, δορυκνιον . ἀντι μαννης , λιβανου φλοιος . ἀντι μαστιχης , σχοινου καρδια ἠ τερεβινθινη . ἀντι μελιλωτου ,
και ὠτικη ἀγαθη . Ψυλλιου κεκαθαρμενου ⋖ μ , Ἰλλυρικης μαστιχης , ἠλεκτρου ῥινηματος , κροκου ἀνα ⋖ λ ,
9999986 μαστιχην
μη παρειη , τῳ μαστιχινῳ χρησθαι : ἀλλα και την μαστιχην λειωσαντες μετα του ναρδινου μυρου , κἀπειτα ἀναδευσαντες ἐριον
στομαχου . ] Λαβων ξυλαλοην και ἀκαρον , κυπερον και μαστιχην , λιβανον , μελανθιον , μαραθρον και σπαντως ,
9999975 παραδιδωσι
ψυχης : τοτε γαρ ἠ ὑποχωρει τῳ κρειττονι , ἠ παραδιδωσι την ἐπιστασιαν , ἠ ὑποταττεται ὡς συντελειν εἰς αὐτον
: και ὁ Ἡλιος ἀπο ἠους ἀρχομενος παντος αἰωνος κυτος παραδιδωσι ἑσπερον κυκλον διανυων , καθαπερ ὁραται . νυκτος δε
9999974 λαμβανοι
εἰσιν εἰς εὐχυμιαν και εἰς ὑπνον ἀγουσαι τα παιδια . λαμβανοι δ ' ἀν καλως και φοινικων : διουρητικοι γαρ
: τουτον ἀν τις τον τροπον πολιορκων τας πολεις ἀν λαμβανοι μαλιστα μηθεν αὐτος ἀνηκεστον παθων . Ὁστις μη ἀσπαζεται
9999974 στρατευμασι
Ξερξης ἐξηρτησε την θαλασσαν ναυσι και κατεσπειρε την ὁλην γην στρατευμασι και ἐσκεπασε τοις ὁπλοις τον ἀερα και ἐπληρωσε την
ἑτερα κωλων ιζʹ . + εἰωθασιν οἱ περιλειφθεντες ἐν τοις στρατευμασι κομιζειν εἰς τους οἰκους των ἀπολωλοτων ὁσαπερ ἐτι ζωντες
9999974 πολυτελειᾳ
οὐδ ' ἱματιων γε ἑνεκα χρηματιστεον : οὐ γαρ ἐσθητος πολυτελειᾳ ἀλλα σωματος εὐεξιᾳ κοσμουνται . οὐδε μην του γε
. Ἐν δε ταυτῃ συμποσιον ἐννεακλινον ἠν , παραπλησιον τῃ πολυτελειᾳ τῳ μεγαλῳ , και κοιτων πεντακλινος . Και τα
9999974 δοκουντι
ταυτα ὁ Ἀρχυτας λεγει . δωριζει δε οὑτος , τῳ δοκουντι οὐν δωρικως ἀντι του δοκουσι . τοι περι τα
ὁ παις αὐτῳ Νιοβης παιδι ἰσα οἰσεσθαι Διος γε εἰναι δοκουντι . ἐπῳκησαν δε και Ἑρμιονα ὑστερον Δωριεις οἱ ἐξ
9999974 θαυμαστην
καθ ' ἑν ἑκαστον πανθ ' ἑτερους ἐασαι λαβειν , θαυμαστην εὐδαιμονιαν και πολλην ἀσφαλειαν ἐχειν ᾠεσθε . ἐκ δε
πολεμειν τῳ θηριῳ . Γλυκυτητα δε και ἐν τῳ Ἀγησιλαῳ θαυμαστην ἐποιησεν εἰπων , ὁποτε γε μην πορευοιτο , συντεταγμενον
9999974 Ἀγαμεμνον
τ ' ἐπ ' ἀλλους . ὠ Πανελληνων ἀναξ , Ἀγαμεμνον , ἡκω παιδα σοι την σην ἀγων , ἡν
Εὐριπον ἐχουσιν . τι δε συ σκηνης ἐκτος ἀισσεις , Ἀγαμεμνον ἀναξ ; ἐτι δ ' ἡσυχια τηνδε κατ '
9999974 κατεπλαγησαν
και Λιβυῃ λαμπρως ἐφευγον και ἐν Ἰβηριᾳ Πομπηιον τον νεον κατεπλαγησαν . ὁ δε Καισαρ αὐτος ἠν ἀκαταπληκτος και ἐς
φλογα . οἱ δε Λαβικανοι τειχος εὐ κατεσκευασμενον ἐχοντες οὐτε κατεπλαγησαν αὐτου την ἐφοδον οὐτε μαλακον ἐνεδοσαν οὐδεν , ἀλλ
9999974 κατελελειπτο
Τιθαιος Δατιος παιδες . Ὁ δε τριτος σφι συνιππαρχος φαρνουχης κατελελειπτο ἐν Σαρδισι νοσεων . Ὡς γαρ ὁρμωντο ἐκ Σαρδιων
τουτοις μεν οὐν ἀπεκριθη διοτι του ζην οὐδεν ἀξιον αὐταις κατελελειπτο , αὐτος δε τροφης ἀποσχομενος ἐνδειᾳ κατεστρεψε τον βιον
9999973 γραμματικοι
και τῃ φωνῃ : των μαθηματων ἐντος : φιλαποδημοι : γραμματικοι : τα προσπιπτοντα ἐκ της πατριδος δυσχερη γενναιως φεροντες
, ἠ συν τῳ σ , εὐμενους , παρεισιν οἱ γραμματικοι καθολικον τι προφερομενοι και ἀπο τουτου το ζητουμενον βεβαιουντες
9999973 μαχομενη
καταλελειπται ἀρα μια προτασις ἡ λεγουσα οὐ πας ἀνθρωπος ἀντιφατικως μαχομενη : και γαρ ἐπι παντος χρονου και ἐπι πασης
ἀλογος κατα την εἰρημενην , ἀλλα πῃ μετεχουσα λογου και μαχομενη προς τον λογον . διο και τον του ἐγκρατους
9999973 κρατερως
αὐτον ἐπιοντα κεραϊζειν . ὡς δε οἱ Μηθυμναν οἰκουντες μαλα κρατερως ἀντειχον και ἐν πολλῃ ἀμηχανιᾳ ἠν δια το μη
. των ὑπερ ἐνθαδ ' ἐγω γουναζομαι οὐ παρεοντων ἑσταμεναι κρατερως : μηδε τρωπασθε φοβον δε : ἡ διπλη προς
9999973 κομισαντα
Ἀρθμιον τον Ζελειτην ἠτιμωσαν χρυσιον βαρβαρικον αὐτοις παρα του Δαρειου κομισαντα πρεσβευομενον . Κυρσιλον δε της βουλης ἑνα κατελιθωσαν και
δεσποτας ; ἐοικος γαρ δη τουτο ἐκεινῳ σαφως τῳ τον κομισαντα πολεμιου κεφαλην χρυσιον δεχεσθαι της τολμης . της φημης
9999973 ἀνατολικωτεροι
Πιαλαι και ὑπ ' αὐτον ὁμωνυμοι Οἰχαρδαι . Παλιν δε ἀνατολικωτεροι μεν των Ἀννιβων Γαριναιοι και . . . .
