της των ἀγελαιων ἀνθρωπων . ὁ δ ' οὐν Διομηδης διεφθαρτο και αὐτος ὑπο της συνουσιας και οὐδεν ἐχων ἐξαρμα
βιος μεν ἠν ἀπο θαλασσης γεγονως και ἀγρας ἰχθυων , διεφθαρτο δε ὑπο νοσου τους ὀφθαλμους , ὀνομα δε οἱ
9999971 διεφθειρετο
ἐγεινετο εἰς τα σωματα προσθεσις , κἀν ? ? ? διεφθειρετο ῥαιδιως ? ? ? τα σωματα . * ὁθεν
ἠ γαρ ἐξημβλουτο τα ἐμβρυα , ἠ κατα τους τοκους διεφθειρετο ἐστιν ἁ και τας φερουσας συνδιαλυμηνα - μενα .
9999960 ἐποιησασθε
τετιμημενοι χαριν εἰχον ὑμιν . ἀπο ταυτης της ἐξουσιας ὑπατον ἐποιησασθε Σκιπιωνα , ὁτε αὐτῳ περι Λιβυην ἐμαρτυρησατε : και
ὑμιν προς Ἀθηναιους : ἡν γε οὐκ ἐπι τοις φιλοις ἐποιησασθε , των δε ἐχθρων ἠν τις ἐφ ' ὑμας
9999957 ἐνετειλατο
και Ἰσαακ και Ἰακωβ . Και εἰπων αὐτοις ταυτα , ἐνετειλατο αὐτοις λεγων : Θαψατε με εἰς Χεβρων . Και
ὑπερ ἡμας πορευομενος . μελλον ἐντειλεν : το μελλον ἐσεσθαι ἐνετειλατο , φησιν , ὁ Ἡλιος , ἱνα πρωτοι θυσωσι
9999955 Αἰθιοπων
. το ἐθνικον Μερμησσιος και Μερμησσευς . Μεροη , πολις Αἰθιοπων . Ἡροδοτος δευτερᾳ . ἀπο Μεροης . ἐστι και
και Φοινικων θεοτευκτων . Τῳ δ ' ὑπο Θρηικιων και Αἰθιοπων κλιμα κειται . Τῳ δ ' ὑποκειθ ' Ἑλλας
9999955 μιγνυμενη
δε ἡττον ἰαται τα παρισθμια και ἀντιαδας και γαργαρεωνα φλεγμαινοντα μιγνυμενη τῳ χυλῳ του ὀμφακος και καρυων λεμματων και κρανων
λυομενη . Τελλιναι ταριχηραι καυθειϲαι καυϲτικην ἐργαζονται τεφραν , ἡτιϲ μιγνυμενη κεδριᾳ των τριχων των βλεφαριτιδων ἐκ ῥιζηϲ ἐκτιλθειϲων ἐνϲταζομενη
9999955 συγγραμμα
το ἐντελως μαθειν ἡμας τας πεντε φωνας τελος λαβειν το συγγραμμα , ἀλλ ' ἐπειδη προς εἰσαγομενους ἐποιειτο τον λογον
γεγραφασιν . . ἐνιοι μεν οὐν Πυθαγοραν μηδε ἑν καταλιπειν συγγραμμα φασι το δε φερομενον ὡς Πυθαγορου Λυσιδος ἐστι του
9999953 διεφυλαξεν
προσανεχοντας ὁς ἐμοι τε και τοις προγονοις ἡμων την βασιλειαν διεφυλαξεν , οὐ μονον ἀπολυω της ἐκ των προσαπεσταλμενων ὑπο
, βασιλει πεμψον αὐτην : και γαρ αὑτη με σοι διεφυλαξεν ὡς ἀδελφου γυναικα παραλαβουσα . “ ” οὐδεν ἐστιν
9999953 κυρια
Φρυγιος . το Τυχιος Φρυγιος Πλυτιος Κλυτιος Σκυφιος παροξυνονται ὡς κυρια . μυριος ὁ ὡρισμενος ἀριθμος , μυριος ὁ ἀοριστος
, οἱον Ἡρακλειδης και Ἀσκληπιαδης ἐστι μεν σχηματι πατρωνυμικα , κυρια δε τινων . εἰ τις οὐν τον του Ἡρακλειδου
9999953 μελεα
και κραινοντων ἐϲ ὀϲτεα , ἠ ῥαγεντοϲ , ἀκρατεα τα μελεα και ἐπιϲυρομενα , οὐκ ἀναιϲθητα , γιγνεται . εἰδεα
, τοισι σοις ἐν ἀντροις , ἱνα τεκουσα τις παρθενος μελεα βρεφος Φοιβωι πτανοις ἐξορισεν θοιναν θηρσι τε φονιαν δαιτα
9999953 διε
χροιη τε πελει χλοεροιο πρασοιο . Ἐνθεν και σεο , διε χαλαζιε , πειρηθηναι ἐν θυμῳ βαλομην , και σευ
Τρωων τετιημενος ἠτορ ἠϊε πολλ ' ἀεκων : περι γαρ διε νηυσιν Ἀχαιων . ὡς δ ' ὁτ ' ὀνος
9999952 διεξοδοι
ϲυϲταϲεϲι καρπων ἡτε εἰϲ το ϲωμα προϲθεϲιϲ παχεια αἱ τε διεξοδοι βραδυτεραι και μαλιϲθ ' ὁταν ἐχωϲιν ἐν ἑαυτοιϲ χυμον
τελος εἰναι τον δηλουμενον νουν , οὑ χαριν αἱ μακραι διεξοδοι τε και ῥησεις ὑπο λογιων ἀνδρων εἰωθασι γινεσθαι .
