, ὡς κουκινον ἐζεματισμενον , ῥυτιδας ἐχοντα , φαλακρον , κυφον ἠ κυρτον . Θ . ῥυπωντα : Ῥερυπωμενον .
και ἐναντιον τῳ κυρτῳ λορδον καλειται , ὁ δη και κυφον καλει . λασιον : ὀθονιον , ὡς Θεοπομπος ἐν
9999986 παραλαμβανεται
, ὁϲα προϲ την ἰατρικην ἠ ὑγιεινην χρειαν ἐξ αὐτων παραλαμβανεται . καθολου τοινυν χρη γιγνωϲκειν ὡϲ καλλιϲτη ϲαρξ ἐϲτιν
μαλιϲτα νοϲημαϲιν ἁρμοζει ὡϲ ἐπιπαν και προ του ϲιναπιϲμου δε παραλαμβανεται εἰϲ το παραϲκευαϲαι το ϲωμα τῳ ναπυι , και
9999986 παρεπεσθαι
ἠ ἀραιοτεραν ἠ διαστροφον ἐχειν τον σχηματισμον ἠ παρα το παρεπεσθαι δυσκρασιαν μοχθηραν . Διοκλης δι ' ἀτονιαν των ἀνδρων
οὐσαις συνεχεσι , φαντασιαν ὁ χρονος συνεχειας ἐκ του αὐταις παρεπεσθαι διδωσιν , οὑτως αὐτος φαντασιαν ἀμεσοτητος ἐξ αὐτων ἀναδεχεται
9999986 παραλαμβανουσιν
δια καρδαμωμου και κυμινου και κνιδης σπερματος και πεπερεως ἐκλειγματα παραλαμβανουσιν . ἡμεις δε ταυτα δια την δριμυτητα παραπεμψαντες ,
, ἐν σοφῳ μονῳ φυομενην . το δε λεγειν ἀμφοτεροι παραλαμβανουσιν ὡς διαφερον του διαλεγεσθαι , ἐπειδηπερ το μεν ἐν
9999986 ἀπεχομενους
τον Ὁμηρον Συρον ὀντα το γενος κατα τα πατρια ἰχθυων ἀπεχομενους ποιησαι τους Ἀχαιους δαψιλειας πολλης οὐσης κατα τον Ἑλλησποντον
, οὑ μηποτε φυσιν την αὑτου ῥιζωθεν ληψεται γονιμον , ἀπεχομενους δε ἀρουρας θηλειας πασης ἐν ᾑ μη βουλοιο ἀν
9999986 ἐπαινουμενων
προαιρεσις , ἐαν τις ὀρθως σκοπῃ , ταις των τοτε ἐπαινουμενων ἀνδρων ὁμοια και ταὐτα βουλομενη φανησεται , ἡ δε
αὐτουργος , οὐ μην των ἀπερριμμενων τις , ἀλλα των ἐπαινουμενων δι ' ἀρετην και τα πολεμια ἀλκιμος , και
9999986 πρακτικον
γουν δυο μερη του νοος εἰσιν , εἰκοτως Κρονιδην το πρακτικον φησι του νοος . καλως δε και του εἰπε
τρεφειν και αὐξειν , ὡς ἑπομενον δε και ἐπι τον πρακτικον χωρειν βιον . Ἡ δε του φιλοσοφου σπουδη κατα
9999986 παρειχον
συμφορᾳ . ἐγω δε ἀνεβοησα τε και το βιβλιον παρενεγκων παρειχον ἀναγινωσκειν ἀμφω και δους ἀντιγραφα δεομαι πεμπειν ὑμιν την
της συνεχους και καθ ' ἡμεραν πολιτειας , ἐν ᾑ παρειχον ἐμαυτον ἐγω πολιτευομενον , οὐδεμιας ὀργης οὐδε δυσμενειας οὐδ
9999985 ἀκοντιον
κατα νωτου τον ἀνθρωπον . . ξυστον : δορυλλιον , ἀκοντιον . . . . . Ἀρριανος : τα σημεια
οὐκ ἐβαλον αὐτον , ἀλλα δια το μηδενι ὑπο το ἀκοντιον ὑπελθειν : ὁ δε νεανισκος οὐδεν περισσον τουτων ἁμαρτων
9999985 ἀναπληρουμενου
, της σεληνης οὐσης κατα το Ο , και πρωτου ἀναπληρουμενου της σεληνης , αὐτης οὐσης κατα το Ξ ,
προς μεσημβριαν της δυτικης τομης , ἐπι δε του ἐσχατου ἀναπληρουμενου του ἡλιου και του πρωτου ἀναπληρουμενου της σεληνης ὡς
9999985 μετατιθησιν
, ὁτι ἡ μεν μεταθεσις το παρα του κατηγορου ἐπιφερομενον μετατιθησιν ἐπι το ἀνευθυνον , ἡ δε πιθανη ἀπολογια το
συνταξεως ἀνεμερισθη , καθο ἡ ἀπολελυμενη συνταξις αἰτουσα ὑποτακτικην ἀντωνυμιαν μετατιθησιν και την τασιν , τουτεστιν ἐγκλιτικας αὐτας καθιστησιν ,
9999985 διπλασιον
παραλληλοις ταις ΒΓ , ΑΕ . ἀλλα το ΑΒΓΔ παραλληλογραμμον διπλασιον ἐστι του ΑΒΓ τριγωνου : ἡ γαρ ΑΓ διαμετρος
ἐστιν ἰση ἡ ὑπο ΔΛΠ γωνια τῃ ὑπο ΚΛΝ : διπλασιον ἀρα ἐστι το ὑπο ΚΛΝ του ὑπο ΛΔΓ .