Καλειται μεχρι της Πουβα λιμνης : εἰτα των μεν Δαραδων ἀνατολικωτεροι Μακχουρηβοι , των δε Σοφουκαιων Σολουεντιοι : τουτων δ
9999973 θαυμαστης
, ὁ μοι πολλων τῳ ὀντι πραγματων αἰτιον γεγονε και θαυμαστης ἀηδιας . ὡστε προτερον μεν οὐκ ᾐδειν το των
των δ ' ὑπερ των ἐναντιων λεγοντων και πραττοντων ἀφθονιας θαυμαστης , ὡν κρατησαι πολυ μειζον ἠν ἠ των ἐξω
9999973 παραγραφη
εὐθυδικιαν το ῥητον ἐξεβαλλεν ἠ κρινεσθαι ἐπι τοισδε ἐλεγον , παραγραφη ἀν ἠν : τουτο γαρ παραγραφης ἰδιον το δια
, πως δυναται ἡ μεταληψις παραγραφη λεγεσθαι : ὁτι γαρ παραγραφη και αὑτη κεκληται , δηλον ἀφ ' ὡν Ἑρμογενης
9999972 κατελαβεν
ἀεκων ᾐον : και ἐπει με ἀναγκαιη μεγαλη ἐκ σεο κατελαβεν , τοιαδε ἐπετελεσα , ἐσθλα μεν ἐς δεσποτεα ,
ἁμαρτωλος και ἀδικος . ἀλιτηριοι δε ἐντευθεν ἐκαλουντο . λιμος κατελαβεν ποτε τους Ἀθηναιους : ἡρπαζον οὐν τινες ἀλουμενα τα
9999972 παιωνικα
διμετρα : το ηʹ ἑφθημιμερες ὁμοιον : τα θʹ ιʹ παιωνικα μονομετρα ἐκ κρητικων : τα ιαʹ ιβʹ ιγʹ ἀναπαιστικα
κωλων συνεστηκεν ιηʹ , ὡν το αʹ και το βʹ παιωνικα τριμετρα βραχυκαταληκτα , ἐκ διιαμβου , παιωνος τριτου και
9999972 Λακεδαιμονιου
θυγατηρ Χειλωνος του Λακεδαιμονιου , Κρατησικλεια Λακαινα γυνη Κλεανορος του Λακεδαιμονιου , Θεανω γυνη του Μεταποντινου Βροτινου , Μυια γυνη
, αὐτος ἀπετεμε , και ἐθριαμβευσεν . ἀναχωρησις Κλεαρχου του Λακεδαιμονιου ἁμα των συν αὐτωι Ἑλληνων της νυκτος : και
9999972 ἀπειρια
του χρονου , αὐτος δε ἐδειξεν ὡς ἀλλη ἐστιν ἡ ἀπειρια του χρονου και ἀλλος ὁ αἰων . εὑρεν δε
νοοιο . ” ἐνιοι δε ἀγνοιας : και γαρ ἡ ἀπειρια ἀγνοια . αἰτιζων αἰτων : “ αἰτιζων ἀκολους ,
9999972 ὑποδημασι
ἀληθειαις μαλλον ἁρμοσει ἐπι Ἑρμου : ἰδιον γαρ αὐτου τοιουτοις ὑποδημασι κεχρησθαι . και ἡ του δορατος ἀναληψις προς οὐδεν
πολυσχιδη σανδαλια του θερους , του δε χειμωνος ἐν γυναικειοις ὑποδημασι διετελουν περιπατουντες κομας τε ἐτρεφον και πλοκαμιδας ἐχειν ἠσκουν
9999972 συγγενης
ἡ δελτος ἀνοιχθῃ και ἀνακηρυχθῃ μου ὁ καινος δεσποτης ἠτοι συγγενης τις ἠ κολαξ ἠ καταπυγων οἰκετης ἐκ παιδικων τιμιος
λεγειν Ἱπποκρατους , περι τουτον τον καιρον γενομενην , ὁς συγγενης ἠν Μεγακλεους του νικητου : εἰκος γαρ ἠν ἀκουσαντα
9999972 ἐγεννησαν
, ἐκβαλλοντες γαμετην ἑτερην εἰσαγονται , γεννησαντες ἐθαψαν , θαψαντες ἐγεννησαν , παλιν τρεφουσι , γηρας ηὐξαντο , ἐς αὐτο
. προς δε ταις εὐεργεσιαις και την ἐφ ' οἱς ἐγεννησαν ἀρχην ἐλαβον , οὐχ ὡσπερ ἐν ταις πολεσι κατα
9999972 αἰσθητικων
, ὡστε και τας κρειττους ἀποτυπουται ἐνεργειας ᾑ ὑπο των αἰσθητικων κινειται εἰδων . πως οὐν και μη παροντων των
ἐπιστημαι οὑτως ἐχωσι προς ἀλληλας , το μεν ὁτι των αἰσθητικων εἰδεναι , το δε διοτι των μαθηματικων : οὑτοι
9999972 κατεπλευσεν
Μεγαρεων , Αἱλωρων , Νεαιτινων , Ταυρομενιων . τουτων πραττομενων κατεπλευσεν Ἀννιβας μετα ναυτικης δυναμεως εἰς την Ξιφωνιαν βοηθησων τῳ
Ἰμιλκων δε τοις ἀπο των πολεμιων σκυλοις κοσμησας τας ναυς κατεπλευσεν εἰς τον μεγαν λιμενα των Συρακοσιων , και πολλην
9999972 κλησεως
, οὐδεν κωλυει και τας λοιπας ἐγκλισεις μετατιθεσθαι της ἰδιας κλησεως , ἀναδεξαμενας την ἐκ των συνδεσμων δυναμιν . οὐ