9999952 Καρχηδονιος
δεξασθαι , και παρηλθεν εἰσω των στρατηγων ἀγνοουντων . Ἀμιλκας Καρχηδονιος , ἀριστος των ἐν Λιβυῃ στρατηγων , πολλους πολεμους
λοιπῃ χρειᾳ ἀναπαυσας ἑως Μεσσηνης διεσωσε . Καρθαλων μεν ὁ Καρχηδονιος μετα την ναυαγιαν των Ῥωμαιων πολιορκησας Ἀκραγαντα ταυτην εἱλε
9999952 συμφωνιᾳ
ἀσπασομενον και βιωσομενον κατα την του ὁλου διαταξιν ἁρμονιᾳ και συμφωνιᾳ προς ἐργα λογων και προς λογους ἐργων . των
κιονες και προς ἀλληλους και προς αὑτον ἑκαστος μιᾳ χρωμενοι συμφωνιᾳ προσθηκαις ἁψιδων ἀναβαινοντες ἀχρι των ἀνεχοντων κιονων του τεμενους
9999952 Μελισσου
: το δε τελος περας . διο βελτιον οἰητεον Παρμενιδην Μελισσου εἰρηκεναι : ὁ μεν γαρ το ἀπειρον ὁλον φησιν
των τεσσαρων εἰναι τον ἀνθρωπον οὐ κατασκευαζουσι , τον δε Μελισσου λογον ὀρθουσιν ἡγουμενου μεν ἑν εἰναι και αὐτου τουτου
9999952 τετρακισχιλιοι
, ἀνδρες φημι και γυναικες και παιδες , ἐγγυς που τετρακισχιλιοι : ἐληφθησαν δε και αἰχμαλωτοι ὀλιγῳ πλειους πεντακισμυριων ,
δε , ὡς μεν οἱ πολλοι , το μιλιον ὀκτασταδιον τετρακισχιλιοι ἀν εἰεν σταδιοι και ἐπ ' αὐτοις διακοσιοι ὀγδοηκοντα
9999951 χαλεπην
ἐτυχθη : οἰκων γαρ φθειρει κτησιν βιοτῳ προϊουσιν , και χαλεπην πενιην γηρως ἐπι λυγρου ὀπαζει . φαυλη και κεροεσσα
και κρισεως ἀρετης , φησιν ὁ Πλατων : την οὐν χαλεπην φημην φυλακτεον εἰς δυναμιν . ἡ γαρ κακη φημη
9999950 ἐγραψαμην
ἀχρι τελους : δυναμις γαρ οὐκ ἐμπιπτει . ὁτι τοιγαρουν ἐγραψαμην καθυφεσεως αὐτον και εἱλον , και δηλον ὁτι κἀκεινος
Δια , οὐκουν οὑτω γε ἀπο στοματος : ἀλλ ' ἐγραψαμην μεν τοτ ' εὐθυς οἰκαδ ' ἐλθων ὑπομνηματα ,
9999950 κατεσκευαζετο
εἰωθοτας μισθους , και παρα των συμμαχων βοηθειαν μετεπεμψατο : κατεσκευαζετο δε και ὁπλων πληθος και νομισμα κατεκοψε χρυσουν τε
ὁ δε Στρατων μετ ' αὐλητριδων και ψαλτριων και κιθαριστριων κατεσκευαζετο τας συνουσιας . και μετεπεμπετο πολλας μεν ἑταιρας ἐκ
9999950 τεταρτῳ
Ἡροδοτου : ἐν τῳ τριτῳ τα Θουκυδιδου : ἐν τῳ τεταρτῳ ἁπερ εἰπεν ὁ Ξενοφων και ὁ Θεοπομπος . εἰσι
ποιησαι ἐν τρισι μησι , την δικην δ ' εἰσαγειν τεταρτῳ μηνι , ὡσπερ νυνι : της δ ' ἀρχης
9999949 ἐγνωρισεν
ὁρᾳ τα λειψανα του παιδιου και πενθει την τροφην και ἐγνωρισεν ὠν του δειπνου πατηρ : γνωρισας μαινεται και σπαται
ἡμιν πολλακις και ἀλλα το της ψυχης σου φιλοπονον ἀριδηλως ἐγνωρισεν , ἀνδρων ἀριστε και φιλομαθεστατε , οὐχ ἡττον δε
9999949 δικαστηριῳ
ἐαν συμβῃ με πεσοντα ἀποθανειν , ⌈ ἠγουν ἐν τῳ δικαστηριῳ με θαψατε . ⌈ δρυφακτα ἐλεγετο * [ ἐνταυθα
τε κατηγορουμενος και ὁ διωκων , καλως ἀν ὡς ἐν δικαστηριῳ και κρισει αὐτων ὀντων ἐλεγομεν εἰναι τον λογον εἰδους
9999949 ἀφειλατο
Τελεστην παιδα την ἡλικιαν , οὑ την κατα γενος βασιλειαν ἀφειλατο θειος ὠν και ἐπιτροπος Ἀγημων , ὁς ἠρξεν ἐτη
ἀληθους , ἀνηψε τῃ Διομηδους ψυχῃ φως και την ἀχλυν ἀφειλατο , ἠγουν την ἀγνωσιαν , ἡς παρουσης οὐχ ὁρᾳ
9999949 ἀπελογειτο
ἐπι σφισι της αἰτιας . ἐπειδη δ ' οὐδεις οὐκετι ἀπελογειτο , ἀνεδωκαν οἱ δημαρχοι την ψηφον ταις φυλαις τιμημα
ταραχης εἰς την αὐλην , ὁ βασιλευς μεταπεμψαμενος τον ἀδελφον ἀπελογειτο μετα δακρυων , μη πιστευειν τῳ την βασιλειαν ἐπιχειρουντι
9999948 ἀπεφηναντο
ἡ ψυχη εἰναι και γνωστικον οὑτως , ἐνιοι ἐξ ἀμφοιν ἀπεφηναντο την ψυχην ἀριθμον κινουνθ ' ἑαυτον . διαφερονται δε
οἱ μεν εὑρηκεναι το ἀληθες ἐφασαν , οἱ δ ' ἀπεφηναντο μη δυνατον εἰναι τουτο καταληφθηναι , οἱ δε ἐτι
9999948 θυγατερες
ταις νηστειαις εὐφροσυνας . οὐχ ὁρᾳς ὁτι και πεντε Σαλπααδ θυγατερες , ἁς ἀλληγορουντες αἰσθησεις εἰναι φαμεν , ἐκ του
] Ἀριστοδημου παιδες ἁτε ὀντες και αὐτοι διδυμοι λαμβανουσι , θυγατερες δε ἠσαν Θερσανδρου του Ἀγαμηδιδα , βασιλευοντος μεν Κλεωναιων