9999985 κυντερον
, καθως φησιν Ὀδυσσευς τετλαθι δη , κραδιη : και κυντερον ἀλλο ποτ ' ἐτλης . τριτη ἀπορια : εἰ
κραδιην ἠνιπαπε μυθῳ : τετλαθι δη , κραδιη : και κυντερον ἀλλο ποτ ' ἐτλης . Πανταπασι μεν οὐν ,
9999985 τρεπεσθαι
οὐδεν κυριολογειται την δι ' ἀλληγοριας ὁδον φυσικοις φιλην ἀνδρασι τρεπεσθαι την ἀρχην ἐνθενδε του λογου ποιησαμενους : εἰ το
οὑτως ἐχει : εἰ γουν παρ ' ἐμε ἠν το τρεπεσθαι , ὁποτε ἐβουλομην , ἀν ἐχρωμην αὐτῳ , και
9999985 κομιζομενον
μετεσχηκοτα και τεθεαμενον θεον τον αὑτου νεων τον ἐν ἀστει κομιζομενον μετα την ἐξω τειχους διατριβην την κατα νομον .
της ἀκτης το ἀνθος . καρυοφυλλον το ἐκ της Ἰνδιας κομιζομενον . κονια ἠτοι ἡ στακτη ὀνομαζομενη . κισσανθεμον ἠτοι
9999985 παρεσεσθαι
ᾑ τε κρατειται . Πρωτον μεν θεογνωσιαν και θεολογικην ἐπιστημην παρεσεσθαι τοις οὑτως ἀχθεισι προλεγει και παντων των ἀπο της
παρα των Ἀντιατων βοηθειᾳ , ἡν οὐ δια μακρου σφισι παρεσεσθαι ἐπιστευον , ἀνοιξαντες ἁπασας τας πυλας ὡρμησαν ἐπι τους
9999985 ἀγγειον
ποσιν ] το ποτον νεμε ] δοθι τευχος ] το ἀγγειον και κεν λοιγηεντι : ἡ συνταξις οὑτω : και
: ἠ την μεμιγμενην ἐν τῳ ἀμολγεικαλουσι δε οὑτω το ἀγγειον εἰς ὁ το γαλα ἀμελγουσι : το δε γαλα
9999985 ἀναρθρον
αὐτους εἰναι ] : τινες δε φασιν ὁτι και το ἀναρθρον [ μεν ] της λαλιας αὐτων [ ὡσανει ἀρθρα
ἐναρθρον ἐχοντα ἀπαγομενα προς των πολεμιων αἱμασσεται , ὡστε αὐτα ἀναρθρον φωνην και ὡσπερ προβατωδη προϊεσθαι . το δ '
9999985 παραμειναι
ὁ θεος την μετανοιαν αὐτων καλην και καθαραν και δυναμενους παραμειναι ἐν μετανοιᾳ αὐτων . ἐκελευσεν οὐν τας ἁμαρτιας αὐτων
διαπηγματος και της σπαθης , ἡς αἱ ἀρχαι ἐξω ἐωνται παραμειναι . προς δε τον καταρτισμον παρεστωτος του πασχοντος τῳ
9999984 ἀποφαινειν
και ὁμοια και ἀνομοια και ἀλλο ὁτιουν τα ὀντα πασχοντα ἀποφαινειν . Και καλως γ ' , ἐφη . χρη
κατηγορουντες του Ζηνωνος , πρωτον μεν την ἐγκυκλιον παιδειαν ἀχρηστον ἀποφαινειν λεγουσιν ἐν ἀρχῃ της Πολιτειας , δευτερον ἐχθρους και
9999984 παραβαλλομενων
τουτου γινομενου , τουτεστιν ἀφ ' ἑτερων εὐθειων ἀλογων χωριων παραβαλλομενων παρα την Β ῥητην και πλατη ποιουντων τας εὐθειας
μειζον ἐστιν . Παντων ἀρα των παρα την αὐτην εὐθειαν παραβαλλομενων παραλληλογραμμων και ἐλλειποντων εἰδεσι παραλληλογραμμοις ὁμοιοις τε και ὁμοιως
9999984 τροφον
ταις κινησεσι , κρατηθεν διωλετο , ἐαν δε ἡν τε τροφον και τιθηνην του παντος προσειπομεν μιμηται τις , και
θυμῳ , ὡς εἰκος την κοινην ἁπαντων αἰτιαν τε και τροφον . πρωτη γαρ ἀνθρωπον ἠνεγκε και πρωτη βιου χρησιν
9999984 βορειον
και βηχας , ἐνιοισι δε και φθισιας . Ἠν δε βορειον τε ᾐ και ἀνυδρον , και μητε ὑπο κυνα
οἰκουμενης το κατα την Σκυθιαν , ὁ δη και αὐτο βορειον μερος της Μεγαλης Ἀσιας γινεται : το δε ἀντικειμενον
9999984 μιγνυμενον
ἐπι την ἐκκρισιν : ὀλιγον δ ' εἰναι χρη το μιγνυμενον αὐτῳ μελι , μη πως γενηται δακνωδες . ἐλαιαι
δε καθ ' ἑκαστον ἐστι το συνεκτρεφομενον και συνανα - μιγνυμενον εἰτε δια τας χωρας , ὁπερ οὐκ ἀλογον ,
9999984 καθαιρον
ὑδατι διεις , εἰριῳ ἑλιξας , προστιθει . Ἑτερον χολην καθαιρον : σικυης ἐντεριωνην λειην τριψας , μελιτι φυρησας ,
μιξας και ἐλαιον ἀνθινον , κλυζειν . Φλεγμα και χολην καθαιρον : κοκκους κνιδιους ἑξηκοντα , μελι τε και ἐλαιον
9999984 λαμπροτερον
. και οὐκ οἰδα γε , εἰ τι παραδειγμα τουτου λαμπροτερον ἐχομεν του μεχρι τουτου Λασθενης φιλος ὠνομαζετο Φιλιππου και
σε τινες ἀφ ' ἑαυτων ἐπιχειρησουσιν , ἀλλ ' ὁσῳ λαμπροτερον τἀκει χωρησειν ὑπολαμβανω , τοσουτῳ σφοδροτερον ἐπικεισθαι τουτους ἡγουμαι
9999984 παρεργον
πραγματων και τοσαυτης και τηλικαυτης σοφιας μεγεθος ἀρα σοι δοκει παρεργον μεν εἰναι του χρηματιστου , του δε περιεργουντος ἐφολκιον
ὁρωσα , και το ὁραμα τοιουτον ἠν , ὡς μη παρεργον ποιεισθαι την θεαν το ὁρων , ὡς τῃ οἱον
9999984 ψιλους
αὐτον τους καβαλλαριους και μετ ' αὐτους ὀλιγους σκουτατους και ψιλους νωτοφυλακας δια τας ἐκ του νωτου ὡς εἰκος ἐπιγινομενας
προαγειν ἀνω του ποταμου ὡς διαβησομενους ἐκειθεν , τους δε ψιλους ἀνωτερω των ἱππεων . οἱ μεν πολεμιοι ἀντιπαρηγον ὡς
9999984 παρεδρον
? [ κοινην Ὀλυμπου την ἀνω μοναρχιαν . ἡ τοι παρεδρον [ ] θεων δρομον κεκτημενη ? ? Δικη ?
