ὡραις δε παλιν το εὐκρατον ἠ το ὑδαρες ὀξυκρατον . Τοιαυτη μεν ἐστιν ἡ διαιτα . προσφερεσθωσαν δε αὐτοις τα
εἰναι και ἐναντιαν των κατω και ἀνω ποιει κοπον . Τοιαυτη δε ἡ ἐν τοις ἀναντεσιν : ἐν δε τοις
9999946 συμπιπτουσα
και τῃ ΔΖ δια του Γ παραλληλος ἠχθω ἡ ΓΗ συμπιπτουσα τῃ ΒΑ κατα το Η , και προσεκβεβλησθω ἡ
τῃ τομῃ , ὡσπερ και ἡ δια του Θ ἀπεδειχθη συμπιπτουσα τῃ τομῃ κατα τα Μ , Ν σημεια :
9999944 φυλακης
τον βασιλεα και την μητερα την Ῥωξανην προαγαγων ἐκ της φυλακης ἀποδῳ τοις Μακεδοσι και το συνολον ἐαν μη πειθαρχῃ
τα ἰδια , ἀλλ ' ὡς τα ἰδια ἑξοντων δια φυλακης . ἀντιπροκαλουμεθα τε ὑμας , εἰ βουλεσθε τα δικαια
9999943 Πελοπος
κλεος , ἠγουν του Ἱερωνος , παρα τῃ ἀποικιᾳ του Πελοπος του Λυδου , ἠγουν ἡν ἀποικισθεις ὁ Πελοψ της
των αὐλων ἐν Λυδιᾳ γινονται , ἠ ὁτι τους μετα Πελοπος ἐλθοντας πρωτους αὐλητας οἱ Ἑλληνες ἐμιμησαντο . γλυκυ δε
9999943 κληθεισαν
ὁς και την της Νεαιρας θυγατερα Στρυμβηλην την ὑστερον Φανω κληθεισαν ὡς ἰδιαν θυγατερα ἐξεδοτο Φραστορι τῳ Αἰγιαλει , ὡς
Δαρδανον τῳ κατακλυσμῳ φασιν ἐκ Σαμοθρᾳκης εἰς την ὑστερον Τροιαν κληθεισαν διανηξαμενον σωθηναι . Δεει δε τους ἐκ του ὑδατος
9999942 συλλαβουσα
γευσεως ὀργανων , και δια των ἁφης ἁπαν σωμα , συλλαβουσα ἐγκυμων τε γινεται και εὐθυς ὠδινει και τικτει κακων
: και προσηυξατο Κυριῳ μετα νηστειας δωδεκα ἡμερας : και συλλαβουσα ἐτεκε με . Σφοδρα γαρ ὁ πατηρ ἡμων ἠγαπα
9999942 ἰδιως
. Ἀνδρομεδᾳ : ” διδου δαφοινον μασθλητα διγονον ” . ἰδιως μεντοι διδασκαλους οἱ Ἀττικοι τους μουσικους βουλονται καλειν .
των ἐν κηπῳ , και γεωργον ὁρωμενον και κηπουρον . ἰδιως δε ὁ κηπος πορνοβοσκοις συμφερει δια τα πολλα σπερματα
9999941 δραστικωτερα
ἀλλων τα φυλλα . ἐπι τοινυν του ἀψινθιου ἡ κομη δραστικωτερα , ὡς ἀν λεπτομερεστερα των ῥιζων ὑπαρχουσα . χρη
θερμαινοντων τε και ξηραινοντων ὁμοιως αὐτῳ : τα γαρ λεπτομερη δραστικωτερα των παχυμερων ἐστι , κἀν ἰσην ἐχῃ την δυναμιν
9999941 ἐτραποντο
. ἐκπλαγεντες δε τῳ πραγματι , παιομενοι τε και τιτρωσκομενοι ἐτραποντο . αὐτος τε Ἀρταβανος ἁρπαγεις ὑπο των περι αὐτον
ἀμφοτεροι και , ὡς ἐμαθον το ποιευμενον , προς ἀλκην ἐτραποντο : ὁ μεν δη αὐτων φθανει τα τοξα κατελομενος
9999941 ἁμαρτανοι
γαρ τοιαυτα παραινεσεις μεν και ὑποθηκας λεγων οὐκ ἀν τις ἁμαρτανοι , μαντικης δε παμπολυ ἀποδειν μοι δοκει , ἡς
, ἑταιρου ἀπιεναι μελλοντος και ἐρωτωντος , πως ἀν ἡκιστα ἁμαρτανοι , εἰπεν , „ εἰ παρ ' ἑκαστα ὡν
9999941 ἐκπληροι
τι ἀῤῥωστημα συμβῃ , διαδεχομενῃ ταυτην ἡ μαγειρευτικη τον τοπον ἐκπληροι της ἰατρικης : ἐντευθεν οὐν ὁρμωμενος ὁ Πλατων ,
ἐπελεγεν ὑπερ ἑαυτου ὁτι τας ἐκ της τραγῳδιας ἀρας αὐτος ἐκπληροι και ὑπομενει : εἰναι γαρ πλανης ἀοικος πατριδος ἐστερημενος
9999941 μαντιες
τοιονδε την τεχνην φαιεν ὡμοιωσθαι τῃ μαντικῃ , ὁτι οἱ μαντιες τον αὐτον ὀρνιθα , εἰ μεν ἀριστερος εἰη ,
