενου πεισθεντος την δικην τε πασαν ἀφειναι ἠναγκασατ ' αὐτον ,
ἀν μαλιστα πιστευσῃ , τουτοις ἐπιτρεπειν περι του πραγματος . πεισθεντος δε του πληθους , ὁ δημος εἱλετο δυο ἀνδρας
9999989 Παιδειας
και Ἡροδοτος ἐν δευτερᾳ . Ξενοφων δ ' ἐν αʹ Παιδειας γραφει : ὁταν δε τουτων τινος θιγῃς , εὐθυς
γλαριδας . και λιθοτομον δε Ξενοφων ἐν τῳ τριτῳ της Παιδειας εἰρηκεν , ὡς Δημοσθενης ἐν τῳ κατ ' Εὐεργου
9999989 βασανους
φαινομαι τοινυν ἐγω μεν διωκων ταυτα και τα πραγματα εἰς βασανους ἀγων , οὑτος δε ἐπι διαβολας και λογους καθιστας
και μικρας ἐργασιας δια την εὐτελειαν σημαινει : δουλοις δε βασανους δια τον ἱμαντα και την ταυρειαν . χιμαιρεια δε
9999989 στεναγματων
Ἀρτεμι φιλα ἐπιφωνηματα ἐστι προς τους θεους δια μεσου των στεναγματων λεγομενα , εἰς οἰκτον αὐτους προκαλουμενα : τοιαυτα δε
] τῳ των πολεμιων . στονων ἀϋτας ] των ἡμετερων στεναγματων ἀκροατης . . Λατογενεια ] ἐκ Λητους γεννηθεισα .
9999989 παραδοντων
πολεσιν ἐκειναις . ἡμεις δε ἀν ἀπολαβωμεν το πρωτειον ἀμαχει παραδοντων αὐτο των Νικαεων , ποτερα ληψομεθα τους φορους ,
και του παντελους ἀνδραποδισμου της πολεως , και της των παραδοντων σφας Λακεδαιμονιοις οὐχ Ἑλληνικης γενομενης δια Θηβαιους σφαγης ,
9999989 καταγραφειν
” ἐν τῃ ψυχῃ αὐτα και μη ἐν τοις χαρτιοις καταγραφειν . “ ὡσπερ ὑπο του ἰου τον σιδηρον ,
αὐτοκρατορας του πολεμου Τυλλον τε και Μαρκιον δυναμεις τε ψηφιζονται καταγραφειν και χρηματ ' εἰσφερειν και τἀλλα παρασκευασασθαι , ὁσων
9999989 περισπασθαι
δια το μηδε την ὀπωραν την σταφυλην δειν ὀξυνεσθαι ἀλλα περισπασθαι , οἱα των τοιουτων εἰς λη θηλυκων ἁ παραληγεται
το προκειμενον μοριον . . . . . ὀφειλει και περισπασθαι και γραφεσθαι συν τῳ ιἈλλ . ' οὐτε περισπαται
9999989 ἐπιστρατευειν
συμβῃ την χωραν εὐεπιβουλευτον γενεσθαι , δειχθεισης παροδου τοις ἐξωθεν ἐπιστρατευειν ἐθελουσιν . ὡς δ ' ἐπυθετο λογῳ μεν πεμπομενον
Μινυειον . δι ' ἀνυδριαν : των νησων δηλονοτι . ἐπιστρατευειν : ταις νησοις . Κνιδαιων : Κνιδαιος , εἰ
9999989 λαμπροτερον
. και οὐκ οἰδα γε , εἰ τι παραδειγμα τουτου λαμπροτερον ἐχομεν του μεχρι τουτου Λασθενης φιλος ὠνομαζετο Φιλιππου και
σε τινες ἀφ ' ἑαυτων ἐπιχειρησουσιν , ἀλλ ' ὁσῳ λαμπροτερον τἀκει χωρησειν ὑπολαμβανω , τοσουτῳ σφοδροτερον ἐπικεισθαι τουτους ἡγουμαι