, τον αὐτον και Βριαρεων καλων . περι δε της κλησεως του πελαγους . . . μεν ἐν τῳ τριτῳ
9999972 πολυτελες
“ Ποιον γαρ ὀψον , ” ἐφη , “ μοι πολυτελες ἠ ποιος οἰνος τιμιωτερος της σης ὀψεως ; ”
ποιειν . Ὁ αὐτος το Σκρηβωνιας μνημα καλον ἐφη και πολυτελες εἰναι , ἀλλα ἐπινοσῳ τοπῳ οἰκοδομησθαι . Σχολαστικῳ λεπτον
9999972 χαλεπωτατον
μεγιστα κατηγορουντες αὑτων , φιληδονιαν , μισανθρωπιαν , ἀνδροφονιαν καιτο χαλεπωτατον ἀγοςτεκνοκτονιαν . φιληδονοι μεν γαρ , εἰ μη σπορας
παρα το δικαιον , ἀλλα στεργειν τοις παρουσιν , ὁ χαλεπωτατον παντων τοις πλειστοις των ἀνθρωπων ἐστιν . οὑτω γαρ
9999972 ἀπεικαζει
κωμῳδησαι τινας . ἐστι γαρ δενδρον πεφυκος : Δενδρῳ αὐτον ἀπεικαζει ἠ ὡς μεγαν ἠ ὡς ἀναισθητον και ξυλινον ,
ζησαι ἐτη : τον δε Θρασυμαχον ὡς δεινον τῳ Ὀδυσσει ἀπεικαζει : τον δε Ἐλεατην Ζηνωνα τῳ Παλαμηδῃ ἐπειδη και
9999972 Πελιαν
ἀθλον , ὑφ ' ἡς εἰκος αὐτον σεσωσθαι ἱνα τον Πελιαν φονευσῃ ἐχθρον ὀντα της Ἡρας . ἐτι δε και
ἐν τοις κατα τον Ποντον τοποις ἀπολωλασι . διοπερ τον Πελιαν καιρον ἐχειν ὑπολαμβανοντα τους ἐφεδρους της βασιλειας παντας ἀρδην
9999972 στρατευμα
μεν σαλπιγγι : δια της σαλπιγγος παρ ' ἁπαν το στρατευμα : ἠγουν δια παντος του στρατευματος . ἀπιστα μεν
ἐπειδη το τε φρουριον ἐξ ἐφοδου κατειληφεσαν και το ἀλλο στρατευμα ἐμαθον τεταραγμενον , ἐπεκειντο αὐτοις κτεινοντες και διωκοντες .
9999972 Ἀριστοκλης
Βαθυκλης δε ὁ ἐρωμενος Ἀνακρεοντος , οὑτως και παρα το Ἀριστοκλης Ἀριστυλλος . . . . ἀριπρεπεα : τον ἀγαν
ἠ κροτου τε και ἠχους ξυγκεισθαι . ἐτελευτα δε ὁ Ἀριστοκλης μεσαιπολιος , ἀρτι προσβαινων τῳ γηρασκειν . δʹ .
9999972 κρατησει
, ἐφ ' ᾡ , εἰ μεν αὐτος νικησει , κρατησει και της των Ἀθηναιων ἀρχης , εἰ δε ὁ
των θεων γνωμης ἐπανελεσθαι τον πολεμον ἐπηρωτησε την Πυθιαν εἰ κρατησει του βασιλεως των Περσων . ἡ δ ' ἐχρησεν
9999972 βλαστοι
, κυαμος ἐξωθεν ἐπιτιθεμενος , κυπαρισσου τα φυλλα και οἱ βλαστοι και τα σφαιρια τα νεα και μαλακα , κυπερου
μαλαχη ἀγρια , μαστιχη Χια , μελι , περσικης οἱ βλαστοι και τα φυλλα , ῥοδοδαφνη , ὀλυνθοι , ὀποβαλσαμον
9999972 προσαγορευομενη
ἀπηλλακται δε του ξηραινειν και στυφειν . ἡ λυκαψος δε προσαγορευομενη ῥιζαν ἐχει στυπτικωτεραν ταυτης . της δ ' ὀνοχειλου
κατ ' ἀντικρυ νησος ἐστι πελαγια κατα τον ὠκεανον ἡ προσαγορευομενη Βασιλεια . εἰς ταυτην ὁ κλυδων ἐκβαλλει δαψιλες το
9999972 νοσηματι
σημαινομενον του νεκρωδους προσωπου , λεγω δη του ἐπι χρονιῳ νοσηματι γινομενου . δια δε του εἰπειν ἐπανερεσθαι μη ἠγρυπνησεν
. ὁτε μεν οὐν ὁ ἑκτικος πυρετος ἀμικτος ἐστιν ἑτερῳ νοσηματι , βαλανειου χρῃζει , καθαπερ και αἱ ἀλλαι πασαι
9999972 ὡροσκοπουντων
μετα Κρονου ἠ και Ἀρεως ἠ και τουτων των ἀστερων ὡροσκοπουντων και τοτε συντυχε τῳ δυσωπουντι σε : τοτε γαρ
ὑπο ἐξουσιας τινος και φρουρας . Ἀρεως δε και Κρονου ὡροσκοπουντων ἑαυτους παραδωσουσιν ἐξουσιαις τισιν . Ἀρης δε και Ἀφροδιτη
9999972 Φερεκρατης
, μυγμῳ ἠ στεναγμῳ παραπλησιον . κεχρηται δε αὐτῳ καινοτατα Φερεκρατης τι δ ' ἐπαθες ; ἀγρυκτα και ἀλεκτα ,
ἡ Δημητηρ προυκομιζε τας τροφας . ἀορτηρα δε τον ζωστηρα Φερεκρατης ἐν Γραυσι κεκληκεν . ἡ δε καυσια πιλος Μακεδονικος