: ἐνθα , λεγει δε ἐν τῃ Ὀλυμπιᾳ , οἱ μαντιες ἀνδρες δια των ἐμπυρων θυσιων ἀποπειρωνται , φησι ,
9999941 μονογενες
. ἐκ παραγωγης . Παν εἰς ΟΝ ὑπερ τρεις συλλαβας μονογενες κυριον ἠ προσηγορικον ἠ ὑποκοριστικον προπαροξυνεται : Περγαντιον Αἰαντιον
πρεσγυς πρεσγυος . Ἰστεον δε ὁτι το πρεσβυς οἱ τεχνικοι μονογενες λεγουσιν εἰναι , και ὁτι ἐπειδη μονογενες ἐστιν ὠφειλε
9999940 Μεγαρεως
λεοντα ἐν ἱερῳ τοπῳ συνελθων αὐτῃ ἐγκρατης ἐγενετο Ἱππομενης ὁ Μεγαρεως της Ἀταλαντης μηλα χρυσα λαβων παρ ' Ἀφροδιτης ἐκ
ἀποθανειν μεν λεοντα ἐν τῳ Κιθαιρωνι ὑπο Ἀλκαθου πειθομαι , Μεγαρεως δε Τιμαλκον παιδα τις μεν ἐς Ἀφιδναν ἐλθειν μετα
9999940 συνεβουλευσα
εἰς δυστυχιαν μεταπιπτοντα . διο , φησι , κἀγω εὐκαιρως συνεβουλευσα γενεσθαι την εἰρηνην . . ὑπο τινων ] ἱνα
θεασωμεθα : εἰ δ ' ἐφ ' οἱς ἐξ ἀρχης συνεβουλευσα , ἠ ἐπραξα , τοτε ἐδει ἀντιλεγειν , δηλον
9999940 εἰσελθουσα
ὁ δε ὑπεδειξεν αὐτῃ την ἑαυτου καλυβην . ἡ δε εἰσελθουσα ἐκρυπτετο ἐν τῃ γωνιᾳ . των δε κυνηγων ἐλθοντων
βουλομενοι ῥυσασθαι εἰς μειζους περιπιπτουσιν . κυων εἰς τι μαγειρειον εἰσελθουσα του μαγειρου ἀσχολουμενου καρδιαν ἁρπασασα ἐφυγεν . ὁ δε
9999940 λειοτητι
διαφοροις ἀγλαϊαις τε και χροιαις και ποικιλιαις κεκοσμημενα στιλπνοτητι και λειοτητι και διαυγειᾳ νικωντων και τεχνῃ τῃ πρωτῃ τε και
ἀπατηλη και ἀγεννης και ἀνελευθερος , σχημασι και χρωμασι και λειοτητι και ἐσθητι ἀπατωσα , ὡστε ποιειν ἀλλοτριον καλλος ἐφελκομενη
9999940 τραγακανθης
⋖ η , μολυβδου κεκαυμενου και πεπλυμενου ⋖ η , τραγακανθης ⋖ η , σμυρνης ⋖ η , ὀπιου πεφωσμενου
, σεραπιαδος της τριορχεως χυλου , ἀνα οὐγγιας στ , τραγακανθης , πιτυϊνης , ἀνα οὐγγιας γ , τινες δε
9999940 τελειοτατη
κοσμικης ἐστι φυσεως , και ὁπως ἡ νοερα ταυτης ἐπικρατει τελειοτατη ἐνεργεια : ὡστε οὐδ ' ὁπερ ἐκ των Ὁμηρικων
τουτο και ἡδονης . ἐστι μεν οὐν ἡ ἀριστη και τελειοτατη των ἡδονων ἡ αὐτη καθ ' αὑτην της ψυχης
9999940 ὑπηκουσα
οἱου του Πλωτινου μεγαλου εἰ και παλαι διαβεβοημενα ὁλοσχερεστερον γνωναι ὑπηκουσα και νυν ἡκω ἀποδιδους σοι τα ἐπηγγελμενα ἐν τρισιν
γην πλεῃ . ὁ δε ἀπεκρινατο ὁτι μολις ἀν σου ὑπηκουσα , εἰ παρα την θαλασσαν ἐμελλες πεζευειν και μη
9999940 παρεχωρησε
Σωπατρου . Τριτη ἡ ἀντινομια των νομικων ἐστι στασεων : παρεχωρησε γαρ τῳ συλλογισμῳ δι ' ἁς εἰπομεν αἰτιας :
δε ἐπουσιωδεσι τοις τα ἰσα φερουσι του ἰδιου τοπου οὐ παρεχωρησε . Μαθοντες οὐν περι της ταξεως του ἰδιου ,
9999940 ποιησομεθα
ἑκαστην αὐτων , λεγω δη των Ἐμπειρικων και Μεθοδικων , ποιησομεθα . ἐστι δε ἰδια των Ἐμπειρικων ταυτα : ἡ
ἀριθμων ἠ αἰσθητως δι ' ἀκοης ἀναληπτεον . ὁρους τοινυν ποιησομεθα τουτο θεωρειν πειρωμενοι προσλαμβανομενον μεν θ͵σιϚ : μεση δε
9999940 μαχιμωτατοι
πολλακις ἀπαξιουν ἐπιφοιταν αὐτοις . οἱ δε της Μαχιμου πολεως μαχιμωτατοι τε εἰσι και αὐτοι και γινονται μεθ ' ὁπλων
