διο και Ἡσιοδος ἐν ταις Ἠοιαις φησιν : οἱα Διωνυσος δωκ ' ἀνδρασι χαρμα και ἐχθος , ὁστις ἀδην πινοι
διο και Ἡσιοδος ἐν ταις Ἠοιαις εἰπεν : οἱα Διωνυσος δωκ ' ἀνδρασι χαρμα και ἀχθος , ὁστις ἀδην πινῃ
9998994 ὡροσκοπῳ
τους γονεις ποιουσιν . ὁ Ἡλιος δυνων , διαμετρος τῳ ὡροσκοπῳ , χωρισμον γονεων ποιει . το αὐτο δε Σεληνη
ἐσονται τα τοιαυτα προφασει μεγιστανων : εἰ δε ἐν τῳ ὡροσκοπῳ , ἐξ ἰδιας κινησεως και ἀγωνος και οἰκειου ἐργου
9998972 δωκε
δ ' Ἀθηναιη πεπνυμενῳ ἀνδρι δικαιῳ , οὑνεκα οἱ προτερῃ δωκε χρυσειον ἀλεισον : αὐτικα δ ' εὐχετο πολλα Ποσειδαωνι
συνωνυμιαν κλιμαξ , ὡς ἐχει το Ὁμηρικον , Ἡφαιστος μεν δωκε Διϊ Κρονιωνι ἀνακτι : αὐταρ ἀρα Ζευς δωκε διακτορῳ
9998953 Ἀρεα
ὑπαυγου αὐτης οὐσης ὁ διαθεμενος ταχεως τελευτησει . τον δε Ἀρεα δει παραφυλαττεσθαι ἀναγκαιως ἱνα μητε ὡροσκοπῃ μητε συν τῃ
ψυχροτητος ἐκ του θερμου κἀν ὁλως , τον δ ' Ἀρεα ξηροτατον ἐντυγχανοντα κρασει το της νυκτος ὑγροτατον παρενεβαλον μιξει
9998939 ὡροσκοπῃ
ἐναντιῳ αὑτου τριγωνῳ εὑρετικος γινεται , ἐαν δε ἐν τουτοις ὡροσκοπῃ ἀνευρετον δηλοι το κλεμμα . Ἐφ ' ὡν δε
ἑκουσιως ὑποστρεφουσιν , ἐαν δε της Σεληνης ἐν Κριῳ οὐσης ὡροσκοπῃ Λεων ἠ Τοξοτης ἠ Ἰχθυες ἠ Διδυμοι οὐχ εὑρεθησεται
9998901 εὑρῃς
οἱον δειξον τον προτερον βιον και καλει προδοτην , ἀν εὑρῃς παραπλησιον . . . . τοιςπολλοις ἀσυνοπτα ] ἀντι
μ : των γαρ εἰς ην ὀξυτονων ὀνοματων ὁσα μεν εὑρῃς ἐχοντα ἐπι της εὐθειας το μ , ἐκεινα γιγνωσκε
9998860 ὀξυμελιτοϲ
μετ ' ἀψινθιου διδοναι και ὑϲϲωπον γληχωνα πηγανον μετ ' ὀξυμελιτοϲ και ἁλων . ἐπειτα και καϲτοριῳ την κεφαλην ἐπιχριειν
ἡ τεφρα των χαλκειων καταπλαττομενη ϲυν ὠμῃ λυϲει δι ' ὀξυμελιτοϲ , και ὁ του κενταυριου χυλοϲ ἐξωθεν ἐπιτιθεμενοϲ και
9998857 ἐδωκε
, ἀλλ ' αὐτου τερποιτο μενων : μεγα γαρ οἱ ἐδωκε Ζευς ἀφενος , ναιεν δ ' ὁ γ '
ἐδωκε τα ὀργανα ἠ ἀμφω . Ἀλλ ' εἰ μεν ἐδωκε και τας αἰσθησεις , οὐκ ἠσαν αἰσθητικαι προτερον ψυχαι
9998839 βοθρῳ
μη , ὁπερ φασι , μηχανησεται βαθειαν γενεσθαι και ἐν βοθρῳ την πυραν . εἰσι δ ' οἱ και μεταβαλεσθαι
νεκρους αὐτοθι ὑπακουσαι , | ὡς παρ ' ἐκεινῳ τῳ βοθρῳ κατορωρυγμενους , | και την μητερα την ἐν Ἰθακῃ
9998825 ὁρῳ
εἰ ὑπηρξεν ἠ εἰ ὑπαρξει ζητουμεν , ἐν δε τῳ ὁρῳ το ἰδιον του πραγματος , ὁπως το ὀνομα ὁρισθῃ
κεκωλυκεν αὐτον λεγειν . Ἡ πηλικοτης , ὡς ἐν τῳ ὁρῳ : ὁτι μεγα το γινομενον : ὁ βιαιος ὁρος
9998823 γαμῳ
πολλα βουλευομενοις παραμυθησασθαι τον χρησμον ὡς οἱον τε και συζευξαι γαμῳ τους παιδας , ὡς τουτο και του θεου βουλομενου
σου ὀντος ἡ φιλονικια των παρθενων των ἐπιδοξαζομενων τῳ σῳ γαμῳ ἀπωλετο : ἁμιλλα κοραις : φιλονικια ἐναντιωσις ἑνεκεν των
9998823 γλιϲχρουϲ
ὑποϲτρυφνον ἐχει : ῥυπτει τοιγαρουν και τεμνει τουϲ παχειϲ και γλιϲχρουϲ χυμουϲ μετα του ϲυναγειν και ϲφιγγειν τα ϲωματα :
του ϲωματοϲ ληφθειη , τεμνει και λεπτυνει τουϲ παχειϲ και γλιϲχρουϲ χυμουϲ πολυ μαλλον των ἁλων . ἀφρονιτρον δε εἰ
9998816 φαρυγγα
μεντοι τα ἀκεα ἑτερωθι λελεξεται . Θεραπεια των κατα την φαρυγγα λοιμικων παθων . Πη μεν ξυνη και τωνδε προϲ
εὐκερως τε και λευκος και βεβηκως ἠδη και βαθυς την φαρυγγα και πιων τον αὐχενα και ἱλαρον βλεπων ἐς την
9998811 ἠρκεσθη
γινεσθαι τα ἐξαρθρηματα . οὐ μονον δε ταυταις ἡ φυσις ἠρκεσθη , ἀλλα και συνδεσμοις ἐδησεν το ἀρθρον : και
δυναστης και πλειστον ἰσχυσας των καθ ' αὑτον βασιλεων οὐκ ἠρκεσθη ταις παρα της τυχης δωρεαις , ἀλλ ' ἐπιβαλομενος
9998810 ὀδυνηϲ
