πικρον ἐρωτα , και ἐς τελος ἀνυε μοιρας . ἀρχετε βουκολικας , Μοισαι , παλιν ἀρχετ ' ἀοιδας . ἠνθε
τον βουταν νικω Δαφνιν , ἀλλα μαχευ μοι ” ἀρχετε βουκολικας , Μοισαι , παλιν ἀρχετ ' ἀοιδας . ὠ
9999973 θεωρητικων
το λογικον ὑπο ποιων λογων εὐφραινεται , ὁτι ὑπο των θεωρητικων : το δε ἐπιθυμητικον ὑπο τοιωνδε και τα τοιαυτα
[ ] , ἐν βιῳ ὁ ἀπαιδευτος . Ἐπι των θεωρητικων φαντασιων παντες σχεδον το ἀγαθον και το κακον ἐν
9999972 τρισκαιδεκατον
οἱον Ὀδυσσευς περι της ἀναιρεσεως Δολωνος λεγει Νεστορι , τον τρισκαιδεκατον σκοπον εἱλομεν ἐγγυθι νηων . εἱλομεν εἰπε , καιτοι
“ ἀγε , ὠ Ἡρακλες ” , ἐφη , “ τρισκαιδεκατον ἡμιν ἐπιτελεσον / ⌈ ἀθλον και ἑψησον τον φακον
9999972 φιλτατης
καλλει προηκειν της ἐμης εὐμορφιας και σης , Ἀθανα , φιλτατης ἐμοι θεων , εἰ μη κατασκαφεισαν ὀψομαι πολιν Πριαμου
ἐξαφειλετο , ὁς ς ' ὡδε μοι προὐπεμψεν , ἀντι φιλτατης μορφης σποδον τε και σκιαν ἀνωφελη . Οἰμοι μοι
9999972 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999972 Κρητικου
το αὐτο καθηψημενοις : ἡ δε ποσις δια γλυκεος γινεσθω Κρητικου # α , πιουσα δε περιπατειτω κινειτω τε ἐμμηνα
ʹ , πεπερεωϲ ⋖ α , οἰνου Χιου και γλυκεοϲ Κρητικου ἀνα κοτυλην α ∠ ʹ : λεαναϲ παντα ἐν
9999972 μαθηματικως
ὁτι δει τον χωρογραφειν ἐπιχειρουντα πολλα των φυσικως τε και μαθηματικως λεγομενων ὑποθεσθαι , και προς την ἐκεινων ὑπονοιαν τε
εἰναι φασιν ἰδεας , οἱ δε τα μαθηματικα , οὐ μαθηματικως δε : οὐ γαρ τεμνεσθαι οὐτε μεγεθος παν εἰς
9999971 κτητικων
και ἐγκλιθειη , ὁπερ ἰδιον αὐτῃ παρηκολουθει προς την των κτητικων ἀντεξετασιν , καθο αὑται μονως ὀρθοτονουνται : γινεται γαρ
νικησαι ἀγνοει . . Ἑξης ῥητεον και περι της των κτητικων ἀντωνυμιων συνταξεως . Αὑται δη προτασσομεναι των κτητικως νοουμενων
9999971 Λακεδαιμονιους
ἀλληλους φονευουσιν ; Ἀργειους ὁρᾳς , ὠ Χαρων , και Λακεδαιμονιους και τον ἡμιθνητα ἐκεινον στρατηγον Ὀθρυαδαν τον ἐπιγραφοντα το
. φημι δειν ἁμα τουτους ἀξιουν καθαιρειν τας στηλας και Λακεδαιμονιους ἀγειν εἰρηνην , ἐαν δε μη ' θελωσι ποιειν
9999971 δραστηριος
τε και παρασκευασαμενων , οὑς ἠγε Λευκιος Μαμιλιος , ἀνηρ δραστηριος , ἐχων την μεγιστην ἐν τῃ πολει τοτε ἀρχην
πραγματα μεν συνιδειν ἱκανος , ἐξικεσθαι δε προς τα συνεωραμενα δραστηριος , οἰκτιρμων τε το ἠθος και χρηστος , και
9999971 προσκεισθω
το ἀπο της ΖΛ του ἀπο της ΖΓ . κοινον προσκεισθω το ἀπο της ΖΕ : τα ἀρα ἀπο των
ἀπο της τεχνης νενομοθετημενην ἐπιδεχεται , και τουτο μεμαθηκαμεν . προσκεισθω δε ὁτι οὐδε μακρας τας λαλιας εἰναι δει ,
9999971 ἀνακαθαιρει
Αὑτη διαχεει μαλιστα τας ἐν μαστοις σκληριας : ἐπισπαται , ἀνακαθαιρει , πληροι , κολλᾳ , ἐπουλοι , ποιει προς
ἰαται πινομενον και κολλᾳ μεν μεγαλα τραυματα χλωρον ἐμπλασσομενον , ἀνακαθαιρει δε τα ῥυπαρα και εἰς οὐλην ἀγει ταυτα .