ἐμοι δε δοκουσιν οἱ Σαννοι οὑτοι εἰναι . και γαρ μαχιμωτατοι εἰσιν εἰς τουτο ἐτι και τοις Τραπεζουντιοις ἐχθροτατοι ,
9999940 Συλλαν
ποθουντος εἰρηνην γενεσθαι : αἰσθομενοι δ ' οἱ περι τον Συλλαν προς τον Σκιπιωνα περι συμβασεων ἐπρεσβευον , οὐχ οὑτως
' ἐς Ῥωμην ἐπεμπε προς τε την βουλην και προς Συλλαν , αἰτιωμενος , ἁ ποιει Μουρηνας . ὁ δ
9999940 Μαντινειᾳ
Νειλῳ πολις Αἰγυπτιων ἐστιν ἐπωνυμος Ἀντινου : τιμας δε ἐν Μαντινειᾳ κατα τοιονδε ἐσχηκε . γενος ἠν ὁ Ἀντινους ἐκ
μαλα Παυσανιου του πατρος αὐτου φιλικως ἐχοντος προς τους ἐν Μαντινειᾳ του δημου προστατας . ὡς δε ἐνεβαλε , πρωτον
9999939 ῥηιδιως
δε τῃ Ξ κακως ἐντευθεν μετενηνεκται . . ἀφειλετο νικην ῥηιδιως , ὁτε δ ' αὐτος ἐποτρυνει μαχεσασθαι : ἡ
ἐργαζονται , εὐχονται δ ' Ἑκατῃ και ἐρικτυπῳ Ἐννοσιγαιῳ , ῥηιδιως ἀγρην κυδρη θεος ὠπασε πολλην , ῥεια δ '
9999939 Μελανιππος
ἡρπαγη παρα Διος . ὁτι Χαριτων και τα αὐτου παιδικα Μελανιππος φανεντες ἐπιβουλευοντες Φαλαριδι και βασανιζομενοι ἐφ ' ᾡ εἰπειν
ταις βασανοις . ἐπει δε μακρον τουτο ἠν , ὁ Μελανιππος ἡκεν ἐπι τον Φαλαριν , και ὡμολογησεν οὐ μονον
9999939 ἐπεμελετο
ποθον , ἠν τις αὐτα διασπᾳ ἀπ ' ἀλληλων . ἐπεμελετο δε και τουτου ὁ Κυρος ὁπως μηποτε ἀνιδρωτοι γενομενοι
ἑωρα γιγνομενα ἐν τοις πολεμικοις : δια ταυτα οὐν και ἐπεμελετο ταυτης της εὐθημοσυνης μαλιστα . και αὐτος μεν δη
9999939 σμαραγδου
ποιησας χλαμυδας ἠτοι πορφυρας , ἠ δι ' ἐλεφαντος ἠ σμαραγδου ζῳδια εὐνουν νομιζει τον θεον καθισταναι , πεπλανητ '
νημασι συνυφαινετο . λιθοι δ ' ἐπι των ἀκρωμιων ἐνηρμοζοντο σμαραγδου πολυτελους δυο τιμαλφεστατοι , | οἱς τα ὀνοματα των
9999939 ὡρισεν
νομῳ ἀντιθησομεν , μεθ ' ἡς γνωμης ὁ νομοθετης τουτο ὡρισεν : οὐ γαρ οὑτως ὡς ὁ φευγων ὑπολαβων πεποιηκεν
, ἀποτυχων δε μη ἀχθου . ὁ Κυπριος νεανισκος ὀνειρον ὡρισεν ἀποβεβηκοτα φιλονεικως . ἠν δε οὑτος ὁ ὀνειρος :
9999938 ἀνειλετο
ὁμολογησαντα μη ἀποδωσειν . λαχων δε παρα μεν του διαιτητου ἀνειλετο το γραμματειον , προὐκαλεσατο δ ' αὐτον ἐπιτρεψαι Λυσιθειδῃ
της γης ὑπο των χειρων ἀρσιν , το δε “ ἀνειλετο ” δια την ἀναδοχην και εἰσποιησιν . ἐξεθηκα ]
9999938 μαψιδιως
ὀϊς και πιονας αἰγας , εἰλαπιναζουσιν πινουσι τε αἰθοπα οἰνον μαψιδιως : τα δε πολλα κατανεται . οὐ γαρ ἐπ
: τις νυ σε τοιαδ ' ἐρεξε φιλον τεκος Οὐρανιωνων μαψιδιως , ὡς εἰ τι κακον ῥεζουσαν ἐνωπῃ ; Τον
9999937 κολλαν
ἀσφαλτος . και τοις μεν χυτοις χρη τα οἰκοδομηματα συνδειν κολλαν , συναπτειν , συναρμοττειν συμπηγνυναι , συμβαλλειν , τιτανῳ
προϲτιθεμενην . Ναρκιϲϲου ἡ ῥιζα ξηραντικηϲ ἐϲτι δυναμεωϲ , ὡϲ κολλαν τραυματα μεγιϲτα μεχρι και των κατα τουϲ τενονταϲ διακοπων
9999937 βουλευμασι
χρηστον στρατηγον , ἀλλα μαλιστα μεν ἡκιστα κινδυνευειν και τοις βουλευμασι μαλλον ἠ ταις χερσι πολεμειν , ὡσπερ και Λακεδαιμονιοις
λαβροσσυτος και ταχεια και ἀγαν ὁρμητικη , δαμασθεισα μηδεσι και βουλευμασι της Ἡρας , ἐπικοτοις και ὀργιλοις και μανικοις .