του παρεδρου πατερα , ἐβουλευου δε ὁπως αὐτον ἐκβαλῃς τον παρεδρον ὡς πλειονων ἠ προσηκε γραμματων εἰσιοντων τε και ἐξιοντων
9999984 ἀνισους
ἀρτιος ἀριθμος διαιρεθῃ διχα , ἐτι δε διαιρεθῃ και εἰς ἀνισους ἀριθμους , οἱ ἀπο των ἀνισων ἀριθμων τετραγωνοι διπλασιοι
ὑβριζωσι τι περι τους ὡν ἐπιμελουνται , προσταξεις τε προσταττοντες ἀνισους , και ἐπιχειρουντες λαμβανειν τε και φερειν των ἐν
9999984 κατορθουμενων
εἰ στεφανουν ἐπι τοις ἠτυχημενοις ἠξιου την βουλην : των κατορθουμενων γαρ ἐγωγ ' ἡγουμην ἐργων τας τοιαυτας ὡρισθαι τιμας
ἐπιεικειας κρινομενα παντων ἐστι των ἀγαθων των παρα του φρονιμου κατορθουμενων , προς ἀλλον του ἐπιεικους την οἰκειαν ἐνδεικνυμενου ἐνεργειαν
9999984 ἀφικομενους
παιδιων ἐκεισε τρεπειν τας ἡδονας και ἐπιθυμιας των παιδων οἱ ἀφικομενους δει τελος ἐχειν , τουτ ' εἰ δει φησαι
βιᾳ ἐξαιρειν ἠ ὁμολογιᾳ παριστασθαι και ἐπι τον Ἰνδον ποταμον ἀφικομενους παρασκευαζειν ὁσα ἐς την διαβασιν του ποταμου ξυμφορα .
9999984 τρεφον
ὡστε το κινουν πρωτον τας κατα προαιρεσιν κινησεις και το τρεφον ἡμας ἀναγκη ἑν και ταὐτον εἰναι . „ ὁταν
γενεσιν και μητερα Τηθυν , οἱ με σφοισι δομοισιν ἐϋ τρεφον ἠδ ' ἀτιταλλον : τους εἰμ ' ὀψομενη ,
9999984 καρδιας
πλευριτιδος . κʹ περι ἐμπυηματων . καʹ περι παθων της καρδιας . αʹ Περι ἀνωρεξιας . βʹ περι βουλιμου .
ἰδεας . δια δη την εὐποριαν της τοιαυτης τροφης ἀπο καρδιας ἐπιπεμπεται τῳ πνευμονι , του αἱματος ἀκριβως ἐν ἐκεινῃ
9999984 παρατατικον
, ὁπερ ἀπο του καλεω συνεκοπη . Ἠ και εἰς παρατατικον , ἀπο του κεκλω , ὁπερ ἀπο του κλεω
προ πολλου : και εἰ μεν ἀτελες , ποιει τον παρατατικον , οἱον ἐγραφον ἐποιουν : εἰ δε τελειον ,
9999984 παρεχον
ὁταν εἰς τα ἐλαχιστα διαιρηται , ἀνισα τα μερη ἀλληλοις παρεχον . οὐ γαρ διχῃ εἰς ἰσα μεριστον : ἀναιρετικον
ταυτα λυσητε ] βουλεται ψηφισμα λαβειν παρα του δημου το παρεχον την ἀδειαν του κατηγορειν του νομου . τηνικαυτα τον
9999984 καταντιον
μεσσον ἀυτεεν . Ὁς δε μιν οὐ τι ταρβησας οἰμησε καταντιον : ἀμφι δε πολλη ποσσιν ὑπ ' ἀμφοτερων κονις
πολιν και ἠθεα λαων . Τοις δ ' ἀφαρ ὠμαρτησε καταντιον ἐρχομενοισι κουρη ὁμογνητη μεγαλοφρονος Αἰηταο , Ἠελιου θυγατηρ :
9999984 ψευδομενους
ὁθεν φασιν ἐτι και νυν ἡμας χρησθαι τηι παροιμιαι τους ψευδομενους τας ὁμολογιας ἀναπαριαζειν φασκοντας . . . . ,
μεν κακως ἀκουουσαν παυσαι της αἰτιας , τους δε μεμφομενους ψευδομενους ἐπιδειξας και δειξας τἀληθες [ ἠ ] παυσαι της
9999984 ἐνδεικνυμενον
φαντασια μεν οὐν ἐστι παθος ἐν τῃ ψυχῃ γινομενον , ἐνδεικνυμενον ἐν αὑτῳ και το πεποιηκος : οἱον , ἐπειδαν
φαντασμα , φαντασιαν μεν λεγοντες το παθος της ψυχης το ἐνδεικνυμενον ἐν ἑαυτῳ [ . . . . , το
9999984 θερμαινομενου
το σωμα θερμαινεται : και γαρ ἀπο της ταλαιπωριης τουτου θερμαινομενου και ἡ ἰκμας ἐν αὐτῳ διαχεεται , και γινεται