9999971 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999971 Κασσανδρος
νεος τε ὠν και φιλοτιμως προς το Ἑλληνικον διακειμενος : Κασσανδρος δεδεινον γαρ τι ὑπην οἱ μισος ἐς τους Ἀθηναιους
ἐρημωσαντος Ἀλεξανδρου την πολιν , αὐθις ἐτεσιν οὐ πολλοις ὑστερον Κασσανδρος Ἀντιπατρου τας Θηβας ἐκτισεν . φαινεται μεν δη των
9999970 πληθουσης
διελεγετο τοις προσιουσιν , ὁποσα ἠρωτων , και οὑτως ἀγορας πληθουσης ἀφικνειται γραμματευς κελευων ἐπι θυρας ἠδη εἰναι „ μη
αἱ χειροτονουσιν . ἐν ἀλλαις δε των πολεων οὐτε προ πληθουσης ἀγορας νεον φαινεσθαι οὐτε μετα δειλην ὀψιαν καλον ,
9999970 Ἐπικρατης
ΑΙΑΚΙΣ ἡ κυλιξ καλειται . ΑΚΑΤΟΣ ποτηριον ἐοικος πλοιῳ . Ἐπικρατης : καταβαλλε τἀκατια , τα κυμβια αἰρου τα μειζω
[ τι ] βουλεται [ ] [ , ἐφη , Ἐπικρατης ] πραγματα ? ἐχειν , [ ὡι ἐξεστι λαβοντι
9999970 ἐπεμελουντο
ἀν ἠσαν ποιουντες μεν ὡν ὠλιγωρουν , ὀλιγωρουντες δε ὡν ἐπεμελουντο , ἠ ὡς νυν ἐποιησαν . οὐδεις γαρ ἀν
δ ' οὐκ ἰσασιν , ἐπει μαλλον χρηματων ἠ σοφιας ἐπεμελουντο . ” Ὁ αὐτος ἐρωτηθεις ὑπο τινος , τι
9999970 τετρακοσιοις
ἀπο γης της Χαλδαϊκης , παροικησαντες οὐν ἐν Αἰγυπτῳ ἐτεσι τετρακοσιοις και τριακοντα , ἐν τῳ τον Μωσην μελλειν ἐξαγειν
Λυκιας ἠ τα μικρῳ νοτιωτερα και ἐτι τα Συρακουσιων νοτιωτερα τετρακοσιοις σταδιοις , ἐνταυθα ἡ μεγιστη ἡμερα ἐστιν ὡρων ἰσημερινων
9999970 ἐκειτο
Ὀλυμπιῳ Διι , λογος δε ὁ ποιηθεις εἰς την πανηγυριν ἐκειτο , ἐμε δε τα τε ἀλλα ἐτηκε και ἀγρυπνια
χορευτης ἠν λαβων ἀκοντιῳ : ἀλλος στερηθεις της κεκαρμενης καρας ἐκειτο πρηνης σταυρικως ἡπλωμενος και τους ἑαυτου δυστυχως κινων ποδας
9999970 μεγαλοφροσυνης
. Τοσαυτα περι των κατα τας νοησεις ὑψηλων και ὑπο μεγαλοφροσυνης ἠ μιμησεως ἠ φαντασιας ἀπογεννωμενων ἀρκεσει . Αὐτοθι μεντοι
και συγγυμνασθητι περι τουτο το μερος : οὐδεν γαρ οὑτως μεγαλοφροσυνης ποιητικον . ἐξεδυσατο το σωμα και ἐννοησας ὁτι ὁσον
9999970 πιστευσαντα
τουτοις ἐπειτα παντων ἀμνηστιαν λαβων και κακος φανεις περι τον πιστευσαντα ἐπανεστη κατα του βασιλεως . και πρωτα μεν λαθρᾳ
εἰκοτ ' , ἀλλ ' ὁμως σε βουλομαι θεοις τε πιστευσαντα τοις τ ' ἐμοις λογοις φιλου μετ ' ἀνδρος
9999970 ἀτοπων
και ἐν ὁποσῳ χρονῳ και ὁπου κατακλεισας εἰχες τοσουτον ἐσμον ἀτοπων και διαστροφων ὀνοματων , ὡν τα μεν αὐτος ἐποιησας
ἐστι δει συνεξακουειν το δηλωτικος ἠ δεικτικος . Πολλων ἑπομενων ἀτοπων τῳ λεγοντι λογῳ μηδεν τι πλεον τον ὁρισμον δηλουν
9999970 χαλεπωτατος
ὁς μετριαζων μεν ἐστιν εὐχαρις , ἐπιτεινομενος δε και διαταραττομενος χαλεπωτατος . φησι δ ' αὐτον και διδυμα τοξα ἐντυνεσθαι
λεχει τε μοιχος ἐντρυφων , και φαρμακειαι , και νοσων χαλεπωτατος φθονος , μεθ ' οὑ ζῃ παντα τον βιον
9999970 ἡγεμονικων
ἀρχην . ἀλλως . ὑπνος ἐστιν ἡσυχια και παυλα των ἡγεμονικων . τις ποιητικη αἰτια του ὑπνου ; ἡ ἐν
τον ἐγγυτερον ἠ ἀπωτερον του πληττομενου , των ἐν ἡμιν ἡγεμονικων τῃ συμφυτῳ μουσικῃ θαυμασιως ἁμα και προχειρως εὑρισκοντων τε
9999970 ἐφροντισεν
ἀλληλων πλεον ἐχωσι , χρη μιμεισθαι . Ἡσιοδος μεν γαρ ἐφροντισεν ἡδονης δι ' ὀνοματων λειοτητος και συνθεσεως ἐμμελους .
οὐ . . . βδεω ] διοτι οὐκ ἠν μυριστικον ἐφροντισεν ] νυν οὐκ ᾐσθετο οὐδ ' ἐνοησε ἀγροικον ]
9999970 θεωρητικαι
μεσοτητος , ἐπει μη πασα ἑξις μεσοτης , ὡς αἱ θεωρητικαι : ἀλλ ' οὐδε αἱ κακιαι ἑξεις οὐσαι μεσοτητες
ἐπι - φροντισται , ἐπιμεληται . ἐπισκοποι : ἐποπται , θεωρητικαι των ἰδιων τεκνων , ἐπιοπται , θεωρηται , ὡς
9999970 μαχαιραν
* Πηλευς μεν παρα Ποσειδωνος ἱππους και παρ ' Ἡφαιστου μαχαιραν , Καδμος δε παρ ' Ἀφροδιτης ὁρμον χρυσουν .