9999971 κατεφρονησεν
και ἐφειδετο της ἑαυτου ὡρας . εἰ μεν δη χρυσου κατεφρονησεν ἠ χρηματων ἠ ἱππων ἠ τοιωνδε δελεασματων , οἱς
ὁ μεν δη Σκιπιων ὡδε ἐγκληματος ἀναξιου των βεβιωμενων οἱ κατεφρονησεν , σοφωτερον , ἐμοι δοκειν , Ἀριστειδου περι κλοπης
9999971 κομισαι
δε των συγγραφεων φασι τους μεν υἱους της Μηδειας δωρα κομισαι τηι νυμφηι φαρμακοις κεχριμενα , την δε Γλαυκην δεξαμενην
τε καρπων και πληθους ἀνθρωπων , ἐξ Αἰγυπτου τον Ἐρεχθεα κομισαι δια την συγγενειαν σιτου πληθος εἰς τας Ἀθηνας :
9999971 συνεγενετο
ᾡ πραγματι ἐπιθεωρειται δεκας αὐτοδεκας ἐσται . Ἀλλ ' ἀρα συνεγενετο και συνεστη τοις οὐσιν ; Ἀλλ ' εἰ συν
ἐτελευτησε δε τριτον ἀγων και πεντηκοστον ἐτος . ὁτε δε συνεγενετο ἐν Αἰγυπτῳ Χονουφιδι τῳ Ἡλιου - πολιτῃ , ὁ
9999971 παραλιᾳ
σταδιων διαρμα ἀπολειπουσα μεταξυ : ὁλη γαρ σχεδον τι τῃ παραλιᾳ ταυτῃ ἀντικειται παραλληλος ἡ Κρητη στενη και μακρα .
φρουριων και πολισματων του βασιλεως ἐν τε τῃ μεσογειᾳ και παραλιᾳ και προσεθεντο αὐτοις , ἐν οἱς και φρουρους ἐγκατεστησαν
9999971 παραδωσω
. . . : της προκειμενης , οἱον : οὐ παραδωσω . . . λυπαις . . . : ἀντι
ἀταφον βουλονται Πολυνεικην εἰναι , ἐγω δε τουτων ἀκοντων ταφῃ παραδωσω . . δεινον το κοινον ] χαλεπη και βιαιος
9999971 ἐβουλου
ἐστιν , οὐδεν δει διαφερεσθαι . συ δε , εἰ ἐβουλου πολιτικως αὐξησαι τον λογον , παρετιθεις ἀν αὐτοις και
Και μοι εἰπε , ὠ Θρασυμαχε : τουτο ἠν ὁ ἐβουλου λεγειν το δικαιον , το του κρειττονος συμφερον δοκουν
9999971 παρεταξαντο
προηγουμενου στρατευματος ἱππικον πλην των περι ἑαυτον . ὡς δε παρεταξαντο ἀλληλοις , οἱ μεν Θετταλοι , νομισαντες οὐκ ἐν
εἰπειν ἐκεινον . 〛 ὁ μεν οὐν τοπος ἐν ὡι παρεταξαντο Κουναξα καλειται , και Βαβυλωνος ἀπεχει σταδιους πεντακοσιους .
9999971 Λακεδαιμονιος
ἐποιησε πολιν . βοηθησαντες δε ἐς αὐτο Πασιτελιδας τε ὁ Λακεδαιμονιος ἀρχων και ἡ παρουσα φυλακη προσβαλοντων των Ἀθηναιων ἠμυνοντο
σε , σπευδων τοι ξενος γενεσθαι . . Χιλων Δαμαγητου Λακεδαιμονιος . οὑτος ἐποιησεν ἐλεγεια εἰς ἐπη διακοσια , και
9999971 ἐνικησαν
τε πατριδα την ἑαυτων ἐξελιπον και μαχομενοι προς τους βαρβαρους ἐνικησαν . μυρια και ταυτης ἐστι λαβειν της ἀσθενειας δειγματα
και Ἐφιαλτην : οἱ πλευσαντες εἰς την Στρογγυλην μαχῃ τε ἐνικησαν τους Θρᾳκας και την πολιν ἐξεπολιορκησαν . εἰτα ἡ
9999971 δωδεκατημοριον
ῥητον τοιουτον τι δει νοειν οἱον ἐν τοις διαστηματικοις το δωδεκατημοριον του τονου και εἰ τι τοιουτον ἀλλο ἐν ταις
και ὁσα τουτοις παραπλησια δηλοι . Το δε Καρκινου πρωτον δωδεκατημοριον σημαινει περι ἀρχης ἠ ἀρχιερωσυνης ἠ ἱερουργιας , το
9999971 Καλλικλεους
εἰναι νεον το ἐπιγραμμα το ἐπ ' αὐτῳ φησι : Καλλικλεους δε του Μεγαρεως ποιημα ὁ ἀνδριας ἐστιν . ἀνηρ
, πως παλιν ἠνεσχετο Θρασυμαχου , πως Πωλου , πως Καλλικλεους , πως της γυναικος ἠνειχετο , πως του υἱου
9999971 μικροτερα
, ἀμυδρωϲ δε , και τα ὁρωμενα αὐτοιϲ δοκει παντα μικροτερα εἰναι , χεομενου δηλονοτι του ὀπτικου πνευματοϲ . γιγνεται
μελει μαντευεσθαι , ὡς οὐκ ἐξικνεομενης της μαντικης ἐς τα μικροτερα ἠ ὡς οὐκ ἀξιον ὀν ἐπι τουτοισι πονεεσθαι .