ἁφης δε , ὁταν μεταξυ ᾐ του θερμαινοντος τε και θερμαινομενου , και ἐπι της γευσεως , εἰ των ὑγρων
9999984 περονης
, και ὁ εἰς εὐθυ ἐξακοντισμος του αἱματος , και περονης μετρον , και το σταδιον , ὁπερ ἐν συνθεσει
την συμβολην , δια το ἐπιπολαιως συνηρθρωσθαι . της δε περονης το μεν ἀνω ἀκρον συμπεφυκε κατα του ἀντικνημιου ὑπο
9999984 ἀνδρειους
ὁπλοις ὡσπερ Κορυβαντες . Νη Δια : χρη γαρ τους ἀνδρειους . Και μην το γε πραγμα γελοιον , ὁταν
ἀνθρωποι δικαια πραττουσι δεισαντες , ὁ γαμος δικαιους ἁμα και ἀνδρειους ἀποτελει : και μην και σοφους , οἱς προνοεισθαι
9999984 λαμβανοντος
καθοσον δε ἰσον , δυο τινων ἐστι , του τε λαμβανοντος και του δωρου : το γαρ ἰσον των προς
ἐπιστημην του εὐ λεγειν , ἀλλως μεν Ξενοκρατους την ἐπιστημην λαμβανοντος και ἀρχαϊκῳ , νομῳ ἀντι της τεχνης , ἀλλως
9999984 Δαρειον
δεσποτας των κατα την Ἀσιαν . ἐτι δε Καμβυσην και Δαρειον και τους ἀλλους τους ἐφεξης , τον μεν Καμβυσην
Καμβυσης Πηλουσιον ἑλων εἰσω της Αἰγυπτου παρηλθεν . Οἱ περι Δαρειον ἑπτα σατραπαι τους μαγους ἀρχοντας Περσων καταλυσαντες ἐβουλευοντο της
9999984 ἐπιτιθεμενους
παιδειας ἀγωνα προς τους γενεσιουργους πολεμιους , τους τε ἐξωθεν ἐπιτιθεμενους και τους ἐνδον προδιδοντας . , . . Ἀμμωνιανος
ἱεραξ μεν φανερους και ὁμοσε χωρουντας , ἰκτινος δε λαθρᾳ ἐπιτιθεμενους . Κοραξ δε μοιχῳ και κλεπτῃ προσεικαζοιτ ' ἀν
9999984 κοιτον
ἀνακτων Τρωων εὑρω ; που δηθ ' Ἑκτωρ τον ὑπασπιδιον κοιτον ἰαυει ; τινι σημηνω διοπων στρατιας οἱα πεπονθαμεν ,
δη τοτε που δορποιο και ἀκρητοιο ποτοιο παυσαμενοι Δαναοι λαθικηδεα κοιτον ἑλοντο . Χθιζον γαρ καματοιο μενος κατεδαμνατο παντας :
9999984 παρακαλουντων
φρουραν ἐκβαλουντες , παραγενομενων δε πρεσβευτων ἐκ της Ἀλεξανδρειας και παρακαλουντων παυσασθαι της φιλοτιμιας τουτους μεν ἀπεκτειναν , την δ
ἐπ ' ἀκουσιῳ τῳ κακῳ , των δε ἀλληλους ἀμυνειν παρακαλουντων : και οἱ μεν ὀπισθεν ἀνειχον τους ποδας χερσι
9999984 ἀθροιζομενον
οὐχ ὡς ὁ Σωρανος ᾠηθη φλεγμονην εἰναι : το γαρ ἀθροιζομενον αὐταις κατα βραχυ σπερμα μενον και καταψυχομενον , διδωσι
γενναται μαλλον τῃ χοληδοχῳ κυστει ἐοικοτα , ἐν οἱς το ἀθροιζομενον ὑγρον περιεχεται . παρεπεται δε ταις πασχουσαις ὀγκος μεγας
9999984 πολισματιον
, ἀλλ ' οἰομαι σφαλμα εἰναι . ἐστι και Λαμψακου πολισματιον Γαργαρον . ἐστι και ἑτερα της Ἰταλιας , και
δε και Ἀρτεμιδος ἱερον καλουμενον Ταυροπολιον ἐν τῃ νησῳ και πολισματιον Οἰνοη , και ἀλλο Δρακανον ὁμωνυμον τῃ ἀκρᾳ ἐφ
9999984 καλλινικον
σε δακρυοις στενω , πρεσβυ , και τεκεα και το καλλινικον καρα . ἑκαστερω προβατε , μη κτυπειτε , μη
ἐδοξασεν ἀνακηρυξας κατα τα Πυθια : ἀνεκηρυξε γαρ ὑπερ το καλλινικον ἁρμα του Ἱερωνος ὁ κηρυξ οὐσαν αὐτου πατριδα .