9999937 ἡλικιης
ἐκ της διαιτης : ἐκ των ἐπιτηδευματων : ἐκ της ἡλικιης ἑκαστου : λογοισι : τροποισι : σιγῃ : διανοημασιν
ἐπειτα δε ὁσοισιν ἀν γενηται ἐν ἀκμαζοντι τῳ σωματι της ἡλικιης , εἰη δ ' ἀν ἀπο εἰκοσι και πεντε
9999937 παρεσκευασατο
, ἐξεφερε δη και ἀλλας Μηδικας στολας , παμπολλας γαρ παρεσκευασατο , οὐδεν φειδομενος οὐτε πορφυριδων οὐτε ὀρφνινων οὐτε φοινικιδων
χρηματα παντα διαγνους κατακομιζειν ἐπι θαλασσαν , ἁμαξας και καμηλους παρεσκευασατο και μετα της δυναμεως ἐχων ταυτα προηγεν ἐπι της
9999937 χαριστηρια
σφετερας : εἰ μεν ὑπερ εὐανδριας ἠ νικης ἐκ πολεμου χαριστηρια θεοις ἀποδιδοιεν , προθυοντες ἱερα τα νομιζομενα , εὐφημοις
το καλλος , ὡστ ' ἀξια εἰναι των ἀλλων ἐργων χαριστηρια , και ὡς μη εἰναι διακριναι τι τις αὐτων
9999937 θαυμαζουσι
αὐτον θεασαιντο . και τινος εἰποντος , “ Στιλπων , θαυμαζουσι σε ὡς θηριον , ” “ οὐ μεν οὐν
Ἠδη δε τισι και τουτο το προβλημα παρεσχε πλανην : θαυμαζουσι γαρ πως οὐχι τοὐναντιον συμβαινει : ἀπειροι γαρ τινες
9999937 σκληροτης
ἡν δια το ζην προϊεται το ἐμβρυον . και ἡ σκληροτης δ ' ἡ γενομενη του παθηματος μωλυσεως ἐργον ἐστιν
την πυκνοτητα , και μαλιστα εἰ τις ἐνουσα ταις ἀρτηριαις σκληροτης ἀπειργοι το ἐπι τῃ χρειᾳ μεγεθος . τἀναντια δε
9999937 ἐτελειτο
Ὠρωπῳ τα Ἀμφιαρηϊα . * ἐν ταις Θηβαις τα Ἡρακλεια ἐτελειτο , ὡν ἀθλον ἠν χαλκος τριπους . νενομισμενοι ἐγνωσαν
, πολλων διακρινομενων ἐκ των ἐχοντων ὑλην τινα περισπουδαστον . ἐτελειτο δε ταυτα ἐφ ' ὁλοις νυχθημεροις δεκα , της
9999937 ἀποδεξαιτο
μεν δη σωφρονικα . Τἀλλ ' οὐδ ' ἀν τις ἀποδεξαιτο : το μονους διαιτασθαι ἀει , και το μη
γαρ ὡσπερ ἀλλ ' ἀττα των ὑμετερων διαφεροντως ἀν τις ἀποδεξαιτο και θαυμασειεν , οὑτω μοι δοκειτε και τιμης μαλιστα
9999937 κεφαλαλγιαι
, ᾑ πουλυν χρονον τα δασεα ἐχωρει οὐρα , και κεφαλαλγιαι ἐνησαν : φρενιτικη γενομενη ἀπεθανεν ὡσαυτως σπασμοισιν ἰσχυροισι :
ψυξιν ἠ μεθην ἠ πληγην . ϲφοδροταται μεν οὐν αἱ κεφαλαλγιαι κατα ταϲ δραϲτικαϲ γινονται ποιοτηταϲ , και μαλιϲτα την
9999937 κτητικης
καθως φησι Τρυφων , την αὐτην ἐχει ἀκολουθιαν , ἐκ κτητικης συντεθεισα και πρωτοτυπου . την γαρ ἀπαραδεκτον του ἀρθρου
τῃ ἁμος . τῃ μεντοι διαιρεσει ἡ πρωτοτυπος διαλλασσει της κτητικης , οὐκετι το αὐτο ἀναδεχομενης . Ἀλκμαν : ὁσαι
9999936 εὐποροι
κοιμισαντας . Ἐπαινεισθωσαν δε και εὐδοκιμειτωσαν , ὁσοι ἀν ὀντες εὐποροι τοις ἐνδεεστεροις ἐπαρκωσιν , ὡς τεκνα και ἀμυντορας σῳζοντες
' ἑαυτων θηρασωσι τα του οἰκειου θεου , τοτ ' εὐποροι γινονται . Μανθανουσι τε και αὐτοι μετερχονται , ὡς
9999936 τραγακανθαν
παχυνον . παχυντικων δε ὁτε χρεια , ἀμυλον διδοϲθω κομμι τραγακανθαν κατ ' ἰδιαν και ϲυν ἀλληλοιϲ . τουτου του
. . . . δραχ . Ϛʹ . διαλυε την τραγακανθαν ὠων προσφατων τῳ λευκῳ και τριψας ἐπιβαλλε το σπερμα
9999936 ἀπεκειτο
. γραμματειον δε παρα τοις Ἀττικοις και ἐν ᾡ ἀργυριον ἀπεκειτο , ὁ και γραμματειον Βοιωτιον ἐκαλουν : οἱ δε
πολυπαθη , ἐν τισι νυν περιεληφθην , και τινι ταυτα ἀπεκειτο τῃ δυστηνῳ μου ταυτῃ και ταλαιπωρῳ ζωῃ , ἱν
9999936 αἰσθητικης
ἀτμων τας του πνευματος ἐξοδους ἐπιφραττοντων : κἀντευθεν της μεν αἰσθητικης δυναμεως μη ἐξοχετευομενης τῳ προσιστασθαι τους τυχοντας χυμους ,
καθολικωτερας και ζωα κοινωνει και φυτα , και της μεν αἰσθητικης ἀρχης αὑτη χωριζεται , οὐδεν δε ταυτης ἀνευ μετεχει
9999936 ἐκλινεν
σημαινει δε και το αἰδοιον του ἀνθρωπου , ὁπερ ἰσοσυλλαβως ἐκλινεν ὁ Ἀρχιλοχος , εἰπων . ἀλλ ' ἀπερρωγασι μοι