9999948 τεταρταιῳ
τῃ ἡμερῃ ταυτῃ , μακροτερον ξυμπιπτει . Ὁκοταν δε πυρεσσοντι τεταρταιῳ ἡ γλωσσα ἐκτεταραγμενα διαλεγηται , και ἡ κοιλιη χολωδεα
τεταρταιῳ . λεγει δε οὑτωϲ : ” πρωτον μεν τῳ τεταρταιῳ πυρετῳ διϲ ωὑτοϲ ἀνθρωποϲ οὐτε ἁλιϲκεται οὐτε ἑαλωκε που
9999947 ἐλυπησεν
ἐτι τοιουτον , ἀλλ ' ἐχων ἁς εἰπον ὑπερβολας οὐκ ἐλυπησεν , ἀλλ ' ἀποχρην ἡγησατο ὁμοιαν την ἑαυτου πολιτειαν
Ἰασων δε λαβων Γλαυκην την Κρεοντος οὐ μικρως την Μηδειαν ἐλυπησεν , ἡ φαρμακοις Γλαυκην ἀνελουσα και Κρεοντα και τους
9999947 Πελοποννησιοις
ὁ Ἀδμητος κατελεησας αὐτον οὐκ ἐξεδωκεν ἀλλ ' ἀπεκριθη τοις Πελοποννησιοις μη ὁσιον εἰναι ἐκδουναι τον ἱκετην . ὁ δε
μετα τον Χαλκιδεως θανατον και την ἐν Μιλητῳ μαχην τοις Πελοποννησιοις ὑποπτος ὠν , και ἀπ ' αὐτων ἀφικομενης ἐπιστολης
9999947 ἀμερες
πρωτων σωματων , ἀπαθη μεν ἐφυλαξεν αὐτα , το δε ἀμερες αὐτων παρειλετο , ὡς δια τουτο ὑπο του Ἀριστοτελους
ἐχει το ἀμερες και το ἀνυποστατον : το γαρ νυν ἀμερες λεγομενον ἁμα λεγομενον και νοουμενον παρεληλυθε και οὐκ ἐστι
9999947 σοφωτατοι
. . : ᾠδη και στροφη κωλων ιβʹ . ὠ σοφωτατοι θεαται : τουτο . . . καταληκτικων , ὡν
ἐστι , και ἐλεγχος ἐστιν ἀκριβης . . Το μαρτυρες σοφωτατοι ἀντι του : το γαρ συνεχως λεχθεν λεγεται και
9999947 Ὀλυμπιονικης
τραχει νεανισκῳ συμβεβληκεν . Ἱνα τι ; φησιν . Ἱνα Ὀλυμπιονικης γενῃ : διχα δ ' ἱδρωτος οὐ γιγνεται .
, πυρος μη προσαχθεντος , και ἀλλα πολλα . Διωξιππος Ὀλυμπιονικης ἀθλητης , ὁ Ἀθηναιος , ἐσηλαυνεν ἐς τας Ἀθηνας
9999947 τετμησθωσαν
αἱ του ΑΒΓ τριγωνου πλευραι αἱ ΑΒ , ΑΓ ἀναλογον τετμησθωσαν , ὡς ἡ ΒΔ προς την ΔΑ , οὑτως
ἀνεσταμενη πυραμις μειζον ἐστιν ἠ το ἡμισυ του κωνου . τετμησθωσαν αἱ ΕΖ , ΖΗ , ΗΘ , ΘΕ περιφερειαι
9999946 θετο
, διπλην . , . περι δε τρυφαλειαν ἀειρας κρατι θετο βριαρηνὁτι ἀναλαβων την ἀσπιδα μετα ταυτα ἐπι πασι την
' Ἀφροδιτης , τον παρος οὐκ ἐποθησεν , ἐνι κραδιῃ θετο πασῃ . πειθεο και συ , φιλη , μη
9999946 τειχεσι
βιαιου την ταφρον ἐνεχωσαν και τους σταυρους ὑπερεβησαν και τοις τειχεσι προσελθοντες οἱ μεν ὑπωρυσσον , οἱ δε τας κλιμακας
ἐλαττονων ἠ χιλιων . μελλων δε προσαγειν τας μηχανας τοις τειχεσι τους μεν πε - τροβολους και τους ὀξυβελεις παρηνεγκε
9999946 Πατροκλης
της Ἰνδικης ἐπι την Ὑρκανιαν : ὁτι δε δυνατον , Πατροκλης εἰρηκε . : Φησι δε και εὐπλουν εἰναι και
Ἰνδικης δυνατον , ὡς φησιν ὁ των τοπων ἡγησαμενος τουτων Πατροκλης . : Οὐχ ὁμολογουσι δ ' ὁτι περιεπλευσαν τινες
9999946 συστατικη
ἐστι δε κωμῳδια μιμησις πραξεως καθαρτικων παθηματων και του βιου συστατικη τυπουμενη δι ' ἡδονης και γελωτος : οἱα ἡ
φασι το κατα τοπον μεταβατικον , διαφορα ὀν τῳ ζῳῳ συστατικη , αὐτῳ μεν τελευταια ἐστιν , ὡς μηκετι μετ
9999946 τριπλασιονι
ηʹ ιϚʹ λβʹ ξδʹ . ἀπο μοναδος ζʹ ἀριθμοι ἐν τριπλασιονι λογῳ προσαυξηθεντες ποιουσι τετραγωνον και κυβον τον ψκθʹ ,
τα τριγωνα εὑρεθησονται ἐν τετραπλασιονι , εἰ δε ἐκειναι ἐν τριπλασιονι , ταυτα ἐν ἑξαπλασιονι και καθεξης ὁμοιως . Ἀντιστρεφει
9999946 μονογενη
χελιδων , χελιδονος , χελιδονιον . Τα δια του ενιον μονογενη οὐδετερα δια του ι γραφει την παραληγουσαν , και
[ τα ] εἰς ? ην ληγοντα [ ] , μονογενη ? ? [ ὀντα , ἐν τῃ γενικῃ ]
9999946 ἀπελαβεν
δοκει φωρασαι , ὁτι τας πεμπομενας παρα του ἀνθρωπου οὐκ ἀπελαβεν : ἠν γαρ αὐτοις ἀρνηθηναι και φασκειν ἐπιβουλευεσθαι ὑπο
σιτος ὑομενος κατασαπειη : τον δε θερισθεντα κατα συνθηκας αὐτος ἀπελαβεν . ἀναγκαιως οὐν τον μεν ἀπο της χωρας τῳ
9999945 γονευσι
γαρ ἐστιν ἑκαστῳ των προς ἀξιαν , οἱον θεοις , γονευσι , συγγενεσι , φιλοις , οἰκειοις , πολιταις .