9999984 παραστηναι
παρα τον αἰγιαλον και τραπεζαν τεθηναι , και παιδας πιγκερνας παραστηναι . ὁταν δε ἰδῃς ὁτι παντα πεπληρωται , του
τι δε χειρον ἐπιμαθειν , ἐπισκεψασθαι δε και σιτοποιον , παραστηναι δε και ἀπομετρουσῃ τῃ ταμιᾳ , περιελθειν δ '
9999984 ἀνοικειον
των ἐπιστημων το ἀψευδες τε και ἀληθες , οὐδε τουτο ἀνοικειον . ταις γαρ ἐπιστημαις οὐδεν ἁρμοδιωτερον οὐδε σκοπιμωτερον ὡς
, ἠμελλεν τρεις εἰναι ὁμου και δυο , ὁπερ ἐστιν ἀνοικειον πληθυντικου ἀριθμου : ὁ γαρ δυο ἀριθμος οὐκ ἐστιν
9999984 ἀναλαμβανεται
ὑποϲταθμηϲ τηϲ ἐν τοιϲ χαλκειοιϲ , ἡτιϲ ἐποπτηθειϲα λειοτριβειται και ἀναλαμβανεται κηρωτῃ ῥοδινῃ μεχρι ϲυϲταϲεωϲ ἐμπλαϲτρωδουϲ . ταυτα μεν ἐξωθεν
το τηλεφιλον . εἰτε δε τουτο εἰτε ἐκεινο ἐστιν , ἀναλαμβανεται παρα των ἐρωντων το τηλεφιλον , και πληττομενον εἰ
9999984 προϊστασθαι
: τινα οὐν ἀντιταξεις τῳ Τυδει ; τις ἀξιος ἐστιν προϊστασθαι της ἐγγυτητος ταυτης ; τιν ' ] ἀνθρωπον .
: ἀρχειν μεν γαρ ἐστιν το τινων ἐπ ' ὠφελειᾳ προϊστασθαι , κρατειν δε το βιᾳ τινας ἀγειν ὑπακουομενους ἐπι
9999984 παραβαλλοντες
τα ἀλλα ὁποιος εἰμι πολιτης ἐγω , προς ὁντινα βουλεσθε παραβαλλοντες τοσουτων οὑς οὐ κατακαετε . ἐστι μεν γαρ χωρια
. διαγνωσομεθα δε , εἰ το νοσημα σωτηριον ἐστι , παραβαλλοντες δηλονοτι τον τονον της δυναμεως τῳ μεγεθει του νοσηματος
9999984 ἀναγειν
πληθεσιν οὐκ ἐδηλου τἀληθες , ἐφασκε δ ' εἰς Κιλικιαν ἀναγειν την δυναμιν ἐπι τους ἀφεστηκοτας του βασιλεως τυραννους .
τις . ὁσα μεν οὐν εἰς την των ὁλων φυσιν ἀναγειν ἀξιουντες οἱ πρωτοι ταυτα φιλοσοφησαντες τους περι του θεου
9999984 παραβας
νομους τους σους , ἀθετησας δε τας σας ἐντολας , παραβας δε τα σα προσταγματα , ἀλογησας δε των χρηστων
βαρβαροις εὐ δοξαντ ' ἀν ἐχειν , σκοπεισθ ' ὁ παραβας ἡντινα δους δικην ἀξιαν ἐσται δεδωκως . Εἰ μεν
9999984 ὀνομαζομενους
γενομενου και ζεσαντος , ἐνσκηψαντος μοριῳ τινι , συμραινει τους ὀνομαζομενους ἀνθρακας γινεσθαι , οἱπερ εἰσι χαρακωδη ἑλκη , το
τους ἰδιους λογους και μυθους , τους ἀχρι και νυν ὀνομαζομενους , κατελιπεν εἰς την βιβλιοθηκην και λαβων παρα του
9999984 παραλιας
τουτοις οἰκουντα και ταις ὑπωρειαις της τε ἐκτος μεχρι της παραλιας της Ἀδριατικης και της ἐντος . ἀρκτεον δε παλιν
αὑτους ὀντων , πλην εἰ τι Μιλησιοι και Μυουσιοι της παραλιας ἀποτετμηνται . ἀρχη μεν οὐν της Καριας ἐστιν ἡ
9999984 ἀναιτιον
δυναμις προς ἡμετεραν εὐεργεσιαν κινηθειη . Και ἀλλως το ποθεν ἀναιτιον ἀφηκε , του δε ποι την αἰτιαν προτιθησιν :
θεου τε ἀποδεικνυς το ἐργον και μηδεν εἰς την κορην ἀναιτιον οὐσαν του παθους παρανομειν ἀξιων : Ἀμολιῳ δε των
9999984 κινουμενοι
τε ἠχους ἐσκιρτων εὐρυθμως : χαιρουσι γαρ τοιαυτην τινα ὀρχησιν κινουμενοι , ἐπαν οἰνου πλειονος ἐμφορηθωσιν . ὡς δε παν
τροπῳ κινουμενοι οὐ κατα το συνηθες ἑκαστος ἐπι των νεων κινουμενοι ἐν ὀλιγῳ : διαστηματι . ῥᾳσται δε ἐς το
9999984 παρασχεσθαι
τινος παραδοντος ἐρωτατ ' αὐτον , και καθ ' ἑκαστον παρασχεσθαι μαρτυρας ἀξιουτε . ἐαν δ ' εἰναι μοι φῃ
, εἰτε οἰκτῳ του ἀνθρωπου εἰτε και ἀποδοχῃ , παντα παρασχεσθαι , μητε ὑπουργιας τινος φεισαμενον μητε δαπανης μηδεμιας .