ἐσχον : ἀντι του ” οὐ διειλον “ : οὑτως ἐκλινεν ἀττικως . εἰωθασι δε κεντειν και σχιζειν διοδον παρεχοντες
9999936 κατεσκευαστο
τας πανταχοθεν δυναμεις και παντα τα προς την παραταξιν χρησιμα κατεσκευαστο . τα μεν γαρ ξιφη και τα ξυστα πολυ
αἱ σκηναι συνεσκιαζον τους περιπατους . ἑξης δε τουτων Ἀφροδισιον κατεσκευαστο τρικλινον , δαπεδον ἐχον ἐκ λιθων ἀχατων τε και
9999936 μητρα
μαζοι , οὐχ ὡς οἱ μαζοι , οὑτω και ἡ μητρα , πλην εἰ μη ἰδιον τι παθος ἐχοιεν αὐτοι
ἐστιν ἐκκρισις χωρις προθυμιας και ἐντασεως , χαλαται γαρ ἡ μητρα και ἀδυναμια παρεπεται και συντηκεται τα σωματα κατα βραχυ
9999936 φλεγματωδης
, ἡσυχιην ἀγειν , και ἠν φυσει ᾐ χολωδης ἠ φλεγματωδης , ὑπο δε της διαιτης και της φαρμακοποσιης λεπτυνθεισα
ποιησαι , σκεψασθαι χρη ἐν τοισιν ἐπιμηνιοισιν εἰτε χολωδης εἰτε φλεγματωδης εἰη : γνωσῃ δε τωνδε ὁποτερον μαλλον , ψαμμον
9999936 ἠλευθερωσαν
νικησαντες , τους μεν Τυρρηνους ἐταπεινωσαν , τους δε Κυμαιους ἠλευθερωσαν των φοβων , και ἀπεπλευσαν ἐπι Συρακουσας . Ἐπ
προγονοι ὑπο παντων των Ἑλληνων , βιᾳ και τους ἀλλους ἠλευθερωσαν , ἀναγκασαντες ἐν Σαλαμινι μεθ ' αὑτων προς τους
9999936 Τηλεμαχος
ἐπιβουκολος : αὐταρ Ὀδυσσευς οὐτα Δαμαστοριδην αὐτοσχεδον ἐγχεϊ μακρῳ : Τηλεμαχος δ ' Εὐηνοριδην Λειωκριτον οὐτα δουρι μεσον κενεωνα ,
ᾡ κ ' ἐθελῃσι . ” τον δ ' αὐ Τηλεμαχος πεπνυμενος ἀντιον ηὐδα : “ Ἀντινο ' , οὐ
9999936 ἀνατειλῃ
τουτεστιν ἐαν ἀγαθοποιος ἀστηρ μετα την καταρχην της ἐλευθερωσεως πρωτος ἀνατειλῃ . ἐαν δε Σεληνη μετα κακοποιου συνοδευουσα ἐν τῳ
αὐτης ἑως του ἱστου ἀνατελλειν , ὁταν ὁλη ἡ Παρθενος ἀνατειλῃ : προειπων γαρ : μεν θην ὀλιγους γαιης ὑπο
9999936 εὐπορωτερα
μενων ἐφυλαττε τον πορον : ὁσα δε ἀλλα του ποταμου εὐπορωτερα , ἐπι ταυτα φρουρας διαπεμψας και ἡγεμονας ἐπιστησας ἑκαστοις
ὑμας ὑπολαμβανειν δει , ὁτι και τα Φιλιππου πραγματα γεγονεν εὐπορωτερα ἐκ της εἰρηνης πολλῳ και κατασκευαις ὁπλων και χωραις
9999936 γραφευς
, περι θεων τε και ἡρωων οἱοι εἰσιν , ὡσπερ γραφευς μηδεν ἐοικοτα γραφων οἱς ἀν ὁμοια βουληθῃ γραψαι .
μορον οὐ νοεοντες ἐφισταμενον καταντην Βοϊσκος ἁπο Κυζικου , καινου γραφευς ποιηματος , τον ὀκταπουν εὑρων στιχον , Φοιβῳ τιθησι
9999935 ἀκουουσα
διετελει οὐχ ὁρωσα ὁλως , ἐστι δ ' ὁτε οὐδε ἀκουουσα : μετεβαλλε δε ἐς ἀμφοτερα θορυβον τε και ἡσυχιην
. λογους οὐν προσενεγκαντος του νεανισκου προς αὐτην ἡ Πλαγγων ἀκουουσα της Βακχιδος το καλλος και ἀποτρεψαι θελουσα τον νεανισκον
9999935 ἀπεδοντο
μεν αὐτεων ἐς Λιβυην , την δε ἐς την Ἑλλαδα ἀπεδοντο , δοκεει ἐμοι ἡ γυνη αὑτη της νυν Ἑλλαδος
ἐνιοι , δοξαν , ὁτι τριακοσιοις ἐτεσιν ὑστερον της κτισεως ἀπεδοντο του λιμενος τα τελη , προτερον δ ' οὐκ
9999935 παραλληλεπιπεδα
την ὁμολογον πλευραν την ΓΖ . Τα ἀρα ὁμοια στερεα παραλληλεπιπεδα ἐν τριπλασιονι λογῳ ἐστι των ὁμολογων πλευρων : ὁπερ
προεκειτο διπλασιασαι . Ἐπει γαρ τα ἐπι ἰσων βασεων στερεα παραλληλεπιπεδα και ὑπο το αὐτο ὑψος ἰσα ἀλληλοις ἐστιν ,
9999935 θαυμασιως
και ἐδωκα το ποτηριον εἰς τας χειρας Φαραω ” . θαυμασιως γε προανεφθεγξατο και ἀψευδως ἐχει το „ ἐν τῳ
εἰχον την διασκευην , ἐνοπτρον δη γεγονυιαν προς αὐτο τουτο θαυμασιως ἐχουσαν , ὡστε παν το προσαχθεν ἀπαυγαζεσθαι σαφεστερον μαλλον
9999935 θαυμαστα
τον τοπον ἀθεωρητον . προ δε της εἰσοδου πεφυκεναι δενδρα θαυμαστα , τα μεν καρπιμα , τα δε ἀειθαλη ,
ἐκχαυνουν τον πολυν λαον . ἐν τοισι γαρ τουτοισι ταυτα θαυμαστα ἐστιν , ἠν ἠ κρεμαμενον ἰδωσιν ἠ ῥιπτομενον .