ἀναγκη , και ὀπιου μικτεον ἐλαχιϲτον , χωριϲ δε μεγιϲτηϲ ὀδυνηϲ παραιτητεον τα ναρκωτικα . εἰ δε μετρια ἡ φλεγμονη
ἐκτεινουϲιν μεν το ϲκελοϲ τελεωϲ , οὐ καμπτουϲιν δε χωριϲ ὀδυνηϲ του γονατοϲ , οὐδε προκοπτειν ἐπι τα ἐμπροϲ δυνανται
9998807 Ἐπιδαυρῳ
πονηρων εἰς ταὐτο συνεληλυθοτων : φασι δε γραυν τουτο εἰπειν Ἐπιδαυρῳ ἐπι δυο κλεπτων . Συρβα τυρβα : ἐπι των
της Σιβυλλης χρησμους , καθαπερ και του Ἀσκληπιου του ἐν Ἐπιδαυρῳ . ἐστι δε και ὀρος ὑπερκειμενον της πολεως το
9998807 σπασμῳ
. το δε “ σκορδινωμαι ” ἀντι του κλωμαι και σπασμῳ συνεχομαι . οἱ γαρ ἀπο πληθωρας σκοροδων ἐμουντες δια
ἐστι δηλητηριος , ἡτις ἁπαν το σωμα του φαγοντος αὐτην σπασμῳ ὑποβαλλει , ὡς και των χειλεων συσταλεντων γυμνουσθαι τους
9998807 οἰνανθηϲ
: λιπαϲ δε το ῥοδινον μυρον ἠ το δια τηϲ οἰνανθηϲ ξυν οἰνῳ λευκῳ , εὐωδεϊ . ἐκ προϲαγωγηϲ δε
Κροκου , ἀλοηϲ , μαϲτιχηϲ , ἀψινθιου , ϲτυρακοϲ , οἰνανθηϲ , καϲαμου , καρυοφυλλου ἀνα # γ , ναρδου
9998806 Ἑκτωρ
ἐπει οὐν Τρωας τε και Ἑκτορα . και γαρ ὁ Ἑκτωρ Τρως ἠν . . ἀλλοι θ ' οἱ Κρητην
. Οὐδ ' ἀν πω τοτε γε Τρωες και φαιδιμος Ἑκτωρ τειχεος ἐρρηξαντο πυλας και μακρον ὀχηα , εἰ μη
9998806 ἀσπιδα
μενειν , ἀλλ ' ἠ συν αὐτῳ σε κρατειν την ἀσπιδα και γην μολυνειν αἱμασιν των βαρβαρων . Ἐπει δε
δοσις : και ὀργισθεις ἐτυψε τινα και φοβηθεις ἐρριψε την ἀσπιδα , παθος ἡ ὀργη και ὁ φοβος , πραξις
9998803 ἐψηφισασθε
, ποτερον ἰστε ὁτι ἐσται οὑ ἑνεκα πραττειν διανοεισθε ἁ ἐψηφισασθε , οὐκ οἰομαι ἀν φησαι ὑμας . τι δ
ἐδεηθη ἐξετασεως , ἀλλα ὡσπερ προτερον ἐν τῳ φανερῳ παντες ἐψηφισασθε , ὁποτε με ὑπενοησατε βουλεσθαι , το αὐτο και
9998803 βλεφαροιϲ
των φλυκταινων , γιγνονται δε και οὑτοι ποτε ἐν τοιϲ βλεφαροιϲ εἰϲ ϲυμπαθειαν μεγιϲτην ἀγοντεϲ τον ὀφθαλμον , φερε και
αὐτου ἰϲχυροτατα φαρμακα , ὡϲτε και προϲ ταϲ ψωρωδειϲ ἐν βλεφαροιϲ διαθεϲειϲ ἁρμοττειν . ἐκ δε των ἀρωματικων φαρμακων ἐπιτηδειωϲ
9998802 Ἀκαδημιᾳ
ὡς ἀν μηδεν των πανταχου σοφως εὑρημενων διαλαθῃ τους ἐν Ἀκαδημιᾳ φιλοσοφουντας . Οἰον και περι της ὑλης πῃ μεν
μεν Ἀριστοτελης ἐν Λυκειῳ ἐπαιδευεν , ὁ δε Ξενοκρατης ἐν Ἀκαδημιᾳ : ὑστερον δε τοις μεν ὁ τοπος ἐξελιπε και
9998802 χονδρῳ
ἀκανθων . Εὑρισκεται δ ' ἐν τῃ κεφαλῃ αὐτου λιθος χονδρῳ παρομοιος ἁλος , ὁς καλλιστα ποιει προς τεταρταιας νοσους
, ὡϲ ἐξυδατουντα τουϲ χυμουϲ , χρηϲτεον δε ἐν τροφῃ χονδρῳ ὠοιϲ ῥοφητοιϲ ἀρτοιϲ ϲεμιδαλιταιϲ και χοιρειοιϲ ποϲι και ἀκροκωλιοιϲ
9998800 ὠφειλε
ἀπηλιωτης και το ἀπηθειν . ὁθεν και ἐπτυσχλοι , ὁ ὠφειλε δια του φ και του θ . και γαρ
εἰποι , ὁτι τουτῳ τῳ λογῳ οὐτε ἡ γαστερος γενικη ὠφειλε συγκοπτεσθαι και γενεσθαι γαστρος , οὐ γαρ ἐχει εὐθειαν
9998799 Πυθαγορᾳ
ἀνατιθεναι τα συγγραμματα ἑαυτου : ἐν μεν τῳ Φαιδρῳ τῳ Πυθαγορᾳ , ἐν δε τῳ Χαρμιδῃ Ζαμολξιδι σοφῳ τινι ,
παντος σφαιραν . Πλατων δε συμφερεται και ἐν τουτοις τῳ Πυθαγορᾳ . Παρμενιδης στεφανους εἰναι πεπλεγμενους προς ἀλληλους τον μεν
9998799 ἠχθω
, ΕΠ , δια δε του Α τῃ ΜΕΘΝ παραλληλος ἠχθω ἡ ΣΑΤ , και πεποιησθω , ὡς μεν το
ἐσται ἡ ὑπο ΘΓΑ γωνια της κλισεως των ἐπιπεδων . ἠχθω δη και ἀπο του Β ἐπι την ΑΓ καθετος
9998796 σιδηρῳ
δε περι τους χαλινους και στομια και φαλαρα χρυσῳ , σιδηρῳ δε οὐδ ' ἀργυρῳ χρεωνται οὐδεν . Οὐδε γαρ
αὐτος φοβερος γινεται . πως οὐν ἀκροπολις καταλυεται ; οὐ σιδηρῳ οὐδε πυρι , ἀλλα δογμασιν . ἀν γαρ την
9998796 αἰχμη
, πως ἐπιφερει , τηλε δ ' ἀπ ' αὐτου αἰχμη χαλκειη χαμαδις , ὡς προτερον μη ἀποκεκομμενου , ἀλλ
? ? μεταμορφετο ? [ ] ? ? Ἀρεος ? αἰχμη θηοιτετκνιαλ ! ? ? ? ? ? ! !