πατριδι . διαφερει δε τι ; ὁτι ὁ μεν τοις γονευσι μονον γεγενησθαι νομιζων τον της εἱμαρμενης και τον αὐτοματον
9999945 διφροιο
χεοντες ὀδυροντο προ πυλαων , εἰ μη ἀρ ' ἐκ διφροιο γερων λαοισι μετηυδα : εἰξατε μοι οὐρευσι διελθεμεν :
ἀλλων . Και οἱ δεξιτερη μεν ἐπι κλισμον τετανυσται πενθεριου διφροιο : τα δ ' ἐν ποσιν οἱα διωκων ἰχνια
9999945 βουλοιτο
πολλα ; εἰ μη ἀρα και τας στιγμας μοναδας εἰναι βουλοιτο και τετραχως αὐτων ὁρωμενων ἐκ πασων αὐτων ἀριθμους πλεκοι
ὁ σκοπος , ἀλλα μεταχωρειν δυναμενος : τις ἀν οὐν βουλοιτο εἰκῃ πλειονα ἐκβαλλειν βελη ; και γαρ το λεγομενον
9999944 ἐνεπλησεν
, οἰμαι , ἀνατειλας ἡλιος τον ζοφον του ἀερος φωτος ἐνεπλησεν , οὑτως και ἀρετη ἀνατειλασα ἐν ψυχῃ την ἀχλυν
τας ἀφ ' ἑαυτου προσβαλον κηρας ἀσης και ἀδημονιας αὐτον ἐνεπλησεν ἠ πιανθεν ἀμετρως ἀπολαυσει ἡδονων ἀμβλυτερας τας εἰς το
9999944 μειρακιωδες
γαρ σχηματιουμεν , φιλοτιμεισθαι δοξομεν , φιλοτιμια δε ἐν ἐπιστολῃ μειρακιωδες . κυκλον δε ἀποτορνευειν ἐν μεν ταις βραχυτεραις των
οὐν οὐκ ἐπιτηδειωςφρονιμωτατος δ ' ἀνθρωπων γενομενος διεβαλλεν αὐτο ὡς μειρακιωδες , ἱνα ὑπερεωρακως αὐτου μαλλον ἠ ἀπολειπομενος φαινοιτοτα δε
9999944 κατελιπε
, των δε Ἀντιπατριστων λεγομενων , των δε Παναιτιαστων . κατελιπε δε και Θεοφραστος εἰς την τοιαυτην συνοδον χρηματα ,
Ἀριαραθης βασιλευει καθ ' ἑαυτον , και μεταλλασσων τον βιον κατελιπε την βασιλειαν Ἀριαραθῃ τῳ υἱῳ , νηπιῳ παντελως ὀντι
9999944 σφοδρα
: εἰ γαρ μη χρισαις , ὀγκουται ὑπο του ξηριου σφοδρα και ὑπερεκτεινεται εἰς μεγεθος ἀσυμμετρον τῃ γυναικι δια την
ὑδωρ , ἐλᾳδιον . λαβρακα μετα ταυτ ' ἐπριαμην καλον σφοδρα : ἐσται δι ' ἁλμης λιπαρος ἑφθος ἐν χλοῃ
9999943 τριακοστῳ
. . . : Παροιχωκεν . οὑτως και Δωροθεος ἐν τριακοστῳ πρωτῳ της Ἀττικης λεξεως ἀξιοι γραφειν , την μεν
Ἀρκασι λαμπρως το ἐς τους Λακεδαιμονιους ἐχθος ἐξηπτοοὑτως ἀπεστησαν ἐτει τριακοστῳ μεν και ἐνατῳ μετα Ἰθωμης ἁλωσιν , τεταρτῳ δε
9999943 ἀπαλλαγην
βηξ μονος εἰχε ῥᾳστωνην , ἀλλ ' οὐδε οὑτος τελειαν ἀπαλλαγην . εἰ δε ποτε ἐδοξε την ὑλην πασαν εἰς
' ἀσυμφωνιαν ἐλαττουμενοι . διο και Πυθαγοραν φασι την ἐντευθεν ἀπαλλαγην ποιουμενον μονοχορδιζειν τοις ἑταιροις παραινεσαι δηλουντα ὡς την ἀκροτητα
9999943 ἐφυγαδευσαν
ὡστε κλεισαι και παλαιστρας και γυμνασια . και τους μεν ἐφυγαδευσαν , Μελητου δε θανατον κατεγνωσαν . Σωκρατην δε χαλκῃ
μεν και εἰκοσι των πολιτων ἀπεσφαξαν , πεντακοσιους δ ' ἐφυγαδευσαν . Λακεδαιμονιων δε παρασκευαζομενων καταγειν και δυναμιν ἀθροιζοντων ,
9999943 παλλακιδα
οὐσης : ἐλευθεραν μεν οὐ δει γημαι , ἀλλα δουλην παλλακιδα μαλλον δει : και γαρ ὁ Ζυγος μοιχειαν ἐπιφερει
ἐπι σημειοις φαρμακων ὁ ἀριστευς ἐτελευτα μητρυιαν ἐχων και αἰχμαλωτον παλλακιδα και ἀντεγκαλουσιν ἀλληλαις : ἐνταυθα μονη ἡ βουλησις και
9999943 ἀπεστερησε
Νειλῳ και τοις μετα τουτους μεγαλοις . ταυθ ' ἡμας ἀπεστερησε μεν των παρα σου περι του λογου γραμματων ,