9999989 ἁπτομενοι
των Ἰβηρων και της Κασπιας θαλαττης , προς ἑω μεν ἁπτομενοι της θαλαττης , προς δυσιν δε ὁμορουντες τοις Ἰβηρσι
κατα την ἀγοραν και τους στενωπους κλαιοντες , ἱκετευοντες , ἁπτομενοι δεξιας ἑκαστου και γονατων , ἀπολοφυρομενοι την κατεχουσαν αὐτους
9999989 ὑψηλοτερον
γαρ και μειζον πολυ τε και πλειον ὑψηλον τε και ὑψηλοτερον καθ ' ὑπεροχην νοειται , μικρον δε και μικροτερον
Ὑπερ δε της γης ὀντος του ἀερος , τον αἰθερα ὑψηλοτερον εἰναι φησιν οὑτως : εἰς ἐλατην ἀναβας περιμηκετον ,
9999989 κτωμενους
διακειμενοις ἀχθομεθα , τους δε τιμην μειζω της ὑπαρχουσης ἀει κτωμενους ἐπαινουμεν , και ὁτι των μεν ἀλλων , ἐφ
ἡκε μεν ὡς οὐχ ἁψομενος λογων , ὁρων δε ἀλλους κτωμενους ἐπεθυμησε του κτηματος και μερος λαβων πενθος ποιειται το
9999989 ἐπιχειρησαντες
στενα γαρ λεγω τον Κρισαιον κολπον . οἱ δε ἐντευθεν ἐπιχειρησαντες ἐτυχον της καθοδου μετα πʹ ἐτη των Τρωικων .
ἁ ἐκαλουν ἁρμονιας την ἐπισκεψιν ἐποιουντο , οἱ δ ' ἐπιχειρησαντες οὐδενα τροπον ἐξηριθμουντο , καθαπερ οἱ περι Πυθαγοραν τον
9999989 ψευδομενους
ὁθεν φασιν ἐτι και νυν ἡμας χρησθαι τηι παροιμιαι τους ψευδομενους τας ὁμολογιας ἀναπαριαζειν φασκοντας . . . . ,
μεν κακως ἀκουουσαν παυσαι της αἰτιας , τους δε μεμφομενους ψευδομενους ἐπιδειξας και δειξας τἀληθες [ ἠ ] παυσαι της
9999989 διακοσιας
μεν κατορθουντες τα δε ἡττωμενοι ἀπωλεσαν τριηρεις μεν ἐν Αἰγυπτῳ διακοσιας συν τοις πληρωμασι , περι Κυπρον δε πεντηκοντα και
οἱ Σαραπιωνα , τουτον ἐν ὀλυμπιαδι τῃ πρωτῃ μετα τας διακοσιας ἐς τοσουτο δεισαι τους ἀνταγωνιστας ὡστε ἡμερᾳ μιᾳ προτερον
9999989 θειοις
ἐπιτεχνηματων κατασκελες : οὐ γαρ προσηκει παραβαλλειν τα ἀνθρωπινα τοις θειοις οὐδε τας περι των τηλικουτων πιστεις ἀπο των ἀνομοιοτατων
και σωζεται , ἁ δ ' οὑτοι παραποιουσιν ἁπασι και θειοις και ἀνθρωπειοις πραγμασιν ἐχθρως ἐχει . Οὐκ ἀμφοτερων ἀρα
9999989 καταγαγειν
Θουριων δ ' , οὑς ἐξεβαλον , ἐς την πολιν καταγαγειν , ἁ τε διηρπακεσαν αὐτους , ἀποκαταστησαι ἠ την
και διχα τεμοντα την ΑΒ και ὀρθην ἀναστησαντα την ΡΞ καταγαγειν την ΑΞ περιεχουσαν μετα της ΞΡ γωνιαν ἰσην τῃ
9999989 ποιησειαν
τειχη καλεσωμεν ὑμας . “ ” οὑτως “ ἐφη ” ποιησειαν οἱ θεοι . “ συνεσπειραμενους οὐν ὁ Χαιρεας ἐκεινους