9998794 Ἀχαιιδα
. προσβολην ] ἐπελευσιν . θ Ἀχαιιδα ] Ἑλληνικην . Ἀχαιιδα ] Ἀχαιικην . Ἀχαιιδα ] Ἀργειαν . Ἀχαιιδα ]
ἐν τῳ κυτει ὡς ἐν γαστρι μητηρ . Ἀχαιιδα : Ἀχαιιδα λεγει ἠ την Θεσσαλιαν ἠ την Ἑλλαδα . βελτιον
9998793 δορυ
“ μεταβαλλου ἐπι δορυ , ” ἀλλ ' “ ἐπι δορυ μεταβαλλου ” φησαιμεν , οὐδ ' “ ἐξελισσε τον
θελοι ἀμφι σοις λογοισιν εἰργειν . το δε ναιον Ἀργοθεν δορυ οὐτε πριν τιν ' οὐτε νυν ἀνδρων ἐπορευσε σεθεν
9998791 θυμῳ
ποιητης προσηψεν ἑαυτῳ , την δ ' ἀποτομον ἀπειλην τῳ θυμῳ του ἡγεμονος ἐξαπινης οὐδεν προδηλωσας περιεθηκεν : ἐψυχετο γαρ
ψυχης . . . . , , ἐπιηρ ' ἀνα θυμῳ . . εἰ μη τις γρηυς ἐστι παλαιη ,
9998791 φαιδιμ
κεκασμενε , κερδαλεοφρον : ἡ διπλη , ὁτι Ζηνοδοτος γραφει φαιδιμ ' Ὀδυσσευ . ἀσυμφωνως δε τῃ ἐπιπληξει φαιδιμος ἀν
τουτο : ᾐομεν , ὡς ἐκελευες , ἀνα δρυμα , φαιδιμ ' Ὀδυσσευ : εὑρομεν ἐν βησσῃσι τετυγμενα δωματα καλα
9998791 Πατροκλῳ
οὐν λεγεσθαι , ὁτι χρησθαι αὐτοις μελλει εἰς τον ἐπι Πατροκλῳ ἀγωνα προς τα ἐναντια τοις τραυμασιν ἀγωνισματα . ὑπεξαιρουμενος
: ὁ ἀστερισκος , ὁτι ἐντευθεν μετενηνεκται εἰς τον ἐπι Πατροκλῳ ἀγωνα ἐπ ' Ὀδυσσεως τρεχοντος . . . Ν
9998788 Μεγαρεα
και ἐδειτο αὐτου συστησας Φιλωνδαν , ἀνδρα το μεν γενος Μεγαρεα , μετοικουντα δ ' Ἀθηνησιν , πιστως δε τουτῳ
. ἠν δε σχολη φιλοσοφων Μεγαρικων λεγομενη , διαδεξαμενων Εὐκλειδην Μεγαρεα Σωκρατικον , ὡς Στραβων ἐνατῃ . το θηλυκον ἐπι
9998786 γνωμῃ
τιμης ἀφαιρειν ἐδοκει , και ταυτα της καλλιονος μοιρας ἠν γνωμῃ θεων . ὁτε γουν ἀφῃρεθης την του βαδιζειν ὁποι
τε γελωτα . τοιαυτη δε ποσις σωματι τ ' ὠφελιμος γνωμῃ τε κτησει τε : καλως δ ' εἰς ἐργ
9998785 φημι
Σικελιαν , παρεγενομην ἀν το βαθυτατον πελαγος διαπερασας , και φημι οὐρανιου ἀστερος λαμπροτερον και ἐπιφανεστερον ἀγειν φως την τε
ἐκ δε του νομου σκοπων εὑρισκω πολυ τουτου κεχωρισμενον . φημι τοινυν ἐγω καλλιον εἰναι τουτον ὑμιν ἀκολουθησαι περι του
9998783 ἰδιωτῃ
οὐκ εἰς ἀλλο τι ἠ εἰς ἀγαν δουλειαν μεταβαλλειν και ἰδιωτῃ και πολει . Εἰκος γαρ . Εἰκοτως τοινυν ,
. οἰδα δε και τουτο , ὁτι πολλῳ κρειττον ἐστιν ἰδιωτῃ δανεισαντα χρεωκοπεισθαι ἠ πολει : ὑπο ἰδιωτου μεν γαρ
9998783 ἡλικιαϲ
. Χολαγωγοιϲ χρηϲτεον ὡρᾳ μεν παϲῃ πλην χειμωνοϲ , ἐπι ἡλικιαϲ δε ἀκμαϲτικηϲ τε και παρακμαϲτικηϲ , ἑξεων δε καταξηρων
ἑτερου παροξυϲμου ποιουμενοϲ . εὐεκτικων δε ϲωματων και πολυαιμων και ἡλικιαϲ θερμηϲ οἰκειοϲ ὁ ϲυνοχοϲ πυρετοϲ . ϲυνιϲταται γαρ ἐπι
9998782 πικραϲ
. το δε γιγγιδιον ὁμοιον ἐϲτι τῳ ϲκανδικι ϲτυφουϲηϲ και πικραϲ οὐκ ὀλιγηϲ μετεχον ποιοτητοϲ : ἐϲτι δε και εὐϲτομαχον
ϲυνθετον ἐχετωϲαν δυναμιν ἐκ τε τηϲ χαλαϲτικηϲ και λεπτομερουϲ και πικραϲ και τηϲ ϲτυφουϲηϲ . Τοιϲ μεν κριτικωϲ γιγνομενοιϲ ῥιγεϲιν
9998781 ἑνοϲ
πτυαδεϲ αἱ μεγιϲται πηχων δυο , αἱ δε χελιδονιαι πηχεωϲ ἑνοϲ , κατα δε χροαν των χελιδονιων εἰϲιν ὁμοιαι ,
και [ ψογοϲ ] ? : κρεαιδια δυ ' ἐξ ἑνοϲ ποιουϲι και χορδηϲ τομουϲ ἐκ του ] ? μεϲου
9998774 νεα
και τελεσφορουσι την ἐν ἑκαστοις φυσιν δολιχευειν παρασκευαζοντες , ὡς νεα παλαιοις ἐπανθειν και ἐπακμαζειν προς χορηγιας ἀφθονους των δεομενων