9999971 παρακολουθημα
του ἀριθμου . Τις οὐν ἡ φυσις αὐτου ; Ἀρα παρακολουθημα και οἱον ἐπιθεωρουμενον ἑκαστῃ οὐσιᾳ , οἱον ἀνθρωπος και
Πλατων την τυχην ἀπεφαινετο αἰτιαν ἐν ἀπροαιρετοις κατα συμβεβηκος και παρακολουθημα και συμπτωμα και προαιρεσεως κατα την προς το τελος
9999971 ἀμελης
τοὐναντιον ; Τοὐναντιον . Τι οὐν δη ; τρυφων και ἀμελης ἀργος τε , ὁν ὁ ποιητης κηφησι κοθουροισι μαλιστα
της τεχνης ; Οὐδαμως , ἐφη . Ἀργος δε και ἀμελης γενησεται μαλλον αὐτος αὑτου ; Πολυ γε . Οὐκουν
9999971 νεανιου
θαρσειν ὡς οὐκ ἀνατραπησομενου ὑπο της του συος ἐμβολης του νεανιου πλευρα τε βαθεια και γαστηρ ἀπεριττος και στερνα το
το της ἀντικρυ νησου περας διεσωθησαν , ἑνος των αἰπολων νεανιου και τολμῃ διαφεροντος συμπεραιωθεντος , ἀλλοτε ἀλλης των ὠμων
9999971 εὐγενως
Μιτυληναιοι μιαν ὁρωντες ἀπολειπομενην σωτηριαν την ἐκ της νικης , εὐγενως ἀποθνησκειν ἐσπευδον ὑπερ του μη λιπειν την ταξιν .
ἀνδρων οὐτε την παρασκευην των ὁπλων κατεπλαγη , ἀλλ ' εὐγενως ἠνεγκε την σφαγην τεθναναι μαλλον ἠ το Φιλιππου γενος
9999971 σκληροτητος
συμφερει , μονον προμηθευομενον , ὁπως μη ἡ σανις ὑπο σκληροτητος ὀδυνην παρα καιρον παρεχῃν [ ] . καιτ [
δ ' ὁς , περι λεγεις ; Ἀγριοτητος τε και σκληροτητος , και αὐ μαλακιας τε και ἡμεροτητος , ἠν
9999971 παρακοπη
και πυρετος ὀξυς : τῃ δε φλεγμονῃ ἐπιγινεται χολημεσια , παρακοπη , σπασμος . οὐ δει δ ' ἀναμενειν ταυτα
, λυσις . Ὁσοις ἐν τοισι καυσοισι τρομοι ἐγγινονται , παρακοπη λυει . Ὁσοις ἀν ἐν τοις πυρετοις τα ὠτα
9999971 ἐμπιπτουσαν
διαιρεσιν και τεχνην ἑτερα διαιρεσις ὡς προς την ὑλην την ἐμπιπτουσαν : ἡ γαρ τεχνη διδασκαλος ὡς προς την ὑλην
σκαιον ῥιον ὠθει . και τῳ μεν κυλινδων την ἀνωθεν ἐμπιπτουσαν φοραν του ἀνεμου ἐμφαινει , τῳ δε ὠθει την
9999971 διεγενετο
και ᾐσχαλλεν ὁτι μηπω παρεγενοντο . ὡς δε χρονος ἱκανος διεγενετο και οἱ συμπρεσβεις παρῃσαν , ἠδη δε του τειχους
' ὁν οὐκ ἐδουλευσεν ἡ Ἑλλας ; και διακονων Ἀθηναιοις διεγενετο , δι ' ὁν οὐ διηκονησαν Ἀθηναιοι Περσαις τα
9999971 μαλακης
' ἀρ ' Εὐρυνομη τε ἰδε τροφος ἐντυον εὐνην ἐσθητος μαλακης δαϊδων ὑπο λαμπομεναων . αὐταρ ἐπει στορεσαν πυκινον λεχος
και ὑποτροποι ἀπτερυονται . Και δ ' ἀν που γερανοι μαλακης προπαροιθε γαληνης ἀσφαλεως τανυσαιεν ἑνα δρομον ἠλιθα πασαι ,
9999971 φανεισαν
μεν „ εἰπε ” μη παραστηναι σοι την φαντασιαν ἠ φανεισαν ἡσυχασθηναι ἠ , εἰ και διηγειτο τις , μακραν
σεληνιακων ἐκλειψεων , ὡς την ἐν μεν Ἀρβηλοις πεμπτης ὡρας φανεισαν , ἐν δε Καρχηδονι δευτερας , ἀναγραφης ἠξιωσθαι ,
9999971 λαμβανουσα
. , . : γαστηρ : ἡ παντα τον βιον λαμβανουσα και μη πληρουμενη . οὑτω Φιλοξενος . . .