δε φασιν ὡς μελλοντι αὐτῳ ὑπο Θηριων διαφθειρεσθαι οἱ θεοι μαχαιραν ἡφαιστοτευκτον ἐχαρισαντο δι ' Ἑρμου και οὑτως ἐφυγε τον
9999970 τρανως
ἀντιστροφους : των τετραμετρων οὑς ἐφη δε των στιχων , τρανως ἐπιρρημα τι τους πρωτους λεγει , τους δευτερους αὐ
οὐκ ἀτελεστα γενοιτο . Γελατε ἐμην φωνην , διοτι οὐ τρανως ἑλληνικα γραμματα λεγει . Ἀναχαρσις παρ ' Ἀθηναιοις σολοικιζει
9999970 Λακεδαιμονιοις
κᾀτα κελευειν βοηθειν αὐτοις , ἠ παλιν οὐκ ἐθελων χαρισασθαι Λακεδαιμονιοις , εἰτα προσταττειν ὑμιν κινδυνευειν ὑπερ αὐτων ; εἰ
, πειστεον . Οὐ γαρ πατριον , ὠ Σωκρατες , Λακεδαιμονιοις κινειν τους νομους , οὐδε παρα τα εἰωθοτα παιδευειν
9999970 δημιουργον
ἐθελοντες . το μεν γαρ εἰναι με μη κακων λογων δημιουργον συνεκεχωρητο , θατερον δε ἐδοκιμαζετο . και ἐδοξα τοις
θεους ὠνομασεν ὁ λογος τους ἀει και ὡσαυτως νοουντας τον δημιουργον θεον και ἀει προς το ἐκεινου ἀγαθον συντεταγμενους και
9999970 παροψιδες
πραγματ ' ἐκλογιζομαι . νη τον Δι ' ὡσπερ αἱ παροψιδες την αἰτιαν ἐχους ' ἀπο των ἡδυσματων , οὑς
οὐδ ' ἐλαων γενη , οὐδε παρεχουσαι κνισαν ἡμιν πλειονα παροψιδες και ληρος , ἀλλα παρετεθη ὑπερηφανως ὀζουσα των Ὡρων
9999970 Δημοσθενεος
και οὐ περιττοσυλλαβουσα δηλονοτι πεπονθεν : ἀρ ' οὐν το Δημοσθενεος και τα ὁμοια ἐντελεστερα εἰσι και ὁλοκληρα ὡς περιττο
δε Δημοσθενους τετρασυλλαβει , δηλονοτι πεπονθεν : ἀρα οὐν ἡ Δημοσθενεος γενικη πεντασυλλαβουσα ὁμοιως τῃ δοτικῃ των πληθυντικων ἐντελεστερα ἐστιν
9999969 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999969 κελευουσι
και τῳ γυμναστῃ ἐπηρτημενης , εἰ τι παρ ' ἁ κελευουσι πραττοι . κελευουσι δε ἀπαραιτητα , ὡς παραιτουμενοις ταυτα
: νομῳ δε οὑτω : και οἱ νομοι δε οὑτω κελευουσι τας ἀποδειξεις ἐκ των φανερων ἐλεγχων και ἀναμφισβητητων :
9999969 μονογενης
ἡ τον μεγιστον κυκλον ἐχουσα ὀρθον προς τον ἀξονα : μονογενης δε αὑτη ἐστιν ἡ θεσις , ὡς ἐφημεν ,
της μονοτητος αὐτου δια τουτου παρισταμενης : εἱς γαρ και μονογενης ὁ κοσμος ἐστι . τας δε Νυμφας διωκειν ,
9999969 κληρονομοι
, ἱνα το παν ἀγαλμα ᾐ χρυσουν : οἱ δε κληρονομοι Ἀρεα , εἰτα χρυσουν δορυ ἐχοντα , ἐνταυθα γαρ
. χηρωσται δε οἱ του χηρου και ἐρημου συγγενων οἰκου κληρονομοι . . . . . . χηρωσται : χηρωσται
9999969 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999969 κουφου
Μηχανικον : . Περι ἰλιγγου και σκοτωσεων : . Περι κουφου και βαρεος : . Περι ἐνθουσιασμου : . Περι
. νυν δε σκληρου μεν και μαλακου και βαρεος και κουφου ποιει τιν ' οὐσιαν , ἁπερ οὐχ ἡττον ἐδοξε
9999969 συστρατευσαι
Ζελειτας δε ἀφηκε της αἰτιας , ὁτι προς βιαν ἐγνω συστρατευσαι τοις βαρβαροις : Δασκυλιον δε παραληψομενον Παρμενιωνα ἐκπεμπει :
την χωραν των Ἀμαζονων μετα στρατιας της συνεκπεσουσης αὐτωι : συστρατευσαι δε και Σιπυλον τωι Μοψωι τον Σκυθην πεφυγαδευμενον ὁμοιως
9999969 ἀμολυντου
η , κεδριαϲ # Ϛ : τηξαϲ ὁμου ἑψε ἑωϲ ἀμολυντου . Ἀλλο , μαλακτικον . κηρου , πιϲϲηϲ ἀνα
Ἑψε λιθαργυρον , ψιμμυθιον , ἁλας λειοτατον ποιησας , μεχρις ἀμολυντου : εἰτα ἐπιβαλλε την μιλτον προλειωθεισαν μετ ' ὀξους
9999969 κοιλοτερα
το βουλεσθαι αὐτους σῳζειν . Κατακειμενος δε ἀκουει ὡς εἰς κοιλοτερα τεως ἐνεργων : δει γαρ προσφορως ταις ὑποθεσεσι και