προοπτησαντα χλιαινειν παλιν , ἠ μη προοπτησαντα συντελειν ταχυ , ἀπεστερησε της τεχνης την ἡδονην . εἰς τους σοφιστας τον
9999943 ἐστελλετο
την κτισθεισαν ἐν Παραπαμισαδαις , ὁτε το πρωτον ἐπι Βακτρων ἐστελλετο . και τον μεν ὑπαρχον , ὁστις αὐτῳ ἐπι
αὐτῳ ᾀδοντες . Ἱκανως δε ἐχων των περι την Ἀλεξανδρειαν ἐστελλετο ἐς Αἰγυπτον τε και ἐς Αἰθιοπιαν ἐς ξυνουσιαν των
9999943 ἐκομισαντο
Αἰγοσθενοις ἐδειπνησαν ὡς ἐδυναντο : τῃ δ ' ὑστεραιᾳ ἐλθοντες ἐκομισαντο τα ὁπλα . και ἐκ τουτου οἰκαδε ἠδη ἑκαστοι
ἐτων οὐ μονον την ἐλευθεριαν , ἀλλα και την χωραν ἐκομισαντο την αὑτων . ἐπει γαρ ἡττηθησαν ἐν Λευκτροις ὑπο
9999943 ἐδωκεν
ἐναντιους . οἱ μεν ἐκομισαν , ὁ δε λαβων συνθημα ἐδωκεν Ἑρμην Φιλιον , ὡς τουτο προς τους ἐνδιδοντας αὐτῳ
χρυσιον εἰχε δουναι , ὁπως πεισῃ την Γαλατειαν . χρυσον ἐδωκεν : ἀντι του εἰχε δουναι τῃ Γαλατειᾳ εἰς το
9999943 συνεβη
τινος των μη παραδοχης ἀξιωθεντων δια φθονον ὑποπρησθηναι την οἰκιαν συνεβη : τινες δ ' αὐτους τους Κροτωνιατας τουτο πραξαι
οὐ πεπορευται του ἀστεος ; ἐν δη μεγιστῃ μεγιστους εἰναι συνεβη γενος τοὐμον παιδειᾳ τε και πλουτῳ και χορηγιαις και
9999943 συμβουλευτικῳ
μαρτυς Δημοσθενης , ἐν οἱς μεν ἐγυμνασατο , πανυ εὐδοκιμωντῳ συμβουλευτικῳ φημι και δικανικῳ , ἐν δε τῳ πανηγυρικῳ του
ὁ Δημοσθενης ἡμιν κατα τον πολιτικον λογον ἐν τε τῳ συμβουλευτικῳ και δικανικῳ και ὁ Πλατων ἐν τῳ πεζῳ πανηγυρικῳ
9999943 Ὀλυμπιονικην
των Ἑλλανοδικων τον ἀγωνα θεασασθαι , παρελθουσα ἐδικαιολογησατο πατερα μεν Ὀλυμπιονικην ἐχειν και τρεις ἀδελφους και αὐτη παιδα Ὀλυμπιων ἀγωνιστην
, ἠγουν την συνηθειαν , τιμα και τον ἀνδρα τον Ὀλυμπιονικην , τον εὑροντα ἀρετην , ἀντι του εὐφημιαν ἑνεκα
9999943 γραμματικη
οὐκουν ἐπει οὐδεν ἐστιν εἰδησις παρα τον εἰδοτα , οὐδε γραμματικη τι παρα τον εἰδοτα γραμματικον , ὡς οὐδε περιπατησις
, συμβαινειν ἀπο ἐμπειριας την γνωσιν , ὡς και ἡ γραμματικη γνωσις ἐστι τινων , ὡν αὐτος παρατιθησιν . Ἀλλοι
9999942 ἐγενεσθε
ὑπαρχουσιν . εἰπειν οὐν φαμεν προς αὐτα ἐπειδη ἐξ ἐμου ἐγενεσθε , ἀιδια ἐστε : το γαρ καλως ἁρμοσθεν λυειν
Ἑλληνας και ἀξιωτεροι ἐστε πασης ζημιας , πειρασομεθα ἀποφαινειν . ἐγενεσθε ἐπι τῃ ἡμετερᾳ τιμωριᾳ , ὡς φατε , Ἀθηναιων
9999942 γνωμονες
ἑτεροσκιοι τυγχανουσιν ὀντες : οὐδεποτε γαρ κατ ' αὐτους οἱ γνωμονες ἐν ταις μεσημβριαις οὐτε ἀσκιοι γινονται οὐτε τας σκιας
παραδειγματα δε τα Πλατωνος και Δημοσθενους : οὑτοι γαρ ἀριστοι γνωμονες των τοιουτων . Ὁτι ἐν τοις ἀδοξοις και φερουσιν
9999942 τετραπλασιῳ
ἡ μονας , τον δις δια πασων ποιουσιν , ἐν τετραπλασιῳ γαρ . ὁ δε θ προς τον η τον
δια πασων ἐν διπλασιῳ και ἡ δις δια πασων ἐν τετραπλασιῳ . . . § : προς δε τουτοις οὐδ
9999942 ληφθεισης
γαρ ἐν πρωτῳ σχηματι το τοιουτον συναγομενον της μειζονος ἀποφατικης ληφθεισης : ἡ δε τοιαυτη ἀποφασις προς ἑαυτην ἀντιστρεφει .