του θεου φυλακτεα . Πατερ , πιθου μοι , κεἰ νεα παραινεσω . Τον ἀνδρ ' ἐασον τονδε τῃ θ
9998774 Σικυωνιῳ
αὐτῳ λεγεται την παλην καθα δη και το παγκρατιον τῳ Σικυωνιῳ Σωστρατῳ : και γαρ τον Λεοντισκον καταβαλειν μεν οὐκ
λαμβανομενον ὠφελει , ταυτα και κατα του δερματος ἐπιτιθεμενον ἁμα Σικυωνιῳ ἠ παλαιῳ ἐλαιῳ . τα δε πλειονος θερμοτητος δεομενα
9998773 ἐγραψα
λογῳ και τῳ γραφω το γραφειν παρακεισεται , τῳ τε ἐγραψα το γραψαι . . Ἀλλ ' ἐστιν γε προς
δεκαπλασιον . ταυτ ' ἐγω οὐχι δεδοικως σου τας ἀπειλας ἐγραψα , ἀλλ ' οὐ βουλομενος σε δι ' ἐμε
9998772 ῥινοϲ
τοιϲ ἀλλοιϲ ἐρρινοιϲ τοιϲ προγεγραμμενοιϲ ἐν τῳ περι των τηϲ ῥινοϲ παθων λογῳ . πινετωϲαν δε προ τηϲ τροφηϲ ὑϲϲωπον
οἰνῳ λειου . Ἀλλο προϲ τα ἐν τοιϲ ποροιϲ τηϲ ῥινοϲ ἁπλουϲτερα ἑλκη . λιθαργυρου ⋖ Ϛ ψιμμυθιου ⋖ η
9998770 σφεα
μελεα διαταμοντας ὡς μεγιστα κομιζειν ἐς ταυτα τα χωρια και σφεα θεντας ἀγχου των νεοσσιεων ἀπαλλασσεσθαι ἑκας αὐτεων : τας
. ἰομεν αὐτις ἑκαστοι ἐπι σφεα : οὐχ ὑγιως το σφεα κειται , ἰσοδυναμει γαρ τῳ σφα ἐπι τριτου προσωπου
9998770 φευγῃ
: ἀνδρειαν δε ὁταν τα μεν θαῤῥῃ , τα δε φευγῃ . ὁταν δε το κατα ἀξιαν ἑκαστῳ νεμῃ ,
χρησιμου ἑνεκα . ὡς ὁστις ἀν ταυτα και τα τοιαυτα φευγῃ πολυ μερος ἠδη ἐς το ὀρθως συγγραφειν οὑτος προειληφεν
9998764 ἐγραψε
δικαστας , ὁρους και κανονας αὐτοις ταξας , οὑς αὐτος ἐγραψε νομους . ἐπει δ ' αὐτῳ τα ἐν τῃ
ἀνανεουσθαι , εἰ τοτ ' ἠξιωσε τυχειν τουτων και τις ἐγραψε των ἀφεθεντων ὑπ ' αὐτου , ἐαν τις ἀποκτεινῃ
9998764 ἐθη
' ἑπου χωρας τροποις : ὁτι δει τα ἑκαστης χωρας ἐθη μιμεισθαι τον ἐν ἑκαστῃ διατριβοντα . Ἀλλ ' οὐκ
παρακαταθεμενων , ἀλλα και πολεις και χωραν και πολιτειαν και ἐθη και νομους και την ἐπωνυμιαν αὐτην του γενους ,
9998763 κρεα
ἀγριων ὀλιγα ποικιλιας χαριν διδοσθω , παντα δε τα διδομενα κρεα , συμπεπτωκοτα ἐστω μεχρι δυοιν ἡμερων ἐν χειμωνι μαλιστα
, περιφραδεως δ ' ἐρυσαντο . οὐδεις δε περιφραδεως ἐξελκει κρεα , ἀλλα μαλλον ὀπτᾳ . . αὐταρ ἐπει ποσιος
9998762 σαρκωδη
κλειτοριζειν το ψηλαφαν την κλειτοριδα . τα δ ' ἑκατερωθεν σαρκωδη μυρτοχειλιδες ἠ κρημνοι ἠ πτερυγωματα . παρασταται δ '
και νευρα και ὀστα και ὑμενας : ὁσα μεν γαρ σαρκωδη την ἰδεαν ἐστι , ἐξ αἱματος ἐγενετο , τα
9998761 ἐδοξε
ὁ Μαγνης παγκρατιαστης οὐ προ πολλου του ἐν Ῥωμῃ ἀγωνος ἐδοξε παγκρατιαζοντος αὐτου νυκτα γεγονεναι . οὐ μονον ἐλειφθη τον
σαυτου κρισιν : πατερα σε εἰναι δει : τουτο γαρ ἐδοξε σοι , τουτ ' ἐδοκιμασας , τουτ ' ἐκυρωσας
9998761 ὀρτυγα
ἀναιρεθηναι μεν ὑπο Τυφωνος , Ἰολαου δ ' αὐτῳ προσενεγκαντος ὀρτυγα και προσαγαγοντος ὀσφρανθεντα ἀναβιωναι . ἐχαιρε γαρ , φησι
μεν την Δηλον κατεσχεν Ἀπολλων δε εἰς Λυκιαν ἀπηλθεν . ὀρτυγα οὐν πετρουμενην καλει την Δηλον . γειτων δε της
9998757 ὑδατωδεϲ
ὑδατωδουϲ ὑγρου ϲυλλεγομενου : κατα το πλειϲτον μεν οὐν το ὑδατωδεϲ ϲυλλεγεται , ἐνιοτε δε τρυγωδεϲ ἠ διαιμον ϲυνιϲταται ,