δε και ἀσθενης και οἱον ἐγκεκαλυμμενη περι τα καταδεεστερα και κοιλοτερα στρεφομενη , ἐχοι ἀν και οὑτω πολλην ἀληθειαν ὁ
9999969 Αὐτολυκου
. Ὁτι μεν . , ] δια το ιαʹ του Αὐτολυκου . Λημμα . ἐν γαρ σφαιρᾳ μεγιστος κυκλος ὁ
. ὁτι γε μην συ , ὠ Καλλια , ἐρᾳς Αὐτολυκου πασα μεν ἡ πολις οἰδε , πολλους δ '
9999968 ἀκαθαρτους
μεν τας καθαρας ἐπι τον ὑψιστον , τας δ ' ἀκαθαρτους μητ ' ἐκειναις πελαζειν μητ ' ἀλληλαις , δεισθαι
και μαλιστα θελει βαινειν ὁ ἱππος ἐπι τας ἀψηκτους και ἀκαθαρτους και ῥυπαρας . κυει δε δεκα μηνας : τῳ
9999968 φαραγγος
την σκολιοτητα και την ἐκ τοσουτου συναγωγην και το της φαραγγος βαθος εὐθυς τοις πορρωθεν προσιουσιν ὁ ψοφος βροντῃ προσπιπτει
! ! ! ! ! ! ] ν αἰγα της φαραγγος [ ] ἐξειλκον ! ! ! ! ! καλου
9999968 ἐπιτυγχανει
οὐδεποτε κακοβολει ὁ Θηραμενης ὡς ἐν ἀστραγαλοις , ἀλλ ' ἐπιτυγχανει . ἐπιπληττει δε αὐτῳ ὁ Δημητριος , ὡς τελεως
: ὁ δε ἀραται τον υἱον διαφθαρηναι Ἱππολυτον , και ἐπιτυγχανει . οὑτος γαρ ὀχουμενος ἁρματι , ὑπο ταυρου των
9999968 σφαιρικων
ἀπο του πορισματος του πρωτου θεωρηματος του αʹ βιβλιου των σφαιρικων . ὡστε και ὡς το ἀπο . , ]
Τουτων προδεδειγμενων ἐστω το εʹ θεωρημα του γʹ των Θεοδοσιου σφαιρικων ἀλλως δειξαι . Ἐπι γαρ μεγιστου κυκλου περιφερειας του
9999968 λιπαραν
εὐδιαν χωρειν και αὐ παλιν ἐξ εὐδιας χειμαζειν πεφυκασιν . λιπαραν : δια την ἐλαιαν την οὐσαν ἐν αὐτῳ .
ὀμβροφοροι “ ὁμοιον τῳ αʹ : το βʹ ” ἐλθωμεν λιπαραν “ ὁμοιον τῳ βʹ : το γʹ ” χθονα
9999968 κολοσσος
Φαιδρῳ . Παρα το Κυψελιδων ἀναθημα σφυρηλατος ἐν Ὀλυμπιᾳ ἐσταθη κολοσσος , ἀλλ ' οὐ των Κυψελιδων . Κυψελου δε
δε συνταξις οὑτως ἐχει : κολοσσοβαμων δε σταθεις ἠγουν ἀνδριαντογλυφος κολοσσος γαρ ὁ ἀνδριας σταθεις δε που ; ἐν ταις
9999968 γεγενημενα
ἀλλου στρατευματος ὀντος Ἑλληνικου . οἱ δε ἐλεγον παντα τα γεγενημενα , και νυν ὁτι πολιορκουνται ἐπι λοφου , οἱ
ἐχοντων αὐτος ἑξειν την αἰτιαν ἠν τα δυστυχως ἠ ἀνοητως γεγενημενα ὡς ἐπραχθη διηγηταιοὐ γαρ ποιητης αὐτων ἀλλα μηνυτης ἠν
9999968 πετραιοι
και ὑγροτεραϲ ἐϲτι κραϲεωϲ , εὐδηλον : ἁπαντων δε οἱ πετραιοι καλουμενοι των ἀλλων εἰϲιν ἀμεινουϲ εὐπεπτοι τε ὀντεϲ και
ἠ σελινον καθεψηθεν ἠ πεπερι . Και των ἰχθυων οἱ πετραιοι ἐχοντες τι και αὐτοι των ἀφυσων σπερματων . εἰ
9999968 δημιουργιας
οὑτω τοι φαμεν κἀν τῃ τοιᾳδε κρασει ἐκ της ὁλης δημιουργιας τους των παθων ἐνιεναι λογους κατα την ἀξιαν ἑκαστῃ
ἐπιφεροντας τοις σοφιας ἐφιεμενοις , τοις δε δια τας συνεχεις δημιουργιας τε και ἐργασιας καματηροις τε και ἐπιπονοις των ἀνθρωπων
9999968 μιγνυσθαι
Ἀσελγαινειν : σημαινει μεν κυριως το παρα φυσιν ταις γυναιξι μιγνυσθαι : καταχρηστικως δε το ὁπωσδηποτε ἀκολασταινειν . εἰρηται δε
μετα το ἐπιφανηναι ἐπιμεινασαν , ὁκοταν ἠδη ξηρη ᾐ , μιγνυσθαι . Ἡ | τινι ἀν ἡ μητρη ἐμπυος γενηται
9999968 τραχηλου
νοσος ἐκ πληθους αἱματος και στεγνωσις και ἐκπυρωσις και του τραχηλου και ὀστεων ἀλγησις και ἀγρυπνια ὑπερβαλλουσα και ἐπιθυμια πολλη
οἱ παιδες , και ὁποτε ἠ πνιγεσθαι συμβαινοι , του τραχηλου ταθεντος ἐξαιφνης ἠ του στομαχου κατασταντος εἰς ἀποριας ,
9999968 οἰκειοτατα
ὀντεσσι και διαφοροις ταν φυσιν ἐξαρχει τι ζῳον κατ ' οἰκειοτατα ἐγγενη και δια το μετεχεν πλεον τω θειω .