, και μη οὐσῃ : τῃ γαρ του πεπονθοτος εὐφροσυνῃ λαμβανουσα την συστασιν , οὐ τῃ αὑτης φυσει , ἱκανως
9999971 μελισσης
. γεροντα Θασιον τον τε γης ἀπ ' Ἀτθιδος ἑσμον μελισσης της ἀκραχολου γλυκυν συγκυρκανησας ἐν σκυφῳ χυτης λιθου ,
ἀεκοντα κορεσκοις . ναι μην ῥητινη τε και ἱερα ἐργα μελισσης ῥιζα τε χαλβανοεσσα και ὠεα θιβρα χελυνης ἀλθαινει τοτε
9999971 ποιησαιτο
οὐν τις ἐξ ἀρχης ἀπο των ἐναργων ὁρμωμενος την ὁλην ποιησαιτο ταυτην ἀναβασιν ; Οὐκουν ἀξιωμα τουτο προβλητεον , ᾡ
προς τον σατραπην της Παφλαγονιας , ὁπως δι ' ἐκεινου ποιησαιτο την ἀναβασιν : τον δε Φαρναβαζον φοβηθεντα μη περι
9999971 Ποσειδωνιος
, τοσουτον εἰποντες μονον ὁτι των Παρθυαιων συνεδριον φησιν εἰναι Ποσειδωνιος διττον , το μεν συγγενων το δε σοφων και
πολιους : ἐκπινεται γαρ ἡ οἰκεια της τριχος ὑγροτης . Ποσειδωνιος δε φησιν : ἐν Συριᾳ ἐν τοις βασιλικοις συμποσιοις
9999971 ἀπεφαινοντο
εἰ τι ἀλλο τυγχανει τουτοις ὁμοιογενες ὀν . ἀρχην δε ἀπεφαινοντο ἐν παντι ἑν τι των τιμιωτατων εἰναι ὁμοιως ἐν
και ἀριθμους κραθεντων των πρωτων στοιχειων . σχεδον οὐν ταὐτον ἀπεφαινοντο τοις ἁρμονιαν αὐτην τιθεμενοις , πλην ὁσῳ σαφεστερον οὑτοι
9999971 παραδειγμασι
ὁραν . ἐρω δε ὀλιγα , οἱς ἀν τις δυναιτο παραδειγμασι χρησθαι πολλων . ἀπαγγελλων δη προς τους Φαιακας Ὀδυσσευς
συλλαβη εἰς μερος λογου ἠι πεπερατωμενη ὡς ἐν τοις προκειμενοις παραδειγμασι , σπανιωτερον δε ἐπι μεσης λεξεως . οὐ μην
9999971 Αἰθιοπικον
ἀρχης αὐτου ἐκπτωσιν αὐταρκεις , οὐχ ἡττον γε και στρατοπεδον Αἰθιοπικον προς φυλακην ἐπεταξε τοις παρ ' Ἀμενωφεως του βασιλεως
παλαιον . Ἠν τας ἰξυας ἀλγεῃ , ἀνισον και κυμινον Αἰθιοπικον πινετω , και θερμῳ λουεσθω , και ἀπο θερμου
9999971 θαυμασαντα
των βραχιονων αἱμα ἀφελοντα σωσαι την παιδα , τον δε θαυμασαντα συνοικισαι αὐτῳ την παιδα και δουναι την χερρονησον :
Σωπατρου κομισθηναι φασιν Ἀλεξανδρῳ τῳ Μακεδονι , και ἐκεινον πυνθανομαι θαυμασαντα ἐς Δελφους ἀναθημα ἀναθειναι τῳ Πυθιῳ το κερας ,
9999971 ἐγενομεθα
οἱ δ ' ἡμας ἐκελευον εἰσιεναι . ἐπειδη δε ἐνδον ἐγενομεθα , ἐμε μεν ἐκβαλλουσιν ἐκ της οἰκιας , τουτονι
ἡμεις ἀρα , οἱ φθονῳ ἐμετρηθημεν και οὐκ ἐλασσονες φθονου ἐγενομεθα , ἀλλα την ἀρετην των παροντων ἐχομεν αἰτιασθαι και
9999971 καθηκουσα
ὁμορουσα Γερμανια , μεχρι δρυμου Ἑρκυνιου και των Ῥιπαιων ὀρων καθηκουσα , ἡ δ ' ἐπι θατερα τα προς μεσημβριαν
Ἀραξος . Ἡ δε της Ἠλειας μεση και Σικυωνιας , καθηκουσα μεν ἐπι την προς ἑω θαλασσαν , Ἀχαϊαν δε
9999971 Ἐπαφροδιτος
του Διος , ὡς δηλοι Νυμφιος ὁ φιλοσοφος . Οὑτως Ἐπαφροδιτος ἐν Ὑπομνηματι θʹ Ἰλιαδος , παρατιθεμενος Κλειταρχον Αἰγινητην λεξικογραφον
οἱ δικασται : ἠσαν δε κογχαι τινες , ὡς φησιν Ἐπαφροδιτος ἐν ταις Λεξεσιν . τας χοιρινας ] ἠγουν τας
9999971 Κολοφωνιον
χρυσος : και γαρ πολυ φασι παραλλαττειν του ἀλλου τον Κολοφωνιον χρυσον . Αἰθομενον πυρ ] Λαμπον ἐν νυκτι :
οἱ μεν Χιον , οἱ δε Σμυρναιον , πολλοι δε Κολοφωνιον αὐτον νομιζουσιν : εἰναι μεντοι γε ἐλεγεν Βαβυλωνιος ,
9999970 ἰατρικης
λεγομενων , ὡσπερ το ἰατρικον σμιλιον και σιτιον ἀπο της ἰατρικης λεγονται και ἐχουσι μιαν ἀρχην την ἰατρικην , οὐκ
συμβῃ , διαδεχομενῃ ταυτην ἡ μαγειρευτικη τον τοπον ἐκπληροι της ἰατρικης : ἐντευθεν οὐν ὁρμωμενος ὁ Πλατων , ὡς εἰρηται
9999970 κελευθου
ὀιζυος ἰδριες εἰμεν ; ἀλλα παρεξ ἐχε διφρον ἐυξοον ἠδε κελευθου εἰκε † παρεξ ἰεναι † : Τρηχιναδε τοι παρελαυνω
τυχῃς παρα πατρος ἐμοιο . δηομεν ἀγλαον ἀλσος Ἀθηνης ἀγχι κελευθου αἰγειρων , ἐν δε κρηνη ναει , ἀμφι δε
9999970 λαμβανουσης
. ἐν δε τοις ὑστερον χρονοις της πολεως πολλην ἐπιδοσιν λαμβανουσης δια τε τας ἀπο της θαλαττης ἐργασιας και δια