δια τουτο ϲτυφει μαλλον , ἐν δε τῳ ἐνυδρῳ το ὑδατωδεϲ , και δια τουτο προϲ ταϲ ζεουϲαϲ φλεγμοναϲ ἁρμοττουϲι
9998755 Ταυρῳ
, ταπητας , κεφαλοδεσμια λεγε τα ἀπολωλοτα , Σεληνης ἐν Ταυρῳ χρυσος , ἀργυρος , ἐσθης , μαφοριον , περιτραχηλιον
κακοπλαστος τε και ἀειδης . Το δ ' ἐφεξης τῳ Ταυρῳ δωδεκατημοριον Διδυμους ὠνομασαν και ὠμους του κοσμου ἐφασαν εἰναι
9998754 Μενελαε
' Αἰας εἰπε βοην ἀγαθον Μενελαον : ὠ πεπον ὠ Μενελαε διοτρεφες οὐκετι νωϊ ἐλπομαι αὐτω περ νοστησεμεν ἐκ πολεμοιο
ἀνσχεο νυν : πολλον γαρ ἐγωγε νεωτερος εἰμι σειο ἀναξ Μενελαε , συ δε προτερος και ἀρειων . οἰσθ '
9998751 κραδιῃ
και χωρος ἐφεστιος , ἐνθ ' ἐγενοντο , σταζει ἐνι κραδιῃ γλυκερον γανος , οὐδ ' ἀρα μουνοις πατρις ἐφημεριοισι
ὡς μη Πριαμος ἰδοι υἱον , μη ὁ μεν ἀχνυμενῃ κραδιῃ χολον οὐκ ἐρυσαιτο παιδα ἰδων , Ἀχιληϊ δ '
9998750 ὁρᾳ
χρονου δ ' οὐ μακρου διελθοντος , ἐπιων τους δεσμωτας ὁρᾳ συννοιας και κατηφειας γεμοντας μαλλον ἠ προτερον τους εὐνουχους
, ὠ Μεγαβυζε , θαυμαζει σε τα παιδαρια ταυτα : ὁρᾳ γαρ σου την ἐσθητα και την θεραπειαν την περι
9998746 φευγε
ἀναγκαν † : τᾳ δε χολᾳ το προσωπον ἀμειβετο , φευγε δ ' ἀπο χρως ὑβριν † τας ὀργας †
ἱμερτῳ κρατι καθαπτομενος ἀντρον ἐσω στειχοντες ὁμορροθοι . ἀλλα τυ φευγε , φευγε , μεθεις ὑπνου κωμα καταγρομενον . Ἀ
9998746 εὐρεα
ἐπηρετμοι και ἑταιροι , οἱ κεν μιν πεμποιεν ἐπ ' εὐρεα νωτα θαλασσης . ὡς ἐφατ ' Ἀτρεϊδης , δουρικλειτος
πολεμοιο κυδοιμος . Ὡς δ ' ὁτ ' ἀν ' εὐρεα ποντον ἐρημαιῃ περι νησῳ ἀνθρωπων ἀπατερθεν ἐεργμενοι ἀσχαλοωσιν ἀνερες
9998743 Θεσσαλιᾳ
. * Ἐν Εὐβοιᾳ ἀγων τελειται τα , ἐν δε Θεσσαλιᾳ Πρωτεσιλεια , ἐν δε Εὐβοιᾳ τα Γεραιστεια . Πρωτεσιλα
Αἰθρας , ὡς ἐνιων λεγοντων Ἀλεξανδρον μεν , τον ἐν Θεσσαλιᾳ Παριν , ὑπ ' Ἀχιλλεως και Πατροκλου μαχῃ κρατηθηναι
9998742 ἐλπιζω
εἰς τα ἁμαρτηματα ἐπι τῃ ἐμῃ προφασει δοιη δικην . ἐλπιζω μεν οὐν αὐτον και δωσειν δικην , θαυμασιον δε
μεγαλης Ἀσιας ἀνωθεν ἐπιρρεων και ἀνθρωποι τρυφωντες και ἀπραγμονες : ἐλπιζω δε τινας αὐτοθεν εὑρησειν και γνωριμους . ” ὑδρευσαμενοι
9998740 ἀλωπεκιαϲ
δε δερμα αὐτου καυθεν ξηραντικωτερον τε και διαφορητικωτατον γινεται : ἀλωπεκιαϲ γουν μετα πιϲϲηϲ ὑγραϲ καταχριομενον ἰαται . του δε
δριμεια . ἑτεροϲ δε κεφαλην ὁλην λαγωου καιων ἐχρητο προϲ ἀλωπεκιαϲ μετα ϲτεατοϲ ἀρκειου . αἱ δε των ἐχιδνων κεφαλαι
9998739 Ἰλλυριδα
Ἡμεις δ ' ἐπει τα κατα την Μακεδονικην και την Ἰλλυριδα διηλθομεν , μεταβησομεθα προς τας ἑτερογενεις πραξεις . κατα
Μυσοις και ἐν Γεταις και ἐν Σκυθιᾳ και ἀνα την Ἰλλυριδα , ἀφ ' ἱππων των Σκυθικων και Ἰλλυρικων διωκουσιν
9998738 χαλκῳ
δαμεις ἐν δηϊοτητι . βη δε δια προμαχων κεκορυθμενος αἰθοπι χαλκῳ , ἀμφι δ ' ἀρ ' αὐτῳ βαιν '
α , ὀξουϲ # α : ἑψε το παν ἐν χαλκῳ ϲκευει , μελιτωδει δε χρω δια μοτων . Ἀλλο
9998737 σπορᾳ
Πετοσιριν ὁτι ἐν ᾡ ζῳδιῳ εὑρισκεται ἡ Σεληνη ἐν τῃ σπορᾳ τουτο ὡροσκοπησει ἐν τῃ ἐκτεξει , ὁπου δε ἐν
του κατηγορου ὁτι ἠγαγετο ὁ τουτου πατηρ ἐπι γνησιᾳ παιδων σπορᾳ ἐλπιζων γηροκομεισθαι : εἰτα ὁτι πεποιηκε παιδα : ἀνηγαγε
9998736 ἱερᾳ