δε γενει μεν ἐγγυτατω προσηκοντες , χρωμενοι δε ἐκεινῳ παντων οἰκειοτατα , δεδωκοτων δ ' ἡμιν και των νομων κατα
9999968 συμπασης
. . . . καλλη διαφορα . ἐτι δε της συμπασης πολεως ἐν ἑορταις τε και μεθαις . . .
συνεχη παραλιαν μεχρι του Κρισαιου κολπου και της Μεγαριδος και συμπασης της Ἀττικης : νομιζει δ ' οὐδ ' ἀν
9999968 ἐπυνθανοντο
ἐφαινετο ἡ Ἑλενη , ἀλλα τον αὐτον λογον τῳ προτερῳ ἐπυνθανοντο , οὑτω δη πιστευσαντες [ τῳ λογῳ τῳ πρωτῳ
της ἐξοδου των γυναικων , εἰ συγχωρητεον αὐταις , γνωμηδον ἐπυνθανοντο . πολλοι μεν οὐν ἐλεχθησαν και παρα πολλων λογοι
9999968 κυλικων
διψος ἀκεσασθαι λυσιτελη : παρεχει γαρ ἀμυστι πιειν των ἁδρων κυλικων μειον οὐδε ἑν , ἑως ἀν ψυξῃς το ἀσθμα
κωρυκον . οἱ δε παροντες ἐνειρετε χειρας ἁπαντες ἐς σφαιρας κυλικων : και πριν ἐκεινον ἰδειν , ὀμματι βηματισαισθε τον
9999968 πεντακισχιλιων
ὑπαρχουσῃ τῳ σχηματι , την δε περιμετρον ἐχουσῃ σταδιων ὡς πεντακισχιλιων . ἠδη δ ' αὐτων ἐγγιζοντων τῃ νησῳ των
στεφανοι ὑπο των πρεσβευτων και των λοιπων ταλαντων ἠσαν μυριων πεντακισχιλιων . Πολυκλειτος δ ' ὁ Λαρισαιος ἐν τῃ ὀγδοῃ
9999968 πιστευομεν
εἰσιν ἡμιν συγγνωμην νεμειν , εἰ περι των δοκουντων Πλατωνι πιστευομεν οἱς αὐτος Ἑλλην ὠν , προς Ἑλληνας ἡμας ,
ὁτι δε ὁ σπουδαιος φιλος ἀλλος ὁ φιλων ἐστι , πιστευομεν ἐκ των ὁσημεραι . ἀν γαρ τις σφοδρα φιλῃ
9999968 νοσουσαν
πυρι ἐθαλπετο . Ἐδοξε τις ἀδελφην ἐχων πλουσιαν ἁμα και νοσουσαν προ της οἰκιας της ἀδελφης συκην πεφυκεναι και ἀπ
κατακρουσον , και οὑτω προσχωσον . ἐν δε τῳ ἀνθειν νοσουσαν θεραπευ - σεις , τρυγιαν οἰνου παλαιου καταχεων των
9999968 πινομενοϲ
οὐτε πυκνοϲ ἐϲτιν οὐτε καρτεροϲ και δυναται μετ ' οἰνου πινομενοϲ ἀκρατου αἱμοπτυικουϲ ὠφελειν . ὁ δε ἐκλευκοϲ και ϲποδιζων
ὀξυκρατου διδοαϲιν . Ἀκτηϲ του φλοιου τηϲ ῥιζηϲ ὁ χυλοϲ πινομενοϲ ὁϲον # β ϲυν οἰνῳ ὑδωρ ἀγει . Κολοκυνθιδοϲ
9999968 αἰσχυνας
λευκος μυελος γλυκερος , λεπτοις ἀραχνας ἐναλιγκιοισι πεπλοις συγκαλυπτων ὀψιν αἰσχυνας ὑπο , μη κατιδῃ τις μηλογενες . . .