9999935 Μελανθιου
οὐδε ἐν τῳ νωτῳ ἠτοι ἐν τῃ ῥαχει ἐδεξατο παρα Μελανθιου τας πληγας , ἀλλ ' ἐν τῳ τραχηλῳ και
αὐτος ” , ἀλλα τα μεν πρωτα ἰδιᾳ περι του Μελανθιου μεχρι του “ χορον εἰχεν ” , ἀπ '
9999935 τελευτη
ἠν του προς Φραγγους πολεμου προφασις ἡ του σφων βασιλεως τελευτη και ἡ της ἀρχης των ἐκεινου παιδων διαφορα ,
ἀνθρωπων ἀποφαινειν εὐδαιμονα . ἐπει και αὐτῳ Ἀλεξανδρῳ ἡ Ἡφαιστιωνος τελευτη οὐ σμικρα ξυμφορα γεγενητο , ἡς και αὐτος Ἀλεξανδρος
9999934 ἐχωρησεν
βασιλειας οὐτε ἡ βασιλεια προς ἀλλο χωριον οὐδεν πλην ταυτης ἐχωρησεν . ἡ δε των φορων συνταξις οὐθ ' ὑμετερα
ἀφ ' ἡς ἐπραχθη διαθεσεως , και εἰς ὁ τελος ἐχωρησεν , ἀναλογιζομεναι , μετριως αὐτο ἐφερον . Κατεσκηψε δ
9999934 θωρακας
νομιζω εἰναι . ἐνιοι μεντοι τους ποικιλους και τους ἐπιχρυσους θωρακας μαλλον ὠνουνται . Ἀλλα μην , ἐφη , εἰ
τε και θυρεους και κρανη και δορατα , ἐτι δε θωρακας τε και ἀκοντια και βελων διαφορων πολυ τι χρημα
9999934 Καλλιππου
Ὑπονομευοντες : ἀντι του ὑπονομους ὀρυττοντες Δειναρχος ἐν τῳ κατα Καλλιππου . Ὑποστησας : ἀντι του ὑποβαλομενος Ὑπερειδης ἐν τῳ
ἐγενετο , γενει μεν ἐκ Ταρσου της Κιλικιας , υἱος Καλλιππου νεωτερος , σφοδρα ταυτην την τεχνην συνθεις : λεγεται
9999934 συμβουλευω
] ἀντιστατας . θΞ ἐπαινω ] συμβουλευομαι . ἐπαινω ] συμβουλευω . ἐπαινω ] συναινω . ἐπαινω ] κρινω ἐπαινω
θατερον , ἠ Ῥοδιους ἀποθανειν παντως ἠ Κασσιον ἡσσασθαι . συμβουλευω δε ἐπι τῃ παρακλησει , τοιωνδε σε ὑπερ της
9999934 ἀφαιρουσα
ἐαν δε τῳ ♀ ἠ ☿ συσχηματισθη κατα την κατακλισιν ἀφαιρουσα τοις ἀριθμοις ἠ και τῳ φωτι ληγουσα , μειωθησεται
ἐν τοις ἐκλειπτικοις μητε κατα μηκος ἠ πλατος τοις ἀριθμοις ἀφαιρουσα μητε εἰη ἐν τῳ νοτιῳ περατι μητε ἐν ταις
9999934 παρεληλυθε
ἀμεινονων . Ἡσθην ἀκουσας ὁτι σοι το σφοδρον του χειμωνος παρεληλυθε , και σου δεομαι μη πολλους σαυτῳ χειμωνας ποιειν
ἐν βιῳ διαπραττομενον . διο βραχυ τι περι τουτων εἰπων παρεληλυθε . Ἀπαριθμησαμενος ἐν τοις ἐμπροσθεν τους μαλιστα των βιων
9999934 μακαριως
τον ἐν Θηβαις θεον ὁτι βασιλευειν οὐ δυνησεται της Αἰγυπτου μακαριως οὐδε πολυν χρονον , ἐαν μη τους ἱερεις ἁπαντας
παρατιθεντες , ὡστε ἐμε εὐδαιμονιζειν τους ἀνθρωπους ἐκεινους και οἰεσθαι μακαριως ζην παντων μαλιστα ὡν ἠπισταμην . καιτοι πλουσιων οἰκιας
9999934 Μουσα
: και τῳ μεν αʹ δεκανῳ παρανατελλουσιν ὁ Ἁιδης και Μουσα λυριζουσα και ὁ Πορθμευς και μερος της Ἀχερουσιας λιμνης
την αὐτην ἐχει ὀρθην και κλητικην . Δυϊκα . Τα Μουσα , τα μαια , τα σφαιρα : πασα δοτικη
9999934 Πελοπιδων
δομος ἀσυστατοισι δεσποτων κεχρημενος τυχαις , ἀλαστωρ τ ' εἰσπεπαικε Πελοπιδων . ἀστυτος οἰκος , κοὐτε βυσαυχην θεας Δηους συνοικος
την Τροιαν ἀφικομενης . πρωτον μεν γαρ τους Ἡρακλειδας των Πελοπιδων ἀμεινους ἡγουντο ἀρχοντων ἀρχοντας ἐχειν , ἐπειτ ' αὐ
9999934 συνεβουλευε
. Ταυτα λεγοντα ὁ Χαριδημος ἐδεξατο , και τῳ Ἰσοδημῳ συνεβουλευε , μεταστηναι ἐπ ' ἐνιαυτον . Ὁ δε οἱα
και ὑποθεσις αὐταρκης : ἐκκοπτειν γαρ ἀει και κολουειν αὐτῳ συνεβουλευε τους ὑπερεχοντας , ὡν ἁρπαζων τας οὐσιας ῥᾳστα πλουσιωτατος
9999934 Ἰωνικως
πονου , κατα τροπην του π εἰς κ ἀπονητι ἀκονητι Ἰωνικως , ὡς το πως κως , ποτε κοτε ,
μετασσαι . . . δυναται δε και οὑτως ἐπισσας λεγεσθαι Ἰωνικως . παρ ' Ἑκαταιωι ἐστιν ἐπισσαι αἱ ἐπιγινομεναι τοις
9999934 συμπτωμα
ἐαν δε ἐν τροπικῳ , κατα τινας καιρους ἐσται το συμπτωμα του ἐπιμερισμου ἐκεινου . Ὡσαυτως δει ἐπισκοπειν και ἐν