9999984 παραγειν
γινεται γαρ καλλιστον βοηθημα σαρκωσαι και εἰς οὐλην τα ἑλκη παραγειν δυναμενον . ἐχει δε την συνθεσιν οὑτω : Λημνιας
ἀν ἐκτεισηι τα ὀφειλομενα , σωμα , και οὐδεν δειν παραγειν οὐδε ἑν γραμμα . . μαρτυρεονται δε και οἱ
9999984 κατεχομενους
και διδωσι τῃ γῃ . τους δε βιᾳ ὑπο τινος κατεχομενους ἀπαλλασσει : και γαρ το περιεχομενον του περιεχοντος ἀπαλλασσει
βραχιονας αὐτου , τῃ δ ' ἑτερᾳ τους ποδας ῥυτηρσι κατεχομενους μακροις : ἐλαυνοντων δε των ἡνιοχων τας συνωριδας ἀπ
9999984 ἀπογειον
κατα το Α , και ἡ σεληνη κατα το Ε ἀπογειον του ἐπικυκλου γεγενημενη , ἐν τῳ ἰσῳ δε χρονῳ
περι το κεντρον αὐτου ἰσοταχως , ὡς της κατα το ἀπογειον μεταστασεως ἐπι τα ἐναντια τῃ του κοσμου περιστροφῃ συντελουμενης
9999984 ἀγροικοτερον
ὁμολογειν . Τι οὐν μετα τουτο ; ἐρωμαι σε ἠ ἀγροικοτερον ἐστιν ἐρεσθαι Ἐρου ὁτι βουλει . Οὐδεν δη ,
, ἐλθε δε ἐπι την πολιν και δικαζε . ” ἀγροικοτερον . ἀντι του σκληροτερον . παυσαι δε ἐλεγχων .
9999984 ἐλεγειον
Συβαριταις ἡ τραπεζα , Ἀττικοις δε τιμης το κεφαλαιον , ἐλεγειον ἠ λογος ἠ ποιημα , ἀρχαια δωρα και ἀκριβως
γραφεν περι Παυσανιου ἐλεγειον ʃ ἡρωικον Παυσανιας κτἑ . : ἐλεγειον ἐξεκολαψαν : ἐξορυξαντες ἀπηλειψαν . ἐν τουτῳ : ἐν
9999983 παραλιος
, προτερον ἐκτισαν . Ταυτης Πυλαια δ ' ἐστιν ἑξης παραλιος : ἀγορα δ ' ἐν αὐτῃ γινετ ' Ἀμφικτυονικη
καθολου ἡ μεν παρα τον Ἀραβικον και τον Αὐαλιτην κολπον παραλιος χωρα Τρωγλοδυτικη μεχρι του Ἐλεφαντος ὀρους , ἐν ᾑ
9999983 διαβαλλοντων
αἱρουμενους των πατριων ὑπο φρονηματος , ὡς μεν ἐνιοι των διαβαλλοντων εἰποιεν ἀν , βαρβαρικου , ὡς δε ἐχει τἀληθες
φιλοσοφιαν λογων οἰκειουσθαι και ἐμοι συγγιγνεσθαι , φοβουμενος τους των διαβαλλοντων λογους , μη πῃ παραποδισθειη και Διων δη παντα
9999983 ὠνομασμενον
οὐκ ἐστιν εὐχερες ἐρωτησαι και το καθολου δια το μη ὠνομασμενον εἰναι , ἠγουν δια το μη ἐν ἐνι ὀνοματι
Μαιωτιδος λιμνης το Παντικαπαιον ἐστιν ἐσχατον , του Βοσπορου βασιλειον ὠνομασμενον . . . . Ἀνωθε τουτων ἡ Σκυθις γη
9999983 ἀποφαινομενου
ὁ Πλατων : ἐστι γαρ πολλαχου ἀκουσαι αὐτου λεγοντος και ἀποφαινομενου , ὁπῃ ἐλεγεν ὡς κατα τον ποιητην , ἐν
κἀκειθεν τας σωτηριας και ἀπαγορειας λαμβανοντων , ὡς ἀπο τινος ἀποφαινομενου κριτου , ὡς νικωσης ἠ νικωμενης δηλαδη της ζωτικης
9999983 Ἀλλους
ἐφ ' ἑνος σχηματος ἀκινητον διατελεσαι την ἡμεραν ὁλην . Ἀλλους δ ' εἰναι τους μεν μαντικους και ἐπῳδους και
οὐδε φοιβαζει κλυδων οὐδ ' ὀμβρια σμηχουσα δηναιον νιφας . Ἀλλους δε θινες οἱ τε Ταυχειρων πελας μυρμηκες αἰαζουσιν ἐκβεβρασμενους
9999983 ἀναστατον
ἀλλοις συμμαχοις οἰκισαι την Μεσσηνην , πολλα μεν ἐτη γεγενημενην ἀναστατον ὑπο Λακεδαιμονιων , τοπον δ ' εὐθετον ἐχουσαν κατα
' , ἐν οἰκῳ διαπεπυκτευκας τῳ δουλαριῳ , την οἰκιαν ἀναστατον πεποιηκας , τους γειτονας συντεταραχας : και ἐρχῃ μοι
9999983 παραβαινειν
ἀντιπαλον εἰναι την δι ' ἐναντιας παρασκευην , ἀποτρεπεται του παραβαινειν τας συνθηκας . ἐστι δε τουτο αἰτιωδες του το
: “ αὑτη τῃ ἑαυτης βιᾳ ἀναγκαζει και τους νομους παραβαινειν τους θεσπισαντας ὁπλα ἐνεχυρα μη τιθεναι ” . ἐνεχυρον
9999983 στοιχειον
γραμματα . τριχως δε λεγεται το γραμμα , το τε στοιχειον ὁ τε χαρακτηρ του στοιχειου και το ὀνομα ,
' οὐκ ἐνδεχεται γενεσθαι φωνην ἀνευ της ἐκφυσησεως , ὡς στοιχειον τι του λογου μνημονευομεν : ὀργανα δ ' αὐτης
9999983 ἀναιρεσιν