και παντα τα στασιμα και βραδυπορα οὐ κενουντα τους λιθους ποιησειαν ἀν . συντομως δε εἰπειν πασα ἡ διαιτα ἐπι
9999989 κομιζομενος
της ὑδρειας ταξαμενος παρα τοις ἀγρονομοις , ταυτην ἡμερας ἑκαστης κομιζομενος , οὑτω κοινωνειτω τοις γειτοσιν ὑδατος . ἐαν δε
αὐτους φανερους ποιησαι . και το μεν πρωτον οὑτος οὐ κομιζομενος παρ ' αὐτων τα χρηματα μηνυσειν ἐφη τῃ πολει
9999989 πολλαπλασιων
ὡς οὐν ἡγεμοσιν οὐσι των ἀριθμων , του μεν των πολλαπλασιων , του δε των ἐπιμοριων , τουτοις μεν οὐκ
ταλαντων , ὁσα οἰονται δειν οὑτοι νυν ἀπολαβειν , ἀλλα πολλαπλασιων . οὐκουν τουτο μεν πρωτον το πιστευεσθαι , το
9999989 παρανομιαν
, μηνυσαι γε παντως ὠφειλε τους ληιστας και ἐπεξιεναι την παρανομιαν . τον δε ταυτα μη πραξαντα κατα τον νομον
ὡς ἀγαθοι και σωφρονες ἠσαν , οἱτινες ἐξωστρακισαν Κιμωνα δια παρανομιαν , ὁτι τῃ ἀδελφῃ τῃ ἑαυτου συνῳκησε . Καιτοι
9999989 τελειοτερων
δια τουτων των ὁδων , μαλιστα δε και δια των τελειοτερων και δι ' ὡν ἀν κατενεχθεισης ἀπολαυοι τροφης .
σφαιρας κατα ταυτα τα ὀνομασθεντα κεντρα . αἰσθητηρια τα των τελειοτερων ἠδη ζωων τοσαυτα , κατα συγγενειαν και ὁμοιαν ταξιν
9999989 βλαπτουσιν
ἐχουσι τινα ἱδρωτα βλαπτικον , και ἐπειδαν ἁψωνται ἀνθρωπου , βλαπτουσιν . Ἐντρεφεται : ἐμφυεται . βαιος : ὀλιγος .
διατιθεμενοις ἠ καθυπερτερηθωσιν ὑπο της των ἐναντιων αἱρεσεως , ἡττον βλαπτουσιν , μη οὑτω δε τυχοντες σφοδροτεραν την βλαβην ἐμποιουσιν
9999989 φερομενους
προσθειην δ ' ἀν τουτοις και τους ἐν ταις ναυσι φερομενους ἐμπορους τους τε ἐν τοις ἀλλοις εἰδεσι των βιων
φασι γενεσθαι : και γαρ λεγουσιν ὁτι ὁ Πεισιστρατος χυδην φερομενους τους Ὁμηρου στιχους ἠβουληθη συναγαγειν και διωρισε μισθον τινα
9999989 κατηγοριας
διοπερ ἀνωθεν ἀρξαμενος ὁ Ἀριστοτελης καταλεγει τους περι της διακεκριμενης κατηγοριας κανονας , λεγων ὡς ὁταν μητε ἐναντιοτης ἐν τοις
ὡς δε εἰδον ἐγκεκλικος προς την ἡδονην το θεατρον , κατηγοριας ἡψαντο τινες , και την ἀσεβη γραφην εἰς ἐκεινον
9999989 συνεχεστερον
θεοσεβειας . ἀρχομενος ἀπο θεου πραττε ὁ ἀν πραττῃς . συνεχεστερον νοει τον θεον ἠ ἀναπνει . ἁ μαθοντα δει
ποιησας κηρωτην και ἀναμιξας ἐν τῃ θυϊᾳ και ἀναλαβων χρω συνεχεστερον . εἰ δε ὀδυνη τις εἰη πολλη , και

Back