κατα τον ὁρκον και τῳ θεῳ και τῃ γῃ τῃ ἱερᾳ και χειρι και ποδι και φωνῃ και πασιν οἱς
γαλακτοϲ χρηϲαμενοϲ ἐπι τρειϲ ἡμεραϲ καθαιρε τῃ δια τηϲ κολοκυνθιδοϲ ἱερᾳ και δευτερον και τριτον : μετα δε ταϲ καθαρϲειϲ
9998734 σκυτεα
οὑτος δε τοὐναντιον συνεπερανατο , το τον Σιμωνα ἀγαθον ὀντα σκυτεα μοχθηρον εἰναι . ἡ δε ἀγωγη του σοφισματος τοιαυτη
ἐτι δε δοξαν ὑπαρχειν αὐτῳ . ἀναγιγνωσκοντος δε αὐτου τον σκυτεα ἐφη προσεχειν ἁμα ῥαπτοντα . και τον Κρατητα εἰπειν
9998733 Ἐκβεβλησθω
ὁτι ἰσον ἐστι το ΑΒΓ τριγωνον τῳ ΔΕΖ τριγωνῳ . Ἐκβεβλησθω γαρ ἡ ΑΔ ἐφ ' ἑκατερα τα μερη ἐπι
ὡς μιας και τῳ ἀπο ΑΒ ΔΕ ὡς μιας . Ἐκβεβλησθω γαρ ἡ ΕΖ ἐπι το Η , και κεισθω
9998733 Μενελαῳ
δεομενου του ἐν τῃ πρεσβειᾳ ῥηθεντος αὐτῳ , ἡνικα συν Μενελαῳ προς τους Τρωας ἐπρεσβευεν Ἑλενην ἀπαιτων . [ ,
ἠ κεινην ἡς και την Ἀθηναν φησιν Ὁμηρος ἐνειναι τῳ Μενελαῳ το θαρσος , οὑτως ἠν ἐρρωμενη και ἀφοβος την
9998732 Ὑδωρ
σκιδναμενου , χαροποι και ἀναλδεες εἱλισσονται . τους παντας καλεουσιν Ὑδωρ . Αὐταρ ὑπ ' αἰθομενῳ κεντρῳ τεραος μεγαλοιο Σκορπιου
κρομμυον , ταυρου χολη , ἰρινου και ἀμαρακινου ὑποσταθμη . Ὑδωρ ψυχρον , ἀειζῳον , ἀνδραχνη , τριβολος χλωρος ,
9998730 Δωριεα
δε αὐτοις Κλεομβροτον . ἐπει δε ἀπεθανεν Ἀναξανδριδης , Λακεδαιμονιοι Δωριεα και γνωμην Κλεομενους και τα ἐς πολεμον ἀμεινονα εἰναι
του βωμου του Διος : διο και ποιησαι εἰς αὐτον Δωριεα τον ποιητην ταδε : τοιος ἐην Μιλων , ὁτ
9998729 νεφροιϲ
και ϲτυφεϲθαι τον οὐρητικον πορον . ταυτα των ἐν τοιϲ νεφροιϲ λιθων τεκμηρια τελειοιϲ μαλλον ἀνδραϲι γινομενων : ἡ δε
, και δηλονοτι θερμοτητοϲ μετεχει , ᾑ και τουϲ ἐν νεφροιϲ λιθουϲ ἡ ῥιζα θρυπτει : και ψωραϲ και τραχυτηταϲ
9998726 σχοινῳ
φυεται ἐν Κρητῃ μονῃ : ἐχει δε τα φυλλα ὁμοια σχοινῳ και τας ῥαβδους και τον καρπον : μικροτερα δε
και θειον ἐπιβαλλειν , ἐπειτα φλογωθεντα φακελλον και ἐξαψαντα ἐπαφιεναι σχοινῳ ἐπι την χελωνην . Τα δε τοιαυτα προτεινομενα ἀπο
9998726 ἐβοησε
του λαου , ἐκτελεσαι βουλομενος την οἰκονομιαν αὐτου . Τοτε ἐβοησε ὁ λιθος , λεγων : Ὠ μωροι υἱοι Ἰσραηλ
Το δ ' οὐν δευτερον Ἀντωνιου ἐπιτιθεντος , ὁ δημος ἐβοησε Χαιρε βασιλευ της ἑαυτου γλωττης . Ὁ δε οὐ
9998724 σανιδι
, οὑτω κατανεινειν : ἁμα δε τῃ κατατασει χρη τῃ σανιδι καταναγκαζειν τον αὐτον τροπον ὡς τα ὑβωματα , κατ
εἰ δε λιθῳ , ὁ λιθος πηδᾳ . εἰ δε σανιδι και ἡλοις , ἐξηλθεντα πεσουνται . εἰ δε σιδηρῳ
9998723 δωρῳ
πεμπειν αὐτον ἐγνωκε πολλαχοι της γης : οὑτως ἡσθη τῳ δωρῳ : ἐμοι δε μικρα μεν οὐδε ταυτα , το
τα σωματα , μελλων δε ἱππων ἁμιλλας χαριζεσθαι τῃ πολει δωρῳ βασιλικῳ τετιμηται . δυο τεθριππα το δωρον , οἱ
9998722 Γαληνοϲ
μετωπον . ἐνιοι δε των ἡμετερων διδαϲκαλων , φηϲιν ὁ Γαληνοϲ , τουτῳ ἐχρωντο προϲ ἡμικραιραϲ : πεπερεωϲ λευκου ⋖
θωρακοϲ και πνευμονοϲ ἀναγωγαιϲ ϲυναιρεται . και ταυτα μεν ὁ Γαληνοϲ . τα δε δια πειραϲ ταυτα : τοιϲ ἀρθριτικοιϲ
9998721 γλευκινῳ
θαλποντων οἱον ἐϲτι το ἀνηθινον ἠ κικινον : μυροιϲ δε γλευκινῳ ἠ ϲουϲινῳ ἠ ἰρινῳ ἠ ἀμαρακινῳ , τροφαιϲ δε