Ὁ κατα ἀμφισβητησιν ἐχει ὁρισμον μεν του αὐτου πραγματος : ἀναιρεσιν δε του ἐναντιου καθ ' ἑκαστον κεφαλαιον : ἡ
ὁθεν και οἱ μεχρι τελευτης ἀριστευοντες και ὑπερ πατριδος εἰς ἀναιρεσιν αὑτους ἐπιδιδοντες δια ταυτην ἰσως την αἰτιαν ἐπανδρως ἀγωνιζονται
9999983 ἐγκλινομεναι
παραλογως , διοτι παραγωγος και βαρυτονος . αἱ μεν οὐν ἐγκλινομεναι των ἀντωνυμιων αὑται εἰσιν , αἱτινες ὀρθοτονουμεναι μεν ἀντιδιαστολην
σημειωτεα οὐν ἡ τυ ἐγκλιτικηΑἱ . κατα το δευτερον προσωπον ἐγκλινομεναι παντως και ὀρθοτονουνται , της αὐτης πτωσεως οὐσαι :
9999983 οἰκον
λυχνον ἐγνωρισα , και προσειπων αὐτον περι των κατ ' οἰκον ἐπυνθανομην ὁπως ἐχοιεν : ὁ δε μοι ἁπαντα ἐκεινα
ὑψικερατα πετραν : ἡ τ ' Ἐφεσου μακαιρα παγχρυσον ἐχεις οἰκον , ἐν ᾡ κοραι σε Λυδων μεγαλως σεβουσιν :
9999983 ἀνθρωπινος
κατα δυναμιν ; οὐ γαρ ἀν ἀπετολμησε τοσουτον ἀναδραμειν ὁ ἀνθρωπινος νους , ὡς ἀντιλαβεσθαι θεου φυσεως , εἰ μη
τοὐναντιον , ἀλλα προσδειται μεν τουτων προς την εὐδαιμονιαν ὁ ἀνθρωπινος βιος , καθαπερ εἰπομεν : ἡ δε οὐσια της
9999983 δεκτικον
ψυχη ἐν τῳ σωματι : οὐ γαρ ἐχει αὐ το δεκτικον αὐτης : οὐ γαρ ἀν ἀπεθανε . Τα δε
του ἀμολγεως πληρη τον ἀμολγεα ποιει . ἀμολγευς δε ἀγγειον δεκτικον γαλακτος . ὑπερ κεφαλας δε ἀντι του : ἑως
9999983 φερομενων
κεστρευς νηστευει εἰρηται ἐπι των δικαιοπραγουντων μεν , ἡττον δε φερομενων δια τουτο αὐτο . μετενηνεκται δε ἀπο του ἰχθυος
ἐχει τἀληθες . δοκει γαρ τισιν ἀναγκαιον εἰναι , τηλικουτων φερομενων σωματων γιγνεσθαι ψοφον , ἐπει και των παρ '
9999983 κοινους
λογου . Ῥυθμιζομεν οὐν τας γνωμας αὐτων νομους τε τους κοινους ἐκδιδασκοντες , οἱ δημοσιᾳ πασι προκεινται ἀναγιγνωσκειν μεγαλοις γραμμασιν
μαθηματα συντεινει . παντων γαρ τουτων διδασκαλους τε εἰναι δει κοινους , ἀρνυμενους μισθον παρα της πολεως , και τουτων
9999983 παραινων
τοινυν , ὠ Πολυδαμαν , ἐμοι τε και τοις Τρωσι παραινων ἀναγων σαυτον ἐπι τους Ἑκτορος πονους οὑς διετελεσε προβεβλημενος
αὐτων καθηπτετο λυμεωνας τε και ὀλεθρους της πατριδος ἀποκαλων και παραινων τοις λοχαγοις ἁπασιν ἀραμενους τα σημεια οἰκαδε ἀπαγειν την
9999983 παρελεσθαι
τυραννιδος των Ἀθηναιων κατεσχεν . Πεισιστρατος Ἀθηναιων τα ὁπλα βουλομενος παρελεσθαι παρηγγειλεν ἡκειν ἁπαντας εἰς το Ἀνακειον μετα των ὁπλων
σαθρος ἐστι μηδεν ἀνειναι ῥωμης , ἀλλ ' ἐπικεισθαι και παρελεσθαι τας λαβας και μη τἀκεινῳ συμφεροντα προκριναι . οὐ
9999983 ὀβολους
παλιν και ἀναλαβοντα το σωματιον διδοναι της δια κολοκυνθιδος ἀντιδοτου ὀβολους ἐννεα ἐν μελικρατῳ , και διαστησαντα ἡμερας παλιν διδοναι
, εἰπω , προσταξω . δωσω σοι ἀν και τρεις ὀβολους , εἰ ὀμωσω καταφρονων δε των θεων εἰρηκε τουτο
9999983 βουλευομενον
, ἡτις ἐστιν ἡ προς ἑκαστον μερος της εὐδαιμονιας τον βουλευομενον ἀποφερουσα . ὁτι δε και περι του ἁπλως τελους
συλλογιζομενον εἰ καλως ἡ ὀρεξις ὠρεκται , ἐπειτα προαιρουμενον και βουλευομενον ὁπως του ὀρεκτου ἐπιτευξεται , δια τουτο ἡ προαιρεσις
9999983 εἰργασμενους
τους ὡς ἐφην ἀξια μυριων θανατων , οὐχ ἑνος , εἰργασμενους . ἀλλως τε τοις συγγενεσι και φιλοις του δολοφονηθεντος
παλιν ἐπι την αὑτου φιλανθρωπιαν , ἡμερουμενος προς τους ἀνημερα εἰργασμενους , και φησι : μη ἐπιδυετω ὁ ἡλιος ἀνεσκολοπισμενοις
9999983 κτειναι
ἀνυποπτον και † του ὀμνυειν . Ἁρμοδιος γαρ και Ἀριστογειτων κτειναι θελοντες Ἱππαρχον τον τυραννον , ἐν μυρτοις το ξιφος
ἐμεθεν περιδωσομαι αὐτης , αἰ κεν ς ' ἐξαπαφω , κτειναι μ ' οἰκτιστῳ ὀλεθρῳ . ” την δ '