ἀκεραιοι διηγωνιζοντο . τελος δε της μεν ἐνδον δυναμεως ἀφαιρεσιν λαμβανουσης , των δε πολεμιων ἀει πλειονων εἰς την πολιν
9999970 παρελθουσης
„ Λυκηρον τον βασιλεα ἠδικησεν , ὠ βασιλευ , της παρελθουσης νυκτος οὑτος ὁ αἰλουρος : ἀλεκτρυονα γαρ αὐτου πεφονευκε
ἐθεασαμην . εἰδον . εὐφρονης παροιθεν ἐπι , και της παρελθουσης νυκτος , ἐπι της παρελθουσης νυκτος δυϊκως : ἐνομισθησαν
9999970 κτητικαι
ϲυ ἱ , αἱ δε παραγωγοι , ὡϲ παϲαι αἱ κτητικαι , αἱ και διπροϲωποι καλουνται . παραγον - ται
ἡ ἐγκλινομενη γενικη πρωτοτυπος κτητικην συνταξιν ἀνεδεξατο , εἰπερ αἱ κτητικαι των ἀντωνυμιων ἐγκλισιν ἀνεδεχοντο : κἀν οὑτω γαρ κατεκρατησεν
9999970 ἐργαζομενη
των σχηματων διαφορας : οὐ μονον ἐν τῳ ἀερι μεγαλας ἐργαζομενη τροπας και κατακρατουσα αὐτου και μυρια ἐπιτηδεια ἐργαζομενη ,
προδηλοι κριϲιν ἱδρωταϲ τιναϲ ἠ νοτιδαϲ ἠ τιναϲ τοιαυταϲ μερικαϲ ἐργαζομενη κενωϲειϲ ἠ ϲημαϲιαϲ μη γεγονυιαϲ προτερον ἠ και πεψεωϲ
9999970 πλανης
θαλασσαν , ὡς κατ ' Ἐλευσινα γιγνεται , της τε πλανης ἐστη , και την ζητουμενην κομιζεται : μισθους δε
ὁ καθ ' ἡμας γραμματικος ἐν τοις Περι της Μενελαου πλανης . . . . : ὁ δε δωδεκατος αὐτωι
9999970 κομισθηναι
, σφισι δε ἀσμενοις ἀντι χρυσου γενεσθαι το σκηπτρον . κομισθηναι δε αὐτο ἐς την Φωκιδα ὑπο Ἠλεκτρας της Ἀγαμεμνονος
ὁσῳ παρα μεν ἐκεινων βουλομενων ἀπολυσαι ἐστι και ἀλλοθεν εὐπορησαντι κομισθηναι , ἐπι δε τοις ἐχθροις γενομενον οὐ δυνατον :
9999970 ἐρωτικης
Χαρικλεους , βουλομενος αὐτους της λυπης ἀπαγαγειν , ἐμβαλλω λογον ἐρωτικης ἐχομενον ψυχαγωγιας : και γαρ οὐδε ἡ Λευκιππη παρην
δοκει κινηθεις δια την ἐμφυτον ἀμαθιαν ὑπεραραι το μετρον της ἐρωτικης ζηλοτυπιας . και νυν ἐκεινον ἐρωντα μαλλον εὐ ἰσθι
9999970 φυλακτηριον
ἐν τε πολεμοις και δικαις , ἀπαραβατον νικητικον και μεγιστον φυλακτηριον . Περιστερα , πτηνον ἐστι πασι γνωστον . και
τε δειξαντες την οἰκειαν και τῃ Λακεδαιμονι το μεγιστον ἀποδοντες φυλακτηριον . ἐπαινοιντο δ ' ἀν δικαιως , και ὁτι
9999970 ἰσχυρως
και τους ὀρχεις των ἀλεκτρυονων : μετα γαρ του τρεφειν ἰσχυρως ἐν ὀλιγῳ και αὐξειν την δυναμιν ἐτι και το
, ὑδατι μετ ' ἐλαιου πολλου καταντλησας , εἰτα διατεινας ἰσχυρως , πρωτον μεν καταξον ὡς ἐξ ἀρχης ἠν κατεαγος
9999970 γιγνωσκον
παιδιον , και θηριον δε , ἱκανον εἰναι ἰασθαι αὑτο γιγνωσκον ἑαυτῳ το ὑγιεινον , ἀλλα ἐνταυθα δη ἀλλον ἀλλου
προ αὐτης το αὐτοζων , κατα δε την ἐσχατην το γιγνωσκον ἑαυτο και το γνωθι σαυτον : και ἐχουσι προς
9999970 πεφυλαγμενως
συριγμος : των γουν παλαιων τινες σπανιως ἐχρωντο αὐτῳ και πεφυλαγμενως : εἰσι δ ' οἱ και ἀσιγμους ὁλας ᾠδας
ὁρωμεν , ἐμπειρους γενομενους και προλεγειν και θεραπευειν τα τοιαυτα πεφυλαγμενως . Θυμος ἑλκος ἐστιν ὑπερσαρκουν τραχειᾳ και ψαθυρᾳ σαρκι
9999970 τοιουτοιϲ
καμνοντοϲ δε εὐφορια μεγιϲτον και αὐτη ϲημειον . εὐαλωτοι τοιϲ τοιουτοιϲ πυρετοιϲ εἰϲιν , ἐφ ' ὡν αἱ ἀπορροιαι του
διαθεϲιν και αἰϲθηϲιν ἐπιφερει , και τοτε μαλιϲτα ἐπιτεινεται τοιϲ τοιουτοιϲ , ἐπειδαν κινειϲθαι προελωνται . ϲκεπτεον δε ἐπι τουτων
9999970 βλαστανει
γης , φθινει δε σωματος . θνῃσκει δε πιστις , βλαστανει δ ' ἀπιστια , και πνευμα ταὐτον οὐποτ '
ἐμπηγνυμενου του μισχου , και των φυτευομενων δ ' ἐνια βλαστανει θαττον ἐν αὐτῃ : λεγεται δε και προ των
9999970 μανδραγορου
λειου τῳ ἀφεψηματι χαλβανης δραχ . α . κασιας , μανδραγορου χυλου ἀνα δραχ . γ . σμυρνης , λιβανου
Ἑλλησποντον κεκρατηκαμεν . ἀλλ ' ἀνιστησι μεν ἀκοντας οἱον ἐκ μανδραγορου καθευδοντας τους αὑτου πολιτας , ὡσπερ τομῃ τινι και
9999970 ἀνατολικωτερα
ἡ τε Βαγρανδαυηνη και ὑπ ' αὐτην Γορδυηνη , ἡς ἀνατολικωτερα ἡ Κωταια , και ὑπ ' αὐτην Μαρδοι .