Ψυλλος ὁ ἐν τοις αἰγιαλοις εὑρισκομενος ἑψηθεις ἐν ῥοδινῳ ἠ γλευκινῳ ὠταλγιαις ὠφελει . ψυλλους δε θαλασσιους ἐαν ζεσῃς ἐν
9998717 ὁποσῳ
ᾑ ἐντετμηται , κατωτερω εἰη του ἀνθρωπου της ῥαχιος , ὁποσῳ ἀν δοκεοι μετριως ἐχειν : σανις φιλυρινη μη λεπτη
Καλλιμαχου Κυναιγειρος , στρατιωτης ἀγαθου νεκρου , και το συμπαν ὁποσῳ τινι κρειττων ἀρετη σχηματος . ποιουμαι δε την σπουδην
9998717 βραδυ
ἀχαρι , ὁ ταχυς το ταχυ , ὁ βραδυς το βραδυ , ὁ μεγας το μεγα : οὑτως οὐν και
θ ζῃ ὁ ἀποδημος και ἐξερχεται ι το ἀργυριον σου βραδυ ἀποληψῃ α οὐ σωζῃ της συκοφαντιας β οὐ κληρονομεις
9998717 Φοινικῃ
οὑ και ξοανον εἰναι μαλα σεβασμιον και ναον ζυγοφορουμενον ἐν Φοινικῃ : παρα δε Βυβλιοις ἐξαιρετως θεων ὁ μεγιστος ὀνομαζεται
κερδος ἐν δικαστηριοις οὑτοσι Παλλαδιος . διαφυγων μεν τας ἐν Φοινικῃ χορειας , τῳ πονειν δε ἡσθεις πλεον ἠ τῳ
9998717 ἑρμηνεα
δοκουντες ἀπατωνται . προς οὑς πως ἐνην ἀπαντησαι μη τον ἑρμηνεα διανοιας λογον , Ἀαρων ἐπικλησιν , ἑτοιμασαμενον ; ὁς
τον παθητικον [ ? ] , τον λεγομενον του νου ἑρμηνεα . . . . . Ἀ . δε τον
9998715 Κρητῃ
Μιμαλλονες και Ναϊδες και Νυμφαι προσαγορευομεναι . Ἐν δε τῃ Κρητῃ και ταυτα και τα του Διος ἱερα ἰδιως ἐπετελειτο
υἱα κατεκτανον Ἰδομενηος , Ὀρσιλοχον ποδας ὠκυν , ὁς ἐν Κρητῃ εὐρειῃ ἀνερας ἀλφηστας νικα ταχεεσσι ποδεσσιν , οὑνεκα με
9998712 ὁμωϲ
, Φειδια ; ] οκοϲ ? ? ἐϲτιν γ ' ὁμωϲ [ το ] παιδιον ] νεγκ ? ? '
ὡϲ ἐφην , τα του παθουϲ αἰτια , εὐφωρατοι δε ὁμωϲ κατα το ἐγχωρουν αἱ των λυπουντων χυμων διαφοραι γινονται
9998712 ἠελιοιο
εἰσι , παλιν δ ' , ἀγκωνας ἑλιξας , ἀντην ἠελιοιο μεσην Βαβυλωνα περησας , Περσιδος εἰς ἁλος οἰδμα θοην
αἰψα δ ' ἰαινετο κηρος , ἐπει κελετο μεγαλη ἰς ἠελιοιο . οὐ παντως δε , εἰ τι ἰαινεται ,
9998711 ὁλῳ
φερει νιφετον , κρυμως δε φοβευμαι . εἰαρ ἐμοι τριποθητον ὁλῳ λυκαβαντι παρειη , ἁνικα μητε κρυος μηθ ' ἁλιος
ὁλης ἡμερας και νυκτος ἐλαιον καταντλειν θερμον , ὑποβεβλημενου δερματος ὁλῳ τῳ σωματι : γυμνος γαρ ἐπ ' αὐτου κατεκειμην
9998708 σκληρη
γινεται , ἐξ εὐχροου δε πελιδνη , ἐκ μαλθακης δε σκληρη , ἐξ εὐκαμπτου δε ἀκαμπτος , ὡστε ταχεως ἀποπνιγεσθαι
τῃ κοπρῳ αἱματωδεα και ἰωδεα ὑπερχεται , ἡ δε γαστηρ σκληρη , και ὁ σπλην καθα λιθος ἐστιν . Οὑτος
9998708 ηὐξησε
παρα του δαιμονιου ῥοπης . δια τουτο δε την τυχην ηὐξησε και την παρ ' ἐκεινης ῥοπην , ἱνα μαλλον
δουλειας περιεπεσε τυχῃ . Οὑτος ὑπηγαγετο Σαβινους και τρισι λοφοις ηὐξησε την πολιν , τῳ Κυριναλιῳ και τῳ Βιμιναλιῳ και
9998705 σπασμωδεα
ὀξειῃσι κεφαλαλγιῃσι , και τῃσι ναρκωδεσι μετα βαρεος , ἐθελει σπασμωδεα γινεσθαι . Κεφαλαλγιην λυει πυον δια ῥινων , ἠ
Ξυμβαινει δε τοισι τοιουτοισι , και ἐμετους ἐπιγινεσθαι και τα σπασμωδεα ἐπι τελευτῃ , και ἐνιους κλαγγωδεας εἰναι , και
9998704 Εὐπολιδι
ὡς δωριζω , ἀφ ' οὑ το ἐντεθετταλισμεθα παρα τῳ Εὐπολιδι ἐν Μαρικᾳ , τουτεστι χλαμυδα Θετταλικην φορουμεν . Θετταλικον
χειρος εἰσιοντων προς τῃ Νεμεᾳ ἑστηκεν ἐπιδεξια , παρα δε Εὐπολιδι προποσεως σχημα ὁταν δε δη πινωσι την ἐπιδεξια .