εἰπειν προτερον ὁτι ἐσται λευκον . ἐντευθεν κατασκευην λαμβανει της ληφθεισης ὑποθεσεως ὁτι τῃ ἀληθειᾳ των λογων ἡ των πραγματων
9999942 χαλεπωτατην
και ἐκκρισιν , ὡς ὁ μεν Ἐρασιστρατος και ἀντικρυς την χαλεπωτατην της κρισεως ὁμολογει . λεγει δε οὑτως : χαλεπον
' ἀποδειξεως φαινομενης και συλλογισμου συναχθησεται , και δια τουτο χαλεπωτατην λεγω ταυτην την ἀγνοιαν , ὁτι οἰησις ἐστιν ἐπιστημης
9999942 συλλογιστικη
καλως ὡρισαμεθα την κοινην προτασιν , και ἐστιν μεν ἡ συλλογιστικη προτασις ἁπλως πασα ἡ κοινη καταφασις ἠ ἀποφασις τινος
λαμβανοιτο τα ἐναντια ἀλληλοις ἠ τα ἀντικειμενα : οὐδε γαρ συλλογιστικη ἡ των τοιουτων ἐκλογη , ὡς αὐτικα δη μαλα
9999941 διηνεγκεν
φθαρτου . τῃ μεν οὐν πρωτῃ διαφορᾳ τα ζωα ταυτῃ διηνεγκεν , ὁτι τοις μεν ἁπασαι της ψυχης ὑπαρχουσιν αἱ
ποδας αἰνετος , ἠδ ' Ἀμαρυνθος . και οὑς ὀνομαστι διηνεγκεν . . . , ὡς καταλεξῃ : . .
9999941 ἀπεδοτο
και ὡς ταυτας ἀργυριου χαριν ἱερευσι και † τοις ἐπιτυχουσιν ἀπεδοτο : οὐτε γαρ θεμις ἀνθρωποις εἰς σφετεραν διακονιαν κεχρησθαι
φορειν πρεπουσων , την δε ναυν ἐνεωλκησεν και τους ναυτας ἀπεδοτο τους τ ' ἐκ της τετρηρους και τους ἐκ
9999941 χαλεπης
και εἰς φιλιαν μετατρεπει . ῥυεται δε ἀπο πασης ἀναγκης χαλεπης και κεραυνου και κινδυνου και πασης ζαλης και περιστασεως
γε αὐτος αἰτιος ἐγενομην καταλειφθηναι , ὁτε δηχθεις ἐτυχεν ὑπο χαλεπης και ἀνιατου ἐχιδνης . οὐκ ἀν οὐν ᾠμην οὐδε
9999941 μελαινῃ
γενηται , πεμψω ς ' ἠπειρονδε , βαλων ἐν νηϊ μελαινῃ , εἰς Ἐχετον βασιληα , βροτων δηλημονα παντων ,
νηας . ἀμφι δε τοι τῃ ἐμῃ κλισιῃ και νηϊ μελαινῃ Ἑκτορα και μεμαωτα μαχης σχησεσθαι ὀϊω . Ὡς ἐφαθ
9999941 Σικελιωτης
μεν γαρ ἐστιν ὁ ἐξ αὐτης της Σικελιας ὠν , Σικελιωτης δε ὁ Σικελος μεν μη ὠν , την δε
ἐπι των τριων χρονων . Σικελος ὁ Σικελιας οἰκητηρ . Σικελιωτης δε ὁ ἐξ ἀλλοδαπης εἰς Σικελιαν ἀποικος ἐλθων .
9999941 μακαριοτητα
το βεβαιον ἐχουσιν , οὐκ ἀποβαλειται ὁ εὐδαιμων την προσουσαν μακαριοτητα δια τυχης μετακλισιν . ἀει γαρ ἠ μαλιστα παντων
. Ὡν ἡ σοφια παρασκευαζεται εἰς την του ὁλου βιου μακαριοτητα πολυ μεγιστον ἐστιν ἡ της φιλιας κτησις . Ἡ
9999941 δυσετο
πληροι φωτος ἀνατελλων , ὡς ἐκ των ἐναντιων εἰρηται το δυσετο τ ' ἠελιος σκιοωντο τε πασαι ἀγυιαι . και
! ! ] ης και μαλλον ? ? ἀρειονα ? δυσετο μορφην ? ! ! [ ! ! ! !
9999941 ἀπεστω
ἡ μεγαλαυχια και ἡ κακοηθεια και το βρενθυεσθαι και λαρυγγιζειν ἀπεστω , και το διασιλλαινειν τα των ἀλλων και οἰεσθαι
ἐστω και μη πολυ ἀποδεων του ὑπεροπτης εἰναι ἐλεος τε ἀπεστω λεγοντος : ὁ γαρ μη ἀντιβολησαι ξυγχωρων τι ἀν
9999941 πονοϲ
τερπεται : ὀνομαζουϲι δε θερμην τηνδε . ἠν δε ὁ πονοϲ ἐν τοιϲι νευροιϲι εἰϲω μιμνῃ , ξυμπεπτωκῃ δε το
μετριαι δε κατα ξηροτητα , ταιϲ δε ὑγροτηϲιν οὐδειϲ ἑπεται πονοϲ . ὡϲαυτωϲ δε κἀν ἐπι χυμοιϲ πλεοναϲαϲιν ἠτοι κατα
9999941 νοσουν
, ἐαν τις ἱματιον ἀποδωται κιβδηλον ἠ σκευος ἠ κτηνος νοσουν τε και ἀχρηστον , ἀναγκη αὐτο ἀπολαμβανειν , ὡστε
ἀντι σφριγωσης και ἀθλητικης ὀντως | εὐεξιας οὐδεν ὁτι μη νοσουν κατασκευασαντες και τον πληρη και ναστον , ὡς ἐφη
9999941 τεσσαρεσκαιδεκατην
, τοιαυτα οὐρει , οἱα κἀγω εἰδον . Περι δε τεσσαρεσκαιδεκατην ἐουσῃ , παλμοι δι ' ὁλου του σωματος :
: ἠν δ ' ἑβδομαιος ἐων πυρετηνῃ , ἐς την τεσσαρεσκαιδεκατην ἠ ἑπτακαιδεκατην : ἠν δε τῃ ἑνδεκατῃ ἀρξηται πυρεταινειν
9999941 διεθετο