προς τῳ τους ἀφ ' αἱματος διαφθειρειν βλαβας ἁμα και αἰσχυνας προδηλοι . Ἡ περι ὀδοντων κρισις πολλην ἐπιδεχομενη διαιρεσιν
9999968 τρισαριστεως
δε ἀντιληψει του πραγματος ὡμολογημενου και τελειου ὀντος και του τρισαριστεως μοιχου φανερως ἑαλωκοτος ζητειται , εἰ τον τρισαριστεα φονευειν
εἰναι ὡς εἰς βαθος ὠλισθησε κακου τῃ ἑταιριᾳ ὁ του τρισαριστεως υἱος : και το ἑκοντι εἰς τουτο γεγονοτα τον
9999968 συλλογιστικαι
ὁμοιως του τε ἀναγκαιου και του ὑπαρχοντος τιθεμενων αἱ συζυγιαι συλλογιστικαι : και γαρ ὁτε το ὑπαρχον καθολου ἀποφατικον ,
, οὑτως ἐχουσι και αὑται : αἱτινες γαρ ἐκει ἠσαν συλλογιστικαι , αὑται και ἐνταυθα γινονται : ὁμοιως και αἱ
9999968 κατεκειτο
την Πτωχελενην μαστιγιας ἐμισθωσατο . θερους δε ὀντος ἐπει γυμνος κατεκειτο , τους τυπους των πληγων ἰδουσα : ποθεν οὑτοι
ὡς παρουσιν ὑμιν ἐνδον ἐν τῳ οἰκῳ , ἐνθα Εὐκλειδης κατεκειτο , ἀσμενως ἐλεσχαινον . οἰδατον δε δη , ὠ
9999967 ἀμφισβητουμεν
Λυκειῳ ; ἡμεις οὐν της μεν μιας συνολως μοιρας οὐκ ἀμφισβητουμεν οὐδε κελευομεν σε πραγματα ἐχειν , ὁπως ἀν ἐξηγησαιο
δ ' οἰμαι ταχιστ ' ἀν ὑμας μαθειν περι ὡν ἀμφισβητουμεν , ἐντευθεν ἀρξομαι διδασκειν . Δεινιας γαρ ὁ του
9999967 κατελυσεν
Σερτωριον ὑστερον διαφθειραντες , ὑστατους δε Κανταβρους , οὑς [ κατελυσεν ] ὁ Σεβαστος Καισαρ : την [ τε ]
εὐβατος ἐστι περασθαι . . Ὑβρισε τας ἀρουρας , ἠτοι κατελυσεν και ἠρημωσεν . ἀφυβρισε δε πελαγος παρα Συνεσιῳ ,
9999967 συνεστησεν
που τινα αὐτην καθ ' αὑτην αἰσθησεων ἑνεκα σαρκα οὑτω συνεστησεν , οἱον το της γλωττης εἰδος τα δε πλειστα
τοις κατ ' Αἰσχινου λογοις ἐξισαζοντος του ὁτι ἀμφοτεροι πολιτευονται συνεστησεν αὐτο εἰπων συ μεν γαρ ὑπερ των ἐχθρων ἐγω
9999967 κομισασθαι
ἑτερωσε ὁρωσαν λαβειν ζητει και τους εἰωθοτας μισθους των εὐεργεσιων κομισασθαι . δια ταυτα οἱ Φωκεις και το Τιλφωσσαιον ὑμνειται
μεν Ποτιδαιαν και τας ἀποικιας , Αἰγινηται δε την αὑτων κομισασθαι , Μεγαρεις δε ἀγοραις και λιμεσι χρησθαι τοις Ἀθηναιων
9999967 Κλεανδρος
ἐς τους ὀχετους φεροντες ἐρριψαν . τοιουτῳ μεν δη τελει Κλεανδρος τε και οἱ περι αὐτον ἐχρησαντο , φιλοτιμουμενης ,
λῃσταις παρα την ῥητραν τα χρηματα . προς ταυτα ὁ Κλεανδρος εἰπεν : Ἐπει τοινυν . . . εἰ ,
9999967 μεινῃ
ὁ σκιρρωδης ὀγκος , ἐδεδιειν δε μη τι λειψανον αὐτου μεινῃ , τοὐναντιον εἰργαζομην , ἐπιχριων τῳ των πιττωτων φαρμακων
τουτο τουτον ἀνελωμεν , ἱνα παρα των ἀλλων ὁ πλουτος μεινῃ τοις ἁπασιν ἡμιν ἀκεραιος . Ὡρκωσε Σωκρατης Ἀλκιβιαδην ,
9999967 ἐνεργητικων
μονη ἐστιν των παθητικων ἡ συνταξις : των γε μην ἐνεργητικων ἐστιν και γενικη , οὐ συνουσης της ὑπο προθεσεως
μαι και την παραληγουσαν συστελλοντα προς την παραληγουσαν των πληθυντικων ἐνεργητικων παθητικα γινεται , τιθημι τιθεμαι , διδωμι διδομαι ,
9999967 θεμελιοις
ἀνερχομενης δει θεμελιους πηγνυειν , βορραν δε ἀνερχομενης δει τοις θεμελιοις τοιχους ἐποικοδομειν , βορραν δε κατερχομενης τοιχους καθαιρειν ,
: ἐπι γαρ ? τοις ὑπο [ Λεωσθενους ] τεθεισιν θεμελιοις οἰκοδομουσιν οἱ νυν τας ὑστερον πραξεις . Και μηδεις
9999967 δογματικοι
ἐπινοιαν και την φυσιν του ἀγαθου , δηλουσιν ἐργῳ οἱ δογματικοι . ὡς μεν γαρ ὠφελει το ἀγαθον και ὁτι
μερος του σωματος . διαφωνουσι δε γε περι τουτου οἱ δογματικοι των φιλοσοφων : οὐκ ἀρα καταλαμβανει ἑαυτον ὁ νους
9999967 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999967 μεταφορικως
. : ἡμιοπος : αὐλος ὁ ὑποτεταγμενος τωι τελειωι . μεταφορικως δε ἡμιοπος † θρασος † . . Ὀνομαστ .
“ κυτταρον ” δε “ οὐρανου ” λεγοι ἀν νυνι μεταφορικως το κοιλοτατον και μυχαιτατον : μεταφορικως δε το κοιλοτατον
9999967 εὐφροσυνας
ἐαν δε ἡ Ἀφροδιτη δια φιλικας προφασεις ἠ ἑταιρειας ἠ εὐφροσυνας ἠ γυναικας , ἐαν δε ὁ Ἑρμης δια πανουργιας
παθειν . οὐ γαρ ἐπιστανται κατεχειν κορον , οὐδε παρουσας εὐφροσυνας κοσμειν δαιτος ἐν ἡσυχιῃ . . . . .