περι οὑ ἡ ζητησις , οἱον τριγωνον ἠ τετραγωνον , συμπτωμα δε το καθ ' αὑτο συμβεβηκος , ἰσον ἀνισον
9999934 κοροι
της μητρος των θεων ἁγιστειας προς ἐνοπλιον ὀρχησιν ᾐθεοι και κοροι τυγχανουσι παρειλημμενοι : και Κορυβαντες [ Κορυβαντας . ]
: ἐπεισπιπτει δ ' οἰκοτριβης δαπανη . οἱ Λακεδαιμονιοι δε κοροι πινουσι τοσουτον , ὡστε φρεν ' εἰς ἱλαραν ἀσπιδα
9999934 θριαμβου
ταις ἀφῃρημεναις . Αὐτος δε ἐπανηλθε : και δοθεντος αὐτῳ θριαμβου , προςετεθη και το ἐπωνυμον του παππου : Ἀφρικανος
Ῥωμαιοις . Βιτουιος δε ὁ στρατηγος ἁλους μερος ἐγενετο του θριαμβου : και ἐπι τουτοις τοις ἐργοις ἑκατερος των ὑπατων
9999934 τετρασυλλαβως
λεγε προγραμμα . Ὑπαιθρον μη λεγε , ἀλλ ' ὑπαιθριον τετρασυλλαβως . Κοιτων και προκοιτων ἀδοκιμα : χρη οὐν προδωματιον
Τρυφων δ ' ἐν παρωνυμοις „ Ἁλαιος τρισυλλαβως και Ἁλαιαιος τετρασυλλαβως . . . ὡς Ληναιος Ληναιευς , Κρηταιος Κρηταιευς
9999934 κειτο
εἰσω χαλκος ἀφαρ διεχευεν : ὁ δ ' ἐς στομα κειτο νενευκως Λυγκευς , καδ δ ' ἀρα οἱ βλεφαρων
φησιν ἀνατεθηναι τῳ Ἀρει το του χρυσομαλλου κριου δερος . κειτο γαρ λοχμᾳ : τῳ δασει της ὑλης : λοχμη
9999934 κατελαβετο
εἰς Ἀμφικτυονας κατα των Σπαρτιατων , ὁτι Φοιβιδας ὁ Σπαρτιατης κατελαβετο την Καδμειαν , και διετιμησαντο το ἀδικημα ταλαντων πεντακοσιων
Κορνηλιον . ἐπι δε τουτων Θεμισων ὁ Ἐρετριας τυραννος Ὠρωπον κατελαβετο . ταυτην δε την πολιν οὐσαν Ἀθηναιων παραλογως ἀπεβαλεν
9999934 ἐλευθερια
και το μεν σοφιαν ] το δε ἐξ ἀμφοιν ἐργον ἐλευθερια . Ταττε δη μοι παν , ὁσον θεωρητικον τεχνης
δει δη οὐν και ἀναγκαιον μεταλαβειν ἀμφοιν τουτοιν , εἰπερ ἐλευθερια τ ' ἐσται και φιλια μετα φρονησεως : ὁ
9999934 ἀγανακτει
ὁ λαιμος ἀπαιτει τα ἐκ του ἐθους και ἀπομανθανων αὐτα ἀγανακτει . Και σε οὐκ ἀν τις ἀλλος δεξαιτο ἐξωρον
οὐσαι συγχορευουσιν ἀλληλαις και τῳ Ἀπολλωνι , και οὐδεμια αὐτων ἀγανακτει προς τας ἀλλας , ὁτι μη μονη σοφη ἐστι
9999934 δοκιμωτατοι
εὑρισκουσιν οἰνου πεπλησμενους τους λεβητας . ταυτα Ἠλειων τε οἱ δοκιμωτατοι ἀνδρες , συν αὐτοις δε και ξενοι κατωμνυντο ἐχειν
πολλοι , μεγεθει δε και ἀλκῃ και ἐς ἐμε ἐτι δοκιμωτατοι Φωκεων . το δε ὀνομα τῃ πολει τεθηναι λεγουσιν
9999934 Ἀγαθου
Δαιμονος : ἐθος εἰχον οἱ παλαιοι μετα το δειπνον πινειν Ἀγαθου Δαιμονος ἐπιῤῥοφουντες ἀκρατον , και τουτο δε τριτον .
Παμφιλῃ : λεπαστη μαλα συχνη , ἡν ἐκπιους ' ἀκρατον Ἀγαθου Δαιμονος περιστατον βοωσα την κωμην ποει . Νικανδρος δ
9999934 Σικελικου
ταυτῃ προς ὀρθας ἀπο της ἑσπερας δια στηλων και του Σικελικου πορθμου μεχρι της Ῥοδιας και του Ἰσσικου κολπου ,
πολλων και ἑκουσιων πειραν λαβειν , ἁτε πολλακις δια του Σικελικου πελαγους κομισθεντα . φερε δη προς αὐτης της ἐν
9999934 ναυμαχιαις
πασαν οἰχεσθαι , γην δε και θαλατταν ἐκοσμησαν πεζομαχιαις και ναυμαχιαις , ὁσον εὐχοντο νικωντες . τον δ ' ἐξισουντα
και Δημοσθενους ἀποθανοντες Ἀθηναιων και των συμμαχων ἐν τε ταις ναυμαχιαις ἐν τε τοις κατα γην ἀγωσι και το τελευταιον
9999934 διαχωρητικα
τα τοιαυτα οὐτε κουφα , ὡς δοκεει , ἐστιν οὐτε διαχωρητικα , τους δ ' ὀφθαλμους ἀπαμβλυνουσιν : οἱ μεντοι
ἐξ αὐτων γενομενα ὁμοιως τοις ἐκ των πυρων , και διαχωρητικα μαλλον . Βρομος ὑγραινει και ψυχει ἐσθιομενος και ῥοφημα
9999934 ἐκληθησαν
' αὐτας ὀρνιθας ἐποιησε : και ἀπο του πατρος Ἀλκυονες ἐκληθησαν : αἱ δε νηνεμοι και γαληνην ἐχουσαι ἡμεραι ,