9999983 παραδοντων
πολεσιν ἐκειναις . ἡμεις δε ἀν ἀπολαβωμεν το πρωτειον ἀμαχει παραδοντων αὐτο των Νικαεων , ποτερα ληψομεθα τους φορους ,
και του παντελους ἀνδραποδισμου της πολεως , και της των παραδοντων σφας Λακεδαιμονιοις οὐχ Ἑλληνικης γενομενης δια Θηβαιους σφαγης ,
9999983 ἀναλογειν
των συνισταμενων μεγεθων . την γαρ γην κεντρον ἐλεγον και ἀναλογειν τῃ μοναδι . ὡσπερ οὐν αἱ ἀπο του κεντρου
ἡ ΘΖ μειζων της ΖΕ δια το την μεν ΘΖ ἀναλογειν τῃ ΓΔ τῳ μειζονι ὀνοματι , την δε ΖΕ
9999983 προεστηκοτων
, διοτι ἐχειρωσαντο Ἑλληνας δι ' Ἀχαιων τοτε του Ἑλληνικου προεστηκοτων . ὁ δε πολεμος ἐσχεν οὑτος τελος Ἀντιθεου μεν
χρωμενοι . οὐκουν εἰ μεν τα των ὁμιλητων ἁμαρτηματα των προεστηκοτων ἐστι κατηγορηματα , σαυτου και του ἑταιρου μαλλον κατηγορηκας
9999983 παραβαλλειν
. εἰ δε αὐ φησειε τις κολακειαν εἰναι τῳ Πυθιῳ παραβαλλειν τον βασιλεα , Χρυσιππος μεν ὑμιν και Κλεανθης οὐ
ὁπως ἀποστεγωσι την ἁλμυριδα . Συμφερει δε και ἀμμον ποταμιον παραβαλλειν και ψηφους ἐκ ποταμου ἠ χαραδρας : ἀποστεγει γαρ
9999983 ἀπαλλαττομενος
, τους μεν βαδιζειν εὐθυ του ἱερου , αὐτος δε ἀπαλλαττομενος δεξιουσθαι τε αὐτους και χαριν ἐχειν , ὁτι πανταχου
ὡστε ὁ μεν προσιων θεῳ στασεως ἐφιεται , ὁ δε ἀπαλλαττομενος ἁτε γενεσει τῃ τρεπομενῃ προσιων κατα το εἰκος φορειται
9999983 βαλλομενων
: γινεται δε τουτο , την μεν ἀρχην του ἐπιδεσμου βαλλομενων ἡμων κατα το πεπονθος μερος , οὐκ ἀκριβως κατ
οἰει ἀει φοιτησειν ; των δε πινοντων παρ ' αὐτῃ βαλλομενων εἰς βολβοφακην και της παιδισκης εἰς τον κολπον ἐμβαλλομενης
9999983 παρασιτου
γαρ οὐδε παρασιτος ἀν εἰη . προκειται δε ἡμιν περι παρασιτου ζητειν ὀντος , οὐχι μη ὀντος . εἰ δε
, ἀν δε κωδαριον , Ἰασων . Χαιρεφωντος δε του παρασιτου μεμνηται μεν κἀν τοις προ τουτων , ἀταρ δη
9999983 στασιαζειν
μεταβασις ὡς ἑκαστοις ξυνεβαινεν : ὡς ἑκαστοις τισιν αἰτια του στασιαζειν και πολεμειν ἐγιγνετο τοις ἀπο των νεων : των
και τους ἀλλους δημιουργους συγχωρωμεν , ἐαν τις λεγῃ , στασιαζειν τε και ἐπιφθονως ἐχειν προς ἀλληλους . τα γαρ
9999983 συχνους
Θηβαιοι μετα των συμμαχων ἐνικησαν τους πολεμιους περι Τελφουσαν και συχνους ἀνελοντες ἐζωγρησαν Ἀναξανδρον τε τον ἡγουμενον και των ἀλλων
διδου πυκνας και βοτρυς τρωγειν ἀναγκαζ ' αὐτον ἐξ οἰνου συχνους . ὁ δε τον Χειρωνα πεποιηκως τον εἰς Φερεκρατην
9999983 ἀντιστηναι
τοσουτους αἰχμαλωτους εἱλον αὐτων ὁσοις ἐργον ἠν και τοις ἁπασιν ἀντιστηναι . δια ταυτα , φησι , λεγω θαρρων Οὐδενι
, ὁταν εἰπωμεν ἐκεινην καταμεμφεσθαι την θρασυτητα την των τολμησαντων ἀντιστηναι , και ὁτι ἐστενοχωρειτο τοις των πεσοντων σωμασιν :
9999983 ἀναγεσθαι
ξανθοτερον και ἀφριζον , ἐπειτα τῳ το μεν μετα βηχος ἀναγεσθαι , το δε ἀνευ βηχος . πολλακις δε και
ἀναθηματων πολυτελειαις το ἱερον ἡμων ἐκοσμησε , προσταξας και διαιωνιους ἀναγεσθαι θυσιας ἐντελεχεις ὁλοκαυτους καθ ' ἑκαστην ἡμεραν ἐκ των
9999983 ποιησειαν
τειχη καλεσωμεν ὑμας . “ ” οὑτως “ ἐφη ” ποιησειαν οἱ θεοι . “ συνεσπειραμενους οὐν ὁ Χαιρεας ἐκεινους
και παντα τα στασιμα και βραδυπορα οὐ κενουντα τους λιθους ποιησειαν ἀν . συντομως δε εἰπειν πασα ἡ διαιτα ἐπι
9999983 ἐξεφερον
κακοδαιμονουντων . Οἱ δε μετα τουτον , διαρθρουντες , οὑτως ἐξεφερον , ὁμολογουμενως τῃ φυσει ζην : ὑπολαβοντες ἐλαττον εἰναι
οἱ δε στιχοι ἰαμβικοι τετραμετροι καταληκτικοι λγʹ , ὡν τελευταιος ἐξεφερον ἀν και προυσχομην σε : συ δε με νυν

Back