9999967 βουλευτηριου
οἱ Ἀννιβου φιλοι , προυθηκε νυκτος λαθων γραμματα προ του βουλευτηριου , ὁτι παντας ὁ Ἀννιβας τους βουλευτας παρακαλοιη τῃ
ἐμελλον ἐγχειρησειν , ἱδρυσαν αὐτους ἐν ὁπλοις μεταξυ του τε βουλευτηριου και του θεατρου ἐν τῳ Πομπηιου περιπατῳ . Ἠν
9999967 σεληνην
δυσεων , και ἀπο της ἁλω της γινομενης περι την σεληνην , και ἀπο των διαϊσσοντων ἀστερων , και ἀπο
σεληνης τας προσηγοριας των ἡμερων κατωνομασθαι . Του δε κατα σεληνην ἀγειν ἀκριβως τας ἡμερας παραδειγμα ἐστι το τας μεν
9999967 ᾠχοντο
Ἀλκαμενην και αὐτικα ἐς Κορινθον παρα το στρατοπεδον το Ἀχαιων ᾠχοντο φευγοντες . και Μεγαρεις μεν παραδιδοασιν ἀμαχει Ῥωμαιοις την
. Εἰτε γαρ προσιοντας τινας προϊδοντες οἱ ἀποκτειναντες αὐτους ἀπολιποντες ᾠχοντο φευγοντες προτερον ἠ ἀπεδυσαν , οἱ ἐντυχοντες ἀν αὐτοις
9999967 γινομενηϲ
προϲτιθεμενον ἀπαμβλυνει ταϲ εἰϲ την ἐκκριϲιν προθυμιαϲ . ϲυχνηϲ δε γινομενηϲ τηϲ ἐξαναϲταϲεωϲ ἀγαθιον ἐγκειϲθω προϲτετυπωμενον τῃ ἑδρᾳ ἀπο θερμων
τα ὑπερ των ἰξυων τηϲ ϲυναφηϲ τουδε κατα την ὀϲφυν γινομενηϲ παλιν τα περατα των ἱμαντων τουτων ϲυζευξαντεϲ ἑτερῳ τε
9999967 πληθυντικως
ἡνικα γαρ δευτερῳ προστασσεται , ἑνικως μεν γινεται λεγε , πληθυντικως δε λεγετε . οὐ μην ἐν τῳ λεγετω ταὐτον
το σημαινομενον ὑπαρχον , ἀμφοτερως ἐχρησαντο , ἑνικως φημι και πληθυντικως , και ἀει μετα της προθεσεως , οἱον ὑπο
9999967 συνισταντο
μαχιμωτατα των κατα την Ἰταλιαν ἐθνων περι ἡγεμονιας φιλοτιμουμενα παντοιους συνισταντο κινδυνους . οἱ μεν οὐν των Ῥωμαιων ὑπατοι μερος
ὁ κρατιστος ἐλαμβανεν : εἰ δε τις ἑτερος ἀντιποιησαιτο , συνισταντο μονομαχησοντες μεχρι θανατου . ἀλλοι δ ' ἐν θεατρῳ
9999967 κατελαβοντο
ἐχοντας ὡς θεραπαινιδας δωρα τῃ κορῃ κομιζουσας . ἐπει δε κατελαβοντο την οἰκιαν , οἱ μεν τας μαχαιρας ἐσπασαντο ,
. Ὡς Ἀθηναιοι διαπλευσαντες εἰς τον μεγαν λιμενα των Συρακοσιων κατελαβοντο τους περι το Ὀλυμπιον τοπους . Ὡς Ἀθηναιοι τας
9999967 καρδιης
θερμαινομενη , και ψυχειν τα ἀνω των φρενων πλην της καρδιης : τα δε κατω θερμαινειν ἐν σκαφῃ ὑδατος θερμου
ἀρα και αἱμοῤῥαγει ; Οἱσιν ἐξαιφνης ἀπυρετοισιν ἐουσιν ὑποχονδριου και καρδιης πονος , και περι σκελεα και τα κατω μερεα
9999967 Ἀραβικων
. Νοσορα , νησος ἐν τῃ Ἐρυθρᾳ θαλασσῃ . Οὐρανιος Ἀραβικων . . ὁ νησιωτης Νοσορηνος . ἐγχωριος ὁ τυπος
. : Μωβα , μοιρα της Ἀραβιας . Οὐρανιος ἐν Ἀραβικων δευτερῳ . Οἱ οἰκουντες Μωβηνοι , και θηλυκως Μωβηνη
9999967 σκοπουντα
, ὡσπερ ἀπο τινος ἀκριβους σημειου , τον ἀγχινουν χρεων σκοπουντα ταις ἀποστασεσι τουτων καταμετρειν τα νοσηματα . Και πεψεσι
των ἀντιπαλων ἡγεμονας ἀποβλεπειν εἰ ποτε ἐκεινων βελτιων γεγονας , σκοπουντα και ἀσκουντα προς ἐκεινους . Λεγεις δε τινας τουτους
9999967 αἰσθητηριον
οὐ : και μετα τινος ἀπορροιας το ὀσφραντον ἐπι το αἰσθητηριον προεισιν , ὁθεν ἐπι των δυσωδων ῥακους ταις ῥισιν
ὑποκειμενων αἰσθησεται , και οὐ δηπου κἀν τῳ ὑμενι το αἰσθητηριον . οὑτως οὐδ ' ἀν εἰη δια ταυτα το
9999967 μικροτεροι
μεγαλωϲ ὁ ἐγκεφαλοϲ ἀντιπραξειεν . Ψυχροτεραϲ καρδιαϲ γνωριϲματα . Ϲφυγμοι μικροτεροι των ϲυμμετρων , οὐ μην βραδυτεροι γε ἐξ ἀναγκηϲ
πελιδνοτερον , οὑϲτιναϲ καλουϲι μολιβδοχρωταϲ . οἱ ϲφυγμοι δε παντων μικροτεροι τε εἰϲι ἠ κατα λογον τηϲ θερμηϲ ἀμυδροτεροι τε