γεγενηται , πλουσιωτατος ὠν . γεγονασιν οὐν ἐξ αὐτου οἱ ἐκληθησαν ἀλκμαιωνιδαι , οἱ και κατελυσαν την των πεισιστρατιδων τυραννιδα
9999934 κινδυνευουσαν
την μητερα , την τρεφουσαν , την δι ' ἐμε κινδυνευουσαν , ἐπι το ξιφος ἑωρων . περας δ '
ἀτοπον , ὡστε την δυναμιν ἀνακαλεσασθαι ἀπο της ἀγαν ἀγρυπνιας κινδυνευουσαν . εἰ δε ἀσθενεια δυναμεως εἰη , φευγε παντελως
9999934 βελτιστοι
, διορισον μοι : την του διαμαχεσθαι Ἀθηναιοις ὁπως ὡς βελτιστοι ἐσονται , ὡς ἰατρον , ἠ ὡς διακονησοντα και
γε δρᾳ αὐτο ; Ἀκουων σκοπει . οἱ γαρ που βελτιστοι ἡμων ἀκροωμενοι Ὁμηρου ἠ ἀλλου τινος των τραγῳδοποιων μιμουμενου
9999934 ἀπελαυσαν
. κευθμωνα : το βαθος . ἠντησαν : ἐτυχον , ἀπελαυσαν . ἐρωτος : ἐπιθυμιας . Ἐνθ ' : τοτε
Ἀμαζονας πολεμου δεξαμενη , και ὑστερον δη τους ὑστερους . ἀπελαυσαν δε της μητροπολεως ἀμφοτερα , ἁβροτητας μεν εἰς το
9999934 τιμιωτερα
και καλλος μετα ὑγιειας λαμβανον , τοσουτῳ ὁσῳπερ ψυχη σωματος τιμιωτερα ; Πανταπασιν μεν οὐν , ἐφη . Οὐκουν ὁ
μεν ἀν τις οὐκ εἰναι τουτων ὑπερβολην , ἐνεστι δε τιμιωτερα : ὡσπερ γαρ ἀφθονου πηγης χρυσιου σοι ναματα χορηγουσης
9999934 ἀτοπως
. . ἀντι του εἰπειν λιαν πιονες . . λιπαροι ἀτοπως . . σφηκωδεις : Λεπτοι κατα το μεσον ,
τα πλοια , ἐπει ἐν γε τῃ ἀλλῃ ἀναχωρησει οὐκ ἀτοπως οἱ Θρᾳκες προς το των Θηβαιων ἱππικον , ὁπερ
9999934 κατεφρονησε
ἰσχυον . ὁ δε γε παις ὁ ἐμος και τειχων κατεφρονησε , και την πολιν ἐχειν εἰς τροπαιον . ἀνῃρεθην
ἀλλως παρα Ῥωμαιοις . και δια τουτο των μεν ὀνοματων κατεφρονησε , των δε πραγματων και αὐτων των σημειων φροντιδα
9999933 Λακεδαιμονιοι
σε ἐπιτρεψειν μοι μη ἀποδυεσθαι , και οὐχι ἀναγκασειν καθαπερ Λακεδαιμονιοι : συ δε μοι δοκεις προς τον Σκιρωνα μαλλον
μελετωμεν , ἀλλα καλοις ' ὑποπινοντες ἐν ὑμνοις . και Λακεδαιμονιοι δ ' , ὡς φησιν Ἡροδοτος ἐν τῃ ἑκτῃ
9999933 δαιμονες
τινες οἱ καλουμενοι το πρωτον ἐπιζητει , ποτερον θεοι ἠ δαιμονες ἠ τουτων ἀπορροιαι και ποτερον δαιμων εἱς , ἀλλοτε
, ἡ δε τον των ἑαυτης πολιτων , οἱς προγονοι δαιμονες , οὐχ ὑστερον . ἠν μεν οὐν δη σοι
9999933 Ὀλυμπιου
κιθαρας μεσον Ἀσκληπιου και της Ὑγιειας δεικνυσινἀναθημα τουτ ' ἠν Ὀλυμπιου του πατρος . Ὀλυμπιου δια χρονου παλιν οἰκαδε εἰσελθον
πολιν εἰς το λοιπον . ἑτερωθι δε ἐτι λαμπροτερον Προς Ὀλυμπιου Διος σε χρυσεα κλυτομαντι Πυθοι λισσομαι Χαριτεσσι τε και
9999933 εὐρουν
ἐμβαλλων : της γαρ ὑποσταθμης καθαρθεισης του αἱματος καλως , εὐρουν γινεται το αἱμα : πολλας δε των οὑτως ἐχουσων
οὐ φανταζεσθε ; ἐν ποιᾳ οὐν ὑλῃ δει ζητειν το εὐρουν και ἀπαραποδιστον ; ἐν τῃ δουλῃ ἠ ἐν τῃ
9999933 λαμπροτητα
διαλογοις κατα πευσιν και ἀποκρισιν συνεχη συγκειμενα ἐναντιως ἐχει προς λαμπροτητα , ὁνπερ τροπον και τα ἐν σφοδροτητι κομματικα .
Κορινθιοις . κατα πολυ . ἐκ νικων και ἀνδραγαθιων . λαμπροτητα . * παρεσχον . ἁς ἐχετε . . Αἰτιωνται
9999933 κατεσκευασεν
της πραγματειας περι παντων τουτων ἀναδιδασκει και ἐν τουτοις λεληθοτως κατεσκευασεν , ὁτι του σοφου περι τουτων ἐπιστασθαι : εἰ
' Ἡρακλης ἐκ του Φλεγραιου πεδιου κατελθων ἐπι την θαλατταν κατεσκευασεν ἐργα περι την Ἀορνον ὀνομαζομενην λιμνην , ἱεραν δε
9999933 ἀπεδωκεν
ἡ δικαια τυχη της ἀδικου κρατησασα δις περι των αὐτων ἀπεδωκεν ὑμιν βουλευσασθαι τῳ μηδεν ἀνηκεστον ἐψηφισθαι περι ἐμου ,
ὑπερ αὐτου ταπεινως . ὁ δ ' ἀναγνους την ἐπιστολην ἀπεδωκεν μοι αὐτην και ἐφη ὁτι Ἐγω βοηθηθηναι τι ὑπο

Back