Φορμιων , μητε παραγενομενους ἐκεινῳ διατιθεμενῳ μητ ' εἰδοτας εἰ διεθετο , πως οὐ περιφανως ἀναισχυντια δοκει ὑμιν εἰναι ;
διαθηκας , ἐκ τινος ἀν τροπου , εἰ τις παρανοων διεθετο , γνοιητε , πριν περι αὐτου του διαθεσθαι πιστευσαι
9999941 καθαρτικα
τους τοπους ἐγκαθισμασιν . Ἐπειδη δε οὐ μονον τα τοιαυτα καθαρτικα της ὑστερας προς συλληψιν ἐνεργει , ἀλλα και ἀλλας
νοϲημαϲιν ἐν τῳ η λογῳ κεφαλαιῳ ξγ . Ἐρρινα κεφαληϲ καθαρτικα . χρειαϲ δε καλουϲηϲ και δια ῥινων καθαιρειν χρη
9999941 αἰσθησεσι
μεν παντελως ἀμοιρα , μονοις δε μετεστι θεοις : ὡς αἰσθησεσι γε και ὁρμαις πολλων ἠδη ζῳων της ἀκριβειας και
ἐφη : της ἀνθρωπινης συγγενη φυσεως φυσιν ἀλλαις ἰδεαις και αἰσθησεσι κεραννυντες ὡσθ ' ἑτερον ζῳον εἰναι φυτευουσι τα ἡμερα
9999941 καλαμινθηϲ
θηρια την αὐγην . ὑποϲτρωννυϲθαι δε ϲτιβαδαϲ ἀπο ἀϲφοδελων και καλαμινθηϲ , ἀγνου , γληχωνοϲ , πολιου , κονυζηϲ ,
και τα δραϲτικωτερα , οἱον το ἀφεψημα του ϲεριφου ἠ καλαμινθηϲ ἠ πτερεωϲ ἠ του καρδαμωμου το ϲπερμα ἠ ῥοιαϲ
9999941 λαμβανοιτο
ἐν πλειοσι και ἐν ἐλαττοσιν ἐνιαυτοις της αὐτης θεωρεισθαι : λαμβανοιτο δ ' ἀν ἐγγιστα ἀκριβως ἡ τοιαυτη ἀποκαταστασις ,
τον λογον , εἰτε ἀμφω του ὑποκειμενου κατα συμβεβηκος κατηγορουμενα λαμβανοιτο εἰτε το μεν ἑτερον του ὑποκειμενου και ἐν ᾡ
9999941 ἐγχειρημα
, οὑτως , ἐκεινως , τουτο γινωσκων ὁτι ἑν καινον ἐγχειρημα , κἀν τολμηρον ᾐ , πολλων παλαιων ἐστι χρησιμωτερον
ἐμαυτου , ὁτι με προς την διανοιαν ταυτην και το ἐγχειρημα χρησιμον σαυτῳ νενομικας . μεχρι νυν μεν γαρ ,
9999941 φοβερωτερα
μικρον ἀναγκαζονται καταφρονειν : οὑτως ἐνιοτε τα πρωτα και ἀρχομενα φοβερωτερα των χρονιζομενων εἰναι δοκει . διο πολλακις ἠδη τινες
ὑπηρετουντας του Παυσανιου και μαλλον το μηδενα ἀπονοστησαι των πεμπομενων φοβερωτερα μηνυσις ἐγενετο τοις μηπω ἀπεσταλμενοις . και ἐπει το
9999941 ἀπηνες
αὐτῳ , οἱα και Παρθενοπαιῳ καλουμενῳ , ἀλλα ὠμον και ἀπηνες και χαλεπον , ἐτι δε και γοργον ὀμμα ἐχων
, ἐριῳ δε μαλακῳ λεπτῳ σκεπειν : ἐπει γαρ ἐστιν ἀπηνες το ξυλον , το ἐριον περιτιθεμενον αὐτῳ ὡς μαλαγμα
9999941 ἐνθυμημα
τουτ ' εἰδεν , εὐθυς ἠγετ ' ἀνω κατω . ἐνθυμημα και ἐνθυμιον [ ] διαφερει . το μεν γαρ
το κεφαλαιον , το ἐπιχειρημα , ἡ ἐργασια , το ἐνθυμημα . Κεφαλαιον μεν οὐν ἐστι μερος λογου ἀποδειξιν ἐχον
9999941 ἐρασθεισαν
τον ὀνον τον ἀγαπηθεντα νυν γενομενον ἀνθρωπον ὑπερτρυφαν και την ἐρασθεισαν ὑπεροραν : και δειπνω συν αὐτῃ και πολυ ἐκ
, Ἀργυραν δε εἰναι μεν των ἐν θαλασσῃ νυμφων , ἐρασθεισαν δε αὐτην Σελεμνου φοιταν τε ὡς αὐτον φασιν ἐκ
9999940 ἐθαρρησαν
ἱεραι μελιτται , τροφοι του Διος . εἰς τουτο παρελθειν ἐθαρρησαν Λαιος και Κελεος και Κερβερος και Αἰγωλιος , ὁπως
ἐτολμησαν , μηδε τι περι της ἐς Ῥωμην ἀφοδου βουλευσασθαι ἐθαρρησαν , ἀγαπητως ἐκει μενοντες , και την ἐφημερον τρυφην
9999940 ἀπεδυσατο
ὁτι προσταξαντος αὐτου ἐν τοις ὁπλοις συνεχειν ἑαυτον ὁ δε ἀπεδυσατο : ἠλπισε γαρ δια της κολακειας και ὑποδρομης χειρωσασθαι
ἠλθεν αὐχμου και τριβωνος και ἐς τα του Ἀπολλωνιου ἠθη ἀπεδυσατο . Ἐπιπληξαι δε λεγεται περι Διονυσιων Ἀθηναιοις , ἁ
9999940 ἐσπουδακεν
ταις ἐκμυζησεσιν τα βρεφη μη ἐπιχορηγουμενου τοσουτου γαλακτος , ὁσον ἐσπουδακεν ἐπισπασασθαι , αἱ δε ἀγαν σηραγγωδεις κινδυνον ἐπαγουσι πνιγμου
τι : περιτρεχει κυκλῳ τηρουσα τουτο , καταπιειν δ ' ἐσπουδακεν , ἑτεραι διωκουσιν δε ταυτην . ταὐτον ἠν .