9999967 τετρασι
τετρασι : ταις μεν τριασι συνημμεναις ἁπασαις , ταις δε τετρασι δυο μεν παρα δυο συνημμεναις , δυο δε παρα
λογος βιωφελης . διαφερει δε ἡ μεν γνωμη της χρειας τετρασι τοισδε , τῳ την μεν χρειαν παντως ἀναφερεσθαι εἰς
9999967 σοφωτατους
τους κλεπτας σοφους ἐλεγον . σοφωτατε ] ὁτι τους κλεπτας σοφωτατους ἐλεγον . Γ σοφωτατε ] φρονιμωτατε , ἐπιτηδειοτατε :
τα δυσχερη . ἐγωγε δυο λαβειν μαγειρους βουλομαι οὑς ἀν σοφωτατους δυνωμ ' ἐν τῃ πολει : μελλοντα δειπνιζειν γαρ
9999967 Ἀλεξανδρος
παγων των τραχεων ἀκρωτηριων . * γρουνος : γρουνος ὁ Ἀλεξανδρος ἀρχαιαν δε ἐριν λεγει την ἀπο Ἰους των βʹ
τινος λυσιῳδου γυναικος ἐχαρισατο αὐτῃ . ἀκουσας δ ' ὁ Ἀλεξανδρος και συναγων φιλοσοφων και ἐπισημων ἀνδρων συμποσιον ἐκαλεσε και
9999967 προτερωσε
οἱτινες εἰεν , ἐυξεινως ἀρεσαντο : και σφεας εἰρεσιῃ πεπιθον προτερωσε κιοντας ἀστεος ἐν λιμενι πρυμνησια νηος ἀναψαι . ἐνθ
δ ' Αἰγειδεω Θησεος ἐστι λυρη . Αὐταρ ὁ γε προτερωσε κιων Οἰκουσιον ἀστυ κτισσατο , Τραγασιην δε Κελαινεος ἠγετο
9999967 ὡροσκοπουντων
μετα Κρονου ἠ και Ἀρεως ἠ και τουτων των ἀστερων ὡροσκοπουντων και τοτε συντυχε τῳ δυσωπουντι σε : τοτε γαρ
ὑπο ἐξουσιας τινος και φρουρας . Ἀρεως δε και Κρονου ὡροσκοπουντων ἑαυτους παραδωσουσιν ἐξουσιαις τισιν . Ἀρης δε και Ἀφροδιτη
9999967 κοιλιαις
ἐκφυσωμενος ἀηρ φερεσθαι δι ' αὐτης ἐξω πριν ἐμπεσειν ταις κοιλιαις , κἀν τουτῳ λοιπον ἀλυπως φωνουσι μηκετι ἐμποδιζομενοι :
, κατα μεγεθος ὀροβων , το δε τι ἐν ταις κοιλιαις ξυσματωδες και συνεστος . δολουται δε και σαρκοκολλῃ και
9999967 ἐμπλαστρου
ὑγρον δια των ἀδηλων πορων , ὡς εὑρισκεσθαι ἐπι της ἐμπλαστρου παχυτατον σφοδρα , χωρις του ῥηξαι : ποιει και
δε ταυτα τον κηρον και την ῥητινην ἐπεμβαλων , ὁταν ἐμπλαστρου παχος λαβῃ , καθελων ἀπο του πυρος και βαλων
9999967 ἐσπουδακεναι
και εἰποντος Μη γενοιτο : Οὐ προσηκει περι το κρατιστον ἐσπουδακεναι ; Παντων μαλιστα προσηκει . Τι οὐν κρεισσον ἐχομεν
και νομισας οὐκ ἀνευ θειας ἐπιφροσυνης περι το τοιουτον ἐργον ἐσπουδακεναι τον βασιλεα , σκεψαμενος τους παρ ' αὑτῳ δοκιμωτατους
9999967 Παρθενιου
. . . . . . ξ μγ ∠ ʹ Παρθενιου ποταμου ἐκβολαι ξ δʹ μγ ∠ ʹ αἱ πηγαι
οὑς ἱστορουσι την ἐφεξης οἰκησαι παραλιαν τοις Μαριανδυνοις μεχρι του Παρθενιου ποταμου πολιν ἐχοντας το Τιειον , οἱ μεν Σκυθας
9999967 γραμματικην
ἐν διδασκαλιῳ τουτον βαλων και χρονον ἱκανον ποιησας ἐκει την γραμματικην εἰς ἀκρον διηλθεν : εἰτα λεγει τῳ πατρι αὐτου
: φιλοσοφος , ὁς ἐπεκληθη και κριτικος γραμματικος , οἱα γραμματικην ἐχων παρασκευην . γεγονε δε ἐπι των διαδοχων .
9999967 ἐσπουδακοτων
τινος , οὐκ αὐτος μονον , ἀλλα και των ἡγεμονων ἐσπουδακοτων , ἰσως μεν ὑμιν , ἰσως δε κἀμοι χαριζεσθαι
μεν ἐπιπληττειν ἐνιους οὐδεν ἰσως ἀτοπον , εἰ πρωτον μεν ἐσπουδακοτων των ἀλλων περι πλουτον ἐγω πενης αἱρουμαι βιουν ,
9999967 Πεισανδρος
μεν ἐμφαινει ὡς ἀνῃρημενον τον Ἀμυκον : Ἐπιχαρμος δε και Πεισανδρος φασιν ὁτι ἐδησεν αὐτον ὁ Πολυδευκης . Δηιλοχος δε
τε και ἀργινοεντα Καμιρον „ . ὁ πολιτης Καμιρευς . Πεισανδρος ὁ διασημοτατος ποιητης Καμιρευς ἠν . λεγεται και Καμιριτης

Back