9998701 αἰφνιδιῳ
γαρ [ οὐχ ] οὑτω , δεησει πλεονασμῳ της θαλαττης αἰφνιδιῳ γενομενῳ την ἐπικλυσιν συμβαινειν , καθαπερ ἐν ταις ἀναβασεσι
ὡς ἐπι πολυ το ἡττον ἐχειν , αἱ δε τῳ αἰφνιδιῳ και παρ ' ἐλπιδα χωρησαντι * λογισμῳ τε ἀσφαλει
9998701 ἐσηι
τινα ξενων ; ὁπου χθονος τησδ ' ἐκποδων μαλιστ ' ἐσηι . οὐκουν σε φραζειν εἰκος , ἐκπονειν δ '
γε : σεσωμαι , κατ ' ἐμε δ ' εὐκλεης ἐσηι . πως εἰπας ; οὐ πενθειν με σην ψυχην
9998701 Καλαϊς
Πυθωνος ἀγωνι : Καστωρ σταδιον , πυξ Πολυδευκης , δολιχον Καλαϊς , ὁπλιτην Ζητης , δισκον Πηλευς , παλην Τελαμων
του Καλυδωνιου και Ἡρακλης ἀποκτεινων τους παιδας τους Ἀκτορος , Καλαϊς δε και Ζητης τας Ἁρπυιας Φινεως ἀπελαυνουσιν : Πειριθους
9998700 χορηγιᾳ
ἀπορον εἰναι τυγχανει συντελειας , ἐπειτα και τῃ ἐν Ῥωμῃ χορηγιᾳ των προς την ὑποκειμενην ὑποθεσιν ἀνηκοντων . ἡ γαρ
. ἀλλ ' ὠ γενναιε νικᾳς γαρ τους λογους τῃ χορηγιᾳ των τροπων , μη τῳ μεγεθει κρινῃς το χαριστηριον
9998699 εὐσεβη
ἡμιν ἡλιος και φεγγος ἱλαρον ἐστιν , ὁσοι μεμυημεθ ' εὐσεβη τε διηγομεν τροπον περι τους ξενους και τους ἰδιωτας
, ἀλλα τας σχεσεις τηρουντα τας φυσικας και ἐπιθετους ὡς εὐσεβη , ὡς υἱον , ὡς ἀδελφον , ὡς πατερα
9998696 Πελιᾳ
προς ἀμυναν των θηριων . τινες δε ἐν τῳ ἐπι Πελιᾳ ἀγωνι φασι τον Πηλεα λαβειν δια σωφροσυνην ἡφαιστοτευκτον μαχαιραν
εἰτε δια μηνιν Ἡρας , ἱν ' ἐλθοι κακον Μηδεια Πελιᾳ , “ το χρυσομαλλον δερας ” ἐφη “ προσεταττον
9998696 ἐδεηθη
ἀλλος ἐν τε ἱστοριας μνημῃ και κινησεως καλλει διενεγκων , ἐδεηθη του Δημητριου εὐγνωμονεστατην , οἰμαι , την δεησιν ,
εἰναι και ποτοις κοινον των βασιλεων : διοπερ οὐδε πιστεως ἐδεηθη προς τουτο , ὡς των ἀκροατων αὐτοθεν συγχωρουντων .
9998695 ὑγιεα
οὐς ἐκτεταμενου του ἀγκωνος οὐ μαλλον δυνανται , ὡσπερ την ὑγιεα , οὐδε παραγειν ἐνθα και ἐνθα ὁμοιως . τα
θερμαινομενος : και οὐτε ἑλκος ἑξει ὑπο της θερμασιης , ὑγιεα τε ξηρανθεντα τα φλεβια . Ἠν δε βουλῃ μητε
9998692 γλαυκα
της χλοερας κομης ἀπονασθαι , ἀλλ ' οὐν την γε γλαυκα μη τουτο τοις ὀρνεοις ποιειν παραινειν μηδε φυτου βλαστῃ
θεους εἰναι . Ἐαν δε τις εἰς γναθιον λιθον γλυψῃ γλαυκα το ὀρνεον και ὑπο τους ποδας αὐτου γλαυκον τον
9998689 ῥᾳθυμιᾳ
καταφρονων του πραγματος ὡς παιδαριωδους , χρωμενος τε τῃ συνηθει ῥᾳθυμιᾳ , αὐτος μεν οἰκοι μενει , πεμπει δε ἑνα
εἰωθεν ἡ κλινη λογους . Οὐκ ἐστιν ὠ ματαιε συν ῥᾳθυμιᾳ τα των πονουντων μη πονησαντας λαβειν . Ὁ Πειραιευς

Back