9999940 ποιησωμεθα
τι ἐρει , κοινῃ ἡμων αὐτων και των μειρακιων ἐπιμελειαν ποιησωμεθα . Ἐμοι μεν ἀρεσκει , ὠ Σωκρατες , ἁ
μεσον ἐκθωμεθα και την τουτων ἀνατροπην ὡς οἱον τε ἐστι ποιησωμεθα σαφως ἐλεγχοντες την τουτων ἀνοιαν . τινες δε εἰσιν
9999940 τερατωδες
“ και ὁ Ζηνας : ” δεσποτα , πραγμα τι τερατωδες ἐν τῳ ἀγρῳ σου συνεβη . “ ὁ δε
ἐπιστασαι . σεμνοπροσωπεις ] σεμνυνῃ . ⸎ , . . τερατωδες ] παραδοξον και οὐ συνηθες . αὑται ] ναι
9999940 ἀπεσταλη
αὐτου τον τριποδα . προς δε τον Ἁιδην ἐμαχεσατο ὁτε ἀπεσταλη του Κερβερου χαριν παρα του Εὐρυσθεως . οὐδ '
αὐτον ἡγουμαι και την Ἀσιαν , εἰς ἡν ἀρχῃ τιμηθεις ἀπεσταλη , πολλακις εἰπειν μηδενος πωποτε ἐν τοιουτοις ἀπολελαυκεναι τοιουτου
9999940 ὑπεσχετο
ὁσιως ἀν ἐχον ἐν ὑψηλοτατῳ τον θεον ἱδρυσασθαι , αὐτος ὑπεσχετο , του ἐργου ἐπιστατης ἀν γενηται , και τους
ὀντος ἠδη , πεμπει προς ὑμας ἐπιστολην ἐν ᾑ Χερρονησον ὑπεσχετο τῃ πολει κομιεισθαι , παντα τουτοις τἀναντι ' ἐγνωκως
9999940 βραχεν
' ἁλων : ἀδιαντον μεθ ' ἁλων : ὀροβινον ἀλευρον βραχεν οὐρῳ παιδος ἀφθορου και ἀναληφθεν πισσῃ και κηρῳ και
ἐν ὀξει ἑφθην ἠ ὀροβινον ἀλευρον ἐν οὐρῳ ἀφθορου παιδοϲ βραχεν και ἀναληφθεν πιϲϲῃ και κηρῳ ἐν ἐλαιῳ τετηκοϲιν ἠ
9999940 ἐμαρτυρησεν
αὐτου . οὐδ ' ἀν εἱς ἐτι δηπου τουτ ' ἐμαρτυρησεν , εἰ μη τις και παρην διατιθεμενῳ τῳ πατρι
ὀν το μαντευεσθαι , ὁπερ και των ποιητων ἠδη τις ἐμαρτυρησεν , ἀλλα κἀν ἀποκρινηται το ἐρωτηθεν , εἰκαζει τα
9999940 ἀπεδημησεν
Βοιωτου Σχοινεως ἐχων την κλησιν . εἰ δε ὁ Σχοινευς ἀπεδημησεν οὑτος παρα τους Ἀρκαδας , εἰεν ἀν και οἱ
εἰ τελευτησειεν ἀταφον μενειν , ἐχων τις γυναικα και υἱον ἀπεδημησεν , ὑπο καταποντισταις γενομενος ἐδηλωσε τοις οἰκοι περι λυσεως
9999940 ἀπεδεξατο
κινδυνον ἐκτριβομαι : και ὁ βασιλευς τουτο ἀσμενισαμενος της προαιρεσεως ἀπεδεξατο , και δωρεαις ἁδραις και βασιλικως ταυταις τουτον φιλοτιμησαμενος
κινδυνων τοις ἀραμενοις τους ἀγωνας αὐτος ὁ πατηρ των ὁλων ἀπεδεξατο και τους ἀνελοντας δικασας παρ ' αὑτῳ καθαρους εἰναι
9999940 Καρχηδονιων
Καρχηδονα . , . . ) Ὑπηρχον γαρ οἱ μετα Καρχηδονιων στρατευσαμενοι Ἰβηρες , Κελτοι , Βαλεαρεις , Λιβυες ,
τῃ ἀποικιᾳ την πολιν διεγραφον , ἐνθα ποτε ἠν ἡ Καρχηδονιων , οὐδεν φροντισαντες , ὁτι Σκιπιων αὐτην , ὁτε
9999940 ἀδελφιδην
ἐνδοξου . ⌈ δις δε το αὐτο εἰπεν εἰρωνευομενος . ἀδελφιδην ] του ἀδελφου αὐτου θυγατερα . σεμνην ] σοβαραν
, Κλεαριστην γραφε Συρακουσιαν το γενος , Ἐχεκρατιδου πατρος , ἀδελφιδην οὑ γεγραφαμεν και γυναικα , ἑκκαιδεκα συνεζηκυιαν ἐτη ,
9999940 ἐγχειριδια
πεδιλα νεβρων , προς δε ἀκοντια τε και πελτας και ἐγχειριδια σμικρα . Οὑτοι δε διαβαντες μεν ἐς την Ἀσιην
αἰωρεομενα , περι δε τῃσι κεφαλῃσι πιλους πτεροισι περιεστεφανωμενους : ἐγχειριδια δε και δρεπανα εἰχον : Λυκιοι δε Τερμιλαι ἐκαλεοντο
9999940 φροντιδα
. Ὁτι δε και ταις εὐνομωταταις των πολεων ἐπιμελες γεγενηται φροντιδα ποιεισθαι της γενναιας μουσικης , πολλα μεν και ἀλλα
ἑαυτης ἀνατραπειη και ἀφανισθειη . ὁθεν διπλην κατα νουν στρεφω φροντιδα . ἐστι δε αὑτη τις ; μητε τον πλουτον

Back