πυλων εἰς Θαψακον , ὡστε τῃ ὑπεροχῃ ἐγινετ ' ἀν ἀνατολικωτερα ἡ Βαβυλων της Θαψακου , ᾑ ὑπερεχει ἡ ἐκ
9999970 τεκτονικης
χαρακτηριζεται και οὑ χαριν παντα ποιει . οἱον της μεν τεκτονικης ὑποκειμενα εἰσι τα ξυλα , τελος δε το ποιησαι
ἐπι των ἀλλων τεχνων , ἰατρικης , φερε , και τεκτονικης και χαλκευτικης και των τοιουτων , και μην και
9999970 συλλογισμων
και τοποις . ὁτι μεν οὐν ὁτι μεν οὐν των συλλογισμων οἱ μεν κατα ἀληθειαν εἰσι συλλογισμοι , οἱος ὁ
ὡρισμενα δε ἐχοντων τα ἐμμεσα , γινονται δυο τροποι ὑποθετικων συλλογισμων , ἀμεσων μεν οἱον ὁ ἀριθμος ἠ περιττος ἐστιν
9999970 ἑπομενῳ
Λυρας ἑῳος ἀνατελλει . ὡρων ιδ : ὁ ἐν τῳ ἑπομενῳ ὠμῳ του Ὠριωνος ἑσπεριος ἀνατελλει , και ὁ μεσος
ἀνθρωπον παν ζωον εἰναι ἠ παν γελαστικον . οὐ τῳ ἑπομενῳ οὐν δει ἀλλα τῳ ὑποκειμενῳ συνταττειν τον προσδιορισμον ,
9999970 καταφατικη
ἐστιν ἀγαθον . ἀντιστραφεισα δε ἡ καθολου καταφατικη ἐπι μερους καταφατικη γινεται : τι ἡδυ ἀπονον , οὐδεν ἀπονον ἀγαθον
οἱον οὐ πας ἀνθρωπος δικαιος ἐστιν , ἡ τε μερικη καταφατικη προσλαβουσα το οὐ γινεται μερικη ἀποφατικη , οἱον τις
9999970 συνεβαινεν
κατα τας ἐκκειμενας ὑποθεσεις ἐπιλογιζομενων , ὁπερ ἀν αἰσθητον πανυ συνεβαινεν μη συμπαραλαμβανομενης της περι την ἀνισοτητα του ἐνιαυσιου χρονου
υι διφθογγου γινεσθαι ἐκβαλλομενου του ο , καθοτι δυο ἀτοπα συνεβαινεν ἀν , το τε ληγειν εἰς συμφωνον την υι
9999970 ἀναπληρωσεως
της ἐμπτωσεως παροδον την αὐτην οὐσαν προς αἰσθησιν τῃ της ἀναπληρωσεως . ἐπι δε του ἐλαχιστου ἀποστηματος ἡ μεν ΑΒ
της διαμετρου δακτυλοις τα ἐπιβαλλοντα της ἐμπτωσεως μορια και της ἀναπληρωσεως και ἐτι του ἡμισους της μονης . Ἐπραγματευσατο γραμμικως
9999970 ἐπηγγειλαμην
λελοιπε με το των ἁλιεων , ὁ κατ ' ἀρχας ἐπηγγειλαμην . ἱν ' οὐν μη περι σμικρων διεξιοιμεν ,
τοις τοιουτοις . ἀκριβεστερον δε και περι τουτων , ὁπερ ἐπηγγειλαμην πολλακις , ἐν τῳ περι μεθοδου δεινοτητος ἡμιν λελεξεται
9999970 ἐστρατευσαν
δυναμεως ἀπηρεν εἰς την Ἀσιαν . Ὡς Καρχηδονιοι μεγαλαις δυναμεσιν ἐστρατευσαν εἰς την Σικελιαν . Ὡς Γελων καταστρατηγησας τους βαρβαρους
μερων ἀνθρωποι το γενος ἀσημοι , καταθαρσησαντες ἐπι την χωραν ἐστρατευσαν , και ῥᾳδιως ἀμαχητι ταυτην κατα κρατος εἱλον .
9999970 ἀγαθοτητα
τετταρες ἀπορροιαι γεγονασιν , ἡ γενικη ἐστιν ἀρετη , ἡν ἀγαθοτητα ὠνομασαμεν , αἱ δε τετταρες ἀπορροιαι αἱ ἰσαριθμοι ἀρεται
αὐταπαντα την ἀρχην κατα δυναμιν ἀπομιμουμενα εἰς ἀιδιοτητα τε και ἀγαθοτητα . Πως οὐν το τελεωτατον και το πρωτον ἀγαθον
9999970 Συρακοσιον
τουτων την αἰτιαν και τον λογον ἐπεγνωκεναι φασιν τινες τον Συρακοσιον Ἀρχιμηδη : μονος γαρ οὑτος ἐν τῳ καθ '
ἐπει δε σιγᾳς , ἐγω ἐρω . κατα γαρ τον Συρακοσιον ποιητην : τα προ του δυ ' ἀνδρες ἐλεγον

Back